Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: νομός Λακωνίας (Laconia, Greece, Ethnographic Diary 2002 -part 7))


 Ελένη Ψυχογιού

 Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης

Νομός Λακωνίας

Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας αρ. 7

 (συνέχεια από τα προηγούμενα: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2019/08/laconia-greece-ethnographic-diary-2002.html) και  https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/01/cult-vrontamas-byzantine-monastery-icon.html

Πρώτη δημοσίευση 



Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις των εθνογραφικών ημερολογίων "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης " στον παρόντα  ιστότοπο, ως απαραίτητα  για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις)

Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της  επιτόπιας  έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν  φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων),  ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της  ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις  πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
 Μέσα από αυτό το πρίσμα, η  έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση,  στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να  συγκροτώ  συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,  νέα ερωτήματα.  Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο  να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου,   εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό  είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό  των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.

Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―  αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται  και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι,  οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητών, ο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του.  Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα  ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας  ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά  η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο  βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα...
Υ. Γ. Με τη δυνατότητα που δίνει  πλέον η google και e ggogle earth, μπορεί ο αναγνώστης αν θελήσει  να περιηγηθεί στους τόπους του ημερολόγιου ταυτόχρονα με την ανάγνωση, δυνατότητα που δεν είχα χρησιμοποιήσει εγώ κατά την περιήγηση και τη συγγραφή του ημερολογίου.

Οι φωτογραφίες της γράφουσας, Ε. Ψ., εκτός αν αναγράφεται διαφορετικά. Οι λεζάντες πάνω στις φωτογραφίες, εκτός αν χρειάζεται κάποια ειδική επεξήγηση. (Όλα τα ημερολόγια, εκτός από τις δημοσιευόμενες εδώ φωτογραφίες, συνοδεύονται και από βιντεοταινίες και από τις ηχογραφημένες συνομιλίες που κατατίθενται στο αρχείο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών).


Χάρτης της δυτικής χερσονήσου του Νομού Λακωνίας με το ακρωτήριο Ταίναρο, όπου πραγματοποιήθηκε η περιήγηση



Σάββατο, 24 Αυγούστου 2002

΄Ελος
…Αποχαιρέτισα το Βρονταμά, το Παλιομονάστηρο  και τους τόσο εξυπηρετικούς και φιλόξενους ξεναγούς μου και έφυγα με κατεύθυνση προς τη Σκάλα και το Έλος.
Έφτασα στο Έλος κατά τις 4μ.μ. οπότε, για να μην ταλαιπωρήσω κάποιον από τους κατοίκους μεσημεριάτικα αλλά και για να μην ταλαιπωρηθώ και εγώ προς μάταιη αναζήτησή τους, προχώρησα προς την παραλία, όπου όπως κατάλαβα από τις οδικές, διαφημιστικές ταμπέλες που  ανέγραφαν «Κυανή Ακτή» θα εύρισκα κάποια καφετέρια. Όντως, υπήρχαν μερικές και ήπια καφέ σε μία από αυτές καθώς ταυτόχρονα διάβαζα και τα βιβλία που είχα δανειστεί από τον κ. Χρήστο Σκαλτσά, που ήταν πολύ ενδιαφέροντα σχετικά με τον Βρονταμά και το Παλιομονάστηρο. Απ’ ότι διάβαζα, ένα ακόμα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία φαινόταν να είναι πολύ σημαντικό στη Λακωνία, εκτός από αυτά της Έλωνας και της Ζερμπίτσας που είχα ήδη επισκεφθεί: Η [Παναγία] «Γιάτρισσα»,  θεωρούμενη θαυματουργή και θεραπεύτρια για αρρώστιες, σύμφωνα και με το όνομά της. Στο χάρτη είδα πως βρίσκεται πάνω στον Ταγετο, βόρεια του Γύθειου, στα σύνορα  Λακωνίας-Μεσσηνίας και βεβαίως μπήκε στις προτεραιότητες να επισκεφθώ και αυτή τη μονή μέσα στις επόμενες ημέρες. Ενώ εγώ ήμουν απορροφημένη στο διάβασμα και στον κόσμο της «Αγιαλένης», λίγο πιο ‘κεί μερικοί, μεγάλοι και παιδιά, έκαναν μπάνιο και φώναζαν και γελούσαν παίζοντας στην αμμώδη, εκτεταμένη αυτή παραλία, όπου και καταλήγει καταλήγοντας στη θάλασσα μετά από μακρά πορεία  ο ρους του ποταμού Ευρώτα σχηματίζοντας ελώδες  «δέλτα», εξού και το όνομα του χωριού, υπέθεσα. Παρόλ’ αυτά, η παραλία είναι γεμάτη καφετέριες και εστιατόρια και φαινόταν να είναι προσφιλής στους Σπαρτιάτες και τους Λάκωνες εν γένει, όσο  μάλλον και στους τουρίστες, για μπάνιο. Σήμερα όμως, λήγοντος του Αυγούστου και λόγω της προχωρημένης απογευματινής ώρας, ήταν ελάχιστοι οι θαμώνες των παραλιακών κέντρων και οι κολυμβητές.
Καθώς το απόγευμα προχωρούσε και υπέθεσα ότι θα είχε τελειώσει και η μεσημεριανή «σιέστα», ξεκίνησα για το πολύ κοντινό στην παραλία χωριό Έλος, αναζητώντας, κατά τις πληροφορίες μου, ένα ακόμα εκκλησάκι «Αγιοκωσταντίνος». Ο δρόμος ήταν χωμένος μέσα στην υδρόβια βλάστηση του εύφορου «δέλτα» αλλά και μέσα στα πυκνά περιβόλια και τους ελαιώνες. Ήξερα πως ο ναός που έψαχνα είναι του νεκροταφείου του Έλους, οπότε φτάνοντας στο χωριό, σταμάτησα και ρώτησα σχετικά σε μια καφετέρια. Η σερβιτόρα στη οποία απευθύνθηκα αποδείχτηκε οικονομική μετανάστρια από την Ρουμανία, οπότε δεν γνώριζε να με πληροφορήσει σχετικά, κάτι που έκανε εντέλει το αφεντικό της, ντόπιος ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Ακολουθώντας τις οδηγίες του κατευθύνθηκα προς το νεκροταφείο, σκεπτόμενη –και ευχόμενη– ότι αφού είναι Σάββατο απόγευμα, όλο και κάποιες γυναίκες θα είχαν επισκεφθεί τους τάφους  για να ανάψουν τα καντήλια οπότε θα εύρισκα ίσως και την εκκλησία ανοιχτή. 



Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Γυναίκες προετοιμάζοντας  το ετήσιο μνημόσυνο  οικείου εκλιπόντα



Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Προετοιμασία του τάφου για το ετήσιο μνημόσυνο.

Βρήκα το νεκροταφείο «του Αγιοκωσταντίνου» πάνω στο δρόμο, αριστερά της εισόδου στο χωριό. Φτάνοντας είδα ότι όχι μόνο  κάποιες μαυροφορεμένες γυναίκες ήταν όντως έξω από την εκκλησία αλλά και ότι πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο ήταν τοποθετημένα μια κόφα με νεκρικά ψωμάκια-πρόσφορα και ένας δίσκος με στολισμένα κόλλυβα, που δήλωναν ότι επρόκειτο για κάποιο μνημόσυνο. Πλησίασα και έπιασα κουβέντα με τις γυναίκες. Η επιμνημόσυνη τελετή στο νεκροταφείο  αφορούσε την πάροδο ενός έτους, «τον χρόνο» από το θάνατο ενός ηλικιωμένου άνδρα, κάτι που εξηγούσε και τον ήπιο τόνο στην εκδήλωση του πόνου για την απώλεια του εκλιπόντος όσο και του πένθους, που παρατηρούσα. Μάλιστα οι πενθούσες εκδήλωναν περισσότερη συμπόνια σε μια άλλη βαρυπενθούσα, μεσόκοπη και μαραμένη μαυροφόρα γυναίκα, η οποία, όπως πληροφορήθηκα, είχε χάσει πριν 7-8 χρόνια τον 28χρονο γιο της από χρήση ναρκωτικών ουσιών και ήταν εκεί φροντίζοντας τον τάφο του. Οι συμμετέχουσες στο μνημόσυνο, σε αναμονή του ιερέα που θα άνοιγε την εκκλησία και θα έψαλλε το καθιερωμένο «τρισάγιο»  πάνω στον τάφο του εκλιπόντος, είχαν σκορπιστεί στα μνήματα των οικείων τους για να ανάψουν τα καντήλια, να καθαρίσουν, να ανανεώσουν τα λουλούδια στα βάζα, κ.λπ. Περιηγούμενη και εγώ τους τάφους, είδα και ένα-δυο μνήματα με ονόματα Ρουμάνων. Ρωτώντας σχετικά, πληροφορήθηκα ότι λόγω της πληθώρας των περιβολιών (που είχα ήδη διασχίσει) στο Έλος, απαιτούνται πολλά εργατικά χέρια για τη συγκομιδή των καρπών, οπότε προσλαμβάνονται και αλλοδαποί εργάτες, με αποτέλεσμα να υπάρχει και πολυάριθμη παροικία Ρουμάνων, αρκετών Ορθόδοξων στο θρήσκευμα, οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί πλέον στην τοπική κοινωνία και μάλιστα μέσω επιγαμιών με ντόπιους και ντόπιες,  εξού και τα μνήματα. Μιλούσαν για τους Ρουμάνους οικονομικούς μετανάστες ψύχραιμα, έχοντας αποδεχθεί την ενσωμάτωσή τους,  χωρίς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Έκαναν μόνο κάποια σχόλια με πικρία, λέγοντας ότι «αφού άδειασαν τα χωριά και αφού οι γυναίκες δεν γεννάνε πολλά  παιδιά, θα γεμίσουν οι ξένοι τον τόπο μας».





Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Από πάνω προς τα  κάτω: Εσωτερικό του ναού,  η προσκυνηματική εικόνα των αγίων και του χογραφία τους στο νότιο τοίχο

Κάποια στιγμή έφτασε και ένα αυτοκίνητο που μετέφερε τον ιερέα ο οποίος  άνοιξε την εκκλησία και οι γυναίκες μπήκαν σαν σμάρι μαύρων πουλιών μέσα, άναψαν καντήλια και κεριά, προσκύνησαν τις εικόνες, προμηθεύτηκαν και κεριά για τους τάφους. Εγώ, αφού εξήγησα στον παπά τα σχετικά με την παρουσία μου εκεί, τον παρακάλεσα αφενός να μου επιτρέψει τη φωτογράφιση και αφετέρου να με συνοδεύσει μετά το μνημόσυνο και στον ενοριακό ναό του χωριού, αφιερωμένο στην Κοίμηση  και να τον ανοίξει, και δέχτηκε. Περιεργάστηκα και αυτό τον αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη ναό του νεκροταφείου, αφιέρωση που προσδίδει και στους δύο αγίους χθόνια συμβολικά χαρακτηριστικά. Πρόσεξα ότι στην αφιερωματική εικόνα του ζεύγους των αγίων πάνω στο τέμπλο, η μορφή της αγίας Ελένης είναι αναβαθμισμένη, καθώς εικονίζεται στα αριστερά και όχι στα δεξιά του σταυρού, τον οποίο κρατάει μόνη αυτή.


Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Οστά από ανακομιδή νεκρού, πλυμένα.

 Στο δυτικό άκρο του ναού πρόσεξα με δέος ένα πλαστικό καφάσι  πάνω στο οποίο  στράγγιζαν μέσα σε μια λεκάνη τα φρεσκοπλυμένα κόκαλα  του σκελετού κάποιου θανόντος και υπέθεσα (όπως και επιβεβαίωσα ρωτώντας) ότι είχε γίνει ανακομιδή τους για να τα τοποθετήσουν μετά στο οστεοφυλάκιο.  Μέσα στο καφάσι-σουρωτήρι η γυναίκα/ες που τα είχαν πλύνει είχαν τοποθετήσει μαζί με τα οστά και φούντες από μυριστικά φυτά (θυμάρι, βασιλικό), για να μειωθεί η μυρωδιά της αποσύνθεσης αλλά και για λόγους συμβολικά αναγεννητικούς, υπέθεσα,  που μείωναν για μένα το αποτρόπαιο της εικόνας. 



Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Επιμνημόσυνη δέηση ("τρισάγιο") από τον ιερέα στο μνήμα

Ο ιερέας φόρεσε ένα μαβί πετραχήλι και μαζί με τους συγγενείς τού θανόντος (μόνο γυναίκες, ο μοναδικός άνδρας που ήταν παρών, εκτός από τον ιερέα, ήταν ο γιος του νεκρού) και κατευθυνθήκαμε προς το μνήμα για το επιμνημόσυνο τρισάγιο. Οι γυναίκες είχαν ήδη τοποθετήσει πάνω στο μνήμα τη λεκάνη με τα σταρένια κόλλυβα, στολισμένα από πάνω με ζάχαρη άχνη και μικρά κουφέτα σε ασημί απόχρωση και την κόφα με τα ψωμάκια, τα τελευταία το καθένα μέσα σε χάρτινη σακούλα με έντυπη τη λέξη «Μνημόσυνο» και το ονοματεπώνυμο του εκλιπόντος.





Έλος Λακωνίας ,  Νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου. 24/8/2002. Από πάνω προς τα κάτω: μοίρασμα κόλλυβων  και ψωμιών μετά την επιμνημόσυνη δέηση

Η τελετή ήταν σύντομη. Ο ιερέας θύμιασε, λιβάνισε, έψαλε το «τρισάγιο», μνημόνευσε όλους του εκλιπόντες της οικογένειας, συχώρεσε τον θανόντα, ενώ οι οικείοι του και οι παριστάμενοι σταυροκοπιούνταν. Όταν τελείωσε  ο ιερέας πήγε στην εκκλησία να βγάλει το πετραχήλι και οι γυναίκες της οικογένειας τού νεκρού σήκωσαν τα ψωμάκια και τα κόλλυβα, τα μετέφεραν στο χαγιάτι του ναού και εκεί τα μοίρασαν στους παριστάμενους -τα κόλλυβα μέσα σε ατομικά πλαστικά ποτήρια μαζί με πλαστικά κουτάλια, τα ψωμιά με τα σακούλια τους. Έμαθα ότι ο «Αγιοκωσταντίνος» πριν χρόνια ήταν ένα απλό ξωκλήσι γιατί το νεκροταφείο ήταν παλιά στο προαύλιο του ενοριακού ναού της Κοίμησης και μεταφέρθηκε κατόπιν εκεί. Μια γυναίκα μάλιστα αφηγούνταν ότι καθώς το σπίτι της είναι κοντά στο ναό της Κοίμησης, έπαιζε εκεί μικρή με άλλα παιδιά και ότι στο προαύλιο εύρισκαν μεγάλα κόκαλα απομεινάρια από το παλιό νεκροταφείο, που τα προσλάμβαναν  για ξύλα και τα χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι τους. 
Έφυγα από το νεκροταφείο πριν από τον ιερέα και τον περίμενα έξω από τον ενοριακό ναό της Κοίμησης. Όταν ήλθε και τον άνοιξε, είδα έναν ναό σχετικά καινούργιο, «νεοκλασικίζοντα»  και κάπως απέριττο  σε διακόσμηση, αν και με χρυσαφιά και πολύχρωμα διακοσμητικά στοιχεία. Στο βόρειο τοίχο, δυτικά του παράθυρου ήταν τοποθετημένες πλάι-πλάι δύο μεγάλες εικόνες: η μία, η και μεγαλύτερη,  η τυπική των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και στ΄ αριστερά της  μια εικόνα με δύο ανδρικές μορφές αγίων των οποίων  δεν διέκρινα τα ονόματα αλλά μου ήταν αρκετός ο «διοσκουρικός» αυτός συνδυασμός, όπως έκρινα. Ο ιερέας ήταν πολύ βιαστικός για να προλάβει να κάνει τον Εσπερινό σε κάποιο κοντινό χωριό, μια που ήταν Σαββατόβραδο και έφυγε αμέσως. 
Ξεκίνησα πλέον για το Γύθειο, την «πύλη» της προσηλιακής (ανατολικής)  Μάνης. Η ώρα ήταν 7.30 μ.μ. αλλά καθώς στον  ουρανό είχαν πυκνώσει βαριά σύννεφα άρχισε να σκοτεινιάζει, σαν να ήταν προχωρημένο σούρουπο. Πήρα τον παραλιακό δρόμο, απολαμβάνοντας την ασημένια εκείνη την ώρα όψη του Λακωνικού Κόλπου.  Πλησίαζα στην «προσηλιακή», λακωνική Μάνη και όπως είχα δει στον χάρτη, πέρασα πολύ κοντά και από το ερημωμένο τώρα χωριό Σούλι, απ’ όπου κατάγεται, κατά τις μαρτυρίες του εκ μητρός  παππού μου,  το σόι της μάνας μου, που λόγω αυτής της καταγωγής φέρει το επώνυμο «Μανιάτη». Ωστόσο δεν παρέκκλινα της πορείας μου για να το επισκεφθώ, καθώς ο ουρανός όλο και βάραινε από τα μαύρα σύννεφα και δεν θα αργούσε να ξεσπάσει μπόρα, δυνατή κατά τα φαινόμενα, και δεν ήθελα να με προλάβει στο δρόμο.
Όντως η βροχή ξέσπασε με τη δύναμη κατακλυσμού, μόλις που είχα προλάβει να κλείσω πίσω μου τη τζαμένια πόρτα της εισόδου του ξενοδοχείου όπου κατέλυσα φτάνοντας στο Γύθειο,  έχοντας παρκάρει και κουβαλήσει και τα πράγματά μου,  ωσάν η μπόρα να περίμενε να είμαι ασφαλής πριν ξεσπάσει. Το ξενοδοχείο ήταν μοντέρνο κτίριο με μια απέραντη αίθουσα υποδοχής στρωμένη με πλάκες από μαύρο μάρμαρο και σκούρα ξύλινη επένδυση στους τοίχους,  εικόνα που σε συνδυασμό με τη  σκοτεινιά του σούρουπου και τη δυνατή βροχή με προδιέθεσε αρνητικά ψυχολογικά. Ανέβασα τα πράγματά μου στον τρίτο όροφο όπου ήταν το δωμάτιό μου και η μελαγχολία μου επιτάθηκε, καθώς το δωμάτιο δεν ήταν στην πρόσοψη με μπαλκόνι προς την προκυμαία, όπως είχα ζητήσει αλλά στο πλάι του κτιρίου με ένα μικροσκοπικό μπαλκόνι. Ο μικρός χώρος, η σκούρα, λεκιασμένη μοκέτα και η φτηνιάρικη επίπλωση συνδυαστικά με την καταρρακτώδη βροχή  που δεν επέτρεπε να βγω και να περπατήσω, με έκαναν να αισθανθώ παγιδευμένη. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα μήπως και καταφέρω να δω τουλάχιστον την ανοιχτωσιά της θάλασσας, αν και    το νερό της βροχής μούσκεψε πάραυτα την απαίσια μοκέτα. Κατάφερα να δω ένα μικρό κομμάτι της έρημης προκυμαίας που είχε μετατραπεί σε ποτάμι και τη βροχή να μαστιγώνει ανελέητα την επιφάνεια της θάλασσας που ωστόσο παρέμενε λεία και ατάραχη με κάποιες βάρκες δεμένες στην προκυμαία να σκαμπανεβάζουν χαλαρά.   Το μόνο παρήγορο ήταν ότι από εκεί όπου στεκόμουν έβλεπα το παρκαρισμένο οτομπιάνκι σαραβαλάκι μου να ξεπλένεται με τη βροχή από το παχύ στρώμα κόκκινης λάσπης που ήταν καλυμμένο μετά από τόσες πορείες σε χωματόδρομους και κατσάβραχα. Μπήκα μέσα και αποφάσισα ότι την επόμενη μέρα πρωί-πρωί θα άλλαζα ξενοδοχείο καθώς απόψε ήταν Σαββατόβραδο και δεν θα εύρισκα εύκαιρο δωμάτιο αλλού για να το κάνω πάραυτα.  Η απόφαση της μετακόμισης δεν επέτρεπε να βγάλω και να τακτοποιήσω τα ρούχα μου, αφού θα έπρεπε να τα ξαναπακετάρω και έκανα χαλαρωτικό ντους. Ξάπλωσα λίγο και τηλεφώνησα στα παιδιά μου και σε φίλους να σπάσει κάπως η μοναξιά και άνοιξα τα βιβλία του Βρονταμά  αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.  Δεν γινόταν να κοιμηθώ τέτοια ώρα ενώ η βόλτα μέσα στη βροχή δεν ήταν ενδεδειγμένη, λόγω του άσθματος για το οποίο ήδη ανησυχούσα λόγω της βραχνάδας στη φωνή μου και μιας ελαφριάς δύσπνοιας. Έκανα υπομονή προσπαθώντας να μην απελπιστώ και όταν ξεθύμανε κάπως το μπουρίνι, ντύθηκα και βγήκα. Η βροχή σταματούσε σιγά-σιγά, είχε πλέον σκοτεινιάσει και  περπάτησα  αργά-αργά στον έρημο παραλιακό δρόμο. Οι μαγαζάτορες των εστιατόριων που είναι κατά μήκος του παράλιου δρόμου άρχιζαν δειλά- δειλά να ξαναστήνουν τα τραπεζοκαθίσματα στην άκρη της βρεμένης, ξεπλυμένης πλακόστρωτης προκυμαίας  και ο κόσμος να ξεπροβάλει για τη βραδινή βόλτα και φαγητό. Μπήκα σε ένα εσωτερικό δρόμο λίγο πριν τη στροφή για το Μαραθονήσι και ανηφόρισα προς μια εκκλησία (του αγίου Γεωργίου) που είχα δει από την παραλία, μήπως την βρω ανοιχτή λόγω σαββατιάτικου Εσπερινού και να δω αν περιείχε κάτι σχετικό με την έρευνα. Ήταν κατάκλειστη και σκοτεινή και γύρισα πίσω. Στο δρόμο σε κάποιο σημείο είδα ένα κομμωτήριο που παρά την προχωρημένη ώρα και  Σάββατο βράδυ, ήταν ολόφωτο και γεμάτο γυναίκες. Σκέφτηκα ότι ίσως πρόκειται για εγκαίνια του μαγαζιού αλλά έκανα λάθος, το κομμωτήριο δούλευε κανονικά με τις πελάτισσες της τελευταίας στιγμής να φροντίζουν την κόμμωσή τους πριν την έξοδο του Σαββατόβραδου  ή για την Κυριακάτικη εμφάνισή τους. Ωραία, σκέφτηκα, να τι θα κάνω για να περάσει η ώρα μου και να αλλάξω διάθεση: θα μπω και θα βάψω τα μαλλιά μου, που με την ταλαιπωρία τόσων ημερών είχαν γίνει παρδαλά, με τις άσπρες ρίζες να προβάλλουν εμφανώς, προδίδοντας τη ματαιοδοξία μου, που δεν μου είχε επιτρέψει ακόμα να τα αφήσω να είναι λευκά, όσα ήταν, κρύβοντας την ηλικία μου. Πέραν αυτού, θα βρισκόμουν με κόσμο, θα έπιανα  κουβέντα και ίσως μάθαινα και κανένα κουτσομπολιό ή και κάτι σχετικά με την έρευνά μου. Μπήκα, ρώτησα αν μπορούσαν να μου βάψουν τα μαλλιά και πήρα σειρά καθισμένη στον καναπέ δίπλα σε άλλες δύο πελάτισσες που περίμεναν πριν από μένα, αναρωτώμενη τι ώρα θα τελείωνα. Όσο αργότερα, τόσο το καλύτερο, σκέφτηκα, καθώς μου ερχόταν στο νου το μίζερο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου θα περνούσα μονάχη τη νύχτα. Η παχουλή κομμώτρια ίσιωνε και «φορμάριζε» με το ηλεκτρικό αεροπίστολο τα μαλλιά μιας νεαρής κοπέλας (το λεγόμενο «πιστολάκι» που έχει αντικαταστήσει σχεδόν τις παλιές «κάσκες») η οποία,  όπως κατάλαβα από τα λεγόμενα, θα πήγαινε αργότερα σε κάποιο δημοφιλές μουσικό μαγαζί της περιοχής. Μια ψηλή, μελαχρινή γυναίκα γύρω στα σαράντα με πολύ γλυκό πρόσωπο, έκανε ήρεμα και με χαλαρές κινήσεις πεντικιούρ και μασάζ ποδιών σε μια ζωηρή, πολυλογού νέα κοπέλα που το απολάμβανε, σχολιάζοντας μεγαλόφωνα πόσο ωραία νιώθει. Η σκηνή μου έδωσε την ιδέα να κάνω και ‘γώ πεντικιούρ και μασάζ  στα ταλαιπωρημένα από το περπάτημα και την οδήγηση πόδια μου καθώς το είχα ξανακάνει μόνο μια φορά στο βίο μου, στο ταξίδι μου στην Ινδία και το είχα απολαύσει πραγματικά. Ωστόσο επειδή μόλις τον προηγούμενο χρόνο είχα επισκεφθεί μετά το γάμο μου (πριν τριάντα χρόνια) κομμωτήριο για να κόψω τα μακριά μέχρι τότε μαλλιά μου σε ανάλογες συνθήκες ταλαιπωρίας στην λαογραφική αποστολή στην Καλαμάτα, ο χώρος και ο κόσμος των κομμωτήριων δεν μου είναι οικείος, νιώθω σαν «ξένο σώμα» αν και ομολογώ ότι ζηλεύω την άνεση που έχουν οι γυναίκες όλων των ηλικιών σε αυτά και με ενδιαφέρει όλη αυτή η γυναικεία συνύπαρξη, όπου εκτίθενται  και σε ένα είδος κρυφού αισθητικού ανταγωνισμού και λανθάνοντος ερωτισμού. Απέκλεισα εν τέλει το πεντικιούρ και χάζευα από τον καναπέ τα χτενίσματα και τις συμπεριφορές,  ενώ  ένοιωθα την μελαγχολία μου να μετατρέπεται σε  εύθυμη περιέργεια. Κάποια στιγμή η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε με φόρα και όρμησε κυριολεκτικά μέσα στο κομμωτήριο μια παχιά νέα κοπέλα, η οποία, όπως κατάλαβα από το αυτοκίνητο που είχε παρκάρει έξω από την πόρτα, ήταν οδηγός ταξί. Οδηγός ρηξικέλευθη, γιατί αν το ταξί  δεν ήταν κάποιου άλλου και το είχε πάρει απλά για βόλτα και ήταν όντως «ταξιτζού», η ημίγυμνη, προκλητική και πληθωρική εμφάνισή της δεν ταίριαζε με το δημόσιο επάγγελμα ταξιτζή και μάλιστα θηλυκού γένους  και σε επαρχία. Κρατώντας ένα πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα στο χέρι η κοπέλα σωριάστηκε με φούρια στον καναπέ  σαν πέτρα σε νερά, εκτοπίζοντας εμάς που ήδη καθόμασταν εκεί. Άρχισε να μιλάει με τις άλλες, κομμώτριες και πελάτισσες, με τις οποίες έδειχνε να είναι «κολλητή», σε   μάγκικο στυλ και φρασεολογία καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο,  περιμένοντας να την χτενίσουν προκειμένου να πάει, όπως έλεγε, να γλεντήσει σε κάποιο μαγαζί. Εντωμεταξύ στο κομμωτήριο μπήκε μια μεσόκοπη, λεπτοκαμωμένη, κάπως μελαγχολική γυναίκα, καλοβαλμένη και λιγόλογη, ωσάν το αντίδοτο για την πληθωρική παρουσία της ταξιτζούς.  Φαίνεται ότι είχε κλείσει ραντεβού, γιατί η κομμώτρια την έβαλε αμέσως να καθίσει και  άρχισε να την χτενίζει και την ρώτησε πού θα  πήγαινε για διασκέδαση μετά. Η γυναίκα απάντησε ότι ο άντρας της θα την «έβγαζε» απόψε στη Σελινίτσα. Όταν άκουσα τη λέξη «Σελινίτσα», αντί να σκεφτώ ότι ίσως το τοπωνύμιο είχε σχέση με σέλινα, κολλημένη στην ερευνητική μου υπόθεση, τη φαντάστηκα να γράφεται ως «Σεληνίτσα», δηλαδή να έχει σχέση με τη λέξη Σελήνη. «Τι είναι αυτό το Σεληνίτσα, κέντρο διασκέδασης;», ρώτησα.  «Όχι, είναι μια περιοχή εδώ κοντά, λίγο έξω από το Γύθειο, στην παραλία», μου είπε η κομμώτρια καθώς χτένιζε την πελάτισσα, «και το λέμε έτσι, “Σελινίτσα”». «Γιατί το λένε έτσι;» ρώτησα εγώ. «Ξέρω ‘γώ;», μου απάντησε, «έτσι το λένε και αναρωτιέμαι και εγώ καμιά φορά γιατί». Και συμπλήρωσε ότι εκεί υπάρχει ένα μεγάλο μπουζουξίδικο, ξενοδοχεία και ότι εκεί πάει όλο το Γύθειο για διασκέδαση. «Δεν μου λέτε», συνέχισα εγώ να ρωτάω, «μήπως ξέρετε να έχει εδώ στο Γύθειο κανένα ξωκλήσι “Άγιο Κωνσταντίνο” ή “Αγία Ελένη”;» «Ναι», μου απάντησε, «έχουμε “Αγιοκωσταντίνο” και μάλιστα είναι εκεί που λέμε, στη Σελινίτσα, απάνου σε ένα ύψωμα». Κόκαλο εγώ, ακούγοντας το συνδυασμό Σεληνίτσα-[Κωνσταντίνος και] Ελένη!...Φυσικά ρώτησα αν ξέρει πού θα βρω το κλειδί για να πάω να το δω, αλλά δεν ήξερε. Ποιος ξέρει τι εντύπωση της έκανε της κομμώτριας η έκφραση του προσώπου μου μόλις άκουσα για το ξωκλήσι και η ζέση μου να το επισκεφθώ συνδυαστικά και με την περίεργη εμφάνισή μου στο κομμωτήριο τέτοια ώρα και με ρώτησε, ζητώντας μου συγγνώμη για την αδιακρισία, τι δουλειά κάνω. Οπότε της εξήγησα ενώ άκουγαν και οι άλλες με ενδιαφέρον και επιδοκιμαστικά τις εξηγήσεις μου (σε όλους αρέσει η «λαογραφία») αλλά εγώ ένοιωθα ότι είχα χαλάσει πλέον τη «γυναικεία» ατμόσφαιρα μέσα στο κομμωτήριο. Και όντως, η πεντικιουρίστα  μου είπε ότι έχει κόρη έφηβη και ήθελε να μάθει περισσότερα για το επάγγελμά μου, με έγνοια για τον επαγγελματικό προσανατολισμό τής κόρης, οπότε η συζήτηση επεκτάθηκε στη δουλειά μου, ενώ εγώ είχα μπει εκεί μέσα για να ξεφύγω κάπως από αυτή. Με έβλεπαν τώρα με άλλα μάτια, όχι σαν συνηθισμένη πελάτισσα αλλά ως κάπως σεβάσμια, «αλλιώτικη» ξένη και έγινα από παρατηρητής, παρατηρούμενη… Καλά να πάθω, σκεφτόμουν αμήχανη, αφού έχω πάθει επαγγελματική αρρώστια και λειτουργώ ανακλαστικά μόλις ακούσω έστω και μια λέξη που εκτιμώ ότι σχετίζεται με την έρευνα…
Παρόλ’ αυτά η μελαγχολία μου είχε κάνει φτερά όταν έφυγα από το κομμωτήριο λουσμένη και με βαμμένα μαλλιά, γύρω στις 11μ.μ., ενώ περίμεναν και άλλες να εξυπηρετηθούν μετά από μένα!
Έφαγα μόνη ψαράκια σε παραλιακό εστιατόριο, το οποίο επέλεξα όχι τυχαία αλλά χάρη σε μια σύμπτωση. Βγαίνοντας δηλαδή πριν από το ξενοδοχείο,  πριν το κομμωτήριο είχα πάει σε ένα φαρμακείο για να πάρω τα χάπια  μου για το άσθμα που μου είχαν τελειώσει. Όσο ψώνιζα, είχε μπει στο φαρμακείο μια νέα γυναίκα που είπε ότι είναι νοσηλεύτρια, σε εκδρομή με την οικογένειά της. Όπως είπε, βλέπουν πολλά τα μάτια της από δηλητηριάσεις στη δουλειά της στο νοσοκομείο και ρώτησε τον φαρμακοποιό να της υποδείξει «συναδελφικά» ένα εστιατόριο που θεωρούσε αυτός καλό και ασφαλές για να φάνε ψάρια τα παιδιά της. Ο φαρμακοποιός της είπε ότι στο Γύθειο όλα τα εστιατόρια είναι άψογα υγειονομικά και ότι δεν θα είχε πρόβλημα όποιο κι αν επέλεγε αλλά πρόσθεσε ότι από άποψη τρόπου μαγειρέματος και νοστιμιάς εκείνος προτιμούσε το τάδε μαγαζί και της εξήγησε πού θα το βρει πάνω στην παραλία. Σε εκείνο το μαγαζί έφαγα και εγώ λοιπόν, επωφελούμενη από την πληροφορία του φαρμακοποιού και όντως έφαγα υπέροχες κουτσομούρες με χόρτα βραστά και μάλιστα σε πολύ λογική τιμή.
Όταν επέστρεψα στο απαίσιο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο περασμένα μεσάνυχτα,  από την κούραση δεν είχα πλέον κουράγιο ούτε να μελαγχολήσω, οπότε έπεσα ξερή στον ύπνο, με εφιάλτες, ωστόσο…

Κυριακή, 25 Αυγούστου 2002

Σηκώθηκα πρωί-πρωί, στις 7.30 γιατί ήθελα να προλάβω να κλείσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ακταίον» το οποίο μου είχε συστήσει ήδη μια φίλη αλλά και γιατί το είχα δει αποβραδίς στην παραλία και έκρινα ότι θα μου άρεσε να καταλύσω εκεί. Βέβαια στα ξενοδοχεία μένω ελάχιστα κατά την επιτόπια έρευνα, χρησιμοποιώντας τα μόνο για μπάνιο και ύπνο αλλά έτσι που ταλαιπωρούμαι περιηγούμενη ολημερίς, δεδομένης και της ηλικίας και των προβλημάτων υγείας που απόκτησα, θέλω να βρίσκω ένα ευχάριστο δωμάτιο και ένα καθαρό κρεβάτι να γείρω το κεφάλι μου τα βράδια, όταν γίνεται και πιο έντονη «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (αναλογικά με τον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του Άλαν Σιλιτόου)...  Πάνε εκείνα τα χρόνια, πριν αποκτήσω αυτοκίνητο,  που, νέα, έκανα τις περιηγήσεις σε δυσπρόσιτα χωριά με λεωφορεία, φορτωμένη με όλα τα μπαγκάζια να πεζοπορώ σε ανηφόρες και κατσάβραχα και τα βράδια να κοιμάμαι σε όποια σπίτια δεχόντουσαν να με φιλοξενήσουν σε κρεβάτια καθαρά  ή όχι, ενίοτε και στο ίδιο δωμάτιο με μέλη της οικογένειας που με φιλοξενούσε ή ακόμα και με οδηγούς και εισπράκτορες λεωφορείων άγονης γραμμής, που διανυκτέρευαν στο ίδιο χωριό και στο ίδιο σπίτι με εμένα (συνήθως του Πρόεδρου της Κοινότητας), ελλείψει ξενοδοχείων, τότε… Άλλα χρόνια (ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80), άλλα κουράγια, άλλες συνθήκες, άλλου είδους έρευνα και επαφή με τους ντόπιους…



Ο άγιος Πέτρος με φόντο το Γύθειο

Στο «Ακταίον» λοιπόν, που μου άρεσε πολύ,  δεν είχε ακόμα ελευθερωθεί κάποιο δωμάτιο τέτοια ώρα αλλά έκλεισα ένα για μετά το μεσημέρι και άφησα τα πράγματά μου στη ρεσεψιόν. Πήρα μαζί μου μόνο τα μηχανήματα της δουλειάς (κάμερα, μαγνητόφωνο, φωτογραφική μηχανή κλπ)    και ξεκίνησα για τις εκκλησίες της πόλης που θα τις εύρισκα ανοιχτές, λόγω Κυριακής. Οι εκκλησίες των αγίων Γεωργίου και Νικολάου που επισκέφθηκα, δεν είχαν εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ρώτησα τον ιερέα της εκκλησίας του αγίου Νικολάου για τον άγιο Κωνσταντίνο της Σελινίτσας και πώς θα μπορούσα να τον δω και μου είπε ότι το κλειδί το έχει μόνον ο Δεσπότης, ο οποίος έλειπε. Μου φάνηκε περίεργο να κρατάει ο Δεσπότης αυτοπροσώπως το κλειδί του ξωκλησσιού  αλλά αφού έλειπε άφησα την επίσκεψή του για άλλη μέρα. Παρακάλεσα τον ίδιο να με συνοδεύσει στο ναό του αγίου Πέτρου στο Μαραθονήσι. Πρόκειται για μικρό νησάκι που συνδέεται με την παραλία του Γύθειου με ένα λαιμό ξηράς. Το αρχαίο όνομα του Μαραθονησιού ήταν Κρανάη, και εδώ κατά το μύθο πέρασαν την πρώτη νύχτα της φυγής τους προς την Τροία ο Πάρις και η Ελένη, οπότε δεν γινόταν να μην το επισκεφθώ, πέρα από το ότι ο ναός, αφιερωμένος στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο (παρόλο που αποκαλείται «άγιος Πέτρος») ήταν για μένα «διοσκουρικός» αφού αφορά δύο ωσεί «δίδυμους» αγίους
Ο ιερέας  δεν μπορούσε να με συνοδεύσει και μου εμπιστεύτηκε το κλειδί του ναού να πάω μόνη μου και να το αφήσω  μετά στο παγκάρι του ναού, που έτσι θα παρέμενε ανοιχτός.
Ξεκίνησα χαλαρά λοιπόν για το μικρό νησί-λίκνο (κατά τεκμήριο) του έρωτα της Ελένης και του Πάρη την  πρώτη νύχτα της φυγής τους από τη Σπάρτη.  Το σημερινό του όνομα "Μαραθονήσι", που δηλώνει πληθώρα του φυτού μάραθος εδώ, αν και τώρα δεν το έβλεπα, δεν μου φαινόταν άσχετο με την ερωτική ιστορία του μύθου: ο μάραθος, εκτός από ιαματικές/φαρμακευτικές ιδιότητες, έχει και αφροδισιακές, και μου ήρθαν στο νου στίχοι από ερωτικά δημοτικά τραγούδια, όπου ο "Γιάννης ο Πλανόγιαννος" (αυτός δηλαδή που πλανεύει τις όμορφες, όπως ο Πάρις την Ελένη) φέρει και το προσωνύμιο "Μαραθιανός": Ο Γιάννης ο Μαραθιανός, ασίκης και περήφανος / ν όπου φορεί τα τσάμικα τα κεντιστά πουκάμισα... 
Μετά το χθεσινό κατακλυσμό, η μέρα ήταν φωτεινή και ζεστή, τα πάντα έλαμπαν καθαρά, φρεσκοπλυμένα και ζωηρόχρωμα, σπίτια και περιβάλλον, θαλασσινό και στεριανό, οπότε είχε αλλάξει και η ψυχική μου διάθεση. Φτάνοντας στο Μαραθονήσι  είδα το λευκό εκκλησάκι, σταυροειδές με τρούλο, να στέκει μόνο του και να λάμπει μέσα στο διαυγές πρωινό φως ωσάν λαχταριστή τούρτα  στο ΒΑ άκρο του νησιού με φόντο το αμφιθεατρικά χτισμένο Γύθειο, σε απόσταση από το πευκοφυτεμένο τμήμα του νησιού. Με τη βοήθεια ενός ψαρά που καθόταν  εκεί δίπλα άνοιξα την πόρτα και με λύπησε η αντίθεση του εξωτερικού με το εσωτερικό του ναού, καθώς το τελευταίο ήταν κάπως απεριποίητο και βρώμικο. Οι άγιοι Απόστολοι είναι ιστορημένοι μαζί στην αφιερωματική εικόνα του τέμπλου και στο προσκυνητάρι και όχι ο άγιος Πέτρος μόνος, σύμφωνα με το πώς ονομάζουν το ναό οι ντόπιοι.
Φωτογράφισα και έκανα βόλτα στο πευκοφυτεμένο νησί και κατέληξα στον «Πύργο Τζαννετάκου» που βρίσκεται εκεί,  ο οποίος στέγαζε στο ισόγειο  μια έκθεση για τη Μάνη και το πώς την είχαν δει και απεικονίσει σχεδιαστικά οι περιηγητές, οπότε έμεινα  να την δω, καθώς μάλιστα θα άρχιζα από την επόμενη μέρα την περιήγησή της, σαν εισαγωγή σε αυτήν . Ή πια καφέ σε ένα από τα εκεί καφενεδάκια με θέα το πυκνοχτισμένο αμφιθεατρικά Γύθειο με τα όμορφα δίπατα πέτρινα σπίτια του και ηχητική υπόκρουση το τερέτισμα των τζιτζικιών μέσα στα πεύκα, καθώς πλησίαζε μεσημέρι και η ζέστη μεγάλωνε.
Στο νεοκλασικού στυλ ξενοδοχείο πάνω στην προκυμαία,  ανέβασα τα πράγματα στο ψηλοτάβανο, δροσερό δωμάτιο και αποζημιώθηκα για τη χθεσινοβραδινή μελαγχολία του άλλου δωμάτιου, καθώς αυτό ήταν στην πρόσοψη και το μπαλκόνι του πάνω από τη θάλασσα,   δίνοντας μου την αίσθηση ότι ήμουνα σε πλοίο. Το αξιοποίησα λοιπόν καθισμένη εκεί και γράφοντας όλο το απόγευμα της Κυριακής και χαζεύοντας τους περιπατητές της προκυμαίας.

Δευτέρα, 26 Αυγούστου 2002

Αφήνοντας το Γύθειο (όπου θα επέστρεφα τα βράδια από τις ολοήμερες περιηγήσεις μου για ύπνο) πήρα το δρόμο νότια, για τα χωριά της Μάνης. Την  ανατολική Μάνη δεν την είχα επισκεφθεί άλλη φορά, τον περασμένο χρόνο είχα περιηγηθεί μόνο την Μεσσηνιακή Μάνη. Ωστόσο και αυτή, η Λακωνική πλευρά της Μάνης, μου ήταν σχεδόν οικεία. Και τούτο γιατί στο ΚΕΕΛ, όταν αυτό στεγαζόταν  στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, όπου και πρωτο-διορίστηκα, είχα συγκατοικήσει κάποια χρόνια με τους συναδέλφους Μιράντα Τερζοπούλου και Ελευθέριο  Αλεξάκη στο ίδιο γραφείο. Ο Αλεξάκης εκπονούσε τότε τη διδακτορική του διατριβή σχετικά με «Τα γένη και την οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης», οπότε καθημερινά η Μάνη στο σύνολό της ήταν στο προσκήνιο μέσα από τις σχετικές συζητήσεις μας στο γραφείο και τις πληροφορίες που μας έδινε ο Λευτέρης σχετικά με την (πρωτοπόρα και βασική τότε για το θέμα και την μέθοδο) δουλειά του αλλά για μένα και μετά, μέσα από τη μελέτη της διατριβής του όταν δημοσιεύτηκε. 




Από αριστερά:  Μιράντα Τερζοπούλου, Ελευθέριος Αλεξάκης, Ελένη Ψυχογιού, Αθήνα 1980. Η φωτογραφία, τραβηγμένη "στιγμιαία"  από πλανόδιο φωτογράφο με τη μηχανή σε τρίποδο που σύχναζε στα προπύλαια του ΕΚΠΑ,  είναι αναμνηστική με φόντο το μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, με την ευκαιρία της απόκτησης διδακτορικού διπλώματος και τίτλου από τον συνάδελφο και φίλο Λευτέρη Αλεξάκη από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Ελ. Π. Αλεξάκης, Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης, διδακτορική διατριβή, Αθήναι 1980). 

  Η Μάνη διαθέτει βεβαίως αναρίθμητη βιβλιογραφία αλλά μου ήταν γνωστή και  από το πλούσιο γλωσσικό, ιστορικό, λαογραφικό έργο του αείμνηστου Μανιάτη γλωσσολόγου Δικαίου Βαγιακάκου, πρώην συνάδελφου στην Ακαδημία Αθηνών, που τον είχα προλάβει ως Διευθυντή στο τότε Κέντρο Σύνταξης  του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και πιο πρόσφατα από την εξαιρετική, ανθρωπολογική δουλειά τής καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου  Νάντιας Σερεμετάκη «Η τελευταία λέξη στης Ευρώπης τα Άκρα»[1]. Από τα δεκάδες χωριά και τους οικισμούς της θα επισκεπτόμουν βεβαίως  αυτά για τα οποία είχα πληροφορίες σχετικά με την έρευνά μου. Οδηγούσα λοιπόν νότια, με τον Ταΰγετο στα δεξιά μου και τον Λακωνικό κόλπο στ’ αριστερά μου σαν να ήμουνα σε εν μέρει γνωστό μου πολιτισμικά, αν και άγνωστο γεωγραφικά πεδίο και ανυπομονούσα να δω τους περίφημους οικισμούς και το «σκληρό» τοπίο της Λακωνικής Μάνης, με κύριο οδηγό μου τις εκκλησίες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και ό,τι άλλο θα προέκυπτε σχετικά.

Μαραθέα
Ξεκίνησα από το χωριό Μαραθέα (να πάλι τα μάραθα να ονοματίζουν τον τόπο) για το οποίο είχα πληροφορία ότι έχει ναό αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Η οδική πινακίδα δήλωνε το χωριό και το  είδα από το δρόμο, σκαρφαλωμένο σε μια δασωμένη πλαγιά του Ταΰγετου με ένα πυργόσπιτο να προεξέχει στην πάνω πλευρά του. Έφτασα ως εκεί με την καθοδήγηση ενός ζευγαριού ηλικιωμένων ομογενών από τις ΗΠΑ που παραθέριζαν στο πατρογονικό τους σπίτι δίπλα στο δρόμο Γυθείου-Αρεόπολης τον οποίο  ακολουθούσα,   και μου φάνηκε  σχεδόν έρημο.  


Στη μικρή πλατεία του χωριού δύο άλλοι γέροντες που συνάντησα εκεί με καθοδήγησαν πώς να βρω την εκκλησία και με πληροφόρησαν ότι είναι ιδιωτική, χτισμένη πρόσφατα από κάποια ντόπια, ονόματι Ελένη Σύρου, η οποία είχε μάλιστα διατελέσει   γραμματέας της μακαρίτισσας Χριστίνας Ωνάση! Θυμήθηκα πάλι τις ιδιαίτερες σχέσεις των Μανιατών με τις εκκλησιές τους κατά γένη και αναρωτήθηκα πόσες από αυτές που αφορούν την έρευνά μου να είναι ιδιωτικές και αν θα εύρισκα κάποιον να μου τις ανοίγει. Η ιδιοκτήτρια αυτής της εκκλησίας πάντως δεν ζούσε μόνιμα στο χωριό για να μου την ανοίξει και κατέβηκα πάλι στον δρόμο Γυθείου-Αρεόπολης για να συνεχίσω. 

Χωσιάρι
Σταμάτησα στο σκόρπιο πάνω στο δρόμο χωριό Χωσιάρι, που έχει ενοριακό ναό των αγίων Κ+Ε. Αναζήτησα  το κλειδί της εκκλησίας σύμφωνα με τις οδηγίες μιας οικογένειας Αλβανών που έμεναν απέναντι από αυτήν και τους ρώτησα σχετικά. Στην αυλή του σπιτιού όπου με έστειλαν, βρήκα καθισμένη σε καρέκλα μια υπεραιωνόβια, όπως μου φάνηκε, μαυροντυμένη γερόντισσα η οποία κρατούσε ένα μπαστούνι και όταν την χαιρέτισα δεν έδειχνε να έχει επαφή με το περιβάλλον. 



Μετά εμφανίστηκε μια γυναίκα φορτωμένη με ένα δεμάτι βλίτα, που όπως μου είπε ήταν νύφη της γερόντισσας. Της εξήγησα τι ήθελα, άφησε τα βλίτα και ήρθε μαζί μου και μου άνοιξε την εκκλησία. Σχετικά καινούργιος και κάπως φτωχικός ο μικρός σχετικά ναός, έχει στο τέμπλο τυπικά την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και ένθεν και ένθεν του τέμπλου τους δύο καβαλάρηδες, «διοσκουρικούς» κάτ’ εμέ, αγίους Γεώργιο και Δημήτριο. Εμπρός στην "Ωραία πύλη", ένα είδος εξέδρας με κόκκινο κάλυμμα. 

Καρυούπολη
Ευχαρίστησα τη γυναίκα και συνέχισα το δρόμο μου προς Καρυούπολη. Καθ΄οδόν σταμάτησα στο χωριό Βαθύ σε ένα καφενείο που ήταν πάνω στο δρόμο να ρωτήσω τους 3-4 άνδρες θαμώνες του αν κατευθύνομαι σωστά προς τα εκεί. Εκείνοι αντί να μου απαντήσουν με κάλεσαν πιεστικά να κατεβώ από το αυτοκίνητο για να με κεράσουν. Κατέβηκα και πιάσαμε κουβέντα σχετικά με το ποια είμαι και τι ψάχνω. Ένας δυναμικός νέος αγρότης της παρέας όταν άκουσε ότι ενδιαφέρομαι για τους αγίους Κ+Ε, εκφράστηκε επιθετικά προς εμένα που ασχολούμαι  με τους παπάδες, την Εκκλησία  και το χριστιανισμό εν γένει και ότι δεν χρειάζεται να τους ερευνώ. Έλεγε ότι αυτοί, οι Χριστιανοί, κατέστρεψαν τα αρχαία ιερά και την αρχαία θρησκεία και ότι ο άγιος Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου άγιος αλλά δολοπλόκος, όπως και η μάνα του και ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τις μεγαλύτερες καταστροφές των Αρχαίων (ναών κ.λπ.)… Μετά τα έβαλε με τον «όσιο Νίκωνα τον Μετανοείτε», λέγοντας ότι αυτός ήταν δολοφόνος που σκότωσε όλους τους Εβραίους και τους ειδωλολάτρες στη Σπάρτη και στη Μάνη, ένα τέρας που τον κάνανε και άγιο και τον προσκυνάνε… Όταν  τελείωσε τον λίβελλο, μου είπε ότι εκτός από τον «Αγιοκωσταντίνο» στο Χωσιάρι δεν υπάρχει άλλος στην ανατολική Μάνη και να μην ψάχνω, γιατί αυτός ήξερε καλά όλα τα ξωκλήσια και τις εκκλησίες. 




Προχώρησα και βρήκα τελικά την Καρυούπολη, το πρώτο χωριό σε αυτή τη διαδρομή που μου φάνηκε να ανταποκρίνεται στην εικόνα που είχα για τη Μάνη, με πέτρινα σπίτια και πυργόσπιτα. Το χωριό ήταν επίσης σχεδόν έρημο. Μια γυναίκα μόνο είδα και τη ρώτησα  τα σχετικά και μου απάντησε κάπως απότομα ότι δεν υπάρχει τίποτα σχετικό με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη στην εκκλησία της Παναγίας, ούτε στο χωριό γενικότερα και έτσι έφυγα.

Σκουτάρι
Αναζητώντας στη συνέχεια το χωριό Σκουτάρι έμπλεξα κατά λάθος σε κάτι κακοτράχαλους χωματόδρομους και όχι μόνο κόντεψα να σπάσω εντελώς το αυτοκίνητο αλλά πνίγηκα και στη σκόνη. Εν τέλει βρήκα το χωριό αλλά εκεί κάποιοι που ρώτησα αρνήθηκαν να μου ανοίξουν την εκκλησία της αγίας Παρασκευής. Ωστόσο μέσα από το σπασμένο τζάμι ενός από τα παράθυρα του ναού είδα πάνω στο βόρειο τοίχο του αρκετές τοιχογραφίες και κινητές εικόνες με  ως «δίδυμα» ζεύγη αγίων: Ταξιάρχες, Θεοδώρους, Αποστόλους. Με πληροφόρησαν ότι το χωριό έχει 45 (!) εκκλησίες, οι περισσότερες ιδιωτικές.  
Οι Μανιάτες που είχα συναντήσει ως τώρα μου φαινόντουσαν αντιφατικοί: απ’ τη μια επιφυλακτικοί (δικαιολογημένα) και κάπως απότομοι στους τρόπους κι από την άλλη ευγενικοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν με κάθε τρόπο…
Έβλεπα ότι πλέον είχα μπει για τα καλά στο χαρακτηριστικό «μανιάτικο» τοπίο: τη γειτνίαση του ορεινού, ώχρινου ξερότοπου με το μπλε του ουρανού και του πελάγου, τα ευθυτενή, τετράγωνα πυργόσπιτα που με δυσκολία ξεχωρίζουν υψηλόκορμα  από την πέτρα του βουνού…  Η βλάστηση όσο πήγαινα νότια λιγόστευε και κυριαρχούσε η άνυδρη, ξερή γη στο τοπίο, ωστόσο βυθισμένη μέσα στο μπλε της θάλασσας (χεχε, πού να συναγωνιστώ τον περίφημο Πάτρικ λη Φέρμορ  -και άλλους- στην περιγραφή της Μάνης, αν δημοσιευτούν τα ημερολόγια, σκεφτόμουν, αλλά καθένας βλέπει με τα δικά του μάτια και περιγράφει με τον τρόπο του -και στο πλαίσιό του- το ίδιο φυσικό ή/και δομημένο περιβάλλον…).
Η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή και επέτεινε αυτή την αίσθηση της ξηρασίας, παρόλο το  φόντο του γαλάζιου υγρού στοιχείου του λακωνικού κόλπου, παράλληλα στη δυτική ακτή του οποίου  οδηγούσα. Ακτή που μου πρόσφερε υπέροχη θέα με τα παιχνίδια της απόκρημνης ξηράς που μπαινοβγαίνει στη θάλασσα με απότομα ακρωτήρια-γκρεμούς και με μικρούς αμμώδεις κολπίσκους.

Κότρωνας




Έφτασα στον πανέμορφο χωριό Κότρωνας. Περιηγήθηκα για λίγο στα έρημα σοκάκια και θαύμαζα τα καλοχτισμένα, στιβαρά και σιωπηλά πυργόσπιτα.  Το χωριό  μου φάνηκε ωσάν αποκαμωμένο από τη λαίλαπα των τουριστικών ορδών του καλοκαιριού και κυρίως του 15Αύγουστου… Επισκέφθηκα και το νεκροταφείο, το εκκλησάκι του οποίου βρήκα ανοιχτό αλλά δεν εντόπισα εκεί κάτι σχετικό με την έρευνά μου. Στο παρεκκλήσι της Υπαπαντής σημείωσα απλώς  τα «διοσκουρικά», κάτ’ εμέ, ζευγάρια των αγίων Ταξιαρχών και Θεοδώρων στις εικόνες τους.

Φιλμοχώρι




Από τον Κότρωνα σκαρφάλωσα με το αυτοκίνητο  στο Φιλμοχώρι. Στο καφενείο πληροφορήθηκα ότι ο παπάς βρισκόταν στο εξοχικό του σε κάποια από τις κοντινές παραλίες και του τηλεφώνησαν να φέρει τα κλειδιά της εκκλησίας. Εκείνος είπε πως (ευνόητα) δεν μπορούσε να έλθει, οπότε περιορίστηκα να σκαρφαλώσω σε ένα από τα νότια παράθυρα της εκκλησίας της αγίας Τριάδας («διοσκουρικής», κάτ’ εμέ, πάντα) για να δω μέσα από τα τζάμια. Πλαισιώνοντας  τα μάτια μου με τα χέρια  μου ωσάν «καπιστράνα» για να μπορέσω να διακρίνω στο σκοτεινό εσωτερικό, είδα στον απέναντι, βόρειο τοίχο μια παλιά τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με τον σταυρό ανάμεσά τους. Στα δεξιά τους, προς την πλευρά της  αγίας Ελένης, είναι  ιστορημένος ο άγιος Αλέξανδρος, οπότε δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ -υπομειδιώντας για την εμμονή μου- ότι η Ελένη είναι εκεί ιστορημένη ανάμεσα σε έναν Κωνσταντίνο και σε έναν Αλέξανδρο(-Πάρη)! Προσπάθησα να φωτογραφίσω τη σύνθεση αλλά το αποτέλεσμα βγήκε ατυχές, όχι μόνο λόγω του τζαμιού–καθρέφτη που μεσολαβούσε ανάμεσα στο φακό και την τοιχογραφία αλλά και λόγω της ψηλής ράχης κάποιων καθισμάτων που μισο-έκρυβαν το σκοτεινό εσωτερικό. Στο καφενείο ρώτησα σχετικά με την τοιχογραφία τού άγιου Αλέξανδρου αλλά δεν γνώριζαν κάτι ιδιαίτερο, πέραν του ότι είναι τάμα από κάποιον συνονόματο Αλέξανδρο. Με ενημέρωσαν δε ότι σχεδιάζουν να καλύψουν αυτές τις παλιές, κάπως φθαρμένες,  τοιχογραφίες με άλλες καλύτερες(!) αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα ακολουθήσουν τη γνώμη που τους εξέφρασα να μην το κάνουν…


Δρυμός
Από το Φιλμοχώρι κατέβηκα στον κεντρικό δρόμο και προχώρησα πιο νότια, προς το χωριό Δρυμός. Το τοπίο είχε τώρα «αγριέψει» για τα καλά. Σκαρφαλωμένο στην «προσήλια», γυμνή  πλαγιά του Ταΰγετου ατενίζει το κάτω, ευρύ άνοιγμα του λακωνικού κόλπου, προς το Μυρτώο Πέλαγος. Δεν μπόρεσα να μην φωτογραφίσω, προσπερνώντας, το όμορφο χωριό Αγριλιά.  Όταν έφτασα στο Δρυμό, κάποιες γυναίκες που βρήκα καθισμένες στο πεζούλι μιας πόρτας με πληροφόρησαν ότι ο «Αγιοκωσταντίνος», το ξωκλήσι που αναζητούσα εκεί, είναι κάτω, δίπλα στην εθνική οδό, οπότε είχα ζορίσει άδικα το σαραβαλάκι ν’ ανηφορίσει το σχεδόν κάθετο, ανηφορικό  και πετρώδες δρομάκι που οδηγεί στο Δρυμό.



Επέστρεψα προσεκτικά στον κεντρικό δρόμο ακολουθώντας την επικίνδυνη  κατάβαση ως εκεί,  ώσπου είδα  μια οδική ταμπέλα στερεωμένη σε μια πέτρινη πεζούλα στην άκρη του δρόμου -που έδειχνε να είναι καινούργια- με την επιγραφή «΄Αγιος Κωνσταντίνος» και υπέθεσα ότι βρήκα την εκκλησία που έψαχνα. Όμως δεν ήταν εκεί γιατί όταν άφησα τον δρόμο και κατηφόρισα πεζή, διαπίστωσα ότι η ταμπέλα αναφερόταν σε ένα συνοικισμό από νεόχτιστες, σε «μανιάτικο» στυλ παραθεριστικές κατοικίες που ήταν κλειστές και έρημες τέτοια εποχή και δεν υπήρχε εκκλησία.




Επέστρεψα στο αυτοκίνητο και προχώρησα παρακάτω, οπότε δεξιά, πάνω από το δρόμο, είδα ένα πέτρινο ξωκκλήσι.  Σταμάτησα και το  προσέγγισα ανεβαίνοντας αλλά ήταν κλειδωμένο. Προχώρησα με το αυτοκίνητο  παρακάτω, προς κάτι παλιά, πετρόχτιστα σπίτια δίπλα στο δρόμο που υπέθεσα ότι ανήκουν στο Δρυμό και στην ταράτσα ενός από αυτά  είδα καθισμένο έναν μάλλον νέο άνδρα να λιάζεται και καθώς δεν έβλεπα άλλον άνθρωπο τριγύρω, σταμάτησα για να τον ρωτήσω αν το εκκλησάκι ήταν αυτό που έψαχνα. Ο τρόπος που καθόταν, το παρουσιαστικό και οι κινήσεις του μου είχαν ήδη φανεί κάπως περίεργα αλλά όταν πρόθυμος μου απάντησε στην ερώτησή μου μετά τις συστάσεις,  κατάλαβα ότι ήταν άτομο με κάποιου είδους  νοητική υστέρηση και με δυσκολία στην ομιλία. Παρόλ’ αυτά κατάλαβε τι τον ρωτούσα και μου είπε ότι το εκκλησάκι ήταν ο «Αγιοκωσταντίνος» ενώ μου έδωσε να καταλάβω ότι αυτός είχε το κλειδί της εκκλησίας και μπήκε  στο σπίτι να το φέρει. Όταν το έφερε, πορευτήκαμε, εκείνος –κατά τη βούλησή του– πεζός στην πλαγιά και εγώ με το αυτοκίνητο από τον δρόμο προς το, σε κοντινή απόσταση άλλωστε ευρισκόμενο, εκκλησάκι.  Το οικοδόμημα, με εξαιρετική θέα προς τη θάλασσα, φαινόταν παλαιό αλλά με καλοσυντηρημένη εξωτερικά τη λιθοδομή του.




 Όταν φτάσαμε ο νέος ξεκλείδωσε την πόρτα και με οδήγησε σιωπηλός στο εσωτερικό του ναού. Ομολογώ ότι ένοιωσα προς στιγμή αμηχανία που έτεινε προς ανησυχία, όντας σε αυτή την ερημιά μέσα στο σκοτεινό εκκλησάκι μόνη με τον κάπως ιδιαίτερο αυτόν ξεναγό μου αλλά αμέσως μάλωσα τον εαυτό μου και του μίλησα γελαστά να σπάσει η αμηχανία  μεταξύ μας. Οπότε χαμογελαστός και εκείνος με ξενάγησε, με τον τρόπο του, μέσα στο ναό. Εσωτερικά η εκκλησία έδειχνε να είναι νεότερη, με τοίχους βαμμένους  με ένα ωχροκίτρινο, περίεργο για ναό, χρώμα, χωρίς τοιχογραφίες και με μερικές φορητές εικόνες να κρέμονται πάνω τους. Το τέμπλο λευκό, χτιστό φέρει βεβαίως την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και κάτω από αυτήν (σχεδόν «φυσικά» πλέον για μένα) ακουμπημένη πάνω στο σκαλοπάτι του ιερού, μια μικρή εικόνα των «διοσκουρικών» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων. Πάνω στο σκαλοπάτι-κατώφλι της «Ωραίας Πύλης» ήταν τοποθετημένο ένα θυμιατήρι, ενώ κάτω από κάθε μία από τις εικόνες του τέμπλου άδεια πιάτα στη σειρά. Το δυτικό τμήμα του ναού καταλάμβανε ένα μακρόστενο τραπέζι καλυμμένο με λευκό ύφασμα και κάποιες μεταλλικές καρέκλες τοποθετημένες σε σειρά και μου έδιναν την εντύπωση ότι εκεί γινόντουσαν κάποιες ομιλίες ή μαθήματα κατήχησης. Συνδυαστικά με το θυμιατήρι στην ωραία πύλη (που είχα δει στη Μεσσηνία και σε άλλους ναούς του αγίου Κωνσταντίνου) και με τα πιάτα μπροστά στο τέμπλο, αναρωτήθηκα μήπως εδώ εκκλησιάζονται και κατηχούνται ίσως μέλη  κάποιας ιδιαίτερης χριστιανικής θρησκευτικής ομάδας αλλά δεν ρώτησα τον ξεναγό μου. 
Βγήκαμε από την εκκλησία, τον ευχαρίστησα θερμά και αποχαιρετιστήκαμε αφού ο συνοδός μου δεν δέχτηκε να τον πάω με το αυτοκίνητο ως το σπίτι του, όπως του πρότεινα,  και έφυγε πεζός.
Συνέχισα το δρόμο μου προς τα νότια. Ήταν προ πολλού περασμένες δύο η ώρα, και αναρωτιόμουν πού θα εύρισκα ένα μέρος να γευματίσω. Στην Κοκάλα βρήκα εν τέλει ένα ταβερνάκι πάνω στο δρόμο και κοντά στη θάλασσα, όπου και  γευμάτισα με αυγά τηγανητά μάτια και ντοματοσαλάτα που μπορούσε να προσφέρει εκείνη την ώρα, μαζί με ένα ζευγάρι ανδρών Γερμανών τουριστών και ένα ηλικιωμένο ανδρόγυνο Ελλήνων, τουριστών επίσης, που ήταν οι μόνοι θαμώνες. Η μαυροφορεμένη, μεσόκοπη μάνα του μαγαζάτορα (όμορφη και επιβλητική, πελώρια σωματικά, χωρίς να είναι παχύσαρκη) μου έπιασε την κουβέντα και τραβώντας συχνά απ’ τις άκρες το μαύρο μαντήλι της για να το στερεώσει καθώς γλιστρούσε από το κεφάλι της,  παραπονιόταν για πτώση της τουριστικής κίνησης τούτο το καλοκαίρι και για αναδουλειές και λίγα έσοδα παρόλο που δούλευαν όλα τα μέλη της οικογένειας στο μαγαζί. Τα εγγόνια της, ένα αγόρι και ένα κορίτσι 10-12 χρονών, είχαν αναλάβει σοβαρά ρόλο σερβιτόρου και δούλευαν σβέλτα υπό το κριτικό βλέμμα της, ενώ η μητέρα τους δούλευε στην κουζίνα και ο πατέρας τους έπαιρνε τις παραγγελίες και έκανε λογαριασμό.
Σαν απόφαγα και μετά από ένα καφεδάκι, έφυγα προς την κατεύθυνση του χωριού Λάγια. Οδηγούσα πλέον στο νοτιότερο, στενό  κομμάτι του ακρωτήριου Ταίναρο και όταν πλησίαζα στο χωριό μπορούσα τώρα να βλέπω ταυτόχρονα το Μεσσηνιακό και το Λακωνικό κόλπο, με κομμένη την ανάσα από την ομορφιά του τοπίου. Η ομορφοχτισμένη Λάγια έδειχνε εντελώς έρημη τέτοια ώρα και καθώς δεν είχα κάποια πληροφορία  σχετική με την έρευνά μου εκεί, δεν σταμάτησα και έστριψα προς την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, προς τα ΒΔ, παράλληλα με τον Μεσσηνιακό κόλπο, με πρώτο προορισμό το χωριό Τσικαλιά. 





Το τοπίο ήταν κατάξερο, ο Ταγετος ψηλά είχε ένα χρώμα γκρι-μοβ ενώ στις χαμηλότερες πλαγιές ως τη θάλασσα τόνους ώχρας, από το  κιτρινο-γκρι της πέτρας και του λιγοστού χώματος ως το χρυσαφί των ξερών χόρτων και των θερισμένων δημητριακών (όσα καλλιεργούνται ακόμα εδώ και δεν φυτρώνουν αυτοφυώς, αγριεμένα)  που το διάνθιζαν, εδώ κι εκεί, το ασημοπράσινο χρώμα της ελιάς, το βαθυπράσινο κάποιων  ασθενικών δέντρων και άγριων θάμνων αλλά και οι φραγκοσυκιές.  Όσο πλησίαζα στα Τσικαλιά -που με βάση το χάρτη υπέθετα ότι ήταν το χωριό που έβλεπα ψηλά στην πλαγιά φωλιασμένο μέσα σε μια συστάδα ελιές- ήταν ωσάν η κριθαρο-σιταρο-θεά Ελένη/Αγιαλένη να ήταν θρονιασμένη εδώ, στην εκκλησία «Αγιοκωσταντίνος» του νεκροταφείου του χωριού, όπως είχα πληροφορία: όλη η έκταση των χαμηλών πλαγιών του βουνού από τις κορυφογραμμές μέχρι κάτω τη θάλασσα είναι χτισμένες κλιμακωτά και κοντά-κοντά με «λουριά», τις παράλληλες σιταρο-πεζούλες από ξερολιθιά που συγκρατούν το λίγο χώμα για την καλλιέργεια των δημητριακών στον αυχμηρό τόπο της νοτιοδυτικής Μάνης, χωρίς να αφήνουν ούτε εκατοστό της πλαγιάς ανεκμετάλλευτο! Είχα την εντύπωση ότι έβλεπα ένα ύφασμα από άγριο, χρυσαφί μετάξι απλωμένο στην πλαγιά και γαζωμένο κοντά-κοντά με σκούρα κλωστή με παράλληλα γαζιά… Ολόκληρη η Μάνη βεβαίως είναι «χτισμένη» με τέτοιες πέτρινες πεζούλες (όπως είχα δει εξάλλου και πριν κατερχόμενη την ανατολική Μάνη, όμως εδώ αυτό το σύστημα είναι απόλυτο, δεδομένης και της γύμνιας του τοπίου που το καθιστά τόσο εμφανές. Εδώ γίνεται άμεσα ορατό το πόσο θέμα ζωής και θανάτου και πόσου κόπου αποτέλεσμα είναι η καλλιέργεια των δημητριακών που εξασφαλίζει τον «άρτο τον επιούσιο», σε όλες τις μορφές του, ιδιαίτερα σε τέτοιες δυσχερείς περιβαλλοντικές συνθήκες. Αν και έκανα οικονομία στο φιλμ, τράβηξα πολλές φωτογραφίες, αλλά και βίντεο, στην προσπάθειά μου να αποτυπώσω αυτή την αίσθηση εικονικά.

Τσικαλιά




Οι πύργοι του χωριού Τσικαλιά πρόβαλλαν κάθετα ανάμεσα στα πιο χαμηλά σπίτια του και στις λίγες ελιές που είναι φυτεμένες στην κορυφή μιας λοφώδους προεξοχής της κυματιστής πλαγιάς. Πήρα την ανηφόρα και όταν έφτασα στο κέντρο του χωριού, σχεδόν απόγευμα πια, δεν συνάντησα ψυχή, ούτε άκουγα κάποιο θόρυβο, εκτός από το μονότονο τερέτισμα των τζιτζικιών,   που να δηλώνει ότι το χωριό κατοικείται. Οι σκληρές, ακίνητες σκιές των  σιωπηλών πυργόσπιτων σκοτείνιαζαν τα σοκάκια του έρημου χωριού που περιδιάβαινα αναζητώντας το νεκροταφείο, μετριάζοντας κάπως τη ζέστη. Πάνω σε έναν τοίχο είδα μια ταμπέλα που έγραφε «Κωσταντούνια» και υπέθεσα ότι θα σήμαινε το όνομα του δρόμου ή της γειτονιάς, οπότε κάπου εκεί κοντά θα ήταν και το νεκροταφείο με το ναό του αγίου Κωνσταντίνου. 






Τσικαλιά Μάνης, 21.8.2002. Από πάνω προς τα κάτω: Βαδίζοντας μέσα στο χωριό προς το νεκροταφείο 

Το σοκάκι με έβγαλε  σε ένα ξάγναντο πέτρινο μονοπάτι με πανοραμική θέα προς το νότιο Μεσσηνιακό κόλπο. Το ακολούθησα και έφτασα όντως στην είσοδο του νεκροταφείου. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στο δυτικότατο, κορυφαίο  άκρο του χωριού με την πέτρινη εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στο κέντρο τού πάνω διαζώματος.  Το νεκροταφείο με την εκκλησία δεσπόζουν πάνω από την ρυτιδιασμένη, ωσεί «γαζωμένη», με τα πέτρινα «λουριά» χρυσαφένια πλαγιά και από τη μπλε, ρυτιδιασμένη επίσης,  θάλασσα, από άκρου εις άκρον, όσο πιάνει το μάτι από το βορρά ως το νότο προς τη Μεσόγειο,  έχοντας το χωριό πίσω τους, πισώπλατα, στα ανατολικά. 





Το «χτισμένο» δεν αφορά μόνο το ναό και τη «μάντρα» που περιβάλλει το νεκροταφείο αλλά και τα μνήματα, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι «οίκοι» ήτοι μικρά οικήματα,  με χρωματισμένες πόρτες,  που στεγάζουν τους οικογενειακούς τάφους. Λόγω αυτών των παρόμοιων μεταξύ τους «οίκων» (άλλων με εμφανή πέτρα, άλλων ασπροβαμμένων, λιγότερο ή περισσότερο επιβλητικών ή πολυτελών) το σιωπηλό, ανεμοδαρμένο νεκροταφείο μου έδωσε την εντύπωση ενός δεύτερου χωριού  «κατοικημένου» από τους νεκρούς προγόνους μέσα στα  μικροσκοπικά σπίτια. Χωριού κατά ένα τρόπο  παράλληλου με αυτό  των ζωντανών πίσω του, που μάλιστα προβάλλεται εμπρός από αυτό, αν και τα σπίτια και του χωριού των ζωντανών  ήταν εξίσου σιωπηλά εκείνη την ώρα… Ανάμεσα στους τάφους-οίκους ξεχώριζαν, παράταιρα, και μερικά μνήματα νέου στυλ, «του συρμού», κατασκευασμένα δηλαδή σχεδόν ομοιόμορφα με μαρμάρινο τετράπλευρο πλαίσιο, μαρμάρινη πλάκα και μαρμάρινο σταυρό στην κορυφή της στενής, δυτικής πλευράς, όπου η κεφαλή των νεκρών. Μερικά αναιμικά κυπαρίσσια εδώ κι εκεί και ελάχιστοι με αραιή φυλλωσιά θάμνοι έσπαζαν την αίσθηση της ακινησίας της πέτρας και του θανάτου… Σκεφτόμουν ότι μαζί με τους χριστιανικούς αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη που στεγάζει ο μικρός πετρόχτιστος ναός ανάμεσα στους τάφους και τους νεκρούς, φιλοξενείται –λανθάνουσα πολιτισμικά- και η υποχθόνια σιταρο-κριθαρο-θεά, Ελένη/Αγιαλένη, δέσποινα της αναβλάστησης, της αναγέννησης, της ζωής και του θανάτου… Σε πολλούς σιταρότοπους και αλώνια και μάλιστα μέσα σε αρχαία ιερά της ως Μεγάλης Μητέρας-Γης-Δήμητρας έχω μείνει άφωνη από την λανθάνουσα μεν και μετασχηματιζόμενη, πλην υπαρκτή κατά τεκμήριο συνέχεια της λατρείας της. Όμως εδώ, σε τούτον τον χτισμένο πέτρα-πέτρα με  απεγνωσμένο μόχθο,  τεράστιο σιταρότοπο απλωμένο κλιμακωτά πάνω στις άνυδρες, αφιλόξενες,  πετρώδεις πλαγιές του Ταγετου αγνάντιο στη θάλασσα, ένιωθα πιο έντονη την ανθρώπινη ικεσία προς «Αυτήν» για επιβίωση, μέσα σε αυτό το σιωπηλό χωριό στο καυτό απομεσήμερο…




Πλησίασα τον μικρό πέτρινο ναό σχεδόν νυχοπατώντας, μην ταράξω την αιώνια γαλήνη των νεκρών, αμφίθυμη: από τη μια θα ήθελα να μοιραστώ με κάποιον (π.χ. με την Αγγελική, που με είχε συνοδεύσει τις λίγες πρώτες ημέρες της επιτόπιας έρευνας) αυτή την αίσθηση ικεσίας προς την θεά Ελένη που απέπνεε ο τόπος και τις σκέψεις μου και αφετέρου ευγνωμονούσα την μοναξιά μου, που μου επέτρεπε να είμαι συγκεντρωμένη στις σκέψεις μου και σιωπηλή.  Ο ναός ήταν κλειδωμένος και κρυφοκοίταξα στο εσωτερικό του από τα διαφανή –ευτυχώς– τζάμια ενός παράθυρου του νότιου τοίχου. Από εκεί μπόρεσα να δω και να φωτογραφίσω τη ΒΑ γωνία του τέμπλου, με την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω σε αυτό και δίπλα της την («Ελενο-διοσκουρική» κάτ’ εμέ) «τριάδα» της εικόνας του νέο-αγίου Ραφαήλ με τον Νικόλαο και την μικρή κόρη Ειρήνη ανάμεσά τους, που τόσο συχνά τοποθετείται από τους πιστούς δίπλα σε  αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στους ναούς αλλά και στα σπιτικά εικονοστάσια. Από τους «δίδυμους» όμως καβαλάρηδες αγίους που συνοδεύουν επίσης την εικόνα των αγίων Κ+Ε, είχε εκπέσει λατρευτικά ο ένας εκ των δύο και ήταν κρεμασμένη η εικόνα μόνο του ενός , δεν ξεχώριζα αν ήταν ο Γεώργιος ή ο Δημήτριος)[2]. Εικονική σύνθεση που ενίσχυσε τις παραπάνω σκέψεις μου αλλά και την επιθυμία και την ανυπομονησία μου να κατέβω σήμερα και στο αρχαίο ιερό του Ποσειδώνα στο άκρο του Ταίναρου, συνδυαστικά με το ότι είχα εντοπίσει ως τώρα μια αλυσίδα από ναούς, μοναστήρια, ξωκλήσια, τοπωνύμια των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που κατεβαίνει όλη την πλευρά του δυτικού Ταΰγετου από την Αλαγονία μέχρι την άκρη του Ταίναρου, ευρήματα που καθιστούν τον τόπο σημαντικό για την τεκμηρίωση της ερευνητικής μου υπόθεσης για την υποχθόνια θεά Ελένη/Αγιαλένη.   Με προβλημάτιζε ωστόσο το γεγονός ότι στην ανατολική Μάνη από το Γύθειο ως τη Λάγια  δεν είχα συναντήσει  τόσους πολλούς ναούς «Αγιοκωσταντίνου», καθώς επίσης και  η μακροχρόνια παρουσία των «Σλαβικών φύλων» στον Ταΰγετο, μαρτυρημένα ειδωλολατρών κατά τους 9ο-10ο αι. Να πίστευαν άραγε και αυτοί (όπως γνωρίζουμε για τα Βαλκάνια)[3] σε κάποια αντίστοιχη, προχριστιανική  θηλυκή ιερή μορφή Ελένη;




Έφυγα από τα έρημα και  σιωπηλά -όμως "λαλίστατα", ως προς την έρευνά μου, εκτιμούσα-  Τσικαλιά αναρωτώμενη και αν όφειλαν το όνομά τους σε καμίνια κεραμικής και την κατασκευή πήλινων δοχείων, «τσουκαλιών», και κατευθύνθηκα νότια, προς την άκρη του Ταίναρου. Ξανάβλεπα οδηγώντας το ανάγλυφο όλης της πλαγιάς,  στα αριστερά μου τώρα, να είναι «λουρωτό»  σαν γαζωμένο από τις παμπάλαιες σιταροπεζούλες, όπου φύτρωναν σαν αυτοφυή, ξερά και αθέριστα, λίγα αγριεμένα δημητριακά, κυρίως βρώμη, αναβλαστάνοντα ετησίως από τα υπολείμματα της πανάρχαιας, ομβροδίαιτης σποράς. Στην άκρη του δρόμου τα ξερά φυτά στρίφωναν με χρυσάφι τη μαύρη λουρίδα της ασφάλτου. Σταμάτησα και φωτογράφισα ξανά την πλαγιά όπου ξεχώριζαν στο κέντρο  τα Τσικαλιά, δεξιά η Βάθεια, -όνομα-και-πράγμα-, χτισμένη σε ένα βαθούλωμα της πλαγιάς και κάτω χαμηλά στο μυχό ενός κόλπου, η Κίτα, όπως αυτά φαίνονται και στην επόμενη φωτογραφία:



Στο ύψος της Κίτας έστριψα αριστερά, προς το άκρο του Ταίναρου. Άφησα γρήγορα την άγρια ομορφιά της αρχοντικής, επιβλητικής με τους πύργους της μέσα στο κατάξερο τοπίο, πλην σχεδόν έρημης Βάθειας, καθώς ο ενοριακός ναός του αγ. Σπυρίδωνα ήταν κλειστός και με λιγοστούς τουρίστες να κάθονται στη σκιά του.
Στο χωριό Μαρμάρι συνάντησα τους περισσότερους τουρίστες από όσους είχα δει ως τώρα στη Μάνη. Πολλοί από αυτούς, Έλληνες και ξένοι, υπέθεσα,  κολυμπούσαν σε ένα πανέμορφο, σχεδόν κρυφό, κολπίσκο έχοντας παρκάρει τα εντυπωσιακά τζιπ τους πάνω στο δρόμο. Βλέποντάς τα ένιωσα την ανάγκη να παινέψω νοερά το μικρό σαραβαλάκι αυτοκίνητό μου, που με έβγαζε παλικαρίσια στις κακοτράχαλες περιηγήσεις, καλύτερα και από τζιπ («όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια»!).




Ταίναρο
Προχώρησα ακόμα πιο νότια και τελικά είδα ότι δεν πήγαινε παραπέρα, ότι είχα φτάσει στην… άκρη-άκρη, στη μύτη του ακρωτήριου Ταίναρου δηλαδή! Αν δεν ήταν η ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας, δύσκολα θα διέκρινα το αναζητούμενο αρχαίο ιερό, καθώς οι πέτρες της λιθοδομής του δεν διαφέρουν από αυτές του τοπίου.  Γύρω ερημιά σχεδόν, εκτός από ένα ζευγάρι Ελλήνων τουριστών που μου ζήτησαν να τους φωτογραφίσω αγκαλιασμένους μπροστά στο ιερό και ένα εστιατόριο με ελάχιστους πελάτες πιο ψηλά στην πλαγιά. Όταν έφυγε το ζευγάρι, ήμουν ολομόναχη   στην «ακραία» αυτή ερημιά και στην ωσάν νεκρική σιωπή, αφού ούτε η θάλασσα δεν ακουγόταν. Πλησίασα ακροβατώντας πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες το αρχαίο ιερό του Ποσειδώνα (υπέθεσα, κατά την πινακίδα, μια που δεν έβλεπα άλλο κτίσμα εκεί κοντά) που αν και δίπλα στη θάλασσα,  τον  τιμά ως υποχθόνιο θεό, αφού ήταν και υπόγειο μαντείο αλλά και πύλη για την κάθοδο στον Άδη[4]





Πλησιάζοντας είδα ότι δεν ήταν μόνο το αρχαίο ιερό αλλά κάποια χέρια με τις ίδιες πέτρες το είχαν μετασχηματίσει σε χριστιανικό εκκλησάκι που συνυπήρχε με αυτό, όπως δήλωνε η κόγχη του ιερού στον ανατολικό τοίχο, ωστόσο και αυτό ερειπωμένο.  Μπήκα μέσα από το τοξωτό άνοιγμα της δυτικής πλευράς με την καμαρωτή στέγη να χάσκει γκρεμισμένη πάνωθέ μου και προχώρησα στον πρόναο, τον κυρίως ναό και έφτασα ως το ερειπωμένο χριστιανικό ιερό του ναού όπου οι σμιλεμένες πέτρες, τα μάρμαρα του αρχαίου ναού και οι ακατέργαστες  πέτρες του χριστιανικού, ήταν δομημένες ανάκατα, ξερολιθιά, χωρίς συνδετικό κονίαμα, όσο έβλεπα τουλάχιστον. Στο μικροσκοπικό χριστιανικό ιερό η «αγία τράπεζα», κομμάτι αρχαίου κίονα, ήταν γκρεμισμένη πάνω στο κακοτράχαλο, πετρώδες δάπεδο, σπασμένη σε δύο κομμάτια.  Σε μια μικρή κόγχη ανάμεσα στις πέτρες αριστερά, είναι στημένο ένα μικρό εικονοστάσι: εικόνες μέσα σε δύο μεταλλικά «φανάρια» με τζάμια, ένα παλιότερο κατεστραμμένο και ένα σχετικά νεότερο. Εκτός από τις φθαρμένες, δυσδιάκριτες εικόνες ήταν εκεί και τα  συνήθη που τοποθετούν  στα εικονοστάσια, δηλαδή  καντήλι, σπίρτα και καντηλήθρες,  μπουκάλια με παλιωμένο λάδι, που δηλώνουν ότι κάποιοι, γυναίκες συνήθως, έρχονται, έστω σπάνια, και διακονούν λατρευτικά στο ιερό, συνεχίζοντας τη διαχρονική λατρεία εδώ. 




Μπόρεσα να διακρίνω σε κάποιες εικόνες την Παναγία, την αγία Βαρβάρα, τους άγιους Ταξιάρχες. Σκεφτόμουν λοιπόν  ότι γυναικείες ιερές μορφές εξακολουθούν να λατρεύονται εδώ, ενώ οι φτερωτοί, ωσεί «δίδυμοι» Ταξιάρχες (ο Μιχαήλ και ψυχοπομπός, ωσάν ο Χάρος) με παρέπεμπαν, έστω πολύ έμμεσα, και στην Ελένη. Εξάλλου, αν και δεν αναφέρεται ρητά, το ότι εδώ υπήρχε νεκρομαντείο και θεωρούνταν και είσοδος στον Άδη, εκτός από τον Χάρο, και η «Λακωνίς» υποχθόνια, αρπαζόμενη, αναβλαστική/αναγεννητική   και θεά του θανάτου Ελένη-Γη, είναι παρούσα…




Πήρα το δρόμο του γυρισμού προς βορράν, με προορισμό την Αρεόπολη.  Λίγο μετά το Ταινάρειο ιερό αριστερά, πάνω στην πλαγιά τράβηξε την προσοχή μου κάτι που δεν είχα δει όταν ερχόμουν. Το τοπίο και εδώ, όπως προείπα, ήταν γυμνό, «γαζωμένο» επίσης με σιταροπεζούλες ξερολιθιάς. Όμως πάνω ψηλά στην πλαγιά έβλεπα κάτι αλλιώτικο σε ένα σημείο, ενδεικτικό της επινοητικότητας του χτίστη και της προσαρμογής των «λουριών» στη μορφή του εδάφους: ένα «λουρί» ήταν χτισμένο κυκλικά, περιορίζοντας μια λάκα, δηλαδή το πιο επίπεδο, κατωφερικό  σημείο της πλαγιάς, ωσάν πελώριο αλώνι, όπου στο εσωτερικό όμως του κύκλου ήταν χτισμένες παράλληλες πεζούλες. Κάτω δεξιά αυτού του κύκλου, άλλο «λουρί» όριζε και περιέκλειε ένα παραλληλόγραμμο χώρο, γεμάτο με παράλληλες πεζούλες, επίσης.  Εντυπωσιασμένη από τα σχεδιαστικά, ωσάν με μολύβι, παιχνίδια της ξερολιθιάς και έχοντας μόλις αφήσει πίσω μου το διαχρονικό, ακραίο Ταινάρειο ιερό με τις δικές του ξερολιθιές, σκεφτόμουν ότι αυτός ο τόπος, η Μάνη,  είναι  πιο μαγικός απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ…

Κίτα -1
Έφτασα πρώτα στην Κίτα περνώντας πάλι από τους πρόποδες του λόφου με τον «Αγιοκωσταντίνο» των Τσικαλιών. Η ενοριακή εκκλησιά της Κίτας, αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία, κλειστή. Προχώρησα σε ένα από τα δρομάκια του χωριού. Σε ένα γκαράζ, δίπλα σχεδόν στην εκκλησία ήταν παρκαρισμένη μια πελώρια, αστραφτερή Crysler, αυτοκίνητο παράταιρο μέσα στο πετρόχτιστο, απέριττο περιβάλλον του χωριού, υπέθεσα ίσως κάποιου ομογενούς από τις ΗΠΑ ή κάποιου από τους πλούσιους αλλοδαπούς που αγοράζουν σπίτια στη Μάνη. Στάθηκα σε ένα καφενείο, που ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Συνεχόμενα με αυτό, μεσοτοιχία,  ήταν ένα πελώριο δωμάτιο με ορθάνοιχτες μεγάλες τζαμόπορτες, γεμάτο κρεβάτια και ένα τραπέζι στο κέντρο. Μια δυναμική και δραστήρια, όπως έδειχνε, γυναίκα είχε έντονη συζήτηση με μια νεότερη γυναίκα, ενώ μικροπαίδια τριγυρνούσαν μέσα και έξω από το δωμάτιο. Υπέθεσα ότι θα ήταν πεθερά και νύφη και πλησίασα να τους μιλήσω. Όταν πιάσαμε κουβέντα, έμαθα ότι ήταν όπως το είχα υποθέσει, πεθερά και νύφη, με την πεθερά, πιο ομιλητική,  να έχει και την ευθύνη του καφενείου. Η κυρά-Σταμάτα, η πεθερά, με πληροφόρησε ότι εκκλησία αγίου Κωνσταντίνου έχει στο κοντινό χωριό Καρύνεια (όπως μου τα είπε). Το γνώριζε γιατί καταγόταν από εκεί η μάνα της και πήγαινε μαζί της εκεί στο πανηγύρι του χωριού. Εντέλει, βρίσκοντας, όπως είπε, ευκαιρία να επισκεφθεί τα Καρύνεια όπου είχε να πάει χρόνια, με συνόδευσε ως εκεί παίρνοντας μαζί στο αυτοκίνητο και έναν εγγονό της, 12-13 χρονών.




Καρύνεια ή Κερίμη (;)
Το χωριό βρίσκεται ΒΑ της Κίτας, πολύ κοντά της. Καθ’ οδόν η κυρά-Σταμάτα μου διηγούνταν ότι μόλις το προηγούμενο Σάββατο είχαν κάνει το γάμο μιας 18χρονης εγγονής της με ένα παλικάρι από τα Καρύνεια. Οι γονείς του κοριτσιού, της εγγονής (άρα μάλλον ο γιος της, υπέθεσα, ο πατέρας της νύφης) είναι μετανάστες στη Γερμανία και δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στο γάμο. Οπότε είχε αναλάβει τα πάντα εκείνη με τον άντρα της (και παππού της νύφης) διεκπεραιώνοντας γάμο «τρικούβερτο» με 300 καλεσμένους και για το γαμήλιο τραπέζι στην Κίτα με δικά τους σφαχτά, αιγοπρόβατα και μοσχάρια. Πέραν της απουσίας των γονιών, ο αριθμός των καλεσμένων με εντυπωσίασε, δεδομένης της εικόνας ερήμωσης που είχα σχηματίσει για αυτά τα χωριά. Συλλογιζόμουν πόσο σχετικός είναι ο αριθμός των κατοίκων στα ορεινά κυρίως χωριά, καθώς αφορά πάντα πολύ μεγαλύτερο αριθμό ντόπιων, διάσπαρτων σε αστικές περιοχές και στο εξωτερικό που τους συγκεντρώνουν πάλι στα χωριά οι θερινές κυρίως διακοπές, οι γάμοι και οι κηδείες και πολλούς οι εκλογές. Και βεβαίως οι ωσεί «παρόντες» πάντα, σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, οι  νεκροί πρόγονοι στα κοιμητήρια… Χρειάζεται επομένως προσοχή στη χρήση λέξεων όπως «έρημος», «ερημωμένος» που μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος εντυπώσεις και συμπεράσματα. 





Τα Κερύνεια είναι ένα ακόμα πανέμορφο, χαρακτηριστικό μανιάτικο χωριό με πολλά από τα πετροχτισμένα σπίτια του κλειστά ή ερειπωμένα και τις φραγκοσυκιές να είναι σχεδόν η μοναδική βλάστηση. Ανεβήκαμε ένα ανηφορικό, κακοτράχαλο δρομάκι με το αυτοκίνητο και μετά συνεχίσαμε με τα πόδια. Όταν φτάσαμε στο πρόσφατα, όπως φαινόταν, ανακαινισμένο προαύλιο της πετρόχτιστης, μικρής σχετικά, εκκλησίας, η κυρά-Σταμάτα έβαλε τις φωνές και από ένα σπίτι που φαινόταν έρημο, βγήκε μια γυναίκα, πρώτη εξαδέλφη της,  και μας έφερε το κλειδί.  Είχαν καιρό να ιδωθούν οι ξαδέλφες και «μυρίστηκα» ότι οι σχέσεις τους δεν πρέπει να ήταν και οι καλύτερες, αφού η κυρά-Σταμάτα προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για το γεγονός ότι δεν την είχε καλέσει στον πρόσφατο, με πλήθος καλεσμένων,  γάμο της εγγονής της. Μίλησαν για διάφορα οικογενειακά νέα και άλλα. Έμαθα έτσι ότι η εν λόγω ξαδέρφη ήταν αδελφή του ακροδεξιού βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Μιχαλολιάκου[5], οπότε  αναρωτήθηκα αν ήταν και πολιτικοί οι λόγοι της μη πρόσκλησης στο γάμο αλλά δεν ρώτησα την Σταμάτα. 






Ο ναός του αγίου Κωνσταντίνου όμορφος, καλοχτισμένος με ντόπια πέτρα  και με πρόσφατα καθαρισμένους και συντηρημένους εξωτερικά τους τοίχους του. Το καμπαναριό ήταν κλιμακωτή προέκταση του ανωφλιού της βόρειας και μοναδικής εισόδου στο ναό. Εσωτερικά απέριττος, με λίθινο τέμπλο που φέρει ανάγλυφες, απλές διακοσμήσεις πελεκημένες από ντόπιους μαστόρους, όπως μου είπαν. Ως βάση της «αγίας τράπεζας» στο ιερό  καμάρωνε κομμάτι αρχαίου κίονα, άγνωστης σε μένα προέλευσης, εμφανής κάτω από το κοντό κάλυμμά της. Η αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο τέμπλο,  είναι τοποθετημένη δεξιά, εκεί όπου τυπικά μπαίνει η εικόνα του άη-Γιάννη του Πρόδρομου, η οποία βρίσκεται στη θέση της πρώτης. Πολλές εικόνες, μικρές και μεγαλύτερες,  των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης κρέμονταν στους τοίχους αλλά δεν έβλεπα καμία «διοσκουρική» με ως «δίδυμους» αγίους. Οι εξαδέλφες άναψαν τα καντήλια  και μου έλεγαν για το πανηγύρι του χωριού στη γιορτή των δύο αγίων και Ισαποστόλων, στις 21/5, και πόσο πολύ κόσμο συγκέντρωνε πριν μετοικήσει σε Αθήνα και στο εξωτερικό  το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων.

Κίτα -2
Φύγαμε με προορισμό και πάλι την Κοντινή Κίτα, για να επιστρέψω γιαγιά και εγγονό στη βάση τους. Στο δρόμο η κυρά-σταμάτα μου έδειξε το ξωκλήσι της αγίας Πελαγίας, που φαινόταν σαν μικρή κουκκίδα πάνω στην κορυφή του σχεδόν φαλακρού, άσπρου  βουνού, κομμάτι του Ταγετου, που υψώνεται πάνω από την Κίτα.



 Μου αφηγήθηκε με περηφάνια ότι πριν χρόνια είχε ανέβει όλη αυτή την πλαγιά, από την Κίτα ως την αγία Πελαγία, μπουσουλώντας, σε εκπλήρωση σχετικού τάματος υπέρ υγείας προς την αγία, για την αρρώστια κάποιου από τα παιδιά της. Εν τω μεταξύ είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας οικειότητα και έδειχνε να με έχει συμπαθήσει. Και ενώ αρχικά μου είχε πει κάπως απότομα ότι δεν υπήρχε τίποτα σχετικό με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη στην Κίτα, ούτε καν εικόνα τους, μετά ότι υπήρχε μια εικόνα στην «Παναγίτσα» αλλά δεν είχε τα κλειδιά και τώρα, φτάνοντας πάλι στην Κίτα,  ζήτησε από μια μικρή εγγονή της, σωστό αγρίμι και πανέξυπνη, να πάει να μου ανοίξει «την πίσω πορτούλα της "Παναγίτσας", όπως ήξερε αυτή». Τελικά, είτε γιατί ήθελε παρέα και της άρεσε να με ξεναγεί, είτε γιατί παρόλ’ αυτά δεν εμπιστευόταν να με αφήσει να πάω μόνη μου εκεί, με συνόδευσε εκείνη, μαζί με εγγόνια  της. 





Πρώτα με οδήγησε στο ιδιωτικό παρεκκλήσι της οικογένειας Μπουραζάνη, τον «άη-Θεράπο» (άγιος Θεράπων). Μπήκαμε σε ένα μικρό, περιφραγμένο κήπο όπου και το αναλόγως μικροσκοπικό, πέτρινο βυζαντινό  εκκλησάκι του αγίου. Με καμαρωτή οροφή, από δε τις τοιχογραφίες που από το σοβά στους τοίχους μου φαινόταν ότι πρέπει να το κάλυπταν ολόκληρο, παραμένουν ελάχιστες, σε κομμάτια του βόρειου και του νότιου τοίχου, και στη δεξιά πλευρά του στενού, πετρόχτιστου τέμπλου, συντηρημένες μάλλον από την αρχαιολογική υπηρεσία.  Στο κέντρο του βόρειου τοίχου, όπου οι τοιχογραφίες έχουν εξαφανιστεί και τον καλύπτει γαλαζωπός σοβάς, κρεμόταν μια μικρή σχετικά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, «γιατί υπάρχει το όνομα στην οικογένεια», όπως είπε,  των ιδιοκτητών, χωρίς να διευκρινίσει ποιο από τα δύο ονόματα. Πάνω στο τέμπλο, δεξιά της ωραίας πύλης, εκεί όπου μπαίνει η εικόνα του Χριστού, σώζεται μια τοιχογραφία που ιστορεί όχι τον Χριστό όπως συνήθως αλλά την Ανάσταση (τον εγγονό που μας συνόδευε τον λένε Τάσο), ενώ αριστερά, όπου η θέση της βρεφοκρατούσας Παναγίας, η τοιχογραφία λείπει και το χώρο καλύπτει ο σοβάς. Τα εγγόνια στριφογύριζαν γύρω μας στον μικρό χώρο σαν τις μέλισσες. Ο Τάσος, ένα όμορφο, πανέξυπνο 12χρονο περίπου αγόρι, είχε την περιέργεια να πιάσει στα χέρια του τη φωτογραφική μηχανή, παρόλο που του είχα δείξει ήδη πώς λειτουργεί. Κάποια στιγμή που άφησα τη μηχανή κάτω για να δω κάτι σε μια από τις τοιχογραφίες, την πήρε και μέχρι να τον αντιληφθώ, πρόλαβε στο άψε-σβήσε  να τραβήξει όλο το φιλμ, φωτογραφίζοντας μια μικρή γειτονοπούλα που είχε εντωμεταξύ μπει στην εκκλησία!  Ωχ, είπα,  γιατί έκανα μεγάλη οικονομία στα φιλμ πλέον, μια που είχα μάλιστα τελειώσει αυτά που είχα φέρει από την Ακαδημία και τα αγόραζα με δικά μου έξοδα όταν ήμουν σε πόλη που μπορούσα να τα βρω. Χαλάλι του όμως του πανέξυπνου μικρού, ας την πρόσεχα εγώ, γιατί θα μπορούσε να είχε γίνει ζημιά στη μηχανή!  Η κυρά Σταμάτα μου είπε ότι το γιόρταζε εκείνη το εκκλησάκι με πανηγυρική λειτουργία την πρώτη Κυριακή μετά το 15Αύγουστο, με πολύ κόσμο, προσφέροντας και γλυκά «δίπλες» που έφτιαχνε ή ίδια αλλά ότι εφέτος δεν την έκανε τη γιορτή, γιατί συνέπεσε με την επομένη του γάμου της εγγονής της και ήταν πολύ κουρασμένη για να το κάνει εκείνη την ημέρα αλλά ότι σκόπευε να πραγματοποιήσει το πανηγύρι την επόμενη Κυριακή.



Φύγαμε και πήγαμε στην κοντινή εκκλησία της «Παναγίτσας» και μπήκαμε μέσα από τη μικρή, χαμηλή είσοδο στη δυτική πλευρά. Ο πετρόχτιστος ναός ήταν ευχάριστη έκπληξη: μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή, χαρακτηριστικός τύπος μεταβυζαντινού ναΐσκου, με δύο αβαθείς καμάρες σε καθέναν από τους μακριούς του τοίχους. Ιστορημένος με τοιχογραφίες στους τοίχους και στην οροφή, που σώζονται σχεδόν στο σύνολό τους, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο ξεθωριασμένες.






 Ωστόσο από την πρώτη στιγμή που τις είδα, κάτι δεν μου πήγαινε καλά με αυτές τις τοιχογραφίες, μέχρι που συνειδητοποίησα με φρίκη  ότι η διαφορά στο «ξεθώριασμα» οφείλεται στο ότι κάποιο ή κάποια χέρια θέλοντας να «τονώσουν» τα χρώματα είχαν επιζωγραφίσει τις παλιές τοιχογραφίες!  Ειδικά οι μεγάλες  τοιχογραφίες μέσα στις καμάρες και το δεξιό τμήμα του τέμπλου έχουν βαφτεί με χρώματα από ένα είδος λαδομπογιάς (;)  ακολουθώντας μεν τα σχήματα και το δυνατόν (!) τα χρώματα,  ωστόσο καταστρέφοντά τες. Προς το παρόν είχαν γλυτώσει οι τοιχογραφίες στην οροφή και στα ψηλότερα μέρη των τοίχων. Η κυρά-Σταμάτα σε σχετική ερώτηση μου είπε, καμαρώνοντας,  ευχαριστημένη που τώρα φαίνονται καθαρά οι άγιοι, ότι  μια κοπελίτσα ήξερε να ζωγραφίζει και ότι της ανέθεσαν (ποιοι δεν διευκρίνισε) να «φρεσκάρει» τις ζωγραφιές! Αφού συνήλθα κάπως από το σοκ, προσπάθησα να της εξηγήσω ήρεμα ότι αυτό που έκαναν ήταν καταστροφικό και ότι έπρεπε να μην αγγίξουν τις τοιχογραφίες που είχαν απομείνει. Παραξενεύτηκε που δεν αναγνώριζα την ωραία δουλειά που είχαν κάνει και με βεβαίωσε ότι σκόπευαν να «καθαρίσουν» όλες τις τοιχογραφίες…


Για μένα η συμφορά ήταν ακόμα πιο βαριά, γιατί στις τρεις  από τις τέσσερις καμάρες πάνω στους μακριούς τοίχους ήταν ζωγραφισμένη, λανθάνουσα, η «τριάδα»  που αφορά τη δική μου έρευνα:  η δυτική καμάρα του βόρειου τοίχου είχε ιστορημένο ολόσωμο το ζεύγος των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ενώ η ανατολική του ίδιου τοίχου όσο και του νότιου τοίχου, την ολόσωμη εικόνα των δύο «διοσκουρικών» καβαλάρηδων αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, αντίστοιχα, αντωπά ένθεν και ένθεν του τέμπλου, όπως είχα δει και σε άλλα μεταβυζαντινά εκκλησάκια στη Μεσσηνιακή Μάνη και αλλού. Όλες  αυτές οι εικόνες ήταν δυστυχώς, «φρεσκαρισμένες», μπογιατισμένες με ζωηρά χρώματα πάνω στις υποκείμενες πρωτότυπες τοιχογραφίες.  Παρά τη λύπη μου για την επιζωγράφηση, σημασία είχε βέβαια για μένα ότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος συνδυασμός των αγίων Κ+Ε συν τους «διοσκουρικούς» καβαλάρηδες ήταν και εδώ ιστορημένος από την αρχή  κρατώντας, κάτ’ εμέ, μη συνειδητά τη μνήμη της αρχαίας λακωνικής θεϊκής «τριάδας»/ τετράδας. Πόσο μάλλον που ο  ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Παναγίας αλλά δεν είχε ανάλογη σε μέγεθος τοιχογραφία με αυτές των παραπάνω αγίων (απ’ όσο μπόρεσα να διακρίνω) παρά μόνο μια νεότερη, κινητή, προσκυνηματική  εικόνα της Κοίμησης επάνω σε ένα στασίδι εμπρός  στο νότιο τοίχο.
Φωτογράφισα και αποχαιρέτισα με ευχαριστίες την τόσο πρόθυμη ξεναγό μου τονίζοντας της και πάλι να μην πειράξουν τις υπόλοιπες τοιχογραφίες αλλά δεν νομίζω ότι άκουσε τις παραινέσεις μου.
Είχε πλέον σουρουπώσει και ξεκίνησα πριν με πάρει η νύχτα -κουρασμένη αλλά σαν μαγεμένη από τα όσα είχα βιώσει- μέσω Αρεόπολης πίσω για το Γύθειο  όπου θα κατέλυα στο ξενοδοχείο, χωρίς να έχω εξαντλήσει τη Λακωνική Μάνη, με σκοπό να επανέλθω, βεβαίως…

Τρίτη, 27 Αυγούστου 2002

Δεν είχα εξαντλήσει ακόμα την περιήγηση όλης της Μάνης όπως είχα προγραμματίσει αλλά σήμερα δεν άντεχα να πάω σε αυτό το, δυσβάσταχτο για μένα από πολλές απόψεις, τοπίο πριν κατασταλάξουν κάπως μέσα μου οι εικόνες και οι σκέψεις που μου είχαν προκαλέσει τα «σημάδια» της «Αγιαλένης».

Γύθειο
Αποφάσισα λοιπόν να ξεκινήσω σήμερα από τη «Σελινίτσα» και θα έβλεπα τη συνέχεια, αναλόγως. Πήγα νωρίς στα γραφεία της Μητρόπολης Γυθείου και Οιτύλου στο Γύθειο και μια οικονόμος με οδήγησε στον Πρωτοσύγγελο, αφού ο Δεσπότης είχε κάποια σύσκεψη εκείνη την ώρα και δεν μπορούσε να με δεχτεί.  Το γραφείο του Πρωτοσύγγελου είναι στο ισόγειο με μεγάλα παράθυρα και υπέροχη θέα προς τη θάλασσα. Πολύ συμπαθής, ήρεμος ηλικιωμένος ιερέας ο πρωτοσύγγελος, κατάλαβε την ιδιότητά μου και από πού έρχομαι. Με ρώτησε μάλιστα για την Διευθύντρια του ΚΕΕΛ, την Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, την οποία, όπως μου είπε, παρακολουθεί στη δημόσια τηλεόραση όπου εμφανίζεται σε εκπομπές σχετικές με ζητήματα λαογραφίας στις οποίες συμμετέχουν και ιερείς. Κατανόησε τι ζητάω εκεί και φάνηκε πρόθυμος να με εξυπηρετήσει, επικοινώνησε μάλιστα τηλεφωνικά με τον Μητροπολίτη και τον ρώτησε σχετικά με το κλειδί του ναού του αγίου Κωνσταντίνου στη Σελινίτσα.  Ο Μητροπολίτης είπε ότι το κλειδί το είχε πάρει ένας ιερέας για μια βάφτιση εκεί προ ημερών και ότι δεν το είχε επιστρέψει ακόμα.  Ο Πρωτοσύγγελος προσπάθησε να βρει στο τηλέφωνο τον ιερέα αλλά η παπαδιά είπε ότι έλειπε από το σπίτι και ότι θα προσπαθούσε να τον βρει μέσω κινητού τηλεφώνου. Η ώρα περνούσε και ο ιερέας δεν βρισκόταν γιατί είχε κλειστό το κινητό του. Όσο περίμενα εκεί, εμφανίστηκε ένας περίεργος, ψηλός άνδρας που τον είχα συναντήσει ερχόμενη και τον είχα ρωτήσει πώς να βρω την Μητρόπολη αλλά δεν είχα λάβει απάντηση. Τώρα εδώ ζητούσε να δει τον Μητροπολίτη και να ζητήσει από το φιλόπτωχο ταμείο της Μητρόπολης κάποια οικονομική βοήθεια γιατί δεν είχε να φάει, όπως είπε. Ο Πρωτοσύγγελος τον απέτρεψε με μειλίχιο τρόπο από το να δει τον Μητροπολίτη, όπως επέμενε εκείνος, αλλά και να τον καταφέρει  να φύγει άπραγος, χωρίς να του δώσει κάποια βοήθεια, πέραν από αόριστες υποσχέσεις, παρόλο που ο άλλος ήταν οργισμένος και επίμονος.
Εγώ ωστόσο δεν το έβαζα κάτω και περίμενα να βρεθεί ο παπάς με το κλειδί. Κάποια στιγμή ο Μητροπολίτης παράγγειλε ότι ήταν ελεύθερος να με δεχτεί και έτσι ανέβηκα στο γραφείο του, όπου και με υποδέχθηκε εγκάρδια.  Μεσόκοπος, με ζωντάνια και αμεσότητα άνδρας ο Μητροπολίτης ήθελε να με εξυπηρετήσει και πήρε τηλέφωνο επανειλημμένα τον ιερέα στο κινητό του, αγανακτισμένος που εξακολουθούσε να το έχει εκείνος κλειστό και να μην απαντά.  «Ορίστε», μου είπε θυμωμένος, «ιερέας και να τον ψάχνουμε χωρίς να μπορούμε να τον βρούμε! Αν ήταν τώρα κάποιος ετοιμοθάνατος και ήθελε να κοινωνήσει;» Πήρα τότε αφορμή και του μίλησα για τις κλειστές εκκλησίες που συναντούσα παντού αναρωτώμενη αν υπηρετούσαν έτσι κλειδωμένες τον πνευματικό σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και αν συμφωνούσε με αυτή την απαράδεκτη, κάτ’ εμέ, κατάσταση. Συμφώνησε μαζί μου ότι οι ναοί πρέπει να είναι ανοιχτοί για τους πιστούς  «αλλά τι περιμένετε», πρόσθεσε, «αφού οι παπάδες γίνανε δημόσιοι υπάλληλοι;». Μιλήσαμε πάνω σε αυτό το ζήτημα αλλά και για τη λαογραφία. Εν τω μεταξύ βρέθηκε ο ιερέας που είχε ανοίξει το κινητό του ειδοποιημένος από την παπαδιά και ο Μητροπολίτης μου έδωσε συνοδηγό τον σοφέρ του για να με οδηγήσει στον παπά και μετά να πάμε μαζί στο εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου στη Σελινίτσα.



Λακωνία, Γύθειο , Σελινίτσα 27.8.2002. Ο λόφος με το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου 
(πάνω στο δρόμο το αυτοκίνητο της περιήγησης)


Σελινίτσα: η θέα προς τον Λακωνικό Κόλπο από το εκκλησάκι του  αγίου Κωνσταντίνου. Στο βάθος δεξιά το Γ'ύθειο 

Σελινίτσα
Φτάσαμε στο εκκλησάκι που είναι χτισμένο σε ένα λόφο πάνω από την εθνική οδό Γύθειου-Σκάλας, 2-3χλμ ανατολικά από το Γύθειο, στο μυχό κολπίσκου μέσα στο βάθος του Λακωνικού Κόλπου, απέναντι ακριβώς από τα τρία μικρά νησιά, τα «Τρίνησα». Σημείο «στρατηγικό», θα έλεγα, καθώς εποπτεύει την κίνηση στον κόλπο και έχει θέα προς την πόλη και το λιμάνι του Γύθειου. Ο σοφέρ, ένας ευγενής άνθρωπος με γνώση της περιοχής αφού, όπως μου είπε, κυνηγούσε σε αυτά τα μέρη, με πληροφόρησε ότι το εκκλησάκι είναι «μετόχι» της μονής των Αγίων Πάντων του Γύθειου και ότι ένα ερειπωμένο κτίσμα στα νότια του ναού ήταν κάποτε κελί που φιλοξενούσε όποιον μοναχό διακονούσε εδώ για να φροντίσει και την περιουσία του μετοχιού. Μου είπε επίσης ότι εδώ καλλιεργούσαν πολλά δημητριακά αλλά και ελιές, οι οποίες συντωχρόνω έχουν κατακλύσει και τα παλιά κριθαρο-σιταροχώραφα. Δεν γνώριζε να μου πει γιατί ο τόπος ονομάζεται «Σελινίτσα» αλλά με πληροφόρησε ότι γνώριζε πως εκεί ήταν το αρχαίο λιμάνι της Σπάρτης, στα «Τρίνησα», «από όπου έφυγε και ο στόλος του Πάρη παίρνοντας μαζί του και την Ελένη». Να λοιπόν που η μνήμη της Ελένης και του μύθου της δεν είναι απούσα στην περιοχή, σκέφτηκα, ακόμα και αν είναι προϊόν της  σχολικής εκπαίδευσης.




 Το εκκλησάκι φαινόταν σχετικά καινούργιο με, ευνόητα, πολλές εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μία μάλιστα από αυτές πάνω στην αγία τράπεζα, στο κέντρο της. Φαινόταν καθαρό και  φροντισμένο, εκτός από τις πιστές και από τους μοναχούς της μονής των Αγίων Πάντων, η οποία είχε και λιτρουβιό στην περιοχή. Πίσω από το βόρειο τοίχο του ναού ορθώνεται ένας  ερειπωμένος πύργος της οικογένειας Χατζάκου, όπως μου είπε ο ξεναγός μου. Μου εξήγησε και τη λειτουργία της χτιστής «καταχύστρας», οπής πάνω από την είσοδο του πύργου που σώζεται ακόμα, από όπου έχυναν καυτό λάδι στους ανεπιθύμητους και στους εισβολείς. Πίσω από τον  ανατολικό τοίχο  του ναού ορθώνεται ένας ακόμα πύργος, δείγματα αμφότεροι οι πύργοι ότι το στρατηγικό αυτό σημείο ήταν κατά ένα τρόπο οχυρωμένο ή/και κατοικημένο. Για μένα βέβαια, όλα αυτά (τα σιτάρια, ο μύθος της Ελένης, το εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης), εκτός κι αν ο τόπος «Σελινίτσα» είχε κάποτε πολλά σέλινα (κατά το τοπωνύμιο  «Μαραθιά») ενίσχυαν την  εικασία ότι το Σελινίτσα έχει σχέση με το Ελένη/Αγιαλένη και πιθανόν με κάποιο αρχαίο, λησμονημένο ιερό της σε αυτό το «στρατηγικό» σημείο που σχετίζεται και με το μύθο της αρπαγής της  (στην «Ελενίτσα»>«Σελινίτσα» κατά το τοπωνύμιο «Σωτηρίτσα» για ναούς μεταμόρφωσης του Σωτήρος) που διατηρήθηκε, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, μέσα από το νεότερο χριστιανικό ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, αφού η «αγία» Ελένη μαζί με τον αυτοκράτορα γιο της φαίνεται να επικάλυψε, άνωθεν και σκόπιμα μάλλον, τη λατρεία της θεάς Μεγάλης Μητέρας-Ελένης στους σιταρότοπους, τα αλώνια, τους μύλους, τους υγρότοπους, τα σπήλαια, τα ορύγματα της γης.




Σελινίτσα, πύργος Χατζάκου, 27.8.2002, η "καταχύστρα"



Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχε φτάσει μεσημέρι, οπότε δεν είχα πλέον χρόνο για να κάνω μεγάλη περιήγηση στα ορεινά, βόρεια της «Σελινίτσας». Παρόλες τις πρωινές αποφάσεις μου λοιπόν, αποφάσισα να κατευθυνθώ πάλι προς τη γνωστή μου πλέον διαδρομή Αρεόπολη-Οίτυλο για να ολοκληρώσω τη λακωνική Μάνη.
Άφησα με ευχαριστίες τον σοφέρ του Δεσπότη στο Γύθειο και πήρα το δρόμο για Αρεόπολη . Δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω αυτό το στενό, δασωμένο φαράγγι που διασχίζει κάθετα τον Ταγετο  και μέσα από μια σχετικά σύντομη διαδρομή μέσα στο βουνό ενώνει τον λακωνικό με τον μεσσηνιακό κόλπο και διευκολύνει την επικοινωνία ανάμεσα στις «πρωτεύουσες» της  Μάνης, το Γύθειο, την Αρεόπολη και το Οίτυλο.

Αρεόπολη -1
 Έφτασα στην Αρεόπολη κατά τις 1.30 μ.μ. και κατευθύνθηκα πρώτα  προς τον ενοριακό ναό των αγίων Ταξιαρχών («διοσκουρικός» αφιερωμένος  στους "ως δίδυμους" φτερωτούς και στρατιωτικούς αγίους και αυτός, σκέφτηκα). Φυσικά ήταν κατάκλειστος και κλειδωμένος και πληροφορήθηκα ότι ο ιερέας απουσίαζε. Περπάτησα να δω τον οικισμό με τα συντηρημένα πυργόσπιτα και τις πετρόχτιστες εκκλησίες. Κωμόπολη-πρωτεύουσα του Δήμου έχει δημόσιες και κοινωφελείς υπηρεσίες, σχολεία και αρκετά μαγαζιά, λόγω τουρισμού. Αν και δεν βρισκόμαστε στην ακμή της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, παρατηρούσα ακόμα έντονο τον απόηχό της στην κίνηση και τη ζωντάνια της πόλης, παρά την προϊούσα μεσημεριανή ώρα. Έβλεπα ότι συντηρούνται τα παλιά αλλά και ότι χτίζονται και πολλά καινούργια σπίτια «παραδοσιακά», στο στυλ των παλιών, με πελεκητές πέτρες ιδιοκτησίας κυρίως εύπορων Αθηναίων και αλλοδαπών. Οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες συμβάλλουν καθοριστικά (και «οικονομικά») στο χτίσιμο με πέτρα καθώς τους είναι οικεία τεχνική.   Όμως η μεσημεριανή «σιέστα» ήταν προ των πυλών και δεν θα ήταν εύκολο να βρω συνομιλητές, οπότε αποφάσισα να ξεμεσημεριάσω στο Οίτυλο όπου υπέθεσα ότι θα εύρισκα και ανοιχτό εστιατόριο για φαγητό, λόγω τουρισμού, και μετά να έβλεπα την εκκλησία, αν ήταν ανοιχτή και να επισκεφθώ ίσως κοντινά χωριά, αφήνοντας την Αρεόπολη για το απόγευμα.

Οίτυλο
Κατηφόρισα την υπέροχη διαδρομή που κυκλώνει τον κλειστό κόλπο-επίνειο-λιμάνι του Οίτυλου και ανηφόρισα για να μπω στο χωριό. Πανέμορφο χωριό, με δίπατα πέτρινα σπίτια, πυργόσπιτα και πανοραμική θέα του κόλπου, έδειχνε έρημο τέτοια ώρα. Στην πλατεία ένας γέροντας που καθόταν μόνος έξω από ένα καφενεδάκι μου έδειξε την εκκλησία και το σπίτι του παπά. Λόγω μεσημεριού αποφάσισα να τον αναζητήσω αφού γευματίσω κάτι αφού πεινούσα αλλά και  για να περάσει κάπως το μεσημέρι. Στρώθηκα έξω σε ένα τραπέζι στο μοναδικό εστιατόριο που ήταν στην πλατεία και έτρωγα όσο γινόταν πιο αργά για να περάσει η ώρα, παρακολουθώντας διακριτικά και δύο ζευγάρια νέων παιδιών, τουριστών, που έφθασαν και κάθισαν μετά από μένα για να γευματίσουν, με τα σακίδια στις πλάτες. Κάποια στιγμή, με έκπληξη είδα να έρχεται ο –πλανώμενος φαίνεται– επαίτης που είχα συναντήσει το πρωί μέσα στη Μητρόπολη, στο Γύθειο. Σε αντίθεση με τον ιερέα που τον είχε αποπέμψει από εκεί, η μαγαζατόρισσα, που δεν φαινόταν να είναι μόνιμος κάτοικος του χωριού, του έβαλε φαγητό και εκείνος κάθισε σε ένα τραπέζι και έτρωγε. Ένας ακόμα μοναχικός άντρας, αδύνατος και με στυλ διανοούμενου, καθόταν σε ένα τραπέζι και διάβαζε τις άπειρες εφημερίδες που είχε απλώσει εκεί. Από την εξοικείωσή του με το χώρο, υπέθεσα ότι θα ήταν ένοικος του ξενώνα που είναι πάνω από το εστιατόριο.




















Όσο αργά κι αν έτρωγα, όσο κι αν χάζευα μετά κρατώντας και σημειώσεις στο τετράδιό μου, η ώρα δεν περνούσε ενώ η ζέστη ήταν πολλή και καθώς ο υπαίθριος χώρος του μαγαζιού δεν ήταν και πολύ σκιερός, άρχισαν να κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα μέσα στη σιωπή και την μεσημεριανή ερημία του χωριού. Σηκώθηκα λοιπόν και κατηφόρισα προς την εκκλησία. Κάθισα στο πεζούλι του περίβολου και αγνάντευα τον υπέροχο κόλπο που απλωνόταν μπροστά μου, ενώ ένα ελαφρύ αεράκι με δρόσιζε κάπως. Μετά τις τέσσερις και μισή, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι η «σιέστα» στα χωριά τελειώνει εκείνη την ώρα περίπου, αποφάσισα να ενοχλήσω τον παπά και τον πήρα στο τηλέφωνο  (τον αριθμό του οποίου είχα από την απάντησή του στο ερωτηματολόγιο). Δεν χάρηκε βεβαίως που τον κάλεσα να έλθει στην εκκλησία, αν και απ’ ότι κατάλαβα δεν πρέπει να κοιμόταν όταν τον πήρα τηλέφωνο. Ωστόσο ήρθε σε λίγο, όμως πολύ θυμωμένος,  και ίσα που δεν με έβρισε που τον ξεσήκωσα μεσημεριάτικα. Του έδωσα απόλυτο δίκιο για τον θυμό του, του εξήγησα το ποια ήμουν, για την απάντησή του στο ερωτηματολόγιο  και τι ζητούσα εκεί αλλά δεν έδειχνε να μαλακώνει. Σιγά-σιγά όμως χαλάρωσε με την κουβέντα  και εκτός από τα σχετικά με το ναό της Κοίμησης τον οποίο μου άνοιξε και μπήκαμε, μου μίλησε και για τις δυσκολίες ενός ιερέα σε ένα χωριό που ερημώνει, κυριολεκτικά,  τον χειμώνα. Φωτογράφισα τον άγιο Κωνσταντίνο που εικονίζεται ολόσωμος και μόνος σε μια σύγχρονη τοιχογραφία πάνω στο βόρειο τοίχο αλλά ο ιερέας δεν γνώριζε να μου πει γιατί ήταν χωρίς την αγία Ελένη (μάλλον έτσι θα ήταν το τάμα, υπέθεσα).

Κρυονέρι
Αποχαιρέτισα τον ιερέα και αναχώρησα από το Οίτυλο με κατεύθυνση προς ένα χωριό που έβλεπα σκαρφαλωμένο ψηλότερα πάνω στο βουνό, το Κρυονέρι (όνομα που με υποψίασε για μετονομασία από παλιότερο, «ξενικό» όνομα του χωριού αλλά δεν ήμουν σίγουρη, βεβαίως).  Όσο το πλησίαζα, το ούτως ή άλλως ξερό τοπίο της Μάνης  γινόταν εδώ κατάμαυρο, «κρανίου τόπος». Το καρβουνιασμένο χώμα όπως και τα ελάχιστα, κατάμαυρα απομεινάρια καμένης βλάστησης, δήλωναν ότι ο τόπος είχε πληγεί από πυρκαγιά, που είχε αγγίξει τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού. 
Ένα στενό σοκάκι που ακολούθησα μπαίνοντας στο χωριό, με οδήγησε στην εκκλησία του προφήτη Ηλία, που βεβαίως ήταν κλειστή. Δεν φαινόταν κανείς αν και ένα-δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα πρόδιναν κατοίκους ή παραθεριστές. Από ένα σπίτι δίπλα στην εκκλησία ακουγόταν μια έντονη συζήτηση δύο ατόμων που δεν έβλεπα αλλά από τις φωνές τους κατάλαβα ότι γινόταν ανάμεσα σε έναν νέο σχετικά άνδρα και σε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο άντρας ήταν πολύ επιθετικός και η φωνή του πρόδινε να έχει καταναλώσει αρκετό αλκοόλ. Απειλούσε κάποιο από τα αρσενικά μέλη της οικογένειας της γυναίκας, μέσω αυτής, δίνοντας παραγγελία-προειδοποίηση ότι αν τον δει μπροστά του θα τον σκοτώσει, συνοδεύοντας την απειλή με βρισιές, δείχνοντας όμως να έχει  μεγάλη οικειότητα και κάποιο σεβασμό προς την γυναίκα συνομιλήτριά του. Αυτή, παρά την επίθεση και τις απειλές του άνδρα, του μιλούσε ήρεμα, «πηγαίνοντας με τα νερά του», χωρίς να τον κοντράρει. Δεν γινόταν βεβαίως να διακόψω αυτή την έντονη συζήτηση και κάθισα σε ένα πεζούλι περιμένοντας να σταματήσουν, γινόμενη ωστόσο, άθελά μου, ωτακουστής, όπως και όλοι οι ένοικοι των γύρω σπιτιών, υπέθετα, αλλά δεν φαινόταν να είναι κατοικημένα εκείνη την μέρα και ώρα. Κάποτε βγήκαν μαζί έξω στην αυλή και ενώ ο άνδρας συνέχιζε να βρίζει και να απειλεί, ταυτόχρονα έκανε εκεί και κάποιες δουλειές που του υποδείκνυε η «θεια» (όπως την αποκάλεσε) να κάνει (και η οποία ήταν όντως γερόντισσα)! Όταν έδειξαν να προσέχουν την παρουσία μου, απτόητοι, τους διέκοψα και ρώτησα για την εκκλησία. Μου απάντησαν ότι είναι κλειδωμένη και ότι λείπει ο παπάς που είναι ο μόνος που έχει κλειδί. Περπάτησα λίγο μέσα στον μικρό, όμορφο οικισμό και ξεκίνησα για την Αρεόπολη. Καθώς κατηφόριζα, κάτι το κατάμαυρο, πυρπολημένο τοπίο, κάτι η άγρια συζήτηση που άθελά μου είχα ακούσει και μου έφερε στο νου τις  περίφημες μανιάτικες βεντέτες και τους «γδικιωμούς», κάτι η ερημιά και η κούραση, μελαγχόλησα.

Αρεόπολη -2
Έφτασα στην Αρεόπολη μετά τις 6 μ.μ. και βρήκα τον παπά στο σπίτι του. Αν και το σπίτι του βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο ναό των Ταξιαρχών, ήρθε και τον άνοιξε απρόθυμα, βαρύθυμος. Εξωτερικά πάνω από τα υπέρθυρα των βόρειου και νότιου τοίχων του ναού τον κοσμούν ανάγλυφες, σκαλισμένες στην πέτρα παραστάσεις  «δυάδες» πεζών και καβαλάρηδων αγίων στη νότια πλευρά, πεζοί στη βόρεια, ανάμεσα σε πλήθος άλλα σύμβολα λατρευτικά και αποτροπαϊκά. 






Οι παραστάσεις αυτές των «ως δίδυμων» αγίων ενέτεινε για μένα τον «διοσκουρικό» χαρακτήρα του ναού, συμπληρωματικά με την αφιέρωσή του στους «δίδυμους» Ταξιάρχες. Εσωτερικά εντόπισα στη ΒΑ γωνία του ναού σύγχρονη τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Αν  και δεν έβλεπα ίχνη τους, η ηλικία και η αρχιτεκτονική του ναού με έκαναν να αναρωτηθώ αν αυτές οι σύγχρονες, «βυζαντινοειδείς» τοιχογραφίες κάλυπταν ίσως παλαιές, μεταβυζαντινές ή και παλιότερες, σαν αυτές που είχα δει σε άλλους ναούς την περιοχή.  




Έφυγα από το ναό και πήγα σε ένα μικρό μαγαζί-«εμπορικό» παλιού τύπου που είχα προσέξει ερχόμενη σε μια μικρή πλατεία κοντά στην είσοδο του χωριού. Ήθελα να βρω και να αγοράσω ένα μαύρο, βαμβακερό μαντήλι κεφαλής, σαν αυτά που φορούν οι ηλικιωμένες, μαυροφορεμένες  Μανιάτισσες, να δένω τα -ανεμίζοντα κατά την οδήγηση και πνιγμένα στη σκόνη- μαλλιά μου και υπέθεσα ότι εκεί θα εύρισκα. Η είσοδος του μαγαζιού  μετά τη διαμόρφωση και ασφαλτόστρωση του δρόμου, βρίσκεται χαμηλότερα από αυτόν δίνοντας την εντύπωση ότι το μαγαζί είναι υμι-υπόγειο. Μπαίνοντας στο μισοσκότεινο εσωτερικό του, έμεινα άφωνη: οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από το δάπεδο ως το ταβάνι με ράφια ενώ άλλα ράφια κάθετα προς αυτά γέμιζαν το χώρο. Χιλιάδες είδη ρουχισμού παντός είδους που απ΄ όσο μπορούσα να κρίνω, πολλά   είχαν ηλικία από αρκετές  δεκαετίες πριν (του ΄50 π.χ.) μέχρι και σημερινά (φορέματα, μπλούζες, φούστες, ρόμπες, παντελόνια ανδρικά και γυναικεία, εσώρουχα, πυζάμες, νυχτικά, ποδιές, μαντήλια, καλτσες, μαγιώ, τραγιάσκες, καπέλα, μαγκούρες κ.λπ.) ήταν στοιβαγμένα ατάκτως στα ράφια αλλά και σε σωρούς σε πάγκους και πάνω στο δάπεδο, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για να κινηθεί κανείς. Επίσης «είδη προικός» δηλαδή πετσέτες, σεντόνια λευκά και χρωματιστά, βαμβακερές, συνθετικές  (και μάλλινες) κουβέρτες κ. ά., μέσα σε διαφανείς νάιλον σακούλες, αρκετές θαμπωμένες ωστόσο από την πολυκαιρία.  Τα πιο παλιά από αυτά ήταν κιτρινισμένα ή ξεθωριασμένα,  σκεπασμένα με ένα στρώμα σκόνης. Παρόλ’ αυτά η μαυροντυμένη και μαντηλωμένη καταστηματάρχισσα βρήκε αμέσως μέσα σε αυτό το χάος το μαντήλι  που της ζήτησα (πήρα δύο, εν τέλει), όπως και ό,τι άλλο της ζητούσαν και άλλοι πελάτες, ακόμα και οι τουρίστες, μιλώντας Αγγλικά. Βρήκα και κάποια κάπως χοντρά βαμβακερά σεντόνια και άλλα ριγωτά, σαν υφαντά, που θυμήθηκα ότι τα έστρωνε η μάνα μου στα κρεβάτια στην καλύβα από φτέρη όπου μέναμε όταν παραθερίζαμε στην παραλία των Λεχαινών τέλη δεκαετίας του 50 και πήρα μερικά, για το νεόχτιστο εξοχικό σπίτι μου στο χωριό, καθώς και μια κόκκινη δίμητη, «καραμελωτή», με συνθετικό νήμα, κουβέρτα (την ονειρευόμουν στρωμένη στο γρασίδι σε πικνίκ α λα αγγλική εξοχή!), όλα φθ ηνά, καθώς το εμπόρευμα του μαγαζιού απευθύνεται κυρίως στους ντόπιους, παρά το έντονα τουριστικό πλαίσιο της Αρεόπολης.
Εννοείται ότι έπιασα κουβέντα με την καταστηματάρχισσα, την κυρά-Ματίνα Μητσάκου, ρωτώντας την και  για ξωκκλήσι «Αγιοκωσταντίνου».  Τελικά βγήκα από το μαγαζί φορτωμένη ψώνια αλλά και μαζί με την κυρά-Ματίνα, εκείνη φορτωμένη επίσης, όμως  με λάδι, λιβάνι, καντηλήθρες κ.λπ., για να ανάψει τα καντήλια στο εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου και σε άλλα της περιοχής, όπου θα με ξεναγούσε, ολοπρόθυμη, αφήνοντας άλλον στο πόδι της,  στο μαγαζί! 




Πήγαμε πρώτα στο δικό της, οικογενειακό  εκκλησάκι του αγίου Δημητρίου. Πετρόχτιστο, αρχιτεκτονικά όμοιο με τα άλλα μεταβυζαντινά εκκλησάκια της Μάνης, μονόχωρο εσωτερικά και με καμαρωτή οροφή,  φέρει όμορφες σε τόνους της ώχρας μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, συντηρημένες, που κάποτε πρέπει να κάλυπταν μάλλον όλους τους τοίχους αλλά τώρα σώζονται λίγες μόνο στο ανατολικό άκρο των δύο μακριών τοίχων και οι δεσποτικές πάνω στο  τέμπλο. Έτσι δεν είδα εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία, αν υπήρχε, έχει τώρα εξαφανιστεί. Αφού η κυρά-Ματίνα έβαλε λάδι και άναψε τα καντήλια, φύγαμε. 






Επόμενη στάση στο ιδιωτικό επίσης, ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου και αγίου Νικολάου, χτισμένο με πέτρα μέσα στις πεζούλες του σιταρότοπου της Αρεόπολης, όπου έχει χωράφια-«λουριά» και η κυρά-Ματίνα, όπως μου είπε. Είναι μακρόστενο και χαμηλοτάβανο, με καμαρωτή οροφή και γυμνούς από τοιχογραφίες, ασβεστωμένους τοίχους ή αν είχε κάποτε, έχουν εξαφανιστεί. Καθαρό, λιτό είναι γεμάτο με κινητές, φτηνές  εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του αγίου Νικολάου αλλά και των «ως δίδυμων» αγίων Θεοδώρων και Ταξιαρχών που κρέμονται στους τοίχους. Η κυρά-Ματίνα περιποιήθηκε και εδώ τα καντήλια και φύγαμε για την «Παναγίτσα», ξωκλήσι αρκετά μεγάλο, με σοβατισμένους τοίχους, χτισμένο με θέα προς το πέλαγος. Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες σώζονται μόνο πάνω στο τέμπλο ενώ οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι, με κινητές εικόνες αγίων κρεμασμένες πάνω τους. 





 Αρεόπολη, ξωκλήσι "Παναγίτσας", 27.8.2002. Αριστερά τοιχογραφία της Παναγίας και δεξιά, στο εσωρερικό της καμάρας του βημόθυρου, της αγίας Άνννας


Αφού η κυρά-Ματίνα άναψε και εδώ τα καντήλια, κατευθυνθήκαμε προς το ναό της αγίας Βαρβάρας, στο νεκροταφείο της Αρεόπολης. Μακρόστενος ο ναός, χτισμένος με πέτρα, εσωτερικά είναι του ίδιου τύπου με τους άλλους, μονόχωρος με καμαρωτή οροφή. 







Και αυτός σώζει μεταβυζαντινές τοιχογραφίες πάνω στο τέμπλο, άγνωστο σε μένα αν είχε και άλλες στους ασβεστωμένους σήμερα τοίχους. Εξαίρεση αποτελούν μια μεγάλη, δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με αυτές του τέμπλου, σύγχρονη, «βυζαντινοειδής» τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην ανατολική γωνία του νότιου τοίχου και μια ανάλογη σε μέγεθος της αγίας Βαρβάρας στην ανατολική γωνία του βόρειου τοίχου, η μια απέναντι στην άλλη. Ευνόητη η ιστόρηση της αγίας Βαρβάρας σε αυτό το μέγεθος, σκεφτόμουν, αφού ο ναός είναι αφιερωμένος σε αυτήν αλλά οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, γιατί; Η κυρά-Ματίνα δεν γνώριζε να μου πει κάτι, πέραν από το ευνόητο  ότι θα είναι κάποιο αφιέρωμα. Κοίταζα με ενδιαφέρον και την εικόνα της αγίας Βαρβάρας, η οποία στο πιάτο που κρατάει φέρει το ίδιο της το αποκομμένο κεφάλι που κατά τη χριστιανική βιογραφία της,  τής το έκοψε στο τέλος του μαρτυρίου της ο ίδιος της ο πατέρας. Βλέποντας στην απέναντι τοιχογραφία την αγία Ελένη να κρατάει επίσης ένα πιάτο αλλά με τα καρφιά που θρυλείται ότι βρήκε στο σταυρό, θυμήθηκα και τις άλλες γυναικείες μορφές, αγίες ή μη,  που εικονίζονται στις αγιογραφίες με πιάτα στα χέρια (αγία Παρασκευή με μάτια, Σαλώμη με κεφαλή Ιωάννη) και αναρωτήθηκα αν υπάρχει κάποια συμβολική σχέση μεταξύ τους εξαιτίας του πιάτου και του περιεχόμενού του και ποια να είναι αυτή άραγε[6]. Εκτός από την τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης άλλη μία, μικρή κινητή εικόνα τους κρεμόταν στο δυτικό τοίχο ενώ οι «διοσκουρικοί δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος κρέμονται δίπλα στην προσκυνηματική εικόνα της αγίας Βαρβάρας (παρεμπιπτόντως, ο βασανιστής και φονέας της, πατέρας της  Βαρβάρας, «ειδωλολάτρης» ιερέας, φέρεται με το όνομα «Διόσκορος»!). Η κυρά-Ματίνα άναψε τα καντήλια στο ναό και στον οικογενειακό τάφο και φύγαμε.
Κατά την περιήγησή μας είχα μάθει ότι η μαυροφορεμένη ξεναγός μου δεν ήταν μόνο έμπειρη και άξια καταστηματάρχισσα αλλά και δυναμική, έξυπνη γυναίκα που οδηγούσε αυτοκίνητο από τη δεκαετία του ’60 στη Μάνη, ότι ξέρει Αγγλικά, ότι έχει μεγαλώσει και διαφεντεύει τέσσερα παιδιά και ότι ετοιμάζεται να ανοίξει ξενοδοχειακή επιχείρηση στην Αρεόπολη! Την αποχαιρέτισα με θερμές ευχαριστίες, εντυπωσιασμένη από την ισχυρή και τόσο ενδιαφέρουσα  προσωπικότητά της («Μανιάτισσα» με τα όλα της!)  και ξεκίνησα σιγά-σιγά να επιστρέψω στο Γύθειο.
Έχοντας ολοκληρώσει κατά ένα μεγάλο μέρος  τον «κύκλο της Μάνης» -πάντα σύμφωνα με την αναζήτηση των ιχνών της Ελένης/Αγιαλένης- αφού είχα ξεκινήσει τον προηγούμενο χρόνο από το δήμο Αβίας στη Μεσσηνία και είχα συνεχίσει τούτες τις ημέρες στη Λακωνική Μάνη από το Γύθειο-Οίτυλο μέχρι το Ταίναρο, μου έμεναν ακόμα χωριά που σχετίζονται με την έρευνα πάνω στην  ανατολική πλαγιά του Ταγετου, βόρεια του Γύθειου για να την συμπληρώσω, όσο ήταν  αυτό δυνατόν για μένα, βέβαια.
Έφτασα στο Γύθειο αρκετά νωρίς για να απολαύσω ψαράκι στην προκυμαία και μετά να ξεκουραστώ στο υπέροχο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο,  αγναντεύοντας  από τη μπαλκονόπορτα το φεγγάρι που τώρα «έχανε», ανατέλλοντας όλο και πιο αργά μέσα από  τη θάλασσα… 

Τετάρτη, 28 Αυγούστου 2002

Με τελικό προορισμό τη «Γιάτρισσα», την ομώνυμη  μονή της Παναγίας πάνω στην κορυφή του Ταγετου ξεκίνησα νωρίς με κάποια ταραχή για το τι με περίμενε εκεί και ανηφόρισα ακολουθώντας  μια διαδρομή μέσα από ένα δασωμένο φαράγγι που στο βάθος του κυλάει ένα ποτάμι. Σκαρφάλωνα προσπερνώντας χωριά, με μια στάση στο χωριό με το περίεργο όνομα  «Κόκκινα Λουριά» που το είχα ακουστά γιατί είχε παντρευτεί εκεί μια εξαδέλφη μου αλλά δεν ήταν εκείνη την εποχή στο χωριό[7].  Όταν προσπέρασα και την πνιγμένη στο πράσινο Καστάνια (χωριό που συνδέεται με βιογραφικά στοιχεία του Θ. Κολοκοτρώνη), χωρίς να σταματήσω αφού πλησίαζα πλέον, ανυπόμονη, τις βουνοκορφές, μετά από μια στροφή είδα πάνω σε μια γυμνή από βλάστηση κορυφή του Ταγετου ένα τεράστιο καστροειδές κτίσμα να δεσπόζει πάνω από όλο το βαθύ, δασωμένο φαράγγι που μόλις είχα αφήσει πίσω μου. Βλέποντάς το θυμήθηκα ότι αυτό το κατά κορυφήν μεγάλο κτίριο το είχα ξαναδεί από το χωριό Βασιλική, την προηγούμενη εβδομάδα και καθώς μου είχε φανεί από μακριά νεοχτισμένο καστροπρεπές κτήριο, είχα υποθέσει ότι θα είναι κάποια από αυτές τις «τύπου μανιάτικου πύργου» βίλες που χτίζουν οι νέοι αγοραστές γης στη Μάνη.





Μονή Γιάτρισσας
 Όταν προσέγγισα το κτίσμα στην φαλακρή κορυφή του βουνού, είδα έναν  πανύψηλο, νεόχτιστο πέτρινο τοίχο με δύο σειρές δίλοβων τοξωτών παράθυρων και προχωρώντας προς την είσοδο, βρέθηκα απρόσμενα σε …ένα εγοτάξιο! Ένας τεράστιος  χώρος ήταν γεμάτος σκόρπιες πέτρες, πελεκημένες και απελέκητες. Αρκετοί εργάτες (Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες, υπέθεσα) πελεκούσαν τις πέτρες, άλλοι τις μετέφεραν και άλλοι σκαρφαλωμένοι στην κορυφή του πανύψηλου τοίχου τις έχτιζαν. Αναρωτιόμουν αν είχα φτάσει στο μοναστήρι καθώς δεν έβλεπα ούτε ταμπέλα, ούτε εκκλησία ή κάτι άλλο που να δηλώνει κάτι τέτοιο πίσω από τον πανύψηλο τοίχο. 






Η απορία μου λύθηκε όταν βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, είδα έναν νεαρό καλόγερο να εποπτεύει τις εργασίες  ο οποίος μου επιβεβαίωσε ότι όντως είχα φτάσει στη «Γιάτρισσα». Πιάσαμε κουβέντα και μου είπε ότι είναι ο μοναδικός μοναχός που διακονεί στη μονή και εποπτεύει και τις εργασίες. Στην απορία μου για τον πανύψηλο τοίχο, με ενημέρωσε ότι οι μαστόροι, όντως Αλβανοί (μερικοί με χαιρετούσαν ψηλά από τον τοίχο και τους το ανταπέδιδα), επένδυαν με πέτρα τον τσιμεντένιο, νεόχτιστο περίβολο της μονής, έργο που στα μάτια μου φάνταζε σαν φαραωνικό. Πολύ περισσότερο όταν με ενημέρωσε ότι τα έργα χρηματοδοτούνται από προσφορές των πιστών και άλλες πηγές που φθάνουν τα 400 εκατομμύρια (μάλλον δραχμές θα ήταν, αφού μόλις την 1/1/2002 είχε κυκλοφορήσει το ευρώ για χρήση από τους ιδιώτες αλλά δεν ρώτησα)! Μου είπε ότι τα έργα είχαν κριθεί απαραίτητα γιατί η μονή είχε ερειπωθεί, ότι ο ναός, το καθολικό, δεν είχε ούτε παλιές τοιχογραφίες, ούτε παλιές εικόνες και ότι σχεδίαζαν να τον ιστορήσουν τώρα και ως εκ τούτου δεν θα εύρισκα κάτι σημαντικό να φωτογραφίσω. 





Είπε επίσης ότι είχε συμβάλει στην ερείπωση και το γεγονός ότι η παλιά σκεπή του ναού ήταν στεγασμένη με πέτρινες πλάκες, οι οποίες εξαιτίας των σφοδρών ανέμων εκεί επάνω, του δικού τους βάρους αλλά και του βάρους του χιονιού που την καλύπτει το χειμώνα, με τα χρόνια κατέρρευσε. Ότι αργότερα την είχαν καλύψει με κεραμίδια τα οποία φθάρηκαν πολύ γρήγορα και ότι τώρα την έχουν καλύψει με φύλλα μολύβδου που αντέχουν στις ακραίες καιρικές συνθήκες. Πρόσθεσε ότι στην φθορά συνέτεινε και το ότι ο μοναδικός καλόγερος που συνήθως μόναζε εδώ, όπως και ο ίδιος, τον χειμώνα  λόγω του αβάσταχτου κρύου σε υψόμετρο 1175μ. και της έλλειψης θέρμανσης, έφευγε (όπως συμβαίνει ακόμα) από τη μονή και διακονούσε σε μονές σε πιο χαμηλό υψόμετρο και επανερχόταν το καλοκαίρι. Συνέχισε λέγοντας ότι τα έργα ανακαίνισης γίνονται με εντατικό ρυθμό γιατί η μονή πανηγυρίζει στις 8 Σεπτέμβρη, αφού είναι αφιερωμένη στη Γέννηση της Παναγίας και δεν είχαν απομείνει πολλές ημέρες. Σε ερώτησή μου για το πανηγύρι, μου είπε ότι συρρέει στη μονή μεγάλο πλήθος κόσμου από όλη τη Λακωνία και τη Μεσσηνία (η μονή «πατάει» πάνω ακριβώς στο κατά κορυφήν σύνορο των δύο νομών), την Αρκαδία κ.α.  Επίσης σημείωσε -με καμάρι μπορώ να πω- ότι στη θέση του ναού της Παναγίας προϋπήρχε αρχαίος ναός αφιερωμένος στη θεά Αθηνά, οικοδομικά μέλη του οποίου είναι ακόμα εμφανή, εντοιχισμένα σε διάφορα σημεία στα κτίσματα της μονής[8]. Ότι οι γυναίκες ιδιαίτερα προσέρχονται με τάματα και προσφορές, άλλες πεζή, άλλες γονατιστές, ξυπόλυτες ή μπουσουλώντας, σε εκπλήρωση τάματος υπέρ υγείας «γιατί η Γιάτρισσα είναι πολύ θαυματουργή»[9]. Πολλές μάλιστα φθάνουν μια εβδομάδα πριν το πανηγύρι στη μονή και παραμένουν και κοιμούνται εκεί μέχρι την ημέρα της γιορτής. Πρόσθεσε πως ακόμα και όταν ο ναός ήταν ερειπωμένος, οι γυναίκες ανέβαιναν εκεί την μέρα της γιορτής και ότι όσες εικόνες είναι τώρα μέσα στο ναό τις έχουν προσφέρει αλλά και τοποθετήσει όπως εκείνες έκριναν, οι πιστές, οι γυναίκες είναι κυρίως που ασχολούνται με αυτά[10].
Μπήκαμε στον μεγάλο, πλην έρημο και γυμνό, περίβολο που περιβάλλει την μεγάλων διαστάσεων εκκλησία της Γέννησης της Παναγίας. Δεν μπόρεσα να μην κάνω σύγκριση με την ολάνθιστη και περιποιημένη, γυναικεία μονή της Ζερμπίτσας και το λαμπρό πανηγύρι της που είχα παρακολουθήσει μόλις πριν έξι ημέρες. Κελιά, αποθήκες, ξενώνες και λοιπά κτίρια περιβάλλουν, όπως κατά κανόνα σε όλες τις μονές, το καθολικό δημιουργώντας με τους εξωτερικούς τοίχους τους ένα είδος τείχους. Βλέποντας τα τόσο μεγάλης έκτασης έργα και τα πολλά κτίρια της μονής, αναρωτιόμουν  σε τι χρησιμεύουν, αφού η μονή έχει μόνον ένα μοναχό, ο οποίος μάλιστα φεύγει τον χειμώνα. Ίσως μόνο για το πανηγύρι, σκεφτόμουν, αλλά και πάλι μου φαινόταν υπερβολική η σπατάλη. Φυσικά δεν είπα τις σκέψεις μου στο μοναχό (τι να μου έλεγε κι αυτός;), η Εκκλησία έχει τις δικές της στρατηγικές εξουσίας και επιβολής στο χειρισμό της «σωτηρίας των ψυχών» και εγώ ήμουν εκείνη τη στιγμή φιλοξενούμενη στη δικαιοδοσία της[11].
Ακολούθησα τον μοναχό στο διάδρομο που περιτρέχει τον περίβολο και η θέα μού έκοψε την ανάσα. Παρόλο που η ατμόσφαιρα, λόγω ζέστης και υγρασίας στα χαμηλά  δεν ήταν απόλυτα διαυγής, μπορούσα να δω στα ανατολικά όλο σχεδόν το νομό Λακωνίας, τον Πάρνωνα και τον Λακωνικό κόλπο μέχρι το ακρωτήριο Ακρίτας και δυτικά το νομό Μεσσηνίας και τον Μεσσηνιακό κόλπο με ενδιάμεσα τις πτυχώσεις της νότιας και δυτικής  πλαγιάς του Ταγετου μέχρι τη θάλασσα. Βόρεια ορθώνονταν οι πανύψηλες πυραμιδοειδείς κορυφές του, στεφανωμένες με πυκνά σύννεφα και πιο κοντά  η ψηλότερη από όλες, η γκρίζα, περίφημη «πυραμίδα», γυμνή από βλάστηση. Εξέφρασα τον θαυμασμό μου, στον μοναχό, ο οποίος μου είπε ότι όταν η ατμόσφαιρα είναι διαυγής, βλέπει κανείς τον Μεσσηνιακό και τον Λακωνικό κόλπο σαν να είναι δίπλα του! Εγώ τότε, πρόσθεσε, δεν νιώθω καθόλου μοναξιά εδώ πάνω μοναχός μου, νιώθω τόσο κοντά στο θεό, όσο και στη γη και στους ανθρώπους…




Κάποιος από τους εργάτες τον φώναξε να πάει στην οικοδομή και αφού μου ζήτησε συγγνώμη, με άφησε να δω μόνη το ναό, επιτρέποντάς μου και τη φωτογράφιση. Ο ναός είναι μεγάλος και επιβλητικός εξωτερικά, με τους τοίχους καλυμμένους με λευκό κονίαμα,  Τα τρία κλίτη του διαγράφονται καθαρά στη στέγη, με το κεντρικό, καμαροσκεπές, να προεξέχει από τα δύο πλαϊνά. ‘Ενα μάλλον μεταγενέστερο, ογκώδες, τριώροφο καμπαναριό ορθώνεται στη ΒΑ γωνία του ναού. Ανέβηκα μια μικρή σκάλα που οδηγεί στην υπερυψωμένη,  βόρεια είσοδο του ναού και στο βόρειο κλίτος του, που είναι διαμορφωμένο ως παρεκκλήσι αφιερωμένο στην «αγια-Σωτήρα» (Μεταμόρφωση του Σωτήρος). Οι τοίχοι του γυμνοί, λευκοί, με ελάχιστες εικόνες κρεμασμένες ενώ στο βάθος, ανατολικά, ένα υπερυψωμένο επίπεδο δηλώνει το ιερό, απέριττο με μια αγία τράπεζα στο κέντρο του, χωρίς να το χωρίζει τέμπλο από τον υπόλοιπο χώρο του παρεκκλησιού. Παρατηρούσα και αναρωτιόμουν αν θα εύρισκα τα, εικονικά ή άλλα, «ίχνη της», έστω συγκαλυμμένα,  και εδώ, πράγμα απίθανο μάλλον, λόγω της προηγηθείσας ερήμωσης και ερείπωσης του ναού, σύμφωνα με τα λόγια του καλόγερου. Ωστόσο και μόνο η προσωνυμία της Παναγίας «γιάτρισσα» και η αφιέρωση της μονής στη Γέννηση της Παναγίας, δηλαδή στη γέννηση ιερής κόρης από ιερή, «γριά» μάνα, ήταν για μένα ισχυρή ένδειξη, εκτός βεβαίως από την ύπαρξη εδώ αρχαίου ναού αφιερωμένου σε γυναικεία θεότητα, στην Αθηνά, λένε, αλλά ίσως (υπέθετα) και προγενέστερα, προϊστορικά,  σε άλλη «κατά κορυφήν» λατρευόμενη, πριν το Δωδεκάθεο, ιερή γυναικεία μορφή, όπως στην αρχαία Αλίφειρα π.χ., όπου οι ντόπιοι ονοματίζουν ακόμα τον ιερό τόπο του εκεί ναού της Αθηνάς ως «Αγιαλένη» και την λάτρευαν μέχρι τα μέσα του 20ού αι. σε υπαίθριο, ανοιχτό ιερό χτισμένο πάνω στον αρχαίο ναό[12].





Λακωνία. "Μονή Γιάτρισσας" , 28.8.2002. Από πάνω προς τα κάτω: βιτρίνα με εικόνες  πάνω στο βόρειο τοίχο του παρεκκλησιού της αγια-Σωτήρας στο βόρειο κλίτος του καθολικού  και λεπτομέρειες  από τις εικόνες που περιέχει.

Πάνω στο βόρειο τοίχο του παρεκκλησιού κρεμόταν ένα είδος ξύλινης «βιτρίνας», καινούργιας, απ’ όσο έδειχνε,   με τζάμι και κλειδαριά, κλειδωμένη. Εμπρός της αιωρείται μια μεγάλη χρυσαφιά καντήλα με διακόσμηση από σμάλτο. Στο εσωτερικό  είχε μια μεγάλη εικόνα του Χριστού ως «Παντοκράτορα» και εμπρός από αυτή, στο κάτω μέρος, μερικές μικρότερες εικόνες όχι όλες στο ίδιο μέγεθος και αποξηραμένα τριαντάφυλλα. Η μεγαλύτερη από αυτές εικόνιζε μια όρθια γυναικεία μορφή εμπρός από την οποία υπήρχε μια μικρότερη εικόνα του Χριστού «Παντοκράτορα» και την κάλυπτε κατά τα ¾, έτσι που δεν θα μπορούσα να καταλάβω ποια αγία ήταν αλλά η συντομευμένη επιγραφή ΜΡ ΘΟΥ στο πάνω μέρος με βεβαίωσε ότι ήταν η Παναγία. Δίπλα και ακουμπημένη σε αυτήν, στα δεξιά της, ήταν μια μικρότερη, πλην ευμεγέθης, εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και δίπλα σε αυτήν, στα δεξιά ακουμπώντας πάνω της, ξεκινούσε μια σειρά από 5-6 μεταλλικά «τάματα» με ανάγλυφες ανθρώπινες φιγούρες κρεμασμένα σε μια κλωστή και κάτω από αυτά μια ακόμα εικόνα του Χριστού, μια της Αγίας Άννας με την Παναγία στην αγκαλιά της («μαύρες» αμφότερες) και μία ακόμα εικόνα στο κάτω άκρο δεξιά,  με παράσταση δυσνόητη για μένα. Η μεγαλύτερη εικόνα της Παναγίας, στην πάνω και την δεξιά πλευρά της, πλαισιωνόταν με μια χειροποίητη λευκή δαντέλα με «καπέτες», το ίδιο όμως και το πάνω μέρος της παρακείμενης σε αυτήν εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με παρόμοιο αλλά λίγο διαφορετικό σχέδιο στη δαντέλα.
Παρατηρούσα τις εκ πρώτης όψεως «συνηθισμένες» αυτές εικόνες  και αναλογιζόμουν ποια άραγε γυναικεία χεράκια να έπλεξαν και να τοποθέτησαν τη δαντελένια γιρλάντα, ξεχωρίζοντας, συνδυαστικά, μόνο τις εικόνες της Παναγίας και αυτή των Κ+Ε και για ποιο λόγο έτσι, αν όχι γιατί κάποια λανθάνουσα, υπόγεια συλλογική μνήμη συνδυάζει εδώ τις ιερές αυτές μορφές μεταξύ τους –και με το λατρευτικό παρελθόν του ιερού αυτού τόπου… Θεώρησα λοιπόν ότι, όσο ελάχιστη κι αν φαινόταν, η ευλαβική διακοσμητική διάκριση αυτών των εικόνων συνδυαστικά, δήλωνε ότι τα  «ίχνη της Ελένης» πλήθαιναν! Για μένα η ξύλινη αυτή «νεοπαγής» βιτρίνα ήταν ωσάν ένα ιδιαίτερο, μικρό παρεκκλήσι μέσα στο παρεκκλήσι της «αγια-Σωτήρας», ένας τόπος προσκυνήματος ανεξάρτητος, που περικλείει εκτός από τις χριστιανικές αναπαραστάσεις και τη λαϊκή θρησκευτική μνήμη της «Αγιαλένης», σε λανθάνουσα όσμωση με αυτές.



Μονή Γιάτρισσας, καθολικό, 28.8.2002. Πάνω : Προσκυνηματική εικόνα της Γέννησης (του γενέθλιου λουτρού) της Παναγίας  και κάτω λεπτομέρεια με τα αφιερώματα από τάματα των πιστών υπέρ υγείας



Μονή Γιάτρισσας, καθολικό, 28.8.2002. Πάνω προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας  Βρεφοκρατούσας και κάτω λεπτομέρεια με τα αφιερώματα από τάματα των πιστών υπέρ υγείας

Έξω από την είσοδο στον κυρίως ναό, παράστεκαν την πόρτα δύο μεγάλες εικόνες της Παναγίας πάνω σε στασίδια: μία που ιστορεί τη Γέννηση της Παναγίας και η άλλη την Παναγία Βρεφοκρατούσα, φορτωμένες, αμφότερες με τάματα. Ο κυρίως ναός είναι μονόχωρος με καμαρωτή οροφή  και με γυναικωνίτη σε εξώστη  στο δυτικό τμήμα του. Οι τοίχοι με άχρωμο σοβά  και κάπως μαυρισμένοι, με μερικές εικόνες, κυρίως της Γέννησης της Παναγίας  να κρέμονται σε κάποια σημεία, φαινόταν ότι είχαν μείνει για χρόνια άβαφοι και απεριποίητοι, ωστόσο δεν μου φάνηκε τόσο εγκαταλελειμμένος, όσο μου τον είχε περιγράψει ο9 μοναχός, χάρη στις φροντίδες των πιστών, κατά τα λεγόμενά του. Το τέμπλο χτιστό με τις δεσποτικές εικόνες και την αφιερωματική της Γέννησης. από το κάτω μέρος των  οποίων κρεμόντουσαν ως κάτω λευκά υφάσματα με κεντημένο σταυρό. Σκεφτόμουν και πάλι τη θρησκευτική «Μητρολατρεία» που αναφαίνεται  και από το πόσους πολλούς ναούς και μονές αφιερωμένους στην Παναγία γενικά και στη Γέννησή της ειδικότερα διαθέτουμε, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους στον Χριστό και πόσο η λαϊκή πίστη και λατρεία έχει συμβάλει σε αυτό…


Μονή Γιάτρισσας, καθολικό, 28.8.2002. Το κεντρικό κλίτος, αφιερωμένο στη Γέννηση της Παναγίας.


Μονή Γιάτρισσας, καθολικό, 28.8.2002. Εικόνες με αναπαράσταση  της  "Γέννησης" (του γενέθλιου λουτρού) της Παναγίας

Το νότιο κλίτος του ναού, όπου οδηγεί μια πόρτα, αποτελεί, όπως και το βόρειο, ξεχωριστό από τον κυρίως ναό παρεκκλήσι, αφιερωμένο στους «Τρεις Ιεράρχες». Μονόχωρο επίσης, χωρίς τέμπλο είχε και αρκετές εικόνες της Γέννησης της Παναγίας και άλλες στους τοίχους. Παρατήρησα ότι ο βόρειος τοίχος  αυτού του παρεκκλησιού (που ταυτόχρονα αποτελεί και το νότιο τοίχο του κυρίως ναού της Γέννησης) είχε σε μερικά σημεία εμφανή τη λιθοδομή του παλαιού ναού: το πελεκητό πέτρινο πλαίσιο με τα μεταλλικά «τζινέτια»
(που ενσωμάτωναν για να συγκρατούν τα αγκωνάρια μεταξύ τους οι παλιοί μαστόροι) της ενδιάμεσης προς τον κυρίως ναό πόρτας και μιας άλλης μικρότερης που οδηγεί στο ιερό.  Και μάλιστα καθώς η δόμησή τους στην πρώτη πόρτα σταματάει κάπως απότομα, σκέφτηκα ότι μάλλον αποτελούσε πριν παράθυρο  στον εξωτερικό, νότιο τοίχο του παλαιού ναού, το οποίο ανοίχτηκε ως ενδιάμεση πόρτα στην μεταγενέστερη, κατά τα φαινόμενα, προσθήκη του νότιου κλίτους. Διαπίστωση που μπορεί να σημαίνει ότι το ίδιο πρέπει να έχει συμβεί με το βόρειο κλίτος, να είναι δηλαδή και αυτό μεταγενέστερη προσθήκη στο σώμα του κυρίως, παλαιού ναού.
Αφού ολοκλήρωσα την περιήγησή μου και τη φωτογράφιση,  βγήκα πάλι έξω στον περίβολο-εργοτάξιο.  Βρήκα εκεί τον καλόγερο να επιβλέπει και τον ρώτησα σχετικά με την ξύλινη βιτρίνα που είχα δει στο παρεκκλήσι της αγια-Σωτήρας (έτσι το ονομάτιζε και ο καλόγερος), αν γνώριζε ποιος το είχε αφιερώσει κ.λπ. «Δεν έχω ιδέα» μου απάντησε, «δεν έχω ούτε το κλειδί να το ανοίξω!» «Όπως σας είπα», συνέχισε, «έρχονται μόνοι τους, οι γυναίκες, και τα βάζουν, εγώ το βρήκα έτσι, κρεμασμένο». Ευτυχώς, κάτ’ εμέ,  δεν συνέχισε να πει ότι αυτή την λαϊκή λατρευτική πρακτική  θα την αλλάξει, όπως  λένε άλλοι μοναχοί και παπάδες -αλλά ως πότε;  
Τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιο βιβλίο σχετικό με τη μονή και με οδήγησε στο «πωλητήριο» εκκλησιαστικών ειδών που υπάρχει σε ένα από τα δωμάτια του περίβολου και μου έδειξε ένα μικρό βιβλίο, γραμμένο, όπως μου είπε, από έναν «Ηγούμενο» (και ταυτόχρονα μοναδικό καλόγερο στη μονή), το 1902[13].  «Θα βρείτε και ένα θαύμα της Παναγίας εδώ μέσα», μου είπε, «γιατί η Παναγία μας εδώ είναι πολύ θαυματουργή, όχι μόνο για αρρώστιες αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα». «Σαν τι δηλαδή;» τον ρώτησα. «Θα το διαβάσετε μέσα στο βιβλίο, καλύτερα», μου αποκρίθηκε. «Το ξέρω αλλά δεν πειράζει, πείτε το μου και εσείς, περιληπτικά», επέμεινα εγώ.
 «Επί Ιμπραήμ, στην Επανάσταση», άρχισε να αφηγείται ο καλόγερος, «έγινε το θαύμα. Ο Ιμπραήμ, αφού είχε καταστρέψει όλη τη Μεσσηνία, ερχόταν από εδώ, από τα βουνά, καίγοντας τα χωριά, για να περάσει στη Λακωνία, γιατί από ‘δώ πέρναγε ο δρόμος, πάντα, όπως και τώρα  και επικοινωνούσαν, όταν δεν είχε χιόνια. Όλα τα κοντινά χωριά τότε, η Μηλιά, η Καστανιά και άλλα, ο κόσμος, τα γυναικόπαιδα, προσέτρεξαν εδώ, στη Χάρη Της, για να τους γλυτώσει. Προσευχόταν ο κόσμος, ενώ ο Ιμπραήμ με το στρατό του, τους Αιγύπτιους, είχε φτάσει εδώ κοντά… Και τότε η Παναγία έκανε το θαύμα της! Από τη σκεπή της εκκλησίας βγήκε ένα φωτεινό σύννεφο  και μέσα του ήταν μια πανέμορφη γυναίκα στα ολόλευκα και στα χρυσά ντυμένη που έλαμπε, η Παναγία,  και δίπλα της δύο καβαλάρηδες στρατιώτες, ο άη Γιώργης και ο άη-Δημήτρης! Μόλις τους είδαν οι στρατιώτες τού Ιμπραήμ, τα ‘χασαν και όταν αυτοί [η Παναγία και οι καβαλάρηδες] άρχισαν να πηγαίνουν προς το μέρος τους, το ‘βαλαν στα πόδια! Έτσι σώθηκε ο κόσμος! Το μαρτυράει και ένας από τους αξιωματικούς του Ιμμπραήμ αυτό!» …




Σπάρτη, αρχαιολογικό Μουσείο. Στήλη με ανάγλυφη παράσταση της Ελένης  ως θεάς, με τους έφιππους Διόσκουρους  ένθεν και ένθεν. (φωτ. 26.4.2009)

 Έμεινα κοκαλωμένη να κοιτάζω άναυδη τον καλόγερο! Τι ήταν αυτό που είχα ακούσει; Δεν πίστευα στα αυτιά μου! Το «όραμα» ήταν, παραστατικά, ωσάν να είχαν αναληφθεί στον ουρανό  οι ανάγλυφες στήλες του μουσείου της Σπάρτης με την Ελένη ως θεά στο κέντρο  και δίπλα της, ένθεν και ένθεν, τους καβαλάρηδες Διόσκουρους!  Και μάλιστα εδώ, στο «κατά κορυφήν» του Ταγετου ιερό –χριστιανικό και προχριστιανικό–  ανάμεσα Λακωνία και Μεσσηνία!... Μου φαινόταν ωσάν να είχα «δει» το όραμα με τα ίδια μου τα μάτια!...

[Η περιγραφή του θαύματος από τον Σωφρόνιο, το 1902: «…Επί  τη δεινή δε ταύτη περιστάσει, ότε οι Τούρκοι [ο στρατός του Ιμπραήμ] εισήλθον εις το χωρίον [Τσεσφίνα] και η αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδίων και των ολίγων ανδρών επέκειτο, θα επήρχετο δε αφεύκτως και η κατάληψις της Λακωνίας-Μάνης, και θα εσβέννυτο και ο τελευταίος σπινθήρ της επαναστάσεως, εξ ου και η τελεία καταστροφή του ελληνικού γένους, εβόησαν γοερώς αι γυναίκε και τα παιδία∙ “Παναγία Γιάτρισσα, σώσον ημάς! σώσον και την Πατρίδα μας!” Και με τας φωνάς, ευθύς ανέθορεν εκ του ναού της Γιατρίσσης νεφέλη φωτεινή και χρυσίζουσα, και εν τη νεφέλη δύο στρατηλάται έφιπποι  και εν τω μέσω αυτών γυνή λευχειμονούσα και εξαστράπτουσα, εσπευσμένως δε και καλπάζοντες κατήρχοντο συν τη νεφέλη τας κορυφάς του Πρωτά εις τον Πολυάραβον. Και ορατοί εις πάντας τους ποιμένας και περιοίκους έφθασαν εις το χωρίον καθ’ ην ώραν διερρήγνυον οι Τούρκοι τας θύρας των οικιών και συνελάμβανον τας οικογενείας. Τότε επέπεσαν επ’ αυτών η τε λευχειμονούσα γυνή άτακτον φυγήν οι Τούρκοι ωρυόμενοι και κραυγάζοντες “μας ηφάνισεν η Μαρία!” Ευθύς δε ανεφάνη και Σταυρός εις το άνωθεν του χωρίου αποκοπέντα βράχον…»].[14]

«Τι λες! Μεγάλο θαύμα!!» είπα –και το εννοούσα, αμφίσημα–  στον καλόγερο, όταν ξαναβρήκα τη φωνή μου. Γιατί σκεφτόμουν, μουδιασμένη ακόμα, ότι αυτό το «θαύμα» αφορούσε και την ερευνητική μου υπόθεση, ωσάν η Λακωνία και η μεγάλη Μητέρα Ελένη να μου επεφύλασσε, προς το τέλος της επιτόπιας έρευνάς μου στη Λακωνία, τούτη την «κορυφαία», για μένα, τοπικά και ερευνητικά, αποκάλυψη: την τεκμηρίωση για τη διατήρηση, όπως εκτιμώ,  στο λαϊκό φαντασιακό της πίστης στην ιερή «τριάδα» Ελένη+δίδυμοι Διόσκουροι[15]. Στην  αγωνιώδη δε επίκληση τής θεάς-Μητέρας-Ελένης (με τη χριστιανική  επένδυση της μορφής της Μητέρας Παναγίας  και συγκεκριμένα εδώ της Μάνας-και-κόρης/αγίας Άννας-Παναγίας) από τις γυναίκες   σε εξαιρετικά κρίσιμες ιστορικές στιγμές  αφανισμού, να «επιφαίνεται» (στο φαντασιακό των ντόπιων γυναικών και των κατοίκων εν γένει ως συλλογική μνήμη) λαμπρή και μάλιστα εδώ, στα σύνορα  της Λακωνίας, «κοιτίδας» του μύθου της,  με τη Μεσσηνία, συνοδευόμενη από τους καβαλάρηδες Διόσκουρους, ταυτιζόμενους από τον μοναχό χριστιανικά με τους καβαλάρηδες στρατιωτικούς αγίους Γεώργιο και Δημήτριο. Όπως δηλαδή παρατηρώ να επιμένουν να «επιφαίνονται» εικονικά συνδυασμένοι με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και στους ναούς σε όλη τη Λακωνία αλλά και σε όλη την Πελοπόννησο –και όχι μόνο- χρόνια τώρα![16]  Έτσι δικαιολογείται επίσης και η προτίμηση στους «ως δίδυμους», φτερωτούς  αγίους Ταξιάρχες στην αφιέρωση ναών και παρεκκλησιών σε όλη τη Μάνη, που μάλιστα σε αρκετές  εικόνες (του «συντάγματος των Ταξιαρχών») εικονίζονται οι δύο μαζί με την Παναγία ανάμεσά τους ως «τριάδα» («δίδυμοι»+κόρη). Πρόκειται φαίνεται για εικαστική, θρησκευτική και λατρευτική «δομή» που διατρέχει τους αιώνες ως πολιτισμική «έξη» με διαφορετικές απεικονίσεις. Το "όραμα" ερχόταν να τεκμηριώσει και τον συνδυασμό της εικόνας της αγίας  Ελένης μόνης να την παραστέκουν δύο καβαλάρηδες άγιοι που είχα δει στο Παλιομονάστηρο, στον Βρονταμά, λίγες ημέρες πριν (στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/01/cult-vrontamas-byzantine-monastery-icon.html ).
Δεν μου φαινόταν πλέον «τραβηγμένη» η εικασία μου για το συνδυασμό, από κάποια πιστή προσκυνήτρια και αφιερώτρια, των εικόνων της Παναγίας και αυτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μέσα στη βιτρίνα στο παρεκκλήσι της αγια-Σωτήρας, πριν λίγο. Η σημασία της συλλογικής μνήμης δηλώνεται, κάτ’ εμέ, και από την διαχρονική επιμονή των κατοίκων να την επισκέπτονται και να προσκυνούν στο πανηγύρι της, ακόμα και όταν δεν ήταν παρά ένα ερείπιο, «προσκύνημα λαού σ’ έρημο τόπο!...», όπως επισημαίνει και ο Μητροπολίτης Σωτήριος (βλ. υποσημ. αρ. 8) και μου έφερνε στο νου και την επιμονή των κατοίκων, κυρίως των γυναικών,  να λατρεύουν την «Αγιαλένη» πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Αλίφειρας[17].  Μου φαινόταν επίσης τώρα εντελώς δικαιολογημένη και η παρουσία της μικρής ορεινής μονής (παλαιοημερολογίτικης) των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην τόσο κοντινή στη Γιάτρισσα Καστανιά στην πλευρά της Μεσσηνίας που είχα εντοπίσει τον προηγούμενο χρόνο, όπως και της μεγάλης και σεβαστής μονής των δύο αγίων στο κέντρο της Καλαμάτας, κάτω από το κάστρο, σπάνιες και οι δύο με αυτή την «περίεργη» αφιέρωση στους δύο  Ισαποστόλους άγιους-μη «άγιους», στον ελληνικό χώρο[18]. Η αδημονία μου να επισκεφθώ την «Γιάτρισσα» και ο κόπος να φτάσω ως αυτή τη δυσπρόσιτη κορυφή, είχαν δικαιωθεί. Με λυπούσε μόνο το γεγονός ότι έληγαν οι ημέρες της «λαογραφικής αποστολής» μου και δεν θα προλάβαινα να είμαι  παρούσα να καταγράψω και το πανηγύρι της Γιάτρισσας σε λίγες ημέρες. Με παρηγορούσε κάπως το γεγονός ότι το χωριό  «Κόκκινα Λουριά», από όπου είναι ο άντρας της εξαδέλφης μου και έχουν σπίτι εκεί, είναι πολύ κοντά στη μονή, οπότε ίσως κατάφερνα να παρευρεθώ στο πανηγύρι κάποια άλλη φορά με την εξαδέλφη μου ή/και τα παιδιά της.
Αγόρασα το μικρό βιβλίο του μακαριστού Μητροπολίτη Σωτηρίου για την ιστορία της μονής (τα έσοδα πηγαίνουν στα έργα ανακαίνισής της) όπου περιλαμβάνεται και το παλιό χρονικό του μοναχού Σωφρονίου, αποχαιρέτισα με πολλές ευχαριστίες τον τόσο πρόθυμο και φιλόξενο μοναχό και τους μαστόρους  και πήρα, ταραγμένη ακόμα και με τις σχετικές με τη Γιάτρισσα σκέψεις να κάνουν γαϊτάνια στο μυαλό μου,   τον κατηφορικό τώρα, όλο στροφές, δρόμο της επιστροφής προς το Γύθειο.Οι παλιές ξερολιθιές με τις πεζούλες των δημητριακών που αρχίζουν λίγο πιο κάτω από τη μονή, στον αυχένα του φαραγγιού, μου έδιναν τώρα και το «σημάδι» της Ελένης ως κριθαρο-σιταροθεάς.




 Ένα κτίσμα στην άκρη μιας στροφής τράβηξε την προσοχή μου και σταμάτησα να το δω καλύτερα. Πρόκειται για ένα μικρό, πετροχτισμένο και στεγασμένο οίκημα με εικονοστάσι, ανοιχτό μπροστά, χωρίς πόρτα, ωσάν ναΐδριο που  χωράει ένα μόνο άτομο, όμοια του οποίου είχα δει ανεβαίνοντας προς τη μονή σε όλο το μήκος της ανηφορικής διαδρομής, σαν καταφύγια ψυχής και σώματος σε τούτα τα απόκρημνα, δύσβατα μέρη. Σε ένα ράφι στο δυτικό τοίχο του ήταν τοποθετημένες διάφορες εικόνες με τρόπο που δε μου επέτρεπε να καταλάβω αν και σε ποιον συγκεκριμένο άγιο είναι αφιερωμένο. Στο περβάζι του μικρού παράθυρου ήταν ακουμπημένη μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και δίπλα της δύο αρσενικοί άγιοι. Βγαίνοντας ατένισα πάνω από τη στέγη του μικρού αυτού ιερού και αντίκρισα ψηλά τους υπό κατασκευή καστρότοιχους της Γιάτρισσας, πλαισιωμένους από πυκνά σύννεφα. Το θέαμα και τα όσα είχα βιώσει με έκαναν να αναρωτηθώ αν είχα δίκιο που είχα απαξιώσει την οικονομική  σπατάλη που γίνεται για την ανακαίνισή της που θα κρατήσει έτσι ζωντανή τη συμβολική σημασία του διαχρονικού αυτού ιερού της ορείας, σώτειρας (εξού και το παρεκκλήσι της αγια-Σωτήρας, θυμήθηκα) «Γιάτρισσας»  Μεγάλης Μητέρας  (Ελένης, Δήμητρας-και-Κόρης, Αθηνάς, Παναγίας, Δέσποινας κ.λπ.).



Καστάνια
Συνέχισα το δρόμο μου και σε λίγο αντίκρισα την Καστάνια, πανέμορφο χωριό στην κορυφή σχεδόν της πλαγιάς της δασωμένης χαράδρας κάτω από τη Γιάτρισσα. Στην απέναντι πλαγιά του φαραγγιού έβλεπα κι άλλα χωριά, ένα από τα οποία, με βάση το χάρτη, πρέπει να ήταν η Άρνα, χωριό που είχα αφήσει χωρίς να το επισκεφθώ την προηγούμενη εβδομάδα, οπότε αποφάσισα να το κάνω τώρα, μετά τη στάση μου στην Καστάνια, γιατί μου φάνηκε ότι είναι πολύ κοντά.
Έφτασα στην δροσερή –και λόγω υψόμετρου- πλατεία της Καστάνιας όπου ένα καφενείο-παντοπωλείο είχε  απλώσει τραπέζια έξω, κάτω από το φύλλωμα ενός τεράστιου πλάτανου. Ένα ζευγάρι μεσόκοπων ξένων που μισο-μιλούσαν ελληνικά και έδειχνε οικείο με το περιβάλλον ήταν καθισμένοι σε ένα από τα τραπέζια και έτρωγαν σουβλάκια, ενώ ένας γέροντας, δύο νέοι άντρες και ένα παιδί ήταν οι άλλοι θαμώνες του μαγαζιού. «Ξεπέζεψα» κι εγώ από το αυτοκίνητο, κάθισα σε ένα τραπέζι και ρώτησα τη νέα γυναίκα που βγήκε να σκουπίσει το τραπέζι, αν μπορούσε να μου τηγανίσει αβγά και πατάτες, γιατί δεν ήθελα να φάω κρέας εκείνη τη στιγμή. Δέχτηκε την παραγγελία και μπήκε μέσα στο μαγαζί να την ετοιμάσει ενώ εγώ έπιασα κουβέντα με τον γέροντα και τους άλλους δύο άντρες. Τους εξήγησα ποια είμαι και τι ψάχνω και ρώτησα σχετικά με το αν θα μπορούσα να δω την εκκλησία τους χωριού, την αγια-Σωτήρα (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), όπως μου την ανέφεραν. Μου είπαν ότι το χωριό δεν είχε δικό του ιερέα και ότι ερχόταν σε κάποιες περιπτώσεις παπάς από άλλο  χωριό για να λειτουργήσει. Επίσης ότι ο Επίτροπος της εκκλησίας που είχε κλειδί ήταν οικογενειακώς στα αμπέλια του και τρυγούσε εκείνη την ημέρα και δεν θα επέστρεφε στο χωριό  πριν βραδιάσει. Είχα αποφασίσει να τον περιμένω και έτσι συνέχισα την κουβέντα μαζί τους και ρώτησα τον Γέροντα για τη Γιάτρισσα και με την άδειά του, ηχογραφούσα τη συνομιλία μας. Πρόθυμος μου αφηγήθηκε το ιστορικό της μονής όπως και ο καλόγερος αλλά προσέθεσε και κάτι άλλο που εκτιμούσα ότι ενίσχυε τα όσα περί «δίδυμων» αγίων είχα διαπιστώσει στη μονή: ότι οι κάτοικοι της Καστάνιας αλλά και άλλοι από τις δύο όμορες πλευρές του Ταγετου, Λάκωνες και Μεσσήνιοι, ήθελαν να χτίσουν κάτω από το ναό της Παναγίας Γιάτρισσας και ένα ναό δισυπόστατο, αφιερωμένο στους αγίους Αναργύρους (ως "δίδυμους" και θεραπευτές, σκέφτηκα εγώ)  και Κωνσταντίνο και Ελένη! Τελικά δεν τον έχτισαν αλλά έχτισαν δύο ναούς στα δύο κλίτη πλάι στο κεντρικό του ναού της Γιάτρισσας -όπως το είχα καταλάβει-  αφιερώνοντας τον ένα εκ των δύο στην αγια-Σωτήρα (δηλαδή την Μητέρα-Παναγία-Σώτειρα από τον Ιμπραήμ, όπως είναι και η εκκλησία της Καστάνιας, τόσο κοντά στη Σώτειρα-Γιάτρισσα).  Δεν ήξερε να μου πει γιατί ήθελαν να αφιερώσουν το ναό που δεν χτίστηκε τελικά στους συγκεκριμένους αγίους αλλά εγώ σκεφτόμουν με βάση τα όσα υποστηρίζω, ότι ήταν ωσάν να ήθελαν να αποδώσουν , μη συνειδητά, το «όραμα» με τη σωτηρία από τον Ιμπραήμ και σε ναό, αλλά , μη συνειδητά,  και με την προχριστιανική "Ελένη", ως Σώτειρα-"Σωτήρα) (βλ. και στο Επίμετρο, ατην απομαγνητοφωνημένη συνομιλία με τον γέροντα). Ο γέροντας γνώριζε και την ιστορία με το θαύμα της Γιάτρισσας, περιέγραψε μάλιστα την «Παναγία» του οράματος ως «λευκή, χρυσή γυναίκα» αλλά ανέφερε έναν μόνο καβαλάρη, τον άη-Γιώργη, όχι δύο. Τόνισε πως τη Γιάτρισσα την πιστεύουν πολύ ως θαυματουργή κυρίως για αρρώστιες και ότι έχει κάνει πολλά θαύματα. Θα λέγαμε και άλλα αλλά καθώς ήταν προχωρημένο μεσημέρι οι συνομιλητές μου σηκώθηκαν να πάνε για φαγητό. Σε λίγο έμεινα μόνη στην πλατεία αφού είχε φύγει και το ζευγάρι των ξένων, ενώ  η καταστηματάρχισσα, αφού μου σέρβιρε το φαγητό, έκλεισε το μαγαζί και έφυγε και αυτή, ζητώντας συγγνώμη, για να πάει να βάλει στους δικούς της να φάνε, λέγοντάς μου να αφήσω στο τραπέζι τα πιάτα κ.λπ. αφού φάω και θα τα μάζευε εκείνη το απόγευμα. ΄Εμεινα λοιπόν στην έρημη πλατεία να σκέφτομαι  και πάλι τις συναρπαστικές, για μένα, αποκαλύψεις εκείνου του πρωινού. Έκανε κρύο σχεδόν κάτω από τον πλάτανο και φόρεσα μια ζακέτα. Σαν απόφαγα, κράτησα κάποιες σημειώσεις και άνοιξα το χάρτη να δω συνολικά τα ιερά, όσα θεωρούσα ότι άμεσα ή έμμεσα αφορούν την Ελένη/Αγιαλένη   που είχα εντοπίσει στη Λακωνία, όπως  Έλωνα, Πελλάνα, Παλιομονάστηρο, Ελληνικό, Ζερμπίτσα, Τσικαλιά, Γιάτρισσα και τόσα άλλα που καλύπτουν πυκνά όλη την επιφάνεια και του νομού Λακωνίας, όπως είχα χαρτογραφήσει τον προηγούμενο χρόνο και στη Μεσσηνία. Κρύωνα καθισμένη ακίνητη τόσην ώρα και σηκώθηκα να περπατήσω στο σιωπηλό χωριό. Εδώ και αρκετή ώρα έβλεπα στην απέναντι πλευρά της πλατείας πάνω στο μπαλκόνι ενός σπιτιού καθισμένη σε μια καρέκλα στο προσήλιο μια μαυροντυμένη γερόντισσα, ακίνητη σαν άγαλμα που κοιτούσε προς τα εκεί που καθόμουν παρατηρώντας  ό, τι είχε συμβεί. Πλησίασα λοιπόν και της μίλησα, ρωτώντας την αν μπορούσα να ανέβω να μιλήσουμε αλλά μου απάντησε απότομα ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Απομακρύνθηκα και μετά από μια σύντομη βόλτα στο χωριό μπήκα στο αυτοκίνητο που είχα αφήσει στην πλατεία για να καθίσω κάπως πιο αναπαυτικά και πιο ζεστά, γιατί είχα σχεδόν παγώσει. Από εκεί έβλεπα την γερόντισσα στη θέση της, ακίνητη. Μέσα στην ησυχία και την ερημιά του απομεσήμερου, αποκοιμήθηκα…
Κατά τις 5.30 μ.μ. ήλθε μια ηλικιωμένη γυναίκα και άνοιξε το μαγαζί. Την πλησίασα και την ρώτησα μήπως είχε και μπορούσε να μου δώσει τον αριθμό τηλεφώνου του επίτροπου της εκκλησίας, να του τηλεφωνήσω. Μου τον έδωσε και κάλεσα αλλά σήκωσε το τηλέφωνο η γυναίκα του και μου είπε ότι ήταν ακόμα στα αμπέλια αλλά ότι είχε εκείνη το κλειδί της εκκλησίας και θα μου το έφερνε. Της πήρε κάποια ώρα μέχρι να έλθει, γιατί απ’ ότι κατάλαβα, είχε εντωμεταξύ φροντίσει το χτένισμα και το ντύσιμό της. 




Κατηφορίσαμε ένα στενό σοκάκι (η γερόντισσα πάντα στο μπαλκόνι, ακίνητη, ανταλλάξαμε  καλησπέρες, ωστόσο) και φτάσαμε στην παμπάλαια εκκλησία, βυζαντινή, την «αγια-Σωτήρα» (Μεταμόρφωση του Σωτήρος). Ο ναός σκοτεινός,  με τις πανέμορφες, σε αρκετά έντονους χρωματικούς τόνους, τοιχογραφίες του ιστορημένες πάνω σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του, που μου φάνηκαν ασυντήρητες. Πάνω στο χτιστό τέμπλο, λόγω στενότητας του ναού, είναι ιστορημένες οι «δεσποτικές» τοιχογραφίες μόνο του Χριστού και της Παναγίας βρεφοκρατούσας, ενώ η αφιερωματική εικόνα της Μεταμόρφωσης (όπου ενώ, όπως παντού σε αυτούς τους ναούς, εικονίζονται τρεις ανδρικές μορφές, αυτό δεν εμποδίζει τη λαϊκή πίστη και λατρεία να ονομάζει τους ναούς ή και τις συνώνυμες μονές ακόμα,  ως μία και θηλυκή ιερή μορφή, «αγια-Σωτήρα» -ή Σωτήρω-, «Σωτηρούλα» κ.λπ., αποδίδοντάς της και ανάλογα συμβολικά χαρακτηριστικά σωτηρίας και προστασίας, όπως προείπα), είναι ιστορημένη πάνω στον βόρειο τοίχο του ναού, στη ΒΑ γωνία, δίπλα στο τέμπλο. 



Το κεντρικό τμήμα του ίδιου τοίχου, καταλαμβάνει μια πελώρια τοιχογραφία που εικονίζει τον αρχάγγελο, ψυχοπομπό Ταξιάρχη Μιχαήλ με τα αποτροπαϊκά, τρομερά  κεφάλια/πρόσωπα , μεγάλα και μικρά (είδος «γοργόνιων») στο στήθος και στους ώμους του. Και αναρωτιόμουν, «αποτροπαϊκά» για ποιον/ούς άραγε;  Για τον ίδιο που ως ψυχοπομπός κατεβαίνει στον Άδη, σε μια όσμωση προ-χριστιανικών και χριστιανικών δοξασιών; Αποτροπαϊκά για τους πιστούς που βλέπουν ακίνητοι και για ώρες μέσα στο ναό την εικόνα μιας μορφής που σχετίζεται με τον θάνατο; Καθώς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 περίπου η επικοινωνία των ανθρώπων της αγροτο-κτηνοτροφικής περιφέρειας με τις εικαστικές τέχνες (και της μουσικής, της δραματικής/θεατρικής κ.λπ.), επιτελούνταν ακόμα (σταθερή και πολύωρη)  κυρίως μέσα από την πίστη και τη θρησκευτική εικονογράφηση/ιστόρηση των χριστιανικών ναών (τοιχογραφίες παλιές ή νεότερες, προσωπογραφίες αγίων  τέμπλου και άλλες, φορητές ή εντοιχισμένες εικόνες, παραστάσεις  ξυλόγλυπτες ή μαρμαρόγλυφες, άμφια, ιερά αντικείμενα κ.λπ.), συλλογιζόμουν πόσο αυτή η εικονική ιστόρηση επηρέαζε –και επηρεάζει– όχι μόνο τη θρησκευτική, τη μυθική, την καλλιτεχνική παιδεία των πιστών αλλά κυρίως  την ψυχική τους συγκρότηση, το φόβο για το θάνατο και για τη μετά θάνατο ζωή και την ελπίδα για σωτηρία των ψυχών, συνδυαστικά και με την όλη τελετουργία μέσα στο ναό, τη μυθική  και υμνητική μουσική ποίηση, τη δραματική αφήγηση,  όπως είναι και ο σκοπός τους, όπως άλλωστε σε όλες τις θρησκείες, διαχρονικά. Φανταζόμουν πώς και πόσο να επηρεαζόταν ένα μικρό παιδί, καθισμένο ώρες ακίνητο μέσα στο ναό, αντικρίζοντας στο ημίφως, εν μέσω ψαλμών και λιβανωτών τη συγκεκριμένη, τρομερή εικόνα –και όχι μόνο… («ο φόβος φυλάει τα έρημα»). 







Στον ίδιο τοίχο, πάνω από τον αρχάγγελο Μιχαήλ είναι ιστορημένη η « Ύψωση του Τιμίου Σταυρού», ιστορία και εικόνα που φέρνει στο προσκήνιο την αγία Ελένη! Πέραν αυτής μέσα στο ναό είναι ιστορημένοι, ακριβώς απέναντι πάνω στο νότιο τοίχο,  και οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη  τυπικά, με τον σταυρό ανάμεσά τους ενώ αριστερά τους εικονίζεται (και πάλι) το  ανδρικό ζεύγος των αγίων Αποστόλων, που παρά την χριστιανική, εύλογη αιτιολογία της συν-απεικόνισής τους ότι τα δύο ζεύγη αφορούν ομού τους Αποστόλους και τους «Ισαποστόλους» θεμελιωτές του Χριστιανισμού,  κάτ΄ εμέ   για τη λαϊκή πίστη ισχύει ό,τι και με  τους άλλους «ως δίδυμους» αγίους που εικονίζονται δίπλα στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (Ταξιάρχες, Θεοδώρους, Αναργύρους, Γεώργιο και Δημήτριο, κ.λπ.) όπως εξάλλου τους «είδαν» και στο όραμα της Γιάτρισσας (αναλογικά και με το ότι «βλέπουν» την αγια-Σωτήρα στην εικόνα της Μεταμόρφωσης). Οι καβαλάρηδες στρατιωτικοί άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος είναι επίσης ιστορημένοι αντικριστά στις ΒΔ και ΝΔ γωνίες του ναού.


 

Καστάνια Μάνης, 28.8.2002. 
Ενοριακός ναός Μεταμοεφώσεως του Σωτήρος ("Αγια-Σωτήρα"). Αριστερά το Ιερό και η κόγχη με την τοιχογραφία της Παναγίας "Πλατυτέρας" στο πάνω μέρος. Δεξιά λεπτομέρεια με τη μορφή της Παναγίας "Πλατυτέρας".. 

Έχοντας κατά νου το «όραμα» της Γιάτρισσας, μια σχετική έκπληξη με περίμενε στην ιστόρηση μέσα στο  Ιερό του ναού. Στο κοίλωμα της κόγχης, ψηλά όπου ιστορείται τυπικά η Παναγία ως «Πλατυτέρα των ουρανών» (ή απλά «Πλατυτέρα») κατά κανόνα ως ένθρονη βρεφοκρατούσα  ή μόνη  με απλωμένα ανοιχτά τα χέρια, εδώ η Παναγία  είναι ιστορημένη ολόσωμη, όρθια, με λαμπρά ενδύματα να φεγγοβολά μέσα σε ένα είδος ωοειδούς νεφέλης, όπως η   «εξαστράπτουσα, λευχειμονούσα γυνή»  του οράματος με την Γιάτρισσα! Και βέβαια αναρωτήθηκα: να επηρέασε τον αγιογράφο η περιγραφή της «Παναγίας» στο όραμα ή η βυζαντινή τοιχογραφία να επηρέασε ίσως τους περίοικους  στο πώς είδαν την «Παναγία» σε αυτό; (το δεύτερο φαίνεται πιο πιθανό χρονολογικά αλλά κανείς δεν ξέρει από πόσο βάθος χρόνου μπορεί να μεταφέρονται αυτές οι συμβολικές αναπαραστάσεις στο λαϊκό φαντασιακό).



Βγήκαμε από τον ναό και καθώς η κυρά-επιτρόπισσα κλείδωνε τη σιδερένια αυλόθυρα του περίβολου πρόσεξα ένα απομεινάρι  γιρλάντας με τα γνωστά χάρτινα σημαιάκια που κρεμούν στους πανηγυρότοπους στις γιορτές, προφανώς ξεχασμένη εδώ από τη γιορτή του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου. Παρατήρησα ότι μαζί με τις ελληνικές μικρές σημαίες κρεμόντουσαν πάνω της και εικόνες αγίων: Παναγία, άγιο Νικόλαο, το ζεύγος Κωνσταντίνο και Ελένη, τους «ως δίδυμους» αγίους Ταξιάρχες και Αναργύρους, τους καβαλάρηδες Γεώργιο και Δημήτριο! Τυχαίο;
Ευχαρίστησα την γυναίκα του Επιτρόπου και έφυγα από την Καστάνια. Κατηφόρισα προς το χωριό άγιος Νικόλαος από όπου ξεκινάει ένας χωματόδρομος που οδηγεί στην Άρνα και τον ακολούθησα, παρόλο που φαινόταν κακοτράχαλος. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής οδηγούσα δίπλα στο ποτάμι που με σχετικά λίγο νερό τέτοια εποχή διαρρέει το βάθος του φαραγγιού κάτω από τη μονή της Γιάτρισσας, ένα δρόμο σχεδόν σκεπασμένο από τα πυκνά κλαδιά των δέντρων και των ψηλών θάμνων. Μετά από οδήγηση αρκετής ώρας, βρέθηκα σκαρφαλωμένη, αντί για το χωριό Άρνα, σε ένα άγνωστό μου χωριό στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού.  Ευτυχώς είχα το τηλέφωνο του ιερέα όπως αυτό καταγράφεται για όλους τους ναούς στο ογκώδες ετήσιο βιβλίο-ημερολόγιο «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος» του 2001, τις σελίδες του οποίου που αφορούν τις μητροπόλεις της Λακωνίας είχα μαζί μου φωτοτυπημένες, και τηλεφώνησα εκεί από το κινητό (ευτυχώς που τώρα υπήρχαν τα κινητά!), απελπισμένη ότι δεν θα βγω στο χωριό, να πάρω οδηγίες. Βρήκα την παπαδιά, η οποία  αφού της εξήγησα τα δέοντα, μου έδωσε πρόθυμη οδηγίες για να φτάσω στην Άρνα από εκεί που βρισκόμουν, όπου και θα με περίμενε να με εξυπηρετήσει, όπως μου είπε.  Όμως άλλο είναι να γνωρίζεις καλά τα μέρη ως κάτοικος και άλλο να είσαι ξένη που ακολουθώντας τηλεφωνικές οδηγίες εκ του μακρόθεν να προσπαθείς μόνη και οδηγώντας να προσανατολιστείς μέσα σε φαράγγι με πυκνή βλάστηση  και σε  χωματόδρομους. Έτσι, παρά το ότι τριγύριζα ώρα πολύ στο σκοτεινό πλέον φαράγγι καθώς πλησίαζε το σούρουπο, κάπου περνούσα λάθος γεφύρι στο ποτάμι και ξαναβρισκόμουν στην αντίθετη πλευρά από αυτήν της Άρνας.  Εν τέλει εγκατέλειψα την προσπάθεια, δεν είναι «γραφτό» να πάω στην Άρνα, σκέφτηκα,  καθώς έπεφτε η νύχτα  στον πάτο του φαραγγιού και εγώ τριγυρνούσα ολομόναχη εκεί μέσα στους έρημους κακοτράχαλους δρόμους με ένα αυτοκίνητο-σαραβαλάκι  που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πάθει βλάβη, όπως είχε εξάλλου συμβεί τις προηγούμενες ημέρες. 
Βγήκα λοιπόν πάλι στο δρόμο Καστάνιας-Γύθειου και αφού τηλεφώνησα στην παπαδιά να μη με περιμένει στην Άρνα, κατευθύνθηκα στο Γύθειο όπου έφτασα νύχτα πλέον στο ξενοδοχείο, όπου θα διανυκτέρευα για τελευταία βραδιά, αφού έχοντας ολοκληρώσει, το δυνατόν, τον εντοπισμό των ιχνών της Ελένης/Αγιαλένης στη Μάνη την επομένη θα επέστρεφα στη Σπάρτη.   Μάζεψα τα περισσότερα πράγματά μου και τα κατέβασα στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο ξενοδοχείο,  ώστε να μην αργήσω το πρωί.  Μετά πήγα περπατώντας στο Μαραθονήσι (αρχαία Κρανάη, όπως η «ωραία» Ελένη το τελευταίο βράδυ της στη Λακωνία!) όπου κέρασα τον εαυτό μου ένα ποτό στο εκεί μπαράκι, με το φωτισμένο Γύθειο απέναντι να καθρεφτίζεται στα νερά του κόλπου. Καθώς ήταν σχετικά νωρίς ακόμα για μπαρόβιους θαμώνες, στο μπαρ εκτός από εμένα, ήταν μια γυναικοπαρέα μεσόκοπων φιλενάδων που μιλούσαν δυνατά για τα προσωπικά και τα οικογενειακά τους προβλήματα. Όταν σηκώθηκα να φύγω λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το μπαρ είχε αρχίσει να γεμίζει με νεολαία.

Πέμπτη, 29 Αυγούστου 2002

Ξύπνησα κατά τις 6.30 π.μ., μάζεψα και τα υπόλοιπα πράγματα, ήπια καφέ, πλήρωσα για το δωμάτιο και κατά τις 7.00 π.μ. ξεκίνησα γιατί είχα αρκετά μεγάλη διαδρομή να διανύσω. Η εντεταλμένη «λαογραφική αποστολή» έληγε την επόμενη ημέρα και είχα αποφασίσει να επισκεφθώ και την ανατολική πλευρά του ανατολικού ποδιού του Λακωνικού κόλπου, τον Μαλέα,  που δεν το είχα επισκεφθεί όταν είχαμε πλησιάσει εκεί με την ολιγοήμερη συνοδό μου, την Αγγελική Σαλάπα, στην αρχή της επιτόπιας έρευνας.  Μετά θα διανυκτέρευα στη Σπάρτη ώστε το επόμενο πρωί νωρίς να παρουσιαστώ στη Νομαρχία για να δηλώσω τη λήξη της Αποστολής, να πάρω το σχετικό έγγραφο και να επιστρέψω στη βάση μου.



Χάρτης του νότιου τμήματος της χερσονήσου Μαλέας με το ομώνυμο ακρωτήριο, όπου τα χωριά της παρακάτω περιήγησης (φωτοχραφία από τον πολυ-χρησιμοποιημένο χάρτη της επιτόπιας έρευνας, πριν τη χρήση των GPS)


Νεάπολη
Έφτασα στη Νεάπολη Βοιών (Επίδαυρος Λιμηρά) αρκετά πριν το μεσημέρι.  Η όμορφη πόλη ήταν λαμπερή, δροσερή πολύβουη, με αρκετά μεγάλη κυκλοφορία ανθρώπων και αυτοκινήτων στους δρόμους, με ένα δροσερό αεράκι να έρχεται από τη θάλασσα και να την ανακουφίζει. Περπατώντας, συνάντησα τυχαία έναν  ιερέα,  που όταν του εξήγησα ποια είμαι και τι αναζητάω, αποδείχτηκε ότι ήταν ο ιερέας που είχε λάβει και είχε απαντήσει στο ερωτηματολόγιο που είχα στείλει μέσω των Μητροπόλεων  στους ιερείς, οπότε ήταν πρόθυμος να με βοηθήσει.  Μου είπε ότι το μοναδικό εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ήταν, όπως και είχε απαντήσει γραπτά, στα Βελανίδια.




Βελανίδια
 Ξεκίνησα λοιπόν για εκεί, σκεπτόμενη ότι θα γνώριζα και την ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών του φίλου και συνάδελφου Λευτέρη Αλεξάκη που τόσα μου είχε πει αλλά και είχε γράψει για αυτήν. Η ανηφορική διαδρομή από τη Νεάπολη που είναι πάνω στο Λακωνικό κόλπο μέχρι τα Βελανίδια που είναι στο Μυρτώο Πέλαγος είναι σύντομη, παρά τις πολλές στροφές-φουρκέτες στο βουνό, τις απολήξεις του Πάρνωνα, πλην πανέμορφη, καθώς, στρίβοντας, πότε αντικρίζεις τη μια θάλασσα και πότε την άλλη.



 Σταμάτησα κάπου για να δω από κοντά ένα πάλλευκο, αιγαιοπελαγίτικου ρυθμού,  ξωκλήσι πάνω στο δρόμο με φόντο το Μυρτώο Πέλαγος, που ήταν μάλιστα ανοιχτό  αλλά δεν ήταν αυτό που αναζητούσα, ήταν αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή. Συνέχισα κατηφορίζοντας προς τα Βελανίδια, αφού είχα διαβεί το διάσελο-σύνορο της δυτικής και της ανατολικής πλευράς του βουνού. Από ένα πλάτωμα όπου σταμάτησα,  έβλεπα τώρα το χωριό, κουρνιασμένο στην αγκαλιά μιας πτυχής της πλαγιάς, έτσι που να είναι ορατό κυρίως  από τη θάλασσα, υπέθεσα. 


Ένα εικονοστάσι στην άκρη του στενού σοκακιού που κατηφορίζει αθέατο ανάμεσα στα σπίτια του χωριού, είδα ότι είναι αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, σαν να με περίμενε εκεί να με προϋπαντήσει. Υπέθεσα ότι σηματοδοτεί τη θέση του ξωκλησιού των δύο Αγίων και ρώτησα σχετικά μια νέα γυναίκα που φρόντιζε δύο μικρά παιδιά στην αυλή του διπλανού σπιτιού. Εκείνη δεν γνώριζε και φώναξε την μητέρα της μέσα από το σπίτι, που θα με καθοδηγούσε πώς να το βρω. 



Απ΄ ό,τι μου είπε, το είχα ήδη προσπεράσει και έπρεπε να πισωγυρίσω αλλά όχι από τον κεντρικό δρόμο αλλά από ένα χωματόδρομο βόρεια του χωριού, που χανόταν μέσα στα πυκνά λιοστάσια.  Πήγα ως το τέλος αυτού του δρόμου αλλά δεν βγήκα στο ξωκλήσι. Άφησα το αυτοκίνητο και άρχισα να σκαρφαλώνω στην πλαγιά που ήταν βαθμιδωτή από παλιές πέτρινες πεζούλες, κατάφυτες τώρα με ελιές, αλλά παλιότερα με δημητριακά, όπως πρόδιδαν τα άγρια, χρυσά  απομεινάρια τους  στις παρυφές τους αλλά και η –κάπου εκεί κοντά– άσφαλτη παρουσία, αμφίδρομα τεκμηριούμενη,  του ξωκκλησιού του «Αγίου Κωνσταντίνου», όπως γνώριζα από τόσες και τόσες περιπτώσεις.   Ωστόσο, παρόλα τα «σημάδια Της»  λόγω της πυκνότητας των ελαιόδεντρων δεν είχα ορατότητα για να μπορέσω να το εντοπίσω και ανεβοκατέβαινα για ώρα, άπραγη, την πλαγιά μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη, παρά τη σκιά των δέντρων. Εν τέλει, ξεχώρισα ψηλά, ανάμεσα από τα δέντρα να προεξέχει ένα οξυκόρυφο κυπαρίσσι και υπέθεσα ότι ίσως είναι κάπου προς τα εκεί. Άρχισα να ανηφορίζω ακολουθώντας τα ίχνη κάποιου πατημένου χώρου, κάτω από τα λιόδεντρα, σαν μονοπάτι, στα πλάγια του οποίου εδώ κι εκεί έβλεπα σκόρπια σκουπίδια όχι εντελώς παλιωμένα αλλά ριγμένα σχετικά πρόσφατα: μπουκάλια από νερό, συσκευασίες από τρόφιμα κ. ά,  που δήλωναν ότι κάποιοι (αδιάφοροι για το περιβάλλον!) είχαν περάσει πρόσφατα από εκεί και δεδομένου του ότι αναζητούσα ξωκλήσι, μάλλον θα ήταν πανηγυριώτες  σε κάποια σχετική γιορτή. Η εικασία αποδείχθηκε σωστή και τα σκουπίδια -δυστυχώς για το περιβάλλον, «ευτυχώς» για μένα-  μετά από αρκετή ανάβαση,  με οδήγησαν σε έναν τοίχο που άσπριζε ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα των λιόδεντρων. 




Είχα βρει ένα  εκκλησάκι που δεν ήταν εντέλει τόσο μικρό  αλλά είδα να αποτελείται από τρία συνεχόμενα κτίσματα, με ξεχωριστές σκεπές.   Ήταν ανοιχτά και διαπίστωσα ότι ήταν το ζητούμενο («όπερ έδει δείξαι» σκέφτηκα): το πρώτο κτίσμα ήταν μια αποθήκη (ή ίσως κάποτε κελί), το δεύτερο ο πρόναος και το τρίτο ο κυρίως ναός αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, ,βυζαντινός, του 12ου αι., όπως μου είχε πει ο παπάς στη Νεάπολη. 



Μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή, όπως τόσα που είχα δει και στη Μάνη. Κάποτε πρέπει να ήταν εσωτερικά ιστορημένοι όλοι οι τοίχοι του με τοιχογραφίες  αλλά τώρα έχουν απομείνει λίγα τμήματά τους και αυτά πολύ φθαρμένα και δυσδιάκριτα, στους βόρειο και νότιο τοίχο και στο ιερό. Το τέμπλο, χτιστό, ασβεστωμένο (ίσως αρχικά τοιχογραφημένο και αυτό, όπως σε αυτά της Μάνης), φέρει δεσποτικές, σύγχρονες κινητές εικόνες του εμπορίου με την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης να προβάλλεται μεγαλύτερη σε μέγεθος από όλες πάνω του. Ένα κομμάτι εμπριμέ πλαστικού μουσαμά με επικολλημένο λευκό σταυρό χρησίμευε για «κουρτίνα»/πόρτα της «Ωραίας Πύλης» και άλλα κομμάτια του κρέμονται σαν «ποδιές» κάτω από τις εικόνες του τέμπλου. Ένα λιβανιστήρι στο δάπεδο, μπροστά από την «Ωραία Πύλη» με έβαλε πάλι σε σκέψεις. Οι τοίχοι, εκτός από τις σωζόμενες βυζαντινές τοιχογραφίες, δεν είχαν άλλες εικόνες, πλην μίας, κινητής. Στον πρόναο έχει πεζούλια γύρω στους τοίχους, πάνω στα οποία υπήρχαν αρκετά μπουκάλια με λάδι, κεριά και χρειώδη για το άναμμα των καντηλιών.
Άφησα το εκκλησάκι στη σιωπή και στα μυστικά του και βγήκα έξω. Παρατηρώντας γύρω σκέφτηκα ότι έτσι που είναι τώρα περικυκλωμένο από τους πυκνούς ελαιώνες το βυζαντινό, με βίο οκτώ αιώνων  εκκλησάκι, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την τοπογραφία εκεί αλλά μου φαινόταν ότι κάποτε πρέπει να ήταν στο κέντρο ενός εκτεταμένου σιταρότοπου με πεζούλες. Όπως και διαπίστωσα περπατώντας λίγο πιο βόρεια από το εκκλησάκι  όπου υπάρχει ακόμα ένα αλώνι «κορυφής», ξάγναντο,  ζωσμένο με πεζούλες, που αγναντεύει (μαζί με την κριθαρο-σιτο-θεά Ελένη μέσα από το εκκλησάκι) τα Βελανίδια και τον κόλπο τους, ως πέρα το Μυρτώο και το Αιγαίο.




Έφυγα, σχεδόν απόγευμα πλέον,  για να πάω να βρω το αυτοκίνητο, γιατί μετά από τόσες παρακάμψεις μέσα στον ελαιώνα είχα χάσει το σημείο που το είχα αφήσει. Το βρήκα εν τέλει και αναζήτησα ένα άλλο ξωκλήσι, αφιερωμένο  στην «΄Ελωνα», που μου είχε αναφέρει ο παπάς, εξίσου ενδιαφέρον με το προηγούμενο, για μένα, αφού και τα δύο φαίνεται να αφορούν την ίδια ιερή μορφή, την Ελένη, όπως είχα καταλήξει κατά την επίσκεψή μου πριν λίγες ημέρες στην Τσακώνικη Μονή της[19].  Όταν το βρήκα, οι εκτεταμένες, εμφανείς εδώ,  πεζούλες στην πλαγιά κάτω από το εκκλησάκι και τα αλώνια, επιβεβαίωσαν την υπόθεσή μου,  σε συνδυασμό μάλιστα με την «Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα», πολιούχο και προστάτιδα των Βελανιδιών.

Κάτω Καστανέα
Αφήνοντας τα Βελανίδια συνέχισα λίγο πιο βόρεια,  προς το χωριό Κάτω Καστανέα, που γνώριζα ότι έχει ενοριακό ναό αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ξεκινώντας από την Έλωνα παρατηρούσα τώρα μια γραμμή  με αφιερωμένους σε αυτούς τους δύο αγίους (και κάτ’ εμέ κυρίως στην «Αγιαλένη») ναούς που εκτεινόταν πάνω στο ακρωτήριο Μαλέας (Νόμια, Ελληνικό, Καστανέα,  Βελανίδια κ.λπ.)  μέχρι κάτω στα Κύθηρα. Μια περιοχή ορεινή αν και βλέπει τη θάλασσα, σχετικά απομακρυσμένη από τον αυστηρά ελεγχόμενο δωρικό κόσμο της Σπάρτης  στην Αρχαιότητα, όπου φαίνεται ότι μπορούσε να διατηρηθεί  η λατρεία σε προ-δωρικές θεότητες της Λακωνίας. Στα ακόμα πιο απομονωμένα από τη Σπάρτη Κύθηρα (νησί- προέκταση του ακρωτήριου Μαλέας που το βόρειο μέρος τους είναι διαχρονικά κατοικημένο από Λάκωνες ή έχει δεχτεί έντονη επίδραση από αυτούς) δεν έχω πάει αλλά έχω πληροφορίες από το αρχειακό υλικό του ΚΕΕΛ ότι υπάρχει «θρόνος της αγίας Ελένης» (όπως και στην Κύπρο) ενώ σε ένα καταγραμμένο εκεί τραγούδι(-μοιρολόι), αναφέρεται ότι «…τ΄ς Αγιάς Ελένης το βουνό κανείς δεν  τ’ ανεβαίνει…». Όπως γνώριζα σε άλλες παραλλαγές του τραγουδιού στην επιτέλεσή του σε θρήνους, το «τ΄ς αγιάς Ελένης το βουνό» αναφέρεται ως «της Αλεξάντρας το βουνό», όπου το «Αλεξάντρα» ως τόπος ταυτίζεται με τον κάτω κόσμο, άρα και η «αγιά-Ελένη» ταυτίζεται και στα Κύθηρα ως δέσποινα του κάτω κόσμου, ως μια ακόμα  τεκμηρίωση της ερευνητικής μου υπόθεσης…[20]



Πήρα λοιπόν έναν υπό κατασκευή δρόμο που οδηγεί στην Καστανέα με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο και εγώ να πνιγούμε μέσα σε παχύ στρώμα  σκόνης. Όταν έφτασα το χωριό φαινόταν έρημο και δεν αποκρινόταν κανείς στις φωνές μου για να μιλήσω και να βρω την εκκλησία και τον ιερέα. Περπάτησα στα δρομάκια αναζητώντας κάποιον και εν τέλει μέσα από την ανοιχτή πόρτα ενός σπιτιού ένας άνδρας με πληροφόρησε (απρόθυμα, οπότε δεν του έπιασα κουβέντα) πώς να βρω την εκκλησία και ότι ήταν –παραδόξως– ανοιχτή, οπότε δεν χρειάστηκε να αναζητήσω κάποιον να την ανοίξει.





Έφτασα στο προαύλιο της εκκλησίας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είναι χτισμένη στο ΒΑ άκρο του χωριού στην κορυφή μιας απόκρημνης χαράδρας που φτάνει μέχρι κάτω τη θάλασσα. Τριγύρω οι πλαγιές είναι  φυτεμένες ελαιώνες που, όπως φαινόταν από τις βαθμιδωτές πεζούλες ανάμεσα στα δέντρα, παλιότερα πρέπει να φιλοξενούσαν δημητριακά, όπως αμφίδρομα, δηλώνει και πάλι η αφιέρωση του ναού  στους δύο Αγίους. Η εκκλησία έδειχνε νεότερη ή πρόσφατα ανακαινισμένη, χωρίς τοιχογραφίες. Οι εικόνες πάνω στο καινούργιο σχετικά ξυλόγλυπτο τέμπλο, έδειχναν πιο παλιές από αυτό, ίσως από παλιότερη φάση του τέμπλου ή και ολόκληρου του ναού. H αφιερωματική εικόνα των δύο αγίων πάνω στο τέμπλο, είχε -κάτι όχι σύνηθες  για αυτούς τους αγίους- μεταλλικά αφιερώματα πιστών από τάματα υπέρ υγείας περασμένα σε ένα σπάγκο και κρεμασμένα λίγο πιο χαμηλά από αυτή, ένδειξη έντονης πίστης προς αυτούς, ως θεραπευτές (μάλλον προς την μητρική "θεράπνη"  αγία Ελένη, εκτιμώ).   Μια άλλη, μεγάλη εικόνα των δύο Αγίων ήταν πάνω σε ξύλινο στασίδι για προσκύνημα εμπρός στο νότιο τοίχο, ενώ στη ΒΑ γωνία κρεμόταν μια μικρή με τους δύο Αγίους φτιαγμένη με αυτή την νέα τεχνοτροπία ωσάν κολλητική με ζωηρόχρωμα υφάσματα, πούλιες κλπ, που είχα δει και σε άλλους ναούς.
Έφυγα από το χωριό και κατηφόρισα προς τη Νεάπολη. Ήταν σχεδόν απόγευμα αλλά βρήκα εκεί ανοιχτό ένα έρημο τέτοια ώρα εστιατόριο και γευμάτισα με νοστιμότατες, λαδερές μπάμιες. Ξεκουράστηκα λιγάκι και πήρα το δρόμο προς την Σπάρτη, αφού πέρασα πρώτα από τον Βρονταμά να επιστρέψω τα βιβλία που είχα δανειστεί και τα είχα φωτοτυπήσει στο Γύθειο. Οι συνομιλητές μου, οι  Σκαλτσαίοι,  με δέχτηκαν εκεί  οικογενειακώς με χαρά και ήθελαν να με κρατήσουν για το βραδινό φαγητό αλλά δεν έμεινα γιατί, όπως τους εξήγησα,  ήθελα να προλάβω οπωσδήποτε να πάω στον «Αγιοκωσταντίνο» στο Δαφνί (αρχαίες Αφίδνες), που η βροχή με είχε εμποδίσει πριν λίγες ημέρες να βρω το ξωκλήσι, τώρα μάλιστα που ήξερα πόσο κοντά (τοπικά και συμβολικά) είναι στο «Παλιομονάστηρο».  Με οδήγησαν πώς να το βρω περνώντας μέσα από έναν εσωτερικό χωματόδρομο που οδηγεί από  τον Βρονταμά στο Δαφνί, για να μη χρειαστεί να κάνω το γύρο μέσω Κροκεών. Ανησυχώντας μήπως χαθώ σε εσωτερικούς δρόμους και δεν βρω το εκκλησάκι ούτε αυτή τη φορά, οδηγούσα κατηφορίζοντας μέσα από ελαιώνες και περιβόλια και διέσχισα μια παλιά γέφυρα του ξερού από νερό Ευρώτα. Δεν μπορούσα να «χωνέψω» το γεγονός ότι ο μυθικός Ευρώτας είναι χωρίς νερό. Μου είχαν εξηγήσει ωστόσο ότι δεν είναι, έστω λόγω καλοκαιριού, στερεμένος αλλά ότι σε κάποιο σημείο παραπάνω  κρατάνε τα νερά του με φράγμα για το πότισμα των αμέτρητων περιβολιών. Μετά τη γέφυρα βρέθηκα δίπλα σε ένα μικρό αεροδρόμιο (!) μάλλον για ιδιωτική λέσχη αεροπλάνων, απ’ όσο έκρινα. Βγήκα στην εθνική οδό Σπάρτης-Γυθείου και έστριψα αριστερά (; λόγω της αριστεροχειρίας μου, συχνά τα μπερδεύω) ανηφορίζοντας προς το Δαφνί. Σταμάτησα έναν άνδρα που ερχόταν από απέναντι οδηγώντας ένα ανοιχτό τρακτέρ με δυο-τρία παιδιά μαζί του καθισμένα πάνω στα «φτερά» που καλύπτουν τις πανύψηλες ρόδες και τον ρώτησα για το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου. Σχεδόν χωρίς να σταματήσει, μου είπε απλά να τον ακολουθήσω, όπως και έκανα, οπότε κάποια στιγμή μου έκανε νόημα με το χέρι του, χωρίς να γυρίσει να με δει,  να στρίψω σε ένα ανηφορικό δρομάκι, συνεχίζοντας εκείνος το δρόμο του. 



Ακολούθησα το δρομάκι και με οδήγησε στην κορυφή ενός λόφου, όπου τα «σημάδια» τριγύρω έδειχναν ότι επρόκειτο για εκτεταμένο σιταρότοπο, όπως με είχε πληροφορήσει μέρες πριν και ο ιερέας αλλά όπως  εξάλλου δηλώνει και το ότι εδώ, στην κορυφή,  έβλεπα να έχουν χτίσει  το  ευμεγέθες ασβεστωμένο εκκλησάκι του «αγίου Κωνσταντίνου», σε ένα ξέφωτο ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, ωσάν σε ιερό τέμενος,  με έναν τσιμεντοστρωμένο πανηγυρότοπο γύρω του. Η είσοδος είναι στη δυτική, στενή πλευρά, με πεζούλια ανάπαυσης ένθεν και ένθεν της πόρτας που ευτυχώς ήταν ανοιχτή. 






Εσωτερικά ο ναός ήταν απλός, απέριττος με χτιστό τέμπλο και λίγες νεότερες εικόνες του εμπορίου πάνω σε αυτό και ελάχιστες κρεμασμένες στους τοίχους. Παρόλο που δεν έχει παλιές τοιχογραφίες, μου φαινόταν αρκετά παλιός.  Κάτω από την εικόνα των δύο αγίων Κ+Ε, κρεμόταν μια εικόνα με τους «ως δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Θεοδώρους και άλλες με τους «ως δίδυμους» αυτούς αγίους πάνω στο τέμπλο. Μέσα στο ιερό, χρέη «αγίας τράπεζας» επιτελεί, όπως σε πολλά ξωκλήσια, το περβάζι του παράθυρου που ανοίγεται πάνω στην κόγχη του ιερού, πάνω στο οποίο είδα δύο εικόνες των αγίων Κ+Ε αντικριστές αλλά και μικροσκοπικά περιττώματα ζώων. Πάντα μου εξασκούν ένα είδος μαγείας αυτά τα απομονωμένα, σιωπηλά ερημοκκλήσια, τα παραδομένα στη λαϊκή λατρεία και στη φροντίδα κυρίως των γυναικών, με ελάχιστη παρέμβαση του επίσημου κλήρου. Χτίζονται (εν πολλοίς μετά από «οιωνούς» σε όνειρα ή σύμφωνα με  λανθάνουσες μνήμες και παμπάλαια  τοπωνύμια) σε  σημαίνοντες τόπους, ως κιβωτοί πανάρχαιων λατρευτικών πρακτικών που μεταφέρονται, έστω μέσω αλλαγών και «μεταμφιέσεων», από γενιά σε γενιά, ως πολιτισμική και λατρευτική «έξις», μη συνειδητά αλλά γιατί «έτσι πάει», «έτσι τα βρήκαμε»:  είτε στο είδος και στη  διάταξη των εικόνων, είτε στις λατρευτικές πρακτικές   και στις εορταστικές τελετουργίες των πανηγυριών που επιτελούνται σε αυτά στη μνήμη των αγίων που είναι αφιερωμένα.
Έφυγα από το Δαφνί για διανυκτέρευση στη Σπάρτη, με την αίσθηση της πραγματικότητας ότι η «λαογραφική αποστολή» μου είχε ουσιαστικά τελειώσει, κι ας έμεναν ακόμα τα τυπικά την επομένη το πρωί στη Νομαρχία. Οδηγούσα με κάπως σφιγμένη την καρδιά, κατάφορτη πλέον και βεβαρημένη από εικόνες, γνωριμίες, πληροφορίες, εντυπώσεις, σκέψεις, ερωτήματα…

Παρασκευή, 30 Αυγούστου 2002

Σηκώθηκα νωρίς το πρωί και πήγα στη Νομαρχία Λακωνίας  για τις τυπικές διατυπώσεις της λήξης της «εντεταλμένης λαογραφικής αποστολής» μου από την Ακαδημία Αθηνών. Ευτυχώς ξεμπέρδεψα γρήγορα από τη γραφειοκρατία, αν και έφυγα χωρίς τη σχετική βεβαίωση, επειδή λόγω απουσίας του Νομάρχη και επειδή δεν γινόταν να την υπογράψει άλλος υπάλληλος (!) θα την έστελναν ταχυδρομικώς  όταν θα επέστρεφε.
Φεύγοντας από τη Νομαρχία, πέρασα από το βιβλιοπωλείο του Βασσαριώτη  γνωστού μου και δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα να μου γνωρίσει έναν γνωστό του από τη Χρύσαφα που ενδιαφέρεται για τη λαογραφία και ήθελε να με συναντήσει. Στο βιβλιοπωλείο είδα αφίσες για ένα διεθνές ιστορικό συνέδριο για την αρχαία Σπάρτη που διεξαγόταν σε  ένα συνεδριακό κέντρο λίγο έξω από την Σπάρτη εκείνες τις ημέρες που εγώ ήμουν στο Γύθειο αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Επειδή βεβαίως με ενδιέφερε, πήγα να πάρω το πρόγραμμα με τα θέματα των ομιλιών και να παρακολουθήσω όσες ομιλίες προλάβαινα. Όταν έφτασα εκεί, το βρήκα έρημο, έλειπαν όλοι γιατί είχαν πάει εκείνη την ημέρα τους συνέδρους για κάποια ξενάγηση, όπως μου είπαν στη   γραμματεία, οπότε έφυγα άπραγη.

Μυστράς εμποροπανήγυρη




Κατευθύνθηκα προς το Μυστρά, όπου τέτοιες ημέρες λαβαίνει χώρα η  ετήσια, πολυήμερη εμποροπανήγυρη, ήδη από τα βυζαντινά τουλάχιστον χρόνια, ως διαβατήρια εποχικά εμπορική δραστηριότητα, για αγοραπωλησίες εν όψει του φθινόπωρου και του χειμώνα, όπως σε πολλά άλλα μέρη στην Πελοπόννησο τέλη Αυρούστου –αρχές Σεπτέμβρη συνδυαστικά με κάποια γιορτή η όχι (Γκορτσούλι Μαντίνειας, Στυμφαλία, Φενεός Κορινθίας, Τριπόταμα, Βάλακα, Τζαμί Ηλείας κ.ά.).  Είχα μάθει ότι συγκεντρώνει πολύ κόσμο όχι μόνο από την Λακωνία αλλά και από την Μεσσηνία και από την Αρκαδία αλλά  όταν έφτασα ήταν νωρίς ακόμα και η προτελευταία μέρα του, οπότε δεν είχε πλήθη κόσμου. 




Χιλιόμετρα  πάγκοι σε διπλές σειρές κατά μήκος του δρόμου με κάθε είδους εμπορεύματα, για κάθε γούστο, οικονομική δυνατότητα και χρήση ήταν απλωμένοι κάτω από την βυζαντινή καστροπολιτεία και το κάστρο, στο νέο χωριό του Μυστρά. Πέρασα ώρα  χαζεύοντας τα εμπορεύματα και κάνοντας ένα-δυο ψώνια, ενώ ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και μολυβένια, βαριά  σύννεφα ακουμπούσαν στο κάστρο, στην κορυφή του λόφου. Δεν άργησε να ξεσπάσει δυνατή μπόρα με αστραπόβροντα αλλά αυτό δεν πτόησε ούτε τους εμπόρους ούτε τους αγοραστές γιατί οι μεν πρώτοι είχαν προνοήσει να έχουν τέντες πάνω από τους πάγκους και στο ενδιάμεσο κενό όπου κυκλοφορεί ο κόσμος αλλά και πολλοί αγοραστές να έχουν ομπρέλες. Ανάμεσα στους πωλητές και πολλοί οικονομικοί μετανάστες από Αφρική, Κίνα (πάντα με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι δεν υπάρχει πανηγύρι, μικρό ή μεγάλο, γνωστό ή άγνωστο, κεντρικό ή σε δυσπρόσιτη κορυφή, που να μην στήνει από τους πρώτους πάγκο με φτηνά εμπορεύματα κάποιος Κινέζος) , Ρωσία, Ουκρανία (ομογενείς ) κ.α. αλλά και πολλοί ντόπιοι και περιπλανώμενοι Ρομά.  



Εκτός από τους πάγκους με τα εμπορεύματα, ήταν και πάγκοι ή καντίνες με είδη εστίασης: γουρουνοπούλες («μπουζοπούλες») στη σούβλα, σουβλάκια, λουκουμάδες, χαλβάδες, παστέλια, μπύρες και αναψυκτικά τραβούσαν τον κόσμο, μεγάλους και παιδιά. Έφαγα κι εγώ ένα-δυο σουβλάκια στο πόδι για μεσημεριανό περιμένοντας να περάσει η μπόρα και μετά έφυγα.
 Ξεκουράστηκα για μεσημέρι στο ξενοδοχείο (απίστευτο μου φαινόταν μετά την ταλαιπωρία τόσων μεσημεριών) και το απόγευμα πήγα στο ραντεβού στο βιβλιοπωλείο του Βασσαριώτη.  Εκεί ήλθε και ο Χρυσαφίτης, τοπικός λόγιος, Γιάννης Λαμπρινάκος, καθηγητής Αγγλικών με πάθος γα τον τόπο του, την ιστορία, τη λαογραφία και την έρευνα. Μιλούσαμε ώρα για σχετικά τοπικά θέματα που τον ενδιαφέρουν, ήθελε επιβεβαίωση και ενθάρρυνση, αλλά και για την έρευνά μου, βέβαια, την οποία βγήκε εύλογη και πολύ ενδιαφέρουσα. Μιλώντας για την «Παναγία την Έλωνα», και την υπόθεσή μου ότι πίσω από το «Έλωνα» ίσως είναι το «Ελένη»,  μου είπε ότι στα Τσακώνικα την Έλωνα την προφέρουν «Έουνη» δίνοντάς μου και παράδειγμα: «κα’να  άχουρο για την ΄Εουνη;»(= δίνετε κανένα άχυρο για την Έλωνα;). Προφανώς η φράση λέγεται σε κάποια αναζήτηση από αρμόδιους σχετικών προσφορών για τη Μονή. Επίσης μου είπε ότι απέναντι ακριβώς από την Μονή έχει ένα βράχο που τον λένε «Αλώνια». Έχει λοιπόν ενδιαφέρον για την υπόθεσή μου, πέραν του «Έλωνα», και ο συσχετισμός της με άχυρα και αλώνια, δηλαδή Δημητριακά. Δυστυχώς όμως, εντυπωσιασμένη από αυτά,  παρέλειψα να τον  ρωτήσω πώς προφέρουν  στα Τσακώνικα το «Ελένη» ώστε να επιβεβαιώσω ή όχι την υπόθεσή μου…
Μετά από μια βόλτα στην πόλη και το βραδινό φαγητό, κοιμήθηκα για τελευταία βραδιά στο ξενοδοχείο και στη Σπάρτη…

Σάββατο, 31 Αυγούστου 2002

Σηκώθηκα πολύ νωρίς και βγήκα στο μπαλκόνι του 5ου ορόφου του δωματίου μου στο ξενοδοχείο για να απολαύσω για τελευταία φορά πριν φύγω τη θέα  της αγουροξυπνημένης Σπάρτης στα πόδια μου με φόντο στα δυτικά τις επάλληλες κορυφογραμμές του Ταγετου, που μόλις τις φώτιζε ο ήλιος ανατέλλοντας από τον Πάρνωνα.
Φόρτωσα το αυτοκίνητο  και πήρα το δρόμο του γυρισμού, μέσω Καλαμάτας  γιατί είχα προορισμό το χωριό μου στην Ηλεία, πριν επιστρέψω στην Αθήνα.  Τα περιβόλια στη Μαγούλα και στο Μυστρά, ξεπλυμένα από τη χθεσινή μπόρα, καθώς περνούσα δίπλα τους είχαν ακόμα στα φύλλα τους την πρωινή δροσιά και λαμποποκοπούσαν, ενώ οι χαράδρες στη λακωνική πλευρά του  Ταγετου, καθώς ο δρόμος χώνεται στα σπλάχνα του,   ήταν βαθιά ησκιωμένες ακόμα. Όταν έφθασα στη δασωμένη, Μεσσηνιακή Αλαγονία, ο ήλιος έλαμπε στις καταπράσινες πλαγιές.
Ένοιωθα κουρασμένη και κατάφορτη από την έρευνα αλλά και ελλιπής ταυτόχρονα, γνωρίζοντας ότι είχα ερευνήσει ένα μόνο -και αυτό κατά το δυνατόν- επίπεδο της τοπικής πραγματικότητας, έτσι που έτρεχα από ναό σε ναό, ξωκλήσι σε ξωκλήσι, μοναστήρι σε μοναστήρι, χωρίς να παραμένω στα χωριά να συζητώ περισσότερο, «βγάζοντας» ίσως περισσότερες πληροφορίες για το κατά τόπους κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο, ακόμα και για τα αναζητούμενα «ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης».   Από την άλλη, αυτός ήταν ο σκοπός: να εντοπίσω και να «διαβάσω», ίδίοις όμμασι, τα τυχόν ίχνη, τα σημάδια, τους ιερούς τόπους της, σύμφωνα με τις απαντήσεις των κατά τόπους ιερέων στον περιορισμένο χρόνο της «λαογραφικής αποστολής». Και παρόλ’ αυτά, θεωρούσα πλούσια τη συγκομιδή πληροφοριών, που έπρεπε τώρα να επεξεργαστώ και βιβλιογραφικά, να τεκμηριώσω και να συνεχίσω τον επόμενο χρόνο σε άλλο νομό την επιτόπια έρευνα, «στα ίχνη της»… 














[1] ΣΕΡΕΜΕΤΑΚΗ Νάντια-Κ., 1994, Η τελευταία λέξη στης Ευρώπης τα ΄Ακρα. Δι-αίσθηση, θάνατος, γυναίκες, μτφ. Νίκος Μαστρακούλης, Λιβάνης-«Νέα Σύνορα», Αθήνα.
[3]  Βλ. Rachco Popov, 1996, «Kalendarnite prevaplashteniya na sveta Elena», Balgarska ethnografiya, 3. Βλ..  σχετικά και την  (αδημοσίευτη) μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία:  Χρύσα Χρήστου, Γυναίκες, ταυτότητες, αναπαραστάσεις και συμβολισμοί: η περίπτωση μιας ορεινής κοινότητας του νομού Καστοριάς», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας  Λαογραφίας, Ιωάννινα 2019.
[5] Του μετέπειτα ιδρυτή και αρχηγού της φασιστικής, εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή».
[6] Βλ. σχετικά στο Χρήστου 2019, ό.π.
[7] Πάντα είχα απορία για το περίεργο αυτό όνομα χωριού και αναρωτιόμουν αν ίσως έχει σχέση με τυχόν κόκκινο χώμα στις πέτρινες πεζούλες-«λουριά» ή καλλιέργεια κοκκινωπών φυτών σε αυτές. Η αναζήτηση στο google με πληροφόρησε ότι η τοπική παράδοση σχετικά με το όνομα λέει ότι αφού σε μια μάχη οι κάτοικοι κατατρόπωσαν τους Τούρκους, έβαψαν με αίμα κόκκινες λουριδες υφάσματος και τις κρέμασαν στον πύργο του χωριού.
[8] Βλ. τη σχετική αναφορά και στο χρονικό της μονής γραμμένο το 1902 από τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, που μόνασε στη «Γιάτρισσα», όπως αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο:  Σωτηρίου (+), Μητροπολίτου Γυθείου και Οιτύλου, Ιστορία και αισθητική της ιεράς μονής «Παναγία η Γιάτρισσα», 3η έκδοση, Καλαμάτα 2000, σ. 33. Ο Μητροπολίτης Σωτήριος στη δική του, μεταγενέστερη ιστορία της μονής, δεν αναφέρει τον αρχαίο ναό.
[9] Κύριο θεραπευτικό αίτημα των γυναικών, που αποδίδει και τον όρο «Γιάτρισσα» στην Παναγία εδώ, κατά τον ίδιο Μητροπολίτη Σωτήριο (ό. π., βλ. παραπάνω, υποσημ. αρ.8), είναι η στειρότητα και η  απόκτηση παιδιού, όπως ακριβώς η στείρα αγία Άννα απέκτησε την Μαρία-Παναγία, στη Γέννηση της οποίας  είναι αφιερωμένη η μονή. Επίσης το υγιεινό φυσικό περιβάλλον τής κατά κορυφήν μονής και το ότι στο κοντινό δάσος της Βασιλικής κατέφευγαν κάτοικοι της Λακωνίας και της Μεσσηνίας για παραθέρισμα αλλά κυρίως οι πάσχοντες από φυματίωση, οι οποίοι δημιουργούσαν ολόκληρο απομονωμένο οικισμό από καλύβες εκεί το καλοκαίρι προς θεραπεία, προσφεύγοντας και στη θαυματουργή θεραπευτική  χάρη της «Γιάτρισσας».
[10] Βλ. και τη σχετική αναφορά, Σωτηρίου (+), Μητροπολίτου Γυθείου και Οιτύλου,  2000, ό, π., σ. 20: «…Το ωνόμαζαν μοναστήρι χωρίς να είναι μοναστήρι! Ένα εξωκκλήσι σχεδόν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ως προς την διοίκηση. Παρά την θλιβερή αυτή κατάσταση από πάσης πλευράς συνέτρεχε πλήθος λαού κατά την ημέραν της εορτής των Γενεθλίων, 8 Σεπτεμβρίου. Προσκύνημα λαού σ’ έρημο τόπο!...».
[11] Βλ. σχετικά με τις εργασίες και τα κτίρια, Σωτηρίου (+), Μητροπολίτου Γυθείου και Οιτύλου, 2000, ό. π., σ. 7-8, 32 και στην σ. 35, επί Ενετών, από το χρονικό του μοναχού Σωφρονίου.
[13] Γραμμένο, όπως προαναφέρθηκε, από τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαραντόπουλο, όπως αναφέρεται στο βιβλίο που εγώ βρήκα στη μονή όπου και περιλαμβάνεται το χρονικό: Σωτηρίου (+), Μητροπολίτου Γυθείου και Οιτύλου, ό.π., 2000, σ. 33-39.
[14]   Βλ. Σωτηρίου (+), Μητροπολίτου Γυθείου και Οιτύλου, ό.π., 2000, σ. 38-39).  Για τη μάχη στην Τσεσφίνα/Δεσφίνα βλ. και στο https://oimaniateseinaipantou.blogspot.com/p/blog-page_30.html (7/11/2019), όπου δεν αναφέρεται το θαύμα αλλά είναι ενδιαφέρον, ως προς την ερευνητική μου υπόθεση, ότι γυναίκα του ήρωα Μανιάτη καπετάνιου Σταθάκου, ήταν «η όμορφη Λιουνίτσα» (=Ελένη>Ελενίτσα>Λιουνίτσα).
[15]  Βλ και στο https://psychogiou.blogspot.com/2012/03/blog-post_24.html για τη σχέση του στρατηλάτη του Απελευθερωτικού Αγώνα  Θ. Κολοκοτρώνη με τη «Γιάτρισσα» και την επίκληση της «Μητέρας» σε κρίσιμη φάση του Αγώνα.
[16] Για την «τριάδα» Ελένη-Διόσκουροι σε λανθάνουσες χριστιανικές αναπαραστάσεις στους ναούς, όπως υποστηρίζω, βλ.  στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html. Σημειώνω  ότι ο μοναχός Σωφρόνιος στο χρονικό του κατά το 1902 στην περιγραφή του θαύματος της «Γιάτρισσας»,  δεν ταυτίζει τους δύο «στρατηλάτες» καβαλάρηδες-συνοδούς της επιφανείσας μέσα σε νεφέλη «εξαστράπτουσας λευχειμονούσας γυναικός» με κάποιους χριστιανικούς αγίους (βλ. Σωτηρίος (+), Μητροπολίτης Γυθείου και Οιτύλου, ό.π., 2000, σ. 38 και ό. π., υποσημ. αρ. 14 ).
[18] Βλ. και τα σχετικά με την  Ελένη/Αγιαλένη στη Μεσσηνία στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html.
[20] Σχετικά με την «Αλεξάντρα» ως υποχθόνιο τόπο και την υποχθόνια «Αλεξαντριανή Ελένη» βλ. στο Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008, σ. 66-79  και στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2016/05/blog-post.html.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Δείγμα απομαγνητοφωνημένου αποσπάσματος  συνομιλίας  με γέροντα  σχετικά με την "Γιάτρισσα" στην Καστάνια"στην Καστάνια (απομαγνητοφώνηση της κασέτας όχι από εμένα την ίδια αλλά από φοιτητή που έκανε πρακτική στη Λαογραφία  στο ΚΕΕΛ):


"... Γέροντας: Πίσω από την εκκλησία βγάλαν ένα κιβώτιο. Γερμανοί ή εγγλέζοι. Του παππού μου το καλύβι λίγο παρακάτω, περάσαν κάποιοι τουρίστες και ρωτούσαν για το καλύβι του Κοσμά. Και μέσα εκεί βρέθηκε να λείπει μια κασόνα. Εγώ παντρεύτηκα Καστανιώτισα και βρέθηκα εδώ. Τη βρήκα στην Αμερική. Έχουμε τώρα 5 χρόνια εδώ.

[Κουβεντιάζετε με ένα παιδάκι και μ’ έναν κύριο αλλά είναι μακριά από το μικρόφωνο και δεν ακούγονται. Πρέπει να γίνεται κουβέντα για την κοπέλα που βρήκε την εκκλησία, αλλά ενώ εσείς ακούγεστε καλά, οι άλλοι όχι]

Εδώ στη Γιάτρισσα έρχεται πολύς κόσμος στις 8 του μηνός;
Βέβαια, από χτες το βράδυ άρχισε να έρχεται. Πριν ένα μήνα είχε πολύ κόσμο κάθε μέρα. Στην κάτω μεριά είναι ένα εκκλησάκι με τσιμέντα. Ρίχναμε τα τσιμέντα και βούλιαζε. Ήταν μυστήριο, λέει, γιατί από κάτω είχε πέτρα. Όπως είναι το μοναστήρι, από κάτω. Ούτε νερό περνάει. Θέλανε Κωνσταντίνου και Ελένης και Αγίους Αναργύρους. Ήταν κάποια δωρεά 400 εκατομμύρια. Και φτιάξανε το μοναστήρι. Για πολλά χρόνια ήταν παρατημένος αλλά πάντα πήγαινε κόσμος, από τους παππούδες μας. Είναι ύψος πάνω από 1000 μέτρα. Η θέα είναι φοβερή. Ο αέρας σε έπαιρνε και σμίγανε τα σύννεφα. Βλέπεις όλη την Πελοπόννησο από κει πάνω. Τσακώνονται οι Λάκωνες με τους Μεσσήνιους για το πού ανήκε. Αλλά μας την πήρανε. Υπήρχε διαφορά μεταξύ μητροπόλεων Γυθείου και Καλαμών.


"...
Πίσω από την εκκλησία βγάλαν ένα κιβώτιο. Γερμανοί ή εγγλέζοι. Του παππού μου το καλύβι λίγο παρακάτω, περάσαν κάποιοι τουρίστες και ρωτούσαν για το καλύβι του Κοσμά. Και μέσα εκεί βρέθηκε να λείπει μια κασόνα. Εγώ παντρεύτηκα Καστανιώτισα και βρέθηκα εδώ. Τη βρήκα στην Αμερική. Έχουμε τώρα 5 χρόνια εδώ".

[Σημείωση του φοιτητή που κάνει την απομαγνητοφώνηση: Κουβεντιάζετε [δηλ. η ερευνήτρια] με ένα παιδάκι και μ’ έναν κύριο αλλά είναι μακριά από το μικρόφωνο και δεν ακούγονται. Πρέπει να γίνεται κουβέντα για την κοπέλα που βρήκε την εκκλησία, αλλά ενώ εσείς ακούγεστε καλά, οι άλλοι όχι]
Ερευνήτρια: Εδώ στη Γιάτρισσα έρχεται πολύς κόσμος στις 8 του μηνός;
Γέροντας: Βέβαια, από χτες το βράδυ άρχισε να έρχεται. Πριν ένα μήνα είχε πολύ κόσμο κάθε μέρα. Στην κάτω μεριά είναι ένα εκκλησάκι με τσιμέντα. Ρίχναμε τα τσιμέντα και βούλιαζε. Ήταν μυστήριο, λέει, γιατί από κάτω είχε πέτρα. Όπως είναι το μοναστήρι, από κάτω. Ούτε νερό περνάει. Θέλανε Κωνσταντίνου και Ελένης και Αγίους Αναργύρους. Ήταν κάποια δωρεά 400 εκατομμύρια. Και φτιάξανε το μοναστήρι. Για πολλά χρόνια ήταν παρατημένος αλλά πάντα πήγαινε κόσμος, από τους παππούδες μας. Είναι ύψος πάνω από 1000 μέτρα. Η θέα είναι φοβερή. Ο αέρας σε έπαιρνε και σμίγανε τα σύννεφα. Βλέπεις όλη την Πελοπόννησο από κει πάνω. Τσακώνονται οι Λάκωνες με τους Μεσσήνιους για το πού ανήκε. Αλλά μας την πήρανε. Υπήρχε διαφορά μεταξύ μητροπόλεων Γυθείου και Καλαμών..."

Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.