Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης" : νομός Αρκαδίας, Τρίπολη-Τεγέα-Μαντίνεια (Traveling "on the steps of "Helen/saint Helen: Arcadia)

Ελένη Ψυχογιού 

 ΕΠΙΤΟΠΙΑ ΕΡΕΥΝΑ «ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ/ΑΓΙΑΛΕΝΗΣ» 
 -ΧΡΌΝΟΣ 5ος,  25 Αυγούστου- 13 Σεπτεμβρίου 2003 ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ 

 Ημερολόγιο αρ. 2 Τρίπολη/Τεγέα/ Μαντίνεια (συνέχεια από το ημερολόγιο αρ. 1, Κυνουρία-Τσακωνιά, βλ. :  https://fiestaperpetua.blogspot.com/2020/12/1-traveling-in-arcadia-kynouria.html) 

(οι φωτογραφίες τραβηγμένες από την γράφουσα, Ελένη Ψυχογιού, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά)




Αρκαδία. Αρχαιολογικός χώρος Μαντίνειας, και ο λόφος "Γκορτσούλι", (αρχαία ακρόπολη) με το προϊστορικό ιερό και τη  μονή της Γέννησης της Παναγίας στην κορυφή του. Στο βάθος δεξιά το όρος Παρθένιο (7/9/2003)



Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις των εθνογραφικών ημερολογίων "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης  στον ιστότοπο, ως απαραίτητα  για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις)

 

[Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της  επιτόπιας  έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν  φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων),  ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της  ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις  πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.

 Μέσα από αυτό το πρίσμα, η  έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση,  στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να  συγκροτώ  συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,  νέα ερωτήματα.  Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο  να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου,   εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό  είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό  των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.

Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―  αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται  και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι,  οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητών, ο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του.  Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα  ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας  ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά  η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο  βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα...]



Δευτέρα, 2 Σεπτεμβρίου 2003



συνέχεια από το ημερολόγιο αρ. 1, Κυνουρία-Τσακωνιά, βλ. :  https://fiestaperpetua.blogspot.com/2020/12/1-traveling-in-arcadia-kynouria.html) 


 Αθήνα 

 ...Πρωί-πρωί επίσκεψη στο «Ιπποκράτειο» νοσοκομείο στα έκτακτα περιστατικά, για εξέταση στο πρήξιμο στην μασχάλη μου. Με εξετάζει ένας χειρούργος και αποφαίνεται ότι δεν είναι κάτι σοβαρό αλλά πρόκειται για φλεγμονή κάποιου αδένα. Συστήνει να συνεχίσω για μια εβδομάδα ακόμα την αντιβίωση που μου είχε δώσει ο αγροτικός γιατρός στο Άστρος Κυνουρίας πριν λίγες ημέρες και μετά να το ξαναδεί κάποιος νοσοκομειακός γιατρός, στην Τρίπολη, όπου του είπα ότι θα βρίσκομαι τις επόμενες ημέρες και παίρνω τη σχετική ιατρική βεβαίωση για την διακοπή της επιτόπιας έρευνας στην Αρκαδία, προκειμένου να δει ο γιατρός το πρήξιμο στο νοσοκομείο στην Αθήνα. Ανακουφισμένη από το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για καρκίνο, πήγα στο Κέντρο Λαογραφίας για να αφήσω την τραυματισμένη φωτογραφική μηχανή και να παραλάβω μια γερή και αρκετά φίλμ ώστε να συνεχίσω τη δουλειά μου. Ευτυχώς ένας συνάδελφος είχε μόλις επιστρέψει από τη δική του επιτόπια έρευνα και παρέλαβα τη μηχανή που είχε επιστρέψει εκείνος, ίδια με την άλλη που είχα χρησιμοποιήσει εγώ. Στη συνέχεια πηγαίνω στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων και παραλαμβάνω το αυτοκίνητο που είχα νοικιάσει με την οικονομική χορηγία της θείας μου, ένα λευκό HundaiAtos, ολοκαίνουργιο. Μετά το σαραβαλάκι, αποσυρμένο από τις κακουχίες, κόκκινο οτομπιάνκι μου, με άγχωσε αυτό το τόσο καινούργιο και άσπιλο αυτοκίνητο, το οποίο σίγουρα θα ταλαιπωρούσα σε δρόμους κακοτράχαλους. Οι όροι ενοικίασης και ασφάλειας που μου εξήγησαν στο γραφείο με καθησύχασαν σχετικά, οπότε το πήρα, φόρτωσα τα πράγματά μου και ξεκίνησα αμέσως για την Τρίπολη, όπου θα ήταν στο εξής το καθημερινό μου ορμητήριο για τα χωριά της μοναχικής τώρα, χωρίς τη συντροφιά της αδελφής μου της Χλόης, επιτόπιας έρευνας στην Αρκαδία. 


Τρίπολη 

 ‘Εφτασα απόγευμα στην Τρίπολη και εγκαταστάθηκα στο παλιό, κάπως μίζερο, ξενοδοχείο «Αρκαδία», ευτυχώς σε ένα δωμάτιο στον 10ο όροφο από όπου είχα θέα στην πλατεία, αν και έτσι κι αλλιώς μόνο για ύπνο θα το χρησιμοποιούσα μετά τις ολοήμερες περιηγήσεις. 



Ο πολυχρησιμοποιημένος χάρτης της επιτόπιας έρευνας, με τα χωριά της περιήγησης σε κύκλο (λεπτομέρεια του χάρτη της Πελοποννήσου των εκδόσεων Road)



 Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 2003 

Ξεκίνησα νωρίς το πρωί για τις κοντινές στην Τρίπολη διαδρομές, όπου είχα πληροφορίες σχετικά με τον "Αγιοκωσταντίνο". Ευτυχώς είχα εξοικειωθεί ήδη με την οδήγηση του νοικιασμένου αυτοκίνητου κατά τη διαδρομή Αθήνα-Τρίπολη. Η διάθεσή μου ωστόσο ήταν διφορούμενη ως προς τη συνέχεια της περιήγησης. Από τη μια μου έλειπε η συντροφιά της αδελφής μου της Χλόης η οποία με είχε συνοδεύσει με το αυτοκίνητό της τις προηγούμενες ημέρες στην επιτόπια έρευνα στην Κυνουρία, καθώς σκεφτόμουν ότι η θέση μου ως συνοδηγού στο αυτοκίνητο μου είχε επιτρέψει να παρατηρώ κάθ΄οδόν καλύτερα το περιβάλλον με τις λεπτομέρειες που η προσοχή στο δρόμο από τη θέση του οδηγού δεν αφήνει, όσο και τις διαδρομές στο χάρτη, πέρα βεβαίως και από τις παρατηρήσεις για τα συμβαίνοντα κατά την περιήγηση, τις συζητήσεις και την ανταλλαγή απόψεων. Από την άλλη, επανερχόμενη στη συνήθh για πολλά-πολλά χρόνια τώρα «μοναξιά του δρομέα των μεγάλων αποστάσεων», ένιωθα πιο συγκεντρωμένη στη δουλειά μου, πιο απερίσπαστη και ευέλικτη στις κινήσεις μου όσο και στις σχέσεις μου με τους συνομιλητές στην έρευνα, αν και σκεφτόμουν τώρα ότι οι τελευταίοι αρχικά ίσως αντιμετωπίζουν πιο ευνοϊκά δύο μαζί από έναν, μοναχικό ερευνητή και μάλιστα γυναίκα.

Άγιος Κωνσταντίνος

 Πολύ κοντά στην Τρίπολη, σαν προάστειό της, είναι το χωριό Άγιος Κωνσταντίνος, από όπου ξεκίνησα βεβαίως την περιήγηση της ημέρας. Δίπλα στο χωριό είναι το στρατόπεδο των νεοσύλλεκτων στρατευμένων, όπου γίνεται και η ορκωμοσία τους. Πέρα από τις εξόδους των φαντάρων, η προσέλευση των συγγενών των στρατιωτών για την ορκωμοσία έχει ως αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος τουρισμός στο χωριό, που συμβάλλει θετικά στην τοπική οικονομία. Ο δρόμος με έβγαλε στην πύλη του στρατόπεδου, οπότε ρώτησα κάποιους που βρισκόντουσαν εκεί για το ναό του αγίου Κωνσταντίνου, πολιούχο του ομώνυμου αυτού χωριού. 





Οι πληροφορίες που πήρα με οδήγησαν σε μια μεγάλη πλατεία στο βόρειο άκρο της οποίας βρίσκεται ο ναός, με ένα μεγάλο, περιφραγμένο με κάγκελα περίβολο, με ένα πηγάδι στη βόρεια πλευρά του και με το νεκροταφείο στη νότια. Στο χαγιάτι με καμάρες που προστατεύει εξωτερικά τη βόρεια πλευρά του ναού με την είσοδο σε αυτόν, έβλεπα σωριασμένα διάφορα έπιπλα, στασίδια, καρέκλες κ. ά., ενώ η πόρτα ήταν ανοιχτή. Όταν μπήκα μέσα είδα ότι γινόταν ριζική ανακαίνιση του ναού. Παντού σκαλωσιές, το τέμπλο και οι μη κινητές εικόνες, οι πολυέλαιοι κ.λπ. ήταν σκεπασμένα με διαφανές πλαστικό ενώ και κάποιοι, αλλοδαποί οι περισσότεροι, εργάτες δούλευαν μέσα στο χώρο. Ο Έλληνας αρχιμάστορας με πληροφόρησε ότι ο ναός είναι τουλάχιστον εκατό ετών και χρειαζόταν ανακαίνιση. Το τέμπλο χτιστό, «νεοκλασικίζον», με γύψινες φυτικές διακοσμήσεις, χρυσά αγγελούδια, ιωνικά κιονόκρανα. Οι δεσποτικές εικόνες κάτω από το διαφανές πλαστικό, φαινόντουσαν αρκετά παλιές, με την αφιερωματική των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης καλυμμένη με ασημένια επένδυση. Δεν έλειπαν από το τέμπλο και οι «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος αλλά ούτε και οι «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Θεόδωροι σε μια εικόνα σε αντιστοιχία με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο τέμπλο (επειδή το ζήτημα σχετικά με τις εικόνες «ως δίδυμων» αγίων σε σχέση με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης θα επανέρχεται συχνά κατά την επιτόπια έρευνα, βλ. όσα υποστηρίζω σχετικά στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html). Οι εργάτες μού υπέδειξαν ευγενικά να απομακρυνθώ από το χώρο γιατί έπεφταν σοβάδες από την οροφή και είχε πολλή σκόνη. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες σε αυτό το περίεργο περιβάλλον για ναό που δημιουργούσαν οι εργασίες και οι πλαστικές επενδύσεις -με την ασφάλεια τώρα της γερής φωτογραφικής μηχανής που είχα παραλάβει από το ΚΕΕΛ, σε αντικατάσταση  αυτής που είχε χαλάσει στην πρώτη φάση της έρευνας. 

Άγιος Βασίλειος

Περνώντας κάτω από την ανισόπεδη διάβαση της νέας εθνικής οδού Τρίπολης-Καλαμάτας κατευθύνθηκα προς το πολύ κοντινό χωριό Άγιος Βασίλειος, όπου είχα πληροφορία για ναό αγίου Κωνσταντίνου. Μπαίνοντας στο χωριό, τράβηξαν το βλέμμα μου κάποια διώροφα, τετράπλευρα κτίρια με πολλά μικρά κυκλικά ανοίγματα στο πάνω μέρος των τοίχων και πολλά περιστέρια πάνω στις στέγες, οπότε κατάλαβα ότι πρόκειται για περιστερώνες που, όπως διαπίστωσα αργότερα, είναι διαδεδομένοι στον κάμπο της Μαντίνειας.


 Έφτασα στο κέντρο του χωριού όπου σε μια μικρή πλατεία βρίσκεται ο ναός του αγίου Βασιλείου. Στη δυτική άκρη της πλατείας έβλεπα και σε αυτό το χωριό να υπάρχει ένα μεγάλο, κοινόχρηστο υπέθεσα, λόγω της θέσης του, πηγάδι. Το υπερυψωμένο, πέτρινο αλώνι γύρω από το χαμηλό φιλιατρό του, φέρει δύο βαθιές εγκοπές όπου είναι εντοιχισμένες δύο πέτρινες γούρνες όπου ίσως να έπλεναν παλιότερα οι γυναίκες του χωριού τα ρούχα ή να πότιζαν εδώ τα ζώα. 


Ωστόσο τώρα δεν έβλεπα ψυχή, πουθενά. Τα σπίτια κατάκλειστα, αν και δεν ήταν έρημα ή ακατοίκητα, αφού έλαμπαν από καθαριότητα, με ασπρισμένες αυλές και ανθηρούς κήπους. Περπάτησα στους άδειους δρόμους μήπως συναντήσω κάποιον, όταν πίσω από μια αυλόπορτα ήρθε στη μύτη μου μυρωδιά από μαγειρευόμενο φαγητό, σημάδι ότι κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι. Μπήκα από την αυλόπορτα φώναξα «είναι κανείς εδώ»; Βγήκε στο μπαλκόνι μια γυναίκα με νυχτικό και ποδιά κουζίνας. Κοιτώντας με παραξενεμένη, ήταν έτοιμη να με διώξει, θεωρώντας μάλλον ότι είμαι κάποια πλανόδια που πουλάει πράγματα. Με ρώτησε ωστόσο τι θέλω και της εξήγησα ποια είμαι και της ζήτησα πληροφορίες για τον ναό του αγίου Κωνσταντίνου. Μου απάντησε κατηγορηματικά και βιαστική να συνεχίσει το μαγείρεμα, ότι δεν υπάρχει τέτοια εκκλησία στο χωριό. Το ίδιο μου είπε και μια άλλη γυναίκα που συνάντησα σε έναν κήπο παρακάτω, οπότε έφυγα. 

Μονή Αγίου Νικολάου  Βαρσών 

 Φτάνοντας στο κοντινό χωριό Νιοχώρι, αποφάσισα να μη χάσω την ευκαιρία να επισκεφθώ την πολύ κοντινή, όπως έβλεπα στο χάρτη, Μονή Βαρσών, αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, αν και δεν είχα προλάβει να διαβάσω τα σχετικά με τη μονή στο βιβλίο του Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας, μια που δεν φαινόταν και να σχετίζεται με την έρευνά μου για την Ελένη/Αγιαλένη. Ανηφόρισα τον στριφογυριστό, ασφαλτοστρωμένο δρόμο που ανεβαίνει στην πλαγιά του όρους Παρθένιου βλέποντας να απλώνεται η κάτω η πεδιάδα της Μαντίνειας με την Τρίπολη στο κέντρο και τα χωριά γύρω της.




 Ανέβαινα για πολλή ώρα όταν κάποια στιγμή, ψηλά πάνω σε ένα πλάτωμα διέκρινα από μακριά κάτι κτίσματα που έμοιαζαν με εκκλησιαστικά. Ένα μνημειώδες κουβούκλιο-εικονοστάσι-προσκυνητάρι κοντά στο δρόμο και ένα εκκλησάκι μακρύτερα και πιο ψηλά, στα ανατολικά του οποίου ορθωνόταν ένας τεράστιος λευκός σταυρός, σημάδια ότι μάλλον πλησίαζα στο μοναστήρι. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και είδα ότι ο τόπος ήταν ένα διάσελο πάνω στο βουνό, περίοπτο, με μια στενή κοιλάδα κάτω βαθιά όπου φώλιαζε ένα χωριό και ψηλές βουνοκορφές τριγύρω, σε απόσταση. Πλησίασα το χτιστό, μνημειώδες κουβούκλιο και είδα την τεράστια εικόνα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, να στεγάζεται εκεί, μόνη. Ωστόσο τον Σταυρό να τον κρατάει μόνος ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος, ο οποίος θρυλείται ότι βοήθησε την αγία Ελένη να τον ανακαλύψει, ενώ η ίδια η αγία Ελένη να είναι απούσα από αυτή την εικόνα! Παραξενεμένη από αυτή την εικονική παράλειψη, προχώρησα προς το εκκλησάκι. Πάνω στον δυτικό τοίχο όπου και η είσοδος σε αυτό, μια επιγραφή σε εντοιχισμένη πλάκα πληροφορεί ότι είναι αφιερωμένο στην Ύψωση του τιμίου Σταυρού και ότι χτίστηκε κατά το 1990-1996 με τη φροντίδα του ηγούμενου Χρυσόστομου, επί μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρου. 


Το εκκλησάκι ήταν κλειδωμένο και λυπήθηκα, γιατί ήθελα να δω αν και στην αφιερωματική εικόνα της ύψωσης μέσα στο ναό εικονιζόταν και η αγία Ελένη ή όχι, γιατί μου είχε φανεί πολύ περίεργη η απουσία της από την μεγάλη εικόνα στο κουβούκλιο και αναρωτιόμουν το γιατί. Εν τέλει είδα μια σχισμή πάνω από την κλειδαριά της πόρτας και μπόρεσα να δω από εκεί το εσωτερικό και ότι η αγία Ελένη εικονιζόταν, μαζί με τον επίσκοπο Μακάριο και τον Σταυρό, πάνω στη μεγάλη εικόνα του τέμπλου. Είδα επίσης τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ιστορημένη πάνω στο βόρειο τοίχο και στη συνέχεια, πάνω στον ίδιο τοίχο, ένα ζεύγος «ως δίδυμων» αγίων που δεν ξεχώριζα βέβαια ποιοι είναι. Έβαλα και τον φακό της μηχανής στη σχισμή και φωτογράφισα με την ελπίδα να βγει κάτι στη φωτογραφία. Θεωρώντας ότι είχα μια αναπάντεχη «συνάντηση» με την Αγιαλένη πάνω μάλιστα στο όρος Παρθένιο (συμβολικά αφιερωμένο σε Παρθένα Κόρη, χριστιανική ή μη) μπήκα στο αυτοκίνητο και συνέχισα να ανηφορίζω στο βουνό.





 Σε λίγο πάνω από ένα απλόχωρο πλάτωμα είδα χτισμένο σε τρεις βαθμίδες πάνω στην πλαγιά το μοναστήρι. Από την πυργωτή, μνημειώδη είσοδο της μονής και τον μαντρότοιχο έβλεπα να προεξέχουν τα κελιά, το τρουλωτό καθολικό, μια άλλη, κάπως νεόχτιστη, εκκλησία . Εργάτες έσκαβαν στις άδειες από κτίσματα αναβαθμίδες μέσα στον περίβολο της μονής. Η καμαρωτή είσοδος ήταν ανοιχτή και μπήκα στον περίκλειστο περίβολο. Ένας φαρδύς, πλακοστρωμένος διάδρομος ανοίγεται πίσω από την βαριά αυλόπορτα της μονής, στα αριστερά του οποίου πέτρινες καμάρες υποστηρίζουν την αναβαθμίδα πάνω στην οποία είναι χτισμένος ο βυζαντινός ναός-καθολικό της μονής. Στα δεξιά του άλλες χτιστές καμάρες στηρίζουν μια στοά εμπρός από μια σειρά κτιρίων, κελιών ή άλλης χρήσης. Στο τέρμα αυτού του διαδρόμου υψώνεται μια πέτρινη σκάλα, στην οποία έβλεπα ενσωματωμένα αρχαία μαρμάρινα γλυπτά κομμάτια, από άλλη οικοδομική χρήση. Η σκάλα οδηγεί σε ψηλότερο επίπεδο όπου βρίσκεται στα αριστερά ο παλιός, μικρός σχετικά, ναός-καθολικό (σταυροειδής βασιλική μετά πολυγωνικού τρούλου) και στα δεξιά σε μια εσοχή του τοίχου είναι ζωγραφισμένη μια υπερμεγέθης εικόνα του αγίου Νικολάου. Όλος ο χώρος ήταν περιποιημένος, καθαρός, δροσερός, γεμάτος ανθισμένα φυτά μέσα σε φρεσκο-ασβεστωμένες χτιστές πρασιές ή σε μεγάλες ζαρντινιέρες και γλάστρες, κάνοντάς με να υποθέσω ότι η μονή είναι γυναικεία. Καθώς όμως εγώ ανέβαινα τη σκάλα, την κατέβαινε με αργά και με δυσκολία, με αβέβαιες κινήσεις, ένας βιβλικός, υπέργηρος καλόγερος με μακριά, κατάλευκη γενειάδα, δηλώνοντας και ότι η μονή είναι ανδρική. Σταμάτησε και τον πλησίασα, του συστήθηκα και ρώτησα αν μπορούσα να δω τον ηγούμενο. Με κοίταζε με απορία, με το χέρι στο αυτί του λέγοντας μου «τιιιι;», οπότε κατάλαβα ότι η ακοή του ήταν αδύναμη. Μίλησα φωναχτά και μου είπε να περιμένω, ότι θα στείλει κάποιον άλλο.  Σε λίγο εμφανίστηκε ένας νεαρός καλόγερος σε στυλ λόγιου, με στρογγυλά γυαλιά, γλυκό, καρτερικό ύφος και με ρώτησε ευγενέστατα ποια είμαι και τι θέλω. Του εξήγησα τα σχετικά και μου απάντησε ότι ο  Ηγούμενος έλειπε για δουλειές στην Τρίπολη, ότι αυτός δεν μπορούσε να με εξυπηρετήσει γιατί είχε δουλειά αλλά ότι μπορούσα να περιμένω τον ηγούμενο γιατί πλησίαζε η ώρα που θα επέστρεφε. Είπα ότι θα περίμενα μέχρι να έλθει ο ηγούμενος και με οδήγησε σε μια μικρή βεράντα σκιασμένη από μια κληματαριά, στο πιο πάνω επίπεδο, με υπέροχη θέα βόρεια προς τις πανύψηλες βουνοκορφές και προς τα κάτω, στην κοιλάδα που είχα δει και πριν. Μου είπε να καθίσω δίπλα σε ένα μεταλλικό τραπέζι που το πλαισίωναν μεταλλικοί επίσης πάγκοι και καρέκλες. Έφυγε για λίγο και επέστρεψε προσφέροντάς μου καφέ σε πλαστικό ποτηράκι και μπισκότα, μου ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να καθίσει μαζί μου και πήγε να φύγει. «Μπορώ, εντωμεταξύ να πάω δω την εκκλησία;», τον παρακάλεσα. «Βεβαίως», μου είπε, «να πάτε εάν θέλετε, είναι ανοιχτή, πιείτε πρώτα το καφεδάκι σας και μετά κάν’τε ό,τι θέλετε» και έφυγε. 



 Απολάμβανα στη δροσιά της σκιάς της κληματαριάς τον καφέ, την υπέροχη θέα και το τόσο περιποιημένο εσωτερικό της μονής, σπάνιο για ανδρικό μοναστήρι απ’ όσο είχα παρατηρήσει στις περιηγήσεις μου, περιμένοντας να δω και τον ηγούμενο να μου πει τα σχετικά με την μονή, το καθολικό κ.λπ. καθώς μάλιστα φαινόταν να έχει οργανώσει πολύ καλά το πλούσιο, απ’ ό,τι φαινόταν, μοναστήρι. Μπροστά μου λίγο πιο ‘κει, κρεμασμένα σε ένα σχοινί, πλατάγιζαν στο αεράκι για να στεγνώσουν κάτι μαύρα ράσα, παντελόνια, πουκάμισα και κάλτσες, προφανώς των μοναχών. Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα μια μαύρη μπουγάδα μοναχών και τη φωτογράφισα (έχοντας τώρα τη γερή, καλή μηχανή και αρκετά ακόμα φιλμ που είχα προμηθευτεί από το γραφείο στην Ακαδημία, αλλά και τη δυνατότητα να αγοράζω φιλμ στην Τρίπολη, χαιρόμουν να φωτογραφίζω!). Σηκώθηκα και έκανα μια βόλτα στα διάφορα, δαιδαλώδη κάπως, ανισοϋψή επίπεδα του περίβολου. Στο πιο πάνω επίπεδο, μέσα σε κάτι κελιά δύο γυναίκες μεσόκοπες, με σκούρα ρούχα και μαντήλια δεμένα στο κεφάλι, η μία πολύ δυναμική και η άλλη πιο χαμηλών τόνων, όπως φαινόντουσαν από τη συμπεριφορά τους, σκούπιζαν μπάζα και τα φόρτωναν σε ένα καρότσι το οποίο έπαινε στη συνέχεια ένας εργάτης και τα μετέφερε αλλού. Δραστήριες και φωνακλούδες, συνομιλούσαν με τον ευγενικό μοναχό που είχα δει πριν και φαινόντουσαν πολύ οικείες μαζί του όσο και με τη μονή γενικότερα, ωσάν να ήταν ένα είδος «διακονισσών» σε αυτή έχοντας ίσως κάποιο τάμα ή «ψυχικό», θεοφοβούμενες, από σεβασμό στο μοναστήρι και στον Άγιο. 









Κοιτώντας γύρω, έβλεπα πολλά τεκμήρια μιας προγενέστερης (παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής ή αρχαίας) ζωής στο μοναστήρι, όπως δηλώνουν τα πολλά γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη που είναι εντοιχισμένα παντού όσο και στους τοίχους του βυζαντινής εποχής καθολικού. Να ήταν εδώ άραγε κάποιο αρχαίο ιερό ή κάποιος παλαιοχριστιανικός ναός; Αναρωτιόμουν. Μέσα από ένα κλειστό και σκοτεινό νάρθηκα/πρόναο όπου υπάρχουν προσκυνηματικές εικόνες πάνω σε ξύλινα στασίδια, μπήκα στο μισοσκότεινο, κυρίως καθολικό. Δεξιά στον εισερχόμενο μέσα σε ένα περίτεχνα ξυλόγλυπτο κουβούκλιο είναι μια πολύτιμη θήκη όπου κατά την επιγραφή φυλάσσονται τα οστά των νεομαρτύρων αγίων Δημητρίου Τριπόλεως και Παύλου, που είχαν μονάσει σε αυτό το μοναστήρι. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο και στο τρεμάμενο φως των κεριών και περιέφερα το βλέμμα μου στον καθαρό και φροντισμένο αυτό ναό, έμεινα άφωνη από την ομορφιά στις τοιχογραφίες, τις εικόνες, τα χρώματα, τους πολυέλαιους, τα καλογυαλισμένα μανουάλια που λαμπύριζαν, ωσάν να είχα διεισδύσει μόνη σε ένα μαγικό κουτί, αν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο για καθολικό μοναστηριού, αλλά αυτή την αίσθηση είχα. Οι τοίχοι ολοζωγράφιστοι με τοιχογραφίες αγίων πάνω σε γκρι-γαλάζιο φόντο αρκετά καλά διατηρημένες σε πολλά σημεία, το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, δουλεμένο με χρυσό και χρώματα που φέρει υπέροχες εικόνες, τα λουλούδια και τα στεφάνια, μου δημιουργούσαν μια αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας, σε σύγκριση μάλιστα με τους φρεσκο-ιστορημένους με βυζαντινοειδείς, πανομοιότυπες, ψυχρές τοιχογραφίες ενοριακούς ναούς.






 Περιεργαζόμουν τις δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο, και φτάνοντας στην αφιερωματική εικόνα του αγίου Νικολάου, ιδού η μη αναμενόμενη εδώ, έκπληξη: μια πανέμορφη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο τέμπλο, δίπλα στην πόρτα του ιερού με τον αρχάγγελο Μιχαήλ στη ΒΑ γωνία του κυρίως ναού. Αν και η εικόνα και το παρεκκλήσι της ύψωσης του Σταυρού έπρεπε να με είχε προϊδεάσει, έβρισκα κάπως υπερβολικό και όχι τυχαίο βέβαια, να υπάρχει επιπλέον πάνω μάλιστα στο τέμπλο και αυτή η εικόνα μέσα στο ναό του αγίου Νικολάου. Πόσο μάλλον που όταν περιηγήθηκα τις τοιχογραφίες σε όλο το ναό, είδα την τυπική σχεδόν σε όλα τα μοναστήρια που είχα ήδη περιηγηθεί τις προηγούμενες ημέρες τοιχογραφία των Ισαποστόλων αγίων Κωνσταντίνων και Ελένης πάνω στο δυτικό τοίχο του ναού και δίπλα τους αυτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Προς τι άραγε αυτός ο πλεονασμός; Μήπως κάποια από τα αρχαία οικοδομικά μέλη τα διάσπαρτα στον περίβολο ή εντοιχισμένα, ανήκαν σε κάποιο ιερό της Μητέρας σε αυτό το σημείο, κάτι συχνό στην ίδρυση χριστιανικών ναών και μονών άλλωστε να χτίζονται και δη επί τούτου, πάνω σε αρχαία ιερά; Η σκέψη μου για την ιερή Κόρη δικαιώθηκε κατά ένα τρόπο όταν στα ανατολικά μέτωπα των δύο από τους πεσσούς που στηρίζουν τον τρούλο, είδα ένα άλλο ζεύγος: στο νότιο τον Ιωακείμ μόνο του και στο βόρειο την αγία Άννα με την κόρη της την Παναγία στην αγκαλιά της. Η τοιχογραφία της αγίας Άννας-και-Κόρης πάνω στην τετράπλευρη κολόνα είναι εξαιρετική, προσαρμοσμένη στο σχήμα της και την ιστορεί ολόσωμη, ως ψηλή και λεπτή γυναίκα με ποδήρες ιμάτιο και από πάνω πτυχωτό χιτώνα σε έντονο κιτρινο-κόκκινο χρώμα που έρχεται σε αντίθεση με το μελαψό, αυστηρό της πρόσωπο, στο οποίο ωστόσο υποφώσκει το περήφανο υπομειδίαμα της ιερής μητρότητας, καθώς μέσα στον κόρφο και στις ανοιχτές παλάμες της φωλιάζει η Κόρη Παναγία όχι ως μωρό ή παιδούλα αλλά ως γυναίκα, αγία, με φωτοστέφανο. Η θέση και το μέγεθος αυτής της εικόνας με ασημένιο καντήλι να καίει μπροστά της, την κάνουν να προβάλλει μέσα στο χώρο του ναού, απέναντι από το τέμπλο, όπου και η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. 








 Ο συνδυασμός δύο μεγάλων εικόνων της μητέρας αγίας Ελένης με τον γιο της Κωνσταντίνο (μία στο τέμπλο και μία πάνω στο δυτικό τοίχο) με αυτήν της μητέρας αγίας Άννας με την κόρη Παναγία μέσα στο καθολικό του αγίου Νικολάου αν και φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, δεν μου φαινόταν τυχαία. Μου έφερε μάλιστα στο νου και το παλιό, πέτρινο παρεκκλήσι της αγίας Άννας στην είσοδο του κάστρου της Λιβαδειάς, όπου συστεγάζονται και οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, με την εικόνα τους εκεί δίπλα σε αυτή των «ως δίδυμων» αγίων Αναργύρων, συνδυασμοί που πρέπει να υποδηλώνουν κάποια υπολανθάνουσα συμβολική σχέση αυτών των ιερών μορφών, μη συνειδητή πλέον. Δεδομένων και των αρχαίων μαρμάρινων γλυπτών σε δεύτερη, τουλάχιστον, οικοδομική χρήση μέσα στη μονή, αναρωτιόμουν μήπως υπήρχε εδώ κάποιο αρχαίο ιερό σχετικό με τη λατρεία της Μεγάλης θεάς.












 Τράβηξα αρκετές φωτογραφίες και βγήκα από το ναό. Πλησίασα τον νεαρό, ευγενικό μοναχό και τον ρώτησα γιατί το καθολικό έχει και ως τοιχογραφία και ως εικόνα στο τέμπλο τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. «Α, ο ναός είναι τρισυπόστατος», μου απάντησε, «είναι αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο, στο κέντρο, στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη στο αριστερό κλίτος και στη Ζωοδόχο Πηγή στο δεξιό, θα σας τα πει καλύτερα ο Γέροντας τώρα που θα έρθει» και στράφηκε στη δουλειά του. Η απάντηση αν και εξήγησε τη διπλή παρουσία των δύο αγίων στο ναό όσο και το παρεκκλήσι της Ύψωσης του τιμίου Σταυρού έξω από τη μονή, ωστόσο ενίσχυσε τον προβληματισμό μου ως προς την έμφαση στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Επέστρεψα στο ναό να παρατηρήσω καλύτερα τις τοιχογραφίες και τις εικόνες, κάτω και από αυτό το πρίσμα. Παρατηρώντας και πάλι την τοιχογραφία της αγίας Άννας με την Παναγία, είδα ότι πρόκειται για μεταγενέστερη επιζωγράφιση πάνω σε παλαιότερη, που διέκρινα στο φόντο της. Άγνωστο σε μένα βέβαια τι ιστορούσε η πρώτη τοιχογραφία και πότε επικαλύφθηκε από αυτήν της αγίας Άννας και γιατί, αν πράγματι συνέβαινε αυτό, όσο μπορούσα εγώ να κρίνω, τουλάχιστον. Δεν έβλεπα όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο και στην τοιχογραφία του Ιωακείμ, οπότε ίσως να έκανα λάθος. Το δεξιό κλίτος του ναού που είναι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, φέρει την εικόνα της και στο τέμπλο και σε τοιχογραφία αλλά στην οροφή του βόρειου κλίτους, στη ΒΑ γωνία του ναού. Η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής πάνω στο τέμπλο, έδειχνε νεότερη, με έντονα χρώματα και το σχηματικό της περίγραμμα μου έφερε και πάλι στο νου τα «Φιόσχημα», γυναικεία προϊστορικά ειδώλια. Τι να πρωτο-κοιτάξει κανείς μέσα στον ολοζωγράφιστο, πόντο-πόντο, με πολύχρωμες, εξαιρετικές τοιχογραφίες, ναό; Πόσο μάλλον που αρκετές είναι ξεθωριασμένες, φθαρμένες ενώ επικρατούσε μισοσκόταδο. Δεν λείπουν βεβαίως, χριστιανικά, και οι «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, και οι άλλοι, οι Θεόδωροι, Απόστολοι, Ανάργυροι. Όμως οι καβαλάρηδες άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος ιστορημένοι εραλδικά, ανά ένας πάνω στη δυτική όψη των πεσσών που στηρίζουν τον κεντρικό τρούλο, είναι ωσάν φύλακες του ναού, που υποδέχονται τους εισερχόμενους σε αυτόν. Μου ήρθε πάλι στο νου το περίεργο όνομα της μονής, ως «Βαρσών». Δεν γνώριζα εκείνη τη στιγμή πώς ερμηνεύεται ή ετυμολογείται το όνομα, όμως μου ήλθε στο νου το τοπωνύμιο «Βάσσες» στο όρος Λύκαιο όπου και ο ναός του επικούρειου Απόλλωνα, το οποίο, σκέφτηκα -αυθαίρετα βεβαίως- ότι θα μπορούσε να είναι ίδιο με το «Βάρσες», δεδομένης της εναλλαγής των γραμμάτων ρο και σίγμα στις λέξεις. Θυμήθηκα επίσης ότι το «Βάσσες» σχετίζεται με σιταροπεζούλες και καλαμιές , όπως και είχα δει να περιβάλλεται ο αρχαίος ναός του Απόλλωνα στη Φιγαλεία μαζί με αλώνια, οπότε αναρωτήθηκα μήπως το «Βάρσες» είχε και σε αυτό το βουνό σχέση με σιταροπεζούλες, οπότε να δικαιολογείται και η έμφαση στους αγίους Κωνστυαντίνο και Ελένη –κυρίως την Ελένη, οπότε και την πιθανή προ-χριστιανική λατρευτική παρουσία της Μεγάλης Θεάς και εδώ, στο «Παρθένιο» όρος. Ανυπομονούσα να έλθει ο «γέροντας», ο Ηγούμενος, μήπως είχε να με διαφωτίσει περισσότερο, όχι βεβαίως με τον τρόπο που εγώ προσέγγιζα αυτά τα ζητήματα... Ζαλισμένη από αυτές τις σκέψεις και από την παρατήρηση τόσων πολλών εικόνων μέσα στο μισοσκόταδο, θαμπώθηκα από το φως του ήλιου όταν βγήκα έξω και σοκαρίστηκα από την κάψα του μεσημεριού, μετά την παρατεταμένη παραμονή μου στη δροσιά του καθολικού. Η κινητικότητα έξω από μια ομορφοφτιαγμένη, μεγάλη ξύλινη πόρτα στη ΒΔ γωνία του πάνω περίβολου, με έκανε να υποθέσω ότι είχε φτάσει ο ηγούμενος και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Όταν πλησίασα, ο ευγενικός νεαρός μοναχός που ήταν εκεί, μου είπε «ο ηγούμενος δεν ήλθε ακόμα αλλά είναι ώρα του μεσημεριανού γεύματος, οπότε σας παρακαλώ να περάσετε στην τραπεζαρία να μοιραστείτε το φαγητό μας, αν και δεν έχουμε τίποτε σπουδαίο, ένα παστίτσιο έκανε ο μάγειρας». Κάνοντας ελαφρά υπόκλιση, μου υπέδειξε με το χέρι να μπω στην πόρτα, την οποία διάβαιναν εκείνη τη στιγμή και οι δύο γυναίκες που είχα δει να σκουπίζουν κάποια κελιά. Αυθόρμητα μου ήρθε να πω «όχι, ευχαριστώ, δεν χρειάζεται να με τραπεζώσετε κιόλας, θα περιμένω εδώ έξω τον Ηγούμενο», αλλά άκουσα τον εαυτό μου να λέει, «ευχαριστώ πολύ» ενώ ταυτόχρονα ακολουθούσα τον μοναχό μέσα στην τραπεζαρία. 



Φαίνεται ότι υποσυνείδητα ήθελα να έχω την εμπειρία του καθημερινού γεύματος σε μοναστήρι και μάλιστα ανδρικό (όταν οι μονές πανηγυρίζουν είχα λάβει μέρος πολλές φορές σε κοινά γεύματα πανηγυριστών/προσκυνητών και μοναχών) όσο βεβαίως και γιατί η λέξη «παστίτσιο» ήταν ισχυρό κίνητρο, μια που έχω εντελώς άλλη άποψη από τον καλόγερο για το πόσο σπουδαίο έδεσμα είναι το παστίτσιο! Μπήκαμε σε μια απλόχωρη αίθουσα-τραπεζαρία όπου από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα που ανοίγει προς τα ΒΔ, προς τα βουνά, έμπαινε δροσερό αεράκι και κινούσε ελαφρά μια λευκή, καθαρή κουρτίνα. Στο κέντρο του δωματίου ένα μακρύ, «μοναστηριακό» ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο με γαλανόλευκο, φρεσκοσιδερωμένο λινό τραπεζομάντηλο με αρκετά σερβίτσια (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, πιατέλες, σαλατιέρες, κ.λπ), ωσάν στο καλύτερο νοικοκυριό. Το δωμάτιο φωτεινό, πεντακάθαρο, δροσερό, φαινόταν ανακαινισμένο πρόσφατα, με τζάκι και καλοριφέρ, απέριττα διακοσμημένο με λευκές κουρτίνες στα πορτοπαράθυρα και με θρησκευτικές έγχρωμες εικόνες όσο και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την ιστορία της μονής στους τοίχους. Μέσα στα πιάτα πάνω στο τραπέζι άχνιζαν, σερβιρισμένα ήδη, ευμεγέθη, λαχταριστά κομμάτια παστίτσιου, ενώ ένας άνδρας κοσμικός, μη μοναχός, προσκόμιζε άλλη μία πιατέλα ξέχειλη. Τρεις μοναχοί καθόντουσαν ήδη στο τραπέζι, ένας εκ των οποίων ήταν ο υπέργηρος που είχα ήδη συναντήσει, ένας ακόμα άνδρας κοσμικός και οι δύο γυναίκες που καθάριζαν πριν τα κελιά. Στην κορυφή του τραπεζιού κάτω από έναν μεγάλο σταυρό που ήταν αναρτημένος στον τοίχο, μια θέση παρέμενε κενή, υπέθεσα για τον αργοπορημένο «Γέροντα», τον ηγούμενο. Μου πρόσφεραν μια θέση ανάμεσα σε μία από τις δύο γυναίκες και έναν μοναχό. Ο νέος καλόγερος που με είχε προσκαλέσει στο γεύμα, στεκόταν όρθιος και επέβλεπε ότι όλα έβαιναν καλώς. Όταν πήραν όλοι τις θέσεις τους (ο υπέργηρος καλόγερος είχε ήδη αρχίσει να τρώει), ο νεαρός καλόγερος έκανε όρθιος την προσευχή και μετά αντί να καθίσει και αυτός στο τραπέζι, πήγε σε ένα ξύλινο αναλόγιο και στάθηκε εμπρός του διαβάζοντας ευχές από ένα βιβλίο ενόσω οι υπόλοιποι τρώγαμε. Κάποια στιγμή σταμάτησε την ανάγνωση και κάθισε και αυτός να φάει. Το παστίτσιο ήταν πλούσιο σε υλικά, μοσχοβολιστό και νοστιμότατο, το ψωμί ζυμωτό, το κρασί κόκκινο και δυνατό, η ντοματοσαλάτα δροσερή και πλούσια, το λάδι της φρουτώδες και κεχριμπαρένιο, οι ελιές μαύρες και ζουμερές, το τυρί φέτα παχύ και χειροποίητο, το νερό από την πηγή της μονής κρύο, μια πανδαισία οπτική και γευστική που μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον έπαιρνε την έννοια της ευλογίας. Καθώς τρώγαμε, μεταξύ των καλόγερων και των κοσμικών ανδρών και γυναικών γινόταν κουβέντα για κάποιες επισκευές και εργασίες στο χώρο της μονής. Οι γυναίκες μάλιστα που φαινόταν ότι δούλευαν συχνά στη μονή αφιλοκερδώς, για την ψυχή τους, πρότειναν δυναμικά και ισότιμα με τους άλλους λύσεις και είχαν άποψη για όλα, ειδικά η νεότερη από τις δυο που έδειχνε έξυπνη και δυναμική , προκομμένη με κάποιες αρχηγικές τάσεις. Ο μάγειρος, ένας ήρεμος, μεσόκοπος λαϊκός άνδρας, φαινόταν ότι προσέφερε καθημερινά, αφιλοκερδώς επίσης, τις μαγειρικές υπηρεσίες του στη μονή, ενώ ο άλλος λαϊκός άνδρας, από τα λεγόμενα φαινόταν ότι βοηθούσε στην οικονομική διαχείριση των εισοδημάτων της μονής, την εξεύρεση χορηγιών και χρημάτων γενικότερα, σαν λογιστής. Ο βαρύκοος γέροντας καλόγερος δεν άκουγε μεν τι έλεγαν αλλά ωστόσο παρενέβαινε στη συζήτηση λέγοντας άσχετα πράγματα, ενίοτε θυμωμένος, αλλά οι υπόλοιποι έκαναν σαν να μην τον ακούνε ή του μιλούσαν συγκαταβατικά, καθησυχαστικά και σκεφτόμουν ότι τον γηροκομούν συλλογικά. Εγώ παρακολουθούσα με ενδιαφέρον το όλο σκηνικό, τις συνομιλίες, τις συμπεριφορές, καθώς έτρωγα. Εκτός από την προφανή καλοπέραση παρατηρούσα ότι υπήρχε και σύμπνοια, αλληλοβοήθεια και οργάνωση στη μονή μεταξύ λαϊκών και μοναχών ενώ με εντυπωσίαζε η σε καθημερινή βάση προσφορά εργασίας από τους εκτός μονής άνδρες και γυναίκες, αφιλοκερδώς, όπως φαινόταν. Έτσι εξηγούνται και ο τόσο περιποιημένος, καθαρός χώρος της μονής, του καθολικού, των αυλών και των άλλων κτιρίων της, παρόλο που ήταν ανδρική, ενώ διαφαινόταν ότι δέχεται πολλές δωρεές και αφιερώματα από τους πιστούς. Αναρωτιόμουν αν και πόσο θα συνέβαλε και ο αναμενόμενος «Γέροντας», ο ηγούμενος, σε αυτή την άνθιση. Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ αυτό και η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε με ορμή και εισέβαλε, κυριολεκτικά, ένας παχύς, αφράτος και ροδομάγουλος νέος ρασοφόρος άνδρας με κατάμαυρα μαλλιά και γένια, μάτια σπινθηροβόλα, ορμητικός και αεράτος. Η αναταραχή που προκάλεσε η άφιξή του καθώς οι μοναχοί σηκώθηκαν όρθιοι και τον καλωσόριζαν (εκτός από τον γέροντα που συνέχιζε να τρώει με όρεξη) και οι γυναίκες έτρεξαν να του φιλήσουν το χέρι, με έκαναν να καταλάβω, με έκπληξή μου, ότι είχε φτάσει ο «Γέροντας» ηγούμενος, όπως δήλωνε και η φαρδιά δερμάτινη ζώνη πάνω στην τροφαντή κοιλιά του. Αλλιώς τον είχα φανταστεί τον «Γέροντα», κάπως ηλικιωμένο, μια φιγούρα οστεώδη, βιβλική, σεβάσμια και όχι όπως αυτό τον νέο και δυναμικό, πρόσχαρο άνδρα. Αναψοκοκκινισμένος, ιδρωμένος, «πωπω, τι κίνηση ήταν αυτή στην Τρίπολη, στις τράπεζες ουρές, παντού κόσμος, κόντεψα να νυχτώσω, βρε παιδί μου, είναι φρίκη η πόλη τώρα και με τη ζέστη», έλεγε. «Καθίστε, καθίστε», είπε στις γυναίκες και στρώθηκε στην άδεια θέση μπροστά στο πιάτο με δύο αχνιστά κομμάτια παστίτσιο που του έβαλε αμέσως ο μάγειρας, ενώ οι γυναίκες του γέμιζαν το ποτήρι με κρασί. Το βλέμμα του είχε ήδη «σαρώσει» το δωμάτιο και τους συνδαιτημόνες αλλά δεν έδειξε να του προξενεί κάποια έκπληξη η παρουσία μου στο τραπέζι, καθώς φαίνεται πως όλο και κάποιος έκτακτος επισκέπτης μοιράζεται καθημερινά το φαγητό τους, ιδιαίτερα τώρα το καλοκαίρι. Τον χαιρέτισα καλωσορίζοντάς τον και εγώ, προσφωνώντας τον μάλιστα «Γέροντα», ενώ θα μπορούσε ίσως να είναι και γιος μου, ενώ ταυτόχρονα ο νεαρός καλόγερος έσπευσε να του εξηγεί ποια είμαι και τι θέλω στη μονή, ότι τον περίμενα εδώ και πολλή ώρα να του μιλήσω, οπότε με κρατησε για φαγητό. «Φάτε τώρα με την ησυχία σας, ας απολαύσουμε τώρα τα αγαθά του Υψίστου, μετά θα πιούμε καφεδάκι και θα τα πούμε όλα, μην ανησυχείτε», μου είπε εκείνος. Καθώς τρώγαμε συνέχισαν τη συζήτηση για τα θέματα που είχαν ήδη αρχίσει να λένε, απευθυνόμενοι όλοι τώρα στον Ηγούμενο με σεβασμό και κάποια διστακτικότητα. Αυτός τρώγοντας με όρεξη, διηύθυνε άνετα και χαλαρά τη συζήτηση, ρωτούσε λεπτομέρειες, έδινε λύσεις ψύχραιμος και έκοβε με τρόπο επιδέξιο πλην κάθετο τις γεμάτες δουλικότητα εκδηλώσεις και κουβέντες της δυναμικής από τις δύο γυναίκες, η οποία ωστόσο δεν υποχωρούσε εύκολα, είχε σθεναρή άποψη για τον τρόπο που έπρεπε να φύγουν κάτι μπάζα και ήθελε να την περάσει επιτήδεια -και τελικά μάλλον τον έπεισε τον Ηγούμενο. Οι άλλοι μοναχοί την άφηναν να μιλάει, δεν έδειχναν να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα, ενώ η άλλη γυναίκα, διστακτική και σεμνή, άκουγε με ένα μόνιμο, γλυκερό μειδίαμα τα διαμειβόμενα κοιτώντας τον Ηγούμενο με λατρεία. Όταν απόφαγε και ο Ηγούμενος, σηκώθηκε, απάγγειλε την καταληκτήρια και ευχαριστήρια προς τον Ύψιστο προσευχή για το γεύμα. Καθώς οι γυναίκες και οι καλόγεροι μάζευαν μαζί και με το μάγειρα (ο οποίος κατάλαβα ότι θα έφευγε μετά για την Τρίπολη και θα ερχόταν την επομένη να μαγειρέψει πάλι) το τραπέζι. Ο Ηγούμενος με οδήγησε έξω στην ανοιχτή βεράντα που είχα καθίσει και πριν. Παράγγειλε να μας ετοιμάσουν καφέ και έφυγε για λίγο λέγοντάς μου "καθίστε εδώ μέχρι να έλθει ο καφές να πάω να αλλάξω κι έφτασα!" Ο νεαρός καλόγερος έφερε σε λίγο τους καφέδες και μετά κατέφθασε και ο Ηγούμενος φορώντας ένα πιο απλό και δροσερό ράσο. Κάθισε απέναντί μου, ενώ πίσω του πλατάγιζαν ακόμα φουσκωμένα από το δροσερό αέρα του βουνού, τα απλωμένα ρούχα των καλογέρων, σαν μαύρα πανιά του καραβιού της μονής. Ο Μελχισεδέκ, όπως μου συστήθηκε με το καλογερικό του όνομα, μου είπε ότι είχε μόλις πριν ένα μήνα χρισθεί Ηγούμενος της μονής, αφού προηγουμένως είχε υπηρετήσει και ως καθηγητής θεολόγος σε Γυμνάσια της περιοχής, ως μοναχός. Τον ρώτησα αρχικά για το μοναστήρι και μου είπε ότι πριν από αυτό υπήρχε άλλο μοναστήρι στη θέση του, που ανάγεται στον 11ο αι. μ.Χ. και πριν και από αυτό ίσως άλλο παλαιότερο, για το οποίο υπάρχει μια παράδοση ότι μπορεί ίσως να ήταν σε άλλη θέση (εκεί περίπου όπου είχα δει το παρεκκλήσι του τιμίου Σταυρού και το προσκυνητάρι της Ύψωσης, πριν φτάσω στο μοναστήρι)  το οποίο ίσως να ήταν αφιερωμένο στην αγία Κυριακή (σε θηλυκή ιερή μορφή, σκέφτηκα εγώ). Έχοντας διακονήσει και ως μοναχός στη μονή Βαρσών πριν γίνει ηγούμενος, μου είπε ότι γνωρίζει αρκετά για τη μονή γιατί τον ενδιαφέρουν όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία. «Ρωτάω και τους προσκυνητές που έρχονται εδώ από τα γύρω χωριά», είπε, «γιατί και αυτοί θυμούνται πολλά». «Να, κάποιες γριές, μου είχαν πει μια φορά», συνέχισε, «πως επειδή το καθολικό είναι αφιερωμένο και στον άγιο Κωνσταντίνο, οι γυναίκες ανέβαιναν στη γιορτή του εδώ και χόρευαν σε κάτι αλώνια που είναι κάτω από τον περίβολο της μονής…» . Το πώς κρατήθηκα και δεν πετάχτηκα επάνω στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας, είναι περίεργο, αφού κατόπιν και των όσων είχα ήδη σκεφτεί μέσα στο ναό, μου έφερε στο νου και το «Αλώνι της Αγιαλένης»στην Αλίφειρα, γιατί βεβαίως ο ναός δεν είναι αφιερωμένος μόνο στον άγιο Κωνσταντίνο αλλά και στην αγία Ελένη, όπως βεβαίως προκύπτει και από τις εικόνες τους!... Η Ελένη παρούσα λοιπόν όχι μόνον χριστιανικά αλλά και ως «πότνια σίτου» και εδώ, σκεφτόμουν, σε σχέση με γυναικείους χορούς, αλώνια και βεβαίως σιτάρια! Ευτυχώς είχε δεχτεί να μαγνητοφωνώ τη συνομιλία μας γιατί σκεφτόμουν ότι όπου κι αν το έλεγα αυτό θα το θεωρούσαν «κατασκευή» δική μου, για να ταιριάζει με την ερευνητική μου υπόθεση. «Και γιατί είναι αφιερωμένη και στον άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη] η μονή;» τον ρώτησα. «Ε, τι γιατί, θέλει και ρώτημα;» μου απάντησε, «είναι γνωστός ο ρόλος και η σημασία του Μεγάλου Κωνσταντίνου για το Χριστιανισμό». «Και γιατί φτιάξατε σε εκείνο το σημείο, πριν τη μονή, το εκκλησάκι του Σταυρού;» επέμεινα εγώ. «Νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο», απάντησε, «υπήρχαν ίχνη παλαιού ναού του σταυρού και τον ξαναχτίσαμε λίγο πιο πάνω, αφού χτίσαμε πάνω στο ακριβές σημείο το προσκυνητάρι, όπως τα είδατε». «και γιατί στην εικόνα της Ύψωσης μέσα στο προσκυνητάρι λείπει η αγία Ελένη και εικονίζεται μόνον ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων;» ρώτησα. «Α, ναι; Δεν είναι η αγία Ελένη;» απάντησε έκπληκτος, «δεν το έχω προσέξει, ο ζωγράφος θα την έφτιαξε έτσι». «Αυτό το μοναστήρι το έφτιαξαν οι Μουχλιώτες», συνέχισε ο Μελχισεδέκ. «Οι Μουχλιώτες;» ρώτησα. «Ναι», μου απάντησε, «οι κάτοικοι του χωριού που περάσατε, του Νιχωριού, είναι έποικοι από το βυζαντινό χωριό Μούχλι, που μετά την άλωση της πόλης τους ήρθαν εδώ και έχτισαν και εγκαταστάθηκαν στο Νέο-χωριό (Νεοχώρι) και έχτισαν και τη μονή του αγίου Νικολάου, εδώ . Αν δείτε την εκκλησία κάτω, του χωριού τους, είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας, είναι φτιαγμένη την ίδια εποχή και είναι πανομοιότυπη, ολόιδια με το δικό μας το καθολικό, εδώ. Μέχρι και ξωκλήσι στους αγίους Θεοδώρους έχουνε, όπως είναι και το εκκλησάκι στο δικό μας εδώ κοιμητήριο, όπου όμως [οι Νιχωρίτες] γιορτάζουν και τον άγιο Κωνσταντίνο». Κόκαλο εγώ! Να και οι Διοσκουρικοί, «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Θεόδωροι, σε συνδυασμό με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, είπα μέσα μου. Ένοιωθα σαν ο Ηγούμενος, άθελά του, να μου διάβαζε το παλίμψηστο της τοπικής θρησκευτικής παράδοσης για την Αγιαλένη, τεκμηριώνοντας τις υποθέσεις που είχα κάνει ήδη μέσα στο ναό…! «Είναι μακριά από ‘δώ το Μούχλι;» τον ρώτησα. «Όχι, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, κοντά στο Αγιωργίτικο», μου απάντησε.  Μετά σαν από διαίσθηση ή γιατί με πρόδινε το ύφος μου, ότι δηλαδή οι ερωτήσεις μου «κάπου αλλού το πήγαιναν» και καθώς βέβαια ήταν πανέξυπνος, διαβασμένος και έμπειρος με τους ανθρώπους, ο Ηγούμενος άρχισε μια συζήτηση περί της αρχαίας θρησκείας και του νέο-παγανισμού. Εγώ απέφυγα τη συζήτηση, παρόλο που με προκαλούσε να πάρω θέση, όντας ο ίδιος διαπρύσιος κατά των νέο-παγανιστών, γιατί δεν ήξερα αν θα καταλάβαινε ότι δεν ήμουν οπαδός τους αν θα του εξέθετα τα περί Ελένης/Αγιαλένης. Άκουγα λοιπόν με προσοχή το κήρυγμά του συγκατανεύοντας μάλιστα όπου πραγματικά συμφωνούσα, ειδικά ως προς τις νέο-παγανιστικές τελετές. Όταν έδειξε σημεία κόπωσης σηκώθηκα να φύγω, λέγοντάς του ότι είχα πολύ δρόμο ακόμα να κάνω, κάτι που ήταν αλήθεια, άλλωστε. «Σταθείτε», μου είπε, «πριν φύγετε θα τηλεφωνήσω στον Επίτροπο του ναού της Παναγίας στο Νεοχώρι, έχω κάνει παπάς εκεί και τον ξέρω καλά, να σας ανοίξει την εκκλησία γιατί καταλαβαίνω ότι θέλετε να τη δείτε αλλά και σας το συνιστώ, γιατί νομίζω ότι είναι ο μόνος ή ο δεύτερος ναός που έχει φωτά [=τζάκι] στον πρόναο». «Ναι, σας ευχαριστώ πολύ που προσφερθήκατε από μόνος σας να μου κάνετε τέτοια χάρη, ασφαλώς και θέλω να δω το ναό, αλλά φοβάμαι μήπως τον ξυπνήσουμε μεσημεριάτικα τον Επίτροπο». «Δεν παθαίνει τίποτα», μου είπε, «περιμένετε» και έφυγε για λίγο. Σε λίγο επέστρεψε και μου έδωσε οδηγίες για το πού θα συναντήσω τον Επίτροπο, ο οποίος είχε βέβαια δεχτεί να με ξεναγήσει στο ναό της Κοίμησης. Τον χιλιο-ευχαρίστησα, λέγοντάς του και πόσο πολύτιμα ήταν για μένα όσα μου είχε πει. 





Με συνόδευσε ως την έξοδο της μονής όπου και έπιασε κουβέντα με δύο Αλβανούς εργάτες που έσκαβαν τον κήπο στην πάνω πλαγιά, αποχαιρετιστήκαμε και εγώ πήρα το δρόμο πίσω για το Νεοχώρι.

Νεοχώρι  

Στο δρόμο σκεφτόμουν για μια ακόμα φορά ότι δεν πρέπει να αφήνω τίποτα στο δρόμο μου χωρίς να το επισκεφθώ, και μάλιστα τις μονές, αφού αυτή, ως «αγίου Νικολάου» δεν ήταν στις προτεραιότητές μου, ενώ είχε τόσα να μου πει τελικά αλλά και πάλι ήταν δυνατόν μέσα στον περιορισμένο χρόνο της εντεταλμένης επιτόπιας έρευνας, να προλάβαινα να δω τα πάντα; Αγχώθηκα έτσι και πάλι για τα κριτήρια που πρέπει να βάζω για την έρευνα… Όταν είχα περάσει νωρίτερα το πρωί και πάλι από το Νεοχώρι, μου είχε δώσει την εντύπωση ενός κοινότυπου, καμπίσιου χωριού χωρίς ιδιαίτερη «προσωπικότητα» ή με κάποιο ενδιαφέρον για την έρευνά μου. Μετά όμως τα όσα είχα δει στη μονή και όσα μου είχε αποκαλύψει ο Ηγούμενος, κατέβαινα τώρα προς τούτο το Νέο-χωριό (Νεοχώρι) στα πόδια του Παρθένιου όρους και στις παρυφές της Μαντινειακής πεδιάδας, που όμως δεν είναι εντέλει τόσο «νέο» όσο δηλώνει το όνομά του, με μια αγωνία να δω τι με περίμενε εκεί… 

Νεοχώρι -2

Ακολουθώντας τις οδηγίες του Μελχισεδέκ (μου άρεσε να τον λέω με το μοναχικό του όνομα τον Ηγούμενο, όνομα που αρχικά μου είχε φανεί περίεργο, σε σχέση και με τη νεαρή ηλικία του αλλά τελικά έκρινα ότι του ταίριαζε, καθώς δεν απείχε και πολύ ως προσωπικότητα από τον συνώνυμό του μάγο Μελχισεδέκ), είδα τον επίτροπο να με περιμένει ήδη στη σκιά ενός δέντρου στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε στον ενοριακό ναό της Κοίμησης, ο οποίος, όπως είδα όταν φτάσαμε, είναι και Κοιμητηριακός, πόσο μάλλον που όπως έμαθα γιορτάζει «στα Εννιάμερα» της Παναγίας (δηλωτικό και της παλαιότητάς του) γιατί στη ΒΑ πλευρά του περίβολου είναι και το νεκροταφείο του χωριού. 






 Ο ναός, πέτρινος, είχε ένα χρυσαφένιο χρώμα καθώς ο ήλιος, γέρνοντας ήδη ανεπαίσθητα προς τη Δύση, φώτιζε τις πέτρες του που είχαν το χρώμα της άμμου. Ο Επίτροπος άνοιξε τη δυτική πύλη και μπήκαμε σε έναν κλειστό, ευρύχωρο, πλακοστρωμένο πρόναο. Πάνω στον ανατολικό του τοίχο βρίσκεται η –χαμηλή και μικρή σε σχέση με το ύψος και το μέγεθός του τοίχου- τοξωτή θύρα εισόδου στον κυρίως ναό. Μια κόκκινη ταινία περιβάλλει αυτή την είσοδο που ορίζει το περίγραμμά της και την χωρίζει από την τεράστια τοιχογραφία με την τρομερή παράσταση της Ημέρας της Κρίσεως που την πλαισιώνει, καλύπτοντας ολόκληρο σχεδόν αυτό τον τοίχο, σε θέαση των εισερχόμενων και στον πρόναο και στον κυρίως ναό. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ-ψυχοπομπός εικονίζεται με την πύρινη ρομφαία του σαν τρομερός και φοβερός μαέστρος που κατευθύνει τις ψυχές των μεν αγαθών προς το πάνω μέρος του τοίχου όπου τις υποδέχονται ένθρονοι ο Χριστός, η Παναγία αλλά και οι Απόστολοι και άλλοι άγιοι, ενώ των αμαρτωλών προς το κάτω, προς τα μαύρα τάρταρα της κόλασης, μέσω ενός κατακόκκινου, φλογισμένου ποταμού. Μπήκαμε στον κυρίως ναό. Στο πίσω μέρος του προηγούμενου τοίχου, δυτικού τώρα του κυρίως ναού, ιστορούνται και με περίμεναν «ζεύγη αγίων: οι «ως δίδυμοι» αρχάγγελοι Μιχαήλ (αριστερά) και Γαβριήλ ένθεν και ένθεν της ίδιας πόρτας, τώρα εξόδου, ωσάν παραστάτες της. Στα δεξιά του Γαβριήλ οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και στη συνέχεια οι ως δίδυμοι άγιοι Ανάργυροι, ενώ στα αριστερά του Μιχαήλ οι («ως δίδυμοι» επίσης) απόστολοι Πέτρος και Παύλος . 









 Οι ανόμοιοι μεταξύ τους τέσσερις μαρμάρινοι κίονες που στηρίζουν τον τρούλο φαινόντουσαν να είναι σε δεύτερη χρήση εδώ, από κάποιο/α αρχαιότερα κτίρια ίσως μεταφερμένα από το Μούχλι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ηγούμενου Μελχισεδέκ. Αυτή η παρατήρηση ενισχύεται και από το ότι αυτοί οι κίονες πατούν πάνω σε κάτι περίεργες, κάπως ακατέργαστες μαύρες πέτρες, μάλλον για να αποκτήσουν πρόσθετο ύψος για τη νέα χρήση τους σε αυτό το ναό. 



Αν και ο ενοριακός αυτός, παμπάλαιος ναός είναι ιστορημένος με τοιχογραφίες από τη μέση των τοίχων και πάνω, δεν μου δημιουργούσε την αίσθηση της λαμπρότητας και της ζεστασιάς που μου είχε δώσει το καθολικό της μονής Βαρσών αλλά μια αίσθηση ψυχρότητας και βλοσυρότητας. Το τέμπλο, σκαλιστό, «ολόχρυσο», με όμορφες δεσποτικές εικόνες, κυρiως αυτή της ένθρονης Παναγίας και της αφιερωματικής εικόνας της Κοίμησης, πάνω στην οποία κρέμονται πολλά χρυσά και ασημένια κοσμήματα και άλλα αφιερώματα από τάματα των πιστών. Ένα τεράστιο, μαύρο είδος αβγού σε σχήμα ανεστραμμένης καρδιάς ανάμεσα στους δύο φτερωτούς δράκοντες που επιστέφουν τυπικά τα τέμπλα πάνω από την ωραία Πύλη, με έβαλε σε σκέψεις για τον συμβολισμό, τη σημασία του και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο, αλλά δεν είχα απαντήσεις. Ωστόσο συλλογιζόμουν για μια φορά ακόμα πόσα πανάρχαια μυθολογικά στοιχεία, σύμβολα, αναπαραστάσεις εμπεριέχονται μέσα στις εκκλησίες, επενδυμένα και με χριστιανικό μανδύα…










Βγήκαμε από το ναό και παρακάλεσα τον ευγενέστατο, ολοπρόθυμο επίτροπο να μου δείξει και το ξωκλήσι των «ως δίδυμων» αγίων Θεοδώρων και δέχτηκε ευχαρίστως, παρόλο που ήταν ώρα μεσημεριανής ανάπαυσης, μόνο που έπρεπε να πάμε στο σπίτι του να πάρει το κλειδί, υποσχέθηκε μάλιστα να μου δείξει και το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Βγαίνοντας λίγο έξω από το χωριό φτάσαμε σε μια ρεματιά όπου μέσα σε ένα δροσερό αλσύλλιο είναι χτισμένο το ευμεγέθες, λευκό ξωκλήσι με ένα τοξωτό χαγιάτι να στεγάζει τη βόρεια πλευρά του, όπου και η είσοδος. Το πετροπελεκητό πλαίσιο της πόρτας φέρει ανάγλυφη χρονολογία κτίσεως το 1882 στο ανώφλι και ένα σχηματοποιημένο είδος κόμβου διασταυρούμενων ημικύκλιων ή φεγγαριών ενώ στις παραστάδες διάφορες αντωπά ζευγαρωτές παραστάσεις και σύμβολα: ήλιους, ομόκεντρους κύκλους, δέντρα, ρόμβους. Μπαίνοντας στο ναό με παραξένεψε το ότι ενώ είναι αρκετά μεγάλος, οι τοίχοι του είναι άδειοι από τοιχογραφίες ή κινητές εικόνες, γυμνοί. Κάτι που μου φάνηκε περίεργο για ξωκλήσι, είναι ότι έχει υπερυψωμένο κατά δυο-τρία σκαλοπάτια γυναικωνίτη στην δυτική πλευρά του ναού, που χωρίζεται και με ξύλινο κιγκλίδωμα από τον κυρίως ναό. Η μόνη του «ιστόρηση» ήταν πάνω στο τέμπλο, με τις δεσποτικές εικόνες, που δεν φαινόντουσαν και πολύ παλιές. Η αφιερωματική εικόνα στο τέμπλο δεν εικονίζει τους δύο καβαλάρηδες Θεοδώρους μαζί , όπως συνήθως αλλά τον έναν, τον Συρατηλάτη μάλλον, πάνω στο άλογο σε στάση παρόμοια με αυτή του αγίου Γεωργίου στις εικόνες του. Όμως μια προσκυνηματική εικόνα πάνω σε στασίδι στα αριστερά του εισερχόμενου στο ναό, τους δείχνει μαζί, «ως δίδυμους» καβαλάρηδες να τρέχουν με τα άλογά τους κολλητά μπροστά σε ένα ποτάμι, ενώ ανάμεσα στα πόδια του μπροστινού αλόγου είναι ένας πράσινος δράκοντας. Κάτω από την αφιερωματική εικόνα καρφωμένη πάνω στο τέμπλο, ήταν μία εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στη γνωστή αναπαράσταση με το σταυρό ανάμεσά τους και την αγία Ελένη να κρατάει τα καρφιά μέσα σε ένα δίσκο. Η θέση αυτής της εικόνας εκεί δήλωνε ότι ο ναός είναι συν-αφιερωμένος και στους δύο αυτούς αγίους οπότε και πανηγυρίζει στη γιορτή τους. Για μένα όμως, αυτός ο συνδυασμός εικόνων και γιορτής δήλωνε και τον «διοσκουρικό» χαρακτήρα των «ως δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων όσο και τη λανθάνουσα λατρευτική μνήμη της Ελένης/Αγιαλένης και εδώ, δεδομένης μάλιστα της έλλειψης άλλων εικόνων μέσα στο ναό… Βέβαια ο επίτροπος δεν γνώριζε να με πληροφορήσει για τη συνύπαρξη των συγκεκριμένων ιερών ζευγών εδώ. 













 Αφήσαμε αυτό το ξωκλήσι με αυτό το «μυστικό» να λανθάνει εντός του και κατευθυνθήκαμε προς το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία, στα νότια του χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο ενός εκτεταμένου και περιφραγμένου άλσους από πεύκα μέσα στον κάμπο, σε αντίθεση με τα κατά κορυφήν ξωκλήσια του Προφήτη. Μέσα στο άλσος είναι στημένος και εδώ πανηγυρότοπος με μόνιμα τραπέζια και πάγκους, κυκλικό τσιμεντοστρωμένο χώρο για το χορό, εξέδρα για την ορχήστρα, μαγειρεία κ.λπ., στήσιμο που προέκυπτε σχεδόν τυπικό για τις γιορτές στα ξωκλήσια εδώ στην Αρκαδία. Ένα τεράστιο πανό αναρτημένο στην είσοδο του περίβολου έγραφε «Γιορτή της πατάτας» που φαίνεται ότι είχε λάβει χώρα στον πανηγυρότοπο πρόσφατα, όπως με πληροφόρησε και ο επίτροπος συνοδός μου, γιατί η πατάτα είναι εξέχον προϊόν της τοπικής παραγωγής. Ο ναός, μεγαλύτερος από αυτόν των αγίων Θεοδώρων, δεν είχε επίσης εικόνες στους τοίχους. Διαθέτει και αυτός υπερυψωμένο με δυο-τρία σκαλοπάτια γυναικωνίτη στην δυτική πλευρά του ναού, που χωρίζεται και με ξύλινο κιγκλίδωμα από τον κυρίως ναό. Εκτός από τις εικόνες του τέμπλου και των βημόθυρων, είδα δύο εικόνες αντικριστές, τη μία στη ΒΑ και την άλλη στην ΝΑ γωνίες του ναού, πάνω στο βόρειο και νότιο τοίχο, αντίστοιχα σε γωνία με το τέμπλο έκαστη, τοποθετημένες μέσα σε ειδικά φτιαγμένες ανάγλυφες, τοξωτές κορνίζες στον τοίχο. Και οι δύο εικονίζουν τον δρακοντοκτόνο καβαλάρη άγιο Γεώργιο, εις διπλούν, ωσάν αντικριστό «δίδυμο» του αυτού του. Και αυτό δεν θα ήταν ίσως τόσο περίεργο αν η εικόνα του καβαλάρη αγίου Γεωργίου δεν ήταν επίσης τοποθετημένη διπλή πάνω και στο βόρειο τοίχο του ναού, ένθεν και ένθεν της εισόδου, μέσα σε ανάλογη γύψινη κορνίζα έκαστη! Καθώς δεν υπήρχαν άλλες εικόνες εκτός από αυτές τις «ζευγαρωτές» του αγίου Γεωργίου πάνω στους τοίχους, δεν μπορούσα παρά να δω τον άγιο να εικονίζεται επαναλαμβανόμενος ωσεί «δίδυμος» με τον εαυτό του, «διοσκουρικός» καβαλάρης, εντέλει. Η μοναδική άλλη εικόνα μέσα στο ναό, εκτός από τις παραπάνω και αυτές του τέμπλου (δεσποτικές, την αφιερωματική του προφήτη Ηλία, των «ως δίδυμων» αρχαγγέλων και του Αρχιερέα στα βημόθυρα, το Δωδεκάορτο), ήταν μια προσκυνηματική του προφήτη Ηλία πάνω στο ηλιακό άρμα του σε ξύλινο, κινητό στασίδι δίπλα στην είσοδο, αριστερά στον εισερχόμενο. Πώς να μη δω ηλιακούς και διοσκουρικούς συμβολισμούς εδώ, επενδυμένους με χριστιανικό μανδύα; Βγήκαμε από την εκκλησία, επιστρέψαμε στο χωριό και ευχαριστώντας θερμά τον ξεναγό μου, ξεκίνησα για να δω τα ίχνη του βυζαντινού οικισμού Μούχλι. 

 Μούχλι 

 Τα αμέσως προηγούμενα χωριά συν αυτά που πέρασα στη συνέχεια, είναι χτισμένα σε ένα τόξο που αγκαλιάζει τις ΝΑ υπώρειες της δυτικής πλευράς του Παρθένιου όρους, σύριζα σε αυτό. Την αρχαιολογική σημασία του τόπου από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, δήλωναν ταμπέλες της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Στο χωριό Στενό, αμέσως μετά το Νιοχώρι, τέτοιες ταμπέλες δηλώνουν «Προϊστορικός κλίβανος», «Κτίρια πρώιμης εποχής του χαλκού». 







Ακολουθώντας το βέλος των πινακίδων μπήκα σε ένα δρομάκι του χωριού που δεν με έβγαλε στο ζητούμενο και καθώς μέσα στο μεσημέρι δεν έβλεπα κάποιον να ρωτήσω για τον αρχαιολογικό χώρο, συνέχισα το δρόμο μου προς το Μούχλι, όπως το εντόπιζα στο χάρτη. Αμέσως μετά το χωριό Αγιωργίτικα (να τος πάλι ο καβαλάρης άη-Γιώργης, σκέφτηκα), ακριβώς πάνω στα σύνορα των νομών Αρκαδίας-Αργολίδας κατά το χάρτη, είδα μέσα στην ερημιά την ταμπέλα που γράφει «Βυζαντινός οικισμός».Πάρκαρα σε ένα πλάτωμα στην άκρη της πολυσύχναστης από αυτοκίνητα εθνικής οδού και κατέβηκα από το αυτοκίνητο. Κατευθύνθηκα προς ένα νεόχτιστο, όπως έδειχνε, ολόλευκο προσκυνητάρι, ευμεγέθες, σε σχήμα ναού, λίγο πιο κάτω. Μια εντοιχισμένη πλάκα έγραφε «Παναγία η Μουχλιώτισσα». Πίσω από ένα κιγκλίδωμα, δεξιά ήταν τοποθετημένη μια εικόνα της Παναγίας ενώ στ’ αριστερά μια εντοιχισμένη πλάκα γράφει την ιστορία του ερειπωμένοι οικισμού Μούχλι από την προϊστορική ως την Βυζαντινή περίοδο. Ένα είδος στενής, αβαθούς τάφρου χωρίζει τον ασφαλτοστρωμένο, πολυσύχναστο δρόμο από έναν πετρώδη, ολόγυμνο από βλάστηση λόφο-πρόβουνο του Παρθένιου όρους, όπου ήταν χτισμένος κλιμακωτά ο οικισμός Μούχλι. Δύσκολα μπορούσα να διακρίνω τα ίχνη του οικισμού από το πετρώδες έδαφος του λόφου, εκτός από κάτι χαμηλά τοιχία και πετρώδη ερείπια τοίχων χτισμένων κλιμακωτά σαν πεζούλες ξερολιθιάς, που προδίδουν την ύπαρξή του. Αν ήταν καλο-διατηρημένος, θα θύμιζε πολύ τη Μονεμβασιά, σκέφτηκα. Η επιγραφή στο παρεκκλήσι έγραφε ότι ο οικισμός «Μούχλι» είχε ναό αφιερωμένο στην Παναγία, ως μνημονικό και λατρευτικό υποκατάστατο του οποίου έχει κτιστεί φαίνεται αυτό το σύγχρονο προσκυνητάρι όσο και -σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ηγούμενου των Βαρσών  και του επίτροπου- η εκκλησία της Παναγίας στο χωριό Νεοχώρι. Σκέφτηκα ότι ίσως από τον παλιό ναό της εδώ στο Μούχλι προέρχονται οι αρχαίοι κίονες του ναού της στο Νεοχώρι, μπορεί και κάποια γλυπτά στη μονή Βαρσών που είχα δει. Η τοποθεσία όπου το Μούχλι, έβλεπα ότι αποτελεί θέση-κλειδί, ως αιώνιο πέρασμα από την Αργολίδα στη Μαντίνεια μέσα στους ορεινούς όγκους, όπως δήλωναν και οι γειτονικές προϊστορικές θέσεις. Με βάση τη δική μου «ανάγνωση» των δεδομένων τόσο εδώ στο Μόυχλι, όσο και στο Νεοχώρι και στη μονή Βαρσών, με την παρουσία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μπορούσα να υποθέσω με μεγάλη πιθανότητα ποια ιερή μορφή κρυβόταν πίσω από την Παν-αγία τη «Μουχλιώτισσα». Παρατηρώντας την πλαγιά είδα ότι οι πρόποδες του λόφου με τον οικισμό έφεραν σημάδια καλλιέργειας δημητριακών ως βαθμιδωτοί αγροί, μάλλον μετά την εγκατάλειψη του οικισμού. Μη έχοντας να δω κάτι ακόμα εδώ, συμβουλεύτηκα το χάρτη για να κανονίσω τον επόμενο σταθμό μου. Είδα ότι κοντά στο Μούχλι, αποκομμένο από τα άλλα χωριά, είναι το χωριό Βελανιδιά, για το οποίο είχα πληροφορία ότι έχει εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου.

Βελανιδιά - Αγιωργίτικα

 Διοικητικά το χωριό υπάγεται στο νομό Αργολίδας, πλην κοντά στα σύνορα με την Αρκαδία και αποφάσισα να πάω εκεί. Είδα ότι μια διακλάδωση του κεντρικού δρόμου από τα Αγιωργίτικα, περνώντας μέσα από το χωριό Παρθένι, οδηγεί μέσω του γνωστού μου ήδη χωριού Ελαιοχώρι στη Βελανιδιά. Πήρα λοιπόν αυτό το δρόμο, διασταυρώθηκα στο Παρθένι και στο Ελαιοχώρι με τη σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Τρίπολης και χωρίς να συναντήσω ψυχή, βγήκα σε ένα απρόσμενο τοπίο: μια βαθιά και ανοιχτή κοιλάδα με ένα ποτάμι στην κοίτη της να ανοίγεται προς τον Αργολικό κόλπο, που τον έβλεπα να αστράφτει καταγάλανος στο φως του απογευματινού ήλιου. 






Ένα-δυο χωριά που έβλεπα στην απέναντι από αυτήν που ήμουν πλευρά της κοιλάδας με έκαναν να σκεφτώ ότι πλησίαζα στη Βελανιδιά. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο στενός δρόμος άνοιξε ως μια πλατιά, φρεσκο-ασφαλτοστρωμένη λεωφόρος (μια ταμπέλα ενημέρωνε ότι είναι έργο νομαρχιακό με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής ένωσης) που κατηφόριζε σαν μαύρο φίδι προς το ποτάμι στο βάθος της κοιλάδας. Ολομόναχη μέσα σε αυτό το πανέμορφο τοπίο, πήρα τον καινούργιο αυτό δρόμο έχοντας πίσω μου, την ανατολική πλευρά, υπέθετα, του Παρθένιου όρους, που ορθωνόταν πανύψηλο, γκρίζο και πετρώδες, γυμνό από βλάστηση. Ξαφνικά, σε μια στροφή και χωρίς κάποια σηματοδότηση, η καινούργια λεωφόρος σταματούσε απότομα και συνεχιζόταν ως πολύ στενό, δύσβατο, πετρώδες μονοπάτι που κατηφόριζε απότομα την πλαγιά… Τριγύρω απόλυτη ερημιά και ησυχία. Σταμάτησα αμφίθυμη αν θα ήταν σκόπιμο να συνεχίσω, δεδομένου ότι δεν γνώριζα την κατάσταση του δρόμου παρακάτω, ήμουν μόνη και με ξένο, νοικιασμένο αυτοκίνητο. Αποφάσισα λοιπόν να επιστρέψω προς την Τρίπολη και να αφήσω το χωριό Βελανιδιά για τον επόμενο χρόνο που θα έκανα επιτόπια έρευνα στην Αργολίδα. Σκεφτόμουν ότι είχα φτάσει φαίνεται ακριβώς πάνω στα σύνορα των δύο νομών, όπου τελείωνε η αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αρκαδίας για το δρόμο και είχε μείνει μισοτελειωμένος, στο πουθενά! Αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία! Πισωγύρισα λοιπόν (και με κάποια στενοχώρια που δεν μπόρεσα να πάω στη Βελανιδιά) από τον ίδιο δρόμο και λίγο πριν τ’ Αγιωργίτικα, στην είσοδο σχεδόν του χωριού, μια ταμπέλα ανέγραφε τα ονόματα διάφορων ξωκλησιών, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του όρους Παρθένιο. Ένα από αυτά έβλεπα να είναι αφιερωμένο στην «αγία Παρθένο», οπότε μου κίνησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τα άλλα, καθώς αναρωτιόμουν ήδη πόσα ιερά επηρεασμένα από το αρχαίο όνομα του βουνού θα ήταν επάνω του, όσο κι αν ήμουν σίγουρη ότι το εκκλησάκι θα αφορούσε την Παναγία. Αμέσως μετά στον ίδιο δρόμο και προς την ίδια κατεύθυνση μια ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας έγραφε «αρχαίο ιερό» και μια άλλη «αγία Κυριακή», συνδυασμός σημαίνων για μένα, αφού η αγία Κυριακή συνδέεται στις λαϊκές παραδόσεις με σιτάρια και θερισμό. Ακολούθησα το δασωμένο μονοπάτι και βρέθηκα και πάλι σε ένα ξωκλήσι μέσα σε άλσος με διαμορφωμένο μόνιμα πανηγυρότοπο. Η εκκλησία της αγίας Κυριακής ήταν κλειδωμένη και δεν είχα τρόπο να δω αν φιλοξενεί και κάποια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Έφυγα προς αναζήτηση του αρχαίου ιερού αλλά δεν έβλεπα οικοδομικά ίχνη που να πρόδιδαν την ύπαρξή του, εκτός από μία πέτρα σαν πεταμένη στη ρίζα ενός πεύκου με τρύπα στη μέση, που υπέθεσα ότι ίσως είναι σπόνδυλος αρχαίου κίονα. Αποφάσισα κατόπιν αυτών να επιστρέψω στην Τρίπολη αν και ήταν σχετικά νωρίς ακόμα, γιατί αποφάσισα να προλάβω να επισκεφθώ το Βαλτέτσι πριν σκοτεινιάσει

Βαλτέτσι 

 Τη συνέχεια για την έρευνα στο Βαλτέτσι και το εκεί ολονύχτιο πανηγύρι του άη-Μάμα, βλ. την ανεξάρτητη σχετική ανάρτησή μου μου στο:

 https://fiestaperpetua.blogspot.com/2020/08/292003-traveling-in-arcadia-valtetsi-st.html. 


 Τετάρτη, 3 Σεπτεμβρίου 2003 



 Μετά την ολονυχτία στο πανηγύρι του άη-Μάμα στο Βαλτέτσι, ξύπνησα καλά, κατά τις 12.30 το μεσημέρι. Ευτυχώς το πρήξιμο στη μασχάλη μου με την αντιβίωση είχε υποχωρήσει αρκετά, ενώ ούτε το κρύο της νύχτας ούτε η ταλαιπωρία και η κούραση στο πανηγύρι είχαν επηρεάσει το άσθμα μου ή να έχω αρπάξει κρυολόγημα. Κατάστρωσα το σχέδιο για την απογευματινή μου περιήγηση και βγήκα για φαγητό στην πολύβουη Τρίπολη που εκείνη την ώρα έσφυζε από ζωή. Η μέρα ήταν ζεστή και μπήκα στο γνωστό μου ήδη μαγέρικο με τα νόστιμα λαδερά φαγητά και κάθισα κάτω από τη δροσιά του μεγάλου ανεμιστήρα οροφής. Οι πελάτες ήταν οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών που έχοντας ολοκληρώσει τις δουλειές τους με τις δημόσιες και άλλες υπηρεσίες και τα ψώνια τους στην πρωτεύουσα του νομού, έτρωγαν παρέες-παρέες στα τραπέζια έχοντας στα πόδια τους πλήθος από πλαστικές σακούλες γεμάτες. 

 Δόριζα

 Κατά τις 4.00 μ.μ. ξεκίνησα για το χωριό Δόριζα, σχετικά κοντινό στην Τρίπολη, μετά το Βαλτέτσι, όπου και είχα δώσει από το προηγούμενο βράδυ στο πανηγύρι ραντεβού για καφέ με την μητέρα του τραγουδιστή Κουτσονίκα που έμενε εκεί, γιατί με είχε πληροφορήσει ότι το νεκροταφείο και στη Δόριζα, όπως και στο Βαλτέτσι, είναι αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, κάτι που με έκανε να υποθέσω και να στοιχηματίσω με τον εαυτό μου ότι και αυτό εκεί θα γειτόνευε με σιτάρια και αλώνια. Πήρα τον εθνικό δρόμο Τρίπολης-Καλαμάτας και μετά από λίγα σχετικά χιλιόμετρα έστριψα δεξιά, κατά την οδική ταμπέλα, προς το χωριό Δόριζα. Ο τόπος πιο ανοιχτός, τα βουνά πιο χωμάτινα, ομαλά σε σχέση με το άγριο τοπίο στο Βαλτέτσι, στα ΝΔ του οποίου είναι η Δόριζα, σε μόλις λίγα χιλιόμετρα απόσταση. Σκεφτόμουν ότι οι κάτοικοι των δύο χωριών παλιότερα θα επικοινωνούσαν βαδίζοντας σε σύντομα μονοπάτια μέσα από το βουνό, όπως φανερώνουν όχι μόνον οι στενές τους κοινωνικές σχέσεις αλλά και οι σχέσεις αγχιστείας που τα συνδέουν, όπως είχα διαπιστώσει το προηγούμενο βράδυ στο πανηγύρι. 




Ανηφορίζοντας προς το χωριό το οποίο έβλεπα ήδη απλωμένο στην πλαγιά, προσπέρασα μια γυναίκα που περπατούσε στην άκρη του δρόμου ντυμένη με τα ρούχα της δουλειάς: παλιά πουκάμισα το ένα πάνω στο άλλο για προστασία από τη ζέστη, τον ήλιο και τη σκόνη και ένα μαντήλι δεμένο πίσω στον αυχένα να της μαζεύει τα μαλλιά και να προστατεύει το κεφάλι της. Της έκανα πρόταση να την πάρω για τον υπόλοιπο δρόμο αλλά δεν δέχτηκε, αφού πλησίαζε στο σπίτι της, όπως μου είπε. Σταμάτησα σε μια μικρή, έρημη πλατεία. Ο κόσμος δεν είχαν βγει ακόμα έξω από το μεσημεριανό τους ύπνο. Μέχρι να παρκάρω και να βγάλω τα πράγματα, μηχανές κ.λπ. από το αυτοκίνητο, με πρόφτασε η γυναίκα που είχα συναντήσει στο δρόμο, γρήγορη και μαθημένη στην πεζοπορία. ήταν μια γυναίκα κοντή, αδύνατη, σχεδόν «ζαρωμένη»,με πολλές ρυτίδες στο αργασμένο, ραγισμένο από τις δουλειές στο ύπαιθρο και από τον ήλιο πρόσωπο, αν και παρόλ’ αυτά δεν πρέπει να ήταν μεγάλη σε ηλικία, μάλλον μικρότερη από μένα, καθώς η έκφραση και οι κινήσεις έδειχναν εξυπνάδα και σβελτάδα και συνάμα κάτι το «φευγάτο» σαν «αλαφροῖσκιωτη». Πιάσαμε την κουβέντα καθισμένες σε ένα πεζούλι στη σκιά ενός τοίχου. Ήταν απροσδόκητα για μένα ομιλητική αφού της εξήγησα ποια είμαι και τι θέλω στο χωριό. Μου είπε ότι με αναγνώρισε γιατί με είχε προσέξει το προηγούμενο βράδυ στο πανηγύρι στο Βαλτέτσι όπου είχε έλθει και εκείνη με τον άνδρα της γιατί της είχαν κάνει εντύπωση τα μαλλιά μου (!, ο κότσος μου μάλλον). Κουβέντα την κουβέντα μου είπε ότι κατάγεται από την Ηλεία , από ένα χωριό της ορεινής Ολυμπίας κοντά στην Ανδρίτσαινα οπότε προκύψαμε συμπατριώτισσες κατά ένα τρόπο, οπότε δημιουργήθηκε μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ μας. 








Μου αφηγήθηκε τα του γάμου της, ότι ο άνδρας της την περνάει πολλά χρόνια σε ηλικία, ότι δεν έχει παιδιά, το πώς γεροκόμησε τα πεθερικά της, τις δύσκολες σχέσεις της με το σόι και τους στενούς συγγενείς του άνδρα της, τη νοσταλγία για το χωριό της και την μάνα της που έβλεπε σπάνια, τη σκληρή ζωή του κτηνοτρόφου, τα προβλήματα που προέκυψαν με την κληρονομιά και το μοίρασμα της περιουσίας μετά το θάνατο των πεθερικών της κ.ά, όλα αυτά με ανοιχτό το μαγνητόφωνο, με την άδειά της….Ο τόνος της αφήγησης ήταν εξομολογητικός, τρυφερός ή πικραμένος, ανάλογα με τα γεγονότα της διήγησης και τα συναισθήματα που της προκαλούσαν, αλλού σχεδόν παραμυθιακός θα έλεγα. Παρόλη την ικανοποίησή μου για την αφήγησή της, που είχε μεγάλο ενδιαφέρον ως προς την ψυχολογία μιας γυναίκας σε συνθήκες παραδοσιακής γαμήλιας πρακτικής (ανδροπατροτοπικός γάμος με συνοικέσιο σε απομακρυσμένο χωριό, άτεκνη), συγγενικών γαμήλιων σχέσεων, κληρονομικού, εθιμικού δίκαιου κ.λπ., μου φαινόταν κάπως παράξενο να μου διηγείται όλα αυτά με το που συναντηθήκαμε, χωρίς μάλιστα να την έχω ρωτήσει, αυθόρμητα, και μάλιστα με το μαγνητόφωνο να καταγράφει, αν και βέβαια ποτέ δεν ήμουν σίγουρη τι κατανοούν οι μη μορφωμένοι συνομιλητές τι ακριβώς σημαίνει η αόρατη καταγραφή των λεγομένων τους στο μαγνητόφωνο, αν και μερικοί ζητούν να ακούσουν τα καταγραφόμενα. Η Ε. φέροντας βαρύ φορτίο δυσχερών εμπειριών βίου, δεν έλεγε να σταματήσει να μιλάει… Κάποια στιγμή φάνηκε στην πλατεία και μια μεσόκοπη, ψηλή και καλοντυμένη γυναίκα η οποία μας πλησίασε παραξενεμένη φαίνεται βλέποντας μια άγνωστη να συνομιλεί με την Ε. με ένα μαγνητόφωνο ανάμεσά τους και τις άλλες μηχανές μου παραδίπλα. Η Ε. έσπευσε να με συστήσει, ποια είμαι και τι δουλειά κάνω, με κάποιο καμάρι που η ίδια συνεργαζόταν στη δουλειά μου και την ενημέρωσε επίσης ότι σκόπευα να πάω στο νεκροταφείο του αγίου Κωνσταντίνου. Η νεοφερμένη ζήτησε να την πάρουμε μαζί μας με το αυτοκίνητο, καθώς το νεκροταφείο είναι σε κάποια απόσταση λίγο έξω από το χωριό, γιατί ήταν ευκαιρία να πάει και εκείνη να ανάψει το καντήλι στον οικογενειακό της τάφο και ξεκινήσαμε όλες μαζί για εκεί. Όταν φτάσαμε στο νεκροταφείο, είδα για μια φορά ακόμα ότι είχα κερδίσει το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου, σχετικά με το τοπίο όπου βρίσκεται ο «Αγιοκωσταντίνος»: ο λόφος πάνω στον οποίο είναι το κοιμητήριο ήταν ζωσμένος με χτιστές πεζούλες δημητριακών που χρύσιζαν άγρια πάνω τους, παρόλο που πάνω τους είχαν φυτευτεί τώρα ελαιόδενδρα! Πέραν του συγκεκριμένου και οι γύρω λόφοι, προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, έβλεπα ότι ήταν επίσης ζωσμένοι με σιταρο-πεζούλες. Μερικές από τις οποίες μάλιστα φαινόντουσαν καλλιεργημένες ακόμα και σήμερα.




 Ρώτησα σχετικά τις δύο συνοδούς μου και μου επιβεβαίωσαν ότι εδώ ήταν ο «σιτοβολώνας» του χωριού, η δεύτερη γυναίκα μάλιστα μου έδειξε πάνω στην πλαγιά του λόφου ανατολικά του περίβολου του νεκροταφείου και λίγα μέτρα πιο ‘κεί από αυτόν, το σημείο όπου πριν υπήρχαν αλώνια… Είναι πλέον τόσο «τυπικός» ο συνδυασμός ναού αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] με σιτάρια και αλώνια, που το αντίθετο θα με ξένιζε πλέον. Μπήκαμε στο ναό, στο βόρειο τοίχο του οποίου μια εντοιχισμένη πλάκα έγραφε έτος κτίσεως 1908 και το όνομα ενός εκ των δωρητών Κωνσταντίνος Μπατίστας αλλά όσα είχα δει στον περιβάλλοντα χώρο, με έπειθαν ότι η αφιέρωση στον άγιο Κωνσταντίνο δεν οφείλεται μόνο στο βαπτιστικό όνομα αυτού του δωρητή. Η Ε. έβαλε λάδι και άναψε όλα τα καντήλια του απέριττου, γαλανοβαμμένου ξύλινου τέμπλου με τόση ευλάβεια και προσήλωση που δήλωναν μια ιδιαίτερη σχέση της με τη θρησκευτικότητα, το ιερό και τις λατρευτικές πρακτικές, επιβεβαιώνοντας για μένα την εντύπωση του «αλαφροῖσκιωτου» ατόμου που μου είχε προξενήσει από όταν την πρωτοείδα. Η άλλη γυναίκα ήλθε από τον οικογενειακό της τάφο όπου είχε ανάψει το καντήλι και άναψε κερί. Φωτογράφισα το εσωτερικό και τις εικόνες και βγήκαμε έξω από το ναό. Εγώ είπα ότι έπρεπε να φύγω γιατί είχα ραντεβού να πάω στο σπίτι της μητέρας του τραγουδιστή Κουτσονίκα, το οποίο και μου έδειξαν κάπως απομονωμένο πάνω στην πλαγιά, δυτικά του κοιμητήριου. Η Ε. είπε ότι δεν θα ακολουθήσει γιατί θα παρέμενε για να ανάψει τα καντήλια στα μνήματα ενώ η άλλη γυναίκα είπε ότι θα με συνόδευε εκεί στο σπίτι είχαν κάτι μεγάλα τσοπανόσκυλα που εκείνη την γνώριζαν αλλά και γιατί είχε καιρό να δει την μητέρα του τραγουδιστή και ήταν ευκαιρία. Ανηφορίσαμε πεζές προς το αγροτόσπιτο στα ριζά ενός λόφου που έμοιαζε χρυσός από τις θερισμένες καλαμιές του σιταριού, καθώς τις φώτιζε ο απογευματινός ήλιος. Ένας ψηλός, συρμάτινος φράχτης περιέβαλε το σπίτι και όταν πλησιάσαμε μας υποδέχτηκαν δυνατά γαυγίσματα σκυλιών. Φωνάξαμε δυνατά μέχρι να μας ακούσουν και να μας ανοίξει κάποιος την ψηλή, μεταλλική αυλόπορτα. Εμφανίστηκε η κυρά-Κ. που μας άνοιξε χαρούμενη που με έβλεπε να έχω κρατήσει το λόγο μου να την επισκεφθώ για καφέ και κουβέντα αλλά και για την παρουσία της συγχωριανής της. Καθίσαμε στην κουζίνα-τραπεζαρία όπου πάνω σε ένα τραπέζι ήταν ανοιχτή μια ραπτομηχανή. Η οικοδέσποινα μας έφτιαξε καφεδάκι μιλήσαμε λίγο για το χθεσινοβραδινό πανηγύρι στο Βαλτέτσι και οικογενειακά της θέματα, όπως για τη στενοχώρια της που ο γιος της δεν παντρεύεται. Στην κουβέντα έμαθα ότι η κυρά Κ. ήταν μέχρι πριν λίγα χρόνια πολύ καλή μοδίστρα και έραβε όλο το χωριό αλλά τώρα είχε περιορίσει το ράψιμο για τις κόρες και τα εγγόνια της. Ρώτησα σχετικά με τα σιτάρια που έβλεπα να καλλιεργούνται γύρω από το σπίτι μου είπε ότι ο και συγκάτοικός της γιος της που είναι ανύπαντρος καλλιεργεί ακόμα σιτάρια σε αυτά τα χωράφια που είναι πολύ καλά και ότι εκείνη τη χρονιά είχαν πολύ καλή σοδειά. Βεβαίως δεν έκανε κάποιον συσχετισμό ανάμεσα στο εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] και τα στάρια, ούτε γνώριζαν να μου πουν για ποιο λόγο αφιερώθηκε σε αυτόν τον άγιο και όχι σε κάποιον άλλο. Φύγαμε σχετικά γρήγορα από εκεί, αφού η Ε. μας περίμενε στο νεκροταφείο να την πάρουμε, όπως και έγινε,ενώ μετά αφήσαμε την άλλη γυναίκαστην πλατεία του χωριού. Η Ε. επέμενε πολύ να πάμε από το σπίτι της να με κεράσει σταφύλια από την κληματαριά της και να μου δείξει και ένα αλώνι που ‘ήταν κοντά στο σπίτι τηςόσο και ένα ξωκλήσι που από τις περιγραφές της μου φάνηκε ενδιαφέρον, οπότε δέχτηκα την πρόσκληση. Το σπίτι της είναι χτισμένο στην κορυφή του χωριού και ανεβήκαμε ως εκεί μέσα κάτι στενά, ανηφορικά σοκάκια με το αυτοκίνητο να μουγκρίζει από την προσπάθεια και σταμάτησα σε ένα πλάτωμα. Όπως διαπίστωσα μετά, είχα σταθμεύσει πάνω σε ένα πέτρινο αλώνι, με χορταριασμένους τώρα τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες και ξεφτισμένες τις πέτρες στην περίμετρό του, αφού είχε να χρησιμοποιηθεί πολλά χρόνια για αλώνισμα. Παραπέρα ένα αγροτικό, σκουριασμένο φορτηγάκι ήταν παρατημένο, σε αχρησία επίσης. Η Ε. άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκαμε σε μια μικρή αυλή δομημένη δε διαφορετικά επίπεδα, λόγω της κατωφέρειας. Πρώτα με οδήγησε να δω το παράσπιτο όπου διέμεναν τα πεθερικά της όσο ζούσαν και το δωμάτιο όπου τους περιποιόταν η ίδια όσο ήταν κατάκοιτοι από την αρρώστια. Αυτά μου τα έδειχνε μέσα από ένα σπασμένο τζάμι ενός παράθυρου, γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη και εκείνη δεν είχε τα κλειδιά. Έβλεπα το σκοτεινό, βρώμικο εσωτερικό ενός δωματίου με ένα κρεββάτι πάνω στο οποίο υπήρχαν ανακατωμένα κάτι βρώμικα στρωσίδια. Της είπα ότι δεν ήταν απαραίτητο να δω όλ’ αυτά, καθώς σουρούπωνε κιόλας και μου προκαλούσαν σφίξιμο στην καρδιά αλλά για εκείνη ήταν βέβαια σημαντικό να μου δείξει τον τόπο του κόπου και της ταλαιπωρίας της. Τη μελαγχολία μου επέτεινε και αυτή η γενικότερη εικόνα αποδιοργάνωσης της παλιότερης κοινωνικής και παραγωγικής ζωής του τόπου, αφού και τα γύρω σπίτια ήταν ακατοίκητα και σε κατάσταση φθοράς, όπως και κάτι φουρναριά εκεί δίπλα και το αλώνι, σε συνδυασμό με όσα μου είχε ήδη αφηγηθεί για τον δύσβατο βίο της ως νύφης σε αυτό το σπίτι. Έκοψε μερικά σταφύλια από την κατάφορτη κληματαριά που κάλυπτε εκεί την αυλή τα οποία όμως ήταν πράσινα και την ρώτησα γιατί τα κόβει τόσο άγουρα. Μου είπε να δοκιμάσω και θα δω ότι είναι το σόι τους να είναι πράσινα, ότι είναι ώριμα και γλυκά και είδα ότι είχε δίκιο , όταν τα δοκίμασα. Κατεβήκαμε σε ένα χαμηλότερο επίπεδο της αυλής και σταθήκαμε στην είσοδο ενός άλλου πέτρινου σπιτιού, που όπως μου είπε, ήταν το δικό της σπίτι όπου έμενε με τον άνδρα της. Με το που άνοιξε την πόρτα κατάλαβα ότι επρόκειτο για σπίτι με την τυπική της ορεινής Πελοποννήσου και δη της Αρκαδίας, διαρρύθμιση των δωματίων κατά μήκος του μακρόστενου χτίσματος: χειμωνιάτικο-γκιλέρι (ή μεσάντρα)-καλοκαιρινό (ή σάλα). Με οδήγησε στο «χειμωνιάτικο» όπου συνήθως βρίσκεται το τζάκι σε αυτού του είδους τα σπίτια και αποτελεί τον χώρο όπου κυρίως ζουν οι κάτοικοι των σπιτιών αυτών τους κρύους μήνες. Μπαίνοντας, μετά βίας συγκράτησα μια έκφραση αποδοκιμασίας από το θέαμα που αντίκρισα. Παρόλο που το δωμάτιο είχε «εκμοντερνιστεί» καθώς είχε καταργηθεί το τζάκι και στη θέση του υπήρχε μια βρώμικη ηλεκτρική κουζίνα, όλο το δωμάτιο ήταν βρώμικο, με τοίχους σχεδόν μαύρους από την κάπνα χρόνων και την υγρασία ενώ επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία, παρόλο που στο σπίτι κατοικούσαν δύο μόνον άτομα, σχετικά νέοι άνθρωποι. Ασυνήθιστη τέτοια βρωμιά και ακαταστασία σε σπίτι χωριάτικο, όπου υπάρχει και η σχετική κοινωνική κριτική, πρόδιδε για μένα ότι δεν υπήρχαν λόγοι σωματικής ανημπόριας για αυτά αλλά ίσως λόγοι ψυχολογικής φύσεως…Η καρδιά μου σφίχτηκε περισσότερο μέσα σε αυτό τον ημισκότεινο χώρο. Παρόλες τις δικές μου κάπως δυσάρεστες αυτές σκέψεις, η Ε. δεν έδειχνε να την απασχολεί η κατάσταση του δωματίου αλλά το πώς να με περιποιηθεί και να με κεράσει: έκοψε ένα κομμάτι από μια κάπως μπαγιάτικη λειτουργιά (πρόσφορο, τελετουργικό ψωμί) που είχε ζυμώσει πριν τρεις ημέρες για τη γιορτή του άη-Μάμα, ωστόσο σφιχτοζυμωμένη, λίγο σκληρή και αλμυρούτσικη μεν αλλά μου άρεσε, μαζί με νερό σε ένα αμφίβολης καθαριότητας, θαμπό γυάλινο ποτήρι. Σε ένα πιάτο μου έβαλε σταφύλι και τυρί φτιαγμένο από την ίδια και ένα μεζέ βραστό κρέας που έβγαλε από μια μισο-σκεπασμένη, μαυρισμένη κατσαρόλα που ήταν πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα, που με έβαλε σε ανησυχία αν το είχε πλησιάσει καμιά χρυσόμυγα και πόσων ημερών ήταν. Παρόλ’ αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια να περιφρονήσω το κέρασμά της, πόσο μάλλον που το πρόσφερε με τόση αγάπη και φροντίδα και έφαγα απ’ όλα. Η Ε. είχε εντωμεταξύ αρχίσει να εξιστορεί πάλι τα του δύσκολου βίου της με βαριά παράπονα όσο και ζήλειες για τον πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, όπως έλεγε, ανάπηρο μάλιστα, αφού τον ανέφερε ως «κουτσό», άνδρα της. Η αφήγησή της εξελίχθηκε σχεδόν σε παραλήρημα που δεν σταματούσε για τις επόμενες δύο ώρες και παραπάνω, λες και τα κρατούσε όλα αυτά τα χρόνια μέσα της και είχε βρει τώρα μια ξένη και άγνωστη γυναίκα με ευήκοα ώτα για να τα εξωτερικεύσει. Στα λόγια της περιλαμβάνονταν αποκαλυπτικές λεπτομέρειες της ιδιωτικής σφαίρας του βίου της, ντοκουμέντα και αποδεικτικά στοιχεία της απιστίας, όπως υποστήριζε, του συζύγου της, σημάδια, όνειρα, μαντείες, μαγικές αποτρεπτικές πρακτικές, όσο και φωτογραφίες και άλλα υλικά τεκμήρια των λεγομένων της… Δεν γινόταν ούτε να την σταματήσω βέβαια αλλά ούτε και να την κάνω να δει κάποια πράγματα αποστασιοποιημένα, με κάποια λογική, κυρίως τη ζήλεια της για την εξωσυζυγική περιπέτεια του άντρα της όπως τον κατηγορούσε με ένταση και πόνο, δεν είμαι και ψυχαναλύτρια βέβαια αλλά προσπαθούσα κάπως να την συνεφέρω. Είχε πάει περασμένες δέκα η ώρα πλέον και εκείνη μιλούσε-μιλούσε, ενώο «άπιστος» σύζυγος δεν είχε εμφανιστεί γιατί, όπως με πληροφόρησε ξεφόρτωνε ολημερίς τριφύλλι μαζί με έναν Αλβανό εργάτη στο στάβλο για τροφή των ζώων ενόψει του χειμώνα… Κάποια στιγμή της είπα ότι δεν μπορούσαν να μείνω άλλο γιατί είχα και δρόμο ως την Τρίπολη, οπότε με δυσκολία με άφησε να φύγω, αφού με φόρτωσε με το ζόρι με μισό κεφάλι τυρί, ψωμί και σταφύλια και με οδηγίες για το πώς να πάω πάραυτα στο σπίτι της «αντιζήλου» της (!) για να διαπιστώσω των λόγων της το αληθές επιτόπου και αφού μου απέσπασε την υπόσχεση ότι αν κατάφερνα θα περνούσα και πάλι να την δω… Επέστρεψα στην Τρίπολη (χωρίς να περάσω βέβαια από την «αντίζηλο») με πολύ βαριά, μαυρισμένη την καρδιά από όλη αυτή τη δυστυχία. Σκεφτόμουν ότι οφειλόταν βέβαια σε εσωγενείς, ψυχικές αιτίες της Ε. αλλά όμως και σε κοινωνικούς παράγοντες που είχαν να κάνουν με τον τρόπο που πραγματοποιούνταν παραδοσιακά οι γάμοι χωρίς τη συναίνεση των μελλονύμφων, ιδίως των γυναικών,την οικογενειακή και κοινωνική απαξίωση της άτεκνης νύφης ως άγονης «μαρμάρας», όσο και με την αποδόμηση της κοινότητας, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού σε αυτά τα χωριά όπου πλέον κατοικούν μόνιμα λίγοι ηλικιωμένοι άνθρωποι σε συνθήκες περιθωρίου και σε τραγική αντίφαση με τις σύγχρονες κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις στα αστικά κέντρα, στις οποίες συμμετέχουν κυρίως εικονικά, μέσω της τηλεόρασης που εντείνει τον παραλογισμό,
 Στο ξενοδοχείο βρήκα να με περιμένει σημείωμα από την Λεχαινίτισσα φίλη που μένει στην Τρίπολη και την είχα συναντήσει τυχαία στο πανηγύρι στο Βαλτέτσι με πρόσκληση να την επισκεφθώ στο σπίτι της και κάπως έφτιαξε η διάθεσή μου… 

Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 2003 

Παλλάδιο 

 Ξεκίνησα νωρίς το πρωί από την Τρίπολη για το Παλλάντιο καθώς στο χάρτη δηλώνεται και ως αρχαιολογικός τόπος και ήθελα να δω τον ενοριακό ναό, παρόλο που γνώριζα ότι δεν είναι αφιερωμένος στον άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη]. Πριν μπω στο χωριό ακολούθησα μια ταμπέλα που δήλωνε τον αρχαιολογικό χώρο αλλά δεν κατάφερα εν τέλει να τον εντοπίσω. Οπότε μπήκα στο χωριό που είναι χτισμένο στις νότιες παρυφές του κάμπου της Τεγέας, λίγο βόρεια από τη λίμνη Τάκα. Ένας νέος που συνάντησα και του μίλησα είχε κάποιο πρόβλημα αντίληψης, παρόλ’ αυτά με οδήγησε στο σπίτι του επίτροπου του ναού του αγίου Γεωργίου, όπως τον είχα παρακαλέσει. Ο επίτροπος, αν και τον διέκοψα από κάποια δουλειά, ήλθε και μου άνοιξε τον ενοριακό ναό.



 Μεγάλος ναός, με χτιστό νεοκλασικίζον τέμπλο ήταν πρόσφατα σχετικά εικονογραφημένος με τις γνωστές μου αγιογραφίες στους τοίχους.Δεν έλειπε και αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στην ανατολική πλευρά του βόρειου τοίχου. Ο επίτροπος ήταν βιστικός να συνεχίσει τη δουλειά που είχε διακόψει για να με εξυπηρετήσει, οπότε έφυγα αφού τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα για το ξωκλήσι που μου είχε υποδείξει την προηγούμενη ημέρα η Ε. αλλά η μακρά συζήτηση δεν μας άφησε χρόνο να πάμε. Μου είπε ότι το αναζητούμενο ξωκλήσι ανήκει στο Παλλάντιο, πάνω σε έναν λόφο έξω από το χωριό. Υπέθετα ότι από το κατά κορυφήν αυτό ερημοκλήσι προς την κατεύθυνση που μου υπέδειξε, θα είχε πανοραμική θέα προς τη λίμνη Τάκα και τον κάμπο της Τεγέας αλλά δεν βρήκα κάποιον να μου δώσει περισσότερες οδηγίες για να το βρω ή και να με συνοδεύσει ως εκεί, οπότε κατευθύνθηκα προς το πολύ κοντινό στο Παλλάντιο χωριό Τζίβας , που γνώριζα ότι έχει ενοριακό ναό αφιερωμένο στον άγιο Κωνσταντίνο. 

Τζίβας 

 Κατευθύνθηκα λοιπόν προς το χωριό όπου έφθασα οδηγώντας σε ένα δρόμο προς τα βορειοανατολικά, διασχίζοντας εύφορα χωράφια που ανέβαιναν και σε κάτι χαμηλούς λόφους όπου ήταν εμφανής η καλλιέργεια του σταριού και σήμερα, καλλιέργεια που αιτιολογούσε για μένα και το γιατί το χωριό είχε ενοριακό ναό αφιερωμένο στον άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη].



 Στο βάθος έβλεπα το χωριό πάνω σε μια χαμηλή πλαγιά ανάμεσα στα σπίτια του οποίου δέσποζε μια γκρίζα, πέτρινη εκκλησία, πολύ μεγάλη σε σχέση με το μέγεθος του χωριού. Όταν έφτασα έξω από την, κλειστή βέβαια, εκκλησία ρώτησα κάποιους που συνάντησα για τον ιερέα ή τον επίτροπο για να μου ανοίξουν την εκκλησία. Μου υπέδειξαν πώς να βρω τον επίτροπο, αφού ο ιερέας δεν κατοικούσε στο χωριό. Ακολούθησα τις οδηγίες και έφτασα σε ένα διώροφο σπίτι. Μπήκα στην ανοιχτή, μικρή, τσιμεντοστρωμένη, πεντακάθαρη αυλή που τη σκίαζε μια πυκνόφυλλη κληματαριά. Δίπλα στην αυλή ένας περιφραγμένος κήπος είχε λουλούδια εποχής και διάφορα κηπευτικά (φασολάκια, ντομάτες, μελιτζάνες κ.ά.), όλα περιποιημένα και θαλερά. Χτύπησα την πόρτα στο ισόγειο και μόλις άνοιξε, φάνηκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Συστήθηκα και είπα τι ζητάω. Ευγενικοί και καλοσυνάτοι οι γέροντες, επέμεναν να με κεράσουν πριν με οδηγήσουν στην εκκλησία, έτσι ήπια καφέ και γεύτηκα έναν ωραίο, σπιτικό κουραμπιέ, καθώς μιλούσαμε για το χωριό και μαγνητοφωνούσα, εν γνώσει τους. Εν τέλει από τα λεγόμενα κατάλαβα ότι είχα δίκιο για την καλλιέργεια του σιταριού, καθώς το χωριό έχει και σήμερα μεγάλη παραγωγή αλλά οι ευγενικοί οικοδεσπότες δεν γνώριζαν βέβαια να με πληροφορήσουν αν η αφιέρωση του ναού στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη είχε κάποια σχέση με τα σιτάρια, ούτε και τους ρώτησα σχετικά, βεβαίως. Το γεγονός ότι το χωριό είναι πολύ κοντά στην αρχαία Τεγέα είχε επίσης ενδιαφέρον στο συμφραζόμενο, σύμφωνα πάντα με τη δική μου προσέγγιση των ευρημάτων. Ανεβήκαμε προς την επιβλητική εκκλησία, η οποία είναι χτισμένη με εισφορές των απόδημων του χωριού στις ΗΠΑ. Η παρουσία δίπλα της, στα δυτικά, του πέτρινου, παλαιότερου και πολύ μικρότερου ναού των δύο Αγίων, που δεν γκρεμίστηκε, την καθιστά ακόμα πιο επιβλητική. Ένα άλλο «σημάδι» για μένα ήταν το ότι και ο παλιός  και ο νέος ναοί είναι και κοιμητηριακοί, καθώς το νεκροταφείο του χωριού είναι στη ΝΔ γωνία του παλαιότερου ναού, κάτι που προσδίδει συμβολικά χθονιότητα στους αγίους που φιλοξενούν οι δύο ναοί. Μπήκαμε πρώτα στον καινούργιο, μεγάλο ναό.








 Πάνω στο χτιστό, νεοκλασικίζον τέμπλο του υπάρχει βεβαίως η αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με τον Σταυρό ανάμεσά τους, εικόνα που μου θύμισε κάπως αυτή των δύο Αγίων στο τέμπλο του ναού του αγίου Τρύφωνα στη Βυτίνα, με γκρίζα σύννεφα πίσω από την κορυφή του σταυρού. Το ενδιαφέρον μου όμως εντοπίστηκε στη μορφή της αγίας Ελένης η οποία στην εικόνα κρατάει μεν με το δεξί της χέρι το σταυρό αλλά έχει το αριστερό της χέρι λυγισμένο στον αγκώνα και σηκωμένο να ευλογεί με τα δάχτυλα, κάτι σπάνιο από όσο έχω διαπιστώσει σε τόσες πολλές εικόνες των δύο Αγίων, κίνηση που της προσδίδει μεγαλύτερη ιερότητα. Αντίθετα ο γιος της και αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος έχει το δεξί του χέρι λυγισμένο ευλαβικά πάνω στο στήθος του σε μια ανεπαίσθητη κίνηση υποταγής και σεβασμού. Αυτές οι αντιθετικές χειρονομίες των δύο ιερών προσώπων αποδίδουν κατ’ εμέ αναβαθμισμένη σε ιερότητα την αγία Ελένη έναντι του Μ. Κωνσταντίνου, στον οποίο είναι αφιερωμένος τυπικά ο ναός…Και πάλι τυπικά σχεδόν, όπως έχω παρατηρήσει, πάνω στο τέμπλο, αριστερά της εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μετά το βημόθυρο με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, η εικόνα των «ως δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων. Εκτός από αυτή του τέμπλου, μία ακόμα τοιχογραφία των δύο Αγίων είναι ιστορημένη πάνω στο βόρειο τοίχο, μία ακόμα πάνω σε ξύλινο στασίδι για προσκύνημα και μερικές άλλες, ευνόητα, λόγω της αφιέρωσης του ναού σε αυτούς. Σε ένα περίτεχνο ξύλινο κουβούκλιο-προσκυνητάρι, ιδιαίτερα στολισμένο με κορδέλες, ήταν τοποθετημένη για προσκύνημα η εικόνα της γνωστής μου πλέον «τριάδας» ως δίδυμοι άνδρες+κόρη, που τόσο συχνά συνδυάζεται με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη όχι μόνο μέσα στους ναούς αλλά ενίοτε και σε σπιτικά εικονοστάσια: ο Λέσβιος άγιος Ραφαήλ, ο μοναχός Νικόλαος και ανάμεσά τους η νεαρή κόρη Ειρήνη. Πίσω από αυτά τα «ζεύγη» και την «τριάδα» αγίων μέσα στο ναό τον αφιερωμένο στο ζεύγος Κωνσταντίνος και Ελένη την τελευταία και ευλογούσα, εγώ έβλεπα μια παλιότερη θρησκευτική παράδοση που αφορά ποικιλότροπα τη «μεγάλη θεά» Ελένη μεταμφιεσμένη χριστιανικά… Βγήκαμε από τον μεγάλο, καινούργιο ναό και κατευθυνθήκαμε προς τον παλιότερο, στα δυτικά, ανάμεσα στο νέο ναό και το νεκροταφείο. 










Πρόκειται για πετρόχτιστο, πλατυμέτωπο, μακρόστενο και χαμηλό κτίριο με δίρριχτη, κεραμοσκεπή στέγη. Από την τοιχοδομή φαινόταν ότι αποτελείται από δύο κομμάτια, συνενωμένα: ένα κάπως μακρύτερο κτίριο ανατολικά και ένα πιο κοντό και ίσως νεότερο σχετικά, σαν προσθήκη, δυτικά. Μια πόρτα με πελεκητό, τοξωτό υπέρθυρο πάνω στο νότιο, πρόσθετο αυτό τοίχο, έχει χτιστεί ως τη μέση και είναι πλέον παράθυρο, ενώ ήταν φανερό ότι κάποτε θα ήταν πόρτα εισόδου στο νεότερο, δυτικό κομμάτι του κτιρίου. Ο ξεναγός μου με πληροφόρησε ότι αυτό το όντως πρόσκτισμα πάνω στον παλιό ναό ήταν το σχολείο του χωριού και αυτή ήταν η είσοδός του. Σχολείο κλεισμένο, πολλά χρόνια ήδη, ελλείψει παιδιών στο χωριό… Μια πλάκα εντοιχισμένη πάνω στο υπέρθυρο αυτής της πρώην πόρτας, έγραφε «ο ναός ούτος εγένετο το 1838», άγνωστο και στον ξεναγό μου αν η χρονολογία κτίσεως αφορά το πρόσκτισμα-σχολείο ή και τον παλιό ναό. Προχωρήσαμε προς τη βόρεια πλευρά του παλιού ναού παρακάμπτοντας τον ανατολικό τοίχο με την κόγχη του ιερού για να μπούμε στο ναό από τη βόρεια πόρτα. Ο παλιός ναός εσωτερικά ήταν μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή, χωρίς τέμπλο, ενώ το ιερό χωριζόταν από τον κυρίως ναό με ένα σκαλοπάτι και με μια πέτρινη αψίδα.Άδειος σε κατάσταση κατάρρευσης και φθοράς, οι σοβάδες στους τοίχους είχαν ξυστεί και σε μερικά, ελάχιστα σημεία που είχαν σωθεί, σαν να διέκρινα ίχνη τοιχογραφιών. Δεδομένου του σχήματος του ναού εσωτερικά αναρωτήθηκα αν και η αγιογράφησή του θα ήταν όπως είχα δει σε αρκετούς ναούς, μεταβυζαντινούς, αυτού του τύπου, όπου στους μακρούς τοίχους εικονίζονται σε μεγάλου μεγέθους τοιχογραφίες οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και οι «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιου Δημήτριος και Γεώργιος. Δυστυχώς ο συνοδός μου δεν ήτα σε θέση να με ενημερώσει ούτε αν υπήρχαν τοιχογραφίες στο ναό, πόσο μάλλον τι θα εικόνιζαν. Στο χώρο του ιερού διατηρείται στη θέση της η πέτρινη αγία τράπεζα, σκεπασμένη με ένα φθαρμένο ύφασμα. Μία κινητή εικόνα με ένα σταυρό κρεμόταν δεξιά της αψίδας της κόγχης του ιερού και μια μεγάλη εικόνα με τον Αρχιερέα ήταν ακουμπημένη στην κόγχη. Τουλάχιστον δεν τον γκρέμισαν τον παλιό ναό, σκεφτόμουν, αν και με την έλλειψη φροντίδας δεν θα αργούσε να καταστραφεί… Από μια άλλη πόρτα στο βόρειο τοίχο περάσαμε στο χώρο του παλιού σχολείου. Εκεί μέσα ήταν συγκεντρωμένα φύρδην-μίγδην σχολικά έπιπλα (θρανία, τραπέζια, καρέκλες κ.ά.) όσο και εκκλησιαστικά, από τον παλιό ναό (μανουάλια, καντήλια, αναλόγια, στασίδια κ. ά.). Πόση απονιά για τη θρησκευτική όσο και την εκπαιδευτική παράδοση του χωριού, σκεφτόμουν, ενός χωριού που φαινόταν ακόμα παραγωγικό και σε μικρή απόσταση από το αστικό κέντρο! …




 Βγαίνοντας και από αυτό το χώρο παρακάμπτοντας πάλι την ανατολική πλευρά του παλιού ναού όπου η αψίδα του ιερού, παρατήρησα στη λιθοδομή της εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, από κάποια παλιότερα άγνωστο πόσο, κτίσματα, όπως δηλώνει το υλικό τους από μάρμαρο και η γλυπτή επεξεργασία τους σε σχέση με τις άλλες πέτρες που είναι χτισμένος ο παλιός ναός. Πρόκειται για ένα κολονάκι στο μέσο του ανοίγματος του παράθυρου πάνω στην κόγχη του ιερού που το καθιστά δίλοβο και για μια «ταινία» από επεξεργασμένες λευκές πέτρες εν είδει στενού διαζώματος που τέμνει τον τοίχο της κόγχης από την μια άκρη ως την άλλη στο περβάζι αυτού του δίλοβου παράθυρου. Ο συνοδός μου εξεπλάγη όταν τον ρώτησα αν γνώριζε από πού προέρχονται αυτές οι πέτρες γιατί ουδέποτε, όπως μου είπε, είχε προσέξει ότι υπήρχαν εκεί αυτά τα οικοδομικά στοιχεία αν και συμφώνησε μαζί μου τώρα που τις παρατηρούσε ότι ήταν διαφορετικές από τις άλλες πέτρες που είναι χτισμένος ο ναός. Πίστευε μάλιστα ότι ούτε κάποιος άλλος στο χωριό μπορεί να τις είχε προσέξει και να έχει πληροφορίες να μας δώσει σχετικά. Εγώ δεν μπορούσα βέβαια γνωρίζω κάτι παραπάνω αλλά σε συνδυασμό με το παλιό εκεί νεκροταφείο αυτά τα παλιά, γλυπτά οικοδομικά στοιχεία κάτι αφηγούνταν, δεδομένης και της ύπαρξης της αρχαίας Τεγέας σχετικά κοντά. 
Οι συνδέσεις του τόπου με την θεά-μητέρα Ελένη ενισχύθηκαν όταν επισκεφθήκαμε ένα κοντινό εκκλησάκι, αφιερωμένο στην αγία Μαύρα, μια άλλη «αγιακόρη» με το σημαίνον όνομα που με παραπέμπει στην υποχθόνια όψη της θεάς ως την «Μαυρηγή» των μοιρολογιών και που τοπικές παραδόσεις την συνδέουν με τα σιτηρά…Μέσα στο εκκλησάκι στη ΝΔ γωνία, δεσπόζει μια πρόσφατα ζωγραφισμένη, όπως μου φάνηκε, τοιχογραφία με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, ως πολιούχους του χωριού, υπέθεσα. Μετά το ξωκλήσι αποχαιρέτησα με θερμές ευχαριστίες τον τόσο ευγενικό ξεναγό μου και κατευθύνθηκα προς την Τεγέα. 

Πριν την Τεγέα ωστόσο έκανα σύντομες στάσεις στα ενδιάμεσα χωριά μήπως βρω κάτι ενδιαφέρον, δεδομένου ότι όλη η περιοχή, ανήκοντας στον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Αλέας και της Τεγέας, έδειχνε, κατά την εκτίμησή μου και  σύμφωνα με όσα είχα δει στον Τζίβα, να «κρατάει» κάτι από την αρχαία θρησκευτική παράδοση, με τη δεισιδαιμονική, λαϊκή  έννοια του ρήματος, όταν λένε ότι «ο τόπος κρατάει» εννοώντας ότι είναι στοιχειωμένος από κάποια μαγική, δαιμονική δύναμη.

Στρίγκος


Στο χωριό Στρίγκου ο ενοριακός ναός του αγίου Δημητρίου τον οποίο  μου άνοιξαν δύο έφηβες κοπέλες που έφεραν το κλειδί, παρόλο που αφορά καβαλάρη άγιο,  δεν είδα κανένα «σημάδι» ούτε καν τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Κερασίτσα

Προχώρησα έτσι στο επόμενο χωριό, την Κερασίτσα. Σταμάτησα σε ένα καφενείο που βρίσκεται δίπλα στην πολυσύχναστη εθνική οδό Τρίπολης-Σπάρτης η οποία, διασχίζοντας το χωριό, καθιστά  άκρως επικίνδυνη την επικοινωνία ανάμεσα στα δύο κομμάτια του χωριού ένθεν και ένθεν του δρόμου, όπως συμβαίνει σε πολλά τέτοια χωριά, άλλωστε. Ρώτησα κάποιους νέους άντρες που καθόντουσαν έξω από το καφενείο και έπιναν μπύρες για τον ενοριακό ναό. Αυτοί με κάλεσαν να με κεράσουν και δέχτηκα, μήπως εντωμεταξύ βρεθεί τρόπος να δω την εκκλησία. Συστήθηκα και εξήγησα τους λόγους που βρισκόμουν στο χωριό τους. Δοθέντος του ότι αναζητούσα εκκλησίες, ήταν κάπως αρνητικοί και ειρωνικοί ως προς την έρευνά μου, ένας μάλιστα έκανε μια μικρή διάλεξη κατά των παπάδων, της Εκκλησίας, του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου και του Χριστιανισμού εν γένει. Άλλοι αναφέρθηκαν στην καταστροφή των αρχαίων μνημείων και των ιερών της αρχαίας λατρείας από τους χριστιανούς. Απέδωσα αυτές τις ενδιαφέρουσες αντιλήψεις και στη γειτνίαση του χωριού με την αρχαία Τεγέα και την εμπειρία τους σε σχέση με τις αρχαιότητες. Παρόλ’ αυτά εγώ επέμενα παρακαλώντας να μου βρουν τρόπο να δω τον ναό αλλά δήλωσαν εαυτούς αναρμόδιους και με παρέπεμψαν σε μια γυναίκα που στεκόταν στην άλλη πλευρά του δρόμου, κουβεντιάζοντας με μιαν άλλη.  «Να η δασκάλα, η κυρία Ντίνα, έπεσες στον κατάλληλο άνθρωπο!», είπε ο προηγούμενος ρήτορας κάπως ειρωνικά, συναινούντων και των άλλων, σαν να την είχαν άχτι ή να είχαν προηγούμενα μαζί της. Τους ευχαρίστησα για το κέρασμα και την κουβέντα και πλησίασα τις δύο γυναίκες.

Τους συστήθηκα και έμαθα ότι ήταν αμφότερες δασκάλες, μεσόκοπες, και κουβέντιαζαν και τα κτιριακά προβλήματα του σχολείου, παραμονές που θα άνοιγαν για να δεχτούν τα παιδιά για τη νέα σχολική χρονιά. Χάρηκα που διαπίστωσα ότι το χωριό είχε παιδιά και σχολείο εν λειτουργία. Η Ντίνα, πιο ομιλητική,  μου είπε ότι το αίτημά μου για να δω την εκκλησία  ήταν δύσκολο, γιατί αφενός ο ιερέας έλειπε αλλά και γιατί ο ένας από τους Επιτρόπους τον οποίο εκείνη γνώριζε ήταν στην Τρίπολη. Η άλλη δασκάλα, βιαστική, μας αποχαιρέτισε και έφυγε και έτσι έμεινα με την Ντίνα, η οποία, εξυπηρετική,  μου πρότεινε να πάμε μαζί στο σπίτι της όπου και είχε το τηλέφωνο κάποιου άλλου Επιτρόπου που μπορεί και να μου άνοιγε τον ενοριακό ναό.

Μπήκαμε μαζί στο αυτοκίνητό μου και κατευθυνθήκαμε νότια πάνω στην εθνική οδό, προς την κατεύθυνση της Καλαμάτας. Δυο-τρία χλμ. έξω από το χωριό σταματήσαμε στην μεγαλόπρεπη καγκελόπορτα ενός μεγάλου κήπου στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ένα μεγάλο, διώροφο σπίτι, σχετικά πολυτελές, όπως φαινόταν, που δήλωνε κάποια ευμάρεια. Με οδήγησε μέσα από το μονοπάτι που διασχίζει τον περιποιημένο, ολάνθιστο κήπο και ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο του σπιτιού από μια εξωτερική  σκάλα.  Μπήκαμε και καθίσαμε σε μια μεγάλη σαλοτραπεζαρία με έπιπλα σε στυλ «ρουστίκ», διακοσμημένη πληθωρικά με κεντημένα με παραδοσιακά μοτίβα χειροτεχνήματα (κουρτίνες, μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα, δαντέλες κ.λπ.), όλα έργα των χεριών της ίδιας της δασκάλας, όπως μου είπε απαντώντας στον θαυμασμό μου για αυτά. Με κέρασε σπιτικό κουραμπιέ και μιλώντας με ενημέρωσε ότι είναι δασκάλα, μητέρα δύο παιδιών (ενός γιου φαντάρου και μιας κόρης, νιόπαντρης, στην Τρίπολη),  πολυταξιδεμένη, πρόεδρος του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου, οικολόγος. Μου έδωσε την εντύπωση πολύ δραστήριου, προοδευτικού ατόμου και πολίτη, με άποψη και λόγο για όλα, με μεγάλη ενεργητικότητα, αν και κάπως υπερκινητική και αγχωμένη.

Δυστυχώς όταν τηλεφώνησε μάθαμε ότι και ο άλλος Επίτροπος έλειπε στην Τρίπολη για δουλειές, οπότε ή έπρεπε να φύγω πάραυτα ή να τον περιμένω να γυρίσει. Η Ντίνα τότε με προσκάλεσε να μείνω εκεί για φαγητό, μια που είχε πάει 2 μ.μ. η ώρα και να δω μετά τον ναό. Δέχτηκα και γιατί πεινούσα αλλά και για την ενδιαφέρουσα συζήτηση και τις αφηγήσεις της για προσωπικά, οικογενειακά, κοινωνικά, τοπικά, πολιτικά, εκπαιδευτικά ζητήματα και προβλήματα. Αντίστοιχα εκείνη με ρωτούσε και μάθαινε για την έρευνά μου, τη Λαογραφία,  την Ακαδημία, την επιτόπια έρευνα που την ενδιέφεραν πολύ αλλά και για οικογενειακά και προσωπικά μου ζητήματα.  

Κάποια στιγμή ήλθε και ο άντρας της, κάπως ηλικιωμένος που μου φάνηκε αρκετά μεγαλύτερος από την γυναίκα του, την οποία εέδειξε στην κουβέντα  να αγαπά, να σέβεται  και να εκτιμά πολύ.  Εξήγησα και σε αυτόν τα σχετικά με την έρευνά μου για την οποία έδειξε ενδιαφέρον, αν και είχε κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αγία Ελένη/Αγιαλένη, όντας θρησκευόμενος, πιστός χριστιανός, όπως μου είπε, ήταν ωστόσο καλός συζητητής. Ο ίδιος πάνω στην κουβέντα μου έδωσε και μια σημαντική πληροφορία: καταγόμενος από τα Βούρβουρα της Κυνουρίας, τα οποία είχα επισκεφθεί  πριν λίγες ημέρες, θυμήθηκε ότι και στο χωριό του έχουν τοποθεσία που τη λένε «Αγιαλένη», χωρίς να υπάρχει εκεί εκκλησία ή εικονοστάσι, απλά τοπωνύμιο. Πληροφορία πολύ σημαντική για μένα, για τοπωνύμιο «Αγιαλένη» σκέτο, χωρίς ναό, καθώς δεν την είχα εντοπίσει στα Βούρβουρα  άλλα ούτε και στην Κυνουρία, ούτε και την Μαντίνεια ως τώρα, παρά μόνο πίσω από τον «Αγιοκωσταντίνο». Πιο σημαντική ακόμα την κάνει το γεγονός ότι στα Βούρβουρα έχουν εντοπιστεί Μυκηναϊκές  και ακόμα παλιότερες αρχαιότητες.

Φάγαμε στη μοντέρνα, περιποιημένη κουζίνα τους φασολάκια από τον κήπο τους, λαδερά, και χοιρινό ψητό, συζητώντας για διάφορα, κυρίως οικογενειακά και τοπικά θέματα. Εντωμεταξύ βρέθηκε και ο Επίτροπος και κατά τις 4 μ.μ. τους αποχαιρέτισα με πολλές ευχαριστίες και ευχές.




Ο Επίτροπος με περίμενε με τα κλειδιά στην είσοδο του ενοριακού ναού του Ευαγγελισμού. Μια επιγραφή γραμμένη πάνω στο μωσαϊκό δάπεδο του πρόναου, πληροφορεί ότι ο ναός είχε χτιστεί το 1952 με εισφορές των Κερασιτσιωτών του Σικάγου των Η.Π.Α. Ο ηλικιωμένος ξεναγός μου ήταν ευγενικός και πρόθυμος και σε σχετική ερώτησή μου με πληροφόρησε ότι πριν το 1952 που χτίστηκε αυτός ο ναός, χρέη ενοριακού έκανε η εκκλησία του νεκροταφείου, αφιερωμένη στην αγία Κυριακή. Καθώς –και λόγω του πρόσφατου σχετικά χρόνου της ίδρυσής του– δεν είδα κάποιο «σημάδι» της Ελένης /Αγιαλένης εδώ, πήγαμε μαζί στο νεκροταφείο για να δω την πιο παλιά εκκλησία της αγίας Κυριακής.





Τα «σημάδια» ωστόσο (κατά την εκτίμησή μου πάντα) με περίμεναν στο κοιμητηριακό εκκλησάκι.  Πέρα από την αφιέρωσή του σε μια αγία Κυρά-Κυριακή, όνομα δηλωτικό συμβολικού αξιώματος και μορφή  που φέρει χαρακτηριστικά της Κόρης, η γιορτή της συμπίπτει και με τον θερισμό, ένα είδος «πότνιας σίτου», κάτ’ εμέ. Μέσα στο ναό, ένθεν και ένθεν του τέμπλου, στην ΒΑ και ΝΑ γωνίες του,  είναι δύο εικόνες αντικριστές (πάνω στο βόρειο και τον νότιο τοίχο) μέσα σε ανάγλυφα πλαίσια. Η εικόνα στη ΒΑ γωνία απεικονίζει τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Η αγία Ελένη στην εικόνα έχει ομοιότητα με αυτήν της εικόνας της στο Τζίβα, δηλαδή προβάλλεται,  έστω ανεπαίσθητα, έναντι του αγίου Κωνσταντίνου, ενώ επίσης ανασηκώνει το αριστερό χέρι της και ευλογεί. Η εικόνα απέναντί της, στη ΝΑ γωνία, του ναού  χωρίζεται σε τρία μέρη: το πάνω μέρος, το μεγαλύτερο, εικονίζει την αγία Τριάδα, δύο ανδρικές ιερές μορφές με σφαίρα του κόσμου ανάμεσά τους, σφαίρα που εδώ είναι λευκή και μοιάζει σαν αβγό, με το περίγραμμα ενός σταυρού στο κέντρο της. Η κάτω πλευρά της εικόνας χωρίζεται σε δύο ισομεγέθη τετράγωνα μέσα στα οποία εικονίζονται αντωποί οι καβαλάρηδες άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, ωσάν «δίδυμοι ιππείς». Η θέση και ο τρόπος που είναι τοποθετημένες αντικριστά οι δύο αυτές εικόνες ένθεν και ένθεν του τέμπλου, τις εντάσσει σε αυτό, ως προέκτασή του, παράπλευρα συμπληρώματά του. Έχουμε λοιπόν και εδώ, χωρίς προφανή λόγο, πάνω στο τέμπλο έναν ακόμα συνδυασμό εικόνας αγίων κωνσταντίνου και Ελένης με ωσεί «δίδυμους» αγίους ( όχι μόνον τους καβαλάρηδες αγίους Δημήτριο και Γεώργιο αλλά και τις δύο ανδρικές φιγούρες στην απεικόνιση της αγίας Τριάδας). Αυτή η συνδυασμένη  παρουσία μέσα στο ναό της αγίας Κυριακής και μέσα στο νεκροταφείο, κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Τεγέας, ήταν ισχυρή παρουσίθα σημαδιών της «Αγιαλένης» για μένα…



Τα «σημάδια» έγιναν ακόμα πιο έντονα, όταν μετά επισκεφθήκαμε με τον Επίτροπο και το ξωκλήσι της αγίας Μαύρας, ιερής υποχθόνιας, «μέλαινας» Κόρης… Μέσα στο εκκλησάκι της δεσπόζει εξάλλου και μια τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη ΝΔ γωνία του, μάλλον πρόσφατα ζωγραφισμένη.

Αποχαιρέτισα με θερμές ευχαριστίες τον ξεναγό μου και προχώρησα προς την Τεγέα…

Αλέα

 Πριν από την Τεγέα έφτασα στην Αλέα, χωριό που περικυκλώνει με τα σπίτια του, ωσάν προστατευτικό τείχος, τα ερείπια του αρχαίου ναού της Αθηνάς Αλέας! 




Πραγματικά έμεινα άφωνη με αυτή την οικιστική διάταξη, η οποία, σκεφτόμουν, θα οφείλεται μάλλον στο ότι κάποια από τα σπίτια του χωριού ήταν χτισμένα πάνω στον αρχαίο ναό, εν αγνοία τους ίσως, και η αρχαιολογική σκαπάνη τα γκρέμισε για να αποκαλύψει το σημαντικό αυτό αρχαίο ιερό μνημείο, με αποτέλεσμα να είναι τώρα περικυκλωμένο από τα εκτός του αρχαιολογικού χώρου σπίτια του χωριού. Τα ερείπια του ναού ήταν άφραγα και έρημα εκείνη την ώρα οπότε περπάτησα πάνω στις γκρίζες, κάπως οξειδωμένες πέτρες της λιθοδομής του με την ησυχία μου. Όχι για πολύ όμως, γιατί μια μικρή παρέα αλλοδαπών τουριστών με πλησίασε και με ρώτησε πώς να επισκεφθεί το Μουσείο, το οποίο όπως είχα ήδη και εγώ διαπιστώσει, ήταν κλειστό και τους ενημέρωσα σχετικά. Στο ανατολικό άκρο του ναού της Αθηνάς στέκει ο ενοριακός ναός του αγίου Νικολάου, του οποίου αν και δεν είναι πολύ μικρός, το πλάτος μόλις που καλύπτει το μισό φάρδους του αρχαίου ναού, και που δυστυχώς ήταν κλειδωμένος, επίσης. Παρόλο που δεν είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, με ενδιέφερε να δω τις εικόνες και τη διάταξή τους μέσα σε αυτόν αλλά έφυγα για την Τεγέα χωρίς να αναζητήσω κάποιον να μου ανοίξει για να τον δω. Είχα κουραστεί από το πρωί να ψάχνω για ανύπαρκτους στα χωριά παπάδες και για εξυπηρετικούς, ευτυχώς, επιτρόπους…

 Τεγέα 

Ακολουθώντας την οδική ταμπέλα που έδειχνε προς Τεγέα, έφτασα αμέσως σχεδόν εκεί. Καθώς δεν την είχα επισκεφθεί άλλη φορά, φανταζόμουν την Τεγέα ως μεγάλο κεφαλοχώρι ή κωμόπολη της περιοχής, πάνω ή κοντά στην αρχαία, ομώνυμη πόλη. Ωστόσο βρέθηκα σε έναν τόπο περίεργο, μεγάλο και δεντροφυτεμένο, σαν άλσος. Στα δεξιά μου κάτι έρημες παράγκες στη σειρά όριζαν ένα χώρο που υπέθεσα πως είναι ο «πανηγυρότοπος» του περίφημου, μεγάλου αρκαδικού εμποροπανήγυρου της Τεγέας, που γίνεται το 15αύγουστο. Αυτά, τόσο τον πανηγυρότοπο όσο και το ότι το πανηγύρι ήταν σχετικά πρόσφατο, τα επιβεβαίωναν τα άπειρα σκουπίδια σκόρπια στο έδαφος, που τα παράσερνε και τα στροβίλιζε ένας δυνατός αέρας που είχε σηκωθεί και δεν είχαν ακόμα καθαριστεί. Χωριό, πόσο μάλλον κωμόπολη, δεν έβλεπα τριγύρω. 






Όμως το πρώτο «σημάδι» της Ελένης/Αγιαλένης ήταν εκεί: ένας μισο-ερειπωμένος ανεμόμυλος στεκόταν στο άκρο του πανηγυρότοπου, στα βόρεια, ενώ πίσω του απλωνόταν η πεδιάδα της Τεγέας ως την Τρίπολη και το Παρθένιο όρος, όπως έβλεπα.Στ΄αριστερά μου μέσα στον πανηγυρότοπο είδα μια μεγάλη, καλοχτισμένη με μεγάλες πελεκητές πέτρες εκκλησία του τύπου «βασιλική σταυροειδής μετά τρούλου», θρονιασμένη πάνω σε έναν κυκλικό τοίχο, που η λιθοδομή του έδειχνε αρχαία και τη βάση του περιέτρεχε ένα βαθύ αυλάκι, σαν τάφρος, εκείνη τη στιγμή χωρίς νερό. Μια πινακίδα με πληροφόρησε ότι ο ναός είναι η περίφημη «Επισκοπή» της Τεγέας, αφιερωμένος στην Κοίμηση, εξού και το πανηγύρι εκεί το 15αύγουστο (και δεύτερο, έμμεσο «σημάδι» της Ελένης/Αγιαλένηςγια μένα, επιτόπου). Μια άλλη ταμπέλα πληροφορεί ότι ο κυκλικός τοίχος κάτω από το ναό της Κοίμησης είναι μέρος του αρχαίου θεάτρου της Τεγέας. 





Διάβηκα το γεφυράκι πάνω από την «τάφρο» και περνώντας μέσα από την αγορά της αρχαίας Τεγέας, όπως με πληροφόρησε άλλη επιγραφή, μπήκα στο προαύλιο του χριστιανικού ναού της Κοίμησης, χτισμένου, όπως τόσοι και τόσοι, κυρίως παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μέσα σε αρχαία ιερά και οικισμούς. Από κοντά διαπίστωσα ότι μέσα στη λιθοδομή του είναι εντοιχισμένα πλήθος από αρχαία μαρμάρινα, γλυπτά οικοδομικά στοιχεία σε δεύτερη χρήση και θρησκευτικό πλαίσιο. Στα νοτιοδυτικά του ναού απλώνεται ένα πάρκο περιποιημένο και πυκνοφυτεμένο με δέντρα, με χορηγίες Συλλόγου Τεγεατών και άλλων, κατά τις ενημερωτικές πινακίδες. Ο ναός, ως επισκέψιμο αρχαιολογικό μνημείο, ήταν ανοιχτός παρά την προχωρημένη απογευματινή ώρα και μια νεαρή κοπέλα-φύλακας στεκόταν στη δυτική του είσοδο. 







 Το εσωτερικό του ναού καθώς φωτιζόταν από τη δυτική πύλη από τον δύοντα ήλιο, έπαιρνε ένα ρόδινο χρώμα και έδειχνε μεγαλόπρεπα ψηλό αν και απέπνεε μια αίσθηση φθοράς και κάποιας ψυχρότητας για μένα, ίσως και λόγω του μαρμάρινου, χαμηλού τέμπλου με στηθαία σε στυλ παλαιοχριστιανικής βασιλικής που έβλεπα στο βάθος αντί του έγχρωμου ή/και χρυσού των ξύλινων τέμπλων στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς. Στην επάνω, την ψηλότερη ζώνη των τοίχων γύρω-γύρω υπάρχουν, πρόσφατες σχετικά με την παλαιότητα του ναού, τυποποιημένες και άλλες τοιχογραφίες-αγιογραφίες, καθώς και επάνω στα μέτωπα των πεσσών που στηρίζουν τους τρούλους. Μια αλυσίδα από όπου κρεμόντουσαν μια σειρά από επίχρυσα καντήλια, ανάμεσα στον βόρειο και νότιο τοίχο στο δυτικό τμήμα του κεντρικού κλίτους του ναού, τράβηξε την προσοχή μου. 






Εκεί, αμέσως μετά τη δυτική είσοδο στο ναό, δομείται κάτω από τον γυναικωνίτη ένας ιδιαίτερος χώρος που ορίζουν οι ΝΔ και ΒΔ πεσσοί που στηρίζουν τον τρούλο και η σειρά με τα καντήλια ήταν τοποθετημένη εμπρός του ωσάν να αφορούσε αυτόν το χώρο, σαν ένα είδος παρεκκλησιού. Επειδή εκτός από το τέμπλο, τα δύο μεγάλα μανουάλια εμπρός του και τους κεντρικούς πολυέλαιους δεν έβλεπα άλλη τέτοια τοποθέτηση καντηλιών στο ναό και μάλιστα σε πυκνή γιρλάντα, στάθηκα να παρατηρήσω τις τοιχογραφημένες αγιογραφίες που καλύπτουν ψηλά αυτό το χώρο, μήπως καταλάβω γιατί υπάρχει αυτή η λατρευτική έμφαση σε αυτό το κάπως παράταιρο σημείο του ναού. Εκεί λοιπόν είδα πάνω στο νότιο τοίχο, δυτικά, την τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δίπλα της, στα ανατολικά, μετά από ένα αψιδωτό άνοιγμα, ο καβαλάρης άγιος Γεώργιος και πάνω από αυτές τις εικόνες οι «ως δίδυμοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος (βλ. εικ.). Στην απέναντι πλευρά, στο βόρειο τοίχο, αντίστοιχα εικονίζονται ο καβαλάρης άγιος Δημήτριος (δηλαδή αντωπά «ως δίδυμος» με τον άγιο Γεώργιο) και οι «ως δίδυμοι επίσης άγιοι Ανάργυροι και στα μέτωπα των δύο συνεχόμενων πεσσών ανά ένας οι «ως δίδυμοι» άγιοι Θεόδωροι! Με δεδομένη τη σειρά των καντηλιών σε αυτό το σημείο, αναρωτιόμουν τι να αντιπροσώπευε θρησκευτικά ο συνδυασμός αυτών των ιερών προσώπων χριστιανικά ή δογματικά μέσα σε αυτό τον περιορισμένο χώρο, ωσάν παρεκκλήσι αμέσως μετά την είσοδο στο ναό που να προκαλεί τέτοια λατρευτική ευλάβεια σαν αυτή που δηλώνουν τα καντήλια και δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα. Εκτός… εκτός, σκέφτηκα αν δω αυτή την εικονογράφηση μέσα από τη δική μου ερευνητική οπτική, δηλαδή αυτή του συνδυασμού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με «ως δίδυμους» αγίους, να αφηγείται αυτή τη λανθάνουσα, «μυστική», αρχαία ιστορία μέσα σε ένα παλαιό ναό της «Κοιμώμενης» Μητέρας, χτισμένο πάνω σε αρχαία ερείπια και μέσα σε σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, όπως είναι αυτός της Τεγέας, στην καρδιά της Αρκαδίας … Δεν μπορούσα βέβαια να είμαι σίγουρη για αυτή την υπόθεση αλλά είχα σιγουριά ότι ούτε ο ιερέας θα μπορούσε να μου εξηγήσει τους εικονικούς αυτούς συνδυασμούς και τι μπορεί να ιστορούν συνδυαστικά μεταξύ τους. 
Βγήκα προβληματισμένη από το ναό και περιηγήθηκα τον αρχαιολογικό χώρο που δεν είχε επισκέπτες εκείνη την ώρα και έφυγα από την Τεγέα, που επί της ουσίας εκτός από τις αρχαιότητες και τη χριστιανική εκκλησία της Κοίμησης-Επισκοπή, σήμερα είναι ένας πανηγυρότοπος. Κατευθύνθηκα προς το χωριό Στάδιο που απέχει μόλις 1 χλμ. από την Επισκοπή και για το οποίο είχα πληροφορία ότι έχει εκκλησάκι αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης].

 Στάδιο

 Οδηγώντας προς τα εκεί, είδα μια άλλη οδική ταμπέλα που έδειχνε πως το χωριό Στενό που είχα ήδη επισκεφθεί, απέχει από εκεί μόλις τρία χιλιόμετρα, δηλαδή βρισκόμουν στην ίδια ευρύτερη περιοχή. Ο ενοριακός ναός του αγίου Δημητρίου στο Στάδιο (όνομα άραγε από το στάδιο της γειτονικής αρχαίας Τεγέας, αναρωτήθηκα) ήταν –παραδόξως- ανοιχτός και μπήκα μέσα. Ο Άγιος στην αφιερωματική εικόνα του τέμπλου εικονίζεται ως πεζός στρατιώτηα και όχι ως καβαλάρης, όπως κατά κανόνα. Το «σημάδι» της Ελένης/Αγιαλένηςμε περίμενε και εδώ πάνω στο τέμπλο, στην εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης



Φωτογράφισα και βγήκα στην πλατεία και ρώτησα σε ένα περίπτερο για το πώς να βρω το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου. Ακολουθώντας τις οδηγίες πήρα έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο στ’ ανατολικά και σύντομα ένα εικονοστάσι στη χορταριασμένη άκρη του δρόμου με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δήλωνε πως το είχα βρει.




 Ένα-δυο μέτρα όμως αριστερά από το εικονοστάσι, μια ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας έγραφε: «Προϊστορικός οικισμός». Μπορεί οι αρχαιολόγοι να μην δίνουν συχνά σημασία στο ποιοι χριστιανικοί ναοί χτίζονται πάνω σε αρχαία  ευρήματα, όμως η έρευνά μου μού έχει αποδείξει μέσα από πάμπολλα παραδείγματα ότι δεν είναι καθόλου τυχαίοι. Τα δύο αυτά παρόδια «σήματα» δίπλα-δίπλα σήμαιναν για μένα έναν ακόμα συνδυασμό αρχαιολογικής, και δη προϊστορικής, θέσης με εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, άρα και τη διαχρονική "παρουσία" της θεάς εδώ! Πάνω από μια συστάδα καρυδιές πίσω από το εικονοστάσι και την ταμπέλα πρόβαλε η κορυφή ενός καμπαναριού και ανηφόρισα ένα ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι που οδηγεί στο ναό, φαντάστηκα και στην προϊστορική θέση.



 Όταν έφτασα στην κορυφή του χαμηλού λοφίσκου, είδα έναν ευμεγέθη για ξωκλήσι, πέτρινο, ομορφοχτισμένο ναό, με πελεκητά αγκωνάρια στις ακμές των τεσσάρων γωνιών των τοίχων. Ο δυτικός τοίχος με αετωματική απόληξη, στέφεται από ένα κλιμακωτό, τρίλοβο καμπαναριό, ενώ οι δύο τοξωτές πύλες του που έβλεπα, μια δυτικά και μία νότια, περιβάλλονται από λευκά, πετροπελεκητά πλαίσια. Η εικόνα δήλωνε ότι δεν πρόκειται για απλό ξωκλήσι αλλά για ένα σημαντικό λατρευτικό κτίσμα. Σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσε κανείς να μου εξηγήσει γιατί χτίστηκε ακριβώς μέσα στον προϊστορικό οικισμό αφιερωμένος στους συγκεκριμένους αγίους και τη σχέση τους με αυτόν…Πίσω από το ναό απλώνεται ένας απέραντος, ανοιχτός ορίζοντας με βουνά στο βάθος που τα διέκρινα αχνογάλανα μέσα στο φως του προχωρημένου απογεύματος.



 Εμπρός από τη δυτική είσοδο, ένα είδος υπερυψωμένου χτιστού προαύλιου με λίγα σκαλοπάτια στις τρεις πλευρές του και τέσσερις πέτρινους κίονες στη δυτική πλευρά του που δεν στηρίζουν κάτι, φαινόταν φρεσκοχτισμένο και προορισμένο να φιλοξενεί θρησκευτικές τελετές. Δύο ενεπίγραφες, εντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες με αριστερά της δυτικής πόρτας του ναού, πληροφορούν η μία ότι ο ναός εικονογραφήθηκε με χορηγία των επονομαζόμενων κατά το 1905 (άγνωστο αν αυτή η χρονολογία αφορά και το χτίσιμο του ναού)και η άλλη ότι οι πέτρινοι τοίχοι καθαρίστηκαν με αμμοβολή το 2001 με χορηγία από κάποιο ίδρυμα στις ΗΠΑ, προφανώς σχετικό με Αρκάδες της διασποράς. Οι επιγραφές επιβεβαίωναν τη σημαντική λατρευτική αξία του ναού και σκεφτόμουν πώς οι χορηγίες και των αποδήμων Αρκάδων συνδέουν την Ελένη/Αγιαλένη με τις ΗΠΑ [!]. Ανατολικά του ναού το έδαφος κατηφορίζει ομαλά ως ένα άπλωμα μέχρι τα τις υπώρειες των βουνών. Οι απαλές, κλιμακωτές καμπύλες με σιταροπεζούλες χτισμένες ξερολιθιά που το καλύπτουν, ήταν βεβαίως αναμενόμενες για μένα, όπως και ένας απλωτός, κυκλικός χώρος πίσω από το ιερό που με υποψίασε για την ύπαρξη εκεί παλαιού αλωνιού, ανύπαρκτου ως κτίσμα τώρα αλλά ίσως και να έκανα λάθος. Ο ναός ήταν βέβαια κλειδωμένος και τα ψηλά, τοξωτά παράθυρα κλεισμένα με γύψινα παραπετάσματα με κυκλικά ανοίγματα με πολύχρωμα τζάμια, από όπου δεν μπορούσα να δω εσωτερικά. Απτόητη, έψαξα και ανακάλυψα μια μικρή τρύπα πάνω από την κλειδαριά της δυτικής πόρτας και προσπάθησα να δω από εκεί μέσα στο ναό. Κατάφερα να δω το λευκό, χτιστό τέμπλο στο βάθος και την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω σε αυτό, οπότε έβαλα στην τρύπα και το «μάτι» του φακού της φωτογραφικής μηχανής και φωτογράφισα με την ελπίδα κάτι να αποτυπωθεί στο φιλμ (όπως και έγινε, βλ. φωτ.). Προσπάθησα να εντοπίσω και τα λείψανα του προϊστορικού οικισμού αλλά μόνο μια μικρή συστάδα από δομημένες πέτρες που δεν έδειχναν και πολύ παλιές πίσω από την κόγχη του ιερού με έκαναν να υποθέσω ότι ήταν αυτά τα λείψανα, καθώς δεν υπήρχε άλλη ένδειξη. Ο διαχρονικά ιερός αυτός χώρος, χριστιανικά, αρχαιολογικά, παραγωγικά, όπως προκύπτει από τον προϊστορικό οικισμό, το ότι απέχει μόλις χιλιόμετρο από την «Επισκοπή» και τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Τεγέας, από το μέγεθος και το χτίσιμο του ναού και τις δωρεές των μόνιμων κατοίκων όσο και των ομογενών, φαινόταν να εμπνέει μεγάλο σεβασμό. Για μένα ήταν φανερή η λανθάνουσα πίσω από τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη ιερή, πανάρχαια «πότνια σίτου» Μητέρα θεά που κατοικεί εδώ (στην Επισκοπή, στο Στάδιο, στο Τζίβα, στην Κερασίτσα, στη μονή Βαρσών, είτε ως ναός, είτε ως εικόνα), το ζήτημα είναι η τεκμηρίωση του πώς πέρασε και διατηρείται η μορφή της μέσα από τους αιώνες στη λαϊκή μνήμη και λατρεία… Επέστρεψα στο χωριό και σταμάτησα σε ένα καφενείο όπου είδα να κάθεται απέξω μια ηλικιωμένη γυναίκα και μια παρέα ανδρών. Εκεί πληροφορήθηκα ότι πράγματι, όλη η περιοχή της Τεγέας είχε παραγωγή σιτηρών και ότι του σημερινού, περιποιημένου ναού του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] προϋπήρχε ένα μικρό ξωκλήσι αφιερωμένο στους δύο αγίους. Επίσης ότι κάθε χρόνο γίνεται μεγάλο πανηγύρι στη γιορτή των αγίων στις 21 Μάη, με προσέλευση πλήθους κόσμου από τα γύρω χωριά. 

Ψηλή Βρύση 

 Άφησα τη συστάδα αυτών των κοντινών στην Τεγέα χωριών και κατευθύνθηκα προς τα νοτιοανατολικά. Προσπερνώντας το κοντινό επίσης σχετικά χωριό Μαγούλα, θυμήθηκα όλα τα χωριά με αυτό το όνομα ανά την επικράτεια, όνομα που υποδηλώνει αρχαίους τύμβους, είτε έχουν αυτοί εντοπιστεί και ανασκαφεί, είτε όχι, οπότε κάτι σχετικό θα υπάρχει και εδώ, σκέφτηκα, αλλά δεν είδα κάποια ενημερωτική ταμπέλα. Ανηφόρισα προς τις υπώρειες του Πάρνωνα (προς τα Δολιανά) και σε λίγο αντίκρισα το ζητούμενο χωριό Ψηλή Βρύση (όνομα που με υποψιάζει για μετονομασία κάποιου παλιότερου, θεωρούμενου ως ξενικού, Σλάβικου ή Τούρκικου ονόματος) που φαινόταν μικρό, απλωμένο πάνω στην πλαγιά, όπου είχα πληροφορία ότι ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Εκεί συνάντησα στο δρόμο έναν γέροντα που κουβαλούσε με ένα μουλάρι ξύλα για τον επερχόμενο σύντομα, σε αυτά τα υψόμετρα, χειμώνα. Σταμάτησα, τον χαιρέτισα και του συστήθηκα, ρωτώντας τον και για το ποιος θα μπορούσε να μου ανοίξει το ναό. Ακούγοντας φαίνεται τις ομιλίες, μια καλοβαλμένη γερόντισσα πρόβαλε στο μπαλκόνι του διώροφου, πέτρινου σπιτιού που ήταν εκεί δίπλα και με κάλεσε να ανεβώ επάνω, καθώς όμως σουρούπωνε πλέον και δεν είχα πολύ χρόνο, δεν δέχτηκα την ευγενική της πρόσκληση. Ο γέροντας μπήκε σε ένα άλλο κοντινό σπίτι και φώναξε τον επίτροπο, όπως μου είχε πει, αφού το χωριό δεν έχει παπά. 




Ο επίτροπος, πολύ καχύποπτος αρχικά, με το δίκιο του, όταν του είπα τα σχετικά με εμένα, με οδήγησε πάντως στην εκκλησία. Σύντομα ωστόσο έσπασε ο πάγος και με ξενάγησε με προθυμία. Και αυτός ο άγιος Κωνσταντίνος [και Ελένη] είναι χτισμένος στην κορυφή ενός λόφου ζωσμένου με σιταροπεζούλες στη θέση παλαιότερου που υπήρχε εκεί ήδη από την Τουρκοκρατία, όπως με πληροφόρησε ο επίτροπος, αλλά και ο κοιμητηριακός του χωριού, με το νεκροταφείο δίπλα του. Απέριττος εσωτερικά με λευκούς τοίχους και λίγες κινητές φτηνές λαϊκές εικόνες να κρέμονται πάνω σε αυτούς.



 Το τέμπλο χτιστό, βαμμένο με λαδομπογιά σε μίμηση ξύλου στο κάτω μέρος. Έχει και την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, βεβαίως και κοντά της πάνω στο βόρειο τοίχο, δηλαδή στη ΒΑ γωνία του ναού, μια εικόνα των «ως δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων. Σε ένα ξύλινο στασίδι με ξυλόγλυπτο επιστέγασμα μια προσκυνηματική εικόνα των τιμώμενων στο ναό αγίων στολισμένη με με δαντελένια κουρτινάκια και μία ακόμα δίπλα σε αυτή. Έξω από το ναό εκτελούνταν έργα διαμόρφωσης του χώρου και ό συνοδός μου με πληροφόρησε ότι γίνονται με χορηγία των ομογενών Μεγαλοβρυσιωτών στις Η.Π.Α. Από το τοιχίο του περίβολου του ναού μου έδειξε κάτω χαμηλά έναν άλλο μαχαλά του χωριού ο οποίος έχει την δική του, κοιμητηριακή επίσης, εκκλησία αφιερωμένη στην αγία Κυριακή, που την ξαναεύρισκα γειτονική με ναό αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. 


Ο φιλόξενος ξεναγός μου με οδήγησε μετά στο σπίτι του, όπου η γυναίκα του με κέρασε γλυκό καρυδάκι που είχε φτιάξει η ίδια. Τηλεφώνησε ο ίδιος, χωρίς να του το ζητήσω, στον επίτροπο του ναού της αγίας Κυριακής για να μου ανοίξει το ναό όταν θα πήγαινα εκεί. Πράγματι, ένας δραστήριος, θαλερός ηλικιωμένος άνδρας με περίμενε στο προαύλιο, πρόθυμος να με ξεναγήσει.



 Μου έδειξε πρώτα το νεκροταφείο, απέναντι στο οποίο στην πλαγιά φαινόταν ο απάνω μαχαλάς του χωριού με την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]. Σε ένα προεξέχον μνήμα με εντυπωσίασε ένας μαρμάρινος σταυρός με την ανάγλυφη μορφή ενός ιερέα σκαλισμένη στην κάθετη κεραία του. Η εκκλησία της αγίας Κυριακής φαινόταν σχετικά καινούργια, με τέμπλο ξυλόγλυπτο, τυπικό σε πολλούς νεοϊδρυμένους ναούς, ήταν ιστορημένη με τις σύγχρονες επίσης, τυποποιημένες αγιογραφίες στους τοίχους. 





Πάνω από τη νότια είσοδο, η τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τους εικονίζει σε μπούστο, μαζί με το πάνω μέρος του σταυρού ανάμεσά τους. Ο επίτροπος μου μίλησε για τις δραστηριότητές του, ότι μαζεύει χρήματα για την ολοκλήρωση του ναού αλλά και για την προϊούσα ερήμωση του χωριού από κατοίκους καθώς οι νέοι φεύγουν και για άλλα κοινά θέματα που τον απασχολούσαν. Τον αποχαιρέτισα όταν ο ήλιος όδευε πλέον προς τη δύση. 

 Βέρβενα 

Παρόλο που πλησίαζε το δειλινό και παρόλη την ολοήμερη κούρασή μου, όταν είδα στο χάρτη ότι το χωριό Βέρβενα ήταν πολύ κοντά, αποφάσισα να το επισκεφθώ γιατί ίσως να μην είχα άλλη ευκαιρία, αν και δεν είχα κάποια πληροφορία σχετική με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη εκεί. 




Καθώς ανηφόριζα στο βουνό έβλεπα κάτω στα βόρεια να απλώνεται όλος ο χρυσός κάμπος της Τεγέας μέχρι το Παρθένιο όρος στο βάθος του και πιο αριστερά του το Αρτεμίσιο, σαν ένα μακρό τείχος και σκέφτηκα ότι δύο βουνά που περικλείουν την κεντρική Αρκαδία στο βορρά είναι αφιερωμένα στην αρχαία παρθένα κόρη. Ο ήλιος δύοντας μέσα από ένα άνοιγμα μιας συστάδας σύννεφων έκανε προς στιγμήν τη λίμνη Τάκα να αστράψει και τις πρώην σιταροπεζούλες να λάμψουν χρυσαφιές στην πεδιάδα… Σε λίγο ο κάμπος χάθηκε από το οπτικό πεδίο μου καθώς ο δρόμος ανηφόριζε με στροφές κλεισμένος μέσα σε πετρώδη βουνά. 
Φτάνοντας στα Βέρβενα κατάλαβα ότι είχα ανέβει αρκετά σε ύψος γιατί ένοιωσα αμέσως κρύα την ατμόσφαιρα όταν βγήκα από το αυτοκίνητο και φόρεσα με ευχαρίστηση ένα ελαφρύ μπουφάν. Από το ξάγναντο πλάτωμα όπου είχα σταθμεύσει, φαινόταν και πάλι ο κάμπος της Τεγέας, ακόμα και η Τρίπολη. Πλησίασα ένα καφενείο του οποίου οι θαμώνες ήταν στο εσωτερικό του, ίσως λόγω της βραδινής δροσιάς. Τα τραπέζια του ήταν σχεδόν γεμάτα από παρέες ανδρών που έπαιζαν χαρτιά, ενώ μια μεγάλη τηλεόραση ψηλά στον τοίχο έδειχνε κάποιο σήριαλ, μάλλον ερήμην τους. Μια νέα, δυναμική και όμορφη γυναίκα σέρβιρε τους θαμώνες πολύ απασχολημένη. Η είσοδος μιας άγνωστης γυναίκας μόνης τέτοια ώρα στο καφενείο τράβηξε προς στιγμήν την προσοχή κάποιων θαμώνων αλλά συνέχισαν το παίξιμό τους. Η κατάσταση δεν ευνοούσε το να συστηθώ και να ζητήσω να δω τις εκκλησίες, παρόλ’ αυτά απευθύνθηκα στην σερβιτόρα και της είπα εν συντομία τι ήθελα. Μου είπε ότι παπάς δεν υπήρχε στο χωριό και με παρέπεμψε σε ένα άλλο δωμάτιο δίπλα στο καφενείο όπου θα εύρισκα τον επίτροπο της εκκλησίας. Πέρασα στο διπλανό δωμάτιο όπου μια άλλη αντροπαρέα έτρωγαν πίνοντας το κρασάκι τους και ξανασυστήθηκα λέγοντας τι και ποιον ζητούσα. Ένας από τους άνδρες μου είπε ότι αυτός ήταν ο επίτροπος αλλά ότι δεν είχε πάνω του τα κλειδιά της εκκλησίας, βέβαια, αλλά στο σπίτι του και ότι δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει την παρέα του και το φαγητό για να πάει να τα πάρει. Προσφέρθηκα να πάω εγώ να του τα φέρω και εκείνος φώναξε τη μικρή, 8-10 χρονών, κόρη της σερβιτόρας, να με συνοδεύσει στο σπίτι του για να πάρω τα κλειδιά. Καθώς περπατούσαμε με το κορίτσι στα πέτρινα καλντερίμια του χωριού, θαύμαζα τα γερά, ομορφοχτισμένα, πέτρινα, διώροφα τα περισσότερα, σπίτια του χωριού και την απόλυτη καθαριότητά του. Εκείνο όμως που με μάγεψε ήταν οι πανέμορφοι, μικροί κήποι που είχαν όλα τα σπίτια, σε μικρές, περίκλειστες αυλές, μέσα σε ασπρισμένα πέτρινα πεζούλια, σε πήλινες γλάστρες και τενεκέδες, όλα θαλερά προφανώς λιπασμένα με κοπριά αιγοπροβάτων: κάθε λογής μυριστικά και καλλωπιστικά ανθισμένα φυτά, σε μια πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων. Οι βασιλικοί ιδιαίτερα ήταν σφιχτοί και στρογγυλοί σαν πράσινοι τρούλοι που με το παραμικρό άγγιγμα σκόρπιζαν το πλούσιο άρωμά τους. Εντωμεταξύ συνομιλούσαμε και η μικρή μου είπε ότι οι περισσότεροι του χωριού το χειμώνα μένουν οικογενειακώς στα παραλιακά Κάτω Βέρβαινα κοντά στο παράλιο Άστρος, «διπλοκάτοικοι" και αυτοί όπως τα περισσότερα ορεινά χωριά του Πάρνωνα στα ανατολικά. Η ίδια και οι δικοί της θα κατέβαιναν σε λίγες ημέρες «στο Γιαλό» γιατί θα άρχιζαν τα σχολεία. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του επίτροπου, όσο κι αν φωνάξαμε το όνομα της γυναίκας του αυτή δεν άκουγε ή δεν μας άνοιγε, ίσως. Επιστρέψαμε άπραγες στο καφενείο ενώ σουρούπωνε πια για τα καλά. Ο επίτροπος υποστήριζε ότι ήταν αδύνατον να λείπει η γυναίκα του, ότι δεν επιμείναμε όσο έπρεπε, ότι έπρεπε να φωνάξουμε και στο διπλανό σπίτι, μήπως είχε πάει στη γειτόνισσα. Εγώ είπα ότι δεν πειράζει, τι να γίνει, δεν θα έβλεπα τις εκκλησίες, καθώς κόντευε ήδη να νυχτώσει. «Τι λες κυρία μου», είπε ο επίτροπος, «έκανες τόσο κόπο να ΄ρθεις στο χωριό μας και να μη σε εξυπηρετήσουμε; πάμε! » και παρά τις αντιρρήσεις μου, θέλησε να με συνοδεύσει ο ίδιος ως το σπίτι του να πάρουμε τα κλειδιά και πήγαμε τελικά με το αυτοκίνητό μου, σύμφωνα με την επιθυμία του,ώστε να φύγουμε μετά από εκεί κατευθείαν για τις εκκλησίες. Φτάνοντας στο σπίτι, βρήκαμε τη γυναίκα του εκεί, να έχει όντως μόλις επιστρέψει από το σπίτι της γειτόνισσας και γι’ αυτό δεν είχε ακούσει τις φωνές μας.






 Πήγαμε πρώτα στην παμπάλαια εκκλησία του χωριού, τον άη-Γιάννη. Αριστερά από τη μνημειώδη πύλη πάνω στο πέτρινο περιτείχισμα του περίβολου, ακουγόταν το κελάρυσμα του νερού που είδα να τρέχει πηγαίο από μια πολύκρουνη, πετροχτισμένη κρήνη (η «Μεγάλη Βρύση»), στεγασμένη με πλάκα, όπως και πολλά από τα σπίτια του χωριού. Το νερό της βρύσης στη συνέχεια της ροής του δημιουργεί ένα μικρό ποτάμι που περνώντας σύριζα στον περίβολο του ναού, χύνεται σε ένα κοντινό ρέμα. Ως εκ τούτου η προσέγγιση στην ίδια τη βρύση όσο και στο ναό γίνεται περνώντας πάνω από ένα μικρό γεφύρι. Μπήκαμε στον πετροχτισμένο, μικρό σχετικά, ναό (σταυροειδής βασιλική μετά τρούλου), ο οποίος κατά τις πληροφορίες του επίτροπου έχει καεί επανειλημμένα από πολλούς επιδρομείς και κατακτητές, τελευταία από τον Ιμπραήμ. Ως εκ τούτου οι τοίχοι του εσωτερικά είναι λευκοί, χωρίς τις παλιές τοιχογραφίες, ενώ η στέγη και του είναι τώρα κεραμοσκεπής, αντί της παλιάς επικάλυψης με πλάκα. Το τέμπλο ξύλινο, απέριττο χωρίς διακοσμητικά στοιχεία και με εξαιρετικές δεσποτικές εικόνες, συμπεριλαμβανομένης σε αυτές βεβαίως και της τυπικής του άη-Γιάννη στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός. Λόγω αυτής της αφιέρωσης, η εικόνα του αγίου πάνω στο τέμπλο έχει «ασημοντυμένα» τα άκρα του αγίου και το φωτοστέφανο, καθώς και την κομμένη κεφαλή του πάνω σε δίσκο ή ωσάν να είναι όλο το σώμα του, δυσανάλογα μικρό σε σχέση με το κεφάλι, ενώ στα πλάγια και στο κάτω μέρος της εικόνας ιστορείται μέσα σε μικρά τετράγωνα ο βίος του αγίου. Ασημοντυμένα είναικαι τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του μικρού Χριστού που τον κρατάει όρθιο στην αγκαλιά της στη δεσποτική εικόνα τους. Ο ναός δεν είχε εικόνες πάνω στους τοίχους οπότε δεν είδα στο ναό κάποιο από τα «σημάδια» της Ελένης/Αγιαλένης κάτι που μου φάνηκε περίεργο. 
 «Πάμε τώρα στην Παναγία», είπε ο επίτροπος, «αυτή ήταν μάλλον η πιο παλιά εκκλησία του χωριού μας αλλά αυτή που θα δείτε είναι καινούργια στείλανε λεφτά οι Αμερικάνοι [οι ξενιτεμένοι στις ΗΠΑ χωριανοί] και τη χτίσαμε [την ξανάχτισαν], είναι πολύ ωραία εκκλησία». (Πληροφορία που επιβεβαιώνει και σχετική επιγραφή σκαλισμένη σε πλάκα, πάνω σε τοίχο της εξωτερικά, με χρονολογία κτίσεως το 1906-1926). Φτάσαμε στο ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Παναγίας, σχεδόν σκοτάδι πλέον.





 Η εκκλησία είναι «σταυροειδής με τρούλο» όντως μεγαλόπρεπη, ομορφοχτισμένημε ντόπιες, λευκές πελεκητές πέτρεςκαι τρεις καμάρες στη δυτική είσοδό της. Η λευκότητα των τοίχων της φώτιζε κάπως το σκοτεινό ήδη περιβάλλον. Μπήκαμε μέσα και ο επίτροπος άναψε όλους σχεδόν τους πολυέλαιους για να βλέπουμε. Εσωτερικά το ύψος του ναού φαινόταν ακόμα πιο δυσθεώρητο λόγω του κοιλώματος του ψηλού τρούλου. Πέτρινος και εσωτερικά ο ναός, με εμφανείς τις πελεκητές πέτρες της τοιχοδομής είχε λίγες εικόνες πάνω στους τοίχους. Το ψηλό τέμπλο όλο από λευκή πέτρα, νεοκλασικίζον, απέριττο, με λίγα ανάγλυφα στολίδια κυρίως στο πλαίσιο της ωραίας πύλης, εξέπεμπε μια αίσθηση ψυχρότητας για μένα μέσα στο όλο πέτρινο περιβάλλον. 




Αυτή η αίσθηση άλλαξε όταν είδα πάνω στο τέμπλο, δίπλα στην αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης, στ’ αριστερά της, την τυπική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Να το «σημάδι» της και εδώ, σκέφτηκα. Το «σημάδι» ενισχύθηκε και από την εικόνα της αγίας Άννας με την Κόρη Παναγία στην αγκαλιά, πάνω στο τέμπλο επίσης, σε αντιστοιχία με αυτή των αγίων Κ+Ε. Φωτογράφισα και βγήκαμε από το ναό. 
Ο επίτροπος επέμενε να περάσουμε πάλι από το σπίτι του, να με κεράσει. Μπήκαμε στο κατώι του σπιτιού περνώντας από την πεντακάθαρη, γεμάτη λουλούδια αυλή, μεταξύ των οποίων πέντε τουλάχιστον μεγάλους βασιλικούς-τρούλους που καθώς περάσαμε πλάι τους κουνήθηκαν και μοσχοβόλησε ο τόπος. «Πώς καταφέρνετε και έχετε τόσο ωραίους βασιλικούς και λουλούδια αφού φεύγετε και πάτε στο Γιαλό;» ρώτησα την οικοδέσποινα μετά τα καλησπερίσματα και τις εξηγήσεις για την παρουσία μου εκεί. Κι εκείνη: «Α, τα παίρνω μαζί μου τα λουλούδια, όσα είναι σε γλάστρες, τα φορτώνω στο αγροτικό. Την άνοιξη που είμαστε κάτω στο Γιαλό τα φυτεύω και τα ανεβάζω μαζί μου όταν ερχόμαστε πάλι στο βουνό. Αλλά εδώ, βρε παιδί μου, τους προσθέτω και σβουνιά και γίνονται αμέσως, γίνονται θερία, δεν τα βλέπεις, τα σηκώνει το βουνό! Τ΄αγαπάω πολύ τα λουλούδια, τώρα μάλιστα που μεγαλώσανε τα παιδιά μου και φύγανε από το σπίτι, ακόμα περ’σσότερο, τα φροντίζω πολύ!». Της επαίνεσα τον κήπο και τους κήπους όλου του χωριού, αν και εγώ είχα ερωτευτεί ένα μικρό, ολάνθιστο κήπο κοντά στο καφενείο που είχε πολλά φυτά στο χώμα και όχι σε γλάστρες, μια καταπράσινη κληματαριά κατάφορτη κόκκινα σταφύλια κάτω από την οποία ήταν ένα τραπέζι στρωμένο με πεντακάθαρο, ατσαλάκωτο τραπεζομάντηλο και μια ανθισμένη γλάστρα στο κέντρο του. Όμως η οικοδέσποινα είχε σίγουρα τους καλύτερους βασιλικούς, τους πιο «τρουλωτούς», απ’ όσους είχα δει. «Συγγνώμη για την ακαταστασία» συνέχισε η νοικοκυρά, «αλλά τα μαζεύουμε σιγά-σιγά, όπου να ‘ναι θα κατεβούμε στο Γιαλό με τα πράματα» [τα ζώα τους]. Βεβαίως δεν υπήρχε καμιά «ακαταστασία» στο πεντακάθαρο, τακτικό κατώι , εκτός από κα’να-δυο χαρτόκουτα σε μιαν άκρη και στοίβες φρεσκοπλυμένα και στεγνωμένα ρούχα πάνω σε ένα ντιβάνι ομορφο-διπλωμένα, έτοιμα για σιδέρωμα. Με κέρασε σπιτικό κουραμπιέ και πιάσαμε κουβέντα για το χωριό και τις εποχικές μετακινήσεις από και προς το Γιαλό καθώς το χειμώνα το χωριό καλύπτεται με χιόνι και ερημώνει. Μετακίνηση αναγκαία λόγω και των πολλών αιγοπροβάτων που εκτρέφουν και σήμερα οι κάτοικοι, που παλιότερα ανερχόντουσαν σε δεκάδες χιλιάδες όπως είπαν, και που τα κατεβάζουν για λόγους οικολογικούς-διατροφικούς το χειμώνα στο Γιαλό, στα χειμαδιά. Επίσης για το ότι το χωριό είχε μεγάλη παραγωγή και σε δημητριακά, κυρίως σιτάρι, κι ας είναι ορεινό, όπως είπαν, τα καλλιεργούσαν σε πεζούλες σε όλα τα γύρω βουνά και θέριζαν όταν ανέβαιναν την άνοιξη από τα χειμαδιά στο χωριό. «Να σας ρωτήσω», είπα εγώ σε κάποια στιγμή, «μήπως υπήρχε εδώ΄κανένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον άγιο Κωνσταντίνο ή στην αγία Ελένη μόνη της, ή έστω κάποια τοποθεσία με το όνομά τους, χωρίς εκκλησία, γιατί είδα ότι έχετε την εικόνα τους πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας». «Να σου πω», απάντησε ο επίτροπος σκεφτικός, «λένε ότι εκεί που είναι τώρα το παλιό σχολείο του χωριού, είναι κλειστό τώρα, δεν έχει παιδιά, εκεί κοντά στο καφενείο, περάσαμε πριν από μπροστά του, λένε λοιπόν πως εκεί ήταν πριν ο άγιος Κωνσταντίνος, έτσι το λένε, οι παλαιοί». Κόκαλο εγώ! «Θα πάμε να το δούμε;» ρώτησα. «Γα περίμενε», μου είπε ο επίτροπος, έχουμε βγάλει ένα μικρό βιβλίο για τα Βέρβενα, η Κοινότητα, και το γράφει μέσα αυτό, περίμενε να σου το φέρω, να το δεις». 
Επέστρεψε με ένα πολύ λεπτό βιβλίο σε μέγεθος Α4 με μια πανοραμική, έγχρωμη φωτογραφία του χωριού στο εξώφυλλο. «Κράτα το», μου είπε, «να το διαβάσεις και μου το στέλνεις με το ταχυδρομείο αλλά και να το κρατήσεις, δεν πειράζει». Τον χιλιο-ευχαρίστησα και άρχισα να το ξεφυλλίζω επιτόπου. Στις πρώτες σελίδες, όπου η ιστορία του χωριού διάβασα για τον περίφημο ναό της Αρτέμιδος που είχε ανασκάψει ο (Βουρβουριώτης) αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος, ο οποίος υποθέτει, με βάση κάποια αρχαιολογικά τεκμήρια, ότι κοντά σε αυτό το ναό πρέπει να υπήρχε και κάποιος αφιερωμένος στη Δήμητρα! Ο ναός της Αρτέμιδος δεν ήταν ακριβώς εκεί όπου είναι το σημερινό χωριό αλλά 2χλμ. πιο πάνω, ένα είδος «ιερού κορυφής» σε υψόμετρο 1300μ., ενώ ο ανασκαφέας Π. Φάκλαρης σημειώνει ότι σύμφωνα με τα ευρήματα, η λατρεία στο ιερό ήταν συνεχής από τον 8ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. Μέχρι της μέρες μας, μεταμφιεσμένη σε λατρεία προς την «Κεκοιμημένη» Παναγία, την αγία Άννα-και κόρη και τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, σκέφτηκα εγώ, καθώς τα «σημάδια της Ελένης/Αγιαλένης» στα Βέρβενα είχαν ενισχυθεί αμφίδρομα για μένα. Πόσο μάλλον που στο βιβλίο αναφερόταν ότι στους τοίχους του αχρησιμοποίητου πλέον σχολείου-πρώην ναού του «Αγιοκωσταντίνου» είναι εντοιχισμένα σε δεύτερη οικοδομική χρήση γλυπτά αρχαία και βυζαντινά, από αντίστοιχα ιερά οικοδομήματαστην ευρύτερη περιοχή του χωριού. 




Παρόλο που είχε πέσει σχεδόν το σκοτάδι, πήγαμε με τον επίτροπο στον «Αγιοκωσταντίνο» και βεβαίως δεν απόρησα καθόλου που είδα κάτω από το ιερό κτίριο (ναό-σχολείο, που τώρα προορίζεται να γίνει ξενώνας) στα ΒΔ, τέσσερα-πέντε πέτρινα αλώνια σε αχρησία πλέον, χορταριασμένα από αγριεμένα στάχυα, να αγναντεύουν προς τον κάμπο της Τεγέας και τη λίμνη Τάκα… Αφού περπατήσαμε και, προς μεγάλη απορία του επίτροπου, φωτογράφισα τα σκοτεινά τέτοια ώρα αλώνια και το κτίριο, τον ευχαρίστησα θερμά και τον αποχαιρέτισα. Ήθελε να με κεράσει και δείπνο στο καφενείο-εστιατόριο από όπου αναδυόταν τσίκνα και η γαργαλιστική μυρωδιά του ψητού κρέατος αλλά του είπα ότι ήταν πλέον πολύ αργά και είχα δρόμο ως την Τρίπολη, οπότε συναίνεσε, απορώντας μάλιστα πως τριγυρνάω μόνη μου με αυτοκίνητο σε δύσβατα μέρη… 
 Έφτασα στην Τρίπολη κουρασμένη αλλά και πεινασμένη… Ορεγόμουν από μέρες τα παγωτά στην πλατεία και τα απέφευγα αλλά αποφάσισα ότι απόψε θα το έριχνα έξω. Αντί άλλου δείπνου λοιπόν, πήρα δύο πελώρια χωνάκια με διαφορετικά είδη παγωτού και τα απόλαυσα όσο τίποτ’ άλλο, καθισμένη στη σχεδόν έρημη πλατεία εκείνη την ώρα… Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο περασμένες έντεκα η ώρα, παρά το ακατάλληλο αυτής της ώρας, χτύπησα το κουδούνι της πόρτας της συμπατριώτισσάς μου που είχα συναντήσει το προηγούμενο βράδυ στο πανηγύρι στο Βαλτέτσι, καθώς το σπίτι της είναι δίπλα στο ξενοδοχείο όπου έμενα. Μου άνοιξαν και ανέβηκα ανταποκρινόμενη στην πρόσκλησή της να την επισκεφθώ. Με υποδέχτηκαν θερμά με τον άνδρα της και καθώς ήμουν φορτισμένη από τις εντυπώσεις της ολοήμερης περιήγησής μου, πιάσαμε κουβέντα για την έρευνά μου που τους φάνηκε ενδιαφέρουσα έως συναρπαστική, με αποτέλεσμα να φύγω από το σπίτι τους στις τρεις το πρωί… Παρά το ξενύχτι, έβαλα ξυπνητήρι για τις 7.30 γιατί ξημερώνοντας με περίμενε μεγάλη διαδρομή και περιήγηση…

 Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου 2003 

 Το δρομολόγιο της ημέρας προέβλεπε περιήγηση νότια της Τρίπολης, προς την κατεύθυνση της Σπάρτης. Η περιοχή αυτή, στην οποία πήγαινα για πρώτη φορά επίσης, μου ήταν κατά ένα τρόπο γνωστή από κάποιες μελέτες του αρχαιολόγου Γιάννη Πίκουλα όπου ανιχνεύει τις ροδεσιές από τις αρχαίες άμαξες στο πετρώδες έδαφος και κινητικές δράσεις σε όλο το χώρο από τη λίμνη Τάκα ως τη Σελλασία. Περιοχή εξόχως σημαντική, γιατί αποτελεί τον «πόρο» ανάμεσα στα βουνά του Πάρνωνα και του Ταΰγετουπου οδηγεί από την Αρκαδία στη Λακωνία και τ’ ανάπαλιν, περιοχή συχνά εμπόλεμα αμφισβητούμενη στην Αρχαιότητα ανάμεσα στους Αρκάδες και τους Λακεδαιμόνιους. Σημαντική επίσης γεωλογικά και γεωγραφικά γιατί εδώ «ριζώνουν» τα δύο αυτά βουνά και οι προεκτάσεις τους που σχηματίζουν τα δύο από τα τρία «πόδια» της Πελοποννήσου και εδώ πηγάζουν σχεδόν μαζί δύο από τα μεγαλύτερα όσο και ποτάμια της, ο Αλφειός και ο Ευρώτας, με αντίθετη καθένα ροή στη συνέχεια, βόρεια το πρώτο, νότια το δεύτερο και τα δύο συνδεδεμένα με μύθους που αφορούν την Μεγάλη θεά, σε διαφορετικές όψεις της. Οδηγώντας είχα λοιπόν κάποια ανυπομονησία και περιέργεια να ανακαλύψω τι με περίμενε σχετικά με την έρευνα της Ελένης/Αγιαλένηςστα χωριά που επρόκειτο να επισκεφθώ, όπου είχα ήδη εντοπίσει εκκλησάκια «Αγιοκωσταντίνου» σε μερικά από αυτά νότια της Ασέας, ανάμεσα στις εθνικές οδούς Τρίπολης-Καλαμάτας και Τρίπολης-Σπάρτης, ιδιαίτερα σε αυτά γύρω από τις εντοπιζόμενες ως πηγές του Ευρώτα. 

 Μανάρης

 Πέρασα κάτω από την πολύτοξη πέτρινη κοιλαδο-γέφυρα που ενώνει τις πλαγιές των βουνών για να περνάει πάνω της η σιδηροδρομική γραμμή Κορίνθου-Καλαμάτας, δίπλα από την οποία το μικρό, πέτρινο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού γράφει πάνω στον τοίχο του «ΜΑΝΑΡΙΣ». Ένας σταθμός στο πουθενά, ανάμεσα στα βουνά, αφού το χωριό βρίσκεται ένα-δυο χιλιόμετρα πιο ανατολικά. Πέρασα και πάνω από το γεφύρι που εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζα ότι είναι του Αλφειού, έστω πάνω από έναν από τους πρώτους παραποτάμους και ρέματα νερού που σχηματίζουν την κοίτη του στην αρχή της ροής του.
 Φτάνοντας στο χωριό Μανάρης χτισμένο πάνω σε πλαγιά, μου φάνηκε μικρό και έρημο αλλά είδα δύο άνδρες έξω από ένα καφενείο-παντοπωλείο. Μετά τα προκαταρκτικά για το ποια είμαι κ.λπ., τους ρώτησα για το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου. Μου έδειξαν μια πλαγιά απέναντι, όπου παρόλα τα διάσπαρτα μικρά πουρνάρια που φυτρώνουν τώρα εκεί, ήταν φανερό ότι πριν όχι και πολλά χρόνια οι πέτρινες, χτισμένες ξερολιθιά, κλιμακωτές πεζούλες που διέκρινα πάνω της, χρυσές στο φως του ήλιου, φιλοξενούσαν καλλιέργεια δημητριακών. «Βλέπεις εκεί ένα εκκλησάκι που ασπρίζει ανάμεσα στα πουρνάρια;» μου είπε ένας από αυτούς, «αυτός είναι ο άγιος Κωνσταντίνος». Διέκρινα όντως και εγώ μια άσπρη κουκίδα ψηλά, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις σιταροπεζούλες και ρώτησα για τον ιερέα να πάρω το κλειδί αλλά μου είπαν ότι το μεν εκκλησάκι δεν είναι κλειδωμένο, ο δε παπάς δεν μένει στο χωριό. Ζήτησα τότε και μου έδωσε οδηγίες πώς να πάω στο ξωκλήσι, που βέβαια δεν ήμουν σίγουρη ότι τις είχα καταλάβει επακριβώς. 




Ξεκίνησα λοιπόν για το εκκλησάκι, λέγοντάς τους ότι επιστρέφοντας είχα να τους κάνω κάποιες ακόμα ερωτήσεις. Ακολουθώντας τις οδηγίες κατηφόρισα την πλαγιά όπου είναι το χωριό ως το βάθος της ρεματιάς και άρχισα να ανεβαίνω την απέναντι πλαγιά σε ένα χωματόδρομο ζιγκ-ζαγκ παράλληλα με τις σιταροπεζούλες. Σε ένα πλάτωμα είδα ένα πέτρινο ευμεγέθες κτίριο και κατάλαβα ότι είχα φτάσει στον προορισμό μου. Το εκκλησάκι έχει τοίχους καλοχτισμένους με καφετιά πέτρα και λευκές πελεκητές πέτρες στις ακμές των τοίχων και στο πλαίσιο δύο θυρών και ενός μικρού παράθυρου στο νότιο τοίχο, τοιχοδομή επιμελημένη, που προδίδει ιδιαίτερο σεβασμό στα ιερά πρόσωπα που φιλοξενεί. Το χωριό Μανάρης φαινόταν στην απέναντι πλαγιά ενώ γύρω μου, όσο μπορούσα να δω, υπήρχαν έντονα τα ίχνη της καλλιέργειας των δημητριακών καθώς εκτός από τις πεζούλες, ο τόπος χρύσιζε από τα αγριεμένα στάχυα που εξακολουθούν να φυτρώνουν αυτοφυή, πλέον. Η Ελένη/Αγιαλένη δήλωνε έντονα εκεί την παρουσία της. 






Μανάρης.5.9.2003 Ξωκκλήσι αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]

Μετά από τόσα ξωκλήσια που έχω βρει να είναι κλειδωμένα, ήταν αγαλλίαση για μένα να σπρώξω ανεμπόδιστα την πόρτα και να εισχωρήσω μέσα στο ναό. Απλόχωρος, στρωμένος με τσιμέντο, ασβεστωμένος, με ξύλινο, βαμμένο γκρι-μπλε ταβάνι,είχε ελάχιστες εικόνες στους τοίχους και ξύλινα, μαστορικά στασίδια για τους εκκλησιαζόμενους κατά μήκος των δύο μακριών πλευρών του. Ένα πολυκάντηλο που έκανε χρέη πολυέλαιου κρεμόταν από το ταβάνι, ενώ δύο μανουάλια, έναπαλιότερο μπρούτζινο και ένα πιο σύγχρονο ψευτο-χρυσό, το παγκάρι, τα αναλόγιο του ψαλτηριού και δύο στασίδια με προσκυνηματικές εικόνες της Παναγίας και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δεξιά της εισόδου, ήταν όλα τα έπιπλα. Το τέμπλο χτιστό, ασβεστωμένο με τις δεσποτικές εικόνες στολισμένες με «ποδιές» από διάφανο ύφασμα, δυσδιάκριτο από κάποια απόσταση. Καθαρός και περιποιημένος, φαινόταν να δέχεται φροντίδα, μάλλον των γυναικών, ολοχρονίς και όχι μόνο για το πανηγύρι στη γιορτή των αγίων που γίνεται εκεί. 


Φωτογράφισα και επέστρεψα στο χωριό. Την προσοχή μου, λίγο πριν μπω στο χωριό, τράβηξε ένα νεόχτιστο πέτρινο σπίτι, με περιφραγμένο κήπο, μέσα στον οποίο κυμάτιζαν δύο σημαίες δίπλα-δίπλα: μία ελληνική και μία των ΗΠΑ, σημάδι και της διπλής ταυτότητας του ιδιοκτήτη του σπιτιού, προφανώς μετανάστη που έχει μάλλον επαναπατριστεί. Όταν έφτασα στην πλατεία, οι δύο άνδρες με τους οποίους είχα συνομιλήσει προηγουμένως έλειπαν και το καφενείο ήταν κλειστό. Δεν έβλεπα κόσμο και αποφάσισα να φύγω και να πάω στα επόμενα χωριά που στο χάρτη σημειώνονταν πολύ κοντά στο Μανάρη για τα οποία είχα μαρτυρία ότι έχουν ναό Αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]. Όμως δεν υπάρχει δρόμος που να συνδέει τα τρία χωριά μεταξύ τους καθώς μεσολαβεί το βουνό και ξαναβγήκα στην εθνική οδό Τρίπολης-Καλαμάτας. Σε ένα σταυροδρόμι λίγο πιο νότια, συνάντησα δύο οδικές ταμπέλες, εκ των οποίων η μία έδειχνε το δρόμο προς το χωριό Πάπαρης και η άλλη προς το χωριό Μανιάτης. 

 Πάπαρης 



Ακολούθησα πρώτα την κατεύθυνση προς τα ΝΔ, προς το χωριό Πάπαρης. Βρέθηκα σε μια απλωτή κοιλάδα καλυμμένη με μάλλον ξερικά, όπως κατάλαβα από το μικρό ύψος και το μέγεθός τους, καλαμπόκια, ξερά σχεδόν αυτή την εποχή, έτοιμα για συγκομιδή. Στο βάθος η κοιλάδα κλείνεται από τους απαλούς όγκους χαμηλών βουνών. Πάνω στη βόρεια πλαγιά ενός λόφου είδα το χωριό λουσμένο στο φως του ήλιου. Όταν έφτασα ρώτησα κάποιους που συνάντησα για τον παπά ή τον επίτροπο της εκκλησίας και μου υπέδειξαν, αφού δεν ήταν ο παπάς στο χωριό, πώς να πάω στο σπίτι του επίτροπου στην κορυφή του αμφιθεατρικά χτισμένου χωριού.




 Ανηφορίζοντας με το αυτοκίνητο μέσα από στενά δρομάκια και βρήκα τον επίτροπο στο σπίτι του, ο οποίος μετά τις σχετικές εξηγήσεις, με συνόδευσε στην εκκλησία του αγίου Νικολάου. Ευγενέστατος και πρόθυμος με ξενάγησε στο ναό, ο οποίος , μικρός σχετικά και μονόχωρος, ήταν πολύ περιποιημένος και καθαρός, χωρίς τις φνωψστές μου σύγχρονες τοιχογραφίες. Πάνω στο σκούρο, ξυλόγλυπτο τέμπλο του είδα αμέσως την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δίπλα σε αυτήν του άη-Γιάννη του Προδρόμου. «Ωραίο τέμπλο!» είπα στον επίτροπο. «Α, ελάτε να δείτε» μου απάντησε με ενθουσιασμό και με οδήγησε στην βόρεια θύρα του ιερού όπου πάνω στο ξύλο του τέμπλου μια μικρή μπρούτζινη πινακίδα είχε χαραγμένη την επιγραφή «Βαράγκης 1903»! «”Διά χειρός Βαράγκη”» λοιπόν τόσο παλιά», του είπα, καθώς αυτό είναι το διαφημιστικό μότο της γνωστής εταιρείας επίπλων. «Ναι», μου απάντησε, «το έχει σκαλίσει ο παππούς των σημερινών επιπλοποιών, ο γέρος Βαράγκης, την έχουμε προσεγμένη την εκκλησία μας, μόο που δεν έχουμε κάνει ακόμα τοιχογραφίες αλλά μαζεύουμε τα χρήματα, ελπίζουμε να αρχίσουμε σύντομα…».  Παραλίγο να του πω καλύτερα αφήστε την χωρίς τοιχογραφίες αν είναι να κάνετε αυτές τις τυποποιημένες αγιογραφίες αλλά δεν του το είπα, δεν είναι δουλειά μου να υποδεικνύω πώς θα επιτελέσουν τα της λατρείας τους οι άνθρωποι… Οι εικόνες πάνω στο τέμπλο ήταν πάντως όμορφες, με ζωηρά χρώματα κάπως αναγεννησιακές, δυτικότροπες. Πλησίασα την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω σε αυτό και τον ρώτησα γιατί είχαν τη συγκεκριμένη εικόνα σε τόσο σημαντική θέση πάνω στο τέμπλο, ενώ υπήρχε μια ίδια αλλά σε μικρό μέγεθος και στην επίστεψη του τέμπλου, όπου μπαίνουν οι εικόνες του Δωδεκάορτου. «Κάποιος θα την αφιέρωσε», μου απάντησε, «είναι σπουδαίοι άγιοι αυτοί, επισημοποίησαν το Χριστιανισμό, Ισαπόστολοι!». Η εικόνα είναι λαμπρή, με ζωηρά χρώματα, Η αγία Ελένη φέρει κατακόκκινο ιμάτιο στολισμένο με πετράδια και χρυσά κεντήματα και με χρυσό στέμμα στο κεφάλι της και στέκεται αριστερά του Σταυρού , ενώ ο άγιος Κωνσταντίνος στα δεξιά του Σταυρού, ανάποδα από τον κανόνα δηλαδή στις σχετικές εικόνες, φέρει πράσινο ιμάτιο και λευκλό κεντημένο χιτώνα φορώντας επίσης στέμμα. Η θέση, η ενδυμασία και η στάση του σώματος της αγίας Ελένης πάνω σε αυτή την εικόνα της έδιναν ένα κάποιο αξιακό προβάδισμα έναντι του γιού της. 
 Τον ρώτησα για το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου και μου είπε ότι βρίσκεται στην κορυφή του βουνού, πάνω από το χωριό. «Πώς θα πάω εκεί;» τον ρώτησα. «Δεν μπορείτε να πάτε», μου απάντησε, «το αυτοκίνητό σας αποκλείεται να πάει εκεί επάνω, σίγουρα θα “βρει” στις πέτρες, είναι χαμηλό, εδώ δυσκολεύονται ακόμα και τα αγροτικά αυτοκίνητα!». «Τότε θα πάω με τα πόδια», του είπα. «Μα τι λέτε, είναι πολύ μακριά, θέλετε πάνω από μία ώρα να φτάσετε και έχει πολλή ανηφόρα, δεν γίνεται να πάτε μόνη σας εκεί επάνω!» μου είπε. Κατόπιν αυτών, φοβούμενη μη σπάσω και το νοικιασμένο αυτοκίνητο αν επιχειρούσα να ανεβώ με αυτό (που είσαι καημένο οτομπιάνκι μου, σκέφτηκα, που σε ανέβαζα παντού -και γι’ αυτό το διέλυσα, βέβαια!) όσο και την ανηφόρα λόγω του άσθματος, εγκατέλειψα την ιδέα να πάω. Έμαθα ωστόσο ότι γίνεται πανηγύρι στη γιορτή των δύο Αγίων στις 21 Μάη και ότι ανεβαίνει εκεί πολύς κόσμος, πεζή ή με αγροτικά αυτοκίνητα. Μανιάτης.
 Έφυγα με κατεύθυνση προς το χωριό Μανιάτης και όταν έφτασα κάτω χαμηλά στον κάμπο της κοιλάδας μπόρεσα να φωτογραφίσω με τον τηλεφακό το εκκλησάκι του «Αγιοκωσταντίνου» ατην κορυφή της βουνοπλαγιάς πάνω από το χωριό Πάπαρης. Εκεί είδα μια οδική ταμπέλα που ανέγραφε «Μονή Παναγίας Τσεμπερούς» και αναρωτήθηκα αν το «τσεμπερού» αναφέρεται σε γυναικείο κεφάλι (αυτό της Παναγίας επί του προκειμένου) με «τσεμπέρι», δηλαδή μαντήλι και μάλιστα μαύρο, όπως συνηθίζεται να φοράνε οι χήρες ή μη ηλικιωμένες γυναίκες στην παραδοσιακή κοινωνία . Εικόνα που με παρέπεμπε σε «Μαύρη» Παναγία. Κάθ΄οδόν συνάντησα έναν γέροντα και τον ρώτησα για τον «Αγιοκωσταντίνο» του χωριού Μανιάτη. Κάπως απορημένος, μου έδειξε την κορυφή ενός πανύψηλου λόφου στους ΝΔ πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το χωριό και τον ρώτησα αν έχει δρόμο για να πάω ως εκεί. «Προχώρα ίσα», μου απάντησε, «και λίγο έξω από το χωριό, δεξιά, θα δεις ταμπέλα που γράφει “΄Αγιος Κωνσταντίνος” , αν και είναι λίγο χάλια ο δρόμος αλλά μάλλον θα σε βγάλει, παρόλο που το αυτοκίνητό σου είναι χαμηλό αλλά ανεβαίνουνε πολλά τέτοια στο πανηγύρι». Παίρνοντας θάρρος από τα λόγια του, αποφάσισα να ανεβώ στο ξωκλήσι σκεπτόμενη μήπως κακώς είχα διστάσει να ανεβώ και στον «Αγιοκωσταντίνο» του Πάπαρη μετά τα αποτρεπτικά λόγια του εκεί επίτροπου. Μετά τον ρώτησα για την «Τσεμπερού». «Α, είναι ένα μοναστήρι λίγο πιο πάνω στο βουνό», με πληροφόρησε. «Και γιατί το λένε Τσεμπερού;» επέμεινα. «Από το βουνό», μου απάντησε, «έτσι λέμε το βουνό γιατί είναι συνέχεια σκεπασμένο με ομίχλη, σα να φορεί τσεμπέρα, γι’ αυτό το λέμε “Τσεμπερού”». «Και πότε γιορτάζει;» «Στην Κοίμηση», μου απάντησε. Αφού με διαβεβαίωσε ότι το ξωκλήσι είναι πάντα ξεκλείδωτο, τον αποχαιρέτισα με ευχαριστίες και ξεκίνησα να το βρω. 
 Βρήκα την ταμπέλα δεξιά πάνω στον δρόμο και πήρα δεξιά το χωματόδρομο που αυτή έδειχνε πως οδηγούσε στο ξωκλήσι. Άρχισαν ν’ ανηφορίζω τον όλο στροφές αυτό δρόμο στη ΒΔ πλαγιά του ψηλού λόφου-βουνού. Από τις πρώτες στροφές-φουρκέτες τα σημάδια μού έδειχναν πως ο Αγιοκωσταντίνος είναι σημαντικό τοπικό προσκύνημα, αν βέβαια ο δρόμος οδηγεί μόνον σε αυτόν, γιατί σε κάθε στροφή είναι τοποθετημένο ένα σιδερένιο βαρέλι βαμμένο άσπρο με ένα κόκκινο σήμα «στοπ» πάνω του για να αποτρέπει τους πανηγυριώτες να κατρακυλούν με τα αυτοκίνητά τους στους γκρεμούς που ανοίγονται κάτω από τον κακοτράχαλο αυτό, ελικοειδή δρόμο. Ανέβαινα…ανέβαινα…Κάποια στιγμή είχα την αίσθηση πως απογειωνόμουν προς τον ουρανό, καθώς έβλεπα κάτω χαμηλά να απλώνονται όσο έκοβε το μάτια απαλοί, χαμηλοί λόφοι . Το χρυσαφένιο χρώμα τους καθώς και τα σχεδόν αδιόρατα ίχνη από αλλεπάλληλες σιταροπεζούλες που τους έζωναν, δήλωναν τη μεγάλη καλλιέργεια των δημητριακών σε όλη αυτή τη λοφώδη περιοχή, σημάδια που δικαιολογούν και την ύπαρξη ξωκκλησιών «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] τόσο κοντά το ένα στον άλλο και στα δύο γειτονικά χωριά, το Πάπαρη και το Μανιάτη. Διακρίνοντας και ένα άλλο χωριό κάπου στο βάθος της κοιλάδας, υπέθεσα ότι πρέπει να είναι ο Μανάρης, οπότε οι «Αγιοκωσταντίνοι»[και Ελένες] γίνονται τρεις στην ευρύτερη αυτή σιτοπαραγωγό περιοχή, ως προστάτες και ταυτόχρονα συμβολικοί και λατρευτικοί σηματωροί της καλλιέργειας δημητριακών. Ο κακοτράχαλος χωματόδρομος ήταν γεμάτος πέτρες που τις άκουγα να χτυπούν το νοικιασμένο αυτοκίνητο στο υπογάστριο καθώς ανηφόριζε με ζόρι και ανησυχούσα μήπως πάθαινε ζημιά. 






Φτάνοντας κάποτε στην κορυφή, είδα πάνω σε ένα βραχώδες έξαρμα ένα πέτρινο ξωκλήσι πλαισιωμένο από παλιά πουρναρόδεντρα και σταμάτησα. Ανηφόρισα ως εκεί και ανέβηκα τα σκαλοπάτια του ανοιχτού χαγιατιού με καμάρες που απλώνεται στη δυτική και τη νότια πλευρά του ξωκλησιού, που φαινόταν νεότερο τσιμεντένιο πρόσκτισμα στον παλιό, πέτρινο μικρό ναό, κάτω από το οποίο ήταν στοιβαγμένα μεταλλικά τραπέζια που προφανώς χρησιμοποιούνται από τους ευάριθμους πανηγυριώτες στη γιορτή των αγίων στις 21 του Μάη. Από ένα στόμιο δεξαμενής για συλλογή νερού της βροχής στη ΒΔ γωνία του ναού και από τα κατάλοιπα φωτιάς στην άκρη του πλατώματος, συμπέρανα ότι έχουν προβλέψει για νερό και ότι μαγειρεύουν σφαχτά επιτόπου και επομένως το πανηγύρι είναι σημαντικό. 








 Άνοιξα την ξεκλείδωτη πόρτα και μπήκα στο εκκλησάκι. Με την πρώτη ματιά οι εικόνες και τα λιγοστά έπιπλα έδειχναν να μην είναι πολύ παλιά. Λίγα βήματα μετά την είσοδο, στα δεξιά, στεκόντουσαν δίπλα-δίπλα δύο ξύλινα στασίδια με εικόνες για προσκύνημα πάνω σε αυτά, «ασημοκαλυμμένες» και στολισμένες με πλαστικές γιρλάντες κόκκινων τριαντάφυλλων . Η μία εικονίζει το ζεύγος μάνας-γιου Κωνσταντίνου και Ελένης και η άλλη τους «ως δίδυμους» αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Το σύμπλεγμα των δύο αυτών εικόνων αν και «τυπικό» χριστιανικά να προβάλλουν τους αγίους Αποστόλους-κήρυκες του Χριστιανισμού και τους ως Ισαποστόλους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη που τον επισημοποίησαν, για τη δική μου έρευνα προκύπτει επανειλημμένα ως σύμπλεγμα «διοσκουρικών», δίδυμων ιερών μορφών με την θεά Ελένη και τον σύνευνό της, όπως σημειώνω σε κάθε τέτοιο συνδυασμό που συναντώ στους χριστιανικούς ναούς … Οι ασβεστωμένοι τοίχοι είχαν λίγες κινητές εικόνες ενώ το χτιστό, λευκό τέμπλο φέρει μόνο της δεσποτικές εικόνες με τοξωτές απολήξεις, όπως και στα βημόθυρα. Η αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι τοποθετημένη λοξά στη ΒΑ γωνία του ναού με μία δεύτερη, ισομεγέθη σχεδόν εικόνα τους κάτω από αυτή, στην κάτω δεξιά γωνία της οποίας κάποιος αφιερωτής ή αφιερώτρια είχε στερεώσει ένα μεταλλικό «τάμα» με την ανάγλυφη μορφή μιας κοπέλας πάνω σε αυτό. Εντυπωσιακά πολλές άλλες κινητές εικόνες των δύο αγίων, αναλογικά με το σύνολο των εικόνων μέσα στο ναό, ήταν στους τοίχους, στα σκαλοπάτια εμπρός από το τέμπλο, στα περβάζια των παράθυρων και αλλού. Από περιέργεια για το μέγεθος του σεβασμού προς αυτούς, μέτρησα 11 εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης έναντι 12εικόνων άλλων αγίων, πληθώρα που δήλωνε για μένα μια ιδιαίτερη τιμή και ευσέβεια στους δύο αυτούς Αγίους-όχι-και-τόσο-αγίους, που συμπληρωματικά και με την αφιέρωση «τάματος» πάνω σε μία από αυτές, δεν την δικαιολογεί μόνο το γεγονός ότι το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο σε αυτούς. Μου έφερε δε στο νου το αντίστοιχο ξωκλήσι αφιερωμένο στους δύο Αγίους κοντά στο χωριό Νέδουσα της Αλαγονίας Μεσσηνίας, χτισμένο σε περίοπτη θέση δίπλα σε αλώνι όπου σχεδόν δεν υπήρχε άλλη εικόνα σε όλο το εκκλησάκι εκτός από αυτές των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αναλογιζόμουν λοιπόν πόσα λανθάνοντα στοιχεία παλαιότερων θρησκευτικών και λατρευτικών συμπεριφορών φανερώνουν τέτοιες σύγχρονες πρακτικές σε περιθωριακούς και απομονωμένους ιερούς τόπους και ναούς, όσο μικροί κι αν είναι αυτοί, που τους φροντίζουν κυρίως γυναίκες… 
Αφού ολοκλήρωσα την παρατήρηση μέσα στο ναό και τράβηξα φωτογραφίες, βγήκα στον περιβάλλοντα χώρο έξω από το εκκλησάκι και περπάτησα μήπως βρω και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Η λιθοδομή στο βόρειο τοίχο μου φάνηκε να δηλώνει ότι το εκκλησάκι είναι πιο παλιό απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως ενώ κάτι σπασμένα κεραμίδια διάσπαρτα κοντά στους τοίχους φανέρωναν ότι έχει ανακαινισθεί η στέγη του, σημάδι και αυτό της φροντίδας που δέχεται το ξωκλήσι. Πίσω από την κόγχη του ιερού ακολούθησα ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε πουρνάρια που με έβγαλε στην ανατολική άκρη της κορυφής του λόφου, από όπου αντίκρισα ένα υπέροχο θέαμα: ανατολικά και νότια είδα να απλώνεται όλος ο χώρος που μελετούσα από το βιβλίο «Αρκαδία» του Γιάννη Πίκουλα: το «πέρασμα» από την Αρκαδία στη Λακωνία στο σύνορο των δύο νομών, ιδιαίτερα «ευαίσθητη», χωροταξικά, συμβολικά, στρατηγικά περιοχή στην Αρχαιότητα, τη στενή κοιλάδα ανάμεσα στους πρόποδες του Πάρνωνα (αριστερά/ανατολικά) και του Ταΰγετου (δεξιά/δυτικά) μέσα στην οποία φιδοσέρνεται η «Λαγκάδα», δηλαδή ο άνω ρους, κοντά στις πηγές, του Ευρώτα ποταμού, πριν μπει στη Λακωνία μέσα από αυτό το πέρασμα.



Κοιτώντας είχα την αίσθηση ότι αυτός ο πανταχόθεν ελεύθερος λόφος που στέφεται από το ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης όπου στεκόμουν, αποτελεί ένα είδος «ομφαλού» της Αρκαδίας, όσο μπορούσα να κρίνω από τη θέση του στο χάρτη σε σχέση με όλο το νομό. Αναλογιζόμενη και το πλήθος των ξωκλησιών του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] που είχα εντοπίσει τον προηγούμενο χρόνο να πλαισιώνουν ένθεν και ένθεν πάνω στους λόφους τον Ευρώτα από την Σελλασία, την αρχή του ρου του στη Λακωνία μέχρι στον Βρονταμά στην «Κλεισούρα» του και τον κοιμητηριακό στο παράλιο Έλος στις εκβολές του ποταμού, φρονούσα ότι (δεδομένων και αυτών στη γειτονική Τσεμπερού και στον Πάπαρη) στεκόμουν πάνω στο αρχικό από αυτά τα ξωκλήσια-ιερά της Ελένης (και του συμβολικού σύνευνού της Κωνσταντίνου) που ορίζουν το ρου του… Πόσο μάλλον που ο Γ. Πίκουλας αναφέρει ότι στην κορυφή ενός λόφου ονομαζόμενου «Χελμός» με έναν ακόμα «Αγιοκωσταντίνο» στην κορυφή του και που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτόν που βρισκόμουν και στον άγιο Κωνσταντίνο της Σελλασίας, συμπληρώνει τους κρίκους της αλυσίδας των «Αγιοκωσταντίνων» [και Ελένης] που συνοδεύουν τον ρου του Ευρώτα…
 Επέστρεψα κοντά στο ξωκλήσι. Κάποιες πέτρες στο έδαφος κατά μήκος της νότιας και της ανατολικής πλευράς του ναού έδειχναν να μην είναι ριζιμιά λιθάρια αλλά ωσάν πελεκημένοι λίθοι κατάλοιπα ίσως ενός δομημένου τοιχίου, πιο συγκεκριμένου στη ΝΔ γωνία και αναρωτήθηκα αν δήλωναν την ύπαρξη ενός άλλου, προγενέστερου και κάπως μεγαλύτερου ναού ή μήπως ίσως αποτελούσαν κατάλοιπα κάποιου περίβολου ή μήπως και ενός υπαίθριου, αστεγούς ιερού κτίσματος όπως αυτά που συναντώ και αλλού αφιερωμένα κυρίως στην Αγιαλένη (π.χ. στην Αλίφειρα Ηλείας, Πλατάνια Μεσσηνίας). Η γειτνίαση του λόφου με την Ασέα στα ΒΔ και με την Τεγέα λίγο μακρύτερα προς τα ΒΑ, συν το γεγονός ότι ο αρχαιολόγος Γιάννης Πίκουλας σημειώνει εδώ κοντά σε αυτό το λόφο τον αρχαιολογικό χώρο της Ευταίας, ενίσχυαν τον συλλογισμό μου αλλά δεν μπορούσε να είναι παρά μια υπόθεση. 
Πήρα σιγά-σιγά να κατεβαίνω τον πολύ κατηφορικό, ελικοειδή δρόμο με το πόδι συνεχώς στο φρένο του αυτοκινήτου για να επιστρέψω στο χωριό Μανιάτης. 


Στο χωριό συνάντησα έναν μεσόκοπο άνδρα έξω από την ψηλή, δίφυλλη, ξύλινη αυλόπορτα μιας περιτοιχισμένης αυλής που περιβάλλει ένα διώροφο πέτρινο σπίτι. Σταμάτησα, του έπιασα κουβέντα και μετά μπήκαμε μαζί στην περίκλειστη αυλή. Μια μεσόκοπη γυναίκα και τρεις ηλικιωμένοι άνδρες καθόντουσαν στη σκιά ενός χαγιατιού μπροστά από το κατώι του σπιτιού και κουβέντιαζαν. Καθίσαμε και εμείς στην παρέα, έγιναν οι συστάσεις για το ποια είμαι και τι ζητώ εκεί. Η ιδιότητά μου ως «λαογράφου» τους θύμισε κάποιον άλλο «τρελό», όπως είπαν, που τριγυρνούσε πριν χρόνια στην Αρκαδία και κατέγραφε τα «μνημεία» και τον είχαν επίσης βοηθήσει, ο οποίος τους είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις για την ευρυμάθειά του, το πάθος του για τη δουλειά του και για το πόσο καταδεχτικός και φιλικός ήταν προς τους ντόπιους. Κατάλαβα τότε ότι είχα να αναμετρηθώ με την καλή εντύπωση που είχε αφήσει σε αυτούς τους ανθρώπους ο αρχιτέκτονας-ερευνητής και μελετητής της δομημένης πέτρας και των παραδοσιακών σπιτιών της Αρκαδίας –και όχι μόνο- καθηγητής Αργύρης Πετρονώτης, που όχι μόνον τον γνωρίζω αλλά μου είναι και αγαπητός. Μέσω του κοινού αυτού γνωστού, κατάλαβαν καλύτερα τι κάνω και τους έγινα περισσότερο οικεία και καλοδεχούμενη (να πώς τα καλά ίχνη που αφήνουν οι παλαιότεροι ερευνητές βοηθούν τους επόμενους αλλά και τους δημιουργούν την ανάγκη να φανούν αντάξιοί τους), χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν τα βιβλία και τα δημοσιεύματα του Α. Πετρονώτη. Αυτή η διαπίστωση με έκανε να σκεφτώ με κάποια στενοχώρια το πόσο σπάνια τα δημοσιεύματα και τα βιβλία ημών των ερευνητών φτάνουν στους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούμε στην επιτόπια έρευνα και που μας δίνουν τις πληροφορίες πάνω στις οποίες στηρίζουμε εν πολλοίς τη γνώση μας και τη μελέτη του αντικειμένου της έρευνάς μας (και πόσο εντέλει τους αφορούν), ιδιαίτερα οι λαογράφοι και οι ανθρωπολόγοι. Ηχογραφούσα με την άδειά τους τη συνομιλία μας όπου έμαθα και ότι γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] πάνω στο λόφο με όργανα, χορό και φαγοπότι μετά την πανηγυρική λειτουργία στη γιορτή τους, στις 21 του Μάη και ότι το εκκλησάκι είναι πολύ παλιό. Επί πλέον, μεταξύ άλλων μου επανέλαβαν και όσα μου είχε πει ο γέροντας στον Μανιάτη σχετικά με την «Τσεμπερού» καθώς και για την μεγάλη παραγωγή δημητριακών στην περιοχή παλιότερα, μέχρι πριν είκοσι χρόνια, αλλά ότι σήμερα ελάχιστοι καλλιεργούν, ίσα για να περνούν το χρόνο. Στο τέλος της συνομιλίας μας τους ρώτησα πώς να πάω στη μονή Καλτετζών που είχα δει στο χάρτη ότι βρίσκεται εκεί κοντά, λόγω του ότι είναι συνδεδεμένη με την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, αφού εκεί έλαβε χώρα η πρώτη Εθνοσυνέλευση. Τότε ο συνομιλητής που είχα πρωτοσυναντήσει έξω από το σπίτι προθυμοποιήθηκε να έλθει μαζί μου για να με οδηγήσει ως εκεί αλλά και γιατί είχε καιρό να επισκεφθεί το μοναστήρι και του δινόταν τώρα η ευκαιρία, όπως είπε.






 Αποχαιρέτισα λοιπόν την υπόλοιπη παρέα και φύγαμε με τον ξεναγό μου για τη μονή, αφού πρώτα σταματήσαμε να δω τον ενοριακό ναό του Μανιάτη, αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία. Στο ναό εντόπισα μόνο μια μικρή, κινητή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τοποθετημένη στη βάση του τέμπλου. Το ίδιο το τέμπλο όμως είναι ενδιαφέρον, ξυλόγλυπτο με ανάγλυφες παραστάσεις πάνω στα πλαίσια των δεσποτικών εικόνων. 

 Μονή Καλτετζών
 
(βλ. και την ανεξάρτητη σχετική ανάρτηση μου στο:

https://psychogiou.blogspot.com/2012/03/blog-post.html )

Φύγαμε λοιπόν μαζί και πήραμε ένα χωματόδρομο. Σε λίγο προχωρούσαμε δίπλα στην αριστερή όχθη ενός ποταμού, ξερού τούτη την εποχή, που ήταν βέβαια η «Λαγκάδα», δηλαδή ο άνω ρους του Ευρώτα ποταμού, κοντά στις πηγές. Ο συνοδός μου, που με πληροφόρησε σχετικά, μου είπε πως παρόλο που τώρα φαινόταν σαν ξερολάγκαδο, τον χειμώνα κατεβάζει πολύ νερό και αποκόβει το μοναστήρι από την υπόλοιπη περιοχή. «Εφέτος μάλιστα», πρόσθεσε, «με τις τόσες πολλές βροχές παρέσυρε και το γεφύρι και είναι ακόμα χαλασμένο». Σε λίγο το είδα και με τα μάτια μου, αφού έπρεπε να διασχίσουμε το ποτάμι για να περάσουμε στην αντίπερα όχθη και πέρασα το αυτοκίνητο πάνω από ένα πρόχειρο μπάζωμα που έχουν κάνει αντί γεφυριού, για τα τροχοφόρα. Το τοπίο όμως ήταν πανέμορφο∙ η «Λαγκάδα» σε κείνο το σημείο «ρέει» (όταν έχει νερό) ανάμεσα στο βουνό της «Τσεμπερούς» και το λόφο «του άγιου Κωνσταντίνου» που είχα επισκεφθεί εκείνο το πρωί ―απ΄όσο μπορούσα να κρίνω― μέσα σε μια λαγκαδιά κατάφυτη με πικροδάφνες και πλατάνια. 





Μονή Καλτετζών 5.9.2003. Έργα της μοναχής Ειρήνης στο καθολικό του αγίου Νικολάου

 Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη μονή. Ήταν ανοιχτή και μπήκαμε στον περίβολο που είναι στενός σχετικά, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, έχοντας αριστερά, στα νότια και δυτικά το συγκρότημα των κελιών και άλλων βοηθητικών χώρων ενώ δεξιά, όλο το βόρειο τμήμα καταλαμβάνει το καθολικό της μονής, η εκκλησία του αγίου Νικολάου, που ο βόρειος τοίχος του ακουμπάει σχεδόν στο βουνό. Λουλούδια και μυριστικά φυτά (αλάθητο σημάδι πως η μονή είναι γυναικεία) στόλιζαν έναν κήπο-πεζούλα κατά μήκος του νότιου τοίχου του ναού, ο οποίος είναι σε ένα επίπεδο ψηλότερο από αυτό της αυλής και έτσι για να μπεις σε αυτόν ανεβαίνεις μια μικρή σκάλα. Δεν φαινόταν ψυχή και ο συνοδός μου, που έδειχνε πολύ εξοικειωμένος με το χώρο, μου πρότεινε να μπούμε στην εκκλησία μέχρι να φανούν οι καλόγριες. Συμφώνησα μαζί του και ανεβήκαμε μαζί στο ναό. Λόγω της ιστορικής σημασίας της μονής, που φιλοξένησε την πρώτη Εθνοσυνέλευση, περίμενα πως θα ήταν πολύ παλιός, τουλάχιστον μεταβυζαντινός, ιστορημένος με ανάλογες τοιχογραφίες. Είδα πως ο ναός είναι μεν παλιός και ολοζωγράφιστος, με τοιχογραφίες που καλύπτουν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του, αλλά οι τοιχογραφίες είχαν κάτι το «περίεργο». Δεν είναι ούτε παλιές, μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας, ας πούμε, αλλά ούτε και νεότερες, σαν αυτές που βλέπω στις άπειρες εκκλησίες που επισκέπτομαι λόγω της δουλειάς να καλύπτουν τους τοίχους πανομοιότυπα, με στυλιζαρισμένο, δήθεν «βυζαντινό», στυλ. Σίγουρα έβλεπα να είναι νεότερες, σύγχρονες, αλλά καταρχήν τα χρώματα μου φάνηκαν αλλιώτικά και πιο φωτεινά, πιο ζωηρά. Όταν παρατήρησα καλύτερα, αφού τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο, πρόσεξα ότι όχι μόνο τα χρώματα αλλά και τα σώματα των αγίων όπως και τα ρούχα, είχαν κάτι διαφορετικό, σαν να είχαν προσωπική παρέμβαση του καλλιτέχνη, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω ποια τεχνοτροπία, ως μη ειδική. Εκείνο όμως που με εντυπωσίασε, δεδομένου ότι βρισκόμουν μέσα σε «καθολικό» μονής, όπου θεωρητικά τηρείται με μεγαλύτερη αυστηρότητα το δόγμα στις ιστορήσεις, ήταν τα πρόσωπα των αγίων. Μεγάλα, φωτεινά με τεράστια αμυγδαλωτά μάτια, τα οποία καταλαμβάνουν σχεδόν τα ¾ του όλου προσώπου, σαν μακιγιαρισμένα με μαύρο μολύβι και πολλαπλές στρώσεις σκιάς! Παρόλη την απόκλιση από το αυστηρό «βυζαντινό» στυλ, μου άρεσαν πολύ και όσο τις έβλεπα τόσο χαιρόμουν που η μονή είχε τολμήσει να «σπάσει» την ακαμψία των μορφών επιτρέποντας στον όποιο καλλιτέχνη αγιογράφο (γιατί είναι φανερό πως πρόκειται για επαγγελματία) να βάλει την προσωπική σφραγίδα του στην εικονογράφηση. Ωστόσο με ξένιζε πώς επέτρεψε η Ηγουμένη ή και ο Δεσπότης τέτοια παρέκκλιση από το τυπικό, επιτρέποντας στον ζωγράφο να βάλει την «προσωπική» σφραγίδα του, απ΄ όσο μπορούσα τουλάχιστον να κρίνω. «Μήπως ξέρεις ποιος είναι ο ζωγράφος που έχει κάνει τις τοιχογραφίες;» ρώτησα τον συνοδό μου. «Α, η Ειρήνη, η συχωρεμένη, μια καλόγρια που μόναζε εδώ», μου απάντησε. Έπρεπε να το είχα φανταστεί, σκέφτηκα, αφού είναι αναγνωρίσιμο το γυναικείο χέρι πίσω από το πινέλο ή τη γραφίδα. «Σοβαρά;» του είπα, «ποια ήταν αυτή; Είναι πολύ ωραίες!» «Σ΄αρέσουνε;» με ρώτησε κοιτώντας τες σαν να μην τις είχε ξαναδεί. «Είναι κάπως περίεργες» πρόσθεσε, «αλλά αυτή η καλόγρια ήτανε καλή, η κακομοίρα, αλλά λίγο βαρεμένη, κάπως περίεργη. Ζωγράφιζε συνέχεια, ακατάπαυστα, μέρα-νύχτα σχεδόν. Δεν έκανε τίποτα άλλο στο μοναστήρι, μοναχά ζωγράφιζε, αλλά συνέχεια, μιλάμε. Θα δεις, τώρα που θα βγούμε, έχει ζωγραφίσει ολόκληρο το μοναστήρι! Τα πάντα, παντού. Τους τοίχους, τα έπιπλα, μέχρι τα πατώματα έχει ζωγραφίσει, όλο το μοναστήρι, σου λέω, μέσα-έξω! Δεν έχει πολλά χρόνια που πέθανε, καμιά δεκαριά. Ήτανε πολύ γριούλα πια, αλλά ζωγράφιζε συνέχεια! Και ξεκίνησε να πάει χειμώνα να προσκυνήσει στη Γιάτρισσα [μονή αφιερωμένη στη Γέννηση της Παναγίας, στην κορυφή του Ταΰγετου στα σύνορα Λακωνίας-Μεσσηνίας], με τα πόδια πήγαινε, και την έπιασε το χιόνι στο δρόμο και πάγωσε η κακομοίρα, τη βρήκανε μετά από μέρες πεθαμένη!» Είχα πάθει σοκ με αυτή την ιστορία, μου φαινόταν σαν μυθιστόρημα, σαν κινηματογραφική ταινία. Την φανταζόμουν σκαρφαλωμένη σε σκαλωσιές, σαν τον Ντα Βίντσι, να ζωγραφίζει με πάθος, γιατί έχει ζωγραφίσει και την οροφή, τον τρούλο, τα πάντα. Αναρωτιόμουν ―φτιάχνοντας σενάρια― τι να ήταν άραγε αυτό που έκανε ένα τόσο ταλαντούχο, προικισμένο πλάσμα να κλειστεί σε μοναστήρι και να εκφράζει με αυτό τον τρόπο το χάρισμα που είχε. Άραγε να είχε σπουδάσει ζωγραφική ή ήταν αυτοδίδακτη; Και ο τραγικός τρόπος που πέθανε, καθιστούσε τη μορφή της ακόμα πιο μυθιστορηματική. Δεν χόρταινα να κοιτάζω τις παράξενες αυτές αγιογραφίες, που τώρα είχαν πάρει άλλες διαστάσεις στα μάτια μου. «Χρόνια ολόκληρα δε μπορήγαμε να μπούμε στην εκκλησία», συνέχισε ο συνοδός μου, «γιατί ήτανε όλο σκαλωσές εδώ μέσα, και αυτή ζωγράφιζε συνέχεια, τα πρώτα χρόνια με κεριά, γιατί δεν είχε ηλεκτρισμό το μοναστήρι!» Προσπαθούσα να μπω στην ψυχή της «περίεργης» αυτής καλλιτεχνικής φύσης που φαίνεται να είχε εκφράσει μέσα από την πίστη το χάρισμά της, κλεισμένη στην ανωνυμία και την σιωπή του μοναστηριού, παντελώς άγνωστη, ίσως (απ’ όσο μπορούσα βέβαια να γνωρίζω) στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μέσα στο πλήθος των παραστάσεων με σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τις μορφές των αγίων, την ζωή της Παναγίας, τράβηξε την προσοχή μου μια παράσταση στην καμαρωτή οροφή του νότιου κλίτους, ακριβώς πάνω από την είσοδο της εκκλησίας. Ιστορεί την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αμέσως μετά την «ανακάλυψή» του από την Αυγούστα αγία Ελένη, με το γνωστό τρόπο που παριστάνεται αυτή η σκηνή αλλά με την τεχνοτροπία και τα εκφραστικά μέσα της μοναχής Ειρήνης. Παρόλο τον εντυπωσιασμό μου για την μοναχή-ζωγράφο, δεν μπόρεσα και να μην κρατήσω ως «σημάδι», στο πλαίσιο της έρευνάς μου, την παρουσία της αγίας Ελένης και εδώ, αλλά με κάθε επιφύλαξη. Μια άλλη ιδιαιτερότητα της δουλειάς της μοναχής Ειρήνης είναι οι επιγραφές. Είναι πάμπολλες, σε «βυζαντινοειδή», ας πούμε, γραφή, τοποθετημένες μέσα σε ειδικά πλαίσια πολλές φορές, ανάμεσα στα σώματα των αγίων, πάνω από τα κεφάλια τους, κάτω από τα πόδια τους, παντού, και γράφουν όχι μόνο τα ονόματα των αγίων αλλά το βίο τους, αποσπάσματα από τη Βίβλο, κ, ά, κάπως σαν να ιστορεί κόμικ. Σκεφτόμουν πως θα άξιζε τον κόπο (αν δεν έχει βεβαίως ακόμα γίνει, ίσως) να μελετήσει την περίπτωση της μοναχής Ειρήνης κάποιος ειδικός τεχνοκριτικός, ή κάποιος θρησκειολόγος ή ακόμα και ψυχολόγος, διεπιστημονικά, ή και να γυριστεί ταινία, δεδομένου και του ιστορικού πλαίσιου της μονής! Τράβηξα, όσο καλύτερα μπορούσα, όσες φωτογραφίες μου επέτρεπε η οικονομία που έπρεπε να κάνω στα φιλμ, καθώς είχα και άλλα μέρη να επισκεφθώ μέσα στη μέρα και ήμουν μακριά από την Τρίπολη, απ’ όπου θα μπορούσα να προμηθευτώ κι άλλα φιλμ, και βγήκαμε από την εκκλησία.




Μονή Καλτετζών 5.9.2003. Έργα της μοναχής Ειρήνης στους χώτους της μονής

 Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι που ήταν έξω, στον περίβολο. Σε λίγο ήρθε κοντά μας η Ηγουμένη, μια ηλικιωμένη, αλλά όχι πολύ γερόντισσα, συμπαθέστατη, ήρεμη και, απ΄ ό, τι έδειχνε, έξυπνη γυναίκα. Μετά τις συστάσεις και τις εξηγήσεις για το ποια είμαι και τι κάνω, την ρώτησα βεβαίως για την μοναχή Ειρήνη. Μου επιβεβαίωσε όσα είχε πει σχετικά ο συνοδός μου. «Δούλευε ασταμάτητα», είπε, «σχεδόν δεν κοιμόταν, ούτε έτρωγε, ούτε έκανε ο,τιδήποτε άλλο. Μόνο ζωγράφιζε!». Κοιτώντας γύρω μου, έβλεπα τώρα πως όντως το εσωτερικό του περίβολου, στο κάτω μέρος, είναι ζωγραφισμένο. Αλλά εδώ αντί για αγίους έχει ζωγραφίσει αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, εξαιτίας του ιστορικού ρόλου που έχει διαδραματίσει η μονή. Ρώτησα την «Γερόντισσα» για την τοιχογραφία με την Ύψωση του Σταυρού. «Α, το μοναστήρι μας πανηγυρίζει και του αγίου Νικολάου και του Σταυρού», μου απάντησε, «είναι σαν δισυπόστατο, γι΄αυτό έφτιαξε αυτή την εικόνα». Οπότε τώρα εξηγείται, σκέφτηκα, η παρουσία της εικόνας εδώ, πέραν του ότι ούτως ή άλλως είναι και σαν «ιδρυτική» του Χριστιανισμού, γι’ αυτό και πανηγυρίζουν αρκετά μοναστήρια και τότε. Η Ηγουμένη είχε μεγάλη αγωνία για το θέμα του χαλασμένου γεφυριού και μιλούσε συνεχώς γι’ αυτό με τον συνοδό μου, που φάνηκε να έχει και ένα ρόλο σαν Επιτρόπου στη μονή. Αυτό που φαινόταν να την στενοχωρεί περισσότερο, ήταν το γεγονός ότι η χαλασμένη γέφυρα είχε κόψει τη ροή των πούλμαν με προσκυνητές στη μονή και έτσι έχανε έσοδα. Κατόπιν μας ξενάγησε στο μικρό παρεκκλήσι του αγίου Κάρπου, όπου έλαβε χώρα η πρώτη Εθνοσυνέλευση, ολοζωγράφιστο και αυτό με σχετικές εικόνες από την Ειρήνη [….]. Μετά μας οδήγησε στο (απαραίτητο πλέον σε κάθε μοναστήρι που σέβεται τον εαυτό του) «Κρυφό Σχολειό», σε αναπαράσταση με κούκλες σε φυσικό μέγεθος, τα φουστανελοφορεμένα παιδιά, τον καλογερόπαπα-δάσκαλο με το ράσο να τους διαβάζει. Πώς να μη στενοχωριέται η Ηγουμένη, σκέφτηκα, τόσες ετοιμασίες έχει κάνει η μονή για να «πουλήσει» στους εκδρομείς-προσκυνητές! Οι τοίχοι και του «κρυφού σχολειού» είναι ολοζωγράφιστοι από την Ειρήνη. Στον ένα τοίχο αναπαριστάνεται ολόκληρη η Εθνοσυνέλευση, ενώ στους άλλους σκηνές από την Επανάσταση και μεμονωμένοι ήρωες και επιγραφές με την αφήγηση των συμβάντων. Στην τραπεζαρία της μονής που μας πήγε κατόπιν η Ηγουμένη, η μοναχή Ειρήνη δεν έχει αφήσει ούτε πόντο αζωγράφιστο! Το καμαρωτό ταβάνι, τους τοίχους, το πάτωμα, τις καρέκλες, το τραπέζι, όχι μόνο με θρησκευτικές σκηνές αλλά και με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα. Σκεφτόμουν και πάλι ότι πρέπει κάποιος κάτι να κάνει για την περίπτωση της μοναχής Ειρήνης. 
Η Ηγουμένη όλη αυτή την ώρα συνέχιζε να συζητάει το θέμα του γεφυριού. Άλλες μοναχές δεν εμφανίστηκαν. Σε λίγο έπρεπε ν’ αφήσουμε την ευγενέστατη παρέα της Ηγουμένης, η οποία μας συνόδευσε ως την πύλη της μονής για τον αποχαιρετισμό. Δείχνοντας προς το υπέρθυρο, «εγώ το ζωγράφισα αυτό», μου είπε, αναφερόμενη σε μια μικρή τριανταφυλλιά κορνίζα με ένα πέτρινο σταυρό σε λευκό φόντο, που είναι δίπλα-δίπλα με μια εικόνα του αγίου Νικολάου, ζωγραφισμένη επίσης από την Ειρήνη, πάνω από την πόρτα της μονής! Μου φάνηκε πολύ ανθρώπινο και συγκινήθηκα από ένα είδος ζήλειας που εξέφραζε αυτή η κίνηση της Ηγουμένης, που ήθελε και αυτή να δηλώσει την καλλιτεχνική παρουσία της μέσα στην πνιγμένη από το πληθωρικό έργο της Ειρήνης μονή, που φαίνεται αποσπά και όλο το θαυμασμό των επισκεπτών, όπως και τον δικό μου!. Αφού θαύμασα δεόντως και το δικό της έργο, της είπα πως η δική της κορνίζα και η εικόνα της Ειρήνης θα στέκουν για πάντα δίπλα-δίπλα πάνω από την πόρτα της μονής και μου φάνηκε πως ευχαριστήθηκε! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!

 Βλαχοκερασιά 

Επιστρέψαμε με τον συνοδό μου στο χωριό Μανιάτης όπου και τον άφησα στο σπίτι του, με θερμές ευχαριστίες. Πήρα το δρόμο για το κοντινό χωριό Βλαχοκερασιά στο οποίο έχουν ερευνηθεί και δημοσιευτεί σημαντικές προϊστορικές θέσεις και ευρήματα αυτής της εποχής, όπως γνώριζα αλλά και είχα δει αρκετά από αυτά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τρίπολης.






 Κατά τις 3.00 μ. μ. έφτασα στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου και ο ενοριακός ναός της Κοίμησης. Τέτοια ώρα το χωριό φαινόταν φυσικά σαν έρημο, λόγω της μεσημεριανής σιέστας. Ωστόσο ο δημόσιος φούρνος ήταν ανοιχτός και μπήκα να ρωτήσω για το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] που είχα πληροφορία πως υπάρχει και σε αυτό το χωριό. Σε αντίθεση με την έρημη πλατεία, στο εσωτερικό του φούρνου επικρατούσε οργασμός εργασίας. Πάνω στους πάγκους ήταν απλωμένες αρκετές μεγάλες λαμαρίνες γεμάτες κουραμπιέδες για ψήσιμο ενώ μια νέα γυναίκα συνέχιζε να πλάθει και άλλους με τα χέρια της και τους τοποθετούσε σε μια μισο-άδεια ακόμα λαμαρίνα ενώ το μαγαζί μοσχοβολούσε από το βούτυρο αυτών που ψηνόντουσαν ήδη. Η γυναίκα αφού της είπα τα σχετικά με το ποια είμαι και τι θέλω στο χωριό, στη σχετική μου ερώτηση απάντησε ότι οι κουραμπιέδες ήταν παραγγελία για έναν γάμο που θα γινόταν την επόμενη ημέρα, Σάββατο, στο χωριό. Σχετικά με το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] μου είπε ότι ο παπάς έλειπε για να με εξυπηρετήσει και με παρέπεμψε στον επίτροπο της εκκλησίας που μου υπέδειξε ότι είναι εκεί κοντά, παραδίπλα από το φούρνο. 
 Βρήκα εύκολα το σπίτι του επιτρόπου, ένα ψηλό, νεόχτιστο πλουσιόσπιτο, όπως έδειχνε και όπως είναι η πλειονότητα των σπιτιών των επιτρόπων που επισκέπτομαι στην έρευνα, καθώς αυτοί κατά κανόνα είναι άνδρες, άτομα εξέχοντα και οικονομικά εύρωστα στις τοπικές κοινωνίες. Πριν την αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση του νόμου «Καποδίστριας», οι Επίτροποι ήταν ενίοτε και Πρόεδροι των χωριών ταυτόχρονα, όπως είχα διαπιστώσει στη μακρόχρονη επιτόπια έρευνα. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία επέμενε να μπω μέσα στο σπίτι. Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο από μια μικρή σκάλα και μπήκαμε στην τραπεζαρία του σπιτιού όπου γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι 3-4 ζευγάρια ηλικιωμένων ανθρώπων που φαινόταν ότι είχαν μόλις ολοκληρώσει το γεύμα τους γιατί είδα ότι έπιναν καφέ. Εξήγησα και πάλι στην ομήγυρη τα σχετικά με την ιδιότητά μου και με κέρασαν καφέ. Ένας κοντός, γεροδεμένος, αν και ηλικιωμένος, άνδρας μου είπε ότι ήταν ο οικοδεσπότης και ο αναζητούμενος από μένα επίτροπος της εκκλησίας. Με πληροφόρησε ότι ο «Αγιοκωσταντίνος» [και Ελένη] που έψαχνα είναι ιδιωτικό και ανήκει στην οικογένειά του. Προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει ως εκεί και επειδή αργότερα είχε κάποια δουλειά, επέμενε, παρά τις αντιρρήσεις μου για το ακατάλληλο της ώρας και της περίστασης, να πάμε αμέσως εκεί. Θέλησε να έλθει μαζί και ένας από τους συνδαιτυμόνες, εξάδελφος του επίτροπου, Ελληνο-αμερικανός που παραθέριζε στο χωριό και ξεκινήσαμε να πάμε με το δικό μου αυτοκίνητο, παρόλο που εκείνοι επέμεναν να πάρουμε το αγροτικό του επίτροπου.




 
 Κατευθυνθήκαμε προς τα ΝΔ του χωριού και σταματήσαμε σε ένα ανοιχτό άπλωμα στη βάση ενός λόφου όπου βρίσκεται το ξωκλήσι. Όπως μου είπε ο επίτροπος εκεί ήταν τα «χωράφια» τους, δηλαδή οι σιταγροί τους αλλά εκεί κοντά έβλεπα και ένα περιβόλι με ένα πηγάδι. Δίπλα στο εκκλησάκι, στην ανατολική πλευρά του, είναι φυτρωμένη μια μεγάλη, παλαιά δρυς. Μια επιγραφή σε πλάκα εντοιχισμένη πάνω από την είσοδο στο νότιο τοίχο του ναΐσκου που σκιάζεται από ένα χαγιάτι, πληροφορεί ότι είναι χτισμένος το 1865 και ανοικοδομήθηκε το 1965. Εσωτερικά ο ναός είναι μονόχωρος, απέριττος και πολύ καθαρός και περιποιημένος για ξωκλήσι, σημάδι που δηλώνει την φροντίδα των ιδιοκτητώ του. Το ξύλινο ταβάνι βαμμένο σκούρο γαλάζιο καθορίζει το χώρο, το τέμπλο χτιστό και ασπροβαμμένο με αετωματική απόληξη πάνω από την ωραία πύλη φέρει μόνο τις δεσποτικές εικόνες και την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στην οποία η αγία Ελένη εικονίζεται στα αριστερά και όχι στα δεξιά του Σταυρού, ως συνήθως. Αρκετές εικόνες των δύο Αγίων και στους τοίχους καθώς και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Λόγω της δουλειάς του επίτροπου φύγαμε σχετικά σύντομα και επιστρέψαμε στο χωριό. Ωστόσο ο επίτροπος μου άνοιξε και τον ενοριακό ναό της Κοίμησης που έχει κτιστεί και με τη μεγάλη συνδρομή των Βλαχοκερασιωτών των ΗΠΑ και των Αθηνών. Τρίκλιτος, σταυροειδής με τρούλο, έχει τέμπλο μαρμάρινο και οι τοίχοι του είναι ιστορημένοι με τοιχογραφίες σχετικά πρόσφατα, με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο νότιο τοίχο. Ενδιαφέρον επίσης σχετικά με την έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένηέχει η μεγάλη τοιχογραφία που εικονίζει την πρόσφατη χρονικά και αγιολογικά ιερή «τριάδα» με τους Λέσβιους «ως δίδυμους», άγιο Ραφαήλ, τον μοναχό Νικόλαο και την μικρή κόρη Ειρήνη ανάμεσά τους, Εικονική σύνθεση ιδιαίτερα δημοφιλής και σεβαστή, τόσο μέσα στους ναούς όσο και σε σπιτικά εικονοστάσια από το β΄ μισό του 20ού αι. και εξής, συνήθως συνδυασμένη με εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. 
 Βγαίνοντας από το ναό ο επίτροπος επέμενε πιεστικά σχεδόν να με πάει στο σπίτι του να φάω, αφού προηγουμένως είχαμε φύγει βιαστικά και δεν είχα καθίσει στο τραπέζι τους όπου συνέτρωγαν με τους φιλοξενούμενους. Με τα πολλά ενέδωσα, καθώς ήμουν νηστική και το χωριό δεν είχε εστιατόριο. Η ευγενέστατη γυναίκα του μου έστρωσε να φάω στην κουζίνα ζητώντας χίλια συγγνώμη, γιατί είχε μαζέψει το τραπέζι στην τραπεζαρία του σπιτιού, αφού είχαν φύγει και οι φιλοξενούμενοι όσο λείπαμε. Κολλίνες Έφυγα από τη Βλαχοκερασιά απόγευμα πλέον και κατευθύνθηκα προς το χωριό Κολλίνες, ορεινό κεφαλοχώρι στο νότο της Αρκαδίας στα σύνορα με τη Λακωνία, σε σημαντικό, στρατηγικό σημείο, όπου είχα πληροφορία για ξωκλήσι «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης]. 

Κολλίνες

Διέσχισα το πυκνό δάσος της Σκιρίτιδας, νέο σχετικά, δημιουργημένο με αναδάσωση από τη Δασική Υπηρεσία. Σκοτεινό και πανέμορφο, με έβγαλε κατ’ ευθείαν στις Κολλίνες, που με εντυπωσίασαν με το μέγεθός τους και με την ομορφιά των πέτρινων σπιτιών τους. Στην πλατεία, όπου και ο ναός της Γέννησης της Παναγίας, ένα καφενείο ήταν ανοιχτό και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Ήταν σχεδόν άδειο καθώς οι θαμώνες του δεν είχαν βγει ακόμα έξω μετά τη μεσημεριανή σιέστα, κι έτσι έπιασα κουβέντα με τον εύκαιρο καφετζή, εξηγώντας του βεβαίως ποια είμαι και τι ζητάω στο χωριό. 








Καθώς μιλούσαμε και εν αναμονή του ιερέα, που ευτυχώς είχε το χωριό, να μου ανοίξει την εκκλησία, προστέθηκαν στο μαγαζί και ένα-δυο ηλικιωμένοι πελάτες όσο και ένας ευθυτενής, ζωηρός, πανέξυπνος και ομιλητικός γέροντας που όπως μου είπε ο καφετζής ήταν 93 χρονών. Φορτωμένος με σακούλες, αρνήθηκε να καθίσει και στεκόταν όρθιος, στηριζόμενος στη μαγκούρα του για πάνω από μισή ώρα και μιλούσε, κατάφορτος με μνήμες και τοπικές ιστορίες, ενημερωμένος και κριτικός για την πολιτική κατάσταση όσο και για τα τοπικά προβλήματα, ενώ κατέγραφα στο μαγνητόφωνο, εν γνώσει του, την κουβέντα μας, κάτι που μου φάνηκε ότι τον παρακινούσε να μιλάει. Ένα παιδί, γιος του προηγούμενου από τον τότε ιερέα, ήρθε στο καφενείο με το κλειδί του ξωκλησιού του «Αγιοκωσταντίνου», σταλμένο από τον ιερέα, τον οποίο είχε ειδοποιήσει τηλεφωνικά ο καφετζής, ο οποίος και μου είχε δείξει ήδη το ξωκλήσι πάνω σε μια πλαγιά νότια του χωριού, ορατό από την πλατεία. 


Φύγαμε με τον νεαρό ξεναγό μου για το ξωκλήσι με το αυτοκίνητό μου και αφού διασχίσαμε το χωριό περνώντας και από την παλιά εκκλησία της Κοίμησης στη δεύτερη ενορία του, κατεβήκαμε σε μια ρεματιά και ανεβήκαμε στην απέναντι από το χωριό πλαγιά ψηλά στην οποία βρίσκεται ο άγιος Κωνσταντίνος [και Ελένη].Καθ’ οδόν ο νεαρός συνοδός μου με ενημέρωσε ότι το χωριό έχει άλλα δύο παρεκκλήσια κοιμητηριακά, τους άγιους Ταξιάρχες και τους αγίους Αποστόλους. Με βάση τα συμφραζόμενα της δικής μου έρευνας, αναρωτιόμουν αν ο συγκεκριμένος συνδυασμός των αφιερώσεων στις εκκλησίες του χωριού (Γέννηση Παναγίας-Μάνας-και-Κόρης, ως «δίδυμοι άγιοι Ταξιάρχεςκαι Απόστολοι, ζεύγος Κων/νου και Ελένης) μπορεί ίσως να ιστορεί και παλαιότερες των χριστιανικών λατρευτικές αφηγήσεις…
 Φτάσαμε στο ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης], χτισμένο σε ένα επίπεδο, ανοιχτό μέρος πάνω στην κορυφή του λόφου. Στα νοτιοδυτικά υψωνόταν σε όλο του το μεγαλείο ο Ταΰγετος που είχα περπατήσει τον προηγούμενο χρόνο, το 2002, ενώ στα νοτιοανατολικά, στο βάθος της κοιλάδας ρέει ο Ευρώτας, στα πόδια των δυτικών πρόβουνων του Πάρνωνα. Έβλεπα ότι λίγο μετά την Κλεισούρα, στα νότια, όπου σχεδόν ενώνονται τα δύο βουνά, βρίσκεται η προϊστορική λακωνική πόλη Πελλάνα όπου οι αρχαιολόγοι εντοπίζουν κοσμικά και λατρευτικά ίχνη της Ελένης και σήμερα με χριστιανικό ενοριακό ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε πολύ κοντινή απόσταση από το σημείο όπου στεκόμουν. Ανατολικά, πίσω από το ξωκλήσι, πάνω στην απέναντι πλαγιά έλαμπε λουσμένο στο φως του το χωριό Κολλίνες. Το εκκλησάκι είναι πετρόχτιστο, ασβεστωμένο και έχει χαγιάτι στη δυτική πλευρά του. Ο νεαρός με πληροφόρησε ότι όλος αυτός ο καταπράσινος σήμερα από νιόφυτα πουρνάρια λόφος ήταν ζωσμένος με πέτρινες αναβαθμίδες δημητριακώνμέχρι πριν περίπου είκοσι χρόνια, καλλιέργεια που ΄για μένα επιβεβαιωνόταν, αμφίδρομα, και από την ίδρυση εκεί του ξωκλησιού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
 



Το εσωτερικό του καθαρό και περιποιημένο, φαινόταν φρεσκοβαμμένο (ίσως από το πανηγύρι στη μνήμη των δύο Αγίων στις 21 Μάη, σκέφτηκα, που γίνεται μεγάλο, με πού κόσμο, όργανα και χορό, όπως μου είπε ο νεαρός ), ιδιαίτερα το ξύλινο τέμπλο σε έντονο μπλε χρώμα, σε αντίθεση με τις εικόνες πάνω του, που έδειχναν αρκετά παλαιές. Οι περισσότερες από τις εικόνες ήταν και εδώ, ευνόητα, αυτές με το ζεύγος των Αγίων Κ+Ε. 
Επιστρέψαμε στο χωριό, όπου βρήκαμε τον παπά στο καφενείο να με περιμένει, ενήμερος ήδη από τον καφετζή σχετικά με το ποια είμαι και τι ζητάω εκεί. Με συνόδευσε στην εκκλησία της Παναγίας, όπου στον κλειστό, πρόναο που φαινόταν νεότερη προσθήκη στο ναό, μου έδειξε τα παμπάλαια, σφυρήλατα ασημένια εξαπτέρυγα και έναν σταυρό που φυλάσσονται εκεί καθώς και την πλάκα στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου με την ανάγλυφη επιγραφή με χρονολογία κτίσεως το 1829, αμέσως μετά την Επανάσταση. Στον κυρίως ναό το τέμπλο χτιστό, με νεοκλασικά στοιχεία ενώ οι τοιχογραφίες στους τοίχους έδειχναν σχετικά πρόσφατες. Εκτός από την αφιερωματική του τέμπλου και πολλές άλλες εικόνες της Γέννησης της Παναγίας, εύλογα, λόγω της αφιέρωσης του ναού σε αυτήν, με την αγία Άννα λεχώνα στην κλίνη του τοκετού με θεραπαινίδες και τον Ιωακείμ γύρω της και την νεογέννητη Παναγία σε λίκνο, έτοιμη να δεχτεί το πρώτο της και τελετουργικό λουτρό. Πάνω στο νότιο τοίχο είδα ιστορημένη μια μεγάλη αγιογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που έχει σαν επιστέγασμα της τοιχογραφημένους τους «ως δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Δημήτριο και Γεώργιο, αντωπά. Ο εικονικός αυτός συνδυασμός επανέφερε στο νου μου τη θρησκευτική αφήγηση και τη λατρεία που μάλλον λανθάνει πίσω από τη χριστιανική αυτή εικονογράφηση. Ο ιερέας δεν ήταν βεβαίως σε θέση να μου εξηγήσει το γιατί ιστορήθηκε αυτός ο συνδυασμός εικόνων εκεί. Με πληροφόρησε όμως ότι σε τρεις ημέρες, την ημέρα της γιορτής στις 8 Σεπτέμβρη, θα είχαν στο χωριό το πανηγύρι οπότε γίνεται μεγάλο γλέντι και με προσκάλεσε να παραβρεθώ. Μετά μου έδειξε με καμάρι ένα μεγάλο χρυσό σταυρό-εγκόλπιο στολισμένο με μεγάλα πολύτιμα πετράδια που ήταν κρεμασμένο πάνω στο τέμπλο δίπλα στην αφιερωματική εικόνα της Γέννησης της Παναγίας. "Μας την αφιέρωσε ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος», μου είπε με περηφάνια. Καθώς πάνω στην ίδια εικόνα ήταν αναρτημένα και άλλα πολλά αφιερώματα-τάματα τον ρώτησα σχετικά και μου είπε ότι εμπνέει πολύ σεβασμό στους πιστούς και ότι θεωρείται θαυματουργή εικόνα. Βγήκαμε από το ναό, εγώ με τα δικά μου ερωτήματα σχετικά με την εικονογράφηση και τη λατρεία… Του έδειξα το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] που φαίνεται στην απέναντι πλαγιά και μου επιβεβαίωσε τις πληροφορίες του νεαρού συνοδού μου σχετικά με το πανηγύρι όσο και για τις σιταροπεζούλες που έζωναν παλιότερα το λόφο, όσο κι αν σήμερα εμένα μου φαινόταν απίστευτο βλέποντας την πυκνή, καταπράσινη βλάστηση που τον καλύπτει σήμερα.

Αλεποχώρι

 Έφυγα από τις Κολλίνες με προορισμό το σχετικά κοντινό Αλεποχώρι, στα βορειοανατολικά. Παρέλειψα να αναζητήσω και να επισκεφθώ το εκκλησάκι ενός αγίου με περίεργο όνομα, τον άη-Αηξιοφόρο, τον οποίο μου είχε αναφέρει και ο συνοδός μου στη μονή Καλτετζών. Είχα περιέργεια να τον επισκεφθώ, λόγω και της σπουδαιότητας αυτής της ευρύτερης περιοχής από όπου πηγάζουν δύο από τα πιο σημαντικά και μυθικά ποτάμια της Πελοποννήσου, ο Αλφειός και ο Ευρώτας, αλλά κατά ένα τρόπο «φυτρώνουν» μαζί σχεδόν και τα βουνά Πάρνωνας και Ταῡγετος αλλά δεν γνώριζα καθόλου σε ποιο χωριό ανήκει και δεν το αναζήτησα.
 Μια μικρή οδική ταμπέλα έδειχνε προς τα δεξιά, μέσα σε ένα πυκνό δάσος προς το Αλεποχώρι, χωριό που είχα πληροφορία ότι έχει «Αγιοκωσταντίνο»[και Ελένη] και ακολούθησα την κατεύθυνση που έδειχνε, αφήνοντας την άσφαλτο. Σε λίγο είχα μετανιώσει γιατί ο δρόμος που είχα πάρει ήταν χωματόδρομος πετρώδης και με νεροσυρμές, χωμένος μέσα στο δάσος.  Επειδή ο δρόμος δεν φαινόταν να είναι χρησιμοποιημένος, πρόσφατα τουλάχιστον, ούτε καν από αγροτικά αυτοκίνητα, οπότε οδηγούσα πολύ σιγά και προσεκτικά μέσα στην απόλυτη ερημιά και ησυχία, φοβούμενη και μήπως ξεμείνω εκεί ή οδηγηθώ σε κάποιο αδιέξοδο, χωρίς τη δυνατότητα να κάνω αναστροφή, εύκολα τουλάχιστον. Σε κάποιο σημείο ο δρόμος διασταυρωνόταν με κάποιον άλλο χωματόδρομο πιο ομαλό, με ροδεσιές αυτοκινήτου πάνω του, οπότε τον ακολούθησα. Μετά από σύντομο διάστημα ο δρόμος με έβγαλε σε κάτι πέτρινα σπίτια, που υπέθεσα ότι ανήκουν στο χωριό Αλεποχώρι.





 Για καλή μου τύχη, στην άκρη του δρόμου είδα να περπατάει μια νεαρή γυναίκα κρατώντας ένα μικρό αγόρι από το χέρι. Σταμάτησα, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και αφού συστήθηκα ποια είμαι και τι κάνω εκεί, την ρώτησα για την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]. «Νάτος!» μου απάντησε αμέσως, δείχνοντάς μου ταυτόχρονα ένα μικρό ξωκλήσι που διακρινόταν στην απέναντι πλαγιά του βουνού. Αυτή η πλαγιά όπου έβλεπα το εκκλησάκι ήταν γυμνή από πράσινη βλάστηση και φαινόταν ολόχρυση από αγριεμένα δημητριακά και με εμφανή τα ίχνη από τις παλιές σιταροπεζούλες σε όλες τις γύρω πλαγιές. «Α, ωραία, ευχαριστώ, θα πάω!», της είπα. «Να έρθω και ‘γώ μαζί σας να σας δείξω πώς να πάτε;» με ρώτησε η νεαρή γυναίκα και δέχτηκα βεβαίως ευχαρίστως την προσφορά της, ωστόσο με ενδοιασμό μήπως την αποσπάσω από τις δουλειές της. «Δεν έχω τίποτα να κάνω ‘δώ χάμου», μου απάντησε με μια υποψία απελπισίας, «για βόλτα βγήκα αλλά και πού να πάω εδώ στο χωριό;» Μπήκε μαζί με το παιδί στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. 
Όταν είχα δει το εκκλησάκι από το σημείο που μου είχε δείξει, νόμιζα πως ήταν κοντά και εύκολο να το φτάσει κανείς. Ωστόσο χρειάστηκε να κατηφορίσουμε, κάθετα σχεδόν, έναν ανώμαλο χωματόδρομο ως το βάθος μιας σκιασμένης με ψηλά δέντρα και πλατάνια ρεματιάς, να διαβούμε ένα ξερολάγκαδο και να σκαρφαλώσουμε στην πλαγιά όπου ήταν το εκκλησάκι. Από κοντά η παρουσία των αγριεμένων, αθέριστων τώρα δημητριακών πάνω στην πλαγιά και των αναβαθμίδων της ξερολιθιάς ήταν πιο έντονη, ο τόπος ήταν σαν στρωμένος με χρυσάφι…


 
 Όταν κατεβήκαμε στο εκκλησάκι, η συνοδός μου με πληροφόρησε ότι γίνεται στις 21 του Μάη, στη γιορτή των δύο Αγίων μεγάλο πανηγύρι με όργανα και χορό αλλά δεν γνώριζε κάτι άλλο σχετικά με το ίδιο το κτίσμα, ήταν εξάλλου ξένη, νύφη στο χωριό -και μάλιστα σχετικά πρόσφατη, αν έκρινα από την ηλικία του παιδιού. Τα σιτάρια τριγύρω στις πλαγιές βεβαίως ΄έδιναν σε μένα την απάντηση για το λόγο που είχαν επιλέξει να ιδρύσουν εδώ εκκλησάκι αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, κάτι αναμενόμενο πλέον για μένα, Μέσα ο ναΐσκος ήταν καθαρός και αρκετά περιποιημένος με ξύλινο τέμπλο, βαμμένο ροδί και με μια πολύχρωμη ταινία με κλήμα φορτωμένο σταφύλια στο πάνω μέρος. Εκτός από εικόνες τοποθετημένες κάτω από την αφιερωματική εικόνα των Αγίων στο τέμπλο, υπήρχαν μερικές ακόμα των δύο Αγίων στους τοίχους και μια προσκυνηματική εικόνατους πάνω σε ξύλινο, απλό στασίδι βαμμένο κατακόκκινο. 

Επιστρέψαμε στο Αλεποχώρι,όπου διαπίστωσα ότι το διασχίζει η εθνική οδός Σπάρτης-Τριπόλεως, ενώ εγώ είχα ταλαιπωρηθεί ερχόμενη από τους χωματόδρομους... Πήγαμε μαζί στην ενοριακή εκκλησία του αγίου Γεωργίου, αφού η συνοδός μου ζήτησε τα κλειδιά του από κάποια γειτόνισσα και μου άνοιξαν μαζί το ναό. Έχει όμορφο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, σκούρο, που λόγω στενότητας φέρει μόνον τις κύριες δεσποτικές εικόνες, την αφιερωματική του αγίου Γεωργίου καλυμμένη με σκαλιστό μέταλλο, ασήμι μάλλον, και τους δύο αρχαγγέλους πάνω στα βημόθυρα. Οι τοίχοι λευκοί, από τις σπάνιες περιπτώσεις που συνάντησα εκκλησία χωρίς να είναι τοιχογραφημένη με τις ομοιόμορφες σχεδόν αγιογραφίες και δεν είδα ούτε κάποια κινητή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εδώ. 
 Είχε πλέον σουρουπώσει και αφού αποχαιρέτισα με θερμές ευχαριστίες την ξεναγό μου και τον γιό της, επέστρεψα βράδυ στην Τρίπολη, από τον εθνικό δρόμο τώρα. Όπως κάθε βράδυ που επέστρεφα στο ξενοδοχείο, είχα την αίσθηση ότι είχα λείψει μέρες και όχι από το πρωί της ίδιας εκείνης ημέρας… 


Σάββατο, 6 Σεπτεμβρίου 2003 

Το επόμενο πρωί, το πρόγραμμα της ημέρας είχε περιήγηση σε χωριά προς τα βόρεια της Τρίπολης, σε όλο τον κάμπο της Μαντίνειας αλλά εάν έμενε χρόνος, και προς τα δυτικά. 

 Μηλιές 

Πρώτος και σημαντικός σταθμός το χωριό Μηλιές, το οποίο στο χάρτη έδειχνε να είναι ταυτόσημο σχεδόν τοπικά με τον αρχαιολογικό χώρο της Μαντίνειας, ενώ το ότι είχα πληροφορία πως το χωριό είχε και «Αγιοκωσταντίνο» [και Ελένη] το καθιστούσε ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μένα. Η μέρα ήταν λαμπρή και ζεστή αλλά όχι καυτή, καθώς είχαμε μπει για τα καλά στον Σεπτέμβρη και μάλιστα στο οροπέδιο της Τρίπολης. Προχωρώντας βόρεια στον απέραντο κάμπο, είχα στ’ αριστερά μου τον ελατοβριθή, σκούρο όγκο του όρους Μαίναλο, μπροστά μου το αδιαπέραστο τείχος του όρους Αρτεμίσιο και λίγο δεξιότερα, στα ΒΑ, το όρος Παρθένιο. Βουνά ψηλά και πανέμορφα, που κλείνουν ωσάν στεφάνι την πεδιάδα της Μαντίνειας από βορρά. Μια οδική ταμπέλα λίγο μετά τη διασταύρωση προς Λεβίδι-Βυτίνα έδειχνε δεξιά, προς τις Μηλιές.
 Έστριψα προς τα εκεί αλλά δεν έβλεπα παρά σκόρπια σπίτια στα ριζά του πρόβουνου του όρους Παρθένι. Δεντροστοιχίες από μουριές πλαισίωναν το δρόμο, αρκετές κλαδεμένες ως τον κορμό, αν και θεωρούσα ότι ήταν, παρά το υψόμετρο, νωρίς ακόμα για να είχαν πέσει τα φύλλα τους και να τις είχαν κλαδέψει. Σε μια από τις μουριές ήταν ανεβασμένος με μια σκάλα ένας άντρας και την κλάδευε με βενζινοπρίονο. Περίεργη, σταμάτησα και κατέβηκα να τον ρωτήσω, όχι μόνο για το κλάδεμα, βέβαια. Ήταν πισώπλατα προς εμένα και δεν με έβλεπε, ενώ ο θόρυβος του βενζινοπρίονου δεν τον άφηνε να ακούσει που του μιλούσα. Περίμενα λοιπόν να διακόψει λίγο και όταν με άκουσε ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη παρουσία μου εκεί. Ως προς το κλάδεμα με πληροφόρησε, χωρίς να κατεβεί από το δέντρο, ότι κλαδεύουν τις μουριές, πρόωρα όντως, γιατί είχε τελειώσει η χορτονομή και έκοβαν τα κλαδιά για να ταΐσουν με φύλλα μουριάς τις γίδες. Για το χωριό Μηλιές μου είπε ότι παλιότερα ονομαζόταν Ματσαγρά και ότι είναι σχετικά καινούργιο, ιδρυμένο από πρώην παραχειμάζοντες κτηνοτρόφους που κατέβαιναν από τα Τσίπιανα (Νεστάνη), που δεν απέχει και πολύ από εκεί αλλά είναι χτισμένο σε στένωμα, ανάμεσα στα βουνά Αρτεμίσιο και Παρθένιο. Μου ήρθαν στο νου τα επίσης ορεινά Τσίπιανα στην Ηλεία, πάνω στον Ερύμανθο στα ΒΑ σύνορα με την Αχαΐα και αναρωτήθηκα τι να σημαίνει άραγε το όνομα και σε ποια γλώσσα. Μου έδωσε επίσης οδηγίες για να βρω τον ενοριακό ναό του αγίου Νικολάου αλλά και για τον Αγιοκωνσταντίνο [και Ελένη]. Τον αποχαιρέτισα με ευχαριστίες και τον άφησαν να συνεχίσει το κλάδεμα.




 Η εκκλησία του αγίου Νικολάου είναι και κοιμητηριακή, του νεκροταφείου που είναι στο προαύλιό της. Ήταν σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένος με εισφορές των ξενιτεμένων του χωριού στις ΗΠΑ, όπως διάβασα σε μιαν εντοιχισμένη επιγραφή. Ήταν βεβαίως κλειδωμένη αλλά τα τζάμια της βόρειας πόρτας του μου επέτρεψαν να δω το εσωτερικό μια τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στο προαύλιο εκτός από τα μνήματα υπήρχαν και άλλες μνημειώδεις κατασκευές χριστιανο-πατριωτικές καθώς και μία βρύση, χτισμένη και με θραύσματα από αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων οικοδομημάτων, που υπέθεσα ότι θα βρίθουν στην περιοχή, λόγω της αρχαίας Μαντίνειας. Από το υπερυψωμένο προαύλιο του αγίου Νικολάου έβλεπα πολλούς να δουλεύουν στα χωράφια του απέραντου κάμπου μαζεύοντας κάτι που από μακριά μου φάνηκαν σαν κουνουπίδια ή κάτι τέτοιο. Αυτό μάλλον εξηγούσε και την ερημιά του χωριού, καθώς δεν συνάντησα ψυχή να ρωτήσω σχετικά με το ναό, ενώ ο κλαδευτής με είχε ήδη ενημερώσει ότι τόσο ο παπάς όσο και ο επίτροπος του ναού έλειπαν. 


 Το παρεκκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου το βρήκα στη νότια άκρη του χωριού, προς την Τρίπολη. Ο ναός είναι αρκετά μεγάλος, κλειδωμένος επίσης, αλλά ευτυχώς μια εντοιχισμένη, ενεπίγραφη πλάκα με πληροφόρησε ότι είναι χτισμένος πρόσφατα, το 1982, σε οικόπεδο-δωρεά κάποιου χωριανού. Η πρόσφατη κατασκευή του, αν και το όνομα των δωρητών δεν είχε σχέση με Κωνσταντίνο ή Ελένη, με έκανε να σκεφτώ ότι μάλλον δεν ανήκει στην κατηγορία των ναών των δύο Αγίων που εγώ ερευνούσα, σε σχέση με αρχαία ιερά και σιτηρά. Ωστόσο τόσο τα πολύ κοντινά ερείπια της αρχαίας Μαντίνειας όσο και οι σιταροπεζούλες στις πλαγιές, με έκαναν να υποψιάζομαι ότι δεν είναι τυχαία και αυτή η αφιέρωση…

Μαντίνεια

 Άφησα το έρημο χωριό και παίρνοντας την εθνική οδό, προχώρησα βόρεια. Μια συρμάτινη περίφραξη, αόρατη σχεδόν από μικρή απόσταση, με έκανε γρήγορα να σταματήσω γιατί σύμφωνα με μια φθαρμένη πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όριζε τον αρχαιολογικό χώρο της Μαντίνειας, αν και εξωτερικά δεν φαινόταν να περιφράζει τίποτε άλλο εκτός από ένα κομμάτι του κάμπου γεμάτο αγριόχορτα.


 Πάνω στον κάδο δίπλα στην ορθάνοιχτη πόρτα της περίφραξης, είδα να μου χαμογελάνε δυο παλιοί μου γνώριμοι, ο τραγουδιστής Λάλεζας και ο κλαριτζής Αρκαδόπουλος, σε μια διαφημιστική αφίσα του πανηγυριού του άη Μάμα στο Βαλτέτσι, που είχε ξεμείνει κολλημένη εκεί, κάπως φθαρμένη ήδη, σαν να με υποδεχόντουσαν αυτοί στην Αρχαία Μαντίνεια, καθώς δεν έβλεπα κάποιον φύλακα ή εκδοτήριο εισιτηρίων. 




 Μπήκα στον φαινομενικά ανύπαρκτο αρχαιολογικό χώρο, καθώς δεν έβλεπα κάποιο κτίσμα ή έστω πέτρα να προβάλει μέσα από τα ξερόχορτα στο επίπεδο έδαφος. Περπάτησα τον εξαιρετικά μακρύ, τεχνητό διάδρομο και έφτασα στον κυρίως, όπως μου φάνηκε, περιφραγμένο χώρο γιατί εκεί είδα να προβάλουν κάποιες χαμηλές πέτρες και ένα ελαφρό έξαρμα του εδάφους στο κέντρο. Κάποιες ταμπέλες πάνω σε ψηλά κοντάρια επιβεβαίωναν την υποψία μου, αφού διάβασα ότι οι μεν πέτρες ανήκουν σε κάποιο αρχαϊκό ιερό, ενώ το έξαρμα είναι ό,τι απομένει από το κοίλο και την ορχήστρα του θεάτρου της αρχαίας Μαντίνειας. Περιφέροντας το βλέμμα μου τριγύρω, τράβηξε την προσοχή μου ένας χαμηλός λόφος στο βόρειο άκρο αυτού του χώρου, απομονωμένος από τα γύρω βουνά, ωσάν καρούμπαλο-«μαγούλα», ωστόσο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στην κορυφή του ξεχώριζε ένα κτίσμα, και με το zoom της φωτογραφικής μηχανής είδα ότι πρόκειται για εκκλησάκι μέσα σε περίβολο, σαν μικρό τέμενος ή μοναστήρι. Αναρωτήθηκα αν είναι η ακρόπολη της αρχαίας Μαντίνειας και σε ποιον άγιο ή αγία να είναι αφιερωμένο το εκκλησάκι, βάζοντας σκοπό να το επισκεφθώ. Περπάτησα αρκετή ώρα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, προσέχοντας και για καμιά οχιά μέσα στις πέτρες και τα χαμηλά χόρτα όπου βυθίζονταν τα πόδια μου με τα πέδιλα .Βλέποντας πόσο κοντά, αν όχι μέσα, στην αρχαία Μαντίνεια είναι το χωριό Μηλιές, λίγο νότια, όλο και σιγουρευόμουν ότι δεν πρέπει να είναι τυχαία η εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] στο χωριό. 




 Βγήκα μετά από πολλή ώρα από τον αρχαιολογικό χώρο βυθισμένη στις σκέψεις μου, όταν είδα απέναντι από την έξοδο ένα περίεργο -σαρδανάπαλο μου φάνηκε εκ πρώτης όψεως- κτίσμα, κάτι σαν εκκλησία και όχι, που δεν του είχα δώσει πριν τη δέουσα σημασία. Θυμήθηκα τότε ότι είχα διαβάσει κάπου πρόσφατα για ένα περίεργο κτίσμα στη Μαντίνεια που είχε χτίσει κάποιος επιδιώκοντας το κτίσμα να συνδυάζει αρχιτεκτονικούς ρυθμούς αρχαίους και χριστιανικούς. Ετοιμαζόμουν να προσπεράσω το οίκημα-Φρανκεστάιν, όπως μου φαινόταν καθώς το θωρούσα στην απέναντι πλευρά του δρόμου.Σύμφωνα με τη σχετική πινακίδα απέναντι στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, ωσάν ισότιμη με αυτόν, δηλώνει ότι αφορά ή ανήκει στο «Κοινό Μαντινείων» άρα είναι συλλογικά -από την ομάδα αυτή τουλάχιστον- αποδεκτό έργο, σκέφτηκα, συν το όνομα της αγίας στην οποία είναι αφιερωμένο, την «αγία Φωτεινή», που παραπέμπει συμβολικά και σε ιδιότητες της φωτεινής, λαμπαδηφόρου Ελένης/Αγιαλένης με έκανε να την πλησιάσω. Γιατί να την απορρίψω, εκ των προτέρων άλλωστε; Τι ερευνήτρια ήμουν; Είχα τώρα την περιέργεια να δω από κοντά τι όραμα είχε, τι σκέφτηκε αυτός που συνέλαβε το πολυδάπανο, όπως μου φάνηκε, οικοδόμημα, πώς τα συνδύασε όλα αυτά και μάλιστα και στο εσωτερικό του κτίσματος.




 
Όσο πλησίαζα, τόσο πιο παράταιρη μου φαινόταν η λιθοδομή του ναού και το μπέρδεμα διαφόρων «ρυθμών», κάτι μεταξύ παγόδας και «παράγκας του Καραγκιόζη», μου έφερνε. Η διακόσμηση του φυτεμένου με δέντρα περίβολου με αρχαιοπρεπείς κρήνες, πεζούλια, κιόσκια, κίονες συν ένα μοντέρνο κτίσμα-αναψυκτήριο στο βάθος, επιδείνωνε την εικόνα. Μια περίεργη πόρτα στη δυτική πλευρά του οικοδομήματος ήταν -παραδόξως για μένα- ανοιχτή και μπήκα μέσα, αναρωτώμενη πώς να είναι το κτίσμα στο εσωτερικό του. Μισοσκότεινος εσωτερικά ο ναός και η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια κρυάδα, καθώς είναι εμφανής, χωρίς σοβά, η τοιχοποιία του, ένας συνδυασμός πέτρας και συμπαγών τούβλων. Παρόλο που είναι πρωτότυπος ως προς τη διάταξη των χώρων, ως προς την αγιογράφηση και ως προς τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, κίονες, κιονόκρανα, τόξα κ.λπ., το εσωτερικό που έβλεπα δεν μου φαινόταν τόσο άσχημο όσο το εξωτερικό του ναού, όπου γινόταν για μένα φανερό ότι το όραμα του κατασκευαστή του που ήταν να συνδυάσει (αρχιτεκτονικά, αν όχι και λατρευτικά), με τον τρόπο του, χριστιανικά/βυζαντινά και αρχαιοελληνικά/κλασικά στοιχεία. 

Αρτεμίσιο 

 Βγήκα έξω προβληματισμένη ακόμα με το όλο κτήριο και πήρα το δρόμο για το χωριό Αρτεμίσιο , χτισμένο στη ρίζα του Παρθένιου όρους, γιατί κατά τις πληροφορίες μου, έχει ενοριακό ναό αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Καθώς περνούσα , κάθ΄οδόν, σύρριζα στους δυτικούς πρόποδες του λόφου τον οποίο είχα παρατηρήσει μέσα από τον αρχαιολογικό χώρο της Μαντίνειας, είδα μια οδική ταμπέλα που έδειχνε προς τον λόφο με την επιγραφή «Παναγία στο Γκορτσούλι». Μια αφίσα κάτω από αυτή, διαφήμιζε ένα πανηγύρι εκεί για την μεθεπομένη, στις 8/9, στη γιορτή της Γέννησης της Παναγίας. Ο συνδυασμός αυτών των πληροφοριών με υποψίασε ακόμα περισσότερο για τη σημασία αυτού του λόφου μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Μαντίνειας με φόντο τα βουνά «Παρθένιο» και «Αρτεμίσιο», ότι πρόκειται μάλλον για αρχαία ακρόπολη η κορυφή της οποίας είναι σήμερα αφιερωμένη χριστιανικά στη γέννηση μιας ιερής κόρης από ιερή μάνα, που για μένα παραπέμπει, δίπλα σε σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, σε μνήμη του μύθου και της λατρείας της Δήμητρας-και-Κόρης. Έβαλα λοιπόν στο πρόγραμμά μου να παρευρεθώ στο εν λόγω πανηγύρι, γιατί σίγουρα θα αντλούσα πολύτιμο υλικό, εθνογραφικό, θρησκευτικό και αρχαιολογικό, με τη συμμετοχή μου σε αυτό. Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, έφτασα σε λίγο στο κοντινό χωριό Αρτεμίσιο, όπου με οδήγησε και η θέα του ψηλού καμπαναριού της εκκλησίας του από μεγάλη απόσταση. Δεν γνώριζα εκείνη τη στιγμή το παλιότερο όνομα του χωριού, γατί ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν «Αρτεμίσιο».





 Η εκκλησία είναι χτισμένη στο νότιο άκρο μιας πλατείας από την οποία χωρίζεται με υψομετρική διαφορά αλλά και από τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Στο βόρειο μέρος της πλατείας ένα νεόδμητο σχετικά κτήριο με φόντο το βουνό είχε μια επιγραφή πάνω από την είσοδο που ανέγραφε ότι στεγάζει τον τοπικό πολιτιστικό Σύλλογο «Η Άρτεμις», για να συμπληρωθεί η αρχαιοπρέπεια του χωριού… Πάνω σε μια κολώνα της ΔΕΗ δύο αφίσες, με δύο γνωστούς μου ήδη μουσικούς, η μία με τον κλαριτζή Αριστόπουλο και η άλλη με τον τραγουδιστή Λάλεζα, διαφήμιζασν επίσης το πανηγύρι της Παναγίας στο Γκορτσούλι, την μεθεπομένη. Ο ναός ήταν βεβαίως κλειστός. Στο υπόστεγο της στάσης του λεωφορείου περίμενε μια γυναίκα. Την πλησίασα και την ρώτησα για τον ιερέα. Μου είπε ότι ό παπάς έλειπε στην Τρίπολη, καθώς λειτουργεί και σε μια εκκλησία εκεί. Κατηφόρισα τον κεντρικό δρόμο και στην περιφραγμένη αυλή ενός σπιτιού είδα μια γυναίκα. Μπήκα και πιάσαμε κουβέντα. Με πληροφόρησε ότι το όνομα του χωριού πριν ήταν Κακούρι .. Σε ερώτησή μου για το αν καλλιεργούσαν σιτηρά στην περιοχή, μου απάντησε ότι ακόμα σπέρνουν στον κάμπο της μαντίνειας πολλά σιτάρια, χιλιάδες τόνους, αλλά ότι εφέτος εξαιτίας των πολλών βροχών είχε πλημμυρίσει ο κάμπος και σάπισαν, οπότε είχαν θερίσει πολύ λίγο σιτάρι. Η μεγάλη καλλιέργεια σιτηρών δικαιολογούσε για μένα και την αφιέρωση του μεγάλου ενοριακού ναού στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, με βάση τα όσα είχα παρατηρήσει ήδη στην επιτόπια έρευνά μου. 
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας υπέργηρος άνδρας, ο οποίος μόλις που μπορούσε να περπατήσει και η γυναίκα μου είπε ότι ήταν ο πεθερός της. Αυτός μου είπε ότι ο ναός του αγίου Κωνσταντίνου ήταν πριν αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο και πως τότε ήταν και νεκροταφείο και ότι δεν είναι και πολλά χρόνια που τον αφιέρωσαν στον άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη]. Συμπλήρωσε ωστόσο ότι υπήρχε ένα ξωκλήσι άγιος Κωνσταντίνος παλιότερα. Αναρωτήθηκα γιατί άραγε και τι να σήμαινε αυτή η αλλαγή αλλά ο γέροντας δεν ήξερε γιατί, αν και εγώ την εύρισκα ενισχυτική της παραπάνω συσχέτισης των δύο Αγίων με τα σιτηρά αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη, βεβαίως. Αποχαιρέτισα τους ευγενικούς συνομιλητές μου και κατευθύνθηκα προς το σπίτι του παπά, όπως μου το υπέδειξαν, υποθέτοντας και ότι θα είχε πλέον επιστρέψει από την Τρίπολη, ήταν μία η ώρα. Το σπίτι του παπά ήταν προς την έξοδο του χωριού και πλησιάζοντας είδα μια οδική ταμπέλα που έδειχνε προς το χωριό Νεστάνη, σε λίγα χιλιόμετρα απόσταση. Προς στιγμή μπήκα στον πειρασμό να κατευθυνθώ προς τα εκεί, αν και δεν είχα πληροφορία για ναό ή ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο χωριό. Ωστόσο ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι κάποιο «σημάδι» τους θα εύρισκα, δεδομένης της ύπαρξης εκεί μονής αφιερωμένης στην Παναγία όσο και λόγω του εαρινού δρώμενου του Αηγιώργη που επιτελούν οι κάτοικοι. Πάρ’ όλ’ αυτά, άφησα την επίσκεψη στη Νεστάνη για άλλη μέρα και συνέχισα προς το σπίτι του παπά. 
Το αναγνώρισα γιατί, όπως τα περισσότερα σπίτια ιερέων που είχα επισκεφθεί, έδειχνε ότι ο ιδιοκτήτης ήταν ευκατάστατος, ενώ μια λευκή μερσεντές ήταν παρκαρισμένη στο γκαράζ, σημάδι και του ότι ο ιερέας θα είχε επιστρέψει. Αφού χτύπησα την πόρτα, βγήκε ένας άντρας κάποιας ηλικίας, γενειοφόρος καιμε τα μαλλιά του σε ένα σφιχτό κοτσάκι στον αυχένα,φορώντας φανελάκι και παντελόνι και υπέθεσα ότι είναι ο παπάς. Όταν του είπα ποια είμαι και τι ζητούσα, με έβρισε σχεδόν, όχι μόνο, όπως μου είπε, γιατί ήταν κουρασμένος αφού είχε πριν λίγο επιστρέψει από την Τρίπολη και είχε μόλις φάει, αλλά και γιατί ακόμα κι αν μπορούσε, δεν θα μου άνοιγε την εκκλησία.Του ζήτησα χίλες συγγνώμες για την ενόχληση, δικαιολογούμενη ότι για τα δεδομένα των μεγάλων πόλεων θεώρησα, κακώς, ότι ήταν νωρίς για φαγητό,ενώ από την άλλη εγώ επειγόμουν να κάνω την εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών έρευνά μου στο χωριό εκείνητην ώρα γιατί είχα πολλά χωριά ακόμα να επισκεφθώ μέσα στην ημέρα. Ωστόσο τον ρώτησα και γιατί πέρα από αυτά, δεν είχε ούτως ή άλλως σκοπό να μου ανοίξει την εκκλησία, όπως μου δήλωσε. Εκείνος μου απάντησε ότι δεν θα την άνοιγε γιατί κατάλαβε ότι ανήκω σε κύκλωμα κλεφτών και πως πηγαίνω δήθεν για να δω τις εικόνες για την ακαδημία ενώ στην πραγματικότητα εντοπίζω αυτές που κρίνω ότι είναι για κλέψιμο και μετά ειδοποιώ την σπείρα για να έλθει νας τις κλέψει! Το εξήγησα ότι έχω έγγραφα επίσημα που βεβαιώνουν ότι εργάζομαι όντως στην Ακαδημία και ότι πραγματοποιώ επιτόπια έρευνα κάτ’ εντολή της, όσο και βεβαίωση από τη Νομαρχίακαι του τα έδειχνα αλλά, χωρίς καν να τα κοιτάξει, μου απάντησε ότι αυτός δεν πιστεύει σε χαρτιά γιατί οι απατεώνες έχουνε χαρτιά που ΄γράφουν ότι βγήκανε από το νοσοκομείο και είναι ψεύτικα. Πρόσθεσε ότι αυτός αναγνωρίζει μόνον χαρτί από τον Μητροπολίτη. Τέτοιο χαρτί δεν είχα, οπότε τον ευχαρίστησα λέγοντάς του ότι οι ναοί δεν είναι ιδιοκτησία των παπάδων να τους κρατούν κλειδωμένους και να λείπουν ενώ πρέπει να είναι συνεχώς ανοιχτοί, δημόσιοι, στη διάθεση πιστών και άπιστων. Έφυγα, θιγμένη και στενοχωρημένη που αν και ιερωμένος με αποκάλεσε κλέφτρα, ψεύτρα και απατεώνισσα, χωρίς να έχει κανένα τέτοιο στοιχείο στη διάθεσή του, αρνούμενος μάλιστα να δει τα πειστήρια της δουλειάς μου. Είχε ένα δίκιο ως προς τη σχετικά ακατάλληλη ώρα αλλά όχι για τα υπόλοιπα. Κανένας άλλος ιερέας δεν με είχε προσβάλει έτσι, ούτε ο «ζόρικος» στην Καστάνιτσα, με τον οποίο είχαμε τελικά γίνει και φίλοι.

 Λεβίδι

 Πήρα το δρόμο για το Λεβίδι, όπου είχα πληροφορία για ναό αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] στο νεκροταφείο. Είχε περάσει το μεσημέρι όταν έφτασα, οπότε κάθισα και έφαγα σε ένα εστιατόριο στην πλατεία, περιμένοντας να περάσει και η ώρα της μεσημεριανής ανάπαυσης για να αναζητήσω και εδώ τον ιερέα ή κάποιον άλλο συνομιλητή. Ρωτώντας εκεί πληροφορήθηκα ότι το σπίτι του ιερέα ήταν δίπλα στην πλατεία και ευτυχώς τον βρήκα εκεί. 






Με συνόδευσε προθυμότατος στο κοιμητήριο, στο κέντρο του περίβολου του οποίου είναι ο ευμεγέθης ναός του αγίου Κωνσταντίνου. Μια πλάκα πάνω από την είσοδο έγραφε χρονολογία κτίσεως σχετικά νέα, το 1972, και το όνομα του δωρητή, το βαπτιστικό του οποίου ήταν Κωνσταντίνος, όνομα που εξηγούσε την αφιέρωση του ναού. Ο ιερέας δεν γνώριζε να μου πει αν προϋπήρχε αυτού του σχετικά νεότερου ναού άλλος πιο παλιός, κάποιο ομώνυμο ξωκλήσι ίσως που έγινε αιτία να επιλεγεί ο τόπος για το νεότερο αυτό νεκροταφείο, καθώς με πληροφόρησε ότι ήταν αλλού, παλιότερα. Εσωτερικά οι σχεδόν γυμνοί λευκοί τοίχοι και το λευκό, με ανάγλυφα στολίσματα τέμπλο, προσέδιδαν μια ψυχρότητα στο χώρο. Εκτός από τις εικόνες του τέμπλου, μια μεγάλη τοιχογραφία «Πλατυτέρας» στο τύμπανο του τόξου πάνω από την αγία τράπεζα, δύο ολόσωμες ανδρικές φιγούρες αγίων ένθεν και ένθεν του τέμπλου, μία προσκυνηματική των τιμώμενων αγίων πάνω σε λευκό, μαρμαρόγλυπτο στασίδι και ελάχιστες κινητές εικόνες στους τοίχους, δεν έφερε άλλη εικονογράφηση, εν αναμονή ίσως και σχετικών προσφορών από τους πιστούς. Άφησα τον ιερέα με ευχαριστίες στο σπίτι του και τον αποχαιρέτισα αφού μου έδωσε οδηγίες πώς να πάω στον Ορχομενό, που ήταν ο επόμενος προορισμός μου, γιατί είχα πληροφορία ότι και εκεί υπάρχει ναός νεκροταφείου αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. 

 Ορχομενός 

 Από το Λεβίδι το οποίο είναι χτισμένο σε ύψωμα, φαίνεται βόρεια όλος ο κάμπος του αρκαδικού Ορχομενού με το λόφο όπου είναι χτισμένο το χωριό. Ο λόφος αυτός στο κέντρο αυτού του επιμήκους οροπέδιου ανάμεσα στα βουνά, μοιάζει να το στενεύει και να το κλείνει σε εκείνο το σημείο, δίνοντάς του σχήμα σαν οκτώ, 8,με το ένα κομμάτι να είναι ο κάμπος της Μαντίνειας, στα ΝΑ και το άλλο του Ορχομενού, στα ΒΔ., αν προσανατολιζόμουν σωστά. Κατηφόρισα,με το αυτοκίνητο πάντα, στον κάμπο και μια οδική ταμπέλα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με ενημέρωσε ότι ένας νεολιθικός οικισμός υπάρχει εκεί όπου έβλεπα πάνω στο έδαφος κάποιες δομημένες πέτρες μέσα σε ένα συρματοπλεγμένο χώρο. Ψηλά, πάνω στη νότια πλαγιά του λόφου διέκρινα λίγα σπίτια που θα ανήκαν στο χωριό Ορχομενός, κατά τις οδηγίες του ιερέα. Ανηφόρισα ως εκεί και διαπίστωσα ότι το χωριό αποτελούν λιγοστά σπίτια στη σειρά και μια εκκλησία με νεκροταφείο στο τέλος της, χωρίς πλατεία ή έστω κάποια μαγαζιά. Δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά, αν και τα σπίτια έδειχναν να κατοικούνται. Πολλά σημάδια από αρχαία δομικά υλικά στο έδαφος και σε κάποια κτίρια με βεβαίωσαν ότι βρισκόμουν στο σωστό μέρος, στον αρχαίο Ορχομενό. 





Σταμάτησα το αυτοκίνητο εμπρός στην εκκλησία και κατέβηκα. Από τη δυτική πλευρά της μάντρας του κοιμητήριου, παράλληλα και σύριζα με τον χωματόδρομο, εκτείνεται μια δομημένη σειρά από μαρμάρινες πέτρες που μου φάνηκε σαν άνδηρο αρχαίου ναού, όπως μου επιβεβαίωσαν και κάποιες βάσεις κιόνων καθώς και λίγοι διάσπαρτοι σπόνδυλοι και κιονόκρανα τριγύρω. Ο ναός ήραν ευτυχώς ανοιχτός και μπήκα μέσα αναρωτώμενη αν ήταν αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, όπως είδα τους αγίους σε μεγάλη τοιχογραφία πάνω στο βόρειο τοίχο μες τους «ως δίδυμους» αγίους Δημήτριο και Γεώργιο στα δεξιά τους, ως στρατιωτικούς, πεζούς και ολόσωμους. Πιο δεξιά από αυτή τη σύνθεση, η τοιχογραφία ιστορεί τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμουεμπρός σε ένα βουνό, με την Σαλώμη να κρατάει την αποκομμένη κεφαλή του μέσα σε δίσκο πάνω απότο κεφάλι της και τον στρατιώτη που την αποκόβει. Καθώς πάνω στο ξυλόγλυπτο τέμπλο έβλεπα να είναι μόνον οι δεσποτικές εικόνες, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της τυπικής του αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, χωρίς κάποια αφιερωματική του ναού, δεν ήμουν σίγουρη σε ποιον άγιο/ους είναι αφιερωμένη η εκκλησία αλλά δεδομένων και άλλων εικόνων του αγίου Ιωάννηπάνω σε στασίδια και κρεμασμένες στους τοίχους, υπέθεσα ότι μάλλον είναι αφιερωμένη σε αυτόν. Ωστόσο δεν μπορούσα να παραβλέψω και μια ιδιαίτερη τιμή και ευσέβεια στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, λόγω της ισότιμης σε μέγεθος με αυτήν του Αποκεφαλισμού, τοιχογραφίας τους στον βόρειο τοίχο. 




 Φωτογράφισα και βγήκα προς αναζήτηση του ναού των δύο αγίων, σύμφωνα με την πληροφορία που είχα από το ερωτηματολόγιο, καθώς την ύπαρξή του εδώ ενίσχυε όχι μόνον η παρουσία αρχαιοτήτων αλλά και το χρυσαφί χρώμα του βόρειου κομματιού του απέραντου κάμπου πίσω από τον λόφο, που μαρτυρούσε εκτεταμένη καλλιέργεια δημητριακών. Καθώς στο χωριό δεν φαινόταν ανθρώπινη παρουσία για να ρωτήσω σχετικά, μπήκα στο αυτοκίνητο και προχώρησα στον χωματόδρομο προς τα δυτικά της εκκλησίας, σύρριζα στον αρχαίο ναό. Στο βάθος, πάνω σε ένα συνεχόμενο, χαμηλότερο λόφο, έβλεπα ένα ξωκλήσι και κατευθύνθηκα προς αυτό μέσα από έναν κακοτράχαλο δρόμο, φοβούμενη μην ξεμείνει το σαραβαλάκι μου μέσα σε αυτή την ερημιά. Όταν έφτασα εκεί, διαπίστωσα με απογοήτευση ότι ΄το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο και έμεινα με την απορία αν ήταν ασφαλής η πληροφορία μου περί ναού του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] εδώ, αν και η παρουσία δημητριακών και μάλιστα σε τέτοια έκταση, δήλωνε για μένα την παρουσία του. Επιστρέφοντας στο χωριό του Ορχομενού μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω, συνάντησα στο δρόμο έναν γέροντα που έσερνε με ένα σχοινί μια γίδα. Σταμάτησα και τον ρώτησα αν γνώριζε κάποιο εκκλησάκι του «Αγιοκωσταντίνου» στην περιοχή. Μου απάντησε, παραξενεμένος αλλά πρόθυμος, ότι υπάρχει σε έναν συνοικισμό του Ορχομενού, το «Ρούσι Καλπάκι», και μου έδειξε προς τα ΒΔ έναν άλλο, μικρότερο και χαμηλότερο, σχεδόν χωρίς βλάστηση λόφο, όπου διέκρινα ένα εκκλησάκι στην κορυφή του. Τον ευχαρίστησα και ακολούθησα τον δρόμο που μου υπέδειξε για να πάω εκεί. 





Πηγαίνοντας έβλεπα την απέραντη, περίκλειστη από βουνά, χρυσαφιά πεδιάδα να απλώνεται στα πόδια του λόφου βόρεια, ως τους πρόποδες του όρους Αρτεμίσιο, που έκλεινε στο βάθος τον ορίζοντα και μου φάνηκε ωσάν το εκκλησάκι και οι ιερές μορφές που στεγάζει, να είναι επόπτες και φύλακες-προστάτες του καλλιεργούμενου με σιτηρά αυτού κάμπου… Κατηφόρισα τον επίσης κακοτράχαλο δρόμο προς το «Ρούσι-Καλπάκι», το οποίο φαινόταν να αποτελείται, εκτός από το κοιμητηριακό εκκλησάκι του «Αγιοκωσταντίνου [και Ελένης], από δύο σπίτια όλα κι όλα, μέσα σε ένα τοπίο πετρώδες, σαν «νεολιθικό», με τα δύο χαμηλά πέτρινα σπίτια και ένα μεγάλο πέτρινο μαντρί. Μια ακαταστασία και εγκατάλειψη ήταν διάχυτη, ενώ πάνω στο ένα από τα δύο σπίτια ήταν γραμμένα με πράσινη μπογιά τεράστια κομματικά συνθήματα, που αναρωτιόμουν σε ποιους αναγνώστες και οπαδούς απευθύνονταν μέσα σε αυτή την ερημιά.
 Με το που έφτασα, δύο τεράστια τσοπανόσκυλα πετάχτηκαν γαβγίζοντας και έπεσαν πάνω στο αυτοκίνητο, απαγορεύοντάς μου την αποβίβαση, βεβαίως. Κόρναρα επανειλημμένα και περίμενα μήπως και φανεί κάποιος. Σε λίγο ένας πανύψηλος, γενειοφόρος και σωματώδης μελαχρινός άνδρας με κάπως άγρια όψη και με ρούχα στρατιωτικά, «παραλλαγής», πρόβαλε και με κοιτούσε παραξενεμένος. Χωρίς να βγω από το αυτοκίνητο, του εξήγησα ποια είμαι και τι γυρεύω, εκπλήσσοντάς τον περισσότερο, όπως φάνηκε, αλλά με πληροφόρησε πρόθυμα ότι το εκκλησάκι που φαινόταν στην κορυφή του λόφου περιβαλλόμενο από το νεκροταφείο, ήταν ανοιχτό και μπορούσα να πάω εκεί. Ξεκίνησα ακολουθούμενη για ένα διάστημα από τα σκυλιά, πάνω σε έναν ανώμαλο χωματόδρομο που περνούσε δίπλα από ένα άλλο μαντρί, από όπου πετάχτηκαν γαβγίζοντας άλλα θηριώδη τσοπανόσκυλα που έπεσαν πάνω στο αργοκίνητο αυτοκίνητο. Φοβήθηκα και πιισωγύρισα. Ο άνδρας δεν φαινόταν πουθενά, σε αντίθεση με τα σκυλιά, που είχαν προσεγγίσει πάλι το αυτοκίνητο αλυχτώντας, οπότε ακολούθησα έναν άλλο χωματόδρομο, που έβλεπα να προχωρεί βόρεια, περιμετρικά στη βάση του λόφου, οπότε, υπέθεσα, θα οδηγεί στο νεκροταφείο από την πίσω, αθέατη πλευρά του λόφου. Ο δρόμος σε λίγο στένεψε πολύ, ενώ κακοτράχαλες κοτρώνες άκουγα να κοπανιούνται στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου και στα δεξιά μου, σύρριζα στις ρόδες, ανοιγόταν ένας πετρώδης, απότομος γκρεμός μέχρι κάτω, στον κάμπο. Επιπλέον αυτών δεν έβλεπα να ανηφορίζει ο δρόμος προς το εκκλησάκι αλλά προχωρούσε στο φρύδι του γκρεμού προς άγνωστη σε μένα κατεύθυνση. Και να σταματούσα για να γυρίσωπίσω στο Ρούσι-Καλπάκι, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να στρέψω το αυτοκίνητοπρος τα πίσω,, σε αυτή την κακοτράχαλη στενωσιά πάνω από τον γκρεμό, οπότε προχώρησα μήπως βρω κάποιοπλάτωμα. Βρέθηκε σε λίγο ένα ελάχιστο πλάτωμα στην άκρη του δρόμου, γεμάτο μεγάλες κοτρόνες, ωστόσο σταμάτησα εκεί μήπως καταφέρω να κάνω σιγά-σιγά μανούβρες για να γυρίσω. Με την πρώτη κίνηση του αυτοκινήτου, άκουσα ένα δυνατό «γκαπ» και το ακινητοποίησα. Βγήκα και έσκυψα να δω από κάτω του τι συνέβη. Μια μεγάλη κοτρόνα είχε σφηνωθεί ανάμεσα στις μπροστινές ρόδες και είδα ότι αν δεν την μετακινούσα, δεν επρόκειτο να κινηθεί το αυτοκίνητο, ούτε μπρος, ούτε πίσω. Σύρθηκα πάνω στις πέτρες από κάτω αλλά η πέτρα ήταν σφηνωμένη και δεν έβγαινε, οπότε άρχισα να σκάβω με μια άλλη πέτρα από κάτω της για να δημιουργήσω κοίλωμα ώστε να την στρίψω κάπως για να βγει. Η επιχείρηση δεν ήταν καθόλου εύκολη, δεδομένης και της ηλικίας μου, γιατί το έδαφος ήταν πετρώδες και δεν σκαβόταν, ωστόσο συνέχιζα ξεσχίζοντας τα χέρια μου. Ταυτόχρονα αναλογιζόμουν με πικρό χιούμορ τι θέαμα θα παρουσίαζα αν με έβλεπε κανείς από ψηλά να σέρνομαι με την κοιλιά κάτω από το αυτοκίνητο στην άκρη του γκρεμού, στη μέση του πουθενά! Με τα πολλά, κατάφερα να μετακινήσω την σφηνωμένη πέτρα και μετά με πολλές μικρο-μανούβρες μπρος-πίσω στην άκρη του γκρεμούκατάφερα να το γυρίσω προς τα πίσω. Αφού το αυτοκίνητο δεν φαινόταν να έχει σοβαρή ζημιά, έφυγα εγκαταλείποντας την προσπάθεια να προσεγγίσω το εκκλησάκι που το είχα ήδη φωτογραφίσει από απόσταση εξωτερικά, κατευθυνόμενη πάλι προς το Λεβίδι. 
 Από εκεί συνέχισα, απτόητη, προς την Αλωνίσταινα, όπου είχα επίσης πληροφορία για ξωκλήσι «Αγιοκωσταντίνου», με μια στάση στη δροσερή Βυτίνα για να πιω έναν καφέ και να ρωτήσω για το δρόμο προς τα εκεί. 

Αλωνίσταινα 

Το όνομα του χωριού, πέρα από τη σχέση του με την βιογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και τη συμβολή του στην Επανάσταση, ήταν προκλητικό για την έρευνά μου,καθώς με παρέπεμπε σε αλώνι και σε σιτηρά, κάτι που επιβεβαίωνε για μένα και η ύπαρξη του ζητούμενου ξωκλησιού. Από τη Βυτίνα ανηφόρισα προς τα ΝΑ οδηγώντας μέσα στην ελατοβριθή, πανέμορφη διαδρομή .προς το χωριό, στην καρδιά του όρους Μαίναλο. Το πυκνό, σκουρόχρωμο ελατόδασος σκοτείνιαζε το δρόμο μου και είχα την εντύπωση ότι βράδιασε ξαφνικά.




 Έφτασα στο όμορφο χωριό με τα επιβλητικά, ψηλά πέτρινα σπίτια προχωρημένο απόγευμα και στάθμευσα στην έρημη πλατεία με την εκκλησία της αγίας Παρασκευής. Είδα μια καφετέρια-μπαρ που ήταν ανοιχτή όπου καθόντουσαν δύο νεαροί άνδρες. Αν και ήταν Σαββατόβραδο και το χωριό είχε τελευταία αναβαθμιστεί ως τουριστικός προορισμός, δεν έβλεπα κίνηση ή επισκέπτες, καθώς είχε περάσει και η εποχή των καλοκαιρινών διακοπών, Σεπτέμβρη μήνα.Ρώτησα τους νεαρούς άνδρες αν υπήρχε κανείς στο χωριό για να ρωτήσω κάποια πράγματα αλλά και για τον «Αγιοκωσταντίνο» για να διαπιστώσω αν τον γνωρίζουν. Γνώριζαν το ξωκλήσι αλλά δεν μπορούσαν να με κατευθύνουν να το βρω και με παρέπεμψαν να προχωρήσω στο εσωτερικό του χωριού μήπως βρω κάποιον να με καθοδηγήσει, όπως και έκανα. Προχώρησα στο δρόμο ανάμεσα στα ψηλά, σαν πυργόσπιτα, σπίτια του χωριού και έβλεπα άλλα να ερειπώνονται και άλλα πρόσφατα συντηρημένα. Σε λίγο είδα μια γυναίκα να ποτίζει έναν μικρό λαχανόκηπο με τροφαντά και περιποιημένα κηπευτικά που τα κλαδιά τους λύγιζαν από τους καρπούς. Πλησίασα και της έπιασα κουβέντα. Μεταξύ άλλων, μου είπε ότι και βέβαια γνώριζε το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] και μου έδωσε οδηγίες πώς να πάω εκεί, 2 χλμ. έξω από τη νότια έξοδο του χωριού. Δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή της να μπούμε στο σπίτι της να με κεράσει, γιατί δεν είχα αρκετή ώρα στη διάθεσή μου να βρω το ξωκλήσι πριν σκοτεινιάσει αλλά της υποσχέθηκα να πάω επιστρέφοντας από αυτό. 
 Βρήκα εύκολα, σύμφωνα με τις οδηγίες της, τα δύο νεόχτιστα σπίτια όπου θα εύρισκα κάποιους να μου δώσουν και άλλες οδηγίες για το ξωκλήσι. Κάποιοι μαστόροι έβαφαν το ένα σπίτι εξωτερικά. Όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο, ένας άνδρας βγήκε από το σπίτι, προφανώς ο ιδιοκτήτης του, και τον ρώτησα για το ξωκλήσι. Μου είπε ότι ήταν πολύ κοντά, στα εκατό μέτρα αλλά ότι έπρεπε να περάσω μέσα από την αυλή του για να το προσεγγίσω, γιατί είναι ιδιωτικό, της οικογένειάς του, που το είχε και ανακαινίσει πρόσφατα. Αφού απάντησα στην απορία του πώς έφτασα ως εκεί και γιατί με ενδιέφερα το εκκλησάκι, ακολούθησα πεζή το χωμάτινο δρομάκι που μου υπέδειξε. 



Σε λίγο έφτασα σε ένα ξέφωτο, ένα άπλωμα στην κορυφή μιας λοφώδους έξαρσης του εδάφους που φαινόταν σαν να εποπτεύει μια μεγάλη, κατάφυτη κοιλάδα ανάμεσα στις σχεδόν μαύρες από τα έλατα πλαγιές του βουνού, όπου ήταν το ξωκκλήσι. Παρά την κάλυψη της κοιλάδας με δέντρα, κυρίως καρυδιές και άλλα καρποφόρα, τα ασκημένα μάτια μου διέκριναν ότι στο ελαφρά επικλινές έδαφός της διατηρούνταν κάποιες πέτρινες πεζούλες-αναβαθμίδες, σημάδι για την παλιότερη καλλιέργεια σιτηρών εδώ. Το εκκλησάκι μικρό, ασβεστωμένο, φαινόταν όντως πρόσφατα χτισμένο ή συντηρημένο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και μπήκα στο περιποιημένο, καθαρό εσωτερικό του. 





Το τέμπλο χτιστό, λιτό, φέρει, ελλείψει χώρου, δύο μόνο κινητές «δεσποτικές» εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, «ασημοντυμένες», ενώ η αφιερωματική των δύο αγίων, «ασημοντυμένη» επίσης, είναι κρεμασμένη πάνω στο βόρειο τοίχο, σε γωνία με το τέμπλο, μαζί με μία του Χριστού φορτωμένη με τάματα, ενώ όλες, και αυτές στο τέμπλο, ήταν στολισμένες με κάποιο μοβ αγριολούλουδο. Τα τάματα αναρτημένα κάτω από την εικόνα του Χριστού μου κίνησαν το ενδιαφέρον, γιατί απ’ όσο είχα δει σε εκκλησίες, για κάποιο λόγο δεν συνηθίζεται να αναρτούν τάματα στην εικόνα του Χριστού, ή εγώ δεν το έχω παρατηρήσει. Πάνω στην «αγία τράπεζα» τοποθετημένη στην κόγχη του ιερού υπήρχαν αρκετές εικόνες, μερικές των αγίων Κ+Ε, ενώ στην εσοχή της «πρόθεσης» τρεις εικόνες του αγίου Γεωργίου ήταν τοποθετημένες δίπλα-δίπλα, στη σειρά. Φωτογράφισα και βγήκα από το εκκλησάκι. Παρατηρώντας το περιβάλλον, διέκρινα στο βάθος της κοιλάδας ανάμεσα στα δέντρα ένα άλλο ξωκλήσι Πήγα και ρώτησα τον ιδιοκτήτη του «Αγιοκωσταντίνου» σχετικά με αυτό και μου είπε ότι είναι η «Παναγίτσα», ένα πολύ παλιό εκκλησάκι, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή. 




Καθώς ήταν σε αρκετή απόσταση, πήρα το αυτοκίνητο για να το επισκεφθώ. Δυσκολεύτηκα να το βρώ μέσα στα δέντρα γιατί δεν βρισκόμουν στο ύψωμα του «Αγιοκωσταντίνου» και δεν το έβλεπα, χωμένο μέσα στα δέντρα. Εντέλει το ανακάλυψα και μάλιστα ανοιχτό και μπήκα μέσα. Το εκκλησάκι φαινόταν αρκετά παλιό και σημαντικό ταυτόχρονα για ξωκλήσι, λόγω του μεγέθους του και της εσωτερικής του, πλούσιας σχετικά διακόσμησης που συνήθως φέρουν ενοριακοί ναοί ή σημαντικά παρεκκλήσια: ξυλόγλυπτα στασίδια κατά μήκος των τοίχων, ξυλόγλυπτα στασίδια-κουβούκλια για τις προσκυνηματικές εικόνες, γυάλινο μεγάλο πολυέλαιο, μπρούτζινα μανουάλια, παλιά χρωματιστά πλακάκια στο δάπεδο, χρωματιστά τζάμια στα παράθυρα. Το ξύλινο τέμπλο απλό αλλά με μεγάλες, ζωγραφιστές εικόνες. Αφού το παρατήρησα και τράβηξα φωτογραφίες, βγήκα έξω αναρωτώμενη γιατί να βρίσκεται μέσα στην έρημη κοιλάδα μια τέτοια εκκλησία. Κοντά στο ναό παρατήρησα στο έδαφος κάποιες πέτρες πελεκημένες και ίχνη από κάποια τοιχία που μου κίνησαν την περιέργεια γιατί δήλωναν την παρουσία εδώ και κάποιων άλλων κτισμάτων παλιότερα. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν απομεινάρια από κτίσματα κάποιας πολύ παλιάς μονής σε αυτό το χώρο, της οποίας η «Παναγίτσα» να ήταν το καθολικό, οπότε να δικαιολογείται το ότι δεν μοιάζει να είναι ένα απλό ξωκλήσι, αλλά δεν μπορούσα βέβαια να είμαι σίγουρη και το αίνιγμα παρέμενε. 
Επέστρεψα στην Αλωνίσταινα καθώς σουρούπωνε πλέον και πήγα πάλι στην Μ., την μεσόκοπη γυναίκα που μου είχε δώσει τις πληροφορίες και της είχα υποσχεθεί να επιστρέψω, πόσο μάλλον που τώρα ήθελα να την ρωτήσω και σχετικά με την «Παναγίτσα». Με περίμενε και χάρηκε που είχα κρατήσει την υπόσχεσή μου να επιστρέψω. Με κέρασε καφέ και γλυκό. Μου είπε ότι η ίδια μένει στην Τρίπολη με την οικογένειά της και ότι είχε έλθει στο χωριό για Σαββατοκύριακο, να ποτίσει τα φυτά και να φροντίσει το σπίτι. Την ρώτησα μήπως γνώριζε κάτι περισσότερο για τον «Αγιοκωσταντίνο» αλλά και τι γνωρίζει για την «Παναγίτσα». Δεν γνώριζε κάτι ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο και καθώς δεν ήθελε να φύγω χωρίς να μάθω κάτι περισσότερο για την έρευνά μου, βλέποντάς με και απογοητευμένη, μου είπε ότι θα με πάει σε έναν υπέργηρο, 93 χρονών, χωριανό που μένει μόνιμα στο χωριό και αυτός ήξερε πολλά να μου πει. Με οδήγησε σε ένα σπίτι όπου κατοικεί ο γέροντας με την γερόντισσα γυναίκα του. Βρήκαμε τους δύο γέροντες στο ξύλινοηλιακό-μπαλκόνι καθισμένους δίπλα-δίπλα σε σκαμνάκια. Ανάμεσά τους είχαν μια μεγάλη πλαστική λεκάνη γεμάτη με ξερά φασόλια με τη φλούδα τους, όπως τα είχαν κόψει από τα φυτά και έπαιρναν λίγα-λίγα ο καθένας και τα ξεσπύριζαν, ρίχνοντας τα καθαρισμένα ξερά φασόλια σε ένα άλλο δοχείο, ως προμήθεια για τον χειμώνα. Μας υποδέχθηκαν όλο χαρές. Η Μ., αφού με σύστησε, έφυγε γιατί είχε δουλειές και εγώ παρέμεινα με το ζευγάρι που συνέχιζε να ξεσπυρίζει τα φασόλια.Η γερόντισσα μου έδωσε ένα σκαμνάκι να καθίσω κοντά τους και πριν καλά-καλά καθίσω, μια άλλη γερόντισσα που περπατούσε πολύ αργά και με αστάθεια στηριζόμενη σε μπαστούνι, βγήκε από το εσωτερικό του σπιτιού κρατώντας με τρεμάμενο χέρι το δίσκο με το κέρασμα, ένα ποτήρι δροσερό νερό και γλυκό καρυδάκι, και ξαναμπήκε μέσα στο σπίτι.. Πιάσαμε κουβέντα καθώς είχε αρχίσει πλέον να σκοτεινιάζει, τέτοια εποχή. Ο 93χρονος γέροντας, λεπτός, ευκίνητος, προσηνής, γλυκομίλητος και με μυαλό ακμαιότατο, ενώ η γυναίκα του, ήρεμη και σιωπηλή γριούλα -μικρότερή του, υπολόγισα- τον άκουγε ξεσπυρίζοντας τα φασόλια και σπάνια παρενέβαινε στη συζήτηση. Ο γέροντας αποδείχθηκε στη συνέχεια όχι μόνο καλός και πρόθυμος αφηγητής αλλά πραγματικός θησαυρός για μένα, σε αυτά που ήθελα να μάθω και μακάριζα την Μ. που με είχε φέρει σε επαφή μαζί του. 
 Μου είπε λοιπόν ο γέροντας ότι εκεί που βρίσκεται ο «Αγιοκωσταντίνος» και η «Παναγίτσα» είναι η «Παλιαλωνίσταινα», το πολύ-πολύ παλιό χωριό, ο τόπος δηλαδή όπου ήταν αρχικά χτισμένο, που ούτε ο ίδιος το είχε προλάβει, οι παλαιοί το λέγανε. Και πράγματι, ο ίδιος όπως και πολλοί άλλοι στο χωριό που σπέρνανε εκεί στάρια [νάτες οι σιταροπεζούλες, σκεφτόμουνα εγώ], πολλά στάρια, όταν οργώνανε βρίσκανε παλαιούς τάφους και αρχαία, σε μεγάλη έκταση μέσα στην κοιλάδα. Για το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] που είχα επισκεφθεί μου είπε ότι πριν χτίσουν οι σημερινοί ιδιοκτήτες του το σημερινό εκκλησάκι, δεν υπήρχε εκεί ξωκλήσι αλλά μόνο «ένα τοιχίο» χαμηλό, με ένα εικονοστάσι και ονόμαζαν το μέρος «Άγιο Κωνσταντίνο» γι’ αυτό έχτισαν μετά το εκκλησάκι [να τη και η Αγιαλένη, κι ας μην την λένε πια έτσι, σκέφτηκα εγώ]. Τάφους παλιούς και αρχαία εύρισκαν και κοντά στην «Παναγίτσα», όχι ακριβώς στην εκκλησία που είχα επισκεφθεί αλλά σε ένα παλιό τοπωνύμιο «Παναγίτσα» εκεί μέσα στην κοιλάδα και κυρίως στη θέση «Αγιατριάδα» πάνω στο βουνό, όπου ανεβαίνουν ακόμα με τα πόδια στη γιορτή και γίνεται μεγάλο πανηγύρι, με όργανα και χορό. Για την εκκλησία «Παναγίτσα» που είχα φωτογραφίσει, μου είπε ότι πρέπει να ήταν η ενοριακή του παλιού χωριού [να τα τα τοιχία που είχα παρατηρήσει κοντά της, σκέφτηκα] γιατί εκεί γύρω της ήταν το παλιό χωριό, η Παλιαλωνίσταινα, και γιατί και τώρα γίνεται εκεί στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής μεγάλο πανηγύρι. Σύντομα ο γέροντας έφερε την κουβέντα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, βεβαίως, αφού η Αλωνίσταινα ήταν η πατρίδα του και το χωριό είναι περήφανο για αυτόν. Μου αφηγήθηκε όλα τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, τα σχετικά με το οικογενειακό δέντρο και τους συγγενείς του, τις μάχες που έγιναν κοντά στο χωριό και γενικά τη συμβολή της Αλωνίσταινας στην Επανάσταση. Όλα αυτά με ζωντάνια, σαν να ήταν χθεσινά, πρόσφατα γεγονότα και ο Κολοκοτρώνης πολύ δικός του άνθρωπος. Ευτυχώς δεν είχε αντίρρηση να ηχογραφώ την κουβέντα μας και έχουν καταγραφεί οι διηγήσεις και οι πληροφορίες του λεπτομερώς στο μαγνητόφωνο. Ήμουν αφοσιωμένη στις αφηγήσεις του και το κρύο στην πλάτη μου με έφερε στην πραγματικότητα: είχε πλέον βραδιάσει και το ορεινό περιβάλλον στην καρδιά του Μαίναλου δεν αστειεύεται. Η λεκάνη με τα φασόλια είχε από ώρα αδειάσει, καθώς είχα βοηθήσει και εγώ λίγο στο ξεσπύρισμα, και οι γέροντες, συνηθισμένοι στο κλίμα, δεν έδειχναν σημάδια κόπωσης. Ενθουσιασμένοι με την απρόσμενη -και απρόσκλητη- παρέα και το κουβεντολόι που τους είχε προκύψει τούτο το Σαββατόβραδο στην ερημιά του χωριού, επέμεναν να μείνω και άλλο όταν τους ζήτησα συγγνώμη που τους είχα νυχτώσει και σηκώθηκα να φύγω. Παρά την επιμονή τους, τους ευχαρίστησα θερμά και μάζεψα τα πράγματά μου γιατί είχα και δρόμο να κάνω ως την Τρίπολη μέσα στη νύχτα. Σκεφτόμουν ότι κάτι τέτοιες συναντήσεις δικαιώνουν τη δουλειά του ερευνητή και τον αποζημιώνουν για την ‘όποια ταλαιπωρία… 
Κατέβηκα στην πλατεία να πάρω το αυτοκίνητο και είδα την εκκλησία της πολιούχου αγίας .Παρασκευής ανοιχτή, με το τρεμουλιαστό φως των κεριών να την φωτίζει από μέσα. Καθώς ο γέροντας μου είχε αφηγηθεί ‘ότι ο ναός είχε φτιαχτεί ή ανακαινισθεί με δωρεά του Κολοκοτρώνη από τα λάφυρα της μάχης στα Δερβενάκια, είχα τώρα παραπάνω λόγο να την επισκεφθώ και μπήκα μέσα. Μια γυναίκα παρέα με ένα μικρό κορίτσι άναβε τα καντήλια Σαββατόβραδο, αν και το χωριό, όπως είχα μάθει, δεν είχε παπά να κάνει εσπερινό. Η πλούσια προσφορά του Κολοκοτρώνη, έχει δώσει στο ναό μεταξύ άλλων πολύτιμων και ένα όμορφο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, επιχρυσωμένο. Τοιχογραφίες δεν είχε ο ναός αλλά μια μεγάλη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τυπική, με τον Σταυρό ανάμεσά τους, ήταν κρεμασμένη στο βόρειο τοίχο, δίπλα-δίπλα με μια εικόνα της αγίας Τριάδας, φέρνοντας στο νου μου όχι μόνο τα ξωκλήσια αλλά και την αναφορά τους στην αφήγηση του γέροντα.

 Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2003 


 Σηκώθηκα νωρίς για να προλάβω τις εκκλησίες της Τρίπολης ανοιχτές, κυρίως τον άγιο Βασίλειο. Πρόλαβα τη φάση όπου μεταλαμβάνουν «των αχράντων μυστηρίων» κυρίως τα πρόσφατα βαφτισμένα μωρά λαμπροντυμένα με τα «βαφτιστικά» τους ρούχα αλλά και μάλλον όσοι είχαν μνημόσυνο για προσφιλή εκλιπόντα μετά τη θεία λειτουργία, όπως έκρινα από το στολισμένο δίσκο των κόλλυβων στο κέντρο της εκκλησίας. Ο ναός, προς έκπληξή μου, δεν είχε εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Βγαίνοντας μου πρόσφεραν ένα σακκουλάκι με κόλλυβα και ψωμάκι, όπως συνηθίζεται να δίνουν σε όλους τους εκκλησιαζόμενους και τα έφαγα επιτόπου ευχαρίστως. Εκεί μοίραζαν και μια θρησκευτική εφημερίδα που εκδίδει η Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Πήρα μία και διάβασα στο κύριο άρθρο της προβληματισμό σχετικά με την αναζωπύρωση του Παγανισμού, με αφορμή ένα σχετικό συνέδριο που είχε λάβει χώρα πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Με πύρινα λόγια κατά των Παγανιστών, υπερασπιζόταν την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, χωρίς ωστόσο να θεωρεί ότι αυτή απειλείται σοβαρά από τον Νεοπαγανισμό.
 Καθώς ήταν 7 του μήνα, παραμονή της γιορτής της Γέννησης της Παναγίας, γιορτή που εκτιμώ με βάση τα συμβολικά και εποχικά της συμφραζόμενα ότι έχει αναφορές στην αρχαία λατρεία και της Μάνας-και-κόρης, είχα αποφασίσει να μεταβώ και πάλι στην Μαντίνεια, στο «Γκορτσούλι», την αρχαία ακρόπολη όπου γιόρταζε σήμερα και αύριο το κατά κορυφήν του εκκλησάκι, αφιερωμένο στην εν λόγω γιορτή και όπως είχα δει την προηγούμενη ημέρα, γίνεται εκεί πανηγύρι.. Η θέση του λόφου μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Μαντίνειας με απέραντους κάμπους σιτηρών τριγύρω του και η αφιέρωση του ξωκλησιού του στη συη Γεννηση της Παναγίας, δηλαδή σε γέννηση ιερής-άγιας Κόρης από ιερή-άγια Μητέρα, σε κρίσιμη εποχικά στιγμή για την καλλιέργεια των σιτηρών εν αναμονή -και για πρόκληση- των φθινοπωρινών βροχών που θα ποτίσουν την ξεραμένη Μάνα-γη στο μεταίχμιο του καλοκαιριού προς το φθινόπωρο, παρέπεμπε για μένα στην προχριστιανική και στη χριστιανική λατρεία των δύο αυτών συβολικών ιερών μορφών. Κοιτώντας τις σημειώσεις μου το πρωί πριν ξεκινήσω, είχα επιβεβαιώσει τη «συνέχεια», κατά ένα τρόπο, της σχετικής λατρείας, καθώς είχα σημειώσει ότι στο αρχαιολογικό μουσείο της Τρίπολης εκτίθενται αρκετά ειδώλια γυναικείας μορφής , ίσως της Αρτέμιδας, που βρέθηκαν πάνω στο Γκορτσούλι. Και μόνο αυτή η παρατήρηση θα ήταν για μένα ικανή να τεκμηριώσει την υπόθεσή μου για τη διαχρονική θρησκευτική σημασία του λόφου και τη σχέση της με την μητέρα-θεά Δήμητρα-Ελένη. 

Γκορτσούλι
 
(Πανηγυρικός Εσπερινός παραμονή της  γιορτή της Γέννησης της Παναγίας)

Έφτασα στη βάση του λόφου Γκορτσούλι, σκεπτόμενη ότι η σύγχρονη αυτή ονομασία του οφείλεται μάλλον στις άγριες αχλαδιές/απιδιές που θα φύτρωναν εκεί, καθώς λαϊκά η αγραπιδιά ονομάζεται «γκορτσά» ή «γκορτσιά», λέξη αλβανικής προέλευσης, δηλαδή εδώ «Γκορτσούλι=μικρός τόπος με γκορτσιές», που μου θύμισε το ανάλογο τοπωνύμιο στη θέση του σπιτιού μου στο χωριό, «Αγραπιδούλα».  Λόγω της έλλειψης χωριού σε αυτό το σημείο, τα παραπήγματα για το πανηγύρι (πρόχειρες, ημιϋπαίθριες/ημιστεγασμένες κατασκευές με πάγκους με διάφορα εμπορεύματα προς πώληση, εστιατόρια, ψησταριές κ.λπ.) είχαν στηθεί ένθεν και ένθεν κατά μήκος του δημόσιου, ασφαλτοστρωμένου δρόμου. 









Αφίσες με φωτογραφίες μουσικών και τραγουδιστών που θα διασκέδαζαν το βράδυ τους πανηγυριώτες ήταν αναρτημένες σε κολώνες του ηλεκτρικού, τηλεφώνου, κορμούς δέντρων κ.ά. όχι μόνον εδώ αλλά όπως είχα δει ερχόμενη και κατά μήκος της διαδρομής από την Τρίπολη, όσο και στα γύρω χωριά, διαφήμιζαν τα μουσικά συγκροτήματα και το πανηγύρι γενικότερα. Οι πολλές σφαγμένες γουρουνοπούλες, με τα γδαρμένα, ροδαλά τους σώματα περασμένα ήδη στις σούβλες για το ψήσιμο, αρκετές σκεπασμένες με φυλλωσιές για προστασία από τις μύγες και δροσιά μέσα στη ζέστη ήταν στημένες όρθιες στη σειρά δίπλα στις ηλεκτροκίνητες ψησταριές, δίνοντας μια εικόνα αλλά και πραγματικότητα αποτρόπαιη, αδιαχώριστη ωστόσο από όλα τα πανηγύρια στην Πελοπόννησο. Οι πάγκοι για τα αμπορεύματα αν και είχαν ήδη στηθεί, δεν είχαν γεμίσει ακόμα με αυτά, ενώ στις δύο ανταγωνιστικές «παράγκες»-εστιατόρια ήταν ήδη στημένα τα «πάλκα», πρόχειρες εξέδρες για τις μουσικές κομπανίες, τα τραπέζια και τα καθίσματα που θα φιλοξενούσαν τους πανηγυριστές για την κατανάλωση γουρουνοπούλας, σουβλακιών και μπύρας. Αναλογιζόμουν το βραδινό ηχητικό κομφούζιο που θα προέκυπτε όταν θα γέμιζαν από κόσμο αυτά τα μαγαζιά-εστιατόρια, καθώς η απόσταση μεταξύ τους ήταν πολύ μικρή, αφού τα χώριζε μόνο ο δρόμος, ενώ η μουσική μεταδίδεται συνήθως εκκωφαντικά από τα μεγάφωνα.



 Αφού περιηγήθηκα τον χώρο και τράβηξα αρκετές φωτογραφίες (είχα προμηθευτεί κι άλλα φιλμ από την Τρίπολη για την περίσταση) μπήκα στο αυτοκίνητο κα ανηφόρισα τον δρόμο που τυλίγεται ελικοειδώς γύρω από το λόφο σαν φίδι για να φτάσω στην κορυφή, όπου το εκκλησάκι της αγίας Άννας και της νεογέννητης Παναγίας, όπου θα γινόταν και ο πανηγυρικός εσπερινός της γιορτής. Καθώς ανηφόριζα σιγά-σιγά είχα τη δυνατότητα να παρατηρώ κάπως το τοπίο γύρω από το λόφο, από ψηλά. Ο απέραντος κάμπος της Μαντίνειας, όλο το οροπέδιο της Τρίπολης δηλαδή, απλωνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς ο μικρός σχετικά αυτός λόφος υψώνεται πανταχόθεν ελεύθερος, ωσάν κάποιο χέρι να τον έχει τοποθετήσει εκεί επίτηδες. Σκεφτόμουν ότι αν αυτό το περίκλειστο από βουνά οροπέδιο ήταν κάποτε λίμνη (όπως και ήταν κατά καιρούς, πλημμυρίζοντας) το «Γκορτσούλι» θα ήταν σαν ένα μικρό νησί στο ΒΑ άκρο του.Η θέση του το καθιστά εξαιρετικό στρατηγικό σημείο, ωσάν φυλάκιο μπροστά στα επιβλητικά βουνά Παρθένιο και Αρτεμίσιο στα Βορειοανατολικά του όπου περνούν και οιορεινοί δρόμοι που συνδέουν το οροπέδιο με την Αργολιδοκορινθία και την Τσακωνιά, ενώ στα ΝΔ στο όρος Μαίναλο ο δρόμος που το συνδέει με τη Γορτυνία, στα ΝΑ όπου οι ρίζες των βουνών Πάρνωνα και Ταῡγετου, προς τη Λακωνία και νότια προς τη Μεσσηνία. Ένα είδος «ομφαλού» με ένα στεφάνι μεγάλων βουνών γύρω του στην καρδιά της ορεινής Αρκαδίας και ολόκληρης της Πελοποννήσου, θέση που κάτ’ εμέ δικαιολογεί και τη διαχρονική λατρεία εδώ της Μεγάλης Μητέρας-Ελένης-Δήμητρας και Κόρης-Παρθένου-Αρτέμιδος, όπως δηλώνουν και τα ονόματα των βουνών κοντά του, όσο και το χρυσαφί χρώμα από τα σιτηρά των κάμπων τριγύρω.
 Έφτασα σε ένα μεγάλο πλάτωμα-πεζούλα ακριβώς κάτω από τον κατά κορυφήν, χαμηλό πέτρινο περίβολο της εκκλησίας, που κάνει χρέη πάρκιν για τις ανάγκες του πανηγυριού και ίσως άλλων γιορτών εδώ. Πάρκαρα το αυτοκίνητο σε σημείο που να μου δίνει τη δυνατότητα να φύγω σε περίπτωση που το πάρκιν θα γέμιζε με αυτοκίνητα και ταυτόχρονα αρκετά κοντά στον περίβολο, ώστε να μπορώ να προμηθεύομαι υλικά για την έρευνα από αυτό σε περίπτωση που θα είχα έλλειψη. Βγαίνοντας, είδα με ταραχή μια αρκετά μεγάλη ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας που ανέγραφε: «Προϊστορική ακρόπολη», επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις που είχα κάνει προηγουμένως, ενώ ο απέραντος καμπος απλωνόταν γύρω από το λόφο χρυσαφένιος προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ο χαμηλός πέτρινος περίβολος φαινόταν να περιλαμβάνει δύο κτίρια: ένα κοσμικό στα αριστερά, προς τη δύση με ένα καμπαναριό και ανατολικά την επιμήκη εκκλησία με δύο τεράστια πουρνάρια στο ΒΑ και το ΝΑ άκρα της, κτίρια που έδιναν στον ιερό τόπο χαρακτήρα μονής. .Γιρλάντες με τριγωνικά σημαιάκια και ένα μεγάλο πανό αναρτημένο αριστερά της εισόδου στον περίβολο ττης εκκλησίας υποδέχονταν τους πανηγυριστές, το τελευταίο εκ μέρους της «Κοινότητας Πικερμίου και των Συλλόγων των απανταχού Πικερμιωτών», καθώς φαίνεται ότι διοικητικά και εκκλησιαστικά ο λόφος ανήκει στο χωριό Πικέρμι, το οποίο δεν είχα ακόμα επισκεφθεί. Μπήκα στον περίβολο. Το κοσμικό κτίριο στ΄ αριστερά, που η δυτική πλευρά του προεξέχει από τον περίβολο, φαινόταν σχετικά καινούργιο. Προχώρησα προς το ναό, τη νότια και βόρεια πλευρές του οποίου σκιάζει από ένα χαγιάτι. Από κοντά είδα ότι οι πέτρες των τοίχων του είναι μεγάλες και ανόμοιες, άλλες τεράστιοι ογκόλιθοι λαξευμένοι σε παραλληλόγραμους δόμους ωσάν σε δεύτερη οικοδομική χρήση και άλλες μικρότερες, σε διάφορα ακανόνιστα μεγέθη και όλες συνδεδεμένες με αρκετά φαρδείς αρμούς. Οι τοίχοι αυτοί και μάλιστα στην ανατολική πλευρά του ναού, μου έφεραν στο νου με συγκίνηση εκκλησάκια, και μάλιστα της Αγιαλένης, που είναι χτισμένα με οικοδομικό υλικό από υποκείμενα ή παρακείμενα αρχαία ιερά κτίσματα, επιβεβαιώνοντάς μου ότι και εδώ προϋπήρχε της χριστιανικής εκκλησίας ένα ή περισσότερα αρχαία ιερά κτίσματα, από τα οποία προέρχονται οι πέτρες της εκκλησίας .. 







 Έξω από τη νότια είσοδο στο ναό είχε τοποθετηθεί ένα παγκάρι όπου ένας ηλικιωμένος, καλοστεκούμενος άνδρας τακτοποιούσε κεριά που έβγαζε από κάτι κουτιά και μεγάλες λαμπάδες, κάποιος εκκλησιαστικός επίτροπος, κατάλαβα και του συστήθηκα ποια είμαι και τι δουλειά ήθελα να κάνω εκεί. Μιλήσαμε λίγο σχετικά και μπήκα στο ναό που τώρα ήμουν σίγουρη ότι ήταν της Παναγίας αλλά και κάποιας αρχαίας θηλυκής θεότητας πριν από αυτήν εδώ, αλλά δεν γνώριζα ποιας ακριβώς και αναρωτιόμουν με αγωνία εάν θα μου «έδινε σημάδι» και η Ελένη/Αγιαλένη εδώ. Το πλακόστρωτο δάπεδο από τοπική πέτρα, είχε στο κέντρο του ναού ένα μαρμάρινο ανάγλυφο αστέρι με ουρά που φαινόταν πολύ πιο παλιό από αυτόν. Το τέμπλο ξύλινο απλό, βαμμένο με ζωηρά χρώματαδεν έδειχνε πολύ παλιό. Εκτός από τις δεσποτικές εικόνες (Παναγία βρεφοκρατούσα, Χριστό, άη Γιάννη πρόδρομο) φέρει και την αφιερωματική με την γέννηση της Παναγίας, στη φάση του λουτρού της. Αριστερά από αυτήν μία με τον άγιο Τρύφωνα προστάτη των αγροτών-αμπελουργών με το κλαδευτηράκι στο χέρι του και στα δεξιά του αγίου Ιωάννη μία εικόνα του αγίου Νικολάου. Εμπρός από το βόρειο τοίχο υπήρχε ένα σκαλιστό ξύλινο «στασίδι»-εικονοστάσι πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας ως «Ζωοδόχου Πηγής», που μου φάνηκε γνωστή, σαν να την είχα ξαναδεί κάπου πρόσφατα. Παρατηρώντας την, αναγνώρισα την κάπως «αιρετική» τεχνοτροπία αγιογραφίας της ζωγράφου μοναχής Ειρήνης που τοιχογραφίες της είχα δει εντυπωσιασμένη στη μονή Καλτετζών πριν τρεις ημέρες! Αναρωτήθηκα εάν έδινε έργα της, επί παραγγελία ή μη, αμοιβόμενη ή όχι, και σε άλλους ναούς, ποιος ξέρει σε πόσους και ποιους άλλους ναούς… 

Γκορτσούλι , μονή Γέννησης της Παναγίας, καθολκό , 7.9.2003. Εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής πάνω σε στασίδι, έργο της μοναχής Ειρήνης από τη μονή Καλτετζών. 

Στρέφοντας το βλέμμα μου και προς το νότιο τοίχο, την είδα: μια μικρή σχετικά εικόνα των αγίων κωνσταντίνου και Ελένης κρεμόταν στο κέντρο του λευκού, ασβεστωμένου τοίχου, με τρόπο που παρά το μέγεθός της φαινόταν σαν να «δέσποζε» μέσα στο ναό. Στα αριστερά της ένας καβαλάρης άη-Δημήτρης ήταν αντικριστός με έναν καβαλάρη άη-Γιώργη, απέναντί του, στο βόρειο τοίχο. Στα δεξιά της, οι ζευγαρωτοί, «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Θεόδωροι καλπάζουν αγκαλιασμένοι σχεδόν σαν ένα σώμα και αυτοί και τα άλογά τους και δίπλα σε αυτούς η γνωστή μου «τριάδα» δύο άγιοι + κόρη (Ραφαήλ, Νικόλαος, κόρη Ειρήνη) και πάνω στο δυτικό τοίχο άλλοι δύο «ως δίδυμοι» άγιοι, οι άγιοι Ανάργυροι! Για μένα, ο συνδυασμός αυτών των εικόνων δήλωνε και την παρουσία της Ελένης/Αγιαλένης εδώ στο μικρό ναό τον αφιερωμένο στην Μάνα-και-Κόρη, την αγία Άννα και την Παναγία, πάνω στον αρχαιολογικό χώρο!... Κάθισα σε μια καρέκλα να καταλαγιάσω την ταραχή μου αλλά τα «σημάδια» δεν με άφηναν: κάτω από την αφι ερωματική εικόνα της Γέννησης της Παναγίας στο τέμπλο, ήταν μια γλάστρα με φουντωτό, δροσερό βασιλικό, φυτό που συνδέεται με την αγία Ελένη, γιατί θρυλείται ότι η μυρωδιά του την οδήγησε στην Εύρεση του Σταυρού.


 Βγήκα έξω και πιάσαμε κουβέντα με τον Επίτροπο, συνταξιούχο που έχει επανεγκατασταθεί στο χωριό του, το Πικέρνι, μετά τη σύνταξη, είναι δημοτικός σύμβουλος και ασχολείται πολύ με τα κοινά. .Μου επιβεβαίωσε ότι το όνομα «Γκορτσούλι» προέρχεται ως υποκοριστικό του, από το «Γκορτσά», την αγραπιδιά. Έμαθα από αυτόν ότι τα κοντινά χωριά Πικέρμι και Αρτεμίσιο μαλώνουν για το σε ποιο από αυτά ανήκει το εκκλησάκι στο Γκορτσούλι, γι’ αυτό παρόλο που το χωριό Πικέρνι ανήκει τώρα στον διευρυμένο καποδιστριακό «Δήμο Μαντινείας», ο επίτροπος είχε γράψει στο πανό που είχα δει στην είσοδο στον περίβολο «Κοινότης Πικερμνίου», για να κατοχυρώσει φαίνεται το εκκλησάκι στο Πικέρνι… Έμαθα επίσης ότι παλιότερα υπήρχαν διώροφα κελιά και πίσω από το βόρειο τοίχο του ναού τα οποία ερειπώθηκαν και τα γκρέμισαν και πως το καινούργιο κτίριο στη δυτική πλευρά του περίβολου χτίστηκε με δωρεά του Μητροπολίτη Γερμανού. Ο Επίτροπος δεν γνώριζε πότε είχε κτιστεί ο ναός, ούτε αν κάποιες από τις πέτρες της λιθοδομής του είναι αρχαίες, ωστόσο θαύμαζε πώς να τις είχαν ανεβάσει εκεί, τόσο τεράστιες που είναι. Μιλήσαμε και για τα σιτηρά. Μου είπε και αυτός ότι παλιότερα όλος ο κάμπος της Μαντίνειας σπερνόταν σιτάρι και ότι παρόλο που σήμερα καλλιεργούν και λαχανικά (όπως είχα δει και στο χωριό Μηλιές) το σιτάρι εξακολουθεί να είναι μεγάλη καλλιέργεια κυρίως στον κάμπο, ενώ παλιότερα έσπερναν και στις γύρω του πλαγιές των λόφων και στα χαμηλά των βουνών, λόγω του ότι στον κάμπο η σιτοκαλλιέργεια απειλούνταν συχνά από πλημμύρες. Σκεφτόμουν ότι δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχε και εδώ η κριθαρο-σιταρο θεά, η Μεγάλη Μητέρα: Ελένη/Αγιαλένη, Μάνα-και-Κόρη, η χριστιανική όψη της ως Αγία Άννα και Παναγία.


 Μια άλλη ταμπέλα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τοποθετημένη κάτω από την μεγάλη δρυ στο ΒΔ τμήμα του περίβολου, τράβηξε την προσοχή μου. Έγραφε «προϊστορικός οικισμός» και ήταν δίπλα στα χαμηλά τοιχία ενός τετράπλευρου κτίσματος, αρκετά μεγάλου, όσο με άφηναν να διαπιστώσω τα ξερόχορτα που γέμιζαν τον τόπο. Αναρωτήθηκα αν ήταν αυτό το προϊστορικό ιερό και αν ανήκαν σε αυτό οι αρχαίες πέτρες που έχουν εντοιχιστεί στην εκκλησία, αν και έδειχναν να είναι ριζιμιές χαμηλά στο σημείο του τοίχου που τις έβλεπα ενσωματωμένες. Κάποια στιγμή μπήκε στον περίβολο ένα αυτοκίνητο που μετέφερε τον ιερέα, την παπαδιά και έναν άλλο Επίτροπο. Ο Επίτροπος με τον οποίο μιλούσα έφυγε για να πάει στο σπίτι του για να φάει και να ξεκουραστεί, όπως μου είπε, ώστε να επανέλθει αργότερα για τον πανηγυρικό εσπερινό. Τη φροντίδα του χώρου ανέλαβαν τώρα ο ιερέας και ο άλλος Επίτροπος. Ο ιερέας, ευπροσήγορος, γελαστός, απλός λειτουργός, καμιά σχέση με τον ιερέα με τον οποίο είχα μιλήσει και μαλώσει μαζί του την προηγούμενη ημέρα στο χωριό Αρτεμίσιο. Η παπαδιά μεσόκοπη αλλά πολύ καλοστεκούμενη και προκομμένη, κουβαλούσε νερά, γλυκά, βραστό κρέας και άλλα καλούδια για να κερνιέται το εκκλησίασμα και όσοι θα διανυκτέρευαν εδώ. Η ίδια άνοιξε το κτίριο που κάνει χρέη «κελιών» και μπήκα μαζί της μέσα. Ήταν πεντακάθαρο και τακτοποιημένο και η παπαδιά διευθέτησε τα φαγώσιμα και άλλα πράγματα που είχε φέρει στην άρτια εξοπλισμένη με ηλεκτρικές συσκευές, αστραφτερή από καθαριότητα κουζίνα Κάναμε μαζί ελληνικό καφέ και τον ήπιαμε παρέα στην καλοβαλμένη τραπεζαρία, μαζί και με τον νεοφερμένο Επίτροπο. Πιάσαμε κουβέντα από την οποία δεν προσκόμισα κάποιες καινούργιες πληροφορίες σχετικά με το μοναστήρι και το πανηγύρι. Με εντυπωσίαζε ωστόσο το γεγονός ότι αμφότεροι αδιαφορούσαν πλήρως για το ότι εδώ ήταν προϊστορική ακρόπολη και ότι προϋπήρχαν αρχαία κτίσματα, η δε παπαδιά μου φάνηκε ότι τα αγνοούσε πλήρως, παρά τις πινακίδες. Και οι δύο, όπως και ο παπάς που τον ρώτησα αργότερα, ήταν πεπεισμένοι ότι τα ερείπια του προϊστορικού κτίσματος μέσα στον περίβολο είναι του «πρώτου», του παλαιότερου ναού της Γέννησης της Παναγίας, «το οποίο γκρεμίστηκε και γι’ αυτό οι προσπάπποι τους έχτισαν το σημερινό εκκλησάκι». Σκεφτόμουν όμως ότι δεν έπεφταν και εντελώς έξω, αφού το κτίσμα ή κάποιο άλλο ιερό στο χώρο εδώ ήταν αφιερωμένο στη «Μεγάλη μητέρα», την «πρώτη κάτοικο» του ιερού αυτού τόπου… Δεν γνώριζαν να μου πουν γιατί το νέο εκκλησάκι δεν χτίστηκε πάνω στα ερείπια του «πρώτου» και το πώς είχαν βρεθεί εδώ επάνω οι τεράστιες πέτρες στην τοιχοδομή το, αν και απορούσαν και αυτοί πώς τις ανέβασαν ως εκεί, ιδιαίτερα τον ογκόλιθο που αποτελεί το ανώφλι στη νότια είσοδο της εκκλησίας. Ρώτησα αν γνώριζαν να υπάρχει στην περιοχή άλλη εκκλησία αφιερωμένη στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, εκτός από αυτές στις Μηλιές και στο Αρτεμίσιο, ή στην Αγιαλένη μόνη. Ο Επίτροπος μου είπε ότι στο Πικέρμι λίγο έξω από το χωριό, στην τοποθεσία «Κοντοβελόνι», υπάρχει ένα εικονοστάσι αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και ότι εκεί υπάρχει και μια πηγή και κοντά αλώνια και σιταροπεζούλες, γιατί το χωριό είναι χτισμένο στη ΝΔ πλαγιά του Παρθένιου όρους. Περιβάλλεται από «Αγιοκωσταντίνους» και Ελένες λοιπόν, το Γκορτσούλι, σκέφτηκα εγώ και ρώτησα αν μπορώ να πάω στο εικονοστάσι με το αυτοκίνητο, μέχρι να αρχίσει ο εσπερινός. «Περίμενε, θα πάμε παρέα», μου είπε ο Επίτροπος, «γιατί ξέχασα να πάρω τα φάρμακά μου μαζί μου και θέλω να πάω να τα φέρω. Ευκαιρία να σε πάω στον Αγιοκωσταντίνο, να πάρω τα φάρμακα και να δεις και το χωριό μας!». Βεβαίως συμφώνησα, μετά χαράς, και θα ξεκινούσαμε όταν ολοκλήρωναν τις ετοιμασίες. 







 Βγήκαμε έξω στον περίβολο. Ένα αυτοκίνητο από κάποιο ανθοπωλείο της Τρίπολης, όπως είδα στην επιγραφή, είχε φτάσει μπαίνοντας από τη βόρεια είσοδο που είναι βατή και στα αυτοκίνητα. Ένας νεαρός ξεφόρτωνε δύο όμοιες λουλουδένιες κορνίζες από λευκά χρυσάνθεμα με ένθετα κόκκινα τριαντάφυλλα, που προορίζονταν για τον πανηγυρικό ανθοστολισμό, η μία της προσκυνηματικής εικόνας της Γέννησης της Παναγίας που ήταν τοποθετημένη έξω, σε ένα στασίδι δεξιά της νότιας εισόδου στο ναό από όπου θα έμπαιναν οι προσκυνητές, δίπλα στο παγκάρι με τα κεριά και η άλλη για την ίδια εορτάζουσα εικόνα πάνω στο τέμπλο του ναού. Η παπαδιά βοήθησε το παλικάρι να στερεώσει τις λουλουδένιες κορνίζες στις δύο εικόνες. Εγώ σκεφτόμουν ότι αυτές οι έτοιμες, στυλιζαρισμένες κορνίζες από ανθοπωλείο, είναι νεωτερισμός, ένα είδος μόδας, όπως παρατηρούσα και αλλού, που πέρα από αυτό δηλώνει είτε οικονομική ευρωστία του ναού, είτε έλλειψη γυναικείων χεριών που παλιότερα -και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα- οι γυναίκες στολίζουν εθιμικά τις εικόνες περίτεχνα με λουλούδια εποχής από τους κήπους. Είχα πεινάσει και πήγα στο αυτοκίνητο, στο οποίο είχα ακόμα ζυμωτό ψωμί, σκληρό τυρί και ξινα σταφύλια που μου είχε δώσει η Ευσταθία στη Βόριζα. Διατηρούνταν μια χαρά και απόλαυσα το λιτό κολατσιό, ευχαριστώντας την νοερά.


 Κάποια στιγμή μπήκε στον περίβολο και ένα άλλο αγροτικό αυτοκίνητο με ανοιχτή καρότσα και στάθμευσε στη ΝΑ γωνία του ναού. Πάνω στην καρότσα του ήταν δεμένα δύο μεγάλα αρνιά, τα οποία κατέβασαν κάτω αλληλοβοηθούμενοι τρεις άνδρες που βγήκαν από την καμπίνα του οδηγού. Έμαθα ότι ήταν τάμα τους προς την Παναγία και ότι θα τα έβαζαν σε λαχνό για ενίσχυση της μονής με τα έσοδα από αυτούς. Έδεσαν τα ταμένα πρόβατα στους κορμούς των τεράστιων πουρναριών που είναι ανατολικά της εκκλησίας. Πρόσεξα ότι τα σχοινιά με τα οποία τα έδεσαν ήταν στριμμένα με χοντρούς, πολύχρωμους (κόκκινο-κίτρινο-μπλε) σπάγκους. Ρωτώντας έμαθα ότι ήταν φτιαγμένα έτσι εορταστικά επί τούτου, για την περίσταση της αφιέρωσης, από την γυναίκα του αφιερωτή. Ένας από τους τρεις άνδρες έβγαλε από την καμπίνα του αυτοκινήτου έναν τεράστιο, φουντωτό βασιλικό μέσα σε γλάστρα ντυμένη με ασημόχαρτο, στολισμένο και με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μετέφερε αυτοπροσώπως τον βασιλικό μέσα στο ναό και τον ακούμπησε, αφιερωματικά, κάτω από την εορτάζουσα εικόνα της Γέννησης της Παναγίας στο τέμπλο, κάτ’ εντολήν και σύμφωνα με τις οδηγίες της γυναίκας του, όπως μου είπε όταν τον ρώτησα σχετικά, η οποία γυναίκα του θα ερχόταν αργότερα, για τον εσπερινό. Ρώτησα και γιατί πρόσφερε ειδικά βασιλικό και όχι κάποιο άλλο λουλούδι, καθώς υπήρχε ήδη εκεί και ο βασιλικός που είχε προσκομίσει νωρίτερα η γυναίκα του πρωινού Επίτροπου, και μου απάντησαν απλά «γιατί έτσι γίνεται». Ο δωρητής των αρνιών είχε φέρει και ένα πρόσφορο, εκ μέρους της γυναίκας του επίσης, που το έδωσε στον Επίτροπο και εκείνος το παρέδωσε στον παπά. Ρώτησα επίσης τον ιερέα αν γνώριζε να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που έχουν τοποθετηθεί πάνω στο βόρειο τοίχο του ναού δίπλα-δίπλα οι εικόνες των αγίων Κων/νου και Ελένης, αγίων Θεοδώρων και της «τριάδας» άγιος Ραφαήλ-Νικόλαος-Ειρήνη. Μου απάντησε «είναι τυχαία αυτή η τοποθέτηση, οι γυναίκες τις κρεμάνε όπως θέλουνε, χωρίς να ρωτάνε τον παπά», κάπως εκνευρισμένος.





 Εντωμεταξύ ο χώρος του περίβολου είχε διευθετηθεί για τον εσπερινό: καρέκλες είχαν τοποθετηθεί σε σειρές κάτω από το νότιο χαγιάτι, οι λαμπάδες και τα κεριά ήταν στη θέση τους στο εξωτερικό παγκάρι, η προσκυνηματική εικόνα πάνω στο στασίδι ανθοστολισμένη με το μανουάλι για τα αναμμένα κεριά δίπλα της, πάγκοι σε σειρές είχαν μπει στο ΝΑ τμήμα. Ο ιερέας βοηθούμενος από έναν νεαρό που θα έψελνε κιόλας κατά τη λειτουργία, προσπαθούσαν να συνδέσουν τα καλώδια της μικροφωνικής εγκατάστασης μέσα στο ναό με τα μεγάφωνα έξω που θα μετέδιδαν την λειτουργία και στον εξωτερικό χώρο. Μέσα στο ναό οι στολισμένοι, λευκοί "πεντάρτοι" δέσποζαν στο κέντρο του και πολλές γυναίκες είχαν πάρει ήδη τη θέση τους στις καρέκλες για τον Εσπερινό. 

 «Πάμε τώρα», μου είπε ο επίτροπος, «στο χωριό [το Πικέρνι] για να προλάβουμε να είμαστε πίσω πριν τον εσπερινό». Πήρα μαζί μου τα απαραίτητα, μπήκαμε στο (νοικιασμένο) αυτοκίνητό μου και φύγαμε. Κάτω, στη ρίζα του λόφου Γκορτσούλι όπου περνάει ο δημόσιος δρόμος, τα παρκαρισμένα στις άκρες του οχήματα είχαν ήδη σχηματίσει μεγάλες ουρές, τα «μαγαζιά»-πάγκοι είχαν απλώσει τις πολύχρωμες, ποικίλες πραμάτειες τους, οι άπειρες γουρουνοπούλες περιστρέφονταν αυτόματα, με ρεύμα, σουβλισμένες πάνω από τα αναμμένα κάρβουνα, γεμίζοντας τον τόπο τσίκνα και γαργαλιστική μυρωδιά, ο κόσμος περιδιάβαινε στα εκθέματα. «Το βράδυ θα σε συνοδεύσω εδώ, στο πανηγύρι, δεν πρέπει να ‘ρθεις μοναχή σου, αφού λες ότι πρέπει να καταγράψεις και αυτό εδώ», είπε ο επίτροπος. Τον ενημέρωσα ότι εγώ μπορεί και να ξημερωνόμουν εκεί, αλλά είπε ότι δεν τον πε΄θιραζε, αρκεί κάποια στιγμή να τον ανέβαζα πάλι στοην κορυφή, στην εκκλησία, αφού έτσι κι αλλιώς είχε σκοπό να διανυκτερεύσει εκεί. Το ‘λεγε η καρδούλα του του γέροντα και δεν μπορούσα να του αρνηθώ. 






Πικέρνι-Κοντοβελόνι 

 Στρίψαμε προς το δρόμο της Νεστάνης, στα ΒΑ. Σε λίγο μου έδειξε πάνω στην πλαγιά το χωριό Πικέρνι χωμένο μέσα στα δέντρα. Το διασχίσαμε περνώντας μέσα από τα ανηφορικά δρομάκια του και βγήκαμε προς τα βορειο-ανατολικά του και φτάσαμε στη θέση «Κοντοβελόνι», όπως μου είπε, όπου και είδα ένα λευκό εικονοστάσι και δίπλα του μια χτισμένη πηγή. «Ήταν παλιά ένα χάλασμα εδώ», μου αφηγήθηκε ο επίτροπος, «δίπλα στην πηγή που το λέγανε «Αγιοκωσταντίνο» και φτιάξαμε αυτό το εικονοστάσι, βάλαμε και τοιχίο στην πηγή, το κάναμε βρύση». Εγώ βέβαια έβλεπα τις πλαγιές τριγύρω να κλιμακώνονται από σιταροπεζούλες, πάνω στις οποίες είναι τώρα φυτεμένες ελιές. Καθώς ο επίτροπος άναβε το καντήλι στο εικονοστάσι, εγώ αναρωτιόμουν αν το «χάλασμα» δεν ήταν το χαμηλό τοιχίο ενός ακόμα παμπάλαιου υπαίθριου ιερού της «Αγιαλένης» που κάποια στιγμή καλύφθηκε τοπωνυμικά από τον άγιο Κωνσταντίνο. Επίσης αναρωτιόμουν αν οι πέτρες του υποτιθέμενου από εμένα ιερού δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για το τοιχίο της βρύσης, στης οποίας τον πόρο κάποιος είχε τοποθετήσει ένα μακρύ σωλήνα λάστιχου και πότιζε τον κήπο του, λίγο πιο πέρα. 






 Στα νότια απλωνόταν ο απέραντος σιτοβολώνας του κάμπου της Μαντίνειας αλλά το λόφο Γκορτσούλι τον έκρυβε ένας άλλος λόφος πολύ κοντά στο Πικέρμι. Ο ουρανός είχε εντωμεταξύ σκοτεινιάσει και ο ήλιος έπαιζε κρυφτό μέσα από τα μετακινούμενα σύννεφα. Εκατό περίπου μέτρα, και λιγότερο, από το εικονοστάσι του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης] ο επίτροπος μου έδειξε ένα χορταριασμένο αλώνι, απαντώντας έτσι στην ερώτησή μου αν υπήρχαν αλώνια εκεί κοντά (όπως ήταν και αναμενόμενο για μένα) και το φωτογράφισα, ενώ ενισχυόταν η υποψία μου για την παρουσία της «Αγαλένης» εδώ. Επιστρέψαμε στο χωριό Πικέρμι και στάθμευσα στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου, πολιούχο του χωριού. Όμορφη, πετρόχτιστη εκκλησία, κλειστή βεβαίως, με ένα νεότερο, τσιμεντένιο καμπαναριό στα δυτικά του πέτρινου περίβολού της. Από αυτό το υπερυψωμένο σημείο πάνω στην πλαγιά που βρίσκεται το χωριό, η θέα είναι ανοιχτή προς όλο το οροπέδιο της Μαντίνειας και έβλεπα το λόφο Γκορτσούλι να στέκεται στο κέντρο του με φόντο τον κάπως μακρινό, καταπράσινο όγκο του ελατοσκέπαστου όρους Μαίναλο που χωρίζει τη Μαντίνεια από τη Γορτυνία. 


Όσην ώρα εγώ επόπτευα το τοπίο, ο επίτροπος πετάχτηκε ως το σπίτι του που ήταν πολύ κοντά για να πάρει τα φάρμακά του, ζητώντας μου συγγνώμη που δεν με καλούσε εκεί για κέρασμα αλλά η γυναίκα του ήταν άρρωστη, εξού και δεν είχε έλθει μαζί του στο Γκορτσούλι, ενώ τη φρόντιζε η αδελφή της που μένει δίπλα τους, όπως μου είπε. Σε λίγο επέστρεψε συνοδευόμενος από την εν λόγω αδελφή της γυναίκας του, η οποία του έλεγε ότι δεν ήθελε να έλθει στο πανηγύρι, ενώ κοίταζε εμένα παραξενεμένη για το ποια ήμουν. Ο επίτροπος έκανε τις συστάσεις, εξηγώντας της περίπου ποια είμαι, την αποχαιρετίσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο του γυρισμού κατηφορίζοντας είχαμε συνεχώς μπροστά μας το οροπέδιο με το λόφο Γκορτσούλι, νότια, το οποίο φώτιζαν οι αχτίνες του απογευματινού ήλιου καθώς τρύπωναν μέσα από τα κενά των σύννεφων ωσάν προβολείς που το έλουζαν με ένα φως απόκοσμο, ιερό. Το τοπίο μου έμοιαζε εκείνη την ώρα σαν μια τεράστια σκηνή όπου παίζεται το αιώνιο δράμα των σιτηρών, της σιταρο-θεάς στα αρχαία και τα χριστιανικά ιερά της, του ανθρώπινου μόχθου για την επιβίωση... Ρώτησα τον επίτροπο εάν υπήρξε εκεί και χωιό «Γκορτσούλι», εκτός από το μοναστήρι της Παναγίας πάνω στο λόφο. Μου είπε πως ναι, υπήρχε κάτι, πως υπάρχουν κάτι χαλάσματα στην ανατολική πλευρά του λόφου και ότι μάλιστα το υποτιθέμενο χωριό λεγόταν «Γκορτσά», μάλλον από το Κορυτσά, και πως το «Γκορτσούλι» μπορεί να είναι παραφθορά του Κορυτσά>Γκοριτσά>Γκορτσά>Γκορτσούλι, αλλά μπορεί και από το Γκορτσά, την αγραπιδιά, συμπλήρωσε. Για μένα αυτά μαζί με το Πικέρνι δήλωναν και παρουσία Αρβανιτών στην περιοχή, όπως συμβαίνει και αλλού με τους τόπους της «Αγιαλένης», άλλωστε. Φτάσαμε πάλι στο χώρο του πανηγυριού πάνω στο δρόμο και σταματήσαμε. Ο επίτροπος μου είπε ότι ακόμα και πριν 4-5 χρόνια εδώ το πανηγύρι ήταν μεγάλο εμπορο-ζωοπανήγυρο, περίφημο σε όλη την περιοχή αλλά ότι τώρα είχε ξεπέσει σε αυτά τα λίγα μαγαζάκια-πάγκους που πουλούν κυρίως παιχνίδια. Καθώς γνώριζε όλους του εμπόρους που είχαν στήσει τις πραμάτειες τους, έπισσε κουβέντα μαζί τους ιδιαίτερα με τον μοναδικό που πουλούσε ξυλόγλυπτες γκλίτσες και μαγκούρες που σκαλίζει μόνος του στο ξύλο και τις εξέθετε κρεμασμένες στη σειρά πάνω σε έναν τοίχο, πλάι στο δρόμο. Στις παράγκες με τα πάλκα για τη μουσική και τα τραπεζοκαθίσματα για το φαγοπότι, δοκίμαζαν τον ήχο στα μεγάφωνα εκφωνώντας το γνωστό «ένα, ένα δύο, ένα…». Πρόσεξα πως εκεί, στα ριζά του δρόμου που ανεβαίνει πάνω στο μοναστήρι της Παναγίας υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσι- εικονοστάσι σχετικά πρόσφατα χτισμένο-τοπόσημο φαίνεται της μονής πάνω στο δρόμο, αφιερωμένο στη Γέννηση της Παναγίας, με τη σχετική εικόνα αλλά και μία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, άσχετη εκ πρώτης όψεως με αυτή της Γέννησης, όχι για μένα, βέβαια. 



Γκορτσούλι 

Ανηφορίσαμε πάλι προς το μοναστήρι στην κορυφή του λόφου. Ο χώρος έξω από τον περίβολο ήταν τώρα γεμάτος παρκαρισμένα αυτοκίνητα, αγροτικά και επιβατικά. Μέσα στον περίβολο ήταν τώρα αρκετοί προσκυνητές που έκαναν ουρά εμπρός από την ανθοστολισμένη προσκυνηματική εικόνα της Γέννησης έξω από τη νότια είσοδο του καθολικού και άναβαν κεριά και λαμπάδες στα ειδικά μανουάλια που ήταν τοποθετήμένα δίπλα της. Έβλεπα και άλλους επιτρόπους, και αυτόν που είχα συνομιλήσει το πρωί που πουλούσαν τα κεριά στο παγκάρι και φρόντιζαν να σβήνουν όσα αναμμένα είχαν μισο-καεί για να μπορούν να μπαίνουν τα επόμενα. Τα σβησμένα κεριά έμπαιναν σε κάδο για ανακύκλωση του κεριού ή της παραφίνης που είναι φτιαγμένα. Μέσα στην εκκλησία είχαν ήδη συγκεντρωθεί πολλές γυναίκες κατά την απουσία μου ενώ στο κέντρο του ναού είχαν τοποθετηθεί δύο τραπέζια με λευκά, κεντητά τραπεζομάντηλα, πάνω στα οποία είχαν τοποθετήσει τις κόφες με τους αφιερωμένους «πεντάρτους» όσες είχαν κάνει σχετικό τάμα και θα πρόσθεταν και άλλους, άλλες, όπως γίνεται σε όλες τις πανηγυρικές λειτουργίες, την παραμονή και ανήμερα κάθε γιορτής., μαζί με ένα σφραγισμένο πρόσφορο ψωμιού (ή «λειτουργιά»), ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί (ανάμα) και ένα μπουκάλι ελαιόλαδο που τα παραδίδουν στον ιερέα, συν ένα χαρτί με τα ονόματα όσων θέλουν να μνημονεύσει είτε εις μνήμην, είτε υπέρ υγείας, μαζί με ένα, κατά βούληση -πάντως μικρό συνήθως- χρηματικό ποσό. 
 Ο κόσμος όλο και πύκνωνε καθώς σουρούπωνε σιγά-σιγά. Η άφιξη στον περίβολο ενός νεαρού ιερέα, καλοβαλμένου (μαύρο ράσο από καλό ύφασμα με ελαφρά γυαλάδα, χρυσό ρολόι, επώνυμο κομψό βαλιτσάκι με τα άμφια και βιντεοκάμερα στο χέρι) προξένησε μια ενθουσιώδη αναταραχή στο εκκλησίασμα. Συνοδευόταν από μια νεαρή και όμορφη γυναίκα καλοντυμένη, με μακριά, φαρδιά φούστα και ομορφοπλεγμένο σάλι στους ώμους, η οποία έσπρωχνε ένα πολυτελές, από όσο έκρινα, παιδικό καρότσι με μωρό, ενώ ένα καλοντυμένο επίσης, κοριτσάκι περπατούσε δίπλα της, η οικογένειά του, υπέθεσα. Τους συνόδευε και μια ηλικιωμένη, με γκρίζα μαλλιά γυναίκα, καλοντυμένη επίσης με δαντελένια μπλούζα και πλισέ μεταξωτή φούστα σε σκούρο μπλε, με πέρλες στο λαιμό και χρυσή, χοντρή αλυσίδα, βραχιόλια κλπ. Κάποια από τις δύο γιαγιές, μάλλον η μητέρα του ιερέα, υπέθεσα. Το επιβεβαίωσα ρωτώντας και έμαθα ότι ο νεαρός ιερέας ήταν χωριανός, από το Πικέρμι, ο οποίος είναι σπουδασμένος και διακονεί ως ιερέας στο Σικάγο των Η.Π.Α., στην ελληνική κοινότητα. Την εμφάνισή τους ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά, χειροφιλήματα, ευχές, καλωσορίσματα απ΄τους πανηγυριώτες, πουν τους καμάρωναν. Η νεαρή παπαδιά κρατούσε μια ακριβή φωτογραφική μηχανή NICON και φωτογράφιζε τα διαδραματιζόμενα. Κάποια στιγμή είδα και τον ιερέα του χωριού Αρτεμίσιο με τον οποίο είχα μαλώσει πριν μια μέρα να καταφθάνει αεράτος, μαζί με την καλοβαλμένη επίσης και φορτωμένη χρυσαφικά, παπαδιά του (είχα αναφέρει για τη συμπεριφορά του προς εμένα και στον Επίτροπο με τον οποίο πήγαμε μαζί στο Πικέρμι και είχε γίνει έξαλλος μαζί του). Όταν με είδε εκεί με την κάμερα στο χέρι, ο παπάς έδειξε να εκπλήσσεται ενοχλημένα, ενώ εγώ απέφυγα να τον πλησιάσω και να τον χαιρετήσω αλλά πρόσεχα ότι παρατηρούσε το πώς με είχαν «στα όπα-όπα» ο ιερέας, η παπαδιά και οι επίτροποι. 






 Άρχισε εν τέλει ο Εσπερινός. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη από κόσμο (όσο και ο περίβολος έξω από αυτήν) με τους «πεντάρτους» στο κέντρο της και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να βρω χώρο για να σταθώ και να βιντεοσκοπώ, φωτογραφίζω κλπ. Έγινε και η αρτοκλασία στο τέλος και οι ευλογημένοι άρτοι μοιράστηκαν στους πανηγυριστές. Μετά το πέρας του Εσπερινού έγινε και λιτάνευση της ανθοστολισμένης εικόνας γύρω από την εκκλησία, μέσα στον περίβολο, από τη νότια είσοδο του ναού προς τα ανατολικά, κυκλικά. Μετά την περιφορά της εικόνας, ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Ο «Αμερικάνος» ιερέας με πλησίασε και μου έδωσε ένα χαρτάκι με τη διεύθυνσή του στο Σικάγο με την παράκληση να του στείλω τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει και του το υποσχέθηκα, ευχαρίστως. 
Η ώρα πλησίαζε 11 μ.μ. πλέον, η φωνή μου είχε κλείσει και ήταν βραχνή από την κούραση, παρόλο που είχα κάνει τις δέουσες, απαραίτητες εισπνοές για το χρόνιο άσθμα μου, ενώ ένιωθα κατάκοπη. Αναρωτιόμουν αν ήταν καλή ιδέα να παραμείνω και να ξενυχτίσω και για το μουσικό μέρος του πανηγυριού, στα μαγαζιά στη βάση του λόφου, άνω στον εθνικό δρόμο. Είχα αρκετές μέρες ακόμα για επιτόπια έρευνα και δεν ήταν φρόνιμο να αρρωστήσω και να διακόψω τη δουλειά μου στην Αρκαδία. Ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, με πλησίασε ο επίτροπος και μου είπε να μην επιχειρήσω να κατέβω από το λόφο γιατί υπήρχε μεγάλο μποτιλιάρισμα και αργοπορία των αυτοκινήτων που κατέβαιναν από την εκκλησία κάτω στο δρόμο, λόγω και της κυκλοφοριακής συμφόρησης και σε αυτόν από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και όσα εξακολουθούσαν να συρρέουν για το πανηγύρι. Με προέτρεψε να μη φύγω και να διανυκτερεύσω στο μοναστήρι, όπως θα έκαναν και άλλοι πανηγυριώτες-προσκυνητές, άλλωστε. Του είπα ότι ο ίδιος έπρεπε να μείνει στο μοναστήρι και να ξεκουραστεί αλλά ότι η δουλειά μου επέβαλε να παρακολουθήσω και να καταγράψω και τα όσα θα συνέβαιναν στα μαγαζιά με τα όργανα και το φαγοπότι και έπρεπε, όταν αραίωναν τα αυτοκίνητα να κατεβώ στο δρόμο. Με ενημέρωσε και ότι «τα έψαλε» και στον παπά του Αρτεμίσιου που με είχε προσβάλει την προηγούμενη μέρα. Του εξήγησα ότι δεν έπρεπε, γιατί είχε ένα δίκιο, αφού εκείνος δεν μπορούσε να ξέρει ποια ήμουν και τι έκανα εκεί, εκτός του ότι τον είχα ενοχλήσει μεσημεριάτικα… 

Σιγά-σιγά αποχαιρέτισα με θερμές ευχαριστίες τους ιερείς και τις πρεσβυτέρες (που επέμεναν να παραμείνω φιλοξενούμενη για να παρακολουθήσω το πρωί και την πανηγυρική λειτουργία ανήμερα της γιορτής της Γέννησης, όπου θα χοροστατούσε ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος), τους επιτρόπους και λοιπούς και ξεκίνησα να κατεβαίνω το λόφο, αν και δεν είχε αραιώσει και η κατάβαση αυτοκινήτων, που ήταν ακινητοποιημένα σχεδόν πάνω στον ελικοειδή δρόμο που κατεβάζει στη βάση του λόφου, με αποτέλεσμα να κάνω περίπου μια ώρα να κατέβω μια απόσταση πέντε λεπτών υπό κανονικές συνθήκες. Πλησιάζοντας στο δρόμο στη βάση του λόφου, είδα να επικρατεί το κυκλοφοριακό χάος. Πανζουρλισμός! Μέσα στην γαργαλιστική, πυκνή τσίκνα από τις ψητές γουρουνοπούλες και τα σουβλάκια, δεκάδες αυτοκίνητα ακινητοποιημένα πάνω στο δρόμο και άλλα παρκαρισμένα στις άκρες του, τροχονόμοι να σφυρίζουν ακατάπαυστα, τα «μαγαζιά»-πάγκοι ολόφωτα και πολύχρωμα με τους εμπόρους να καλούν πελάτες μεγαλόφωνα, χρησιμοποιώντας και θορυβώδη εμπορεύματα (κυρίως κουδούνια για τα ζώα) για κράχτες και ανάμεσα να κυκλοφορούν παιδιά με τα αγορασμένα παιχνίδια αγκαλιά, άνδρες, γυναίκες κάθε ηλικίας, περιφερόμενοι μικροπωλητές, ενώ οι παράγκες με τα τραπεζοκαθίσματα και τα πάλκα για τις μουσικές κομπανίες δημοτικής μουσικής, είχαν αρχίσει να εκπέμπουν ήδη εκμαυλιστικά μουσικά κομμάτια, διαφορετικό το καθένα και όλα μαζί ταυτόχρονα, στη διαπασών , προς άγραν πελατείας. Όταν έφθασα στο οδόστρωμα, έστριψα σιγά-σιγά το αυτοκίνητο στ’ αριστερά, προς την κατεύθυνση της Τρίπολης, κατά τις υποδείξεις του τρελαμένου από το χάος τροχονόμου με σκοπό να βγω κάποια στιγμή παρακάτω θέση να το παρκάρω. Παρ’ όλ’ αυτά που έβλεπα, με είχε «πιάσει» η ατμόσφαιρα του πανηγυριού, ο ήχος των κλαρίνων, η μυρωδιά των ψητών (το στομάχι μου γουργούριζε) και ήθελα να μείνω. Πήγαινα-πήγαινα-πήγαινα σημειωτόν το οτομπιάνκι μου πίσω από ατελείωτη σειρά αυτοκινήτων στην ίδια κατεύθυνση με μένα ενώ από την διπλανή λωρίδα του όχι και τόσο φαρδιού δρόμου ερχόταν απέναντι άλλη ατέλειωτη αλυσίδα αυτοκινήτων και θέση για παρκάρισμα δεν έβλεπα… Και ανάμεσα σε αυτές τις σειρές των αργοκινούμενων αυτοκινήτων εκτός από τους έξαλλους τροχονόμους να κυκλοφορεί πλήθος κόσμου κάθε φύλου και ηλικίας, μονήρεις ή παρέες-παρέες, πολλοί ερχόμενοι πεζή και από κοντινά χωριά, όπως καταλάβαινα. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ένθεν και ένθεν του δρόμου τελείωναν κοντά στη διασταύρωση προς τη Βυτίνα, όπου και θα μπορούσα να παρκάρω και να γυρίσω πίσω ποδαρόδρομο χιλιομέτρων, φορτωμένη με τα μηχανήματα κ.λπ. και μετά, μέσα στη νύχτα πάλι, ίσως και ξημερώματα, να επιστρέψω κατάκοπη όλο το δρόμο για να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω στο ξενοδοχείο στην Τρίπολη… Όσο «εκμαυλισμένη», μαγεμένη από το πανηγύρι, ή ευσυνείδητη ερευνήτρια κι αν ήμουν, πρυτάνευσαν η λογική και η κούραση, όχι χωρίς ενοχές βέβαια κυρίως για το μουσικοχορευτικό μέρος του πανηγυριού (κι αν έχανα κάποιο τραγούδι της «Ελένης»;) και συνέχισα προς Τρίπολη χωρίς να σταματήσω. 
 Οδηγώντας σκεφτόμουν ότι παρόλο το πανηγυριώτικο χάος, η κοσμοσυρροή στο πανηγύρι σε μια μεταιχμιακή μεταξύ καλοκαιριού και φθινόπωρου ώρας, σημαίνει και τη σπουδαιότητα του ιερού λόφου Γκορτσούλι όσο και της γιορτής της Γέννησης ιερής κόρης από ιερή μάνα για τους κατοίκους του οροπέδιου της Μαντίνειας και της Τρίπολης, διαχρονικά… Ήμουν λοιπόν συγκινημένη, ταραγμένη για τη σημερινή «επιφάνεια» της μητρο-θυγατρικής σιτο-κριθαρο-θεάς, περίοπτης κατά κορυφήν του ιερού λόφου «Γκορτσούλι» δίπλα στην αρχαία πόλη της Μαντίνειας και σε τέτοιο τοπικό, ιστορικό, αρχαιολογικό, θρησκευτικό, παραγωγικό συμφραζόμενο, διαχρονικά. Αν και η επόμενη μέρα ήταν ανήμερα της γιορτής, δεν σκόπευα να επιστρέψω στο Γκορτσούλι για την πανηγυρική λειτουργία, είχα εξάλλου «δει» και καταγράψει σε νου και μηχανές καταγραφής ό,τι αφορά τη δική μου έρευνα σε σχέση με τη διαχρονική παρουσία τής «Μεγάλης θεάς» όχι μόνο στο Γκορτσούλι αλλά σε ολόκληρο το οροπέδιο της Τρίπολης. Αφήνοντας έξω από την περιήγησή μου μόνο τη Νεστάνη, δυστυχώς. ήταν καιρός να περάσω από την επόμενη μέρα στην περιοχή της Γορτυνίας,   όπου ήμουν σίγουρη ότι θα ανακάλυπτα πλούσιο υλικό. Σκέψεις σχετικά με την Ελένη/Αγιαλένη έκαναν γαϊτάνια στο νου μου και δεν επέτρεψαν, παρά το προχωρημένο της ώρας και την ολοήμερη κούραση, να με πάρει ο ύπνος οδηγώντας και έφτασα σώα στο ξενοδοχείο και έπεσα ξερή στον ύπνο, νηστική…


 (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στο επόμενο η περιήγηση στη Γορτυνία).




Υ.Γ.  Η ηλεκτρονική εδώ αντιγραφή αυτού του ημερολογίου από τα χειρόγραφα τετράδιά μου,  συνέπεσε με τη δεύτερη καραντίνα για τον covid-19 στο χωριό μου (Οκτ. 2020- Μάης 2021) και φιλοδοξούσε να είχε ολοκληρωθεί απερίσπαστα και  σύντομα, λόγω κλεισούρας... 'Ομως η αντιγραφή καθυστέρησε γιατί συνέπεσε αναπάντεχα και με  μια απροσδόκητη, συναρπαστική, πλην τραγική δυστυχώς, ιστορία βίου που έγινε και πολύτιμη προσωπική μου εμπειρία (30/10/20-25/8 / 21) που τη διέκοψε προαναγγελθείς θάνατος...


Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια