Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το "μοιρολόι της Παναγίας"

(Πηγή: αποσπάσματα  από το βιβλίο Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα,  Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008). 





Από πάνω προς τα κάτω: γυναίκες ψάλλουν ολονυχτίς το "Μοιρολόι της Παναγίας"  κάτω από τον Εσταυρωμένο, την νύχτα της Μ. Πέμπτης προς Μ. Παρασκευή (Φωτ. Ε.Ψ., Νεοχώρι Κυλλήνης Ηλείας, Μ. Πέμπτη 1995)

Το «μοιρολόι της Παναγίας», είναι μια πολύστιχη θρηνητική διήγηση λόγιας προέλευσης και αποτελεί το συμβολικό και αφηγηματικό τόπο όπου συγκατοικεί θρηνητικά τόσο   η ορθόδοξη χριστιανική όσο και η .μη χριστιανική παράδοση, καθώς το μοιρολόισμα  ανήκει πολιτισμικά στη θρηνητική και  χθόνια θρησκευτική παράδοση, που χάνεται στα βάθη των αιώνων.  Το περιεχόμενο του πολύστιχου μοιρολογιού αποδίδει τα Πάθη του Χριστού, όπως διαβάζονται κατά τη μεγάλη Εβδομάδα στους ναούς από τα Ευαγγέλια. Οι γυναίκες ψάλλουν συλλογικά τη νύχτα της μεγάλης Πέμπτης προς τη Μεγάλη Παρασκευή το μακροσκελές αυτό «μοιρολόι» μέσα στις εκκλησίες, τελώντας τα δικά τους θρηνητικά νόμιμα για τον θανόντα, νέο, Χριστό. Μέσα από τη  διήγηση των δραματικών γεγονότων (με βάση τα Ευαγγέλια αλλά, πέραν της αρχικής ποιητικής τους σύνθεσης, δουλεμένα μέσα από την μακρόχρονη παράδοση της προφορικής του επιτέλεσης στο γυναικείο λαϊκό φαντασιακό σύμφωνα με την κατά τόπους κοινωνική και γνωστική εμπειρία και τις συλλογικές πεποιθήσεις) που οδήγησαν στη Σταύρωση και το «θάνατο»   του Χριστού,  το στιχούργημα επιτελείται ως γυναικείο μοιρολόι, ωσάν ο επικήδειος «θρήνος» της ανθρώπινης μάνας-Παναγίας για το χαμό του μονογενή υιού της..


 Εξαιρετικό θρησκειολογικό ενδιαφέρον,έχουν κάτ' εμέ, κάποιοι στίχοι του Μοιρολογιού, που  εκτιμώ ότι αποτελούν  «κλειδί» για τη μεταιχμιακή θρηνητική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές παραδόσεις –την προχριστιανική και την χριστιανική– καθώς και ανάμεσα στις κορυφαίες θηλυκές μορφές που τις αντιπροσωπεύουν μητροκεντρικά στις αναπαραστάσεις: την Παναγία και την «Αγιαλένη», ή την "ΑγιαΚαλή" . Τούτο εκτιμώ ότι προκύπτει από τη μελέτη   στίχων του γυναικείου "μοιρολογιού της Παναγίας" (βλ. παρακάτω τους καταληκτικούς στίχους του δημοσιευόμενου εδώ "Μοιρολογιού της Παναγίας"), οι οποίοι σώζονται και  και ως προφορική αφήγηση, σύμφωνα με τους οποίους  απαγορεύεται ρητά από τη βαριά κατάρα της ίδιας της Παναγίας η αυτόνομη λατρευτική παρουσία της Αγιαλένης/Αγια-Καλής στη χριστιανική λατρεία και στους ναούς: 

«…Όταν κρεμάσαν το Χριστό στο Σταυρό, πήραν η μάνα του Λαζάρου κι οι αδερφές του την κυρά την Παναγιά στο σπίτι τους να της κάνουν τις παρηγοριές. Εκεί που είχανε λοιπόν το τραπέζι στρωμένο και τρώγανε, πέρασε απέξω η Αγιαλένη και είδε την Παναγιά που την είχαν καθισμένη στη μέση κι έτρωγε. Στάθηκε λοιπόν και λέει:

−Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

Γυρίζει λοιπόν η κυρά η Παναγιά και της λέει: −Εγώ, αν κάθουμαι και τρώω, κάθησα στην τράπεζα, να δώσω τις παρηγοριές, να πάρουν οι μανάδες. Εμένα η καρδιά μου το ξέρει αν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, κι αν πέσω και πεθάνω δε θα μείνει μάνα στο γκόσμο για να βαστάξει του παιδιού της το γκαημό.

Πικράθηκε λοιπόν η Παναγιά που της είχε μιλήσει έτσι η Αγιαλένη και την καταράστηκε και της είπε:

-Ελένη να λογιάζεσαι, Ελένη να λογιέσαι

και ούδε να δοξάζεσαι, ουδέ να προσκυνιέσαι!

Έτσι η Αγιαλένη ούτε εκκλησιά δική της έχει, ούτε γιορτάζεται χώρια παρά μόνο με τον Άγιο Κωσταντίνο, ουδέ λειτουργιέται, ουδέ χώρια έχει εικόνισμα για να την προσκυνάμε…»[1].

Η μεταιχμιακή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κορυφαίες θηλυκές θρησκευτικές μορφές που φαίνεται να εκφράζει η λαϊκή μνήμη σε τούτη την πολυσήμαντη προφορική παράδοση (και ιδιαίτερα στη θρηνητική εκδοχή της στο «Μοιρολόι της Παναγίας» μέσα στους ναούς κάτω από τον Εσταυρωμένο, λόγω του χθόνιου, νεκρικού συμφραζόμενου) έχει νόημα μόνον αν θεωρήσουμε ότι δηλώνει πως η Παναγία και η Αγιαλένη/Αγια-Καλή ανήκουν ως κορυφαίες γυναικείες μορφές σε δύο διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, με την «Αγιαλένη» να διαφοροποιείται ως προγενέστερη, μη-χριστιανική θρησκευτική μορφή. Και τούτο γιατί επί της ουσίας, η λαϊκή παράδοση μνημονεύοντας την απαγόρευση στην όποια έκφραση λατρείας προς την «Αγιαλένη» μέσω της κατάρας της Παναγίας, φαίνεται να θέλει να αφηγηθεί, μεταξύ άλλων, ότι είχε προηγηθεί κάποια μορφή λατρείας στο πρόσωπό της και μάλιστα σε θέση αντίστοιχη με αυτήν της Παναγίας, ήτοι θεομητορική, όσο και εξίσου κορυφαία λατρευτικά, προχριστιανικά.

Αν λάβουμε υπόψη ότι η σύγκρουση των δύο θηλυκών ιερών μορφών  στην  πένθιμη/θρηνητική αυτή ιστορία έχει σαν αφορμή και επίκεντρο το νεκρικό συμπόσιο της «παρηγοριάς» και έτσι την «αναγνώσουμε» υπό  το πρίσμα και με βάση τα όσα υποστήριξα  παραπάνω [στο βιβλίο όπου η παραπομπή] ότι δομούν τη συμβολική και μαγική σχέση του νεκρικού αυτού συμπόσιου με  τη χθόνια θεϊκή μητέρα «Μαυρηγή»-Ελένη όσο και  και τις αναλογίες  με το μύθο της  [Μέλαινας] Δήμητρας, μπορεί να προκύψουν φρονώ κάποιες σημαντικές διαπιστώσεις. Η «Αγιαλένη» λοιπόν  σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να οργίζεται αφενός γιατί θεωρεί ότι η Παναγία σφετερίζεται τη δική της θέση στην προσφορά της νεκρικής παρηγοριάς −που με βάση τα παλαιά νεκρικά νόμιμα ανήκει στη Μαυρηγή/Ελένη− και αφετέρου γιατί ο δικός της πολιτισμικός κώδικας φαίνεται πως υπαγορεύει ότι η θρηνούσα θεϊκή μάνα πρέπει να απέχει η ίδια από φαγητό στην απώλεια του μονάκριβου ιερού παιδιού της. Πεποίθηση που παραπέμπει σε ό,τι έπραττε η Δήμητρα[Μέλαινα-Ελένη]  του μύθου για την απώλεια της κόρης, απώλεια που αν δεν αναιρούνταν αναγεννητικά −και δη μητρο-θυγατρικά− συνεπαγόταν καταστροφή του κόσμου όλου, σύμφωνα με τον ίδιο μύθο[2].

 Η Παναγία από την άλλη, πάντα στην εν λόγω λαϊκή διήγηση-μοιρολόι, φαίνεται να αντιπροσωπεύει ένα τελείως διαφορετικό σωτηριολογικό και εχατολογικό θρησκευτικό πλαίσιο από την «Αγιαλένη», με αναφορά πάντα τη νεκρική «παρηγοριά» που τίθεται ως η αφορμή της  της σύγκρουσής τους. Δηλώνει δηλαδή σαφώς η ίδια ότι δέχεται την «παρηγοριά» ως μάνα στη συγκυρία του θανάτου του γιου της,  ακριβώς για να της προσδώσει για όλες τις μανάδες άλλη σημασία, συμπονετική, ψυχικά παρηγορητική.  Επιδιώκει δηλαδή να την απομυθοποιήσει και να της αφαιρέσει την ιερή, μαγική, κοσμικά αναγεννητική δυναμική και σημασία που φέρει στην προχριστανική παράδοση, όπως την ανέδειξα  παραπάνω [στο βιβλίο]. Από τα λόγια της φαίνεται ωσάν να θέλει να διδάξει ότι συμμετέχει σε αυτήν ως μητέρα θείου γιου παραδειγματικά, προκειμένου να εδραιώσει και να διαδώσει τη νέα, πατροϋική, ουρανοκεντρική και αναστάσιμη θρησκευτική αντίληψη για το θάνατο, σε αντίθεση με την παμπάλαια γεωκεντρική, μητροθυγατρική και χθόνια αναγεννητική. Αυτή η «μετάφραση» της εν λόγω αφήγησης για τη σύγκρουση Αγιαλένης-Παναγίας με κλειδί την «παρηγοριά», φαίνεται να τεκμηριώνει αμφίδρομα και τη μαγική και συμβολική ερμηνεία που επιχείρησα  παραπάνω  [στο βιβλίο] για το νεκρικό αυτό συμπόσιο, ενώ  ταυτόχρονα να συνδέει  θρηνητικά και θρησκευτικά τις ποικίλες όψεις της ιερής «Ελένης» της προχριστιανικής και χριστιανικής εποχής μεταξύ τους, αλλά  και την  Παναγία με αυτές .



[1]Κορώνη Πυλίας (βλ. Ταρσούλη 1938. χ/φο. 1159Δ΄: 89, μαρτυρία Ελένη Κοκκώνη, ετών 70, από την Κορώνη Πυλίας). Για την ίδια παράδοση στο μοιρολόι της Παναγίας, όπου η αγία αναφέρεται και ως «Αγια-Καλή», βλ. Alexiou 2002: 142-145· Bouvier 1976: 266-288. Την Κορωνέικη αυτή παράδοση τη μελέτησα ν’ αποκτά ακόμα μεγαλύτερο θρησκευτικό ενδιαφέρον στο πλαίσιο της επιτόπιας καταγραφής της, και δη της τοπικής αφήγησης για την Παναγία την «Ελενίστρα» αλλά δεν είναι της παρούσης η πλήρης «μετάφραση» και ερμηνεία της σε όλο το θρησκευτικό πλαίσιο όπου εντάσσεται.

[2] Βλ. και Ντεβερέ 1991: 98-100.



Δημοσιεύω παρακάτω μια παραλλαγή του Μοιρολογιού όπως την κατέγραψα, εκτός τελετουργίας της Μ. Πέμπτης,  στην Κάτω Παναγιά του Δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης Ηλείας, (οικισμό προσφύγων από την Κάτω Παναγιά Τσεσμέ Σμύρνης στην Κυλλήνη) κατά την επιτόπια έρευνά μου τον Αύγουστο του 1975. 


  . Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας,  Ελένη Ψυχογιού, Επιτόπια έρευνα στο νομό Ηλείας, 1975, χειρόγραφο αρ.  3805.

► Γαρέφαλλω Καμένου, 74 ετών, εγγράμματη (όταν ήλθε στην Ηλεία από την Κάτω Παναγιά Σμύρνης ήταν 14 ετών).

 ..Ηπηγαίναμε στον Προφήτη Ηλία [στην πατρίδα, στη Μικρά Ασία], ήτονε ψηλά, αποβραδύς τη Μεγάλη Πέμπτη κ’ ηκαθούματαν έξω όλοι και οι ηλικιωμένες ηλέαν το μοιριολόγι της Παναΐας κι ο κόσμος ήκουαν. Ηφεύγασι κι ο ήλιος ’εν είχε βγει ακόμη. ‘Ηρκουνταν ούλοι, μόνον οι ανήμποροι ήμεναν σπίτι, όλοι οι άλλοι ήρκουνταν στο μοιργιολόι της Παναγίας. Τώρα εδώ το λέμε μέσα στην εκκλησία...:


Κάτω Παναγιά Κυλλήνης Μ. Πέμπτη 1995. Γυναίκες ψάλλουν το "μοιρολόι της Παναγίας"  κάτω από τον Εσταυρωμένο (φωτ. Ε.Ψ.) 

►Καλλιόπη Ζαργάνα, 55 ετών, εγγράμματη.

Το «μοιρολόι της Παναγίας» που ακολουθεί (155 στίχοι) εδώ το τραγούδησε εκτός εποχής, στην Κάτω Παναγιά Κυλλήνης Ηλείας για την καταγραφή, σε μια παραλλαγή που είχε μάθει από τις ηλικιωμένες γυναίκες πρόσφυγες  που το τραγουδούσαν στην Κάτω Παναγιά της Σμύρνης. Το έχω ωστόσο ηχογραφήσει επανειλημμένα και στη ζωντανή του επιτέλεση κατά τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης στο ναό της Κοίμησης της Παναγίας στην Κάτω Παναγιά Κυλλήνης, όπου οι γυναίκες το ψάλλουν και σήμερα συλλογικά (βλ. φωτ.). Οι νεότερες στην Κάτω Παναγιά το τραγουδούν διαβάζοντάς το μέσα από την έντυπη έκδοση μιας παραλλαγής του που έκανε ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού με βάση την αφήγηση των ηλικιωμένων γυναικών, πράγμα που κατά ένα τρόπο το «τυποποιεί», αναιρώντας τις παραλλακτικές επιτελέσεις του, τις όποιες φθορές και τους αυτοσχεδιασμούς.

(Απομαγνητοφωνημένο μοιρολόισμα, Βλ. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας,  Ελένη Ψυχογιού, Επιτόπια έρευνα 1975, χειρόγραφο αρ.  3805, σ.   553-557, 706, . Εθνική Μουσική Συλλογή  αριθ. εισαγ. αρ. 20384, ταιν. αρ. 1421Α1).

 

Τωρά τώρα ’ν’ αγιά Σαρακοστή τώρα ’ν’ αγιές ημέρες

που λει- που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες

και λέ- και λέν το κύριε ’λέησον και τις τιμιωτέρες

το μοι- το μοιρολόι του Χριστού καλό ’ναι κι ας το λέμε.

Κατώ κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί εκ’ έχ’ ένα χρυσό δεντρί με ασημένια φύλλα

και το και το δεντρί ’ναι ο Χριστός τα φύλλα άγιος Γιάννης

και τα και τα παρακλωνάρια του οι δώδεκ’ αποστόλοι..

Ο Ι- ο Ιησούς ηθέλησε τη νύχτα να γυρίσει

τους μα- τους μαθητάς του λει σε σειρά βάπτισμα να κηρύξει.

Τη νύ- τη νύχτα που εγύριζε Εβραίοι του ’παντούσαν

τονέ τόνε καλησπερίζανε για δεν τόνε γνωρίζαν.

-Εβραί- Εβραίοι τί γυρεύετε Εβραίοι τί ζητάτε

τη νύ- τη νύχτα μέσ’ στα σκοτεινά με τ’ άρματα πού πάτε;

-Τον Ι- τον Ιησού γυρεύουμε τον από Ναζωραίο .

Σαν τ’ α- σαν τ’ άκουσε ο Ιησούς χάθηκ’ από μπροστά τους

ηπή- ηπήγαινε και ηύρενε όλους τους μαθητάς του

τους μα- τους μαθητάς του επηρε και ’κει τους εδιαβαίνει

στο ό- στο όρος και στο έλεος εκεί τους επηγαίνει.

Σαν ε- σαν επολειτουργήσανε καθήσανε να φάνε

κι άρχι- κι άρχισ’ η γλώσσα η γλυκιά τα κοραλένια χείλη.

-Ένας ένας από τους μαθητάς θε να με παραδώσει

θε να θε να με βάλει το σταυρό και θα με θανατώσει.

΄Ενας ένας τον άλλον κοίταζε άλλος τον άλλον λέγει.

-Ποιος ει- ποιος είν’ αφέντη δά;σκαλε που θα σε παραδώσει

και θα και θα σε βάλει στο σταυρό και θα σε θανατώσει;

-Όποιος όποιος αγγίξει στο τριβλί και βάψει ο δάχτυλός του.

Αγγί- αγγίξαν όλοι στο τριβλί κι έβαψε του Σκαριώτη.

-Εγώ ν εγώ αφέντη δάσκαλε που θα σε παραδώσω.

-Ό,τι ότι θα κάνεις κάνε το κι ό,τι θα γένει ας γένει

κι απ’ του κι απ’ του Χριστού τη συντροφιά ο πειρασμός ας φεύγει.

Ο Ιού- ο Ιούδας ο παράνομος άπιστος και Σκαριώτης

κακό κακό στο νου του έβαλε ο άνομος και κάνει

τον Ι- τον Ιησούν στους αρχιερείς πάει και καταβάνει

των έ- των έπενε να πιάσετε ’κείνον που θα φιλήσω

το δα- το δάσκαλό μου το Χριστό θα τόνε χαιρετήσω.

Ο Ι- ο Ιησούς τ’ αγροίκησε πέφτει εις μετανοίαν

εις τον εις τον πατήρ του τον Θεό έκανε λιτανεία.

_Θεέ θεέ μου δός μου δύναμη τούτο να το πληρώσω

τους ο- τους ορθοδόξους χριστιανούς ίσως και τους γλυτώσω.

Κι ο ε- κι ο εύσπλαχνός του ο πατήρ γρήγορα τ’ απεκρίθη.

-Οι Ι– οι Ιουδαίοι οι άνομοι που θέν’ να σε σταυρώσουν

μη φο- μη φοβηθείς εις το εξής και θα σε θανατώσουν

του Πέ- του Πέτρου μόνον τού ’πανε τρεις θε να μ’ απαρνήσεις

πριν να πριν να φωνάξ’ ο πετεινός θε να με παρατήσεις.

-Εγώ εγώ Κύριέ μου για σε εις φυλακήν πηγαίνω

για σέ- για σένα κατακόβομαι και θυάνατον λαβαίνω.

Ακό- ακόμ’ α ατός τα έλεγε πάνε και του χτυπούνε.

-Άνοι- άνοιξε πόρτα του Χριστού και πόρτα του βασάνου.

-Ποίος ποιος είν’ αυτός που χτύπησε την πόρτα του βασάνου;

-Εγώ ν εγώ ν αφέντη δάσκαλε ο πρώτος μαθητής σου

και δυο και δυο λογάκια ξέχασα κ’ ήρθα να στα μιλήσω

και σε και σε ποθύμησα πολύ κ’ ήρθα να σε φιλήσω.

-Δεν εί- δεν είν’ πως με ποθήμησες κ’ ήρθες να με φιλήσεις

μόνο μόνον τσαλίστηκες καλά ν’ πάς με καταβάλεις

στου σκύ- στου σκύλω των Εβραίηδων τα χέρια να με βάλεις.

Δινούν δίνουν κλωτσά της πόρτας του κι απ’ έξω μέσα πάνε

πισθά- πισθάγκωνα τον δέσανε του Άννα και τον πάνε.

Τότες εμί- εμίλησ’ ο Χριστός με πικραμένα χείλη.

-Ενάς ένας από τους μαθητάς της μάνας μου χαμπάρι

πείτε πείτε της πως με πιάσανε την πίκραμου να πάρει.

Κατώ κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί ν εκεί κάθετ’ η Παναγιά μόνη και μοναχή της

την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.

Εκεί ν εκεί που προσευχότανε και κεί που ’παρακάλειε

’κούει ’κουεί βροντές βλέπ’ αστραπές και σύγχισες μεγάλες.

Βγαινεί βγαίνει στο παραθύρι της θωρεί τη γειτονιά της

βλεπεί βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρι βουρκωμένο

το φε- το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο

παλί πάλι ξαναστοχάζεται βλέπει τον άγιο Γιάννη

βλεπεί βλέπει το Γιάννη νά ’ρχεται κλαμένο σκοτωμένο.

-Καλώ καλώστονε το Γιάννη μου το μαθητή του γιού μου

κ’ εντά είντα χαμπάρια μού ’φερες απ’ το μονογενή μου;

-Βαστώ βαστώ χαμπάρια θλιβερά και λόγια πικραμένα

το γιο το γιο σου τόνε πιάσανε οι σκύλοι οι Οβραίοι

σα γκλέ- σα γκλέφτη τόνε πιάσανε και σα φονιά τον πάνε

σα να σα να χωρίζ’ αντρόγυνο και πά’ τονε κρεμάσουν.

Σαν τ’ ά- σαν τ’ άκουσε η Παναγιά ευρέθη λιγωμένη...

 

[συνεχίζει απαγγελία καταγραμμένη καθ’ υπαγόρευση, σελ. χ/φου 557-561:]

 

...πολύ νερό την περεχούν ώστε να συνεφέρει

και πάνω που συνόφερε τούτο το λόγο λέει.

-Ας έρθ’ η Μάρθα κ’ η Μαριά κι όλες μαζί αντάμα

να πάμε πριν να του βάλουν τα καρφιά και μου τον θανατώσουν.

Επήραν το στρατί στρατί στρατί οι πέντ’ αγιές του κόσμου

κι από τα κλάματά τωνε οι δρόμοι ελασπώσαν

και τα ξανθά των τα μαλλιά στα φρύγανα ’πομέναν.

Το μονοπάτι τσ’ ήβγαλε στ’ Ατσίγγανου την πόρτα.

-Ώρα καλή Ατσίγγανε είντά ’ν’ αυτά που φτιάχνεις;

-Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι

εκείνοι μού ’παν τέσσερα κι εγώ τους κάνω πέντε

τα δυο στα δυο του γόνατα τα δυο στα δυο του χέρια

το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μέσ’ στην καρδιά του

 να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του

 -Άντε και σύ Ατσίγγανε καταραμένος νά ’σαι

 που να καεί τ’ αμόνι σου και ν’ ’άψει το σφυρί σου

 σαν του Σαββάτου τον καπνό να πάει η κεφαλή σου.

 Επήραν πάλι το στρατί στρατί το μονοπάτι

 το μονοπάτι τσ’ ήβγαλε μπρος στου βοσκού τη μπόρτα.

 -Ώρα καλή καλέ βοσκέ μην είδες τον υιόν μου;

 -Τα προβατάκια μ’ έχασα να πά’ τονε γυρεύω.

 Βλέπεις εκείνο το βουνό το ύψος και το μέγα

 πού ’χει τη γερανιά κορφή τη μπράσινη παντέρα;

 Εκεί έχουνε το γιούκα σου νύχτα και την ημέρα.

 -Άντε και συ καλέ βοσκέ και την ευχή μας νά ’χεις

που να χιλιάσ’ η μάντρα σου και να μελλεουνιάσει

κι όσ’ άστρα έχ’ ο ουρανός τόσ’ άσπρα στο πουγγί σου

τόσα λινά ποκάμισα να λυώσει το κορμί σου.

Επήραν πάλι το στρατί στρατί τπ μπνοπάτι

το μονοπάτι τσ’ ήβγαλε στου Γολγοθά τον τόπο

κι από το συναγώι το πολύ ησάστισεν η Παναγία

[κανέναν δεν εγνώριζε] κανέναν δε γνωρίζει

πάλι εξανακοίταξε βλέπει τον άγιο Γιάννη.

-Για πες μου πές μου Γιάννη μου πού έχουνε το γιο μου

πού ’ναι ο Ιησούς Χριστός και σε ο δάσκαλός σου;

-Βλέπεις εκείνον το υμνό και τον ανεμαλλιάρη

 όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι

Έκείνος είν’ ο γιούκας σου και ’μέ’ ο δάσκαλός μου.

Τον είδενε η Παναγιά ευρέθη λιγωμένη

πολύ νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει

 και όταν εσυνέφερε τούτον τον λόγο λέει:

-Ώχου μαχαίρια και σπαθιά που μπήκαν στην καρδιά μου

και ’κάμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου

Εβραίοι λυπηθείτε με κάμετ’ ελεημοσύνη

και κατεβάσετέ μου τον με την ταπεινωσύνη.

Άλλοι τήνε κλωτσούσανε και άλλοι τήνε φτυούσαν.

-Εβραίοι αθεόφοβοι νά ’στε καταραμένοι

να βγάζετε τη γλώσσα σας σα σκύλοι λυσσασμένοι.

Ιησούς εζήτησε νερό και δεν του [το] εδώσαν

ασβέστη ’νεκατέψανε με όξος και του ’δώσαν

τότε εδάκρυσ’ ο Χριστός πικρά και λυπημένα.

Τον είδενε η Παναγιά τον Ιησού να κλαίει

γυμνό επάνω στο σταυρό και μοιρολόγια λέει.

-Γιε μου τα μάτια τα γλυκά πώς είναι δακρυσμένα

γιε μου τα χέρια τα χρυσά πώς τά ’χουν σταυρωμένα

γιε μου και πού ’ν’ τα κάλλη σου και πού ’ν’ η ομορφιά σου

και πού ’ν’ τα μάτια τα γλυκά πού ’χεν η αφεντιά σου

πού ’ναι τα μάτια τα γλυκά που έβλεπα εμπρός μου

τώρα τον υστερεύομαι τον Ιησού Χριστό μου.

Για σκύψε τίμιε σταυρέ το γιο μου να φιλήσω

να πιάσω τη χρυσή ποδιά το αίμα να σφουγγίξω.

Τότε παράγειρ’ ο σταυρός πέφτει στα γόνατά της

και σφούγγιξε τα αίματα με τη χρυσή ποδιά της.

-Γιε μου και πώς δεν της μιλείς της μάνας της θλιμμένης

της ξένης και της έρημης και της απελπισμένης

δεν έχει μαχαίρι να σφαγώ γκρεμό για να γκρεμίσω

δεν έχει άδικο θάνατο ν’ αδικοθανατίσω;

-Μάνα μου σα σφαείς εσύ σφάζετ’ ούλος ο κόσμος

σφάζονται οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες

σφάζονται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς των άντρες

να πάρεις την υπομονή για να την εύρ’ ο κόσμος

άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις

πάρε τον άγιο Γιάννη γιο και με μη με παντέχεις.

-Ποια κι άλλη μάνα τό ’παθε στον κόσμο σαν και μένα

να ’φήκει γιο εις το σταυρό να πάρει ξένη γέννα;

-Άντε μάνα στο σπίτι μας και στρώσε το τραπέζι

και βάλε και πικρές ελιές να φάν’ οι πικραμένες[2]

και βάλε και γλυκό κρασί να πιούν οι κουρασμένες

και το Μεγάλο Σάββατο μάνα το μεσημέρι

που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες

τότες και συ μανούλα μου να ’χεις χαρές μεγάλες.

Πάει η Δέσποινα σπίτι της κλαμμένη σκοτωμένη

κι έβαλε και πικρές ελιές [ να φάν’ οι πικραμένες]

κι έβαλε και [γλυκό κρασί να πιούν οι κουρασμένες]

επέρασ’ η αγιά Καλή πρώτη της εξαδέλφη.

-Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

-Άντε και συ άγια Καλή άγια να μη λογάσαι

ούτε παπάς στην πόρτα σου ούτε να λειτουργάσαι...

 



[1] Σημειώνω επίσης ότι έχω καταγράψει το ίδιο μοιρολόι σε ζωντανή επιτέλεση μέσα στο ναό της Παναγίας στην Κάτω Παναγιιά κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, όπως και στην ίδια αυτή περιοχή της Ηλείας την ντόπια παράδοση του μοιρολογιού της Παναγίας, στους οικισμούς Λεχαινά, Νιοχώρι και Κάστρο.

[2] Αναφέρει τα εδέσματα που μαρτυρούνται παραπάνω ότι προσφέρονται στο χωριό για το γεύμα της νεκρικής «παρηγοριάς».


Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια