Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Ανήλιαστος, η Ανήλιαστη, η αρχαία Ήλιδα, η Ωλενία Πέτρα, η Παναγία Βλαχέραινα στη βόρειοδυτική Ηλεία


 [Η ανάρτηση  αποτελεί κομμάτι της γενικότερης έρευνάς μου για την Ελένη/Αγιαλένη και ειδικότερα τμήμα  του υπό δημοσίευση άρθρου μου: "Γέροι και γενίτσαροι:  θιασικές  αγερμικές ομάδες στη ΒΔ Πελοπόννησο", ανακοίνωση στην Επιστημονική Ημερίδα " βλ. και http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg

Οι φωτογραφίες τραβηγμένες από την γράφοσα, Ε.Ψ., εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.


O Ανήλιαστος, η Ανήλιαστη




 Το εκκλησάκι του άη-Γιάννη πάνω στο λόφο της ακρόπολης της αρχαίας ¨Ήλιδος (Αύγ. 2007)










Το «τραγούδι του Μάη» στον αγερμό της Πρωτομαγιάς,  που κατέγραψε ο Σχολάρχης Λεχαινών για τον ιδρυτή της ελληνικής λαογραφίας Ν. Γ. Πολίτη κατά το 1887 (βλ. την ανάρτηση "Η συλλογή του λαογραφικού  υλικού. Παράλληλα κείμενα για ένα δρώμενο της Πρωτομαγιάς από την Ηλεία, σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο/blog και στο academia.edu) μου έδωσε την δυνατότητα  να ανιχνεύσω και να υποστηρίξω την ύπαρξη  μιας διαχρονικής  αφήγησης για τη Μητέρα-Γη στην Ηλεία (βλ........) .Όχι μόνο το υλικό που συνέλεξε ο Σχολάρχης αλλά  και το τοπικό  λαογραφικό υλικό που έχει συλλέξει και δημοσιεύσει άμεσα ή έμμεσα ο Καρκαβίτσας την ίδια εποχή, πολύ αργότερα  ο Ντίνος Ψυχογιός  και άλλοι Ηλείοι  ερευνητές και λαογράφοι όσο και η δική μου εθνογραφική έρευνα, αποτελούν επιτόπιο και γραπτό πεδίο έρευνας όπου θα μπορούσαμε να δούμε αν ανιχνεύονται και άλλα, εκ πρώτης όψεως άσχετα, αλλά ίσως τελικά σχετικά αφηγηματικά και λατρευτικά ευρήματα που να υποστηρίζουν  αυτή την αφήγηση. Αν δηλαδή σχετικά ευρήματα ανιχνεύονται όχι μόνο στη συγχρονία της καταγραφής από τον Σχολάρχη αλλά και σε άλλα σύγχρονα πολιτισμικά τοπικά ευρήματα, τότε και μετέπειτα. Διαφορετικά τα όσα ανιχνεύω στο δρώμενο του Μάη θα μπορούσαν ν’ αποτελούν «τυχαίο», μεμονωμένο δείγμα, προσαρμοσμένο στην ερευνητική μου υπόθεση, και όχι αφηγηματική, μυθική και λατρευτική δομή    και δη στη διαχρονία, όπως υποστηρίζω[84].
Θα σταθώ εδώ και σε ένα άλλο κείμενο που συμπεριλαμβάνει ο σχολάρχης Λεχαινών Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος στο λαογραφικό υλικό της 3ης Επιστολής του προς τον Ν. Γ. Πολίτη το 1887. Αφορά μια τοπική ιστορική παράδοση, «τον μύθον» −όπως τον ορίζει ο συλλογέας Παπαδημητρακόπουλος− του «Ανήλιαστου», ο οποίος πηγαινοερχόταν υπογείως από ανατολών προς δυσμάς και τ’ ανάπαλιν. Εκκινώντας δηλαδή από την Παλιόπολη (Αρχαία Ήλιδα), κατευθυνόταν προς το κάστρο Χλεμούτσι, προκειμένου να σμίξει ερωτικά με την επίσης «Ανήλιαστη» αγαπημένη του, μέχρι που τον είδε το απαγορευμένο γι’ αυτόν φως του Ήλιου και μαρμάρωσε (βλ.Επίμετρο Α΄, Επιστολή 3η )[85]. Φαίνεται μάλιστα ότι η συγκεκριμένη παράδοση τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή και του Ν. Γ. Πολίτη. Περίπου τον συντάραξε, αν κρίνουμε από τα διαμοιβόμενα −όπως διαφαίνονται έμμεσα στις απαντητικές επιστολές του Σχολάρχη− σχετικά με αυτό το μύθο αλλά και την ερευνητική ανυπομονησία του Πολίτη να λάβει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά, ακόμα και να μεταβεί επιτόπου για σχετική «εθνογραφική» αυτοψία[86].









  

Θ' αποπειραθώ στη συνέχεια μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα μοτίβα που δομούν τη συγκεκριμένη τοπική παράδοση του «Ανήλιαστου» και της «Ανήλιαστης» και σε αυτά που δομούν αφηγηματικά και τελετουργικά το τραγούδι του Πρωτομαγιάτικου αγερμού. Πιστεύω ότι θα μας αποκαλύψει πώς εντάσσονται στην ίδια μυθική (άρα και τελετουργική) αφήγηση, ως διαφορετικές εκδοχές και λατρευτικές εφαρμογές του ίδιου μύθου, του «ιερού γάμου» της Γης. Ίσως ακόμα να μας αποκαλύψει και το πώς τα θρησκευτικά φαινόμενα δεν προκύπτουν μεμονωμένα στη συγχρονία αλλά συχετίζονται συνδιαλεγόμενα άμεσα ή έμμεσα με το όλο τοπικό, ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό πλαίσιο:
Α) Τα ονόματα (Ανήλιαστος/Ανήλιαστη) δεν είναι κύρια αλλά μεταφορές. Συνδέουν αρνητικά και μάλιστα απαγορευτικά τα πρόσωπα που αφορούν με τον ήλιο αλλά και τον αλέκτορα,τον κόκορα, σύμβολα ταυτόσημα, που σηματοδοτούν το φως και την ημέρα, ήτοι τον «απάνω κόσμο»[87]. Οι φερώνυμοι σε αρνητική με αυτά τα σύμβολα σχέση ήρωες, ο ανήλιαστος και η ανήλιαστη,  αποκτούν μέσω αυτών των ονομάτων τους υποχθόνια σημασιοδότηση.
Β) Οι ρόλοι. Πρόκειται για εραστές. Η βασιλική θεσμικότητα των ρόλων (βασιλόπουλο, βασιλοπούλα) παραπέμπει σε πρόσωπα εξαιρετικά, εν τέλει θεϊκά, καθώς είναι συμβολικά και χθόνια. Ο ρόλος της βασιλοπούλας ερωτικός, πλην αναδεικνύεται δυναμικά παθητικός, στατικός. Ο ρόλος του βασιλόπουλου ερωτικός επίσης, είναι πρωταγωνιστικός, δραστικός, ενώ είναι και περιοδικά διαβατήριος, αφού αυτός ταξιδεύει τακτικά από και προς τη σταθερή βασιλοπούλα. Το τελικό «μαρμάρωμα» τού προσδίδει αναπαραστατικά και τα στατικά χαρακτηριστικά ενός ειδώλιου/αγάλματος.
Γ) Η δράση. Είναι κινητική, ερωτική-γονιμική, χθόνια και «πάρωρη», νυχτερινή, άρα μιαρή, σημασίες που διαλεκτικά συσχετιζόμενες παραπέμπουν και πάλι στο μεταφυσικό. Ταυτόχρονα η δράση έχει τα στοιχεία ενός διαβατήριου και μυητικού «ταξιδιού», που διακόπτεται δικαιακά από το «μαρμάρωμα», ως ποινή για διαπραχθείσα ύβρι. Αυτό το «μαρμάρωμα» παραπέμπει μεν σε θάνατο αλλά όχι ακριβώς. Ως οριστικός και «καλός» θάνατος σύμφωνα με την προφορική θρηνητική παράδοση θεωρείται −και επιδιώκεται τελετουργικά με το θρήνο− η αφομοίωση, το «λιώσιμο», το αναβλαστικό «χώνεμα» του νεκρού στη μητρική γαστέρα της Γης. Εδώ το «πέτρωμα» του χθόνιου εραστή παραπέμπει μεν σε θάνατο, αλλά ένα θάνατο δυνάμει προσωρινό. Τούτη η αντίληψη ανιχνεύεται και στις λαϊκές δοξασίες που αφορούν τη μαγική/καταραστική όσο και δικαιακή διαδικασία του αναθέματος και κατ΄ επέκταση του αφορισμού. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές, το καταραμένο εν ζωή με ανάθεμα σώμα καταδικάζεται προφορικά με την εκφώνηση της συγκεκριμένης λέξης και μαγγανευτικά με τη συσσώρευση ενός σωρού από πέτρες, να πετρώσει, να μη το «χωνέψει η Γης». Από τη γεωκεντρική, αναγεννητικά εσχατολογική όσο και σωτηριολογική άποψη, η συγκεκριμένη κατάρα είναι τρομερή, γιατί αποκλείει το νεκρό σώμα από τη γη («το ξερνάει η Γης» ), άρα εξοβελίζει και τον εν ζωή αναθεματισμένο, από την κοσμική-συμπαντική ανακύκλωση συνολικά, και όχι μόνον από την επίγεια ζωή[88]. Ωστόσο το καταραστικό αυτό «πέτρωμα» (ή μαρμάρωμα) είναι δυνητικά προσωρινό, εφόσον ισχύει μόνον όσο κρατάει η κατάρα, η οποία μπορεί, υπό προϋποθέσεις, και ν’ ανακληθεί ανά πάσα στιγμή ή από αυτόν που την έθεσε ή από άλλες δυναμικές συνθήκες και αρμόδια πρόσωπα. Στη συγκεκριμένη αφήγηση για τον Ανήλιαστο το «μαρμάρωμα» του χθόνιου βασιλόπουλου, ως μαγική ποινή για την ύβρι που συνεπάγεται η επαφή του κάτω με τον απάνω κόσμο (το φως του ήλιου) αφορά καταραστική διαδικασία, σύμφωνα με τις παραπάνω δοξασίες που σχετίζονται άμεσα με τον αναγεννητικό ρόλο της Μάνας-γης. Ο θάνατος στο συμφραζόμενο του μύθου δεν είναι αμετάκλητος αλλά υπονοείται προσωρινός, άρα δηλώνεται η εν δυνάμει και υπό όρους δυνατότητα επαναφοράς του ακινητοποιημένου βασιλόπουλου και πάλι στη -χθόνια πάντα- «ζωή» του, ήτοι στην ερωτική  δράση του. Η −άρρητη εδώ− δυνατότητα ανάκλησης της κατάρας ίσως εκφράζει έμμεσα προσδοκία «αναγέννησης» ώστε ν’ αρχίσει και πάλι η διακοπείσα θεάρεστη περιοδική ερωτική/γαμική δραστηριότητα του «Ανήλιαστου», ως ίσως επίσης αυτονόητη σωτηριολογική και αναγεννητική προσδοκία για τους μετέχοντες αυτής της πολιτισμικής παράδοσης[89]. Μέσα στο όλο τοπικό −και όχι μόνον− ιστορικό και συμβολικό συν-κείμενο, το «μαρμάρωμα» του Ανήλιαστου μπορεί από σημειολογική άποψη να αναγνωσθεί ίσως και ως μεταφορά που υποδηλώνει την πολιτισμική και θρησκευτική τομή και ασυνέχεια όπου εντάσσεται η αφήγηση ιστορικά: η θρησκευτική μορφή και παράδοση που αφορά, ερχόμενη σε «μιαρή» επαφή με τη νεωτερικότητα, τις «υβριστικές» από αυτή την άποψη, όσο και δραματικές πολιτειακές, πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αλλαγές σε έναν χώρο με τόσο έντονη παγανιστική θρησκευτική και πολιτική παράδοση, την Αρχαία Ήλιδα −που αναδεικνύεται και από το ιερό της Ολυμπίας και την εμβέλεια και διαχρονικότητα των Ολυμπιακών Αγώνων− το «βασιλόπουλο»/εραστής από λατρευτική, ιερή μορφή απαξιώθηκε κυριολεκτικά σε άψυχο, χωρίς θρησκευτική οντότητα, «μάρμαρο» καθώς, αποϊερωμένος, ήλθε σε μιαρή επαφή με τη νέα εποχή. Η ανάγνωση αυτή θα μπορούσε να αποδώσει ετεροπροσδιοριζόμενο εκ των υστέρων νόημα και στην προσδοκώμενη −από τους ποτέ επίσημους θρησκευτικούς φορείς της εν λογω παράδοσης− συμβολική «ανάσταση» του μαρμαρωμένου βασιλόπουλου, όπως γίνεται και σε άλλες γνωστές παραδόσεις αλυτρωτισμού. Αρχαιολογική, ιστορική και ανθρωπολογική σημασία ενέχει εξάλλου και το ότι, όπως γράφει ο Σχολάρχης Λεχαινών στον Ν. Γ. Πολίτη, οι ντόπιοι γέροι και γραίες πίστευαν στα χρόνια του πως ο Ανήλιαστος είναι ακόμα μέσα στο λαγούμι, και πως αν σκάψουν θα τον βρούν. "Εύρεση"  που επαληθεύτηκε, κατά ένα τρόπο, στις μετέπειτα ανασκαφές, οπότε «βγήκαν» αρκετά μαρμάρινα αγάλματα από τα σπλάχνα της θαμμένης στην ηλύ του Πηνειού Αρχαίας Ήλιδας.
 Αυτή η πίστη αποτελεί βεβαίως αφηγηματική αναπαράσταση και της σχετικής βιωματικής εμπειρίας των ντόπιων, αφού και οι ίδιοι έβγαζαν συνεχώς μέσα στα χρόνια τυχαία, κατά την καλλιέργεια της γης, τέτοια αγάλματα και άλλα αντικείμενα (που είχαν ποικίλη χρήση, οικονομική, οικοδομική, μαγική/συμβολική και άλλες, βλ. και Επίμετρο, μαρτυρία), όπως αναφέρει και ο Σχολάρχης. Οι φωτογραφίες της αρχαιολογικής ανασκαφικής ανέλκυσης μέσα από το χώμα, και μάλιστα «σώου», ενός γυμνού αγάλματος του −και χθόνιου− Ερμή (που εκτίθενται επιτόπου, στην Έκθεση της Ιστορίας των ανασκαφών στην Ήλιδα) είναι σαν να εικονοποιούν δραματικά την παραπάνω πίστη και παράδοση[90].



Ανασκαφή κεφαλής αρχαίου αγάλματος στην αρχαία Ήλιδα (σχέδιο εμπνευσμένο από σχετική φωτογραφία, της  Αικατερίνης Ανδρέου/Samiamidi Spectrum


Δ) Ο χώρος. Υπόγειος, στενός και μακρύς υπόνομος, που παραπέμπει σε λαγούμι/τούνελ ή σπηλιά. Το υποδηλούμενο υπόγειο ερωτικό σμίξιμο μέσα σε αυτόν τον υπόνομο (εφόσον και η βασιλοπούλα είναι Ανήλιαστη) παραπέμπει στην «υποχθόνια κλίνη», τους «χθόνιους κοιτώνες» της Μαυρηγής −τον κάτω κόσμο− όπου συντελείται ο αναγεννησιακός, αναβλαστικός ετήσιος βιασμός της χθόνιας Κόρης που παρασύρεται ή αρπάζεται εκεί από τον πάντα «ξένο» και «ερχόμενο», «άλλοτρο» εραστή[91].

Το φράγκικο κάστρο Χλεμούτσι και το ομώνυμο χωριό Κάστρο Κυλλήνης Ηλείας (Αύγ. 2008)





Ε) Οι ιστορικοί τόποι. Η αφήγηση για τον Ανήλιαστο δεν τοποθετεί την παλινδρομική δράση αόριστα σε κάποιο συμβολικό ή φυσικό χώρο αλλά προσδιορίζει επακριβώς τους γεωγραφικούς και ιστορικούς πόλους που αφορά: Παλιόπολη (Αρχαία Ήλιδα)-Κάστρο Χλεμούτσι Κυλλήνης. Οι συγκεκριμένες παράμετροι καθιστούν την  εν λόγω προφορική παράδοση πέρα από μαγική/θρησκευτική και «ιστορική» ταυτόχρονα. Οι αναφερόμενοι δύο γεωγραφικοί και ιστορικής σημασίας αυτοί τοπικοί  πόλοι ορίζουν την ευρύτερη περιοχή της  Μυρτουντίας όπου και τα Λεχαινά του Σχολάρχη, δηλαδή την αρχαία «κοίλη ‘Ηλιδα». Την εκτεταμένη αυτή πεδιάδα διχοτομεί ο Πηνειός ποταμός από τις ορεινές υπώρειες του Ερύμανθου στην Πηνεία ανατολικά, μέχρι τα παράλια στο Ιόνιο –στο ακρωτήριο Χελωνάτα με το κάστρο Χλεμούτσι– δυτικά, καθιστώντας την εύφορη με τις προσχωσιγενείς πλημμύρες του (και από το 1973 και εξής με την άρδευση από το φράγμα του). Περαιτέρω η αναφορά των συγκεκριμένων ιστορικών τόπων σε σχέση με τη δράση, υποδηλώνει και μια διαχρονική ιστορική και θρησκευτική συνάφεια ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους της ιστορίας μας. Σχέσεις που εκτιμώ ότι τεκμηριώνονται σήμερα και αρχαιολογικά, καθώς:
 α) έχει πλέον αποδειχθεί ανασκαφικά (όπως επιθυμεί και ο Σχολάρχης να γίνει, κατά το 1888) ότι η Παλιόπολη είναι χτισμένη μέσα στο χώρο της Αρχαίας Ήλιδας, οργανώτριας πόλης (από ένα χρονικό σημείο και μετά) των Ολυμπιακών Αγώνων β) ότι το φράγκικο κάστρο Χλεμούτσι και η περιοχή του έχει και αρχαιότερα οικοδομικά στρώματα που φτάνουν ως τη νεολιθική περίοδο (βλ. παρακάτω σχετικά) γ) ότι η Κυλλήνη διαθέτει αρχαίο λιμάνι και είναι γνωστό ήδη από τον Όμηρο ότι ήταν το επίνειο της Ήλιδας στο Ιόνιο[92]


Ο εξωτερικός περίβολος και το Ιόνιο Πέλαγος από την εσωτερική πύλη του κάστρου Χλεμούτσι (Αύγ.  2006)








Από τις εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης του κάστρου Χλεμούτσι (Αύγ. 2008)





Πάνω και κάτω: 



Συντηρητήςτης αρχαιολογικής υπηρεσίας  επεξεργάζεται κιονόκρανο σε μια από τις αίθουσες κατοικίας των Φράγκων ηγεμόνων του Μοριά, στο Κάστρο Χλεμπούτσι
 Η αναφορά στους συγκεκριμένους ιστορικούς τόπους αναδεικνύει την αρχαϊκότητα της παράδοσης όσο και την ανεξαρτήτως επίσημης θρησκείας, χριστιανικής ή παγανιστικής,  ιερότητά της. Το επεισόδιο της περιοδικής, χθόνιας ιερής γαμικής πράξης συγκρινόμενο με το βασικό μοτίβο του «Μάη», του χθόνιου «ξένου» βλαστικού εραστή-ρόδου που σμίγει εποχικά κάτ’ έτος με την γονιμική και βλαστική πλένουσα/λουλούδω/όρνιθα/Όρθα κόρη-Γη και χθόνια υφάντρα/Αλεξάνδρα/Μάρω [-Ελένη], αλλά και με την Ελένη του Λιμάζη, καθώς και με την Κόρη που μαζεύει τα μανουσάκια, εκτιμώ ότι εντάσσουν τη συγκεκριμένη σύντομη προφορική ιστορία στη συνολική μυθική αφήγηση περί του βλαστικού/παραγωγικού κύκλου του βίου του χρόνου και της Γης-Μητέρας[93]

Η νεράιδα-μάνα, η «Ωλενία Πέτρα»


Το "Σανταμεριάνικο βουνό" ή "Σανταμέρι"  (αρχαίο όρος Σκόλλις ή Ωλενία Πέτρη) με το χωριό Πόρτες (21/5/2005)









Πέραν της καταγραφής του Ανήλιαστου από τον Σχολάρχη, τοπικά μαρτυρείται και δεύτερη προφορική αφήγηση μιας τέτοιας παλινδρομικής περιπλάνησης, πάλι από ανατολάς προς δυσμάς, ανάμεσα στους ίδιους αυτούς ιστορικούς και γεωγραφικούς πόλους: από την ευρύτερη περιοχή της Αρχαίας Ήλιδας, το χωριό Πόρτες (στο ΒΔ άκρο του αρχαίου βουνού Σκόλλις, σήμερα Σανταμέρι ή Σανταμεριάνικο ή Πορτοβούνι), προς το κάστρο Χλεμούτσι.  [94]. Αφορά μια νεράιδα βασίλισσα-μάνα στο Σανταμέρι που, πλανώμενη, αναζητά θρηνούσα την χαμένη κόρη της, την οποία κρατά φυλακισμένη στο κάστρο Χλεμούτσι η άκληρη, «άσχημη» αδελφή της. Η νεράιδα-μάνα, κάθε φορά που πηγαίνει στο Χλεμούτσι με την ελπίδα να πάρει πίσω την κόρη, συνοδεύεται από ευδία και καλοκαιρία ενώ όταν επιστρέφει στο Σανταμέρι άπραγη, χωρίς την κόρη και θρηνούσα είναι ανεμοστροφιλιασμένη, φέρει δηλαδή τοπικούς ανεμοστρόβιλους, καταιγίδες και συντριμίζει, ήτοι προκαλεί καταστροφές, ιδιαίτερα στις καλλιέργειες[95].






 Όπως υποστηρίζει και ο Ν. Γ. Πολίτης στη δημοσίευση της παράδοσης, είναι προφανείς οι δομικές αναλογίες της ιστορίας αυτής με το μύθο της Δήμητρας και της Kόρης. Με βάση όμως τα ευρήματα  που ανέλυσα παραπάνω για τον μύθο του Ανήλιαστου, κρίνω ότι υπάρχουν αναλογίες και με τις θανάσιμες όψεις του μύθου της Αλεξαντριανής Ελένης[96].






 Το σημείο εκκίνησης της νεράιδας-μάνας στο ΝΔ σημείο του «Πορτιανού» βουνού ( αρχαία ονομασία Σκόλλις ή/και «Ωλενία πέτρα»), βρίσκεται σε έναν τόπο φορτισμένο συμβολικά, ιστορικά και αρχαιολογικά: τον οικισμό Πόρτες, ο οποίος έχει οπτική επαφή με το Χλεμούτσι, το Ιόνιο, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, σαν εξώστης-βίγλα που εποπτεύει όλη την «Κοίλη Ήλιδα» και τους στεριανούς και θαλασσινούς δρόμους[97]. Μαζί με την κατοικία της νεράιδας-μάνας, εδώ εντοπίζεται και η «Νεραϊδότρουπα» (πιθανότατα και να ταυτίζονται) ένα βαθύ σπηλαιο-βάραθρο στην πετρώδη πλαγιά πάνω από το χωριό Πόρτες, κάτω από την κορυφογραμμή. Έδρα και φοβερό ιερό των Νεράιδων, για τις οποίες πλούσιες αφηγήσεις είναι ζώσες σήμερα στο χωριό. Υπάρχει επίσης κατά κορυφήν πύργος της Φραγκικής περιόδου, που πιθανόν και να τροφοδοτεί τις αφηγήσεις για τη «βασίλισσα». 

Πόρτες, Σανταμέρι. Στο κέντρο και προς τα δεξιά της φωτογραφίας φαίνεται ο κατάφυτος από πεύκα λόφος όπου ανασκάφηκε ο Μυκηναϊκός τύμβος (21/5/2005)


Πόρτες, Σανταμέρι άποψη του Μυκηναϊκού τύμβου με τους λαξευτούς τάφους

Σχετικά ρόσφατα (1998) στις Πόρτες, κοντά στη θέση «Κεφαλόβρυσο», ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε Υστεροελλαδικός τύμβος με θαλαμωτούς και κιβωτιόσχημους τάφους, καθώς και οικισμός στον οποίο ανήκε το νεκροταφείο, ενώ εντοπίστηκαν ευρήματα που ανάγονται μέχρι και τη νεολιθική περίοδο[98]. Επισημαίνω επίσης ότι ο ανασκαφέας Λ. Κολώνας ταυτίζει τις Πόρτες με την ομηρική Ηλειακή Πύλο, στην οποία σημειωτέον παραδίνεται και ένα από τα ιερά τα αφιερωμένα στον Άδη, ιερό που υπήρχε και στην Ήλιδα (χθόνια θεότητα που συμβολικά φέρει τα χαρακτηριστικά του Ανήλιαστου, αλλά προκύπτει και συγγενική της Μαυρηγής [Μέλαινας]-Ελένης)[99].


Το όνομα του πρώην, Καποδιστριακού Δήμου Ωλενίας γραμμένο σε δημόσιους χώρους στο χωριό Πόρτες (21/5/2005)

Το χωριό Πόρτες όταν το επισκέφθηκα πρώτη φορά κατά το 1978 για επιτόπια έρευνα, ήταν «άγονη γραμμή»: οι κάτοικοι ζούσαν εν πολλοίς στην προβιομηχανική εποχή, ένα «κατά φύση», αγροτοκτηνοτροφικό βίο ενώ τοπικά, λόγω εδαφικών και κλιματολογικών συνθηκών, είχαν σημαντική παραγωγή δημητριακών[100]. Ο αναλφαβητισμός και των δύο φύλων, ιδιαίτερα δε στις γυναίκες άνω των 50 ετών, ήταν πολύ υψηλός, σχεδόν καθολικός. Πολιτισμικά και συλλογικά λοιπόν οι Πορτιανοί στο δεδομένο χρόνο μπορούν να ενταχθούν στην προφορικότητα −όσο σχετικός μπορεί να είναι αυτός ο όρος στην Ελλάδα κατά το 1978[101]. Οι άφθονες και πλούσιες σε ποικιλία μοτίβων αφηγήσεις ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας για τις νεράιδες, τη «νεραϊδότρουπα», τα μάγια, τις μάγισσες, τους μαγεμένους και τους νεραϊδοπαρμένους ήταν μέρος της καθημερινότητας. Αποτελούσαν κομμάτι της κοινής εμπειρίας και οι «απόξω» δαιμονικές επιφάνειες και οι όποιες επιπτώσεις τους αναφέρονταν ως βιωμένα γεγονότα.
Αν «διαβάσουμε» τα δεδομένα της ιστορίας για τη νεράιδα-μάνα στο συν-κείμενο του παραπάνω γεωπολιτισμικού πλαίσιου, εκτιμώ ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον –ακόμα και για την περαιτέρω μελέτη των προϊστορικών ευρημάτων, αμφίδρομα– το γεγονός ότι το χριστιανικό νεκροταφείο του σύγχρονου χωριού Πόρτες έχει ναό αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, που αποκτούν έτσι επιτόπια και χθόνια σημασιοδότηση. Το νεκροταφείο και κυρίως ο ναός «του αγίου Κωνσταντίνου» δεσπόζουν στο χώρο νότια της απόκρημνης κορυφογραμμής, καθώς βρίσκονται στην κορυφή ενός λόφου οι μεσημβρινές πλαγιές του οποίου καλλιεργούνται με δημητριακά. Καλλιέργεια που όπως είδαμε πολλές φορές παραπάνω σχετίζεται (και) στην Ηλεία μυθικά με τη χθόνια και βλαστική Ελένη-Γη όσο και έμμεσα με την αγία Ελένη-Αγιαλένη (και τον άγιο Κωσταντίνο). Σε άλλες αναρτήσεις σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο/blog για την Ελένη/Αγιαλένη, υποστηρίζω, στο πλαίσιο της ερευνητικής μου υπόθεσης για το διαχρονικό μύθο της Ελένης ως όψη της Μητέρας -Γης,   ότι το ιστορικό ζεύγος των Ισαποστόλων, και δή πίσω από το όνομα του άγιου Κωνσταντίνου, φαίνεται να έχει επικαλύψει κατά ένα μεγάλο μέρος τη θρησκευτική και ναϊκή παράδοση περί της Ελένης-Αγιαλένης. Ίσως λοιπόν εδώ η συγκεκριμένη αφιέρωση του κοιμητηριακού ναού να προκύπτει από τη διπλή αυτή σχέση, ήτοι όχι μόνον με τους νεκρούς αλλά και με τα δημητριακά που καλλιεργούνται γύρω από το νεκροταφείο του χωριού Πόρτες [102]. Αν ισχύουν αυτές οι σχέσεις, ο εν λόγω νεκροταφιακός ναός μπορεί στο τοπικό πλαίσιο να σχετίζεται έμμεσα και με τις παραδόσεις για τη σπηλαιώδη Νεραϊδότρουπα, τη θρηνούσα νεράιδα-μάνα της χαμένης κόρης, τον «Ανήλιαστο» υποχθόνιο εραστή της Ήλιδας και περαιτέρω με την εντοπιζόμενη από τους ανασκαφείς του τύμβου αρχαία λατρεία του Άδη, δηλαδή της «Ωλενίας» θεάς του κάτω κόσμου-Μαυρηγής-Ελένης και του αρσενικού, υποχθόνιου ερωτικού συντρόφου της[103]. Πέραν των παραπάνω συμβολικών, ιστορικών και άλλων πολιτισμικών στοιχείων, η σχέση των ιερών τούτων μορφών επιτόπια ενισχύεται και από το γεγονός ότι εγγύτατα στο χώρο του μυκηναϊκού νεκροταφείου που ανασκάφηκε στις Πόρτες υπάρχει παλιό ξωκκλήσι αφιερωμένο στην «κοιμωμένη», Παναγία, ενώ ο ενοριακός ναός και το πανηγύρι του χωριού είναι αφιερωμένα στην «αγια-Σωτήρα» (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), αφιέρωση που είδαμε να επιχωριάζει και στην «Επισκοπή» του κάστρου της Ώλενας-Ελένης[104]. Κρίνω δε ότι στις Πόρτες τα συμβολικά, τα ιστορικά, τα αρχαιολογικά, όσο και τα τοπικά αφηγηματικά στοιχεία ενισχύουν με επιπρόσθετα πολιτισμικά δεδομένα και την ετυμολογική συγγένεια Ορθίας/Όρθας-Ελένης-Ώλενας (Αλεξαντριανής-θεοσκοτωμένης, με τις χθόνιες, ολέθριες και αναγεννητικές συμβολικές  συνδηλώσεις τους), που υποστηρίζω σε άλλα κείμενα. Προς ενίσχυση των παραπάνω, εκτιμώ ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι και στο σημερινό χωριό Γαλούπι, μέσα στο χώρο της Αρχαίας Ήλιδος, ο ενοριακός ναός  είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. 



Η Παναγία η  Βλαχέραινα

Μονή Παναγίας Βλαχέραινας, ανάμεσα στο κάστρο Χλεμούτσι και στην Κυλλήνη, Τα σύγχρονα κελιά εξωτερικά και η είσοδος στη μονή (7/9/2006)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας, ανάμεσα στο κάστρο Χλεμούτσι και στην Κυλλήνη, το βυζαντινο-φράγκικο καθολικό (7/9/2014)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Ο περίβολος κατά τον πανηγυρικό εσπερινό την παραμονή της γιορτής της Γέννησης της Παναγίας (7/9/2006)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας, καθολικό. Η βόρεια όψη, στην τοιχοδομία της οποίας έχουν ενσωματωθεί μαρμάρινα οικοδομικά μέλη από παλαιότερες χρήσεις (Απρίλιος 2009).

Μονή Βλαχέραινας. Η δυτική όψη και είσοδος του καθολικού και ο νάρθηκας με τον κλειστό δεύτερο όροφο, κατά τον πανηγυρικό εσπερινό την παραμονή της γιορτής της Γέννησης της Παναγίας (7/9/2006)



Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Πάνω και κάτω: η δυτική όψη  του καθολικού και ο νάρθηκας με τις μαρμάρινες κολώνες, μάλλον σε δεύτερη οικοδομική χρήση (7/9/2006, πάνω  και Απρίλης 2009, κατω)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Τμήμα της βάσης του νάρθηκα του καθολικού με οικοδομικά υλικά από  παλαιότερες χρήσεις (7/9/2014)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Η νοτιοδυτική όψη του καθολικού με την πέτρινη σκάλα και την ξύλινη γέφυρα που οδηγεί στο δωμάτιο πάνω από το νάρθηκα (7//9/2006)


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Η Βορειοανατολική όψη του καθολικού (7/9/2014)

Με ερέθισμα και τα παραπάνω, η επίμονη αναφορά του Φράγκικου κάστρου Χλεμούτσι σε σχέση με «χθόνια» και βασιλικά θηλυκά πρόσωπα του μεταφυσικού, την κόρη-»Ανήλιαστη» και την κόρη-χαμένη (ή θαμμένη/κοιμωμένη),  μάλλον τις ταυτίζει ως μία και την αυτή συμβολική  «κόρη» προς αναζήτηση της οποίας έρχεται περιοδικά η νεράιδα-μάνα (από την «Ωλενία Πέτρα, το Σανταμέρι) και ο χθόνιος εραστής (από την Αρχαία Ήλιδα).  Η συμβολική ουσία της αφήγησης και η ιερότητα των χώρων εκκίνησης για την αναζήτηση της Κόρης θέλει πιθανόν να υποδείξει την ύπαρξη και μέσα στο Χλεμούτσι –ή στον ευρύτερο χώρο του– κάποιου θρησκευτικού/λατρευτικού τόπου ή ιερού κτίσματος που την αφορά. Σημειώνω ενισχυτικά και  το γεγονός ότι σήμερα ο χριστιανικός ενοριακός ναός του χωριού Κάστρο που είναι κάτω από  το φρούριο είναι αφιερωμένος επίσης στην ιερή, μητρική και παρθενική συνάμα, «κοιμωμένη», μορφή της Παναγίας, που γιορτάζει το 15Αύγουστο, ενώ ο ναός μέσα στο φράγκικο κάστρο αποδίδεται στην μητροθυγατρική −κατά τη λαϊκή παράδοση και τις απεικονίσεις της− Αγία Σοφία. Αφιερώσεις που πέραν της ιερής βεβαίως σημασίας τους για τους χριστιανούς μπορεί να υποδηλώνουν  επίσης μέσα στο όλο περικείμενο και κάποια μνήμη για την επιχώρια «Ανήλιαστη», χθόνια ή χαμένη  κόρη[105].



Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Προσκύνημα στην εικόνα της Παναγίας κατά τον πανηγυρικό εσπερινό (7/9/2005)




Πάνω και κάτω. η 

Πέραν των παραπάνω  ευρημάτων της προφορικής και  της γραπτής παράδοσης καθώς και της αρχαιολογικής σκαπάνης και που αφορούν την Αρχαία Ήλιδα, την Ωλενία Πέτρα, το ίδιο το κάστρο Χλεμούτσι όσο και το χωριό Κάστρο, επισημαίνω ότι στο δυτικότατο τούτο άκρο της Μυρτουντίας υπάρχει ένα κατεξοχήν θρησκευτικό και λατρευτικό ναϊκό τεκμήριο, ένας πολύ σημαντικός ιερός τόπος, που εκτιμώ ότι υποδεικνύει   και χριστιανικά την εκτιμώμενη ως ριζωμένη διαχρονικά στην Κοίλη Ήλιδα/Μυρτουντία πίστη στην Μάνα-και-κόρη [Ωλένη-Ελένη]. Αναφέρομαι στη βυζαντινή μονή της Παναγίας της Κυρά-Βλαχέρνας ή Βλαχέραι[ε]νας, χτισμένης σε μια ελαιόφυτη σήμερα λαγκαδιά, ανάμεσα στο κάστρο Χλεμούτσι και στην Κυλλήνη, δηλαδή στον ευρύτερο χώρο όπου θρυλείται να εγκατοικεί η «Ανήλιαστη» βασιλοπούλα και η «χαμένη» κόρη[106].  


Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Το κεντρικό κλίτος του καθολικού κατά τον πανηγυρικό εσπερινό, με τους άρτους-προσφορές από τάματα για την αρτοκλασία (7/9/2006)



Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Το κεντρικό κλίτος του καθολικού, οροφή (7/9/2006)

 Δεν είναι κατά την κρίση μου τυχαίο το ότι η μονή αποτελεί το μεγαλύτερο μοναστηριακό προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής της ΒΔ Ηλείας, Είναι αφιερωμένη και πανηγυρίζει πάνδημα (για όλη τη δυτική Μυρτουντία) στη Γέννηση της Παναγίας, αν και απ' όσο έχω παρατηρήσει μέσα στο ναό, δεν υπάρχει  εικόνα της Γέννησης.  Η γιορτή της Γέννησης της Παναγίας όπως έχω υποστηρίξει  και  για τη μονή Χρυσοπηγή της Λαμπείας (Δίβρης) στην Ηλεία όσο και για τη Λάμια στα Διλινάτα της Κεφαλονιάς (βλ. σχετικές αναρτήσεις σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο/blog) παραπέμπει σημειολογικά και συμβολικά σε δύο πρόσωπα, αφού αφορά τη γέννηση της Παναγίας από την αγία ΄Αννα, δηλαδή μιας ιερής Κόρης από «γριά» ιερή Μάνα,  το αρχέτυπο θεϊκό ζευγάρι μάνα-κόρη (βλ. αναλυτικά σχετικά με το πανηγύρι της Βλαχέραινας  την ανάρτηση «Λαϊκή αρχιτεκτονική και αγροτική ζωή. Τα μετόχια στα κτήματα της σταφίδας στη ΒΔ Ηλεία», στην ιστοσελίδα/blogpsychogiou.blogspot.com). Το ζευγάρι μάνας-κόρης που όπως προανέφερα  αναδεικνύει τη μητρογραμμή συγγενικά, κληρονομικά και πολιτισμικά, για τη χριστιανική θρησκεία και την Εκκλησία (την κατεξοχήν πατρο-υιοκεντρική) δεν έχει ιστορικά δογματική σημασία τέτοια, που να δικαιολογεί επίσημα το πλήθος των αφιερωμένων στη γέννηση της Παναγίας μονών και ναών (σε σύγκριση μάλιστα με τους αφιερωμένους στη γέννηση του Χριστού), όσο και την ιδιαίτερη τιμή και λατρεία που απολαμβάνει το ιερό αυτό ζευγάρι μάνας-κόρης από τους πιστούς χριστιανούς[107]. Ο παμπάλαιος και τόσο σημαντικός αυτός ιερός χώρος, η -εικονιζόμενη ως "μαύρη" στην προσκυνηματική, θαυματουργή εικόνα της-  Κυρά-Βλαχέραινα, μέσα στο θρησκευτικό/λατρευτικό και γεωπολιτισμικό συν-κείμενο του δρώμενουυ του Μάη, του Ανήλιαστου, της Ανήλιαστης, της «Νεράιδας-μάνας», της λαϊκής χριστιανικής Μητρολατρείας καθώς και των σχετικών τοπικών αρχαιολογικών και ιστορικών ευρημάτων, εκτιμώ ότι ανακρατάει και εδώ μεταμφιεσμένη χριστιανικά την τοπική αρχαία λατρεία και πίστη στη Μητέρα-γη-και-κόρη (βλ. για την προσωνυμία της Παναγίας Βλαχέρενα την ανάρτηση "Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: Αχέροντας-Κέρκυρα στον ιστότοπο psychogiou.blogspot.com)  [108].




Μονή Παναγίας  Μαρμάρινας. Πάνω και κάτω: κάποια από τα γλυπτά κατάλοιπα από παλαιότερα κτίσματα στον περίβολο της μονής (7/9/2006)

Και τούτο είτε ως μετασχηματισμένος χριστιανικά πρωτογενής χώρος αυτής της λατρείας όπως δηλώνουν τα οικοδομικά στοιχεία παλαιότερων χρήσεων που είναι εντοιχισμένα στο καθολικό ή σκόρπια στον περίβολο της μονής, είτε ως μικρή μετατόπιση κάποιου άλλου σχετικού τοπικού ιερού, που ίσως κάποτε να βρισκόταν μέσα στο ίδιο το Χλεμούτσι, όπως μπορεί να θέλουν να υποδείξουν οι εν λόγω παραδόσεις,  [109]. Ενισχυτικό αυτής της σχέσης του ιερού χώρου της Βλαχέραινας με τη Μητέρα (Μαυρηγή-Ελένη) είναι κατά την κρίση μου και το ότι εδώ ακριβώς, στα συνεχόμενα με τη μονή παλαιά μοναστηριακά κτήματα στα νότια σύνορά της με το χωριό Νιοχώρι, στα ΒΔ του Χλεμουτσιού, μαρτυρείται σήμερα και τοπωνύμιο Μαυρομαντήλα, που η τοπική προφορική παράδοση το συνδέει με θανατικό που έπληξε την οικογένεια που καλλιεργούσε αυτές τις –πρώην μοναστηριακές− γαίες. Κατ΄εμένα είναι πιθανή  η συμβολική σύνδεση τής εντός της κτηματικής περιοχής της Βλαχέραινας ελλοχεύουσας Μαυρομαντήλας με τη χθόνια «άσχημη γριά» του θανάτου, την  Μαυρηγή-Ελένη[110].




Η Παναγία η Λεχαινίτισσα  

 Λεχαινά, ο ναός της Παναγίας (βλ. Ελένη Ψυχογιού, Λεχαινά. Ο τόπος, τα σπίτια, καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώ Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1987, σ. 120, εικ. αρ. 94)

Ο τόπος όπου καταγράφηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα το  λαογραφικό υλικό για τον "Μάη" από τον Σχολάρχη και τον Α. Καρκαβίτσα και μέσω αυτών από τον Ν. Γ. Πολίτη, δηλαδή τα Λεχαινά, εντάσσεται χωροταξικά στο δυτικό πόλο των παραδόσεων του Ανήλιαστου και της νεράιδας-μάνας που μας απασχολούν, ήτοι στον παραθαλάσσιο τόπο προς τον οποίο κατευθύνει την ερωτική, χθόνια περιπλάνησή του ο «Ανήλιαστος» εραστής αλλά και η θρηνούσα νεράιδα-μάνα, αφού γειτνιάζουν, όπως είδαμε, με το Χλεμούτσι και την Κυλλήνη. Οι Λεχαινίτες πηγαίνουν επίσης στο πανηγύρι της Βλαχέραινας, ιδιαίτερα μέχρι τη δεκαετία του 1950 που άκμαζε ακόμα με την παραδοσιακή μορφή του. Ο οικισμός των Λεχαινών είναι μεν χτισμένος στο «γούπατο του κάμπου» (όπως γράφει ο Α. Καρκαβίτσας), ωστόσο πολύ κοντά στη θέλασσα (3 χλμ. περίπου) και σε κομβικό οδικό σημείο (προς το λιμάνι της Κυλλήνης και προς Πάτρα-Πύργο) ενώ είδαμε ότι το 1888, κατά την επιτόπια καταγραφή του συγκεκριμένου λαογραφικού υλικού για τον "Μάη", που είναι αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης, διέθεταν τις προϋποθέσεις να ανθούν πληθυσμιακά και πολιτισμικά. Τα ίδια αυτά γεωγραφικά, οικονομικά και πλουτοπαραγωγικά στοιχεία μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας ακόμα τότε εν πολλοίς πολιτισμικά προβιομηχανικής εποχής, συνετέλεσαν ώστε η κωμόπολη ν’ αποτελεί ιστορικά έναν από τους παλαιότερους και πολυπληθέστερους –κατά την ιστορική συγκυρία− οικισμούς της Ηλείας (και όλης της Πελοποννήσου), με μόνιμο πληθυσμό πάνω από χίλιους κατοίκους τους τελευταίους (πριν τον 19ο ) αιώνες, τουλάχιστον[32]. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ως προς τη στρατηγική, επικοινωνιακή και οικονομική σημασία της ευρύτερης περιοχής, μεταξύ άλλων ιστορικών παραγόντων, το ότι οι Φράγκοι κατακτητές, από όλο το Μωριά, επέλεξαν να στήσουν ως πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου την ελάχιστα (μόλις 2,5-3 χλμ) απέχουσα από τα Λεχαινά, Ανδραβίδα. Η συγκεκριμένη οικιστική και πληθυσμιακή ανάπτυξη των Λεχαινών πιστεύω ότι παραπέμπει και σε ακόμα απώτερο παρελθόν[33].


 Από τα γραπτά στοιχεία που διασώθηκαν στον κώδικα της «Παναγίας της Λεχαινίτισσας» (που «ανακάλυψε», σχολίασε και δημοσίευσε  το 1950 ο Ντίνος Δ. Ψυχογιός και αναφέρεται σε γεγονότα που αφορούν το ναό και τα Λεχαινά  από το 1679 έως το 1870) προκύπτει ότι η κωμόπολη τον καιρό της δεύτερης Τουρκοκρατίας διαβιούσε θρησκευτικά και κοινωνικά περίπου ως ανεξάρτητο κεφαλοχώρι, χωρίς σχεδόν την παρουσία τουρκικού στοιχείου σε αυτήν, πλην λιγοστών προσώπων της διοίκησης [34]. Οι μικροϊδιοκτήτες γης κάτοικοί της είχαν μεσούντος του 18ου αι. την ευχέρεια ν' αφιερώνουν κομμάτια γης στη συγκεκριμένη εκκλησία της Παναγίας (συνολικά 170 παλαιά στρέμματα, ανεξάρτητα από τους λόγους που μπορεί να τους οδηγούσαν σε αυτό), να πραγματοποιούν πάνδημες δημόσιες λιτανεύσεις εικόνων για αποτροπή της πανούκλας, να τελούν τα πανηγύρια τους, να κάνουν αγοραπωλησίες ακινήτων (και δη οι γυναίκες), να διατηρούν ταβέρνες. Μαρτυρία για τα Λεχαινά στα τέλη του 17ου αι. έχουμε  και από έγγραφα του αρχείου Grimani που δημοσίευσε ο Κ. Ντόκος ("Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β΄ Ενετοκρατίας", ανέκδοτα έγγραφα εκ των αρχείων Ενετίας" ) όπου αναφέρεται "...χωρίον λεχενά/τερρατόριο Γαστούνι το καθολικόν του αυτού ο Άγιος Δημήτριος έχει αμπέλι..."  [35]. Άρα οι Λεχαινίτες μάλλον μπορούσαν να τελούν απρόσκοπτα αυτή την περίοδο και τις άλλες θρησκευτικές και εθιμικές τους δραστηριότητες, όπως προκύπτει εξάλλου και από την αναφορά του γέροντα πληροφορητή του Σχολάρχη για το «Μάη», ότι τον τελούσαν στα Λεχαινά και στα τέλη του 18ου αιώνα. Αυτά τα πολύτιμα για την ιστορία της κωμόπολης -και όχι μόνον- τεκμήρια υποδηλώνουν ότι αν αυτή η ελευθερία λατρευτικής έκφρασης λάβαινε χώρα παρά τη θρησκευτική ετερότητα των ντόπιων σε σχέση με την εξουσιαστική και κυρίαρχη οθωμανική αρχή κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία στο Μοριά, είναι πιθανό να ίσχυε και επί της πρώτης Τουρκοκρατίας, πολύ περισσότερο δε κατά τη χριστιανική Ενετοκρατία, τη Βυζαντινοκρατία των Δεσποτών του Μυστρά, τη Φραγκοκρατία, για να φθάσω μόνο μέχρι την ιστορική περίοδο από την οποία διαθέτουμε τα πρώτα γραπτά τεκμήρια για τα Λεχαινά (1325, βλ. παρακάτω). Η ύπαρξη αυτής της παραδοσιακής τελετουργικής δραστηριότητας και πίστης στη «Μητέρα-Γη»-Ελένη πιθανόν να προκύπτει −πέραν της πολιτικής και θρησκευτικής περιθωριακότητας της Δυτικής Πελοποννήσου από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση μέχρι και τον 10ο αιώνα, αν εξαιρέσουμε την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων− και από το γεγονός ότι οι Φράγκοι, προκειμένου να κατακτήσουν το Μοριά, υποσχέθηκαν μεταξύ άλλων στους ντόπιους −με έμφαση− ότι θα τους αφήσουν ελεύθερους να τελούν τα "αρχαία έθιμά" τους, όπως αναφέρει και ο Μίλλερ. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυτές οι υποσχέσεις αφορούσαν τα προνόμια της τοπικής θρησκευτικής και και πολιτικής εξουσίας, έχει ενδιαφέρον, ως προς την παρούσα ανάλυση, το πώς διατυπώνονται: «...Ο Γοδεφρείδος ... είχε καταφέρει να ελκύσει την προσοχήν των Φράγκων βαρώνων και των Ελλήνων κατοίκων, ών την θρησκείαν και τ’ αρχαία έθιμα είχον ορκισθεί να ευλαβηθώσιν οι Λατίνοι κατακτηταί....»[36]. Επίσης αλλού: «...ο ηγεμών [του Γερακίου Λακωνίας, βαρώνος Γουίδων de Nivelet] είχε την συνετήν συνήθειαν να πέμπει εμπίστους αποστόλους εις τα κάστρα των υποτελών, όπως ίδωσι πώς εκυβέρνων τας κτήσεις αυτών και πώς ετήρουν τ’ αρχαία έθιμα, άτινα οι Φράγκοι είχον ομώσει να ευλαβούνται...»[37]. ΄Αραγε ποια «θρησκεία» και ποια «αρχαία έθιμα» (σε συνδυασμό) των «Ελλήνων κατοίκων» του Μωριά («χριστιανικού» ήδη από αιώνες, κατά τις θρησκευτικές και ιστορικές πηγές) επρόκειτο να «ευλαβηθώσιν» οι Χριστιανοί επίσης (κατά τεκμήριο) Λατίνοι κατακτητές κατά τον 13ο αιώνα; Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη ότι ουσιαστικά, ιδιαίτερα μετά το σχίσμα της Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας οι Σταυροφόροι κατακτητές αντιμετωπιζόντουσαν ως «αλλόθρησκοι», δεν νομίζω ότι δικαιολογείται αυτή η διατύπωση. Το ίδιο εξάλλου τονίζεται έμμεσα και στο «Χρονικό του Μορέως» ( «...οι χωριάτες των χωριών να στέκους ωσάν τους ηύραν...»[38]), όπως επίσης και από τους ιστορικούς. Συνεπώς η επιμονή σε αυτή τη «λεπτομέρεια» μπορεί να υποδηλώνει ότι οι «Έλληνες κάτοικοι», οι έχοντες αυτά τα «αρχαία έθιμα» και την «θρησκεία»  ήταν ίσως όχι (ή όχι μόνο) εθνοτικά «Έλληνες» αλλά πιστοί κατά ένα τρόπο στην αρχαία "ελληνική" θρησκεία  και εμποδιζόντουσαν να τα κρατούν αυτά τα «αρχαία έθιμα» από τις τότε βυζαντινές πολιτικές, και κυρίως τις χριστιανικές θρησκευτικές, αρχές, κάτι δυσδιάκριτο ούτως ή άλλως στο Βυζάντιο. Άρα κρίνω, με κάθε επιφύλαξη και πάντα στο συν-κείμενο, ότι η τόσο τονιζόμενη αυτή υπόσχεση/εγγύηση των Φράγκων πιθανόν να σημαίνει μεταξύ άλλων και ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην, κατά ένα τρόπο, «παράδοση» του Μωριά στο Βιλλεαρδουΐνο από τους ίδιους τους κατοίκους.
Στο συν-κείμενο, το ιστορικό τεκμήριο της Φραγκοκρατίας μας επιτρέπει νομίζω ν’ απλωθούμε ακόμα πιο πίσω στο παρελθόν σχετικά. Επιπλέον γιατί τα Λεχαινά, ως μέρος της ευρύτερης περιοχής της Μυρτουντίας, αναφέρονται ρητά ως αντικείμενο αγοραπωλησίας μαζί με την περιοχή τους κατά το 1325, όπως και πουλήθηκαν εν τέλει στους Φλωρεντινούς Ατζαγιόλι[39]. Για να συμπεριληφθούν ονομαστικά στο ευρύτερο πλαίσιο μιας τέτοιας οικονομικής διαπραγμάτευσης, φαίνεται ότι διέθεταν και κάποια υπολογίσιμη οικονομική αξία. Αυτή η ανταλλακτική αξία των Λεχαινών κατά τις αρχές του 14ου αιώνα μας παραπέμπει στο ότι επρόκειτο τότε για έναν σχετικά ακμαίο οικονομικά (άρα και πολιτισμικά, στο τοπικό και ιστορικό συμφραζόμενο) οικισμό, με την ευρύτερη βεβαίως περιοχή τους, που περικλείει και τους έγγειους, στεριανούς και υδάτινους, πλουτοπαραγωγικούς πόρους που προανέφερα ήδη. Οι οικισμοί δεν ιδρύονται ούτε ακμάζουν βεβαίως ακριβώς στο χρονικό σημείο που καταγράφονται ως τέτοιοι, αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα προηγηθείσας, μακράς ιστορικής, δημογραφικής, κοινωνικής και οικονομικής διαδικασίας. Επομένως ο οικισμός των Λεχαινών κατά το 1325 πρέπει να διέθετε ήδη ένα ιστορικό παρελθόν διαρκείας τέτοιο, που να είχε συντελέσει στη δημιουργία της συγκεκριμένης οικονομικής αξίας που τον οδήγησε τότε στα χέρια των Φλωρεντινών. Μέσα σε όλο το παραπάνω ιστορικό συμφραζόμενο, δεδομένης και της συντηρητικότητας των θρησκευτικών φαινομένων, δικαιούμαστε νομίζω να υποθέσουμε ότι η πρωτομαγιάτικη τελετουργία του «Μάη» όσο και η συνολική θρησκευτική αφήγηση στην οποία εντάσσεται και που αφορά τη Μητέρα-Γη, έχει έναν ιδιαίτερα μακρό ιστορικό βίο στα Λεχαινά και τον ευρύτερο χώρο της ΒΔ Ηλείας (και της  ΝΔ Αχαΐας). 

 Το εκκλησάκι του άη Θανάση, στην ομώνυμη παραλία των Λεχαινών (2008)
 Ντ. Ψυχογιός, "Τα μοναστήρια της Ηλείας. Ο άη Θανάσης", Ηλειακά, τεύχος 11, Σεπτ. 1979, σελ. 1002

 Άη-Θανάσης Λεχαινών, περιβολος βόρειας πλευράς  (2001). Ο αρχαίος κίονας, σπασμένος σε δύο κομμάτια, που στη συνέχεια εξαφανίστηκαν.
 Μέσα στην ίδια την πόλη των Λεχαινών δεν έχουν εντοπιστεί ως τώρα ανασκαφικά ευρήματα που να τεκμηριώνουν και αρχαιολογικά αυτή την άποψη αλλά η γύρω, κυρίως η παραθαλάσσια, περιοχή βρίθει από αυτά, με πλησιέστερο σε αυτά ένα διαχρονικό θρησκευτικό ίδρυμα, τη μονή του άη-Θανάση (ο Άγιος αναφέρεται και στο τραγούδι «του Μαγιού», στην 4η Επιστολή του Σχολάρχη Λεχαινών, ως τραγούδι του τραπεζιού) στην ομώνυμη παραλιακή ζώνη της κωμόπολης. Η μονή πρέπει να χτίστηκε στη θέση σημαντικού αρχαίου και παλαιοχριστιανικού ιερού τόπου. Τούτο τεκμηριώνεται από τα προαναφερθέντα ήδη αρχαία αρχιτεκτονικά στοιχεία, ορατά μέχρι πρόσφατα γύρω από το σημερινό καθολικό της Μονής αλλά και από τη σπουδαιότητα του πανηγυριού του παλιότερα, ο χρόνος τέλεσης του οποίου, στις 2 Μαΐου, φέρνει τον Άγιο σε χρονική τουλάχιστον συνάφεια, αν όχι και συμβολική, με τον πρωτομαγιάτικο «Μάη»[40]


 Αποκάλυψη αρχαίου ταφικού πίθου  κοντά στην παραλία των Λεχαινών, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή αρχές του '60 (φωτογρ. αρχείο Ντίνου Ψυχογιού)

Τα παραπάνω αφηγηματικά, συμβολικά, ιστορικά και τοπιογραφικά στοιχεία  που σχετίζονται με  τα Λεχαινά ενισχύονται νομίζω αρχαιολογικά και από το γεγονός ότι πολύ πρόσφατα, στο μέσον περίπου της απόστασης της παλαιάς εθνικής οδού μεταξύ Αντραβίδας-Λεχαινών (δηλαδή σε 1-1,5 χλμ. απόσταση από αμφότερες τις κωμοπόλεις) αποκαλύφθηκε τυχαία μια προϊστορική (ίσως και νεολιθική) θέση, πιθανόν νεκροταφείο ή/και οικισμός[1]. Ανακάλυψη που, αν και χάθηκαν ήδη τα ευρήματα, δεν παύει να τεκμηριώνει την οικονομική και πολιτισμική σπουδαιότητα της περιοχής στη διαχρονία αλλά και να μας παραπέμπει θρησκευτικά στις απαρχές της λατρευτικής παράδοσης που αφορά τη «Μεγάλη θεά»[2]. Σύγχρονα ναϊκά δεδομένα της ίδιας της πλησιέστατης στα Λεχαινά ιππόεσσας  Ανδραβίδας, αναδεικνύουν επίσης διαμεσολαβημένα αυτή τη σχέση, σε συνάρτηση με αυτά τα προϊστορικά ευρήματα και το όλο τοπικό συμβολικό πλαίσιο[3]. Δηλαδή κρίνω πως δεν είναι άσχετο με τα παραπάνω το  ότι ο ενοριακός ναός της Ανδραβίδας (που εντάσσεται γεωγραφικά, μαζί με τα Λεχαινά, το Χλεμούτσι και την Κυλλήνη στο δυτικό πόλο των μυθικών μετακινήσεων του Ανήλιαστου και της νεράιδας-μάνας) είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη ενώ  ο δεύτερος τη τάξει ναός της στους «δίδυμους» αγίους Ταξιάρχες[4].  Είναι δε γνωστό ότι ο καθολικός καθεδρικός ναός της φράγκικης Ανδραβίδας ήταν αφιερωμένος σε μητροθυγατρική −κατά τις λαϊκές αντιλήψεις όσο και τις εικονικές αναπαραστάσεις της− αγία: την αγία Σοφία, όπως και στο Φράγκικο κάστρο Χλεμούτσι. Πέραν αυτών, ο σημερινός μεγαλοπερεπής ναός του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] είναι χτισμένος στη θέση παλιότερου και μικρότερου ομώνυμου ναού, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος κοιμητηριακός ναός της Ανδραβίδας[5]. Η νεκροταφειακή  χρήση του περίβολου του ναού  συμβολικά προσδίδει χθόνια χαρακτηριστικά στους δύο αγίους ενώ χωροταξικά η εν λόγω εκκλησία βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα παραπάνω προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα που χάθηκαν.
Μέσα σε όλο αυτό το συμβολικό και ιστορικό πλαίσιο που δομεί τοπικά με σύνθετα στοιχεία τη θρησκευτική παράδοση για τη Μητέρα-Γη, προκύπτει νομίζω σχεδόν ως εύλογο το ότι ο παλαιότερος –και πρώην ενοριακός, γύρω από τον οποίο δομήθηκε και ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της πολίχνης− ναός των Λεχαινών, η Παναγία η Λεχαινίτισσα (που βρίσκεται μάλιστα χωροταξικά κοντά και στην ίδια σχεδόν ευθεία με τον χθόνιο άη-Θανάση)[41], είναι αφιερωμένη και εορτάζει στα Εισόδια της Θεοτόκου. Η αφιέρωση σε αυτή τη γιορτή της Παναγίας που  επωνομάζεται εποχικά «Μεσοσπορίτισσα», συνδέει εδώ και παραγωγικά την μορφή της Παναγίας με τη Γη και τα σιτηρά, δεδομένου μάλιστα ότι η εκκλησία της χτίστηκε πάνω και στη θέση που κατείχαν πριν «βλαχέϊκα αλώνια», όπως προκύπτει από τα πολύτιμα στοιχεία που διέσωσε ο προαναφερθείς Κώδικας του ναού[42]Από τη μελέτη των στοιχείων του κώδικα της «Παναγίας της Λεχαινίτισσας» δηλαδή, ο μελετητής του  Nτ. Ψυχογιός κρίνει ότι το κτίσιμο της εκκλησίας ανάγεται στους πριν τον 17ο αιώνα χρόνους σε χώρο που αποκαλείται στον κώδικα «βλαχέικα αλώνια». Το γεγονός ότι κάποιοι κάτοικοι αφιέρωσαν έναν πολύτιμο, δομημένο τόπο παραγωγής, όπως είναι τα αλώνια (που η ίδρυση και η χρήση  τους απαιτεί συγκεκριμένες εδαφικές και μετεωρολογικές προϋποθέσεις), προκειμένου να κτιστεί ναός, πρέπει να σχετίζεται με σημαντικά τοπικά γεγονότα. Αυτά θα αφορούσαν είτε το σύνολο της κοινότητας (προστασία από λιμό, λοιμό, σεισμούς, κράνη, κατακτητές και λοιπά), είτε τους συγκεκριμένους δωρητές των αλωνιών, που προκύπτει από το τοπωνύμιο «βλαχέικα» ότι ήταν κτηνοτρόφοι, κατά τεκμήριο.
 Ωστόσο οι κτηνοτροφικοί μετακινούμενοι, νομάδες πληθυσμοί της περιοχής που δηλώνει τοπικά ο όρος «βλάχοι», μάλλον δεν μπορούσαν να διαθέτουν αλώνια.  Και τούτο γιατί  γνωρίζουμε από σημερινές μαρτυρίες τους ότι κατά κανόνα δεν ήταν ιδιοκτήτες γης πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο −πόσο μάλλον  κατά τον 17ο αι.−, ούτε ασχολούνταν άμεσα με γεωργικές παραγωγικές ασχολίες ώστε να μπορούν να έχουν και να χαρίσουν δικά τους αλώνια στην Παναγία τη Λεχαινίτισσα.  Άρα προκύπτει εδώ κάποιο πρόβλημα[43]. Το πρόβλημα  θα μπορούσε ίσως να λυθεί αν η λέξη «βλαχέικα» έχει και άλλη σημασιοδότηση, ετυμολογικά σχετική με αυτή που υπέθεσα παραπάνω για την −προκύπτουσα πιθανόν ως τέτοια στο τοπικό θρησκευτικό συμφραζόμενο− συγγενική της λέξη Βλαχέραινα (βλ. και παραπάνω, υποσημ. αρ. 165). Δηλαδή ο προσδιορισμός των αλωνιών «βλαχέικα» να μην σημαίνει ότι  ανήκαν σε   «βλάχους» αλλά ότι  ανήκαν (ή να συνόρευαν με αυτό) σε παλαιό τοπικό ιερό αφιερωμένο στην Μητέρα-Ελένη-«Βλαχέραινα» (ή/και στο ίδιο το μοναστήρι, όπως εξάλλου και ο Αηθανάσης), υπόθεση που συνάδει νομίζω και με την αφιέρωση του ναού στη «Μεσοσπορίτισσα» Παναγία  αλλά και με την τυπική σχεδόν, όπως προανέφερα ότι προκύπτει εθνογραφικά, παρουσία της Μητέρας-«Αγιαλένης» σε σιταρότοπους και αλώνια. Το παρακάτω τραγούδι από τη γειτονική δυτική Στερεά Ελλάδα, παραλλαγή της «Λιογέννητης» (Ακριτικά 2,1 στην κατάταξη του αρχείου του ΚΕΕΛ) νομίζω ότι ενισχύει αυτή την ετυμολογική ερμηνεία και σε συμβολικό επίπεδο, αφού η βλαχούλα στην οποία αναφέρεται τόσο εμφατικά (πβ. και με τη Στρουμπούλω, τη Συριανή του Μάη, καθώς και την Ελένη του Λιμάζη) έχει όλα τα μυθικά χαρακτηριστικά της κόρης-Ελένης -Λουλούδως κ.λπ. του αγερμού του Μάη ενώ την συνδέει άμεσα και με σιτηρά και αλώνια, που όπως είδαμε, δεν προσιδιάζουν ιδιαίτερα σε «βλάχους» κτηνοτρόφους. Κατά την αντίληψή μου λοιπόν το τραγούδι δεν φαίνεται ν’ αφορά μόνον κάποια «βλαχούλα»-βλαχοπούλα  με την κτηνοτροφική-ποιμενική και μόνο έννοια του όρου αλλά και με τη συμβολική-ετυμολογική, που τη συνδέει με την «πότνια σίτου», Ελένη-Λουλούδω και τον ιερό εραστή της: …Βλαχούλα ν εροβόλαε ν από ψηλή ραχούλα βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / φέρνει τη ρόκα φουντωτή τ’ αδράχτι της γεμάτο −βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− /σέρνουν τα πόδια της δροσιά και τα μαλλιά της μόσχο −βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / σέρνουν και τα πασούμια της του Μάη τα λουλούδια /−βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / κι ο βλάχος την καρτέραγε σ’ ένα στενό ντερβένι βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου /Βλαχούλα μ’ πούθε ν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου / Ν από τα πρόβατ’ έρχομαι στο σπίτι μου πηγαίνω βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / Βλαχούλα μ’ δεν παντρεύεσαι τσομπάνη άντρα να πάρεις βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / Δύνεσαι άγουρε δύνεσαι ν ό,τι σου πω να κάμεις βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου / να φκιάσεις τ΄αλωνάκι σου στη μέση του πελάου βλάχα βλαχούλα μ’  άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου /κι ουδ’ άχυρο να μη βραχεί μηδέ σπειρί σιτάρι βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου− / να δεματιάσεις και τ’ αυγά μ’ ένα κλωνί μετάξι βλάχα βλαχούλα μ’ άει άει άει μπω μπω μπω τι τι τι βλαχοπούλα μου…[44] Η συνεξέταση αυτών των στοιχείων −στο επιτόπιο τελετουργικό συμφραζόμενο και του δρώμενου του «Μάη» και των άλλων τραγουδιών της «Ελένης»− αναδεικνύει νομίζω στα Λεχαινά μέσω της «Μεσοσπορίτισσας»/[«βλαχέϊκης»] Παναγίας πέραν των αφηγηματικών, και ναϊκούς συσχετισμούς με την άλλη «Μεγάλη Μητέρα»[45].

Το Μοσχονέρι, η Τρανή Κυρά, η Λάμια

Πέραν όμως από τις όποιες μεταμφιέσεις και μετωνυμίες μπορεί να λανθάνουν στις ιερές μορφές όπου είναι αφιερωμένα τα χριστιανικά αυτά μνημεία, στην ευρύτερη περιοχή των Λεχαινών υπάρχει ένας πολύ σημαντικός, σχετικά με τις αφηγήσεις που αναλύονται εδώ, παγανιστικός ιερός/ανίερος τόπος που ενισχύει τεκμηριωτικά την παρουσία της μεγάλης θεάς-Μητέρας-Ελένης: το Βρωμονέρι και ευφημιστικά Μοσχονέρι, όπως και αποκαλείται συνήθως από τους ντόπιους. Πρόκειται για ένα νερόλακκο ("λούμπα") στο συνοριακό ΒΑ άκρο τού πάλαι ποτέ (ως τη δεκαετία του 1970) βάλτου Δροσελή. Αν εστιάσουμε από τα ΒΑ, το Μοσχονέρι κείται στο υποπόδιο των έσχατων, προς τα ΝΔ, πρόβουνων του όρους Σκόλλις (του Σανταμεριάνικου ή Πορτιανού βουνού, που είδαμε ήδη, ήτοι της ομηρικής «Ωλενίας πέτρας») και δη σε οπτική επαφή με την εκεί Νεραϊδότρουπα. Επίσης, εφάπτεται στο νότιο άκρο του συνεχόμενου υγρότοπου Κοτυχιού-Στροφυλιάς κατά μήκος του Κυλλήνιου κόλπου. Η  "λούμπα" περιέχει ιαματικά, όζοντα νερά και «μαύρη» λάσπη ενώ ο λάκκος περιβάλλεται από πυκνή υδρόβια βλάστηση –ελάχιστο κατάλοιπο της Δροσελής– αθέατος σχεδόν μέσα σε αυτή[46]. Αν και βρίσκεται μέσα σε ιδιωτικό κτήμα, το Μοσχονέρι είναι ελεύθερο στην πρόσβαση (μέχρι πρόσφατα). Αποτελεί μοναδικό και ονομαστό, δωρεάν –πλην ανοργάνωτο– υδρο-λασποθεραπευτήριο και τόπο προληπτικής και θεραπευτικής αγωγής υγείας, αρρώστων και μη, στη Μυρτουντία και τη γειτονική Βουπρασία για πολλές ασθένειες, κυρίως αρθριτικές και δερματικές, κατά τους θερινούς κυρίως μήνες, στο φως της μέρας[47].
Στο σκοτάδι της νύχτας όμως, καθίσταται (μέχρι πριν σαράντα-πενήντα χρόνια περίπου) μυστηριακός χώρος, ένα είδος φοβερού υπαίθριου ιερού, στο «μαύρο» νερό του οποίου, κατά τις τοπικές δοξασίες, αφηγήσεις και πρακτικές, εδρεύει και λατρεύεται η θανάσιμη, όσο και «γιάτρισσα», Τρανή Κυρά, η «βασίλισσα των Νεράιδων». Σε αυτήν, ως «μαύρη» αμφίσημη, αποτρόπαιη θεότητα «παραδίνουν» οι μανάδες τα «στριγγλιασμένα», ήτοι προσβεβλημένα από τις απόξω δυνάμεις, μωρά, και δη τα αβάπτιστα, κατά τα μεσάνυχτα, αφού η "τρανή κυρά" θεωρείται ως "μαύρη" συμβολική οντότητα: ...Λένε ότι πέρναγε από ‘κεί [από το Μοσχονέρι] κάποιος και βλέπει μία με μαύρα [ρούχα] κι όπως ‘θελα συναντηθούνε στο δρόμο, είδες, στρίβει [η μαυροφόρα γυναίκα] δίνει μια και πέφτει αυτή στη λούμπα! Εκείνη με τα μαύρα. Αυτή είναι «Ώρα»[1] . Εκείνη βάρεσε και τη γυναίκα [ αυτή που έφαγε το χαστούκι]. Τώρα εκείνη [η μαυροφόρα] είναι πο’ ‘χει το νερό, δεν το ξέρω. Ετούτη ‘δω η γριά η γειτόνισσά μου,  μου το ‘λεγε..." (μαρτυρία μιας  γυναίκας από την Ανδραβίδα, ΚΕΕΛ., χ/φο 4467/1992, επιτόπια έρευνα Ελένη Ψυχογιού). Με μια σύνθετη τελετουργική, μαγικοθρησκευτική διαδικασία ιερής/ανίερης «βάφτισης», βουτούν στη «μαύρη» λάσπη τα άρρωστα παιδιά προς θεραπεία σε μια έσχατη, απέλπιδα απόπειρα να τα σώσουν, ή «να τα πάρει» η τρομερή Κυρά[48]. Όπως δηλαδή είδαμε να "παραδίνουν" θάβοντας τα νεκρά έμβρυα και τα αβάπτιστα παιδιά στην "Αγιαλένη" (ως "Μαυρηγή"), στο Κρυόνερο. Στο συμφραζόμενο του κειμένου που έχει προηγηθεί εδώ  και στο πλαίσιο της έρευνάς μου για την «Ελένη», φαίνεται ότι οι τοπικές παραδόσεις  συσχετίζουν  τον  ιερό/ανίερο αυτό  τόπο με την αφήγηση για τη Μητέρα-Γη-Μαυρηγή-Ελένη, που υποστηρίζεται και από κάποια ανεπίσημα αρχαιολογικά ευρήματα στη γύρω περιοχή.


[1] Η «κακιά Ώρα», προσωποποιημένη μεταφυσική, δαιμονική θηλυκή οντότητα.Ενισχυτική αυτής της σχέσης με την Μαυρηγή-Ελένη θεωρώ και την αναφορά των «δίδυμων» θεραπευτών αγίων Αναργύρων, τους οποίους (μεταξύ άλλων   «δίδυμων» αγίων)  εντοπίζω να συναποτελούν συμβολική δομή στους χριστιανικούς ναούς με τους  άγιους Κωνσταντίνο και Ελένη[49]. Αναπαράσταση εξάλλου της θεάς του θανάτου Μαυρηγής[-Ελένης], ως τρομερής Κυράς –Λάμιας  των υπέργειων και των υποχθόνιων υδάτινων βασίλειων,  συναντούμε στο «ακριτικό» τραγούδι-μοιρολόι «Του κολυμπητή» και σε παραλλαγές της κεντρικής δυτικής Πελοποννήσου, περιοχής που μας αφορά εδώ ευρύτερα (βλ. το τραγούδι και σχετικά με την Λάμια στο στο blog μου:  fiestaperpetuablogspot.com, του κύκλου του χρόνου, "Το πανηγύρι της Παναγίας Λάμιας στα Διλινάτα της Κεφαλονιάς").


Μοσχονέρι: η "λούμπα" με τους λουόμενους και η  ιαματική λάσπη (καλοκαίρι 2006)

Παραθέτω την αφήγηση μιας γερόντισσας από το κοντινό στο Mοσχονέρι χωριό Μέλισσα που κατέγραψα το 1989  (βλ.  Ε. Ψυχογιού, "Λαϊκή ιατρική και θρησκευτικότητα, προφοτικότητα και εγγραμματοσύνη. Μια γυναικεία μαρτυρία από την πεδινή Ηλεία", περ. Αρχαιολογία, τεύχος 105 (2007), αφιέρωμα "Ιατρική στη σύγχρονη Ελλάδα¨", σ. 16-21):
 «…Με τη σούφρα [παιδική ασθένεια] το παιδί δε μεγαλώνει, ζαρώνει κι όσο πάει και χειρότερο γίνεται. Τα πάνε και στο Μοσχονέρι. Πήγανε παιδιά κι από ’δώ. Ο ίδιος μου ο αδερφός. Όχι ο αδερφός μου [δικό του παιδί],  άλλονε πήγε. Τόνε πήρανε και το πήγανε [το παιδί] και μόλις πήγανε στο Μοσχονέρι, το βουτήξανε μέσ’ στο νερό και ήρθανε, γιατί τους είχαμε ’πει εμείς [να το πάνε] η μάνα μου να πούμε, ’κείν’ την ημέρα, κείν’ τον καιρό [παλιότερα δηλαδή]. Τους είπ’ η μάνα μου, ήτανε εδώ η μάνα μου, ζωντανή, και τους λέει «να μη μιλείστε κανένας,  από ’δεπά που θα πάτε μέχρι το Μοσχονέρι κι απ’ το Μοσχονέρι εδώ, ή απάντησες, ή όποιος σου μιλήσει, και ν’ απαντήσεις , όχι· αμίλητοι να πάτε κι αμίλητοι να γυρίστε!»  Τώρα, τη νύχτα γίνουνται αυτά, όχι μέρα, μόλις βασιλέψει ο ήλιος κι’ ύστερα να φύγουνε να πάνε. Τρεις παγαίνανε. Τρεις. Όχι απαραίτητα η μάνα. Δεν ξέρω αν πάνε άλλοι. Πάντως δύο και το παιδί [το άρρωστο], τρεις.  Και τού ’χανε πάρει μια αλλαξά κοντά [του παιδιού] καθαρή και ’κείνα τ’ αποφόρια [που το αλλάξανε] τα πετάξανε μέσα [στη λούμπα, στο Μοσχονέρι].  Και το παιδί [το βάλανε μέσα στο νερό της λούμπας]. Δεν έχει σχέση, ή χειμώνας ή καλοκαίρι, όποτε τύχει. Δεν έχει σχέση αυτό. Αυτό [το πότε θ΄αρρωστήσει το παιδί για να το πάνε] όποτε τύχει, η τύχη,  είναι  τση τύχης αυτό.  Αυτό το Μοσχονέρι μέσα, θα σου πω ύστερα, κοντά, συνέχεια […].
Λοιπόν, μόλις επήγανε ’κεί πέρα [στο Μοσχονέρι] και το βουτήξανε το παιδί, τα ρούχα πού ’χανε μέσα, τ’ αποφόρια απ’ το παιδί, πάπ!, τα πετάξανε μέσα. Ναι! Τ’ αφήκανε μέσα, στο νερό. Του φορέσανε άλλα του παιδιού, το πήρανε, φύγανε. Αμίλητοι. Το παιδί κλάψει δεν κλάψει, τίποτα. Το παιδί ήτανε «απ’ όξω», βαρεμένο. Βαρεμένο «απ’ όξω» αυτό. Λοιπόν κίνησε, πήγανε. Μόλις εφύγανε, ακούνε πίσω μπουουουουουου!!! Από εκεί κά’ από το νερό που ξεκινήσανε [και φύγανε]. Μέχρι που σταματήσανε και σταμάτησε το σύνερο [=σύνορο του Μοσχονεριού, εκεί σταμάτησε η βουή]. Βέβαια, το σύνερο του Μοσχονεριού. Μέχρι που σταμάτησε το σύνερο , κι από ’κεί κι απάνου, ε, δεν, και να μιλήσεις, δεν έχει [δικαιοδοσία η Τρανή Κυρά του Μοσχονεριού], θέλω να σου πω. Ε, πάει.

 Τι είναι στο Μοσχονέρι; Να σου πω ένα που άκουσα φέτο; Έχω δεκαεφτά χρόνια και ’φέτος δεκαοχτώ που πήγα, πάω και κάνω μπάνια [… ]

Το Μοσχονέρι λένε ότι είναι μια γυναίκα. Μέσ’ στο Μοσχονέρι, εφέτο τ’ άκουσα, μια γυναίκα από την Πάτρα ήταν άρρωστη. Ήτανε στα γεράματα τα δικά μας τώρα, όπως είμαστ’ εμείς τώρα εξήντα χρονών, ξέρω ’γώ πόσο είμαστε τώρα, εγώ πάω εβδομήντα τέσσερο-εβδομήντα τρίο, αλλά στις δικές μας ημέρες να πούμε, όχι παλιά. Ήτανε άρρωστη η γυναίκα απ’ τα πόδια τση. Είχε γυρίσει ούλο το γκόσμο, σου λέει. Ούλο το ντουνιά. Τ’ άκουσα ’φέτο ’γώ φτούνο το πράμα, δεν τό ’χα ακούσει τόσα χρόνια. Και της λέει,  «να πας στο Μοσχονέρι να βρεις την υγειά σου». Επαρησιαστήκανε δυο άνθρωποι στον ύπνο της και τση λένε, «εμείς είμαστε οι άγιοι Ανάργυροι» και στο Μοσχονέρι −εγώ εβάρεσα το πόδι μου εφέτο, το βάρεσα, δηλαδή μάτωσε μέσα σε πέτρα, εδώ, ε, τούτο το δάχτυλο, έβγαλα ένα κομμάτι τέεετοιο, ’κείνες τσί  μέρες που λέγανε αυτά στο Μοσχονέρι, τ’ άκουσα που τα λέγανε κι έχει πέτρες κάτου, σωστά δηλαδή− «εμείς είμαστε οι άγιοι Ανάργυροι», λέει, «και εκεί που είναι  η λίμνη», λέει, «ήτανε η εκκλησία μας και τη ρίξανε οι Τούρκοι τα παλαιά χρόνια», λέει, «κι είμαστ΄οι άγιοι Ανάργυροι και να ’ρθείς εκεί στο Μοσχονέρι να ιδείς την υγειά σου». Και μόλις ήρθε στο Μοσχονέρι, είδ’  η γυναίκα την υγειά της! Και την άλλη χρονιά φέρνει τους  Αγιανάργυρους και φέρνει και ’κείνο το αυτό που το ’χει βάλει τους Αγιανάργυρους να πούμε, το εικονοστάσι. Αυτή η γυναίκα το  ’φερε. Και τση λέει, «εμείς είμαστε τόσα χρόνια και μας εγκρεμίσαν την εκκλησία μας και μέσα εκεί που είν’ η λίμνη», λέει,  «ήτανε η εκκλησία μας, οι Αγιανάργυροι,  και όσοι περνάνε είναι φίλοι και καλοί και εμείς τσου κάνουμε θαραπαυμένους». Μάλιστα..


Μοσχονέρι.  Οι "λουόμενοι" ασθενείς, πασαλειμμένοι με τη μαύρη λάσπη εκτίθενται στον ήλιο για να στεγνώσει (3/9/2006)

Παραθέτω μα ακόμα μαρτυρία σχετική με το Μοσχονέρι από την Ανδραβίδα, που αναδεικνύει και συμπληρώνει τα παραπάνω για  τη σημασία του ιαματικού και συμβολικού αυτού τόπου στην ευρύτερη περιοχή, όσο και την πίστη στην αμφίσημη "Κυρά" που ελλοχεύει στα μαύρα νερά του ( συνέντευξη κατά την επιτόπια έρευνα, βλ. ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 4467/1985, λαογραφική αποστολή Ελένης Ψυχογιού):
«…Κάνουνε και μπάνια. Είναι μια λίμνη [το Μοσχονέρι] –την καθαρίσανε τώρα– καλάμια, αυτά. Και είναι το νερό το βλέπεις από πάνου και κάτου γης.  Είναι μαύρη, σα μπαρούτι. Το παίρνεις στο χέρι σου το νερό και είναι άσπρο [και η γη κάτω είναι μαύρη]. Παγαίνει πολύς κόσμος, τώρα [τον Αύγουστο του 1991] θ’ αρχίσει λεωφορείο και θα μας παίρνει [από την Ανδραβίδα] και θα πηγαίνουμε [στο Μοσχονέρι].  Κι άσε τώρα τι [άνθρωποι, κόσμος] ερχώνται, από την Πάτρα, γιατροί, αυτά, από όλα τα περίχωρα. Τα λουτρά [του Μοσχονεριού] είναι τρεις βαθμούς ανώτερα, το νερό,  από όλα τα λουτρά. Ο Σπηλιάδης τα είχε αυτά. Μεγάλη περιουσία. Δικό του ήτανε [το Μοσχονέρι] και δικό του είναι. Και αυτός έχει καμωμένο διαθήκη και συμβόλαια ότι να έχουνε την κατάρα του τα παιδιά του, ότι, να μη χαλάσουνε  το Μοσχονέρι, να πηγαίνει ο κόσμος δωρεάν. Είτε [ούτε] και να μπορούνε[οι κληρονόμοι του] να το χαλάσουνε, είτε να το μεταχειριστούνε με λεφτά [με πληρωμή], σα λουτρά [δηλαδή ως οργανωμένη λουτρική εγκατάσταση, με πληρωμή]. Όχι. «Σας άφηκα περιουσία» τους λέει [ο Σπηλιάδης, στη διαθήκη του] «να ζήσετε εσείς και πολλοί άλλοι. Αυτό θα το αφήκετε έτσι, να λένε “του Σπηλιάδη”». Περιουσίες μεγάλες άφηκε στα παιδιά του, χωράφια  αμέτρητα, τα νοικιάζουνε. Τα παιδιά του δεν πιστεύω να εργάζουνται [με τόση περιουσία], δεν ξέρω, τι να σου πώ.. Λεχαινίτες αυτοί. Ε, και μπαίνεις μέσα στη λίμνη και κάτου, μπαίνεις ως εκεί μέσα στο νερό, ως τα γόνατα, δεν είναι περσότερο [το βάθος του νερού]. Κάθεσαι χάμου, είναι κάθε τόσο τρύπες χάμου και αναβρεί [αναβλύζει] και είναι χιόνι [κρύο το νερό]. Εκεί περνάνε ξένοι[1], από ξένα βασίλεια κι αυτά, και βλέπουνε τον κόσμο, εκεί φτιάνουνε μπαράκες[2], πααίνουνε και μένουνε εκεί [για τα μπάνια] να μην πηγαινο-ερχόνται. Παίρνουνε τη λάσπη από τον πάτο και αλειφόνται, είναι μαύρη αυτή, σαν κατράμι. Αλειφόνται. Πόδια, χέρια, ό,που τους πονάει, και κάθονται στον ήλιο, πασαλειμμένοι. Μπαίνεις [κατόπιν] μέσα στο νερό; Διαλύεται η λάσπη! Διαλύεται τελείως από πάνου σου η λάσπη, φεύγει. Είτε [ούτε] μουτζούρα, είτε τίποτα, τίποτα. Ο γιος μου, μια φορά, «μητέρα», μου λέει, «θα ‘ρθώ και ‘γώ, με πονάνε τα πόδια μου», –ανεβαίνει στις κολώνες [ο γιος] κι αυτά.  Μπαίνει μέσα [στο νερό, στο Μοσχονέρι] ηύρε κι άλλους χωριανούς εκεί, και τι κάνει: βάφει [με τη μαύρη λάσπη] τα πόδια του ούλα, κεφάλι, ούλα. Περνάνε κάτι ξένοι, ξένη γλώσσα, και του πήρανε φωτογραφία!
Λένε ότι εκεί «κρατάει». Μια γειτόνισσά μου εδώ, κάτι κορόιδευε για το Μοσχονέρι  ότι «κρατάει» και τέτοια [δεν το πίστευε]. Και τσ’ ήρθ’ ένα σκαμπίλι, χωρίς να ξέρει ποιος [της το έδωσε]! Εκεί, μέσα στη γούβα [της ήρθε το σκαμπίλι]. Ή που ‘χουνε παραπάνω [από τη «γούβα»] καμωμένο μια βρυσούλα και βγαίνει νερό που το πίνεις! Εκείνο [το νερό της βρυσούλας] για το στομάχι , είναι….!! [πολύ καλό, χωνευτικό]. Αλλά καθαρό ‘κείνο ‘κει (όχι μαύρο, ιαματικό]. Λένε ότι τώρα τα μετατρέψανε [το Μοσχονέρι]. Όχι τη λούμπα αλλά τα καλάμια γύρω-γύρω,  τα καθαρίσανε, δεν τα ‘χω ιδεί ακόμα.  Λένε ότι πέρναγε από ‘κεί κάποιος και βλέπει μία με μαύρα [ρούχα] κι όπως ‘θελα συναντηθούνε στο δρόμο, είδες, στρίβει [η μαυροφόρα γυναίκα] δίνει μια και πέφτει αυτή στη λούμπα! Εκείνη με τα μαύρα. Αυτή είναι «Ώρα»[3] . Εκείνη βάρεσε και τη γυναίκα [ αυτή που έφαγε το χαστούκι]. Τώρα εκείνη [η μαυροφόρα] είναι πο’ ‘χει το νερό, δεν το ξέρω. Ετούτη ‘δω η γριά η γειτόνισσά μου,  μου το ‘λεγε. «Άμα πάω», λέει [η γειτόνισσα, στο Μοσχονέρι], «δε μιλάω, δε λέω τίποτα, τίποτα!».
Γέρους, τους φέρνουνε [στο Μοσχονέρι] με την καρέκλα [δεν μπορούν να περπατήσουν]. Πρώτη, δεύτερη μέρα [στο Μοσχονέρι], πάνε με τα πόδια τους! Τους είδα εγώ, με τα μάτια μου! Ένας, μας έλεγε –από της Μανωλάδας τα μέρη [αυτός] κι ακόμη πέρα–  δεν μπόρηγε να περπατήσει, τόνε φέρανε με την καρέκλα. «Και είχα γυρίσει», λέει, «όλα τα λουτρά του κόσμου», που πλήρωνε κιόλα, τίποτα δε γινότανε και ήρθε στο Μοσχονέρι και έγινε  καλά. Το  παιδάκι μου δε μπόρηγε, τότε στην Κατοχή, είχε πάθει από αθροφία, δεν είχε να φάει  το παιδί και έπαθε άφτρα εδώ στο στόμα του και λέγανε πως είναι «από Ώρα».  Και το πήραμε  και το πήγαμε [στο Μοσχονέρι] με το κάρο. Αμίλητο το πήγαμε, αμίλητο το φέραμε [δεν μιλούσαν καθόλου όσοι το συνόδευαν]. ΄Εσκουζε το παιδάκι; Ας έσκουζε [αυτοί έμεναν αμίλητοι]. Όταν φεύγαμε όμως, του πέταξα ένα πανί μέσα [ρούχο του παιδιού, στο νερό]. Μέρα πήγαμε, το έγδυσα το παιδί και του έκαμα μπανάκι [στο νερό της λούμπας, στο Μοσχονέρι], το βούτηξα μέσα τρεις φορές, αμίλητη. Μήτε εγώ μίλαγα, μήτε ο πατέρας του. Ε, και τώρα εμείς που πάμε, όσα μπάνια και να κάνουμε, το τελευταίο μπάνιο ή θα πετάξουμε μέσα [στο νερό] ένα ρούχο παλιό ή θα πετάξουμε ασήμι, ένα τάληρο, δεκάρικο, ό,τι. Έτσι το έχουνε έθιμα, να ασημώνουνε το νερό.  Και του παιδιού μου, όταν έφυγα [από το Μοσχονέρι] του άφησα μέσα ένα ρούχο του. Αλλά το παιδί δεν είχε φάει, πιεί, δεν είχα να το ταΐσω και πέθανε… Πηγαίνανε όμως πολλοί και γινόσαντε καλά. Και σήμερα γίνουνται καλά. Έρχονται από παντού, από όλα τα χωριά. Από του Μπουχιώτι [σημ. Αυγείο], το χωριό μου, έρχονται οι μισοί. Πολύς κόσμος!


 
Μοσχονέρι. Ασθενής λουόμενη, μετά το πέρας της πολυήμερης θεραπείας με τη λάσπη, "πληρώνει", συμβολικά τη "λούμπα" του Μοσχονεριού (και την "Τρανή Κυρά") ρίχνοντας μέσα ανάποδα, προς τα πίσω,  (σύμφωνα με τη μαγική πρακτική), ένα νόμισμα (3/9/2006)

[1] Η «λίμνη», το Μοσχονέρι,  βρίσκεται δίπλα στην παλιά εθνική οδό Πατρών-Πύργου.
[2] Καλύβες από χόρτα.
[3] Η «κακιά Ώρα», προσωποποιημένη μεταφυσική, δαιμονική θηλυκή οντότητα.




 Μοσχονέρι: το εικονοστάσι των ¨δίδυμων ", ιαματικών αγίων Αναργύρων

Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης  είναι σημαντικό νομίζω ν’ αναφερθεί εδώ ότι η λίμνη που  σχηματίζεται στο δασωμένο παραθαλάσσιο υγρότοπο Κοτυχιού-Στροφυλιάς, στο βόρειο άκρο του, δίπλα στην πασίγνωστη σήμερα ως τουριστικό προορισμό ακτή της «Καλογριάς»,  ονοματίζεται Λάμια. Η λίμνη Λάμια είναι σχετικά γειτονική με τη Δροσελή −και το  Μοσχονέρι− που βρίσκεται στο νότιο άκρο του ίδιου αυτού υγρότοπου, που εκτείνεται από τον Άραξο ως τη λιμνοθάλασσα Κοτύχι των Λεχαινών, στον Κυλλήνιο κόλπο. 

Το ακρωτήριο του Άραξου στο ΒΔ άκρο της Πελοποννήσου, βόρειο όριο του προστατευόμενου από τη συνθήκη Ramsar, εκτεταμένου υγρότοπου και δάσους της Στοφυλιάς και του Κοτυχιού, κατά μήκος του Κυλλήνιου κόλπου. Διακρίνεται η λίμνη της "Λάμιας" και τα "Μαύρα βουνά" όπου και το μηκηναϊκό "τείχος Δυμαίων" (χάρτης Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, 1990, κλίμακα 1: 50.000)

Ακρωτήριο Άραξου. Αριστερά τα "Μαύρα Βουνά" και δεξιά ο υγρότοπος (1/10/2006)

Ακρωτήριο Άραξου,  ο υγρότοπος-λίμνη της "Λάμιας" (1/9/2006)

Ακρωτήριο Άραξου, "Μαύρα Βουνά": η ακρόπολη που στεφανώνεται με το μυκηναϊκό κάστρο  "Τείχος Δυμαίων"  (1/9/2006)

 Ο ναός των αγίων Κωνσυαντίνου και Ελένης  στο χωριό Άραξος (1/9/2006)

Το τοπωνύμιο Καλογριά παραπέμπει επίσης, όπως δηλαδή και η Λάμια,  σε «μαύρη» γυναικεία ιερή μορφή, ενώ  συγχρόνως τεκμηριώνει  τοπωνυμικά και το ότι ο εν λόγω εκτεταμένος υγρότοπος μαζί με το δάσος της Στροφυλιάς ήταν −και μέρος του εξακολουθεί να είναι− μοναστηριακός, άρα ιερός, ως ιδιοκτησία των αχαϊκών ιερών μονών της Παναγίας του Μεγάλου Σπηλαίου και της Παναγίας της Χρυσοποδαρίτισσας[50]. Για το πόσο διαχρονικά μπορεί να στοιχειώνει τη ΒΔ Πελοπόννησο ο μύθος της Γης-Μαυρηγής-Ελένης, αναφέρω ότι η λίμνη Λάμια (και η ακτή  Καλογριά) τοπικά γειτονεύει με τη  μυκηναϊκή ακρόπολη «Τείχος Δυμαίων», που είναι χτισμένο πάνω στη ΝΔ άκρη των  «Μαύρων Βουνών» του Άραξου, όσο και −τοπικά και συμβολικά− με ναό του αγίου Κωνσταντίνου, στο χωριό Άραξος, που δηλώνει και τη συμβολική  παρουσία της αγίας Ελένης εδώ. Το χωριό και ο ναός είναι μεν νεότερα (δημιουργήθηκε από μεταβατικούς Καλαβρυτινούς κτηνοτρόφους στον 20ό αι.), αλλά ο ναός του άγιου Κωνσταντίνου (ίσως κάποιο προϋπάρχον του σημερινού ενοριακού ναού ξωκλήσι)  σημειώνεται σε αυτό το σημείο σε  χάρτη ήδη του τέλους του 19ου αι., αναφορά που του προσδίδει βάθος χρόνου. Μέσα στο περιβαλλοντικό, ιστορικό, αρχαιολογικό και συμβολικό περι-κείμενο του υγρότοπου της Στροφιλιάς, δεν είναι αυθαίρετο νομίζω να υποθέσουμε ότι και η ονομασία «Μαύρα Βουνά» δεν μπορεί να αναφέρεται στο χρώμα τους (που δεν είναι μαύρο),  ούτε στο δάσος από σκούρα δέντρα που μαρτυρείται ότι κάλυπταν παλιότερα τη γυμνή, πετρώδη σήμερα επιφάνειά τους. Πρέπει, κατά την κρίση μου, με βάση τα παραπάνω δεδομένα πάντα, να παραπέμπει ακριβώς στην κάτοχο του ιερού (και πλουτοπαραγωγικού) αυτού τόπου, την «Μαύρη» Κυρά-Λάμια-Καλογριάτα βουνά «της Μαύρης». Σε ¨μαύρη", ιερή  γυναικεία φιγούρα εξάλλου παραπέμπει και το τοπωνύμιο "καλογριά", ενώ «Μαύρες» εικονικά είναι και οι εικόνες της  Κυρά-Παναγιάς Μεγαλοσπηλιώτισσας, όσο και της Χρυσοποδαρίτισσας, κτητόρων και  με επίσημα οθωμανικά φιρμάνια του όλου υγρότοπου[51]. Η έρευνά μου εξάλλου έχει εντοπίσει τοπωνύμια ή ναούς της "Αγιαλένης" (ή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης), μερικές φορές σε συνδυασμό  και πάλι με "μαύρα βουνά", σε όλους τους υγρότοπους της Δυτικής Ελάδας, και όχι μόνο (Αγουλινίτσα, Στροφυλιά, υγρότοπος της κλίμνης Βουλκαριά στη Βόνιτσα, εκβολές Αχέροντα, εκβολές του Θύαμη στη Σαγιάδα, Παλιόπολη Κέρκυρας)

Γερμανικός χάρτης της δεκαετίας του 1880, όπου σημειώνεται ναός H. Konstantinos (με τη μαύρη υπόγράμμιση)  κοντά   στο "Μavrο Vounο"

 μου, τα δεδομένα των συγκεκριμένων μύθων όπως και των τραγουδιών του αγερμού του Μάη φαίνεται να καθιστούν τεκμαρτή ιστορικά και θρησκευτικά τη διαχρονική παρουσία της «Μητέρας»-Γης-Ελένης-Μαυρηγής και του πολυσύνθετου μύθου της στον ευρύτερο χώρο της ΒΔ Πελοποννήσου[11].



[31]Βλ. Ντ. Ψυχογιός,  «Τα Μοναστήρια της Ηλείας.  Αη-Θανάσης Λεχαινών», Ηλειακά ΛΔ΄ (1979), σ. 1019-1024). 
[32] Βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου…, ό. π.
[33] Βλ. και Ε. Ψυχογιού, Λεχαινά…, ό. π.· Γ. Α. Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου. Παλιά και νέα τοπωνύμια, εκδ. Horos, Αθήνα 2001, σ. 254·  Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου…, ό. π., σ. 87, 218-219. Στην οθωμανική απογραφή του 1463 δεν αναφέρονται τα Λεχαινά, αλλά ο Β. Παναγιωτόπουλος σημειώνει ότι από τη συγκεκριμένη απογραφή λείπουν κάποια χωριά της Ηλείας, οπότε ίσως ένα από αυτά να είναι και τα Λεχαινά, αφού όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, υπάρχει προγενέστερη μαρτυρία για αυτά.
[34] Βλ. Ντ. Ψυχογιός, Ο κώδικας της Παναγίας της Λεχαινίτισσας…, ό. π.
[35] Βλ. και Γεώργιος Αριστείδου Χρυσανθακόπουλος, Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας, εν Αθήναις 1950· Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821), εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978, κυρίως σ. 43-98, 105-106, 120. Για τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, βλ. Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, μτφ. Αγλαΐα Κάσδαγλη, έκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1987, όπου αναδεικνύεται και η οικονομική σημασία του σιταριού αυτή την περίοδο. Αν και αναφέρεται κυρίως στο χώρο της ανατολικής Μακεδονίας, η συγγραφέας θεωρεί ότι οι διαπιστώσεις της αφορούν όλο τον κορμό της Ηπειρωτικής Ελλάδας και δη την Πελοπόννησο (αυτόθι, σ. 33-35· σημειωτέον δε ότι όπως στη Μακεδονία, και μεγάλες περιοχές της ΒΔ Πελοποννήσου, ιδιαίτερα η Βουπρασία μέχρι και τα Λεχαινά, ήταν μοναστηριακά κτήματα (βλ. Κώστας Τριαναταφύλλου,   «Το βόρειον όριον της εδαφικής δικαιοδοσίας της εκκλησίας της Ηλείας», στον τόμο Εις μνήμην Επισκόπου Αθανασίου Βασιλοπούλου, Μητροπολίτου Ηλείας-Ωλένης (1968-1981), έκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Αθήναι 1991, σ. 145-157, όπου και η μαρτυρία για τα Λεχαινά  από το αρχείο  Grimani· Ελένη Ψυχογιού,  «Οι δικοί μας άγνωστοι. Ακολουθώντας το δρόμο του κοπαδιού από τα χειμαδιά της Βουπρασίας στην Πίνδο», Αλφειός 12-13 (1997), σ.  105-119).
[36] Βλ. Ουίλιαμ Μίλλερ,  Οι ηγεμόνες της ΠελοποννήσουΜονογραφία μεταφρασθείσα υπό Σπυρίδ. Π. Λάμπρου, εκδ. ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 1994, σ. 10 (η υπογράμμιση δική μου)·.
[37] Αυτόθι, σ. 15.
[39]Βλ. Άννα-Λαμπροπούλου - Αγγελική Πανοπούλου, «Η Φραγκοκρατία και το Δεσποτάτο του Μορέως», στο Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου. 4ος-15ος αι. .Επιστήμης Κοινωνία. Ειδικές μορφωτικές εκδηλώσεις, έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 60, 81. Πβ. και Ντ. Ψυχογιός, Ο κώδικας…, ό. π., σ. 53, όπου και μεταγενέστερες μνείες της κωμόπολης στις γραπτές πηγές και απόπειρα ετυμολογικής ερμηνείας του ονόματος Λεχαινά. Για την οικονομική σημασία της περιοχής επί Ενετών, βλ. και Β. Παναγιωτόπουλος,  Πληθυσμός και οικισμοί …, ό. π., σ.  168.
[40] «Μαηθανάση» (ή και χαϊδευτικά «Μαηθανασάκο») αποκαλούν τη μαγιάτικη γιορτή του αγίου Αθανασίου στην όμορη Αρκαδία και αλλού, πράγμα που −μεταξύ και άλλων συνδηλώσεων της λατρείας του− αναδεικνύει όχι μόνον χρονική αλλά και συμβολική σχέση με το γονιμικό μύθο του Μάη, όπως προκύπτει και από την αναφορά του Αγίου στον λεχαινίτικο μαγιάτικο αγερμό. Τα αρχαιολογικά αυτά τεκμήρια, κυρίως δύο λίθινοι κίονες και μια σαρκοφάγος, εξαφανίστηκαν σταδιακά από το χώρο της Μονής (μάλλον στο πλαίσιο της προσπάθειας των ανυποψίαστων (;) ιερέων και των πιστών που φροντίζουν σχετικά πρόσφατα τη σχεδόν εγκαταλειμμένη μεταπολεμικά παραθαλάσσια Μονή, να «καθαρίσουν» χάριν εξωραϊσμού το χώρο· βλ. σχετικά Ντ.  Ψυχογιός, «Τα Μοναστήρια της Ηλείας.  Αη-Θανάσης…», ό. π.,  με τις  σχετικές φωτογραφίες). Υπενθυμίζω ότι, όπως προανέφερα, η Μονή είναι −αμφισβητούμενο− μετόχι της Παναγίας της Βλαχέρνας (Ντ. Ψυχογιός, αυτόθι, σ.  1024-1025), πράγμα που αναδεικνύει όχι μόνον τις περιουσιακές αλλά και τις συμβολικές σχέσεις Βλαχέρνας-άη[Μάη]Θανάση, άρα τεκμηριώνει και περαιτέρω τη σχέση αμφότερων των ιερών χώρων με τη Μανα-Γη. Για το μαγιάτικο πανηγύρι του Αγίου στα Λεχαινά βλ. Κώστας Καρκαβίτσας, «Ο Βουρκάνος»,  στο  Ο Διαολής και άλλα διηγήματα, εκδ. εκ παραδρομής, Λεχαινά 2004, σ. 97-124, διήγημα το οποίο μάλιστα δομείται αφηγηματικά ακριβώς από στοιχεία του μύθου της Δήμητρας-και-της-κόρης (πβ. και Ελένη Ψυχογιού, «Κώστα Καρκαβίτσα, Ο διαολής και άλλα διηγήματα: από τη λογοτεχνική αφήγηση στις πολιτισμικές δομές», εφημ. Ελεύθερο Βήμα της Ηλείας, 2005).
[41] Επισημαίνω επίσης την κοντινή, στα νότια, παραθαλάσσια επίσης, Αγια-Σωτήρω, με αρχαία οικοδομικά και άλλα ευρήματα (βλ. Ντ.  Ψυχογιός «Τα Μοναστήρια της Ηλείας. Αγι-Αργύρω, Αγια-Σωτήρω», Ηλειακά ΛΕ΄-ΛΣΤ΄ (1980), σ.  1079-1086). Ο ιστορικός Γ. Παπανδρέου μάλιστα (Η Ηλεία…, ό. π., σ. 96) τοποθετεί ακόμα και την αρχαία Κυλλήνη στην παραλία των Λεχαινών, υπόθεση που μάλλον αναιρούν τόσο η γεωμορφολογία του ανοιχτού αυτού κόλπου όσο και νεότερα της εποχής του συγγραφέα υποθαλάσσια αρχαιολογικά ίχνη και ευρήματα στο Παλιόκαστρο της   Κυλλήνης, αν και δεν έχει γίνει ακόμα συστηματική ανασκαφή για την αρχαία περίοδο στο χώρο της. Επισημαίνω πάντως τον ελλιμενισμό κατά τη θερινή εποχή ακόμα και ιταλικών ψαροκάικων μέχρι και το μεσοπόλεμο στην παραλία του λεχαινίτικου Αηθανάση (βλ. και Κώστας Καρκαβίτσας,  Ο Διαολής, ό. π.)
[42] Βλ. Nτ. Ψυχογιός, Ο κώδικας…, ό. π., σ.  63-66· πβ και Ε. Ψυχογιού, Λεχαινά…, ό. π., σ. 28, 30, 116, 202).

[43] Βλ. Ε. Ψυχογιού,  «Οι δικοί μας άγνωστοι… ό. π.· της ίδιας, «Οι δρόμοι των νερών και των κοπαδιών: οι τελευταίοι νομάδες κτηνοτρόφοι στη βορειοδυτική Πελοπόννησο», στο Β. Νιτσιάκος-Χ. Κασίμης (επιμέλεια), Ο ορεινός χώρος της Βαλκανικής. Συγκρότηση και Μετασχηματισμοί, εκδ. Πλέθρον-Δήμος Κόνιτσας, Αθήνα 2000, σ.  163-183.
[44] Κ. Σ. Κώνστας, Αιτωλικά Δημοτικά ΤραγούδιαΜουσική και λαογραφική Συλλογή, τεύχος δεύτερον, Γουριά Μεσσολογγίου 1950, ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 1617, σ. 39-40. 
[45] Bλ. Ph.  BorgeaudH Mητέρα των Θεών…, ό. π. 
[46] Για τον εκτεταμένο και πυκνό παραθαλάσσιο βάλτο της Δροσελής (που αποξήραναν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα αποστραγγιστικά έργα του φράγματος του Πηνειού ποταμού), πλούσιο σε χρήσιμη υδροχαρή βλάστηση και πανίδα όσο και τη μυστηριακή του επίδραση τους ντόπιους, η οποία και τροφοδοτεί φαντασιακά τοπικές αφηγήσεις, βλ. Κώστας Καρκαβίτσας, «Ο Βουρκάνος». ό. π.  Βλ. και Επίμετρο, μαρτυρίες
[47] Αυτά ίσχυαν μέχρι και το καλοκαίρι του 2004. Κατά το 2005 πραγματοποιήθηκαν από τον ιδιοκτήτη του κτήματος Χ. Σ., τοπικό μεγαλοκτηματία (εκλιπόντα πλέον), κάποιοι διφορούμενοι «εξωραϊσμοί» συνδυαστικά με κάποια μικρή οικονομική εκμετάλλευση του Μοσχονεριού, παρά τη θρυλούμενη τοπικά προγονική του παρακαταθήκη να μη θιγεί με οποιοδήποτε τρόπο ο ιερός, για τους παλιότερους, κοινωφελής αυτός χώρος και να τον χρησιμοποιούν δωρεάν (βλ. στο Επίμετρο, μαρτυρία) . Παρεμβάσεις που ενώ ως ένα βαθμό δυσχέραναν παρά διευκόλυναν το ιαματικό λουτρό των λουόμενων, επιπλέον αφαίρεσαν το μυστηριακό χαρακτήρα του τοπίου (που σημειωτέον αποτελούσε και το μόνο εναπομείναν ζωντανό «μνημείο» της Δροσελής) ενώ κατά τη γνώμη μου αποϊεροποίησαν το Μοσχονέρι, καθιστώντας το απλά «βρωμονέρι».
[48] Μαρτυρίες για τη «Μαύρη» Κυρά του Μοσχονεριού, βλ. στο Επίμετρο.  Για την Τρανή Κυρά βλ.  και Ντ. Ψυχογιός,  Ο κώδικας…, ό.π.· του ίδιου,  Περί γοητειών και μαντείας, έκδ. Ν.Ε.Λ.Ε. Ηλείας, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1989, σ.  89-92· Ε. Ψυχογιού, «Νεράιδες…», ό. π. (για περισσότερες σχετικές προφορικές μαρτυρίες βλ. επίσης ΚΕΕΛ, χ/φο  αρ. 3805, ό. π.· ΚΕΕΛ, χ/φο  αρ. 4467, Ανδραβίδα  Ηλείας, επιτόπια  έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού 1985· ΚΕΕΛ, χ/φο  αρ. 4509, Κουρτέσι  Ηλείας, επιτόπια  έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού 1995)· πβ. και RBlum και EBlumΗ κακιά ώρα…, ό. π.· για το συμβολικό φορτίο των λιμνών −και μάλιστα με αφορμή και  τη λίμνη Αγουλινίτσα της Ηλείας− βλ.  Ε. Κοβάνη, Λιμνών Αποξηράνσεις, ό. π.· πβ. και Ε. Ψυχογιού, «Για την “Ελένη” και το Μάη», ό. π.
[49] Βλ. και Ε.  Ψυχογιού, «Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο…», ό. π. Η αγία Ελένη συνδέεται ειδικά με «δίδυμους» αγίους  και στην περιοχή του Αίμου στη Βουλγαρία (βλ.  Rachco Popov, «Kalendarnite prevaplashteniya na sveta Elena», ό. π.).
[50] Βλ. Ντ. Ψυχογιός, · Κ. Τριαναταφύλλου, «Το βόρειον όριον …ό. π.»· Ε. Ψυχογιού,  «Οι δικοί μας άγνωστοι… ό. π.
[51] Για τη «Μαύρη» Παναγία Μεγαλοσπηλιώτισσα και τη μυθική και συμβολική σχέση της με τη «Μαυρηγή», βλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, ό. π.






[1]Η τυχαία ανάδυσή του στην επιφάνεια κατά την εκσκαφή για το χτίσιμο του κοινού για τους δύο δήμους κλειστού Γυμναστήριου, προκάλεσε πολιτισμικό σκάνδαλο, καθώς (όπως συνέβη περίπου χωρίς την ίδια δημοσιότητα και στον Άη-Θανάση) όλα τα αρχαιολογικά τεκμήρια (πλην ελάχιστων, που γλύτωσαν για να μαρτυρούν το μέγεθος της απώλειας) πετάχτηκαν μαζί με όλα τα μπάζα της εκσκαφής, πριν προλάβει να παρέμβει η τοπική αρχαιολογική υπηρεσία (βλ. σχετικά το άρθρο «Πού πήγαν τ’ αρχαία;» του Μάκη Νοδάρου, τοπικού ανταποκριτή της εφημ. Ελευθεροτυπία, την 5/6/2003, σ. 36-37).
[2] Βλ. Μ. Gimbutas,  Η επιστροφή της μεγάλης Θεάς, ό. π.· RFester κ.ά., Γυναίκα και Εξουσία, ό. π.
[3]Ταξιδιωτικές εντυπώσεις για την πόλη κατά το 1908 από τον ιστορικό της Φραγκοκρατίας στο Μωριά, βλ. Ουίλιαμ Μίλλερ, «Ανδραβίδα. Λησμονημένη γαλλική πρωτεύουσα», στο Μονογραφίαι μεταφρασθείσαι υπό Σπυρίδ. Π. Λάμπρου, εκδ. ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 1993, σ.  3-6· βλ. και Α. Λαμπροπούλου – Α. Πανοπούλου , «Η Φραγκοκρατία και το Δεσποτάτο του Μορέως», ό. π.,  όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[4] Πβ. και παραπάνω, υποσημ. 222 για το συσχετισμό της «Μαύρης»Τρανής Κυράς με τους «δίδυμους» επίσης αγίους Αναργύρους όσο και της Αγίας Ελένης  με «δίδυμους» αγίους εν γένει.
[5] Στη γιορτή των δύο Αγίων, στις 21 Μαΐου, κατά τις μαρτυρίες,  γινόταν παλιότερα και το πανηγύρι: «…Το πανηγύρι γινότανε του αγίου Κωσταντίνου. Μετά επί Κοτσαύτη το αλλάξανε και το κάνανε της αγίας Σοφίας…» (βλ. ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 4467, σ. 90. Αντραβίδα Ηλείας, Χαρίλαος Σινάνος, 97 ετών, εγγράμματος (Ελληνικού σχολείου). Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ελένη Ψυχογιού 1985. Ο  Κοτσαύτης διατέλεσε δήμαρχος του τέως Δήμου Μυρτουντίων. Βλ. και Γιώργος Γώτης, "Τα πανηγύρια της Αντραβίδας", Διάλογος 9 (1980), σ. 13-14.
[6]Λαϊκό, νεότερο όνομα του οικισμού (τουλάχιστον μεταβυζαντινό, βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου…, ό. π., τον πίνακα στη σ. 275 και Γ. Α.  Πίκουλας,  Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου…, ό. π., σ. 159), που μετωνομάστηκε σε Ήλιδα παρόλο που το “Παλιόπολη” παραπέμπει ακριβώς στην αρχαία πόλη, προδίδοντας άσβεστη την ιστορική μνήμη στην προφορικότητα. Από τα γραφόμενα του Σχολάρχη γίνεται φανερό πως το χωριό Παλιόπολη δεν είχε ακόμα τότε ταυτιστεί και αρχαιολογικά με την Αρχαία Ήλιδα, αφού δεν είχαν αρχίσει στο χώρο οι ανασκαφές (βλ. και Νικόλαος  Γιαλούρης, « Αρχαιολογικά Ηλείας-Ολυμπίας», Ηλειακά ΙΔ΄- ΙΕ΄(1958), σ. 343-347, ΙΣΤ΄(1958), σ.  274-378· του ίδιου, Ήλις…ό. π.).  Η παρουσία  χθόνιων θηλυκών μορφών στην ίδια περιοχή συμπληρώνεται με ναό αφιερωμένο στην Αγία Μαύρα, ο οποίος ονοματίζει και γειτονικό χωριό, στα ΝΔ της Ήλιδας.
[7] Βλ. Γ. Α.  Πίκουλας,  Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου…, ό. π., σ. 238· Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου…, ό. π. Επισημαίνω επίσης το ενδιαφέρον εθνολογικά, ιστορικά και θρησκευτικά στοιχείο ότι στους ίδιους αυτούς χώρους, όπως είδαμε, εντοπίζεται ιστορικά έντονη παρουσία Αρβανιτών (και όχι μόνον), τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα επίσημα (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, ό. π.) όπως εξάλλου προκύπτει και από τα εδώ, σε σχέση με την «Αγιαλένη», αναφερόμενα τοπωνύμια Λόπεσι και Δίβρη.  Αρβανίτες, συνειδητοποιημένοι ή μη,  υπάρχουν σε όλη τη ΒΔ, και όχι μόνον βέβαια, Πελοπόννησο· πάντως και στην Αρβανίτικη εν γένει προφορική και τελετουργική παράδοση προκύπτει να εμπεριέχεται επίσης η «Ελένη» με ανάλογα χαρακτηριστικά της ελληνικής (δεν διαθέτω στοιχεία στην αρβανίτικη γλώσσα για τον συγκεκριμένο χώρο, όμως βλ. ενδεικτικά σχετικά τραγούδια από την ανατολική Πελοπόννησο στο Γιόνα Μικέ Παϊδούση–Παπαντωνίου, Τα αρβανίτικα τραγούδια της Ερμιονίδας, έκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1999, σ. 52-53, 76, 154-155, για το οποίο οφείλω χάριτες στη συνάδελφο Ανδρομάχη Οικονόμου). Το ζήτημα έχει ενδιαφέρον ως προς τις κοινές δοξασίες και πρακτικές ανάμεσα σε διαφορετικές, πλην συνοικούσες τοπικά και ιστορικά εθνοτικές ομάδες και τις σχετικές διαχρονικές ή συγχρονικές αλληλεπιδράσεις, που μπορεί να διαφωτίσουν κάποια πολιτισμικά ζητήματα ως προς τη «μακρά διάρκεια» και την εθνολογική εξάπλωση ή/και προέλευση αυτών των δοξασιών, αλλά περιορίζομαι εδώ μόνον σε αυτές τις επισημάνσεις.
[8] Βλ. Ντ. Ψυχογιός, «Δαφνιώτισσα», Ηλειακά…
[9] Βλ. Ντίνος Ψυχογιός, «Δαφνιώτισσα», Ηλειακά ….
[10] Βλ. Νίκος Β. Αναστόπουλος, Η Δίβρη Ηλείας στο διάβα των αιώνων, έκδ. Βιβλιοθήκη του Πνευματικού Κέντρου της Πανελλήνιας Εκπολιτιστικής Ένωσης Λαμπιέων-Διβριωτών Ηλείας Αθήνα 1994, σ.  33· για το πανηγύρι της Παναγίας στο Λόπεσι βλ. ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 4509, σ. 460-488, Αμαλιάδα Ηλείας, επιτόπια έρευνα Ελένη Ψυχογιού 1991·  για την «Αγιαλένη» της Δίβρης,  βλ. Ε. Ψυχογιού, «Η εθνοτική ετερότητα….», ό. π.
[11]Για την Ηλεία   βλ. επίσης  Ε. Ψυχογιού, «Η εθνοτική ετερότητα…», ό. π. 










Μονή Παναγίας Βλαχέραινας. Η χτισμένη, υπόγεια πηγή όπου κατά τη τοπική παράδοση έγινε η "εύρεση" της εικόνας της Παναγίας (7/9/2006)
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια

  1. Ευχαριστούμε για την ωραία ανάλυση μυστηριωδών τοπικών παραδόσεων με νεράιδες. Θα σας παρακαλούσα να αναρτήσετε, αν είναι διαθέσιμες, κι άλλες τέτοιου είδους παραδόσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου