Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του κύκλου της ζωής:"Θρηνητική παράδοση και νεωτερικότητα: ένα εθνογραφικό παράδειγμα από τα Λαγκάδια Γορτυνίας", Αρκαδία (Mourning ritual in Arcadia)



[Η παρούσα ανάρτηση είναι απόσπασμα (το Τρίτο Κεφάλαιο) από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια Μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ.24, Αθήνα 2008, σελ. 160-203.Περιέχει όμως και μiα μικρή προσθήκη, στο τέλος, ως Επίμετρο. βλ. και http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg
Οι τίτλοι των βιβλίων στις εδώ βιβλιογραφικές αναφορές, περιέχονται στο βιβλίο].


Λαγκάδια, Αύγουστος 1983. Η "Ρούγα", απογευματινή-βραδινή συγκέντρωση και κουβεντολόι των γειτόνων   σε μικρή πλατεία στη συνοικία  της Αγια-τριάδας, στο ψηλότερο σημείο του οικισμού. Η γράφουσα ερευνήτρια (άκρο δεξιά) καταγράφει σε κασετόφωνο αφηγήσεις των Λαγκαδινών  κατά την επιτόπια έρευνα.


Μια διαχρονική πολιτισμική διελκυστίνδα
Οι αντιλήψεις για τη Μαυρηγή και το θάνατο στο χώρο της Μεσογείου προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, κάποιους ιστορικούς, ανθρωπογεωγραφικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς όρους μιας κατά φύση διαβίωσης που, σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, δομούν έγγειες, παραγωγικές και συμβολικές σχέσεις με τη γη και το χώμα, κυρίως: α) ότι τα άλφιτα, τα σιτηρά δηλαδή και το ψωμί, αποτελούν αδήριτα ή/και φαντασιακά και αξιακά τη βασική τροφή των ανθρώπων, β) ότι οι ανθρώπινες κοινότητες παράγουν τα δημητριακά με τον προσωπικό τους μόχθο κοπιάζοντας επίπονα πάνω στο σώμα της γης γ) ότι θάβουν (ή εναποθέτουν έμμεσα) τους νεκρούς τους στη γόνιμη μήτρα-αγκαλιά της δ) την άμεση ή έμμεση, όποιας μορφής (συγγενειακή, συμβολική ή/και κοινωνική) κληρονομική μητρογραμμή[1]. Γίνεται λοιπόν κατανοητή με βάση όσα προηγήθηκαν η υπό ορισμένες προϋποθέσεις εμμονή των ανθρώπων να ενστερνίζονται και να εκφράζουν τελετουργικά –και δεισιδαιμονικά- κατεξοχήν στους νεκρικούς θρήνους αυτές τις αρχαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις, ακόμα και μετά από εκατονταετίες χριστιανικού βίου. Έτσι στην αγροτική περιφέρεια κυρίως (ή στον απόηχό της στα σύγχρονα αστικά κέντρα) οι θρηνούσες γυναίκες, αρμόδιες για τη ζωή και το θάνατο −ως μητέρες και τροφοί παραδοσιακά−, επιμένουν σήμερα να φέρουν και να παραδίνουν δυναμικά και μυστικά την πανάρχαια αυτή πίστη για τη «Μαύρη Γη» από γενιά σε γενιά ως κιβωτό, ιερή παρακαταθήκη, ελπίδα σωτηρίας −έστω και ασυνείδητα, αφομοιώνοντάς τη μάλιστα σαν χριστιανική− και ταυτόχρονα ως δια-μαρτυρία για τη φθαρτή ανθρώπινη μοίρα[2].
Οι αντιλήψεις περί του «διπλού» −Πάνω και Κάτω− κόσμου που τέμνει ο θάνατος στο σώμα της Γης, διαποτίζουν όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής και επηρεάζουν τις νοοτροπίες, τις αξίες, τις συμπεριφορές, αποτελώντας πολιτισμική δομή. Συνδεόμενες με την επιβίωση και την αναπαραγωγή των ανθρώπων, της κοινωνίας αλλά και της φύσης εν γένει διδάσκονται ως αφήγηση και μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές κυρίως κατά τις κρίσιμες στιγμές του θανάτου, οπότε οι άνθρωποι έρχονται άμεσα αντιμέτωποι με την ετερότητα, το μεταφυσικό και την πλήρη απώλεια. Οι αντιλήψεις βέβαια αυτές και οι σχετικές πρακτικές δομούν στην κάθε κοινωνία με τρόπο εμφανή ή και λανθάνοντα μια ορισμένη πολιτική, διακριτή μέσα στην εκάστοτε νεωτερικότητα[3]. Γίνεται έτσι δυνατό να δημιουργούνται συγκρουσιακά πεδία στην καθημερινή όσο και την επίσημη κοινωνική πραγματικότητα, όταν αυτές οι αντιλήψεις συνδιαλέγονται έμφυλα με διαφορετικά θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά, παιδαγωγικά και παραγωγικά συστήματα[4]. Μια αντιφατικότητα που γίνεται περισσότερο εμφανής όταν συνυπάρχει με διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και αξίες, ειδικότερα μέσα στο πατριαρχικά συγκροτημένο πλέγμα έμφυλων αποκλεισμών και τη χριστιανική διδασκαλία και σωτηριολογική αντίληψη για το θάνατο και μάλιστα στη μεταβιομηχανική εποχή μας. Και τούτο γιατί η θρηνητική παράδοση κατεξοχήν, επιφορτίζοντας τις γυναίκες με βαρύ συμβολικό και κοινωνικό φορτίο, τους επιβάλλει −τελετουργικά, πλην «παραβατικά»− όχι μόνον συγκεκριμένη συλλογική κοινωνική δράση και συμμετοχή αλλά τους αναθέτει ιερατικό ρόλο και θρησκευτικές αρμοδιότητες. Τους παρέχει επίσης βήμα δημόσιου λόγου και δη κριτικού και μαγικού (άρα θεωρούμενου σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο και αποτελεσματικού), σχετικά με την κοινωνική και τη βιολογική ζωή αλλά και το θάνατο[5].
           Από τη συνοπτική παράθεση των παραπάνω πολιτισμικών και ιστορικών στοιχείων γίνεται νομίζω αντιληπτό το γιατί οι κατά παράδοση νεκρικές τελετουργίες, και κυρίως οι γυναικείοι θρήνοι, πολεμήθηκαν ακόμα και στην παγανιστική αρχαιότητα, καθώς απαγορεύτηκαν κατά καιρούς επίσημα ή ανεπίσημα, καλώς ή κακώς, από τις εκάστοτε θιγόμενες επίσημες πολιτικοθρησκευτικές εξουσίες ή και στο πλαίσιο του νεωτερισμού κάθε εποχής[6]. Παρόλ' αυτά οι παραδοσιακές νεκρικές πεποιθήσεις παραμένουν σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα εν ζωή ως ένα βαθμό, κυρίως στην αγροτική περιφέρεια. Έτσι στις θρηνητικές τελετουργίες παρατηρούμε να διεξάγεται και σήμερα μια αγωνιώδης θα έλεγα −μέσα στις τραγικές συνθήκες της νεκρικής τελετής− όσο και αιώνια πολιτισμική διελκυστίνδα ανάμεσα στις μοιρολοΐστρες και στους «νεωτερικούς» συγγενείς του νεκρού ή τους κοινωνικά συμμετέχοντες στο οικογενειακό πένθος (αναφέρομαι σε νεωτερικούς γιατί προσωπικά δεν έχω παρατηρήσει να εκδηλώνεται σχετική αντίδραση για λόγους χριστιανικής πίστης, είτε από ιερείς είτε από πιστούς)[7] .
Δεδομένης της χθόνιας, εσχατολογικής και σωτηριολογικής σημασίας αυτών των αντιλήψεων, η τρομερή, αποτρόπαιη −και αναπόφευκτα λατρευτή− «Μαυρηγή», δεν εννοεί στα καθ’ ημάς ν’ αποκαθηλωθεί από το φαντασιακό των ανθρώπων και από την κοινωνική πρακτική, απαιτώντας πάντα την τιμή που της ανήκει. Τα αρχαϊκά νεκρικά νόμιμα που πράττουν συμμετοχικά όσο και συλλογικά στα συμβάντα του θανάτου οι γυναίκες κατά τόπους, τιμούν τον άνθρωπο ως κομμάτι της φύσης και του κόσμου, ισότιμο με τα άλλα πλάσματα πάνω στη γη αλλά και ως υποκείμενο ενεργό μέσα στη δομημένη ανθρώπινη κοινότητα. Συνάμα, στο πλαίσιο αυτής της σωτηριολογικής προσδοκίας, τα νεκρικά έθιμα «λατρεύουν» και λαμπρύνουν και το ανθρώπινο σώμα ως ζωντανό οργανισμό όσο και ως νεκρό λείψανο. Αυτή τελετουργική διαδικασία ισχύει για κάθε ανθρώπινο πλάσμα, γέννημα-θρέμμα κάποιας μάνας και μέλος κάποιας κοινότητας, ανεξαρτήτως κοινωνικού status και φύλου. Ακόμα και οι εξαιρέσεις αυτού του κανόνα (ορφανά, περιθωριακές ή παραβατικές κοινωνικά περιπτώσεις, θάνατος στα ξένα) αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο τελετουργικό τρόπο, τέτοιο που να συμπληρώνει τις ελλείψεις του νεκρού και να τον τις αποδίδει στη Μαυρηγή δικαιωμένο, σύμφωνα με αυτό το αξιακό και θρησκευτικό σύστημα[8]. Γιατί, όπως προκύπτει από την παραδοσιακή νεκρική τελετουργία, («χειρονομίες» και λόγια) το προαιώνιο μαγικό συμβόλαιο των ανθρώπων με τη Θεά-Μαυρηγή αφορά όλους ανεξαρτήτως κοινωνικού status φύλου και ηλικίας και επιβάλλει να της αποδοθεί συλλογικά το όποιο σώμα με εκείνες τις συγκεκριμένες τελετουργικές φροντίδες που το καθιστούν ιερό, ενώ το κοινωνικοποιούν και μετά θάνατο, ως πρόγονο[9].


 Χάρτης κεντρικού τμήματος του νομου Αρκαδίας με τη Γορτυνία βόρεια και δυτικ'α. Τα Λαγκάδια διακρίνονται στ΄αριστερά.

Θάνατος στη Γορτυνία

           Οι θρήνοι παρόλη τη διάδοσή τους στο μεσογειακό χώρο (και όχι μόνον) και την αντοχή τους στη διάρκεια, ως στοιχεία της προφορικότητας δεν αφήνουν υλικά, γραπτά ή μνημειακά, «ίχνη», εκτός από έμμεσες γραπτές μαρτυρίες περί αυτών, ή, όσον αφορά την αρχαιότητα, τις ζωγραφικές αναπαραστάσεις που έχουν σωθεί κυρίως στην αγγειογραφία. Κάθε θρηνητική επιτέλεση «χάνεται» −κατά ένα τρόπο− με το πέρας της επικήδειας τελετουργίας, οπότε δεν διαθέτουμε υλικά, αντικειμενικά δεδομένα πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί ο ιστορικός του θανάτου για να την μελετήσει «εκ των έσω» διαχρονικά. Τίποτε στην πολιτισμική διαδικασία δεν παραμένει ασάλευτο, αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Κάποιες πολιτισμικές δομές ωστόσο που αφορούν το ιερό ως αναπαλλοτρίωτο αξιακό και συμβολικό κεφάλαιο αντέχουν στο χρόνο, διαλεγόμενες ωστόσο δημιουργικά με την εκάστοτε ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Μια τέτοια ιερή παρακαταθήκη φαίνεται πως αποτελούν οι θρήνοι. Η συγχρονική εθνογραφία λοιπόν είναι η μόνη πηγή που διαθέτουμε −αν τη χρησιμοποιήσουμε κριτικά και συγκριτικά με τις έμμεσες ιστορικές πηγές− για να μελετήσουμε την παραδοσιακή ιστορία του θανάτου, τις εμμονές και τις τομές, τις «συνέχειες» και τις ασυνέχειες, αναφορικά με τις σχετικές νοοτροπίες και συμπεριφορές σήμερα όσο και διαχρονικά στον ιστορικό ελληνικό χώρο. Η Γορτυνία −όπως και ένα μεγάλο μέρος της περιφέρειας αλλά και η προέκτασή της στα αστικά κέντρα− αποτελεί έναν από τους χώρους όπου η θρηνητική παράδοση είναι ακόμα υπό όρους ζωντανή και μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε επιτόπια τους θρήνους σήμερα κατά τη νεκρική τους επιτέλεση.

Ο ανθρωπογεωγραφικός χώρος της Γορτυνίας μου είναι προσωπικά και ερευνητικά οικείος. Πέραν της ευρύτερης σχέσης εντοπιότητας, πραγματοποιώ επανειλημμένα −και εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών− επιτόπια λαογραφική έρευνα στο χώρο όσο και στην Αρκαδία γενικότερα[10]. Μια οδυνηρή συγκυρία θανάτου μου επέτρεψε να καταγράψω, δεκαπέντε χρόνια μετά την καταγραφή του παραπάνω θρήνου στην Καμενίτσα, μια ακόμα εκδοχή της θρηνητικής παράδοσης στη Γορτυνία, αυτή τη φορά στα Λαγκάδια (βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html. Βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/11/blog-post_10.html).

Ξακουστό κάποτε μαστοροχώρι της Πελοποννήσου, τα ορεινά Λαγκάδια είναι χτισμένα στη μεσημβρινή πλευρά μιας χαράδρας του Μαίναλου στη βορειοδυτική άκρη της Γορτυνίας, ενώ έχουν θέα (από τη θέση «βρύση του Γούναρη») και προς το Ιόνιο πέλαγος. Αποτελούν κομβικό σημείο πάνω στον ορεινό δρόμο Ολυμπίας-Τριπόλεως (μέσω Βυτίνας) αλλά και μέσω της Καρκαλούς προς Δημητσάνα και Μεγαλόπολη, καθώς επίσης και προς την ορεινή Κορινθία και Αχαΐα μέσω Βαλτεσινίκου-Γλανιτσάς/Αμυγδαλιάς και του γεφυριού «της Κυράς» στο Λάδωνα. Ο οικισμός είναι έτσι πέρασμα για το αιώνιο πήγαιν’-έλα των ανθρώπινων κυμάτων από πλανώμενους ατομικά και κυρίως ομαδικά άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας: εποχιακούς επαγγελματίες και εργάτες γης, μεταβατικούς κτηνοτρόφους, πραματευτάδες, αγωγιάτες, στρατιώτες, κατακτητές, μετανάστες, ταξιδιώτες, περιηγητές και άλλους, συχνά από διαφορετικές εθνότητες και φυλές, με αλλιώτικες έκαστοι αντιλήψεις, διαλέκτους, γλώσσες και συμπεριφορές που «αλωνίζουν» διαχρονικά τους δρόμους της Γορτυνίας, ενίοτε δε και έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε αυτήν συναποτελώντας το σύνθετο εθνολογικό μωσαϊκό της, διακριτό ή εξελληνισμένο σήμερα. Παρόλο λοιπόν που ο οικισμός είναι χτισμένος μέσα σε μια απόκρυφη και βαθιά λαγκαδιά, επικοινώνησε με πολλών και διαφορετικών ανθρώπων τη γνώμη, τη γνώση, τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά αλλά και τις δεξιότητες[11].

 Η πολύμορφη αυτή κινητικότητα και η συνακόλουθη σύνθετη πολιτισμική εμπειρία, διεύρυνε και όξυνε το πνεύμα των γεωργών κατά βάση −και εν μέρει κτηνοτρόφων− Λαγκαδινών και σε συνδυασμό με τη δυσκολία αυτάρκειας λόγω του ορεινού και αυχμηρού εδάφους, τούς παρέσχε τη δυνατότητα να είναι «πολιτικοί», ευέλικτοι, κινητικοί και πολυμήχανοι ως προς τον επαγγελματικό κυρίως βίο τους. Έτσι η πλειοψηφία των αρσενικών μελών των πολυμελών −κατά τη συγκυρία διευρυμένων− οικογενειών που δεν κατείχαν μεγάλους κλήρους γης, βρήκαν τρόπους να μετακινούνται επαγγελματικά και να προσπορίζονται και άλλες προσόδους πέραν της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της ξύλευσης κ.λπ. Οι περισσότεροι άνδρες έγιναν παραδοσιακοί επαγγελματίες χτίστες πέτρινων κατοικιών (παραδοσιακοί με την έννοια της εκμάθησης της τέχνης με συμμετοχική, άμισθη μαθητική εργασία των παιδιών, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, και της μεταβίβασης της αρχιτεκτονικής τέχνης από γενιά σε γενιά). Μεταξύ άλλων σε αυτή την ενασχόληση συνέβαλε και η ιδιαιτερότητα της κατασκευής των δικών τους σπιτιών, λόγω της μεγάλης κατωφέρειας του εδάφους αλλά και η προσφερόμενη άφθονα επιτόπου πέτρα, ως βασική οικοδομική ύλη[12].
 Οι Λαγκαδινοί χτίστες, περιοδεύοντας στο Μωριά εποχικά κατά ομάδες-«μπουλούκια» (επαγγελματικά δομημένα −κατά ηλικία, ειδίκευση και τον επιμερισμό της εργασίας− και ιεραρχικά διαστρωματωμένα), δούλεψαν σε δύσκολα χρόνια, υπό σκληρούς όρους και συνθήκες εργασίας. Εξυπηρέτησαν (παράλληλα με άλλες, κυρίως από την Ήπειρο, τέτοιες ομάδες) τις οικιστικές ανάγκες όσο και τα δημόσια έργα (γεφύρια, σχολεία κ.λπ.) όλης σχεδόν της ορεινής και όχι μόνον Πελοποννήσου, μαρτυρημένα τουλάχιστον από τον 18ο αλλά κυρίως τον 19ο και τις αρχές του 20ού, αιώνων. Ωστόσο τούτη η επίπονη εποχική εργασία και αποδημία, παρόλο που προσπόριζε ως ένα βαθμό πολιτισμικά αγαθά λόγω του συγχρωτισμού των μαστόρων με διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες και τόπους, δεν φαίνεται να απέφερε και την επίτευξη της επιζητούμενης αυτάρκειας στην κοινότητα. Έτσι οι Λαγκαδινοί δεν απέφυγαν και τη μαζική μετανάστευση προς την Αμερική κατά τα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και σε άλλους προορισμούς (κυρίως Αυσταραλία, Καναδά), αργότερα. Ακολούθησαν επίσης την εσωτερική μετανάστευση στα μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού κατά τα μέσα του 20ού, όπου διέπρεψαν σε διάφορα επαγγέλματα αλλά και την επιστήμη και την πολιτική[13].
Η διαρκής αποδημητική επαγγελματική ενασχόληση των Λαγκαδινών που απαιτούσε την πολύμηνη (περίπου κατά τα 2/3 του έτους, την «καλοκαιρινή» περίοδο) απουσία των ακμαίων ανδρών −αλλά και των μαθητευόμενων εφήβων− από την κοινότητα, ανάγκαζε τις γυναίκες να αναλαμβάνουν σε αυτό το διάστημα σχεδόν ολοκληρωτικά όλες τις ευθύνες της οικογένειας. Αυτό συνέβαινε όχι μόνον ως προς τις αγροτικές και οικιακές εργασίες αλλά και ως προς τη διαχείρηση των του οίκου, των μελών του, επίσης τη συμμετοχή στις συλλογικές κοινωνικές δραστηριότητες, τη διαχείριση και οργάνωση των οικογενειακών στρατηγικών, αναλαμβάνοντας και τις ανάλογες υποχρεώσεις, καθώς η ζωή της κοινότητας δεν σταματούσε βεβαίως κατά την απουσία των ανδρών. Η ανάληψη από τις γυναίκες και των έμφυλων «ανδρικών» υποχρεώσεων κατά την απουσία των ώριμων για δουλειά αρσενικών μελών της οικογένειας, προσέδιδε άτυπα μια ιδιότυπη «γυναικεία» ποιότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι με πολυσύνθετο αντίκτυπο στις συγγενικές και τις ανθρώπινες σχέσεις ενώ αναβάθμιζε και αναδείκνυε άμεσα το βεβαρημένο ρόλο και τη θέση της μάνας στην οικογένεια[14]. Αυτή η ιδιοτυπία της Λαγκαδινής κοινωνίας και ιστορίας μπορεί και να έπαιξε κάποιο ρόλο, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην επιτόπια αντίσταση της θρηνητικής παράδοσης, δεδομένου ότι οι γυναίκες είναι οι κατεξοχήν φορείς της .
Μετά από τη σταδιακή πληθυσμιακή αιμορραγία των μέσων του 20ού αιώνα, στη σύγχρονη συγκυρία τα Λαγκάδια −όπως όλοι οι ορεινοί οικισμοί της χώρας− κατοικούνται από λίγες δεκάδες ηλικιωμένων κυρίως ανθρώπων, με αποτέλεσμα ο κοινωνικός ιστός να αποδομείται συν τω χρόνω και οι λιγοστοί υπερήλικες να αποτελούν την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Όμως αρκετές χιλιάδες Λαγκαδινοί της διασποράς, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό −όπως και όλοι οι κατά τόπους μετανάστες−, συγκροτούν και βιώνουν φαντασιακά και επικοινωνιακά μια πολυάνθρωπη, ουτοπική Λαγκαδινή Κοινότητα που επανακτά κοινωνική και τοπική, επιχώρια οντότητα κάθε καλοκαίρι. Τότε που οι Λαγκαδινοί επανακάμπτουν στα πατρογονικά τους κυρίως για το πανηγύρι της αγίας Παρασκευής και για τη γιορτή της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο συμβαίνει επίσης και κατά τις εκάστοτε εθνικές και δημοτικές εκλογές για να ψηφίσουν, όσοι διατηρούν εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα. Η συγκυρία όμως που συγκεντρώνει με τον πλέον οδυνηρό και δραματικό τρόπο τα μέλη της διασκορπισμένης στο χώρο Λαγκαδινής Κοινότητας είναι ο θάνατος, κυρίως αυτός των γερόντων που ζουν στο χωριό, οπότε προσέρχονται συγγενείς και συγχωριανοί[15]. Μια τέτοια δυσάρεστη συγκυρία οδήγησε και εμένα στα Λαγκάδια και μου επέτρεψε να καταγράψω, δεκαπέντε χρόνια μετά την καταγραφή του θρήνου στην Καμενίτσα, μια ακόμα περίπτωση της θρηνητικής παράδοσης στη Γορτυνία, ακριβώς πάνω στο γύρισμα του 20ού προς τον 21ο αιώνα της σύγχρονής μας εποχής.
 Στα Λαγκάδια είχα μεταβεί πρώτη φορά για έρευνα κατά το καλοκαίρι του 1983 οπότε είχα καταγράψει, με έμμεσο τρόπο, και νεκρικά έθιμα[16] . Η συγκυρία ωστόσο του γάμου μιας φίλης (με την οποία συνδέομαι με στενή και απρόσκοπτη φιλία από τα εφηβικά μας χρόνια), της Ζωής Μ., με τον Λαγκαδινό Λάμπη Χ. (μετέπειτα από αυτή την έρευνα), κατέστησε συν τω χρόνω τη σχέση μου με τα Λαγκάδια κάπως πιο στενή και ταυτόχρονα περισσότερο ποιοτική. Η εμπλοκή μου στο συγκεκριμένο πένθιμο γεγονός, οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη φιλική σχέση, αφού η εκλιπούσα ήταν η πεθερά της φίλης μου. Έτσι η συμμετοχή μου στην κηδεία άρα και η παρούσα κατάθεση δεν έχουν μόνον ερευνητικό χαρακτήρα αλλά και κοινωνικά και συμπονετικά συμμετοχικό.
 Η Γαλανή Χ., γέννημα-θρέμμα Λαγκαδινή, ήταν μάνα πέντε παιδιών, τεσσάρων γιών και μιας κόρης. Πέθανε αιωνόβια, σε ηλικία 98 ετών, στην Αθήνα όπου διέμενε χήρα τα τελευταία χρόνια του βίου της κοντά στα παιδιά της. Το λείψανο μεταφέρθηκε στα Λαγκάδια για την πρόθεση στο σπίτι της οικογένειας και την ταφή στον οικογενειακό τάφο. Έτσι, όσον αφορά την εθνογραφική καταγραφή, συνέπεσε ο θάνατος και η νεκρική τελετουργία ν’ αφορά έμφυλα και πάλι γυναίκα και μάλιστα γερόντισσα εκατονταέτιδα σχεδόν, συνομήλικη δηλαδή με αυτήν της καταγραφής στην Καμενίτσα, και στο ίδιο ευρύτερο εθνογραφικό πεδίο. Έτσι διαθέτουμε περίπου ισότιμα συγκριτικά δεδομένα, παρά τη σχετικά μεγάλη χρονική απόσταση που χωρίζει αυτά τα δύο συμβάντα θανάτου, τα οποία αναδεικνύουν την εμμονή στη θρηνητική παράδοση, τα κοινά σημεία στην επιτέλεση όσο και τις εν τω μεταξύ διαφοροποιήσεις. Πέραν της φιλικής σχέσης μου με την οικογένεια, η ηλικία της θανούσας κατέστησε και σε αυτή την περίπτωση περισσότερο εφικτή την παρατήρηση της τελετουργίας, αφού ο θάνατος σε τέτοιες περιπτώσεις βιώνεται μεν από τους οικείους πενθούντες και τους συμμετέχοντες ως οδυνηρό γεγονός απώλειας και πόνου αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζεται και περισσότερο ψύχραιμα και φιλοσοφημένα, ως αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο.
          Η μελέτη του θανάτου είναι μια δύσκολη έρευνα[17]. Πόσο μάλλον όταν ο ερευνητής πρέπει να παρεισφρύσει μέσα στο στενό οικογενειακό, όσο και το κοινωνικό, περιβάλλον οδύνης και των ακραίων συναισθηματικών καταστάσεων πένθους όπου λαβαίνει χώρα κάθε «ζωντανός» θρήνος. Συνθήκες που καθιστούν «αδιάκριτη» την ερευνηρική συμμετοχή, πόσο μάλλον τη χρήση τεχνικών μέσων για την καταγραφή. Έτσι, αν και είχα την σχετική άδεια καταγραφής από τους οικείους, κατέφυγα κατά κύριο λόγο στην κατά το δυνατόν λεπτομερή ημερολογιακή καταγραφή των συμβάντων. Αυτήν καταθέτω λοιπόν εδώ ως αφήγηση της σχετικής εμπειρίας μου, όπως τη βίωσα μέσα από τη συμμετοχική παρατήρηση κατά την πρόθεση του λείψανου την παραμονή της ταφής, την ολονυχτία και ανήμερα της ταφής στα Λαγκάδια της Γορτυνίας της Αρκαδίας κατά την 1-2/7/ 1997. Η καταγραφή αυτή περιλαμβάνει αναπόφευκτα και οικογενειακά, κοινωνικά, ιστορικά και άλλα γεγονότα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την τελετουργική περίσταση της κηδείας ως συν-κείμενα της τελετουργικής αφήγησης, που απλώνεται στο χώρο και το χρόνο πριν και μετά από γεγονός κάθε επισυμβάντος θανάτου. Μέσω της παράθεσης αυτής της άμεσης σχεδόν καταγραφής της επικήδειας πρόθεσης και των σκέψεων που μου προκάλεσαν τα διαδραματισθέντα, στόχος μου είναι ν' αναδειχθεί όχι μόνον η λεπτομερής διαδικασία της νεκρικής πρόθεσης και του θρήνου (όπως την προσέλαβα ως παρατηρητής με φορτίο μακρόχρονης σχετικής εμπειρίας και μελέτης αλλά και ως οικογενειακή φίλη) αλλά κυρίως ο τρόπος που η τελετουργία λειτούργησε ως προς τις σχέσεις της πενθούσας οικογένειας με τις θρηνούσες γυναίκες. Επέλεξα δηλαδή από τη συνολική καταγραφή εκείνα τα κομμάτια που θεωρώ ότι αναδεικνύουν συγχρονικά, μέσα από τα διαδραματισθέντα στο τελετουργικό πλαίσιο γεγονότα −χωρίς πρόσθετη ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων−, την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στη θρηνητική παράδοση και τη δεδομένη νεωτερικότητα, στο βαθμό και με τον τρόπο που αφορά το συγκεκριμένο εθνογραφικό παράδειγμα[18]. ( για το θρήνο στη Γορτυνία βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html).


Λαγκάδια Γορτυνίας, Αύγ. 1994. Η γειτονιά της Αγια-Τριάδας στο ψηλότερο σημείο του οικισμού (φωτ. Ε.Ψ.). 

Εθνογραφικό ημερολόγιο, 1-2 Ιουλίου 1997:
Η πρόθεση
Τρίτη, 1η Ιουλίου 1997. Φτάνω σπίτι από το γραφείο εν μέσω του μεσημεριανού καύσωνα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν η φίλη μου η Ζ. Η φωνή της σιγανή και σπασμένη. Μου φάνηκε περίεργο, με τάραξε.
−Πέθανε η γιαγιά μας, μου λέει μετά τα προκαταρκτικά, και θα την πάμε να την κηδέψουμε στα Λαγκάδια. Επειδή είχες πει πως θες να γράψεις μοιρολόγια, σου το ανακοινώνω μήπως και θελήσεις να έλθεις...
Περάσαμε και πήραμε την Ε., αδελφή του Λ., μαζί και την Ουκρανή μετανάστρια Β., που πρόσεχε ως εσωτερική οικιακή βοηθός τα δύο τελευταία χρόνια την υπερήλικη εκλιπούσα γερόντισσα.Το λείψανο θα το μετέφερε η νεκροφόρα του γραφείου κηδειών, που είχε αναλάβει και τον στολισμό. Μέσα στο αυτοκίνητο ήμασταν σιωπηλοί. Ο γιός της νεκρής και άντρας της φίλης μου , ο Λ. Χ., ταραγμένος και πονεμένος, η κόρη, η Ε. Χ., στα μαύρα και με σκούρα γυαλιά ηλίου έκλαιγε, η φίλη μου και νύφη της εκλιπούσας, η Ζ., επίσης στα μαύρα αμήχανη και ήρεμα λυπημένη, η Β. στενοχωρημένη και ταραγμένη, εγώ στις σκέψεις μου.
Κάποια στιγμή η Ζ ρώτησε την Β. για τις λεπτομέρειες του θανάτου και αυτή της εξηγούσε με τα σπασμένα ελληνικά της πως η 98χρονη γιαγιά ήταν ως την προηγούμενη μέρα μια χαρά, πως σηκώθηκε το πρωί και κάθισε για λίγη δροσιά λόγω καύσωνα, στο μπαλκόνι του διαμερίσματος όπου έμεναν, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, την Κοκ. (όνομα χαϊδευτικό, από το Κωνσταντίνα) 88 χρονών, με την οποία, όπως γνώριζα, συζούσαν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολύ αγαπημένες και ταιριασμένες. Οι δύο αδελφές −χήρες αμφότερες− ήπιαν εκείνο το πρωί καφεδάκια με παξιμάδι, γάλα και κουβέντιαζαν. Η Ε., η κόρη της θανούσας, με την οποία επίσης συγκατοικούσε, έφυγε για το Υπουργείο όπου εργάζεται. Η Β. μπήκε μετά από λίγο μέσα στο σπίτι για να πλύνει τα φλυτζάνια ενώ οι δύο γερόντισσες έμειναν έξω κουβεντιάζοντας. Όταν επέστρεψε έξω στο μπαλκόνι πρόσεξε πως η γιαγιά-Γαλανή είχε γερμένο το κεφάλι της ενώ η γιαγιά-Κοκ. της μιλούσε. Την πλησίασε και τη ρώτησε μήπως θέλει κάτι, λίγο νερό ή χυμό. Δεν της απάντησε και εξακολουθούσε να έχει γερμένο το κεφάλι. Η Β. παραξενεύτηκε και την έπιασε απ’ τα χέρια, που τα βρήκε άτονα. Την κοίταξε στο πρόσωπο από κοντά και είδε τα μάτια της περίεργα, γυρισμένα λοξά και το κεφάλι να γέρνει σαν άψυχο. Κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν σοβαρά και έπιασε το σφυγμό της. Δεν τον άκουσε, πανικοβλήθηκε και πήρε τις πρώτες βοήθειες. Τηλεφώνησε και στο γραφείο της κόρης, της Ε., αλλά και στους γιους. Ήρθε το ασθενοφόρο και αφήνοντας την Κοκ. πίσω να θρηνεί, την πήραν στο νοσοκομείο, όπου πιστοποιήθηκε ιατρικά ο θάνατός της.
Με αυτή την κρίσιμη διήγηση δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στο τούνελ του Αρτεμίσιου, στη νέα εθνική οδό Κορίνθου-Τριπόλως. Βγαίνοντας απ’ αυτό, ο αέρας έγινε πιο δροσερός και διάφανος. Στη Βυτίνα δρόσισε για τα καλά. Τα έλατα και τα πλατάνια καταπράσινα με ολόφρεσκο φύλλωμα, τα σπάρτα, οι λεβάντες και η αγράμπελη που γέμιζαν τις πλαγιές του Μαίναλου, ακόμα ανθισμένα μοσχοβολούσαν. Η Ζ. αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να περιμένουμε στην είσοδο του χωριού τη νεκροφόρα με το λείψανο, αφενός για να μην έρθει μόνο του και αφετέρου για να δείξουμε στον οδηγό το δρόμο για το σπίτι. Ο Λ. είπε πως δεν χρειαζόταν.
Λίγο πριν μπούμε στο χωριό, κάναμε στάση στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής που είναι χτισμένο πάνω στις πηγές του Λούσιου ποταμού. Το νερό βγαίνει από τα θεμέλια του βόρειου τοίχου του ναού με 5-6 κρουνούς, ορμητικό και άφθονο. Εκεί είχαν κάνει στάση και ένας συγγενής με τη μαυροφορεμένη γυναίκα του. Χαιρετήθηκαν, ο Λ. βγήκε από το αυτοκίνητο, συνομίλησε με το θείο του, φόρεσε τη μαύρη γραβάτα και συνεχίσαμε για το χωριό.


Λαγκάδια, Ιούλ. 1997. Το έντυπο αγγελτήριο του θανάτου της θεια-Γαλανής πάνω σε μια κολόνα της Δ.Ε.Η.(φωτ. Ε.Ψ.)

Φτάσαμε κατά τις έξι στα δροσερά, πανέμορφα Λαγκάδια. Στην πρώτη μου επίσκεψη, καθώς τότε πολλά από τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ιδιαίτερα στο κάτω άκρο του χωριού, λόγω και της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς από το πάνω στο κάτω μέρος του οικισμού, μου είχαν δώσει την εντύπωση σαν να τά ’χουν γκρεμίσει από ψηλά στη ρεματιά. Η αίσθηση ήταν τώρα διαφορετική, καθώς οι απόδημοι Λαγκαδινοί έχουν σήμερα αναστηλώσει και συντηρήσει τα περισσότερα σπίτια, για την ολιγοήμερη καλοκαιρινή διαμονή τους σε αυτά. Βρήκαμε το οικογενειακό σπίτι ανοιχτό, στην Πάνω Ρούγα κοντά στο κοιμητήριο της Αγια-Τριάδας, το ψηλότερο σημείο του χωριού που έχει και τους περισσότερους εναπομείναντες ηλικιωμένους κατοίκους και εξακολουθεί να έχει το χαρακτήρα «γειτονιάς». Εδώ, στη «Ρούγα», σ' ένα πλάτωμα σκιασμένο από το φύλλωμα ενός πλάτανου, είχα περάσει παρέα με τους κατοίκους της γειτονιάς και με συνοδεία το κελάρυσμα μιας πέτρινης βρύσης, πολλές ώρες πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, καταγράφοντας τοπικά πολιτισμικά στοιχεία. Άρα ο χώρος μού ήταν σχετικά οικείος, όσο και οι άνθρωποι, που αρκετοί μάλιστα ήταν οι ίδιοι, όλα γνώριμα και από τις μετέπειτα επισκέψεις μου. Οι γυναίκες, όλες ηλικιωμένες, γερασμένες τώρα (όσες δεν είχαν φύγει για τον άλλο κόσμο, και για μένα είχαν περάσει άλλωστε τα χρόνια) άλλες στα μαύρα κι άλλες με σκούρα ρούχα, είχαν ανοίξει το σπίτι με την άδεια της γιαγιάς-Κοκ., της αδελφής της θανούσας και των τριών μαυροφορεμένων θυγατέρων της, που είχαν φτάσει πριν από μας.
Ανεβήκαμε επάνω, στο κυρίως σπίτι, που είχα και άλλες φορές επισκεφθεί, άρα μου ήταν γνώριμο και κινούμουν κάπως αυτόνομα, καθώς όλοι οι οικείοι ήταν απασχολημένοι και ταραγμένοι. Παρ' όλες τις εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις και τις προσθήκες (κουζίνα-μπάνιο-βεράντα) εξακολουθεί να έχει την παραδοσιακή διαμόρφωση των παλιών σπιτιών της Γορτυνίας (χειμωνιάτικο-γκιλέρι-σάλα και ένα χώρο όπου είναι η είσοδος)[19]. Στη βεράντα χαιρέτισα τις μαυροφορεμένες γυναίκες, μερικές από τις οποίες με γνώριζαν, συλλυπήθηκα τις άλλες συγγενείς και μπήκα στη σάλα (ή καλοκαιρινό).
Η μία από τις δύο μπαλκονόπορτες αυτού του δωματίου που ανοίγονται προς τα νοτιοανατολικά, ήταν ανοιχτή. Φαινόταν ένα κομμάτι του βουνού και της βαθιάς κατοικημένης χαράδρας τυλιγμένα στην αχλύ του αρχόμενου δειλινού. Ένα διάφανο, μοσχομυριστό αεράκι κινούσε ελαφρά τις άσπρες κουρτίνες. Τα έπιπλα είχαν ταβηχτεί στους τοίχους ώστε να δημιουργηθεί κενό για το φέρετρο. Το τραπέζι είχε μετακινηθεί από το νότιο τοίχο ανάμεσα από τις μπαλκονόπορτες όπου είναι η θέση του και εκεί είχαν τοποθετηθεί καρέκλες στη σειρά για να καθίσουν οι πενθούντες. Στους άλλους τοίχους ντιβάνια, καναπές για τους επισκέπτες καθώς και ένα παλιό μπαούλο με άσπρο υφαντό κάλυμμα με γαλάζιο κέντημα στις δύο γωνίες του.
Στο ευρύχωρο κενό στο κέντρο του δωματίου είχε στρωθεί μια παλιά υφαντή ριγωτή αντρομίδα (χαλί) μάλλινη, σε χρώματα σκούρο μπλε, πορτοκαλί, κίτρινο ανοιχτό και σκούρο χρυσαφί που εναλλάσσονταν και έδιναν φως και λάμψη στο δωμάτιο. Κομμάτι της προίκας της θανούσας, όπως σχολίασαν αργότερα οι γυναίκες, μάλλον υφασμένο από τη μάνα της για τη δική της προίκα, περασμένο έτσι από μάνα σε κόρη.
Στο κέντρο αυτού του στρωσιδιού είχε τοποθετηθεί ένα χαμηλό, στενό ντιβάνι στον άξονα Ανατολή-Δύση, σκεπασμένο με ένα λευκό υφαντό σεντόνι του αργαλειού με καρώ ύφανση και πλεχτή δαντέλα στο γύρο, προφανώς έργο της γιαγιάς, προικώο επίσης. Κάτω από την ανατολική στενή πλευρά του ντιβανιού είχε τοποθετηθεί στο πάτωμα αλουμινόχαρτο πάνω στο οποίο είχε μπει ένα δοχείο σαν γλάστρα, ντυμένο με αλουμινόχαρτο επίσης, γεμάτο με σπυριά σιτάρι[20]. Πάνω στα χείλη του ήταν ακουμπημένα τρία ψηλά κίτρινα κεριά, τυλιγμένα στη βάση τους με ένα κομμάτι λαδόκολλα. Όπως γίνεται συνήθως στα χωριά κατά το πένθος, ο καθρέφτης που κρεμόταν στον ανατολικό τοίχο ανάμεσα στις μπαλκονόπορτες ήταν τυλιγμένος προσεκτικά μέσα σε ένα άσπρο διπλωμένο σεντόνι[21]. Όλα έτοιμα για να υποδεχθούν τη νεκρή στη σάλα του σπιτιού της. Η «τελετουργική αρένα» είχε οργανωθεί από τις γυναίκες ως ιεροτοπία, το σκηνικό του θρήνου περίμενε να παιχτεί το κοινωνικό δράμα του θανάτου...[22]
Έξω ο κόσμος άρχισε να πυκνώνει. Οι περισσότεροι άντρες στέκονταν κάτω στο δρόμο και στο κλιμακωτό καλντερίμι που οδηγεί στην είσοδο του κυρίως σπιτιού, ενώ οι γυναίκες, πολλές από αυτές συγγενείς και γειτόνισσες, ήταν στη βεράντα και την είσοδο του σπιτιού. Σιγοκουβέντιαζαν, άλλες αρμόδια κινητικές τακτοποιούσαν τα φλιτζάνια για τους καφέδες, έχοντας ήδη βάλει το «χοντρό» αρνίσιο κρέας της παρηγοριάς να βράζει, για να το μοιράσουν αργότερα στους αγρυπνιστές που θα συμπαραστέκονταν στην ολονυχτία της πρόθεσης του λείψανου. Ταυτόχρονα άκουγα να γίνεται λόγος μεταξύ τους για το ψήσιμο κάποιου ψωμιού.
Μετά από λίγο έφτασε η νεκροφόρα. Βγήκα στο μπαλκόνι να βλέπω. Η νεκροφόρα στάθηκε εμπρός από την είσοδο του καλντεριμιού που οδηγεί στην είσοδο του κυρίως σπιτιού. Τέσσερις άντρες (όχι οι γιοι της νεκρής) κατέβηκαν και φορτώθηκαν το σκούρο ξύλινο φέρετρο που ήταν κλειστό, σκεπασμένο με το καπάκι, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ένας λουλουδένιος σταυρός.
Το ανέβασαν προς το σπίτι ενώ οι παριστάμενοι σταυροκοπιούνταν. Άφησα το μπαλκόνι όπου στεκόμουν και μπήκα από τη μπαλκονόπορτα στη σάλα, όπου θα γινόταν η πρόθεση της νεκρής. Έφεραν μέσα το φέρετρο από την απέναντι πόρτα και το τακτοποίησαν πάνω στο ντιβάνι που ήταν στο κέντρο της σάλας με το κεφάλι προς τη Δύση και τα πόδια προς την Ανατολή. Έβγαλαν το σκέπασμα του φέρετρου και το μετέφεραν έξω ακουμπώντας το, όπως είδα μετά, όρθιο αριστερά της εξώπορτας, σαν παραστάδα. Αυτή η εικόνα με το κούπωμα του φέρετρου στην είσοδο των σπιτιών, με τάραζε από παιδί περισσότερο και από τη θέα του ίδιου του νεκρού.
Η νεκρή τώρα θεια-Γαλανή (όνομα χαϊδευτικό, από το χρώμα των ματιών της) ήταν ξαπλωμένη μέσα στο φέρετρο πάνω σε ένα επίσης λευκό υφαντό σεντόνι, όμοιο με αυτό που ήταν στρωμένο πάνω στη βάση του φέρετρου, με μόνη διαφορά μια παραλλαγή στο σχέδιο της δαντέλας-μπορντούρας. Αυτό με έκανε να σκεφτώ πως και το σεντόνι στο φέρετρο ήταν κομμάτι της προίκας της, άρα η γιαγιά πρέπει να είχε από χρόνια φροντίσει, κουβαλώντας μαζί της, τα απαραίτητα για το ξόδι της. Καθώς την κοίταζα με λύπη και τρυφεράδα, αφού την γνώριζα και ζωντανή και την εκτιμούσα, σκεφτόμουν ότι το σκήνωμά της κατά ένα τρόπο προσωποποιούσε μνημειακά τον τελευταίο αιώνα της δεύτερης χιλιετίας, αφού ο πλήρης ημερών αιωνόβιος βίος της −σαν θαύμα της φύσης και των συνθηκών που έζησε− εκτάθηκε περίπου σε τρεις αιώνες: από τα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα (1899) μέχρι και το κατώφλι του 21ου. Το αυλακωμένο από ρυτίδες, πετρωμένο τώρα, ανάγλυφο του προσώπου της πρόδινε τα χαρούμενα και τα οδυνηρά συμβάντα του μακρόχρονου αυτού βίου που τις είχαν χαράξει πάνω του.
Φαινόταν το κεφάλι μόνο του λείψανου, που έφερε γύρω από το άκαμπτο γεροντικό πρόσωπο ως κεφαλόδεσμο ένα μαύρο βαμβακερό τσεμπέρι (μαντήλι) δεμένο κάτω από το σαγόνι της, ίδιο με αυτό που η νεκρή τώρα γιαγιά φορούσε καθημερινά ενόσω ζούσε, όσο την ήξερα εγώ τουλάχιστον, μαζί με τα κατάμαυρα πάντα ρούχα της. Και τούτο γιατί πέραν του ότι είχε χηρέψει προ δεκαετίας από τον άντρα της (χτίστη, όπως οι περισσότεροι Λαγκαδινοί της γενιάς του) είχε χάσει μέσα σ’ ένα χρόνο −στις αρχές της δεκαετίας του 1970− τους δύο από τους τέσσερις γιους της, στην ακμή της ηλικίας τους: έναν παντρεμένο με παιδιά και έναν ανύπαντρο. Το υπόλοιπο σώμα της νεκρής δεν φαινόταν, καθώς ήταν ολόκληρο καλυμμένο από τους ανθρώπους του γραφείου κηδειών με ένα είδος λευκής, καλλιεργημένης ντάλιας με κάπως σκληρά, μυτερά πέταλα και ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα στο κέντρο, περίπου στο ύψος της κοιλιάς. Φαινόντουσαν επίσης τα κοκκαλιάρικα χέρια, διάστικτα με τα σκούρα στίγματα των βαθιών γηρατειών σταυρωμένα κάτω από το στήθος, και στο κάτω μέρος του φέρετρου οι μύτες των παπουτσιών της.
Η μεγαλύτερη από τις κόρες της Κοκ., η Κλ., ακολούθησε μέσα στο δωμάτιο το φέρετρο κλαίγοντας και φωνάζοντας «Θειά μου, γλυκειά μου θειακούλα...!» ενώ κρατούσε στα χέρια της ένα εικόνισμα που τοποθέτησε θρηνώντας πάνω στα σταυρωμένα χέρια της θανούσας, στην ίδια φορά με το λείψανο.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσκύνησε κατόπιν το λείψανο, γύρισε την εικόνα που ήταν τοποθετημένη ν' αντικρίζει προς την Ανατολή, προς την αντίθετη φορά, ώστε ν’ αντικρίζει το πρόσωπο της νεκρής.
−Α, μπράβο, έτσι πρέπει να μπει! Είπε συμφωνώντας με αυτή τν ενέργεια κάποια γυναίκα δίπλα μου.
−Θεια, θειτσούλα μου, αγαπημένη μου θειακούλααααα!!! Φώναζε κλαίγοντας η Κλ., που στεκόταν όρθια με σταυρωμένα τα χέρια εμπρός από το λείψανο, στη βόρεια μακριά πλευρά του φέρετρου.
Εγώ παρατηρούσα πως παρόλ’ αυτά η αντίθεση ανάμεσα στην υπέργηρη νεκρή μέσα στο σκούρο φέρετρο και στο ζωηρόχρωμο, φωτεινό χαλί-έργο-των-χεριών-της που ήταν στρωμένο από κάτω του ήταν έντονη και απάλυνε την πένθιμη ατμόσφαιρα.
−Θα την τραγουδήσουμε τη θεια, θα της το πούμε ένα, δε γίνεται, συνέχισε η Κλ., απευθυνόμενη στις γυναίκες −πολλές μαυροφορεμένες− που είχαν εντωμεταξύ μπει στο δωμάτιο, είχαν προσκυνήσει σταυροκοπούμενες το εικόνισμα και ασπαστεί το μέτωπο της νεκρής και λάβαιναν θέσεις γύρω της καθισμένες στα ντιβάνια και τις καρέκλες.
Οι άντρες προσκυνούσαν επίσης αλλά κάπως βιαστικά, χωρίς να κοιτάζουν γύρω. Έβγαιναν αμέσως έξω στη βεράντα όπου είχαν τοποθετηθεί δυο μεγάλα τραπέζια στη σειρά με καρέκλες γύρω τους και κάθονταν εκεί ή στέκονταν όρθιοι στα σκαλοπάτια του καλντεριμιού, κουβεντιάζοντας. Οι γυναίκες είχαν ήδη αρχίσει να τους προσφέρουν καφέ σε μικρά φλιτζάνια μαζί με παξιμάδια άγλυκα.
Οι γυναίκες της οικογένειας, οι ανιψιές, οι νύφες, η αδελφή της θανούσας κάθισαν στη σειρά αρχίζοντας από τις καρέκλες που ήταν προς την πλευρά μου, προς τον μεσημβρινό τοίχο του σπιτιού, ανάμεσα στις δύο μπαλκονόπορτες, κάτω από τον σκεπασμένο καθρέφτη. Ένας-ένας που έμπαινε από τη βόρεια πόρτα στο δωμάτιο για να προσκυνήσει το λείψανο, πλησίαζε πρώτα τα πόδια όπου ήταν το δοχείο με το σιτάρι κρατώντας ένα ή κατά κανόνα τρία κίτρινα κεριά, άναβε το ένα από αυτά με κάποιο από τα προϋπάρχοντα ήδη αναμμένα και μετά το στερέωνε εκεί, χώνοντάς το μέσα στο σιτάρι. Τα άλλα δύο τα ακουμπούσε σβηστά δίπλα στο φέρετρο.
Μετά κάθε προσερχόμενος προσκυνούσε το εικόνισμα, ασπαζόταν τη νεκρή και, παρακάμπτοντας το πάνω μέρος του φέρετρου από τα δυτικά, χαιρετούσε συλλυπούμενος τις καθισμένες συγγένισσες και, αν δεν παρέμενε στο δωμάτιο, αποχωρούσε πάλι προς την πόρτα παρακάμπτοντας το κάτω, ανατολικό μέρος του φέρετρου. Διαγραφόταν έτσι κάθε φορά ένα είδος κυκλικής κίνησης από ανατολάς προς δυσμάς γύρω από τη νεκρή. Απέφευγαν πάντως να επαναλάβουν την κίνηση αυτή προς τα πίσω πάλι, ή προς την αντίθετη φορά εν γένει...
...−Αδερφούλα, αδερφούλα μου πού πάς; Γιατί φεύγεις; Αγαπημένη μου, φαρμακωμένη και πολυπικραμένη μου αδερφούλα, γιατί μ’ αφήνεις...; θρηνούσε υπόκωφα η Κοκ., η αδελφή της νεκρής, με βραχνή, πνιχτή φωνή, καθώς ήταν καθισμένη, κουλουριασμένη μάλλον, σ’ ένα χαμηλό ντιβάνι στη βόρεια πλευρά του δωματίου
−Σώπα, μην κάνεις έτσι, όλες για ’κεί προοριζόμαστε, αυτή τουλάχιστον είχε ωραίο θάνατο, μην κλαίς. Μακάρι όλοι μας έτσι. Πήγε στην ώρα της, δεν ταλαιπωρήθηκε, ούτε ταλαιπώρησε κανέναν, χόρτασε τα παιδιά της και τη χορτάσανε κι αυτά, της έλεγαν οι άλλες γυναίκες.
Έχοντας ήδη σχηματίσει ένα μαύρο κύκλο γύρω απ’ το φέρετρο καθώς καθόντουσαν τριγύρω μαυροντυμένες οι εν λόγω γυναίκες, συμφωνούσαν μαζί της σιγανά σχολιάζοντας και αυτές το πόσο ωραίο θάνατο είχε φεύγοντας πλήρης ημερών, συντροφευμένη, στο σπίτι της μαζί με την κόρη και την αδελφή της και τη φροντίδα των δύο εν ζωή γιων της. Σχολίαζαν επίσης το λείψανο, πόσο ήρεμο ήταν το πρόσωπο αλλά είχαν αντίρρηση για τον τρόπο που είχαν σφραγίσει το στόμα...
Η κόρη της νεκρής, η Ε., καθόταν στο «χειμωνιάτικο» (το δωμάτιο με το τζάκι) μαζί με την Β., η οποία μαζί με μια-δυο άλλες γυναίκες (που δεν ήταν συνεχώς οι ίδιες) έφτιαχναν καφέδες, έπλεναν τα φλιτζάνια, επέβλεπαν το βραστό κρέας που μαγειρευόταν για την αγρυπνία. Η Ε. δεν ασχολιόταν με όλ’ αυτά, αν και έδινε κάποιες οδηγίες. Καθισμένη σ’ ένα καναπέ έκλαιγε σιωπηλά, αρνούμενη να αντικρύσει τη μάνα της νεκρή .
Ο κύκλος των γυναικών γύρω από το φέρετρο είχε σύντομα κλείσει. Μέσα στο δωμάτιο είχε επέλθει το αδιαχώρητο. Οι πενθούσες συγγενείς και γειτόνισσες κάθονταν τριγύρω από το λείψανο ήρεμες και σοβαρές, με λυπημένα πρόσωπα. Έδειχναν αμήχανες, σαν κάτι να τους λείπει, σαν να έπρεπε να κάνουν κάτι, μια «δουλειά» και δεν γινόταν[23]. Η γερόντισσα αδελφή της θανούσας, η Κοκ., σηκωνόταν κάθε τόσο με μεγάλη δυσκολία από τον καναπέ, πλησίαζε τη νεκρή, έπαιρνε το κεφάλι της στα χέρια της, τη φιλούσε τρυφερά, της τακτοποιούσε το μαντήλι και κλαίγοντας της έλεγε με τη βραχνή, φυρωμένη από τον πόνο, δυσδιάκριτη φωνή της:
−Αδερφούλα, αδερφούλα μου, πικραμένη μου και φαρμακωμένη μου αδερφούλααααα !!! ….
−Πείτε της ένα τραγούδι! Έτσι, χωρίς τραγούδι θα φύγει!; Δε μπορώ να ντο ειπώ εγώ η κακομοίρα!
 Είπε σε κάποια στιγμή, αποστρεφόμενη προς τις γυναίκες.
Αυτές ταράχτηκαν, αναδεύτηκαν, κοιτάχτηκαν με σημασία μεταξύ τους σαν να ’ταν αυτό που περίμεναν τόση ώρα, αμήχανες. Μια σιωπηλή επικοινωνία με τα μάτια έδειχνε ότι οι γυναίκες συντονιζόντουσαν ήσυχα για ν’ αρχίσουν το «τραγούδι», το μοιρολόι, ωστόσο ήταν ταυτόχρονα δισταχτικές, προσεκτικές, κοιτώντας με κάποια ανησυχία προς τα έξω που καθόντουσαν οι άντρες της οικογένειας και προς το χειμωνιάτικο που ήταν η πονεμένη κόρη, η Ε.
−Όχι, όχι, να μη μοιρολογήσει καμία, είπε αυστηρά και απαγορευτικά η μεγαλύτερη νύφη της θανούσας, η Θ., γυναίκα του γιού της του Β., η οποία δεν είναι Λαγκαδινή. «Ο Β. δεν μπορεί», συνέχισε, «είναι χάλια, ταραγμένος, δεν αντέχει, τον έχω με φάρμακα»!!
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν, ζάρωσαν στις θέσεις τους αμήχανες. Μερικές, οι πιο ηλικιωμένες, πέρασαν το χέρι πάνω από το στόμα τους σκουπίζοντάς το στριφτά, σαν για να φράξουν την έξοδο στο θρήνο που είχε φτάσει ήδη πίσω από τα χείλη τους μετά την ικεσία της γριάς-Κοκ. και σταυροχεριάστηκαν αμίλητες, κοιτώντας η μια την άλλη με σημασία.
Η Ζ., η φίλη μου και μικρότερη νύφη της θανούσας, μη Λαγκαδινή επίσης, γύρισε και με κοίταξε, γνωρίζοντας πόσο θα με στενοχωρούσε αυτή η απαγόρευση. Κατάλαβα, ήξερα μάλλον, πως και εκείνη ήταν αντίθετη με την άρνηση της μεγαλύτερης συνυφάδας της αλλά αφού η τελευταία είχε θέσει θέμα υγείας του συζύγου της, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
−Όχι, πείτε της ένα τραγούδι, δεν θ’ ακούει ο Βασίλης, πείτε της ένα, ικέτευε η γριά-Κοκ..
Εκείνη τη στιγμή μπήκε πάλι μέσα η κόρη της, η Κλ., που είχε προηγουμένως και η ίδια εκφράσει την επιθυμία να πουν οι γυναίκες μοιρολόι.
 –Σσσσσστ!! Είπε. Μη μοιρολοήσει κανείς, η Ε.,[η κόρη], είναι χάλια μέσα, δεν θέλει ν’ ακούσει μοιρολόι.
–Γιατί να μη μοιρολογήσουν; είπε η Ζ., μη μπορώντας τώρα να κρατηθεί. −Ας απομακρυνθούν ο Β.και η Ε. [τα παιδια της νεκρής], κλείστε την πόρτα, ή πηγαίνετέ τους στο κάτω σπίτι [στο ισόγειο], να μην ακούνε, να της το πουν ένα τραγούδι της γιαγιάς, της αξίζει. Θα το ’θελε και κείνη, το θέλει και η Κοκ.!
Μίλησε ήρεμα, γλυκά αλλά με σταθερότητα.
−Όχι, όχι, αυτό δε γίνεται, να μη μοιρολοήσουν, θ’ αρρωστήσει η Ε., επανέλαβε η Κλ.
Η Ζ. δεν επέμεινε. Ο Λ., ο άντρας της, έμπαινε κάπου-κάπου στο δωμάτιο αλά δεν ανακατευόταν σε αυτό το ζήτημα.
Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους δυσανασχετώντας. Έβλεπα πως ήθελαν ν' αποδώσουν θρηνώντας τη δέουσα τιμή στη θανούσα, να της κάνουν με τον τρόπο τους έναν «επικήδειο λόγο», να μνημονεύσουν το βίο της −μαζί και το δικό τους βίο όσο και όλου του χωριού−, να την «ταξιδέψουν» στον κάτω κόσμο, πρακτικές καίριας σημασίας για τον πολιτισμό τους. Κάποιες έκαναν χαμηλόφωνα σχόλια, παραδεχόμενες πως αφού δεν ήθελαν «τα παιδιά» δεν γινόταν να μοιρολοήσουν, άλλες έλεγαν ότι σιγά, τί θα πάθουν «τα παιδιά», μεγάλοι άνθρωποι είναι, δεν είναι πρέπον να πάει άκλαυτη η νεκρή γερόντισσα. (βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html)
Μια εύγλωττη, λαλίστατη «σιωπή» απλώθηκε στο δωμάτιο κατόπιν αυτών. Οι γυναίκες, αφού δεν τις άφηναν να μοιρολοήσουν, κάθονταν αμίλητες, αμήχανες, ωστόσο επικοινωνώντας με τα μάτια και τις στάσεις του σώματος, σαν να έλεγαν πως δεν είχαν λόγο ύπαρξης εκεί, χωρίς και ν’ ανοίγουν άλλου είδους κουβέντες, όπως συνηθίζουν σε άλλες συλλογικές περιστάσεις.
Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ένα δροσερό αεράκι έμπαινε απ’ την μπαλκονόπορτα πίσω μου και έκανε τις φλόγες των κεριών να τρεμουλιάζουν. Προσωπικά στενοχωριόμουν που οι συγγενείς δεν άφηναν τις γυναίκες να ξεσπάσουν, να «κηδέψουν» την αγαπημένη τους φίλη και γειτόνισσα σύμφωνα με τα δικά τους νόμιμα, καταργώντας τα μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά βεβαίως και για προσωπικούς / εθνογραφικούς λόγους, αφού μου στερούσαν τη δυνατότητα να καταγράψω το θρήνο. Καθώς έπεφτε η νύχτα, οι πιθανότητες λιγόστευαν αφού απαγορεύεται, απ’ ό,τι γνώριζα ήδη, το μοιρολόισμα μετά το ηλιοβασίλεμα και ξαναρχίζει μόνον το χάραμα. Αν και η τελετουργία δεν είχε τα δραματικά στοιχεία του πόνου για τον χαμό των νέων, ήταν βεβαίως αδιανόητο να παρέμβω στη διαδικασία, αν και μόνη η σχέση μου με τους οικείους και η παρουσία μου την επηρέαζε ήδη με πολλούς τρόπους. Προσπαθούσα να παρατηρώ μόνο την εξέλιξη, αναρωτώμενη ποιος θα νικήσει εντέλει, η απαγόρευση ή η παράδοση;
Όταν είχαν φέρει τη νεκρή και άναψαν τα κεριά στα πόδια της, άναψαν ταυτόχρονα και την κεντρική λάμπα που κρεμόταν απ’ το ταβάνι της σάλας, παρόλο που το δωμάτιο φωτιζόταν ακόμα απ’ το φως της ημέρας, τέτοια εποχή του χρόνου. Η Ζ., που γνώριζα ότι δίνει σημασία στο χαμηλό φωτισμό των χώρων, κάποια στιγμή τώρα που πήρε να σουρουπώνει, άναψε ένα αμπαζούρ που ήταν χαμηλά σε ένα τραπέζι, κλείνοντας το επάνω φως.
 –Όχι, μην το κλείνεις! Άστα όλα αναμμένα, φώναξαν οι γυναίκες και αυτή συμμορφώθηκε.
           Από την ένταση με την οποία μίλησαν οι γυναίκες, ένοιωσα ότι απέδιδαν κάποια τελετουργική σημασία στο φωτισμό αλλά −καθώς απέφευγα, όσο μπορούσα, να ρωτάω− δεν μπόρεσα εκείνη τη στιγμή να την αποκωδικοποιήσω.

Η αγρυπνία

Βγήκα στο μπαλκόνι. Η νύχτα έπεφτε και σκούραινε τους ορεινούς όγκους τριγύρω. Τ’ αστέρια έφεγγαν στο στερέωμα πιο κοντινά λόγω του υψόμετρου και πιο φωτεινά λόγω της καθαρής, διάφανης ατμόσφαιρας. Το χωριό κάτω απ’ τα πόδια μου σιωπηλό, οι πέτρινοι, καλοχτισμένοι απ’ τους ντόπιους μαστόρους όγκοι των σπιτιών γλιστρούσαν κλιμακωτά στη χαράδρα σιωπηλοί, αφού ελάχιστοι κάτοικοι μένουν πια στο χωριό μόνιμα και τα σπίτια μένουν κλειστά. Έλεγξα το μαγνητόφωνο που είχα ανοιχτό έξω στο μπαλκόνι και δούλευε, καταγράφοντας τις κουβέντες αλλά και τις σιωπές στο δωμάτιο της πρόθεσης. Διαθέτοντας λίγες κασέτες λόγω του απρόοπτου και της σπουδής της αναχώρησης, αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να το κλείνω στις «σιωπές» για εξοικονόμηση ταινίας, αν και ήμουν αντίθετη σε αυτή την ενέργεια, μια και ήταν «λαλίστατες». Έτσι κι αλλιώς, απ’ ό,τι φαινόταν, θρήνος δεν επρόκειτο να γίνει, οπότε αποφάσισα να το αφήσω να καταγράφει και να διακόπτω την εγγραφή αναλόγως, αν χρειαζόταν.
Ξαναπήρα τη θέση μου στο δωμάτιο της πρόθεσης, εμπρός στη μπαλκονόπορτα πάντα. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι σιωπηλές και αμήχανες. Κατά διαστήματα έμπαιναν διάφοροι καθυστερημένοι κάτοικοι του χωριού μόλις «άδειαζαν» από τις δουλειές της ημέρας και επέστρεφαν από τα ξωμάχια, για να προσκυνήσουν το λείψανο. Οι αφίξεις αυτές κινητοποιούσαν νέες εκρήξεις θρήνου στην Κοκ., ανάλογα με τη σχέση που είχαν οι προσερχόμενοι με την οικογένεια αλλά και νέα σχόλια των παρακαθήμενων για τον καλό θάνατο της εκλιπούσας, τη ματαιότητα της ζωής, το πεπερασμένο του ανθρώπου. Καθώς οι συμμετέχοντες ήταν στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, κατέληγαν συχνά φιλοσοφώντας πως «όλοι εκεί θα πάμε», «η σειρά μας τώρα» και άλλες τέτοιου είδους σχετικές, κοινότοπες σε τέτοιες περιστάσεις, ρήσεις που όμως είχαν και κάποιο εξορκιστικό, αποτρεπτικό χαρακτήρα.
Μια-δυό γυναίκες προσκόμισαν μπουκέτα με λουλούδια και τα τοποθέτησαν πάνω στη νεκρή δίνοντας παραγγελιές:
−Να τα πας του…. έλεγαν, αναφέροντας το όνομα του πεθαμένου οικείου τους στον οποίο τα απέστελλαν με διάμεσο την προκείμενη νεκρή.
Οι άλλες γυναίκες σχολίαζαν πόσα χρόνια πριν είχε πεθάνει ο παραλήπτης των λουλουδιών, τις συνθήκες του θανάτου του και τα λοιπά, αναστενάζοντας. Τα μοσχοβολιστά αυτά μπουκέτα, φτιαγμένα από φούντες βασιλικού και λουλούδια της εποχής (ντάλιες, γαρίφαλα, κατιφέδες, τζίνιες και άλλα), έδιναν στο φέρετρο πιο οικεία όψη, σπάζοντας την άκαμπτη και άοσμη ομοιομορφία των καλλιεργημένων τυποποιημένων λευκών χρυσάνθεμων του γραφείου κηδειών που μου έδιναν την εντύπωση πως το λείψανο ήταν καλυμμένο με άσπρα χαλίκια.
Οι άνδρες της οικογένειας εξακολουθούσαν να είναι καθισμένοι έξω στη βεράντα, μαζί με τους άρρενες επισκέπτες, γύρω από τα τραπέζια. Αν και λυπημένοι, ήταν χαλαροί, έπιναν καφέδες και κουβέντιαζαν ήσυχα, ενίοτε γελώντας, όπως συμβαίνει συνήθως στις κηδείες στην αγρυπνία, και μάλιστα των ηλικιωμένων[24]. Όπως άκουγα από το μισάνοιχτο παράθυρο, οι συζητήσεις αφορούσαν διάφορα τοπικά θέματα ή και γενικότερα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και την επικείμενη ενοποίηση των κοινοτήτων σε ευρύτερους δήμους, άρα και την περίπτωση των Λαγκαδιών, μαζί με ποια άλλα χωριά θα συναποτελούσε Δήμο, κατά το νέο νόμο για την τοπική αυτοδιοίκηση, τον «Καποδίστρια», και άλλα· βρισκόμουν εξάλλου όχι μόνον στην άκρως πολιτικοποιημένη Γορτυνία αλλά ακριβώς στην πατρίδα των Δεληγιανναίων.
Αντίθετα οι γυναίκες περιφέρονταν αεικίνητες σαν τις μέλισσες με δίσκους γεμάτους με μέτριους «τούρκικους» καφέδες και άγλυκα παξιμάδια κερνώντας τους συμπαριστάμενους στην πρόθεση του λείψανου. Αλλά και όσες ήταν μέσα στη σάλα με την πρόθεση, δεν καθόντουσαν εκεί συνεχώς. Άλλες έμεναν περισσότερη ώρα, άλλες λιγότερη. Μερικές έφευγαν από το σπίτι της νεκρής για λίγο, για να τακτοποιήσουν κάποιες δουλειές στα σπίτια τους, όπως έλεγαν δικαιολογούμενες, και ξαναγύριζαν. Διαφαινόταν στις κουβέντες γύρω μου κάποια συνεχής έγνοια σχετικά με κάποιο ψωμί που παρασκευαζόταν εκείνες τις ώρες, όπως είχα ακούσει και όταν φτάσαμε. Αν και πόσο «έκαψε» ο φούρνος, αν τα ξύλα που άναψαν ήταν αρκετά, αν το ψωμί είχε «ανεβεί» σωστά και άλλα.
Τη δουλειά αυτή φαινόταν ότι την είχε αναλάβει η Στ., η γυναίκα που είχε προηγουμένως βάλει το σωστό εικόνισμα πάνω στη νεκρή. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ηλικιωμένη, ήρεμη και γλυκιά που παρά το ότι ήταν αρκετά ογκώδης το δέμας, απέπνεε προκομάδα και σβελτάδα. Είχε γκρίζα, κοντοκομμένα σγουρά μαλλιά, στρογγυλό πρόσωπο γλυκό και γελαστό, βαθιά γαλάζια μάτια όλο εξυπνάδα, πλούσιο στήθος και χέρια παχουλά με παλάμες δυνατές και σίγουρες, δουλεμένες. Οι κουβέντες της εύστοχες, με χιούμορ και νόημα. Ήταν φανερό πως δεν της ξέφευγε τίποτα, πως ήταν σε θέση να χειρίζεται με ηρεμία και δεξιότητα ανθρώπους και καταστάσεις, ακόμα και μόνο με τα κατάλληλα νεύματα.
Διηγόταν πως η θανούσα ήταν πολλαπλά κουμπάρα της, αφού είχε βαφτίσει έναν αδελφό της, μετά το παιδί του, το οποίο είχε και στεφανώσει επίσης όταν παντρεύτηκε, αλλά και ότι παλιότερα ο πατέρας της νεκρής είχε επίσης βαφτίσει κάποιον θείο της, πως η κουμπαριά εν τέλει βαστούσε γενιές τώρα. Η πολλαπλή και διασταυρούμενη αυτή τελετουργική συγγένεια της έδινε επιπλέον αρμοδιότητα να παίρνει πρωτοβουλίες στο χώρο. Φαίνεται πως το σπίτι της ήταν εκεί κοντά −στο οποίο και πηγαινοερχόταν όλη αυτή την ώρα− και έδειχνε να παίζει κάποιο «ηγετικό» ρόλο ανάμεσα στις παριστάμενες γυναίκες, που στην πλειοψηφία τους ήταν από τη γειτονιά της της Αγίας Τριάδας.
Λόγω του ηγετικού της αυτού ρόλου, η Στάσα με ξένισε όταν πλησίασε κάποια στιγμή μια γερόντισσα που καθόταν όλη αυτή την ώρα ήσυχη, αμίλητη σε μια άκρη του καναπέ σχεδόν αθέατη, καθώς ήταν πολύ κοντή και λεπτή, σκυφτή, με πρόσωπο ρυτιδιασμένο και βασανισμένο -πλην γλυκύτατο- που το πλαισίωνε, κρύβοντάς το σχεδόν, ένα μαύρο μαντήλι.
−Ε, για έλα εδώ εσύ κύριε ειδικέ, της είπε (η μάλλον ειδήμονα, δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη, θυμάμαι όμως ότι με είχε εντυπωσιάσει το ότι ήταν μια λέξη λόγια), να δεις το ψωμί, το έκανα καλό;
 Η γριούλα σηκώθηκε ήσυχα, χωρίς να μιλήσει, και την ακολούθησε έξω από τη σάλα, ενώ εγώ διαπίστωνα τις ιεραρχήσεις μέσα στον τελετουργικό χώρο και τον αλληλοσεβασμό ανάμεσα στις συμμετέχουσες.
Μια νέα γυναίκα που είχε μπει πρόσφατα στο χώρο και είχε καθίσει στα δεξιά μου, σχολίαζε ψύχραιμα το στόμα του λείψανου, από αισθητική άποψη, λέγοντας πως δεν το είχαν φτιάξει καλό στο γραφείο κηδειών, πως το πάνω χείλος που ήταν φουσκωμένο, ήταν σαν να δάγκωνε το κάτω χείλος. Μια άλλη, μεσόκοπη γυναίκα, που δεν είχε φύγει καθόλου σχεδόν απ’ το δωμάτιο, της εξήγησε πως φταίει το γεγονός πως το στόμα ήταν παραγεμισμένο με μπαμπάκι.
−Κλείνουν όλες οι τρύπες του σώματος του νεκρού με μπαμπάκι, δεν το ξέρεις; Γιατί βγαίνουν υγρά, να μη μπουρίζει [βγάζει υγρά] , εξήγησε μια τρίτη στην πρώτη.
−Να σας πω εγώ τι έπαθα με το μπαμπάκι, που λέτε, παρενέβη στη συζήτηση μια αδύνατη μεσόκοπη γυναίκα ήρεμα και χαμηλόφωνα. Όταν είχε πεθάνει η ……. [όνομα θανούσας] ’δώ χάμου, παραπάνω, εγώ είχα πάει όταν ήταν έτοιμο το λείψανο, ντυμένο. Την είχανε συγυρίσει η Ζωή [κάποια γειτόνισσα] η συχωρεμένη και η Στ.. Ε, πήγα και ’γώ εκεί, τελείωσε η κηδεία, πάει. Μετά από λίγο γκαιρό βλέπω στον ύπνο μου την πεθαμένη και μου λέει: «Η Ζωή μού ’βαλε μπαμπάκια στο στόμα μου και δε μπορώ να μιλήσω, μου το κλείσανε το στόμα!!». Εγώ!!!….Τί να σου πω!! Ξύπνησα ταραγμένη. Είτε ήξερα ’γώ τότε ποια την είχε συγυρίσει κι αν της είχανε βάλει μπαμπάκια στο στόμα. Η πεθαμένη μου τό ’πε! Πάου την άλλη μέρα ’κεί πάνου στη συχωρεμένη τη Ζωή, ταραγμένη. «Μωρή, τση λέω, αυτό κι αυτό είδα στον ύπνο μου!» «Πω πω πω πώ, αδερφούλα μου», μου λέει αυτή, «εγώ της έβαλα πραγματικά τα μπαμπάκια στο στόμα και σε ούλες τσί τρούπες, πω πω, τί θα κάμω τώρα;» Ε, μετά της έβρασε λίγο στάρι, έκανε και ένα τρισάγιο στο μνήμα. Τ’ ακούς; Εγώ δεν είχα ιδέα πως της τά ’χανε καμωμένα αυτά. Αλλά έτσι πρέπει…
−Τί λες, ρε θεια!! της λέει η νέα γυναίκα που είχε κάνει πρώτη το σχόλιο για το στόμα, δείχνοντας εντυπωσιασμένη και συνάμα φοβισμένη απ’ τη διήγηση.
−Ναι, βέβαια, τη μπούκωσε τη γυναίκα και δε μπορεί να μιλήσει! Συμπλήρωσαν οι υπόλοιπες γυναίκες εμφατικά.
Είχα και ’γώ ταραχτεί από τη μακάβρια και μεταφυσική τροπή της συζήτησης ενώ σκεφτόμουν πόσο σημαντικός τόπος αναπαραγωγής και μετάδοσης τέτοιων αντιλήψεων είναι η νεκρική τελετουργία, και πόσο αυτές εσωτερικεύονται, με το δεισιδαιμονικό φόβο του θανάτου παρόντα.
Η γριά-Κοκ. διέκοπτε κατά διαστήματα τις συζητήσεις θρηνώντας και φωνάζοντας την αδελφή της, κάνοντάς της και παράπονα που της έφευγε και θα έχανε την παρέα της.
 Σε κάποια φάση καθόταν δίπλα μου η συνυφάδα της φίλης μου, η Θ. Καθώς η Κοκ. εκείνη τη στιγμή αποκαλούσε τη νεκρή αδελφή της συνεχώς «πολυπικραμένη», «φαρμακωμένη», άρχισε να μου εξηγεί το γιατί, χωρίς να τη ρωτήσω σχετικά. Μου είπε ψιθυριστά με κάποιες λεπτομέρειες αυτά που ήδη γνώριζα σε γενικές γραμμές για το θάνατο των δύο γιών της θανούσας. Από τα λεγόμενά της αντιλήφθηκα με πιο εναργή τώρα τρόπο τα τραγικά συμβάντα και το πόσο είχαν επηρεάσει όχι μόνο την πονεμένη εκλιπούσα μάνα αλλά και όλη την οικογένεια, με κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες που δεν γνώριζα προτύτερα και που φαινόταν πως δεν είχαν ακόμα ξεπεραστεί, είκοσι χρόνια αργότερα.
–...Είχε γίνει τότε μεγάλος θρήνος, κατέληξε. Ιδιαίτερα στο θάνατο του δεύτερου γιου μέσα στον ίδιο χρόνο, πού ν’ ακούσεις! Μοιρολόγαγε και η συχωρεμένη τώρα μάνα τους. Σηκωτά τα βγάλανε τα άλλα της παιδιά από ’δώ μέσα! Ήταν πολύ νέοι τότε. Γι' αυτό και τον γέρο, τον πατέρα τους, που πέθανε μετά, τον μοιρολόησαν πολύ λίγο, δεν άφηναν.
Σκεφτόμουν πως θα είχε ενημερωθεί για τον επαγγελματικό, πέραν του συμμετοχικού, σκοπό της παρουσίας μου. ΄Ισως ο κουνιάδος της ο Λ., ο άντρας της φίλης μου, να της είχε πει να μην φέρνει αντίρρηση για το μοιρολόισμα, προκειμένου να το καταγράψω, και να ήθελε να δικαιολογηθεί που δεν είχε αφήσει τις γυναίκες να μοιρολοήσουν. Εγώ δεν της είπα τίποτα σχετικά, συγκλονισμένη και από τα τραγικά γεγονότα. Κατανοούσα καλύτερα τώρα τους λόγους που δεν επέτρεπαν το μοιρολόι. Αν και η ήρεμη προσωπικότητα της εκλιπούσας και η αποφυγή όλων ν' αναφέρονται σε αυτά τα φοβερά συμβάντα δεν μου είχε επιτρέψει να τα αντιληφθώ σε όλο τους το μέγεθος, συνειδητοποιούσα τώρα σε όλο του το βάθος το κουράγιο όσο και το μεγάλο όντως φορτίο πόνου που έφερε εν ζωή η θανούσα και συμβολικά το προκείμενο λείψανό της. Μια οικογενειακή τραγωδία που ωστόσο, με βάση το θρηνητικό πολιτισμό, δικαιολογούσε ακόμα περισσότερο για μένα και την τόση λαχτάρα των γυναικών να «κλάψουν», την πονεμένη, χτυπημένη πολλαπλά από το θάνατο, εκλιπούσα μάνα, παρά τις αντιρρήσεις και την απαγόρευση[25].
Η νύχτα είχε πέσει πια για τα καλά. Η ώρα ήταν περίπου δέκα και μισή. Η Κοκ. είχε πλέον εγκατασταθεί σε μια καρέκλα μόνιμα δίπλα στο κεφάλι της νεκρής αδελφής της. Κρατώντας το συνεχώς στα χέρια της άψυχο, το χάιδευε συνεχώς στο μέτωπο με άπειρη και άπελπι τρυφεράδα, επαναλαμβάνοντας με όλο και πιο βραχνή και στριγγή απ’ το κλάμα φωνή:
−Αδερφούλα, αδερφούλα μου, πολυπικραμένη και φαρμακωμένη!,,,
Καθώς ο πόνος και οι μνήμες την κατέκλυζαν, την έβλεπα σαν να πλημμύριζε από μια θρηνώδη, σπαρακτική μελωδία, όπως και άκουγα να την εξωτερικεύει λίγο-λίγο, αποσπασματικά, με πολύ κόπο και παράπονο για την έλλειψη θρηνητικής συμπαράστασης. Αδυνατούσε η ίδια να την αρθρώσει σε πλήρη θρήνο, από τα πολλά δάκρυα, τη βραχνάδα της φωνής, τα γεράματα, τον πόνο και αυτή η ανημπόρια της την καθιστούσε ακόμα πιο σπαρακτική στα μάτια μου .
Τότε, σαν αεράκι που γλιστράει ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων μελωδικά, ακούστηκε η αρχή μιας συγκροτημένης θρηνώδους μελωδίας από το στόμα κάποιας άλλης γυναίκας με λεπτή φωνή, που προσπάθησε αυθόρμητα να δώσει τον τόνο ενισχύοντας την προσπάθεια της γερόντισσας να εκφέρει τραγουδιστά το θρήνο. Η καρδιά μου σκίρτησε και αναρίγησα, καθώς και μια ριπή φρέσκου, δροσερού αέρα έμπαινε ταυτόχρονα απ’ τη μπαλκονόπορτα ανανεώνοντας τον βαρύ απ’ τα κεριά και τη θανατίλα αέρα του δωματίου. Θα μοιρολοήσουν, σκέφτηκα και ευχήθηκα ταυτόχρονα, παραξενεμένη, γιατί απ’ ό,τι ήξερα δεν κάνει να μοιρολογούν παράωρα, μετά το ηλιοβασίλεμα, που ο χρόνος είναι παραδομένος στους «απ’ όξω»[26]. Βγήκα για μια στιγμή στο μπαλκόνι να ελέγξω το μαγνητόφωνο, με μεγάλη αγωνία. Ωστόσο, η γυναίκα σώπασε καθώς οι άλλες την κοίταξαν επιτιμητικά και αμήχανα.
 −Σταματήστε! Ο Β. δεν μπορεί, τον έχουνε με χάπια, η Ε. είναι μέσα χάλια! τις πρόλαβε η αρχηγική Στ., σιγανά και απρόθυμα.



Όμως η μικροσκοπική γερόντισσα, η Κοκ., κουβαριασμένη πάνω από την προσφιλή της νεκρή, είχε μπει πλέον σε θρηνητική «τροχιά» πόνου. Φαινόταν δηλαδή πως δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει το θρήνο που είχε ωριμάσει μέσα της και στεκόταν πίσω από τα μαραμένα χείλη της που ακουμπούσαν στο παγωμένο μέτωπο της αδελφής της. Οι μνήμες της κοινής ζωής, ο πόνος για τους τραγικούς θανάτους, το παράπονο για όλα τα βάσανα της ζωής τους, η απώλεια της αγαπημένης αδελφής της ξεχείλιζε και απαιτούσε να εκφραστεί[27]. Έτσι το μικροκαμωμένο σώμα της, αδύνατο και σκυφτό, είχε αρχίσει τώρα να κινείται αργά, ταλαντευόμενο ρυθμικά μπρος-πίσω σαν εκκρεμές, ενώ το δεξί χέρι της προτεταμένο και με την παλάμη απλωμένη, ανεβοκατέβαινε διαγράφοντας αργά-αργά μικρούς κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι της νεκρής. Το αριστερό, με τον αντίχειρα διπλωμένο προς τα μέσα ν’ ανακρατάει το μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα μαντήλι της, το υποβάσταζε στον αγκώνα. Φιγούρα τραγική, αρχαϊκή, φαινόταν σαν να ξόμπλιαζε, να προσχεδίαζε στον αέρα το θρηνώδη σκοπό και συνάμα σαν να διηύθυνε κάποια αόρατη ορχήστρα. Ήταν σαν να την ωθούσε μια ακατανίκητη εσωτερική δύναμη, ένας υπόγειος, προαιώνιος ρυθμός γυναικείου πόνου να κινητοποιούσε τούτο το γέρικο κορμί και το χέρι, δίνοντάς τους μιαν απρόσμενη δύναμη. Έτσι η 88χρονη Κοκ., αποκομμένη σχεδόν από το περιβάλλον, σε πλήρη όμως επικοινωνία με τη νεκρή και τον πόνο της, άρχισε σιγά-σιγά να συνταιριάζει και να εξωτερικεύει τη θρηνητική μελωδία αβοήθητη, αρθρώνοντας με κόπο τα δυσδιάκριτα λόγια ενός μοιρολογιού που ξέφυγαν εν τέλει από το «έρκος οδόντων» της, ενώ από τα μάτια της κυλούσαν ασταμάτητα δάκρυα.
 −Βοηθήστε την να το πει, δε βλέπετε πώς βασανίζεται; είπε κόρη της η Κλ., αλλά και η μικρότερη νύφη της νεκρής, η φίλη μου η Ζ., βλέποντας την αγωνία της.
−Σταματείστε! Θέλετε ν’ αρρωστήσουν οι άνθρωποι; φώναξε η άλλη νύφη, η Θ., συνεπικουρούμενη από τη δεύτερη κόρη της γριάς Κοκ..
Οι αντιφατικές αυτές παραινέσεις, έκαναν τις γυναίκες να στέκονται προβληματισμένες, αμήχανες και διχασμένες, καθώς αντάλλασσαν ματιές γεμάτες νόημα, ενώ ήταν σαν έτοιμες να ξεκινήσουν τον ομαδικό θρήνο. Η Κοκ. συνέχιζε μόνη και ασυνόδευτη το θρηνώδες μουρμούρισμα, στον κόσμο της.
Τότε η και κουμπάρα της θανούσας, η Στ., αψηφώντας πλέον ηγετικά (βεβαίως και λόγω της τελετουργικής αυτής συγγένειας) τις απαγορεύσεις, άρχισε με μελωδική, ζεστή φωνή σιγανά και διστακτικά στην αρχή, να συνοδεύει την γερόντισσα στο θρήνο, κάνοντας έτσι έναρξη στο ομαδικό μοιρολόι. Ακολουθούμενη και από τις υπόλοιπες που ξεθάρρεψαν, πήρε πάνω της το θρήνο τραγουδώντας, προεξάρχουσα στο μοιρολόισμα. Άλλες γυναίκες έσπευσαν κι έκλεισαν τις πόρτες της σάλας και του χειμωνιάτικου να μη φτάνει ο αχός του θρήνου στους δύο γιους και την κόρη της νεκρής. Η μελωδία δεν ήταν τόσο βαριά και μακρόσυρτη, όσο την γνώριζα από αλλού. Ακούστηκε περισσότερο σαν τραγούδισμα παρά σαν μοιρολόι. Στο τέλος κάθε στίχου αποστρέφονταν προς τη νεκρή με το γύρισμα «αδερφούλα μου», αφού αντιπροσώπευαν συλλογικά τη θρηνούσα αδελφή της θανούσας, που μόλις ακουγόταν τώρα, αδύναμη, κάπως παραιτημένη από την προσπάθεια, αφού είχε επιτύχει το σκοπό της: να παρασύρει τις γυναίκες σε ομαδικό θρήνο.
 Δεν υπήρχε αντιφώνηση, στις δεδομένες συνθήκες[28]. Η Στ. ξεκινούσε συνήθως πρώτη κάθε στίχο και ακολουθούσαν οι άλλες λέγοντάς τον ομαδικά μόνον μια φορά. Μερικές φορές άρχιζε και άλλη, εκτός από τη Στ. γυναίκα, οπότε αυτή ακολουθούσε μαζί με τις υπόλοιπες. Ο θρήνος ήταν πάντως διστακτικός, χαμηλόφωνος και βεβιασμένος, φοβισμένος. Οι μοιρολοΐστρες κοιτούσαν συνεχώς ανήσυχα προς την πόρτα, έτοιμες να διακόψουν ανά πάσα στιγμή, κάτω από το επιτιμητικό βλέμμα της Θάλειας και της δεύτερης κόρης της γριάς-Κοκ.
 Το μοιρολόι που ξεκίνησε η Κοκ. και συνέχισαν ομαδικά οι άλλες, άρχισε με μια επιθανάτια παραλλαγή του γαμήλιου τραγουδιού για τον αποχωρισμό της νύφης από τους οικείους της: το πασίγνωστο όσο και σπαρακτικό «Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ μάνα μ’ έδιωχνε από το σπιτικό μου….». Τραγούδησαν μάλιστα όλους τους στίχους του που γνώριζα, πράγμα που δεν γίνεται συχνά στις επιτελέσεις του. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, αφού δεν το είχα ξανακούσει ζωντανά ως μοιρολόι, αν και ήξερα από άλλες καταγραφές ότι τραγουδιέται και ως τέτοιο[29]. Σκεφτόμουν με ταραχή πως τούτο το τραγούδι πρέπει να της το ’χαν ξαναπεί της εκλιπούσας Γαλανής (πιθανόν μερικές από τις ίδιες αυτές γερόντισσες, νεαρά κορίτσια τότε) στο γάμο της, αφού παντρεύτηκε εδώ στο χωριό και μάλιστα προπολεμικά. Οι γυναίκες λοιπόν «πάντρευαν» τώρα μεταφορικά −και οριστικά τούτη τη φορά− την πλήρη ημερών γερόντισσα με τον Άδη, θέτοντας στο κλειστό, σφραγισμένο στόμα τα σπαρακτικά λόγια τούτου του θρήνου του αποχωρισμού, που ραγίζει τις καρδιές ακόμα κι όταν αφορά την αναχώρηση της «χαρούμενης», ζωντανής νύφης, πόσο μάλλον τώρα που αφορούσε τον αμετάκλητο χωρισμό του θανάτου[30]. Ξεπροβοδίζοντάς την προς τη νέα, μόνιμη πλέον κατοικία της στον Κάτω κόσμο, καθοδηγούσαν τελετουργικά τα αβέβαια βήματά της προς τον αποτρόπαιο τόπο.
Συλλογιζόμουν καθώς άκουγα τούτο το μοιρολόι (έχοντας βιώσει αρκετούς θρήνους και μελετήσει πολλές εκατοντάδες μοιρολόγια) πως στον πρόωρο, ξαφνικό θάνατο, ιδιαίτερα των νέων, το μοιρολόισμα, όσο και αν είναι τραγικό και σπαρακτικό, δεν αποπνέει την αίσθηση του τελεσίδικου. Ο θάνατος σε αυτές τις περιπτώσεις νέων νεκρών είναι παράβαση, απρόσμενος, και καθώς κόβει αναπάντεχα το νήμα της ζωής, δεν προσλαμβάνεται απόλυτα, αφού είναι αφύσικος, μια που ο εκλιπών θα είχε χρόνια μπροστά του για να ζήσει. Γι' αυτό και ο θρήνος είναι μεν τότε βίαιος, έντονος, αλλά κατά ένα τρόπο και «παράταιρος», πριν την ώρα του. Το μοιρολόισμα όμως για τους υπέργηρους, όπως ήταν και η πλήρης ημερών προκείμενη νεκρή, μπορεί να μην αποπνέει τον άμετρο πόνο που προκαλεί η πρόωρη, παράλογη απώλεια ενός νέου ανθρώπου, είναι ωστόσο κατεξοχήν τραγικό για τη μοίρα των θνητών γενικότερα. Γιατί στην περίπτωση των γερόντων ο θάνατος είναι αναμενόμενος, φυσικός και αναπόδραστος, αλλά κατεξοχήν τραγικός, αφού κλείνει τελεσίδικα ο κύκλος της θνητής ζωής όλων των θνητών πλασμάτων πάνω στη γη −ζωή που είναι και η μόνη που καταξιώνεται στο πολιτισμικό πλαίσιο των θρήνων, και όχι η μετά θάνατον. Οι θρηνωδοί, αποστασιοποιούμενες από τα βίαια συναισθήματα πόνου που προκαλεί ο αιφνίδιος, πρόωρος θάνατος, αποδίδουν εδώ και την ποιότητα ενός ήρεμου φιλοσοφικού στοχασμού, με πικρότατα σχόλια για την πεπερασμένη ανθρώπινη μοίρα και το θάνατο, καθώς μάλιστα στην πλειοψηφία τους είναι ηλικιωμένες ή και γερόντισσες που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής. Αυτή την ποιότητα είχε και ο επιτελούμενος εκεί θρήνος, συνδυάζοντας δεξιοτεχνικά και έμφυλα κοινωνικά σχόλια αλλά και επαίνους για τη μητρότητα και τη χηρεία, αναφερόμενα στην προκείμενη νεκρή[31].
Όμως, όπως φοβόμουν, το μοιρολόισμα δεν κράτησε πολύ. Σε λίγο μπήκε κάποιος και είπε αυστηρά στις γυναίκες να σταματήσουν. Έμεινε έτσι μόνον η γρια-Κοκ. να μουρμουρίζει σιγανά ακατάληπτους για μένα στίχους. Ξαναπροσπάθησαν κάποια στιγμή, για να σταματήσουν σύντομα και πάλι...
–Ζεστά είναι τα χεράκια της, από τον καύσωνα της Αθήνας, δεν έχουν ακόμα παγώσει!
Το σχόλιο ήταν της Κλ., της ανηψιάς, όταν μισή ώρα περίπου πριν τα μεσάνυχτα πλησίασε και έβγαλε μέσα από την κλειστή χούφτα της νεκρής ένα αόρατο ως εκείνη τη στιγμή, λευκό χειρομάντηλο που ήταν τοποθετημένο εκεί, χαϊδεύοντας τρυφερά τα ροζιασμένα χέρια. Ξεδίπλωσε το μαντήλι που είχε πένθιμο μαύρο ρέλι τριγύρω (ένδειξη πως ανήκε στη νεκρή, που κρατούσε ισόβιο πένθος για τους προσφιλείς νεκρούς της) και σκέπασε με αυτό το πρόσωπο του λείψανου[32].
–Είναι ώρα; στις δώδεκα, δεν έπρεπε; ρώτησε κάποια από τις άλλες γυναίκες.
–Ε, τώρα έτσι που έχουμε μπερδευτεί με τη χειμερινή και τη θερινή ώρα, της το βάζω τώρα να είμαστε μέσα, απάντησε η Κλ., με κάποια δόση ειρωνείας.
Δεν μπόρεσα να μη ρωτήσω τη διπλανή μου γιατί έβαλαν το μαντήλι.
−΄Ετσι πρέπει, το βάζουμε στο νεκρό για κανα-δυο ώρες και τότε σταματάμε και το μοιρολόι, δεν κάνει όλη τη νύχτα, μου απάντησε.
 Η απάντηση έλυσε την απορία μου γιατί μοιρολογούσαν και μετά τη δύση του ήλιου. Γινόταν προφανές πως εδώ περιορίζουν τις «πάρωρες» ώρες γύρω στα μεσάνυχτα, πράγμα πιο αρχαϊκό, ίσως.
Έγινε ησυχία. Είχαν μείνει τώρα λίγες γυναίκες στο δωμάτιο, οι στενές συγγενείς και οι πιο κοντινές γειτόνισσες. Λίγο πριν, είχαν βγάλει πιάτα με κομμάτια αχνιστό, βραστό κρέας, ψωμί και τυρί και είχαν κεράσει όλους τους αγρυπνούντες για το ξόδι. Η γρια-Κοκ. δεν θέλησε να φάει, παρά την πίεση της Κλ. και της άλλης κόρης της, της Ε.. Εν τέλει η μικρότερη, κόρη της, η Ε., την κατάφερε να ξεκολλήσει για λίγο πό το προσκεφάλι της νεκρής και να πάει στο χειμωνιάτικο να πιει έστω λίγο κρεατόζουμο, να στηλωθεί. Σύντομα όμως επέστρεψε στη θέση της.
Σηκώθηκα και εγώ και πήγα στο χειμωνιάτικο. Εκεί καθόταν ακόμα κλαίγοντας βουβά η κόρη της νεκρής, η Ε. Αυτός ο σιωπηλός θρήνος της ήταν ωστόσο για μένα λαλίστατος, καθώς ήξερα πως αφορά και τα θανόντα αδέλφια και τον πατέρα της. Το βουβό κλάμα της κόρης λειτουργούσε συμπληρωματικά, σε διαλεκτική αντίφαση με τον αρθρωμένο σε λόγο μελωδικό θρήνο της Κοκ. και των άλλων γυναικών. Ήταν εκεί και η Ουκρανή Β., που βοηθούσε σε όλα και η Στ. Καθώς ήμασταν έξω από το δωμάτιο της πρόθεσης, δεν μπόρεσα να μη την ρωτήσω για τα δυσδιάκριτα λόγια ενός μοιρολογιού που είχαν πει μετά το «…μια Παρασκευή…», γιατί μου είχαν φανεί συγκλονιστικά, όσο είχα μπορέσει να τα διακρίνω. Πρόθυμα μου τα απάγγειλε: ...Μία καλή νοικοκυρά, καλή και ψιλογνέστρα / παίρνει ο καιρός τη ρόκα της κι αέρας την κλωστή της / δός μου καιρέ τη ρόκα μου κι αέρα την κλωστή μου / γιατί εχω δρόμο να διαβώ και δρόμο να περάσω….
–Μοιρολόγια; μου λέει διακόπτοντας, ένα σωρό! Και μάλιστα για την περίπτωση εδώ της κουμπάρας της Γαλανής, ουουου! Χιλιάδες! Να τα ταιριάζεις, να μη σταματάς καθόλου. Αλλά, δε μας αφήνουνε να μοιρολοήσουμε! Δεν μπορούνε τα παιδιά, τί να κάνουμε; Απέ θα της ελέεεγαμεεεεεεε!
−Μωρέ στην κηδεία της ……... [όνομα] εκείνη η ……[όνομα] μοιριολόγαγε απ’ τις εννιά το πρωί που τη φέρανε απ’ την Αθήνα, ως τις πέντε το απόγεμα που τήνε βγάλανε, συνέχεια, ασταμάτητα, κορδόνι το ’χε πάρει η γυναίκα! Τί μοιρολόι ήταν εκείνο, πού τα βρήκε τόσα μοιρολόγια και τά ’πε η χριστιανή! Πρόσθεσε μια άλλη γυναίκα, παρούσα επόσης στην κουζίνα.
−Ε, αυτό είναι μοιρολόι! Σχολίασε η Στ.
–Δε χρειάζεται να τη μοιρολοήσετε, ακούστηκε η φωνή της Ε., της κόρης της θανούσας, κάπως απότομη και θυμωμένη, που εξακολουθούσε να κλαίει βουβά στην άκρη της. −Τί να της πείτε; συνέχισε. Πως ήταν καλή νοικοκυρά και πως σας βόηθαγε όλες, σας έραβε; Τα ξέρετε όλες, όλα. Άς της τα λέγατε πριν πεθάνει. Δε χρειάζεται τώρα να πείτε τίποτα!
Ξαναγύρισα στο δωμάτιο με τη νεκρή, αφού έφαγα λίγο βραστό ακόμα και ήπια κρασί που μου πρόσφερε η φίλη μου, ηΖ.
−Θεός σ'χωρέσ' την, να ζείτε να τη θυμόσαστε, ζωή σε σας, να κάνετε τα χρόνια της! Οι ευχές ακουγόντουσαν από τη βεράντα, όπου οι άντρες έτρωγαν επίσης το βραστό, από τις πιατέλες που είχαν ακουμπήσει εκεί οι γυναίκες, και έπιναν κόκκινο κρασί συγχωρώντας.
Όταν πήρα πάλι τη θέση μου στο δωμάτιο της πρόθεσης της νεκρής, η Κλ. έφερε ένα πιάτο με βρασμένο σιτάρι, σκέτο, και σκόρπισε λίγο απ' αυτό σταυρωτά πάνω στα χέρια και το σώμα της νεκρής, πιάνοντας τα σπυριά με το χέρι της[33]. Το υπόλοιπο μας το κέρασε.
Η νύχτα προχωρούσε. Κάποια στιγμή, η Στ. διαπίστωσε θορυβημένη πως δεν είχαν ανάψει καντήλι και αμέσως άναψε ένα και το τοποθέτησε προς τα πόδια της νεκρής, πάνω στη σβηστή σόμπα που ήταν δίπλα μου. Οι λίγες ηλικιωμένες γυναίκες που είχαν μείνει στο δωμάτιο, παρόλο που η ώρα κόντευε δύο το πρωί, δεν έδειχναν καθόλου κουρασμένες ή νυσταγμένες, δίνοντάς μου έτσι και μένα κουράγιο. Δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι το πόσα μοιρολόγια θα είχαν πει αν τις άφηναν, ενώ ταυτόχρονα αγωνιούσα αν είχαν ηχογραφηθεί σωστά έστω αυτά τα λίγα που άκουσα και αν θα μπορούσα να κάνω απομαγνητοφώνηση. Αμφέβαλλα πολύ αν θα το ξανατολμούσαν μετά την πικρή και πονεμένη στάση της κορης, της Ε., στην κουζίνα πριν, αλλά κυρίως λόγω της απειλής του ν’ αρρωστήσει ο γιος Β., πράγμα που έδειχνε να τις ενδιαφέρει περισσότερο από την άρνηση ή τις επιπτώσεις στην υγεία της κόρης Ε., για λόγους που διέβλεπα να έχουν σχέση με τις κοινωνικές έμφυλες διακρίσεις και αντιλήψεις[34]. Μέσα στην παρατεταμένη σιωπή, έφερνα συνεχώς στο νου μου το θρήνο που είχα ακούσει. Παρά την αποσπασματικότητα του μοιρολοΐσματος, μπορούσα ν' ακολουθήσω την αφηγηματική γραμμή, που αφορούσε τη «διάβαση» της νεκρής στον κάτω κόσμο, καθώς είχε ξεκινήσει με το τραγούδι του αιώνιου αποχωρισμού που αφορά τις γυναίκες, γαμήλιο και επιθανάτιο...
Γύρω στις δυόμιση το πρωί, πριν ακόμα χαράξει η αυγή (δεδομένης και της εποχής) και ενώ το πρόσωπο της νεκρής εξακολουθούσε να είναι σκεπασμένο, μπήκε στο δωμάτιο και πάλι η Κλ., με τρόπο που με καθήλωσε. Ψηλά, πάνω από το κεφάλι της, κρατούσε με τα δυο της χέρια ένα πολύ μεγάλο καρβέλι ψωμί, φρεσκοψημένο, που γέμισε το νεκρικό χώρο με τη ζωογόνο μοσχοβολιά του, υπερκαλύπτοντας τη μακάβρια μυρωδιά του λιβανιού, των κεριών, των μαραινόμενων λουλουδιών και της αποσύνθεσης του θανάτου. Το μαυροφορεμένο παράστημά της, η κίνηση, η χειρονομία της μέσα στο συγκεκριμένο χώρο καθώς πλησίασε τελετουργικά το φέρετρο και στάθηκε μπροστά από τη νεκρή, η όλη ρητορική του σώματός της, την αναδείκνυαν ως ιέρεια της νεκρικής διαδικασίας. Αντιλήφθηκα τότε πως αυτό πρέπει να ήταν το ψωμί για το οποίο γινόταν τόσος λόγος προηγουμένως. Η μαυροφορεμένη Κλ., κατεβάζοντας σιγά-σιγά τα χέρια της, χαμήλωσε το ψωμί πάνω από τη νεκρή και το ακούμπησε εντέλει πάνω στα σταυροδεμένα χέρια. Τότε, καθώς το καρβέλι πιέστηκε, φάνηκε πως ήταν χαραγμένο βαθιά σταυροειδώς, στα τέσσερα. Η Κλ. το πίεσε περισσότερο ώστε να ξεχωρίσουν τα κομμάτια, λέγοντας «θεός σ'χωρέσ’ την» και τα απέσπασε ένα-ένα. Μετά τα διαμέλισε σε μικρότερες μπουκιές με τα χέρια της και αφού έβαλε μία απ’αυτές μέσα στη χούφτα της νεκρής, πήρε τα υπόλοιπα μέσα σε ένα δίσκο στο χειμωνιάτικο.
Συγκλονισμένη από την αρχαϊκή αυτή τελετή που μόλις είχε διαδραματιστεί μπρος στα μάτια μου, δε μπόρεσα να μη μετανιώσω –ιερόσυλα− προς στιγμήν, που επέλεξα να μη βγάζω φωτογραφίες, αφού οι οικείοι θα μου το είχαν μάλλον επιτρέψει. Μετά από λίγο το κομματιασμένο ψωμί μοιράστηκε σε όλους εμάς τους αγρυπνιστές μαζί με σπιτικό τυρί φέτα. Ήταν ζεστό, μοσχομυριστό και πεντανόστιμο, ένα είδος ιερής κοινωνίας που μας συνέδεε ως "κοινή ουσία" με τη νεκρή[35]. Μια "κοινωνία" που με με ανατρίχιασε κάπως μέσα στο συγκεκριμένο χώρο, αλλά χωρίς να με τρομάζει, σαν η διαδικασία αυτή να είχε δράσει παρηγορητικά μέσα μου. Συλλογιζόμουν πως σύμφωνα με την κοσμαντίληψη που εκφράζει η θρηνητική παράδοση οι μαυροφορεμένες γυναίκες που είχαν φτιάξει αυτό το ψωμί λειτουργούσαν μαγικά όλη αυτή την ώρα της πρόθεσης. Δηλαδή είχα εμπρός μου ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς οι μαυροφορεμένες αυτές γυναίκες, διεκπεραιώνοντας τελετουργικά με τις −εδώ επικήδειες− συμβολικές «χειρονομίες» τους τη νεκρική διαδικασία, έπαιζαν το ρόλο της Μαυρηγής, συντρέχοντάς την και επιβάλλοντάς της μαγικά το αναγεννητικό και σωτήριο έργο της. Η δραματική παρασκευή (ζύμωμα, πλάσιμο, φούσκωμα, ψήσιμο) και ο μελισμός του ψωμιού από τις θρηνωδούς ταυτόχρονα χρονικά με το θάνατο και την πρόθεση της νεκρής όσο και η άμεση κατανάλωσή του, αποτέλεσε μια ακόμα μεταφορά της διαδικασίας της «γέννησης» και του «αναστήματος» του σώματός της, αναλογικά και με τη δική τους έμφυλη, βιολογική και κοινωνική, μητρική και διατροφική, αρμοδιότητα. Εμείς οι συνδαιτυμόνες, συμμετέχοντας στην επιμέρους αυτή τελετή, το είχαμε μόλις «αναλώσει» μαγικά, ως «κοινή ουσία», υποδεικνύοντας μαζί με τις πενθούσες γυναίκες αναπαραστατικά και δεσμευτικά στη Μαυρηγή το έργο που είχε να επιτελέσει επωφελώς για τη ζωή: να «αναλώσει», να «φάει» και να χωνέψει το προορισμένο να μελισθεί στα σπλάχνα της νεκρό σώμα, ανταποδίδοντας αέναα σε εμάς τη βλάστηση που θα μας θρέψει.
Γύρω στις τρεις το πρωί η ίδια ανηψιά, η Κλ., έβγαλε το μαντήλι από το πρόσωπο της νεκρής και το ξανάχωσε, με περισσότερη τώρα δυσκολία, μέσα στην άκαμπτη πλέον χούφτα της. Με την αποκάλυψη του νεκρικού προσώπου που όσο πήγαινε και κιτρίνιζε, η Κοκ. −που δεν το είχε κουνήσει από τη θέση της, παρά τα παρακάλια των θυγατέρων της να ξαπλώσει λιγάκι− ξανάρχισε να προσφωνεί την νεκρή αδελφή της και να λέει «αδερφούλα, αδερφούλα μου καλή…!» Σε λίγο πήρε πάλι το σκοπό του θρήνου με ακόμα πιο αχνή και βραχνή φωνή από την προϊούσα εξάντληση και οι γυναίκες, παρόλο το δισταγμό τους, δεν μπόρεσαν να μη την στηρίξουν στο μοιρολόισμα με τη Στ., ως ιέρεια του θρήνου αυτή, να προεξάρχει.
−Πείτε το, μη φοβόσαστε, τραγουδήστε ελεύθερα τη γιαγιά, όπως της πρέπει και θα το ήθελε, αφού ο Β. και η Ε. δεν σας ακούνε, έχουν αποσυρθεί στο σπίτι της Κλ. για να ησυχάσουν λίγο, είπε η Ζ., που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα στο δωμάτιο.
Οι γυναίκες αναθάρρησαν, δυνάμωσαν τη φωνή και μοιρολόησαν για λίγο, πιο συντονισμένα τώρα, με την Στ. πάντα επικεφαλής στο τραγούδι και την γριά-Κοκ. οδηγό στη ρυθμική κίνηση των σωμάτων. Το γερασμένο κορμάκι και το σκεβρωμένο χεράκι της κινούνταν όπως πριν, δίνοντας το ίσο του μοιρολοΐσματος. Ταυτόχρονα έκλαιγε και προσπαθούσε με τη στριγγή, άναρθρη πλέον φωνή της να πει το μοιρολόι. Συχνά μάλιστα έπιανε ή ίδια την αρχή του θρηνητικού μίτου που ο πόνος και η πείρα της υπαγόρευαν και οι υπόλοιπες γυναίκες την ακολουθούσαν, «αρπάζοντας» το στίχο στον αέρα.
Σκεφτόμουν, βλέποντάς την όλες αυτές τις ώρες να εκφράζει με τόσο πόνο την αγάπη της, πόσο δεμένες αλλά και πόσο διαφορετικές ταυτόχρονα ήταν οι δύο αδελφές, απ’ το λίγο που τις ήξερα. Στην όψη, η θανούσα −και στη γεροντική ηλικία της που τη γνώρισα− ήταν ψηλή, στητή, λυγερή, λιγόλογη, μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο. Το ρυτιδωμένο μα γλυκό πρόσωπό της με τα όμορφα, βαθιά γαλανά μάτια (απ’ όπου και το χαϊδευτικό της όνομα, Γαλανή) απέπνεε έναν αέρα γαλήνης και αρχοντιάς. Προκομμένη και νοικοκυρά, μοδίστρα μέχρι τη γεροντική ηλικία που μετακόμισε στην Αθήνα, έραβε για όλη τη γειτονιά στα Λαγκάδια, πότε με πληρωμή και πότε χωρίς, ενώ δίδαξε την τέχνη της σε πολλά κορίτσια του χωριού. Το μοιρολόι «Μία καλή νοικοκυρά…» ήταν λοιπόν ταιριασμένο από τις γυναίκες για την περίπτωσή της, η δε επιθυμία τους να την «φουμίσουν» τραγουδώντας αλλά και η συνδρομή τους στην κηδεία και οι κουβέντες τους για αυτήν, συμπύκνωναν την εκτίμηση και την αγάπη τους. Τα δουλεμένα, ροζιασμένα χέρια της, όπως ήταν σταυρωμένα μέσα στο φέρετρο, «μιλούσαν» με τον τρόπο τους για τα έργα που είχαν επιτελέσει στη μακρόχρονη ζωή της. Ακόμα και οι τελετουργικές πράξεις του θανάτου που είχα μόλις παρακολουθήσει, η διαχείρηση της εικόνας, του σιταριού, του ψωμιού, της μπουκιάς, του μαντηλιού, αυτά τα προκομμένα χεράκια είχαν σαν αναφορά και βάση.
Η μικρότερη αδελφή της νεκρής από την άλλη, η Κοκ., που θρηνούσε τώρα ακατάπαυστα πάνω στο κεφάλι της, είναι το συμπληρωματικό αντίθετό της. Κοντή, μικροσκοπική, πλην δυναμική, ομιλητική και αεικίνητη. Την αντιθετική αυτή συμπληρωματικότητα των δύο αδελφών την καθιστούσε αρραγή και διαλεκτική η συγκατοίκηση και κυρίως η αγάπη, όσο και οι αντιθέσεις που της έδεναν. Γνώριζα από διηγήσεις της φίλης μου της Ζ. πως είναι πανέξυπνη, πολιτικοποιημένη, ενημερωμένη από εφημερίδες και τηλεόραση για τις πολιτικές εξελίξεις, έχοντας σχετικό κριτήριο και άποψη, όχι μόνο για τα γενικά πολιτικά ζητήματα αλλά και για τα ζητήματα βεβαίως που αφορούν τα Λαγκάδια συλλογικά και τους κατοίκους τους (μόνιμους και ξενιτεμένους) ατομικά. Τα καλοκαίρια που ερχόταν από την Αθήνα, όταν η "Ρούγα", η καθημερινή, δημόσια εσπερινή σύναξη των κατοίκων της της συνοικίας της Αγ. Τριάδας, ήταν σε άνθηση, αποκτούσε και εκεί γνώση για τις τοπικές εξελίξεις, συμμετέχοντας μαζί με την θανούσα αδελφή της σε αυτή. Οι Λαγκαδινές γυναίκες είχαν πάντα ενεργό συμμετοχή στη "Ρούγα" (με τα χέρια πάντα απασχολημένα με κάποιο εργόχειρο) παρεμβαίνοντας με κρίσεις, σχόλια, απόψεις, συμβουλές, όπως είχα και προσωπικά βιώσει στην παλιότερη επιτόπια έρευνά μου εκεί. Συγκατοικώντας και πάλι τώρα οι δύο αδελφές −όπως όταν ήταν παιδιά− στα γεράματά τους (χωρίς να έχουν σταματήσει στα χρόνια που μεσολάβησαν την πυκνή επικοινωνία) στην Αθήνα, είχαν δεθεί ακόμα περισσότερο, με αντεστραμμένους τώρα τους όρους της σχέσης, αφού το ρόλο του προστάτη και φροντιστή της Γαλανής, εκτός από τα παιδιά της, είχε αναλάβει και η μικρότερη έναντι της υπέργηρης τώρα μεγαλύτερης, με την έμμισθη βοήθεια και της Ουκρανής Β. τα τελευταία χρόνια.
          Ξημέρωνε σχεδόν. Οι λιγοστές γυναίκες που αγρυπνούσαν είχαν σιωπήσει εδώ και ώρα και δεν διέβλεπα διάθεση να ξαναστήσουν μοιρολόι. Έκλεισα το μαγνητόφωνο και, με την επιμονή της Ζ., κατεβήκαμε στο κατώι του σπιτιού που το έχει μετατρέψει σε κατοικία και οργανώσει εκεί το δικό της ζεστό και φιλόξενο χώρο, για να μου στρώσει να γείρω και ’γώ λιγάκι, να ξεκουραστώ.
Τα λόγια των μοιρολογιών με είχαν πολύ ταράξει και γύριζαν μέσα στο κεφάλι μου σαν αργόστροφος δίσκος. Ο στίχος “..παίρν’ ο καιρός τη ρόκα της κι αέρας την κλωστή της…” ιδιαίτερα, είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και μ’ ανατρίχιαζε με το φιλοσοφικό του νόημα, συγκινώντας με ταυτόχρονα καθώς μάλιστα ήταν συνταιριασμένος τόσο εύστοχα από τις μη εγγράματες, ως επί το πλείστον, γερόντισσες. Χωρίς να το καταλάβω με πήρε εν τέλει ο ύπνος...


 Λαγκάδια, Ιούλ. 1997. Ο κοιμητηριακός ναός της αγίας Τριάδος στην ομώνυμη συνοικία του οικισμού (φωτ. Ε.Ψ.).

Το ξόδι

Τετάρτη, 2 Ιουλίου 1997. Με ξύπνησε λίγο μετά τις έξι η Ζ., κατάχλωμη εκείνη και κουρασμένη από την αγρυπνία και τη συγκίνηση. Τα λόγια των μοιρολογιών είχαν επηρεάσει πολύ και εκείνη, καθώς μάλιστα ήταν άμαθη από τέτοια ακούσματα. Σκεφτόμουν με μια τρυφερή λύπη, πως τούτη η δύσβατη νύχτα ίσως της έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, καλό, αφού της έδινε τη δυνατότητα να “κηδέψει”, μαζί με την εξ αγχιστείας μάνα της, την κυρά-Γαλανή, και τους δικούς της γονείς που είχε χάσει σχεδόν ταυτόχρονα πριν δέκα περίπου χρόνια σε νοσοκομεία της Αθήνας, χωρίς, όπως γίνεται συνήθως στα μεγάλα αστικά κέντρα, να περιποιηθεί αυτοπροσώπως το ξόδι, να τους δει νεκρούς όσο την παρούσα νεκρή πεθερά της και να τους κλάψει όπως θα ήθελε. Σηκώθηκα βιαστικά, ντύθηκα πιο “επίσημα” για το επικείμενο ξόδι και ανέβηκα ανυπόμονη στο δωμάτιο της πρόθεσης, με ενοχές για τη μικρή απουσία μου.
Ο πρωινός αέρας φούσκωνε την κουρτίνα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα δροσίζοντας το δωμάτιο και δεν επέτρεπε να επικρατήσει η χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή που προκύπτει συνήθως σε αυτούς τους χώρους μετά την πολύωρη πρόθεση του λείψανου. Ήταν περίεργο, αλλά το δωμάτιο μάλλον μοσχοβολούσε από τα μελισσοκέρια που έκαιγαν ανά τρία μπηγμένα μέσα στο σιτάρι στα πόδια της νεκρής (κάποια στιγμή μάλιστα, πριν αποσυρθώ, μέσ’ τη νύχτα, είχε σωθεί το σημαδεμένο, πρώτο κερί και το μικρό υπόλειμμά του το είχε μπήξει κάποια από τις γυναίκες μέσα στο φέρετρο).
Ο ήλιος δεν είχε προβάλει ακόμη από τα ψηλά βουνά που περιβάλλουν τη χαράδρα όπου είναι χτισμένο το χωριό, αλλά ο χώρος φωτιζόταν ήδη από το φως της προχωρημένης αυγής −τούτη την εποχή που οι νύχτες είναι ακόμα πολύ μικρές− αλλά και από την αναμμένη ακόμα λάμπα της οροφής και την επιτραπέζια. Στο κεφάλι της νεκρής, η γερόντισσα Κοκ. καθόταν αμετακίνητη στη θέση της, στηρίζοντας με το ένα χέρι το μαντηλοδεμένο πηγούνι της ενώ στο άλλο κρατούσε σφιχτά το μουσκεμένο χειρομάντηλο, εξαντλημένη από την αγρυπνία και το θρήνο. Θαύμαζα τις αντοχές και το πονεμένο πείσμα της να μην απομακρυνθεί ούτε λεπτό από το λατρευτό σκήνωμα της αδελφής της. Στα ντιβάνια είχαν απομείνει δύο μόνο μαυροφορεμένες γειτόνισσες, ενώ η βεράντα ήταν σχεδόν έρημη.
Βγήκα στο μπαλκόνι να θέσω πάλι σε ετοιμότητα το μαγνητόφωνο και τακτοποίησα το μικρόφωνο διακριτικά κάτω από την καρέκλα μου. Εκείνη τη στιγμή, οι πρώτες αχτίδες του ήλιου που έσκαγε πάνω από την κορυφογραμμή, μόλις άρχιζαν να σχίζουν τις σκιές που πληρούσαν ακόμα τις βαθιές χαράδρες, και να φωτίζουν τις απέναντι, δυτικές πλαγιές της βαθιάς λαγκαδιάς. Η μέρα ερχόταν με μεγαλοπρέπεια, λαμπρή και ζεστή, ενώ εγώ ένοιωθα να έχω ακόμα πάνω στο δέρμα μου τη δροσιά της χαραυγής.
Μπήκα ξανά στο δωμάτιο και πήρα τη θέση μου. Ο λίγος ύπνος με είχε εν τέλει αναζωογονήσει σε αντίθεση με τους πολύ οικείους, οι οποίοι, καθώς είχαν μείνει σχεδόν ξάγρυπνοι όλη νύχτα, ήταν χλωμοί και ταλαιπωρημένοι.
Συν τω χρόνω άρχισαν να μαζεύονται και πάλι οι γειτόνισσες στο δωμάτιο, ντυμένες πιο επίσημα τώρα. Δίπλα μου κάθησε μια νεοφερμένη μεσόκοπη γυναίκα, ζωντανή και δραστήρια, που δεν ήταν μαυροφορεμένη. Μιλούσε χαμηλόφωνα μα ζωηρά με τις διπλανές της για τον “καλό” θάνατο της νεκρής, για τη ζωή της, τα τα παιδιά, τους θανάτους των παιδιών, τις καλωσύνες της, τις αναμνήσεις που είχε από αυτήν. Το φως της ημέρας φώτιζε τώρα πλέον για τα καλά το δωμάτιο. Κάποια άλλη γυναίκα, νέα, σηκώθηκε και πήγε να κλείσει το διακόπτη της ηλεκτρικής λάμπας που άναβε ακόμη.
 –Μη, μη μην το κλείσεις!!! Άφησέ το αναμμένο, φώναξε με σπουδή και αγωνία σχεδόν η παραπάνω μεσόκοπη γυναίκα, εμποδίζοντάς την.
 −Άς το, ας το! Συμπλήρωσαν και οι άλλες γυναίκες.
–Μα γιατί, αφού φώτισε, ο ήλιος είναι ’κεί πάνω! Είπε η νέα γυναίκα.
 –Ας είναι, αυτή ήταν η δύσκολη νύχτα, είναι η πιο δύσκολη ώρα της που πρέπει να “περάσει”, πρέπει να ’χει πολύ φως για να βλέπει, να μη σκιάζεται, της απάντησε η μεσόκοπη. Όσο πιο πολύ φως, τόσο το καλύτερο!
–Και όταν δεν υπήρχε ηλεκτρικό; δεν μπόρεσα να μη ρωτήσω εγώ.
−Μαζεύαμε όλες τις λάμπες της γειτονιάς! Μου απάντησε. ΄Εβλεπες πέντε-δέκα λάμπες, βάναμε καρφιά στους τοίχους και τις κρεμάγαμε, να ’χει πολύ φως, όσο το δυνατό περ’σσότερο. Πώς θα περάσει; Θέλει φως! Αυτή είναι η δύσκολη ώρα, μέχρι να “πάει”...
Η απάντηση με τάραξε πολύ, καθώς με έκανε να "μεταφράσω" τώρα και όσα σχετικά με τις λάμπες είχαν διαμειφθεί την αρχή της νεκρικής πρόθεσης. Ανατρίχιαζα στο άκουσμά της, καθώς είδα ότι οι γυναίκες έχουν συνείδηση του ότι οδηγούν τη νεκρή στην τελική της “διάβαση”, ξεπροβοδίζοντάς την στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη, κανοντάς το και πρακτικά, φωτίζοντάς της το "δρόμο". Με εντυπωσίαζε για μια φορά ακόμα το πόσο γερά −αλλά και ανύποπτα για τις ίδιες τις γυναίκες− κρατούν το κάστρο τους στην περιοχή οι αρχαϊκές, παγανιστικές αυτές αντιλήψεις και δράσεις, μέσα στο χριστιανικό θρησκευτικό πλαίσιο, για τόσους αιώνες. Δεν ρώτησα τίποτ’ άλλο. Δεν ήθελα να πάρω “συνέντευξη” μέσα στην ώρα της τελετουργίας, ήδη ένοιωθα άσχημα που μου είχε ξεφύγει πάλι ερώτηση και δεν ξανάνοιξα το στόμα μου στο εξής, για να ρωτήσω.
Σε κάποια στιγμή αργότερα κοίταζα την παραπάνω γυναίκα να γυρίζει το στρίφωμα της φούστας της, να αποσπά μια κλωστή και να την την χώνει μέσα στο φέρετρο.
−Φταρνίστηκα, και δεν κάνει μέσα στο λείψανο! Έπρεπε να βάλω κάτι από πάνου μου μέσα! με ενημέρωσε αυθόρμητα, χωρίς να την ρωτήσω, έχοντας προφανώς αντιληφθεί ή ίσως από τον τρόπο που την κοίταξα −αν και γνώριζα τη συγκεκριμένη πρόληψη− και την προηγηθείσα ερώτησή μου πως με ενδιέφεραν αυτές οι επεξηγήσεις.
Η προσέλευση του κόσμου πύκνωνε όσο προχωρούσε η επίσημη μέρα της ταφής, καθιστώντας τη ροή των προσκυνούντων την εικόνα και το λείψανο συνεχή σχεδόν μέσα στο δωμάτιο, γύρω από το φέρετρο. Χωριανοί, άντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, ακόμα και από τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες, επίσης συγγενείς και γνωστοί από τα γύρω χωριά αλλά και την Τρίπολη και την Αθήνα, πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες προσέρχονταν ντυμένοι με τα επίσημα ρούχα τους, με λουλούδια στα χέρια οι περισσότεροι. Με τη διαφορά ότι οι μεν ντόπιοι έφερναν λουλούδια από τους κήπους που τα έμπηγαν ανάμεσα στα άνθη του φέρετρου, ενώ οι Αθηναίοι μπουκέτα από ανθοπωλεία, τα οποία οι παρακαθήμενες γυναίκες, αφού τους αφαιρούσαν το περιτύλιγμα τοποθετώντας το στη βάση του φέρετρου, τα έβαζαν επάνω στη νεκρή[36]. Η αθρόα προσέλευση πρόδιδε την εκτίμηση, την επιρροή, το κύρος αλλά και το εύρος της πενθούσας οικογένειας όσο και την ακτινοβολία της προσωπικότητας της εκλιπούσας γερόντισσας.
 Το προσκύνημα γινόταν όλο και πιο μαζικό, θα έλεγα. Οι άντρες προσκυνούσαν και έβγαιναν πάραυτα έξω από το δωμάτιο, οι γυναίκες, ιδιαίτερα όσες είχαν πιο στενή σχέση με την οικογένεια, επέμεναν να μένουν για λιγότερη ή περισσότερη ώρα στο χώρο της πρόθεσης, δημιουργώντας και πάλι το αδιαχώρητο. Ωστόσο και στη βεράντα γινόταν το ίδιο, ενώ στο χειμωνιάτικο η Βικτώρια και άλλες έφτιαχναν συνεχώς καφέδες και κερνούσαν τον κόσμο.
Σε μια στιγμή άκουσα μια συγγενή να λέει πως είχε πάει νωρίς με το νεκροθάφτη για ν’ ανοίξουν τον τάφο και επειδή δεν γίνεται εδώ ανακομιδή σε τακτό χρονικό διάστημα, είχαν βγάλει από μέσα τα κόκκαλα των προηγηθέντων θανόντων, τα είχαν πλύνει με κρασί και τα τοποθέτησαν σε ένα χαρτόκουτο προκειμένου να τα θάψουν πάλι μαζί με το λείψανο.
Η γρια-Κοκ., στη θέση της πάντα στο κεφάλι της νεκρής, ανάλογα με το ποιος προσκυνούσε, το φύλο του, τη σχέση του με την οικογένεια και την εκλιπούσα, τις μνήμες που της ανακινούσε, καλωσόριζε, φώναζε σπαρακτικά −με όση φωνή πλέον της είχε απομείνει και που μόλις ακουγόταν−, αναθυμούμενη λεπτομέρειες και περιστατικά από κάθε σχέση. Έκλαιγε, καλώντας κατά διαστήματα με την ως επωδό βραχνή επίκληση, τη νεκρή:
 “−Αδερφούλα…αδερφούλα μου καλή, βασανισμένη, πολυπικραμένη αδερφούλα μου...".
 Επαναλαμβάνοντας τις προκαταρκτικές κινήσεις που είχα ήδη παρακολουθήσει τη νύχτα, ξανάρχισε κάποια στιγμή να μοιρολογάει ψιθυριστά, μουρμουριστά, συνειδητοποιώντας ίσως πως δεν απέμενε και πολύς χρόνος που θα την είχε ακόμα κοντά της. Οι στίχοι, δυσδιάκριτοι από τα κλάματα και τη φυρωμένη, βραχνή και σιγανή πλέον φωνή της, άκουσα πως περιείχαν τη λέξη “μπαλκόνι” . Κατάλαβα πως ο αυτοσχεδιασμός της γερόντισσας προφανώς θ’ αφορούσε το μπαλκόνι του σπιτιού της Αθήνας, όπου βρήκε το ξαφνικό τη νεκρή καθώς έπιναν μαζί τον πρωινό καφέ τους. Σιγουρεύτηκα γι αυτό όταν μπόρεσα να αφουγκραστώ με δυσκολία τη συνέχεια: “…ν’ εκεί ’χ’ ο Χάρος πέρασμα ν’ εκεί ’χε δρομολόγιο / κι απ’ τα μαλλιά σε άρπαξε και πίσω του σε σέρνει, αδερφούλα μου…”, που προσδιόριζε το τοπικό και το μυθικό στίγμα του γεγονότος του συγκεκριμένου θανάτου[37].
Τότε οι γυναίκες, εκμεταλλευόμενες ίσως και την παρουσία τόσων πολλών ανθρώπων, την αναστάτωση που δημιουργούσαν τα κεράσματα και οι συνεχείς αφίξεις καθιστώντας δύσκολη την αποτρεπτική παρέμβαση των στενών συγγενών, συν το γεγονός πως η πρόθεση με τη γυναικεία φροντίδα πλησίαζε στο τέλος της, δεν δίστασαν να την συνοδέψουν συλλογικά και συντονισμένα, παίρνοντας το λόγο με φωνές δυνατές και καθαρές, ανενδοίαστα τώρα. Ο θρήνος πήρε το δρόμο του, κάνοντας και τους πιο αδιάφορους να ξεσπάσουν σε λυγμούς. Επρόκειτο για ένα μοιρολόι-ωδή στη μητρότητα, προσαρμοσμένο στο βίο και την προσωπικότητα της προκείμενης νεκρής αλλά και την αναπότρεπτη μοίρα του θανάτου[38].
Τότε, απρόσμενα για μένα, η φίλη μου η Ζ. ακούγοντας τα λυρικά, συγκινητικά λόγια που συνταίριαζαν οι γυναίκες για τη μάνα, ξέσπασε σε λυγμούς που εξελίχτηκαν σύντομα σε γοερό κλάμα που όλο και δυνάμωνε, συνοδευόμενο με αναφυλλητά που τράνταζαν όλο το σώμα της. Ο νους μου πήγε πάλι και στην απώλεια των δικών της γονιών, και ειδικότερα της μητέρας της, που τους είχε χάσει ομού σχεδόν τόσο πρόωρα και το θάνατο των οποίων προσπαθούσε τόσα χρόνια ν’ αντιμετωπίσει ορθολογικά. Ενισχυόταν η αίσθησή μου πως τώρα της δινόταν ακούσια η δυνατότητα ν’ αφήσει αυτό το συσσωρευμένο πόνο −και ό,τι άλλο την πλήγωνε− να ξεσπάσει, να εκφραστεί συναισθηματικά και λυτρωτικά. Δυστυχώς για μένα όμως, το θρηνώδες αυτό όσο και λυτρωτικό ξέσπασμα της σχετικά ψύχραιμης ως τότε Ζ., θορύβησε τις μοιρολοΐστρες. Δεδομένων και όσων είχαν προηγηθεί, ανταλλάσσοντας βλέμματα με σημασία σταμάτησαν τον απαγορευμένο, παραβατικό θρήνο τους φοβούμενες μήπως της δημιουργήσουν πρόβλημα υγείας και κυρίως την παρέμβαση των ανδρών της οικογένειας. Σώπασαν, αν και εγώ είχα την εντύπωση ότι το κλάμα έκανε καλό στη Ζ., ενώ ήμουν σίγουρη πως λυπήθηκε που άθελά της έκανε τις μοιρολοΐστρες να σταματήσουν το θρήνο.
Έτσι κι αλλιώς η ώρα της άφιξης του ιερέα για το εκκλησιαστικό, χριστιανικό μέρος της τελετής πλησίαζε και οι γυναίκες δεν ξαναμοιρολόισαν έκτοτε. Περιορίστηκαν μιλώντας μεταξύ τους σε φιλοσοφικά σχόλια για τη ζωή και το θάνατο, το βίο της νεκρής, τα οικογενειακά συμβάντα και άλλα.
−...Πάνε οι φράχτες, μπάρμπα…! Φεύγουνε ένας-ένας. Τώρα μπαίνουμε εμείς μπροστά!… Είπε σε έναν κάπως ηλικιωμένο που προσκυνούσε τη νεκρή, κάποια ηλικιωμένη επίσης γυναίκα.
Αυτός συγκατένευσε λυπημένα.
Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, ακούστηκαν σιγανές φωνές, φορτισμένες με σεβασμό και έγνοια:
− Ο παπάς, ήρθε ο παπάς!
Οι γυναίκες που ήταν καθισμένες γύρω από τη νεκρή σηκώθηκαν ομαδικά, σαν μαύρα πουλιά που πετούν από τα δέντρα, και άδειασαν το δωμάτιο. Προηγουμένως φρόντισαν να χώσουν μέσα στο φέρετρο και κάτω από τα λουλούδια ό,τι περιττό αντικείμενο (χαρτιά, υπολείμματα κεριών, άνθη και λοιπά) ήταν έξω από αυτό, για να ταφούν μαζί με τη νεκρή, αφού έφεραν το μίασμα της νεκρικής χρήσης. Άκουσα πως το σιτάρι του δοχείου με τα κεριά θα το έρριχναν στις κότες. Ωστόσο ο παπάς δεν μπήκε αμέσως μέσα, γιατί περίμεναν και δεύτερον, από άλλο χωριό ο οποίος δεν είχε φθάσει ακόμα, οπότε στάθηκε και αυτός στη βεράντα, έξω, περιμένοντάς τον.
 ΄Ετσι είχα απομείνει σχεδόν μόνη με τη νεκρή μέσα στο σιωπηλό τώρα δωμάτιο, ωστόσο εξοικειωμένη πλέον με το λείψανο, ύστερα από τόσες ώρες συγχρωτισμού. Ο ρυθμικός ήχος των τζιτζικιών μεσ’ το καταμεσήμερο μου θύμισε πως είμαστε στο καυτό καλοκαίρι. Η αυθόρμητη μαζική αποχώρηση των θρηνωδών από το χώρο της πρόθεσης ενόψει της άφιξης του ιερέα και η αυτή η σιωπή δήλωναν εναργώς την τομή ανάμεσα στη γυναικεία θρηνητική και την επίσημη χριστιανική τελετουργία[39]. Προς το παρόν ο θρήνος είχε επιμείνει, αντιστεκόμενος έστω και με μια αποσπασματική, βεβιασμένη επιτέλεση, χάρη στην ανάγκη των θρηνωδών για μοιρολόισμα, αποδεικνύοντας πόσο βαθιά είναι ριζωμένος στην τοπική, και όχι μόνο, προφορική παράδοση. Μου ήρθε στο νου παρηγορητικά ένα τοπικό μοιρολόι: Άει στο καλό πατέρα μου [ή: μανούλα μου] και στην καλή την ώρα / και μη χολιάσεις που δεν κλαί’ που δεν μοιριολογάω / και στείλεις την κατάρα σου και στείλεις την οργή σου / γιατί τους γέρους δεν τους κλαιν’ δεν τους μοιρολογάνε /γιατί εζησαν και γέρασαν έζησαν και χαρήκαν / γιατί εχαρήκαν το ντουνιά και τον απάνου κόσμο...[40]
Έφτασε εν τέλει και ο δεύτερος παπάς. Οι δύο ιερείς μπήκαν στο δωμάτιο της πρόθεσης μαζί με τους οικείους της εκλιπούσας και διάβασαν τις επικήδειες ευχές. Όταν τελείωσαν, δύο άντρες συγγενείς έβγαλαν το φέρετρο από το δωμάτιο. Καθώς έβγαινα κάπως καθυστερημένη, πίσω από όλους, άκουσα τον κρότο από κάτι που σπάει που ερχόταν από την έξοδο του σπιτιού, στη βεράντα. Όταν αμέσως μετά βγήκα και εγώ, είδα σκορπισμένα εμπρός από το κατώφλι τα σπασμένα κομμάτια ενός πήλινου πιάτου που θραύεται εθιμικά όταν το λείψανο βγει από το σπίτι. Κάτω στο δρόμο είχε σχηματιστεί η νεκρική πομπή που η κεφαλή της ανηφόριζε ήδη προς το νεκροταφείο: προπορεύονταν τρία παιδιά κρατώντας τα δύο εξαπτέρυγα και το σταυρό, ακολουθούσαν οι δύο παπάδες και ο ψάλτης, πιο πίσω ένας άντρας με το καπάκι του φέρετρου, ακόμα πιο πίσω τέσσερις άνδρες που έφεραν στον ώμο τους από μια γωνία της κάσας με τη νεκρή, πίσω τους οι πενθούντες στενοί συγγενείς και τέλος ο υπόλοιπος κόσμος.
Ακολούθησα ταχύνοντας το βήμα μου την πομπή που προχωρούσε αρκετά γρήγορα, ενώ πίσω μου μια-δυο γυναίκες που παρέμειναν στο σπίτι έβγαζαν ήδη έξω τα στρωσίδια και το δοχείο με το σιτάρι από το δωμάτιο της πρόθεσης, διώχνοντας το μίασμα του θανάτου από το σπίτι μαζί με τη νεκρή.
Η πομπή με το φέρετρο, τους συγγενείς και όσους άλλους χωρούσαν, μπήκε στο ναό της αγίας Τριάδας για την επικήδεια ακολουθία. Αρκετοί έμειναν έξω, κάτω από το σκιερό χαγιάτι που στεγάζει τη δυτική είσοδο της εκκλησίας ή κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα που στέκουν στο προαύλιό της− το σιωπηλό μισοέρημο πλέον χωριό που κατρακυλάει κάτω από το νεκροταφείο στη λαγκαδιά.
Προτίμησα αντί να μπω στην εκκλησία να προχωρήσω στον περίβολο με τους τάφους που την είσοδό του σκιάζει ένα πανύψηλο πλατάνι. Κάτω από αυτό, έξω από τον ταφικό περίβολο, βρίσκονται τρία-τέσσερα μνήματα κάποιων ξεχωριστών συχωριανών. Η μια από τις ταφόπλακες είχε χαραγμένο το όνομα του ντόπιου ηθογράφου συγγραφέα Νικήτα Στρατολάτη που έχει απαθανατίσει στα γραπτά του με γλαφυρό, βιωματικό τρόπο το βίο και την τέχνη των Λαγκαδινών μετακινούμενων μαστόρων που έχουν χτίσει με τα χέρια τους όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και όχι μόνον.. Είχα μάλιστα γνωρίσει τον συχωρεμένο τώρα συγγραφέα κατά την πρώτη επίσκεψή μου στο χωριό με τη λαογραφική αποστολή του 1983 και του είχα πάρει σχετική συνέντευξη.
Προχώρησα προς τον οικογενειακό τάφο που είχε ανοιχτεί για να δεχτεί το σώμα της θανούσας. Και λέω ανοιχτεί και όχι σκαφτεί γιατί δεν επρόκειτο για φρέσκο σκάμμα στο χώμα αλλά για ένα προϋπάρχον παραλληλόγραμμο όρυγμα μήκους περίπου δύο μέτρων, ντυμένο στις κάθετες πλευρές του με τσιμέντο που φιλοξενούσε ήδη τους προηγούμενους εκλιπόντες της οικογένειας. Κάτι τσιμεντόπλακες εκεί κοντά έδειχναν πως ήταν καλυμμένο με αυτές και τις έβγαλαν για να ανοίξει ο τάφος για να δεχτεί τη νέα “σοδειά”-βορά της γης. Ένας ενεπίγραφος μαρμάρινος σταυρός έστεκε ήδη στη δυτική από τις στενές πλευρές του ορύγματος, που έχασκε σαν ανοιχτό στόμα. Απέξω από το μνήμα ένα χαρτόκουτο περιείχε κάτι οστά, προφανώς των αφομοιωμένων πλέον νεκρών που ονοματίζονταν στο σταυρό, όπως και είχα πληροφορηθεί από τις γυναίκες στο δωμάτιο της πρόθεσης προηγουμένως. Ένας νεκροθάφτης φρόντιζε το χώρο αναμένοντας την άφιξη του λείψανου, ενώ μερικοί από τους ξενιτεμένους συμμετέχοντες στην κηδεία είχαν βρει ευκαιρία να επισκεφθούν τα μνήματα των δικών τους και ν’ ανάψουν τα καντήλια.
Επέστρεψα προς την εκλησία, αφού η επικήδεια ακολουθία δεν είχε τελειώσει ακόμη. Στην έξοδο του περίβολου μια ηλικιωμένη μαυροφόρα γυναίκα που είχα δει και στην αγρυπνία της νεκρής, άναβε το καντήλι σε ένα μνήμα κοντά σε αυτό του Νικήτα Στρατολάτη. Με σταμάτησε χαιρετώντας με και μου έπιασε την κουβέντα. Πρώτα ρώτησε ποια είμαι, αν είμαι συγγενής της θανούσας και τα λοιπά, και μετά μιλήσαμε για τη ζωή της και το χωριό με την εξομολογητική διάθεση που προκαλούν αυτές οι περιστάσεις. Ακουμπισμένες στα κάγκελα του τάφου στη δροσερή σκιά του πανύψηλου γερο-πλάτανου, ενώ ακουγόταν αμυδρά η νεκρώσιμη ακολουθία μέσα από το ναό, μιλούσαμε αρκετή ώρα, μέχρι που τελείωσε η θρησκευτική τελετή. Χωρίς να τη ρωτήσω σχετικά, μου είπε αυθόρμητα για τη ζωή της, για τη σκληρή δουλειά στα χωράφια –που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση απ’ το χωριό και την περπατούσε καθημερινά− καθώς ο άντρας της έλειπε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου με τα παριοδεύοντα μπουλούκια των μαστόρων, όπως οι περισσότεροι Λαγκαδινοί. Μετά για τη μακρόχρονη περιποίηση του κατάκοιτου άντρα της, την πρόωρη χηρεία της, το μεγάλωμα των παιδιών της, τους γάμους και την επαγγελματική τους αποκατάσταση στην Αθήνα, τις αγωνίες της για την αποκατάσταση των εγγονιών της τώρα, με το πρόβλημα της ανεργίας ορατό και υπαρκτό. Για τη μοναξιά του κρύου, χιονισμένου χειμώνα στο αποκλεισμένο χωριό, που –όπως και μερικοί άλλοι γέροντες− αρνείται να εγκαταλείψει, παρά τα παρακάλια των παιδιών της να μείνει μαζί τους γιατί δεν θέλει να τα ενοχλεί και να μπει στη ζωή τους. Εξέφρασε τέλος φιλοσοφώντας την πίκρα της για το ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της τό ’χει περάσει μαυροφορεμένη, λόγω των αλεπάλληλων θανάτων που συνέβησαν στον οικογενειακό της κύκλο αλλά και για το ότι είναι καταδικασμένη κατά τα ντόπια έθιμα να τα φοράει ισόβια, λόγω χηρείας. Ωστόσο είχε τολμήσει πρόσφατα να βγάλει το μαύρο μαντήλι από το κεφάλι, έξι χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, κατ’ απαίτηση και των εγγονιών της, είπε απολογούμενη, αλλά και ανακουφισμένη από αυτό το βραχνά. ¨Ηταν όντως ασκεπής, ενώ τα γκρίζα μαλλιά της ήταν κολλημένα στους κροτάφους της με κάτι μεγάλα μεταλλικά τσιμπιδάκια και μαζεμένα πίσω χαμηλά στον αυχένα, σφιγμένα στον γνωστό σπειροειδή κότσο.
Τα χέρια της κοντά, παχουλά με τις παλάμες πρησμένες και αργασμένες από τις βαριές αγροτικές δουλειές αλλά και την τέχνη του αργαλειού που για χρόνια είχε ασκήσει όπως μου είπε υφαίνοντας τις προίκες των “τσουπιών” (κορών) της αλλά και ξένα υφαντά, επί πληρωμή. Πάντως έκλεισε την κουβέντα μας λέγοντάς μου πόσο χαρούμενη ήταν γιατί περίμενε εκείνη την ημέρα την άφιξη από την Αθήνα μιας έφηβης εγγόνας της που υπεραγαπά για διακοπές, καθώς περνούν ωραία οι δυό τους.
Εντωμεταξύ τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία και η πομπή με το φέρετρο επικεφαλής ερχόταν προς το μέρος μας. Έτρεξα στον ανοιχτό τάφο ώστε να είμαι εκεί πριν φτάσουν οι υπόλοιποι και να μπορέσω να παρατηρήσω τα ταφικά δρώμενα. Μόλις η πομπή πλησίασε στο μνήμα, οι φέροντες ακούμπησαν το φέρετρο στη νοτιοανατολική γωνιά του τάφου. Η Στ., η μοιρολοΐστρα και κουμπάρα της νεκρής, έλυσε τα δεμένα χέρια και τα πόδια του λείψανου και σκέπασε το πρόσωπο με το μαντήλι με το οποίο το είχαν ξανασκεπάσει τα μεσάνυχτα και βρισκόταν πάλι μέσα στη χούφτα της νεκρής. Έβγαλε όλα τα λουλούδια από το φέρετρο και τα έριξε μέσα στον τάφο. Μετά τράβηξε τις άκρες του σεντονιού με το οποίο ήταν στρωμένο το φέρετρο και σκέπασε το νεκρό σώμα, τυλίγοντάς το έτσι μέσα σε αυτό το υφαντό, έργο των χεριών της θανούσας. Ο παπάς πήρε με το φτυάρι του νεκροθάφτη λίγο χώμα από το έδαφος (αφού δεν υπήρχε σκαμμένο από τον τσιμεντένιο τάφο) έρριξε πάνω του λίγο κρασί και το σκόρπισε πάνω στο τυλιγμένο νεκρό σώμα. Δύο άντρες πέρασαν κάτω από το φέρετρο δύο σχοινιά, τα ζύγισαν να μη γύρει και το κατέβασαν σιγά-σιγά με αυτά μέσα στον τάφο. Μετά κατέβασαν και το σκέπασμα της κάσας και την έκλεισαν. Ο παπάς ψέλνοντας τις τυπικές για την περίπτωση ευχές άδειαζε σταυρωτά πάνω από το κλειστό φέρετρο ένα μπουκάλι λάδι. Η γερόντισσα Κοκ. όλη αυτή την ώρα θρηνούσε αχνά με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει λέγοντας, “Αδερφούλα, αδερφούλα μου πού πας;”
Το τσιμέντο του τάφου με ανατρίχιαζε και αναρωτιόμουν πόσο κάνουν άραγε να λειώσουν το σώμα, τα ρούχα και το φέρετρο εκεί μέσα. Πρόσεξα πως στο χείλος του τάφου, πάνω στο τσιμεντένιο πεζούλι ήταν ακουμπημένη μια μπουκιά ψωμί. Υπέθεσα πως πρόκειται για το κομμάτι από το νεκρικό ψωμί που είχε τοποθετήσει η Κλ. στη χούφτα της νεκρής τη νύχτα και πως θα το έβγαλε η Στ. τώρα που έλυσε τα χέρια της. Δεν ήταν ώρα για να ρωτήσω και ξέχασα κατόπιν να το επιβεβαιώσω.
Οι δύο άντρες που είχαν κατεβάσει πριν την κάσα με το λείψανο τοποθετούσαν τώρα το κουτί με τα κόκκαλα αριστερά από τα πόδια της ενταφιασθείσας νεκρής, στο κενό ανάμεσα στο τοίχωμα και το φέρετρο. Οι παπάδες και ο κόσμος αποχωρούσαν ήδη, ενώ οι νεκροθάφτες τοποθετούσαν πάνω στο άνοιγμα του τάφου τις τσιμεντένιες πλάκες, συμπαρασύροντας –τυχαία;− και τη μπουκιά του ψωμιού μέσα σε αυτόν. Ο τάφος σφραγίστηκε και έφυγα και ’γώ ακολουθώντας το πλήθος. Στην έξοδο του ταφικού περίβολου υπήρχε μια βρύση και οι περισσότεροι συμμετέχοντες βγαίνοντας σταματούσαν και έπλεναν τα χέρια και το πρόσωπό τους, να καθαρθούν από το μίασμα του θανάτου. Μετά έπαιρναν ένα κομμάτι ψωμί από ένα πανέρι που κρατούσε μια γυναίκα που στεκόταν εκεί, συγχωρώντας την εκλιπούσα και ευχόμενοι ζωή, υγεία αλλά και τη μακροημέρευση της θανούσας στη μνήμη των ζώντων συγγενών και των χωριανών (να ’σαστε καλά τη θυμόσαστε!) . Στο προαύλιο της εκκλησίας οι γυναίκες κατεύθυναν τον κόσμο να βγει από την νότια πύλη του περίβολου του ναού και όχι από τη βόρεια απ’ όπου είχε μπει πριν η νεκρική πομπή, “για να σταυρώσουν το δρόμο”, όπως έλεγαν και οι περισσότεροι, όπως και εγώ, ακολούθησαν αυτή την παραίνεση. Μερικοί “πρωτευουσιάνοι” σχολίαζαν τη δεισιδαιμονική αυτή πρακτική και αντίληψη, αναρωτώμενοι για τη σημασία της.
Επιστρέψαμε στο σπίτι όπου οι γυναίκες και πάλι κερνούσαν καφέδες, κονιάκ και παξιμάδια και ο κόσμος συγχωρούσε και πάλι τη νεκρή ευχόμενος υγεία και μακροημέρευση για τους ζωντανούς. Στο δωμάτιο της πρόθεσης οι γυναίκες είχαν επίσης σηκώσει το ντιβανάκι που χρησίμευσε για βάση του φέρετρου, το δοχείο με τα κεριά και το σιτάρι, τα στρωσίδια και είχαν σκουπίσει το δωμάτιο στο οποίο κάθησαν και πάλι οι πενθούντες δεχόμενοι συλλυπητήρια και άλλοι πίνοντας τον καφέ τους, όπως και στη βεράντα. ¨Το καντήλι που είχε ανάψει πριν η Στ. έκαιγε πάνω στη σόμπα.
Σε λίγο ο Λ., ο γιος της εκλιπούσας, ανακοίνωσε πως η οικογένεια θα πρόσφερε γεύμα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και παρακάλεσε τον κόσμο να κατηφορίζει σιγά-σιγά προς τα εκεί.
Το φαγητό ήταν αρνί ψητό στο φούρνο με πατάτες, ντοματοσαλάτες, φέτα, ψωμί ενώ το ποτό κρασί αλλά και μπύρα ή αναψυκτικά. Αφού οι συνδαιτημόνες συχώρεσαν για μια ακόμα φορά τη νεκρή και ευχήθηκαν στους ζωντανούς “να ζουν να τη θυμούνται”, έφαγαν το πλούσιο αυτό γεύμα της «παρηγοριάς».
Κάποιοι συγγενείς που είχαν έλθει από Αθήνα είχαν διαθέσιμη θέση στο αυτοκίνητό τους οπότε ο Λάμπης κανόνισε να με πάρουν μαζί τους, αφού έπρεπε να φύγω, ενώ οι στενοί συγγενείς θα έμεναν για το οικογενειακό μνημόσυνο στα τρίμερα από το θάνατο που γίνεται σε στενό συγγενικό κύκλο, δηλαδή την επόμενη κιόλας ημέρα. Σαν αποφάγαμε, αποχαιρέτισα συλλυπούμενη και ευχαριστώντας θερμά τη Ζ. και τον Λ. για τη νεκρική εμπειρία που μου είχαν επιτρέψει να βιώσω μέσα στον πόνο και το πένθος τους, ενώ αυτοί μου ευχήθηκαν να έχει πάει καλά η εγγραφή στο μαγνητόφωνο.
Το απόγευμα βρισκόμουν και πάλι στην Αθήνα και ενώ είχα φύγει μόλις το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας, είχα την αίσθηση πως έλειπα καιρό. Δοκίμασα να ακούσω την ηχογράφηση αλλά προς μεγάλη μου λύπη δεν ήταν επιτυχής, καθώς αφενός τα όσα λέγονταν ή τραγουδιούνταν ήταν πολύ δυσδιάκριτα αλλά επί πλέον η εγγραφή σε μεγάλο μέρος της είχε γίνει σε γρήγορη ταχύτητα −δεν ξέρω πώς− και ακουγόταν ένα ακατάληπτο μουρμούρισμα! Ελπίζοντας πως ίσως αυτό διορθώνεται και πως με μεγάλη υπομονή και επιμονή θα κάνω κάποια στιγμή την απομαγνητοφώνηση, στρώθηκα στη δουλειά να καταγράψω τη νωπή ακόμα συμμετοχική εμπειρία μου ημερολογιακά, πριν ξεθωριάσει στη σωματική και πνευματική μνήμη μου.

Το «μνημόσυνο»

Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1997. Δεδομένου ότι η ηχογράφηση του θρήνου της γερόντισσας Γαλανής δεν ήταν απομαγνητοφωνήσιμη, επανήλθα με την πρώτη ευκαιρία στα Λαγκάδια. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, και πήγα πάλι συντροφιά με τους Λαγκαδινούς φίλους μου, ώστε, αν γινόταν δυνατό, να παρακαλέσω −και με τη δική τους διαμεσολάβηση, στην ανάγκη− να μου πουν οι γυναίκες τα λόγια από μοιρολόγια που είχα ακούσει στην κηδεία.
Ήταν ακόμα καλοκαίρι και υπήρχε αρκετός κόσμος στο χωριό, αφού οι γέροντες που ξεχειμωνιάζουν κοντά στα παιδιά τους στην Αθήνα φεύγουν μόλις πιάσουν τα κρύα. Όταν φτάσαμε με την Ζ. και τον Λ. στη συνοικία της Αγια-Τριάδας ήταν προχωρημένο απόγευμα, ώρα που γνώριζα πως όσοι γείτονες έχουν απομείνει εξακολουθούν να βγαίνουν στη «Ρούγα».
Αν και η «βουλή» της Ρούγας έχει χάσει πολλά από τα δραστήρια μέλη της, είτε λόγω θανάτου είτε λόγω αποδημίας, άντεχε ωστόσο ακόμα, έστω και με πολύ λιγότερους συμμετέχοντες. Έχοντας προνοήσει να έχω μαζί μου μαγνητόφωνο, κατευθύνθηκα προς τα εκεί για να συναντήσω τις γυναίκες που είχαν συμμετάσχει στο θρήνο, αν ήμουν τυχερή και είχαν «βγεί» έξω.
Καθώς πλησίαζα ανηφορίζοντας, δεν μπόρεσα να μη νοιώσω ένα μελαγχολικό σφίξιμο στην καρδιά αντικρίζοντας τη μικρή τώρα σύνθεση της παρέας που καθόταν στο πεζούλι, παρόλο που ήταν αναμενόμενη. Και η αίσθηση της ερήμωσης έγινε πιο έντονη γιατί δεν άκουγα το γνωστό μου μουσικό ισοκράτη στην κουβέντα, το μουρμούρισμα του νερού της βρύσης. Όταν έφτασα είδα με θλίψη πως ο πόρος του νερού ήταν σκοτεινός και άδειος, η κορίτα σκονισμένη, η βρύση βουβή, όπως σχεδόν και η Ρούγα. Οι δυο-τρεις γερόντισσες και ο γέροντας που καθόντουσαν στο πεζούλι, από τους λίγους αυτούς που επέμεναν ακόμα να επικοινωνούν δημόσια κάτω από τον πλάτανο, δεν μου ήταν εντελώς άγνωστοι. Ήταν κάπως οικείοι από τις επισκέψεις μου στο χωριό, όσο και από την πολύωρη συνύπαρξή μας τον Ιούλιο στο χώρο της πρόθεσης της θανούσας συχωρεμένης Γαλανής. Σε αντίθεση με τους γέροντες, ο πλάτανος είχε θεριέψει στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη μου επίσκεψη στα Λαγκάδια και σκέπαζε τη Ρούγα, όπως και μια κοντινή συκιά, κατάφορτη τούτη την εποχή με υπερώριμα μαύρα σύκα που, σκασμένα στα δυο, εξέθεταν γονιμικά την κόκκινη μελωμένη σάρκα τους, προκαλώντας με να κόψω ένα.
Παρόλο που είχα φθάσει ως εδώ οργανωμένη για εγγραφή, το δίλημμά μου ήταν πιο μεγάλο απ’ ό,τι στην κηδεία. Πιστεύω ότι τα τραγούδια −πόσο μάλλον τα μοιρολόγια− πρέπει να καταγράφονται κατά το δυνατόν στη ζωντανή τους επιτέλεση και όχι κατά παραγγελία, όπως είναι συχνότατα η λαογραφική πρακτική. Επιπλέον αυτού, στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε να φέρω τους ανθρώπους αυτούς σε επαφή και με τη μιαρότητα του θανάτου, στα καλά καθούμενα. Από τη μακρόχρονη σχετική ερευνητική πείρα μου γνώριζα πόσο «άηθες» (κόντρα στα τελετουργικά, θρησκευτικά και δεισιδαιμονικά ήθη) κατά ένα τρόπο ήταν αυτό που σκόπευα να ζητήσω από τις ανύποπτες αυτές γυναίκες. Δηλαδή να υποβληθούν στην υπερβατική, μιαρή διαδικασία όσο και την ψυχική δοκιμασία του να μοιρολοήσουν εκτός της τελετουργίας του θανάτου, στο συλλογικό πλαίσιο της οποίας νοιώθουν μαγική προστασία από τη μιαρότητα, αλλά και συλλογική θρηνητική και συναισθηματική αρμοδιότητα να το πράξουν, ενώ το έχουν και ανάγκη, για τη δέουσα συναισθηματική έκφραση του πόνου όσο και εκτόνωση[41]. Εκτός αυτού είχα εμπειρία του πόσο αντικειμενικά δύσκολο ούτως ή άλλως θα ήταν να καταφέρω να τις υποβάλλω σε αυτή τη μιαρή δοκιμασία. Από την άλλη όμως γνώριζα πως ακόμα κι αν το κατάφερνα εν τέλει (με τη σχετική δεξιότητα −όσο και ένα είδος σχετικής αναλγησίας− που αποκτάται εκ των πραγμάτων από τη μακρόχρονη πείρα στην επιτόπια έρευνα) το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι το διαφορετικό από το ζωντανό θρήνο για τη συγκεκριμένη νεκρή που είχαν επιτελέσει οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της πρόθεσης του λείψανου στο σπίτι, ακόμα και αν έλεγαν τα ίδια μοιρολόγια.
 Ωστόσο το τόλμησα, παρόλες αυτές τις σκέψεις, λαμβανομένων υπ’ όψη της μεγάλης σημασίας της θρηνητικής παράδοσης, όσο και της προϊούσας απαξίωσης ή και απαγόρευσης της επιτέλεσης των θρήνων. Από την άλλη, όσα τυχόν θα άκουγα και θα κατέγραφα εδώ σήμερα αν τα έθετα διαλεκτικά στο πλαίσιό τους, θα μπορούσαν να καταστούν συμπληρωματικά πολύτιμα για την κατανόηση του κοινωνικού βιώματος του θανάτου εν γένει αλλά και του συγκεκριμένου θρήνου που είχα καταγράψει τον Ιούλιο.
 Καθώς έβλεπα πλησιάζοντας τις γερόντισσες καθισμένες στο πεζούλι, τις «αφουγκραζόμουν» κατάφορτες με έναν μυστικό όσο και πολύτιμο συμβολικό θρηνητικό θησαυρό, που ομολογώ ότι σκέφτηκα πως θα τον έπαιρναν σε λίγο ή σχετικά σύντομα μαζί τους στον τάφο. Ταυτόχρονα ήμουν σίγουρη εκ πείρας πως και οι ίδιες θα επιθυμούσαν να κληροδοτήσουν το πολιτισμικό φορτίο που κουβαλούν στα παιδιά τους −με την ευρεία έννοια−, όσο και αν θα τους ήταν όχι μόνο δύσκολο −συναισθηματικά και πρακτικά− αλλά και «αφύσικο» όσο και επικίνδυνο δεισιδαιμονικά να μοιρολοήσουν χωρίς συμβάν θανάτου. Ταραγμένη λοιπόν και δίβουλη από τις αντιφατικές αυτές σκέψεις, πήρα βαθιά ανάσα (“το –όποιο– κρίμα πάνω μου!” εν τέλει, σκέφτηκα, καταρώμενη για πολλοστή φορά τον εαυτό μου στον υπό αυτή την έννοια «κριματισμένο» −μακρότατο ήδη− ερευνητικό βίο μου) και κάθησα στο πεζούλι ανάμεσα στους ανυποψίαστους για το λόγο που τους πλησίασα γέροντες, καλησπερίζοντας. Χαμογελούσα, αν και ταυτόχρονα ένοιωθα κάπως σαν κλέφτης απέναντί τους ή ακόμα και μιαρή σαν τον ίδιο το Χάρο.
Η προηγηθείσα ημερολογιακή κατάθεση είναι ημιτελής χωρίς τον θρηνητικό λόγο των μοιρολογιών. Παραθέτω λοιπόν παρακάτω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της πολύτιμης κουβέντας που επακολούθησε στη Ρούγα μεταξύ της γράφουσας και των παρόντων Λαγκαδινών (τριών γυναικών και ενός άνδρα). Πολύτιμη πολλαπλά νομίζω, γιατί μας παρέχει άμεση και εναργή εικόνα ως προς τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης και της μελωδικής έπιτέλεσης των θρήνων. Μια διαδικασία που αναδεικνύεται εδώ διαρκής κοινωνικά και ιστορικά, δηλαδή ότι υφίσταται και συντελείται δημιουργούμενη συνεχώς εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι, διαπλεκόμενη διαλεκτικά με την καθημερινότητα, τα τοπικά ιστορικά −με την ευρεία όσο και τη στενά τοπική έννοια− γεγονότα όσο και το συλλογικό φαντασιακόΚάτι σαν το «αποθνήσκειν», ως συνεχή κοινωνική διαδικασία που αναλύει η Dastur [42]. Επιπλέον μας επιτρέπει να δούμε και μερικές από τις πολλές κοινωνικές παραμέτρους του συμβάντος του θανάτου της Γαλανής που η προηγηθείσα, αυτόπτις δική μου (και μεροληπτική) προσωπική κατάθεση παραλείπει.
Παρ’ όλο τον αιφνιδιασμό των γυναικών από εμένα και την αποσπασματικότητα αυτού του «ψευτο-θρήνου» που επιτέλεσαν, δομείται νομίζω εδώ με ενάργεια η αφηγηματική πλοκή της νεκρικής αναχώρησης-διάβασης-ενσωμάτωσης, στα κρίσιμα σύνορα του απάνω και του κάτω κόσμου. Με ποιητικές μεταφορές εξαιρετικής ποιότητας, σαν «πάντα έτοιμες» οι (μη εγγράμματες σχεδόν) γειτόνισσες της Ρούγας, μας αποκαλύπτουν το οικογενειακό, το κοινωνικό και το φαντασιακό πλέγμα όπου ταξιδεύουν συλλογικά ως «ακρίτη» τη θανούσα Γαλανή προς το οριακό και αποτρόπαιο μυθικό τοπίο του Άδη. Γίνεται προφανές και εδώ ότι το μυθικό αυτό τοπίο της μετά θάνατο ζωής, δεν έχει καμμιά σχέση με τη χριστιανική οπτική του θανάτου και τη σωτηριολογική προσδοκία, καθώς εκφράζει –αν όχι προ-χριστιανικές– τουλάχιστον μη χριστιανικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Εκείνο που είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής και παρατήρησης, είναι το πώς –απρόβλεπτα για μένα– μια από τις συνομιλήτριες, η επωνομαζόμενη χαϊδευτικά με το παρωνύμιο Χήνα (η οποία ήταν απούσα, όπως εξηγεί, τυχαίως από την κηδεία της Γαλανής) μετατρέπει –συμπαρασύροντας και τις άλλες παρούσες εδώ– την ερευνητική αυτή συνέντευξη σε ένα είδος επιμνημόσυνης τελετουργικής διαδικασίας. Προκειμένου δηλαδή ν’ αναπληρώσει την απουσία της από το θρήνο της αγαπημένης φίλης της και να της αποδώσει σε ό,τι την αφορά την οφειλόμενη επικήδεια τιμή, δράττεται τώρα της ευκαιρίας που της παρέχει απρόβλεπτα το δικό μου αίτημα να πει μοιρολόγια και δομεί, όπως ξέρει, «πάντα έτοιμη»,  ένα θρηνητικό «βήμα». ΄Ητοι συγκροτεί άμεσα έναν λόγο (ως αίτιο/αφορμή), ένα πλαίσιο θανάτου αλλά και έναν διάλογο (ως αντιφώνηση) με τους άλλους παρόντες  ώστε να μπορέσει εντέλει να μοιρολοήσει, επιτελώντας κατά ένα τρόπο  το αιτούμενο μοιρολόισμα στο πλαίσιο μιας δέουσας τελετουργικής διαδικασίας αλλά και σε άμεση αναφορά με συγκεκριμένο, όσο και προσφιλές,  νεκρό πρόσωπο[43]:

(όπου Ε. = ερευνήτρια  και οι αριθμοί οι συνομιλήτριες)

« ...
Ε. − …..Μη φεύγεις, κάτσε κι εσύ, δεν πειράζει,
1. −Τι να κάνω εγώ, εγώ…
E. −Έ, ν’ ακούς εδώ να κουβεντιάσουμε. Έχεις δουλειά; Κάτσε να περάσει λίγο η ώρα, τώρα.
1. −Ε, κάτσε χάμω, Δε θα μιλάμε, θα λέν’ οι γυναίκες τα μοιρολόγια.
2. −Σάματι ξέρουνε;
3.−Δεν πρέπει, η Αθηνά δεν πρέπει, να μοιρολογήσει.
4. −Α τώρα δεν μπορώ να μοιρολογήσω.
Ε. −Με τα λόγια, έστω να μου το εξηγήσετε…
1.     −Α, με τα λόγια…
Ε. − Έστω έτσι…
1.     −Ε, σιγά-σιγά…
3.− Μόνο άμα θές…
Ε.−Ε ναι, εντάξει, άμα θές…
3.­ − Δε θυμόμαστε…
Ε.− Θα σε ρωτήσω εγώ για ένα-δύο που θυμάμαι που λέγανε και…εκείνο που ξεκίναγε…δεν ξέρω αν ξεκίναγε έτσι, πάντως που έλεγε κάποια στιγμή…»καλή νοικοκυρά, καλή και ψιλογνέστρα» … πήρε ο καιρός τη ρόκα της…»
2._Τά ξέρει αυτά…
3. −…»τη ρόκα της πουν’φουντωτή, το αδράχτι της γεμάτο»
Ε.−Για πέστο απ’ την αρχή αυτό, το θυμάσαι; Την αρχή έχασα.
3.−Αρχίνα το Μαριγώ,
2.    −Δεν ξέρω ’γώ μη με βάζεις. Και ποιος θα μου το γυρίσει…
3. − […] όχι…αφού την προτρέχεις την άλλη, λές μεράω[44].
2. −Αντε να την πείς τη συνέχεια.
3. −Θα σε βοηθήκω κι εγώ.
3.    −Ότι θές τώρα.
1. −Θα σε βοηθήκει κι η Καλλιώ..
2. −Καλά, ε…
1.     −Δε μπορείς ν’αρχινίσεις, ένα μοιρολόγι,…
Ε . −Ε δεν είναι εύκολο, ντάξει, σιγά-σιγά...
1.     −Δεν είναι εύκολο;
Ε.−Έτσι εύκολο τόχεις;
3. −Πώς αρχινάς Μαριγώ, πώς αρχινάς;

Ψηλό τετράκορφο βουνό
φιργάδα ροβολάει, φιργάδα
και ναι γιε μανου ου λίτσα κα μου...

3. −Δε λέω εγώ άλλα, τελείωσα.
Ε. −Μισό λεπτό να περάσει το αυτοκίνητο…
2. −Να το πεί η Σταυρούλα.
Ε. −Τώρα ήρθανε;
3. −Η Σταυρούλα Δε το ξέρει…[…]
[……]
3....παίρνει τη ρόκα φουντωτή, το αδράχτι της γεμάτο...

Ε. − Απ’ την αρχή να το...είπαμε…

3. −...Ψηλό τετράκορφο βουνό φιργάδα ροβολάει
παίρνει τη ρόκα φουντωτή…
 φιργάδα και [νεροταριά] κι όμορφοψιλο-ονέ-έστρα
πηρ’ ο και- αιρός γιε μανουλίτσα τη ρόκα της…

[Διακοπή από συζητήσεις, συνεχίζει, τραγουδώντας:]

Ψηλό τετράκο-ορφο βουνό φιργάδα[45] ροβο-ολάει
γιε-ργάδα – α και νε γιε μανου-ουλίτσα καματερή
ν-φιργάδα και κα-αματε-ερή κι ομορφοψιλο-ονέ-έστρα
πήρ’ ο και-αιρό-ος γιε μανου-ουλίτσα τη ρόκα της
πήρ’ ο καιρός τη ρόκα της –μανα μου-κι αέρα-ας την κλω-ωνά της.
-Ν άσε και-ερε νε γιε μανου-ουλίτσα τη ρόκα μου
άσε καιρέ τη-ή ρόκα μου κι αέρα-αχ την κλω-ωνά αμου
γιατι έχω-ω δρόμο γλυκειά η μανούλα μου για να παω...
−Δεν ήμουνα ’δω στη θεια-Γαλανή! [46]
Ε. −Είδες;
3 −Μ’ έτυχ’ η άτιμη αρρώστεια..
Ε.−Τι κρίμα!

 2. [Τραγουδάει]
_...»δεν έχεις δρόμο να διαβείς…και στράτα να…

Δεν έχω δρόμο –να διαβώ και δρόμο-ο να πε-ερά-ασω

θα σκαπε-ετήσω για μανου-ουλίτσα μου τρια βουνά
θα σκαπε-ετήσω μανούλα τρια βουνά κι εξήντα δυό ρα-αχούλες
και στη ψη-η λόνο και στη ψηλο-νότερη κορφή
και στην ψηλότερη κορφή βγαίνει μια κρυοβρυ-υσού-ουλα

το ’χουνε-ε νέοι γιε μανου-ουλίτσα μου μπαρμπεριό

το ’χουνε –νέοι μανούλα μπαρμπεριό και γέροι καφε-φενεί-ειο
και μες στη στη μέση που του Γαλανίτσα μου του χορού
και μες στη μέση του χορού ο Πάκος μας χο-χορέ-ευει.
Πώς να ήταν να να γιε μανουλίτσα να πιανόσουνα
πώς να ήταν να πιανό-ρ οβρέ παιδιά μές στων παι-αιδιών το χέ-ερι.
Του ταβου-ουλιάρη γιε μανου-ουλίτσα μου μίλησε
του ταβουλιάρη γιε μίλησε μανα μου του παιχνιδιάρη[47]-η λέ-ει.
-Πάρε τρα-αγού-ουδι πω πω η μα-ανούλα μου θλιβερό
πάρε τραγούδι καημός μου θλιβερό και παρα-απόνε-εμένο
για να δια-αλύσει γιε μανου-ουλίτσα μου ο χορός
για να διαλύσει καυμός μας ο χορός[48] να σκροπιστεί τα –ασκέ-ερι και…

Ε.− Ναι.
2.− Ε δεν έχει άλλο δεν ξέρω…
Ε.−Δεν έχει άλλο, και ξέρεις ποιο άλλο ήθελα;
2.−Ξέρω και το λένε δυό φορές…
1.−Είναι παλιά.
2.    −Το λέω εγώ, μετά το λένε κι οι άλλοι να ανασαίνω εγώ…
Ε.−Έτσι είναι, έτσι είναι. Αυτό είναι παλιό μοιρολόι, ή εσύ το φτιάχνεις τώρα εδώ πέρα;
2.    –Τα μοιρολόγια που έλεγα, δεν το φτιάνω εγώ το ξέρουμε από τις…
4.−Γιατί έχεις προσθέσει και μερικά, δεν έχεις προσθέσει;
2.−Το ξέρουμε από τις…ε πάνε σύμφωνα με τον καυμό που έχει ο άνθρωπος,
τη Γαλανή πούχει τα παιδιά…
4.−Γιατί είπες τον Πάκο, είπες το…
3.    −Τον Πάκο, το Μήτσο[49] δεν τον είπα, να πιαστεί από δω και πάνω
... να πιανόμουνα μέσ’ στων παιδιών τα χέρια
4.−Το καταλάβατε τον Πάκο που είπε;
Ε.−Κατάλαβα, κατάλαβα ήμουν εδώ στην κηδεία και ξέρω.
4.−Πάκος είν ο Παρασκευάς
Ε.−Ναι ο γιός της
2.−Δεν πάνε έτσι αυτά πάνε σύμφωνα με την κατάσταση του ανθρώπου που έχει
το πένθος πούχει η Γαλανή, τον καημό…
1.     −Τώρα η κυρα-Θοδώρα να ειπεί ένα…
2.    –Δεν ξέρω εγώ, δεν ξέρω…
Ε. –Το άλλο σου όνομα, πώς σε λένε, Μαριγώ; το άλλο;
3.−Ν…..
Ε.−Ν…., πόσο χρονώ είσαι;
3.−Εβδομήντα.
Ε.−Εβδομήντα, εσάς, το όνομά σας;
2.−Θοδώρα
Ε.−Θοδώρα, το άλλο;
2.−Κ…..
Ε.−Κ…, κι εσείς πόσο χρονών είστε;
2.−Ογδόντα τρία.
4.−Η γνωστή και ως Χήνα.
Ε.−Θέλω να μου πείτε κι ένα άλλο που άκουσα που λέγανε και πάλι δεν έχει γραφτεί από την αρχή που λέει ότι πάει σ’ ένα δέντρο, και λέει να πληρώσει νοίκι και…πώς αρχίζει αυτό;
2.−«Μια γερο…» η Χήνα να το πεί αυτό.
Ε.−Αυτό, αυτό. Πέστο. Έλα, εσύ να, να ξεκουραστείς, έλα.
4.−Αυτή είναι η Χήνα.
Ε.−Χήνα τη λέτε;
2.−Έχω δύο ονόματα.
Ε.−Χήνα είναι το καλλιτεχνικό σου, έτσι, το…
2.−Όχι, Θοδώρα, το χαϊδευτό μου είναι Χήνα.
Ε.−Το ξέρω, το ξέρω, το χαϊδευτικό.
2.−Με βγάλαν οι γονέοι μου, το όνομά μου Θοδώρα είναι.
Ε.−Οι γονείς σου σε φωνάζανε Χήνα;
2.−Ναι, ναι.
Ε.−Α, ωραία.
2.−Χηνούλα, Χηνούλα, και μούμεινε Χήνα.
Ε.−Πολύ ωραίο, ναι.
2.−Ναι κι αυτό, στο χωριό, οι περσότεροι δε με ξέρουνε Θοδώρα,
Ε.−Χήνα.
2.−Χήνα, ναι.
Ε.−Ε, τότε, να μου το πείς και αυτό, μου χρειάζεται.
2.−Εβγαίναν τα παιδιά μου στην αγορά, δώθε, κείθε, «-Τίνος είσαι συ μανούλα μου;»
«−Του Βαγγέλη του Κουρή», «−Από την Κερέσοβα;», «−Όχι,» λέει. «−Να μην είσαι της Χήνας;».
Ε.− Κι έτσι καταλαβαίνανε,
2.−Ναι.
Ε.−Ωραία, για να το θυμηθούμε αυτό, το άλλο…
2.−Ψηλό τετράκορφο βουνό. Ψηλό τετράκορφο βουνό…ά όχι τόπαμε αυτό.
Ε.−Αυτό με το δέντρο και με το νοίκι και το,…που…
2.−Ένας άρχοντας…πάει στους άντρες αυτούνο, άς πάει και σε γυναίκα δεν πειράζει.
Δεν το θυμάμαι Μαριγώ εγώ αυτό, δεν το θυμάμαι…
1.−Δε θυμάσαι, ...Ένας άρχοντας ένας καλός λεβέντης…
2.−Μια γερο-μια γερο…
4.−Δεν είναι γραμμένα αυτά;
Ε.− Όχι όλα,
4.−Τάχεις κοιτάξει;
Ε.−Ναι!
2.− Μια γερο-μια γερόντισσα, …
Ε.−Είδες πώς το προσάρμοσε αμέσως;
2.−…και μια καλή μανούλα κάστρο γύ-κάστρο γύρευε... Θές νάχεις και ν’ ηχό[50] να τα πείς.
Ε.−Σιγά-σιγά, με την ησυχία σου δε βλέπεις, ξεκινάς, σταματάς,…
2. [τραγουδάει]
...Κάστρο γυ-κάστρο γύρευε χωριό να πάει να μείνει
μα ιδέ κα- μα ιδέ κάστρο –ρε
μα ιδέ κα- μα ιδέ κάστρο 'βρε μαειιδέ χωριό να μείνει
παρά ‘να δεντρί
παρά να παρά ' να δεντρί, τ' ά η Γιώργη κυπαρίσσι,
δέξου με, δέξου με δεντρί
δέξου με, δέξου με δεντρί ,δέξου με κυπαρίσσι
πώς να σε, πώς να σε δεχτώ;
πώς να σε, πώς να σε δεχτώ; πώς να σε καρτερέψω
πού 'σαι γε- πού'σαι γερόντισσα[51];
Πού 'σαι γερό- πού 'σαι γερόντισσα και πολύ λυπημένη
να ο ί- να ο ίσκιος μου
να ο ί- να ο ίσκιος μου στρώσε πλατιά κοιμήσου
κι όταν ση-κι όταν σηκωθείς
κι όταν ση-κι όταν σηκωθείς τον ύπνο χορτασμένη
δυό σταμνιά, δυό σταμνιά νερό
δυό σταμνιά, δυό σταμνιά νερό να με ριζοποτίσεις
ως και το ως και το δεντρί
ενοίκιο μου γυρέυει, μανουλί-μανουλίτσα μου.»

(Άφιξη νέου προσώπου)
5.−Πώς πάμε;
2.−Καλά.
5.−Καλά; τι γινετ’ εδώ;
2.−Μας ήρθε δουλειά.
Ε.−Έχουμε δουλειές εδώ.
3.    –Έχουμε δουλειά και κλαίμε.
5.−Ποια κλαίτε;
2.−Τη θεια Γαλανή.
5.−Ά, τη θεία Γαλανή. Εγώ τρόμαξα, λέω «Πάει η θεια Βαγγέλαινα, πέθανε»! […ομιλίες].
2.    –Τι στο καλό έπαθα, δεν την είδα τη θεια Γαλανή εδώ πάνω. Γιατί την είχα τόσο πολύ συμπαθήσει και τόσο αγαπήσει, και δεν ευρέθηκα, εδώ!
Ε.−Δεν ήσουν ούτε εσύ εδώ;
3.    –Όχι ήμαστε στην Αθήνα με το γέρο στο γιατρό.
Ε.−Α, το λέγανε, το θυμάμαι που λέγανε ότι λείπεις.
3.−Και όταν άκουσα εκεί πάνω που πέθανε, έσκασα, σου λέω.
4.−Και μεις στενοχωρηθήκαμε, πήραμε μία στενοχώρια…
6.−Γιαγιά δε μου λές, τι έγινε, τώρα; Τι κάνει αυτό το πράγμα;
3.−Μαγνητοφωνεί τα μοιριολόγια, να ντα λέει καμμιά φορά, που θα πεθάνουμ’ εμείς…
6.−Αυτό εμείς τό 'χουμε κάνει…
4.−Πουδε θα τα ξέρει κανένας άλλος, θα βάζουμε το κασετόφωνο και θα σου τα λέει.
3.−Εγώ είπα του Θοδωρή να γράψει να ντου ειπώ μοιργιολόγια, να μου ειπεί και μπόλικα μόλις πεθάνω.
4.−Να ντου πεί; ποιος θα σου πεί;
6.−Εγώ μπορώ να σου γράψω, ε γιαγιά, εγώ μπορώ…

[….α] μου μην βρε μην ανθίσε- ετε…

1.−Σιγά-σιγά, μωρή…[…].
[τραγουδάει]
...Κλαριά μη μπουμπου-ουκιά-στε στον ίσκιο-ο Σα-ας δέντρα δε- εν κά-α θουουμαι

Στον ίσκιο-οσα –ας δέντρα Δε-εν κά-αθουουμαι

Μα ιδέ και στη δρο-οσιά σας μον καρτε-ερώ-ω δέντρα τη-ην άνοιξη...


1.−Μη βιάζεσαι…

[τραγουδάει]

..μα καρτε-ερώ-ω δέντραα τη-ην άνοιξη

το ’μορφο- οκα –α-λοκαίρι βγαίνουνε-ε οι βλά-α βρε οι βλάχοι στα-α βουνά
βγαίνουνε οι βλά-βρε οι βλάχοι-οι στα βου-ουνά
βγαίνουνε οι βλαχο-οπούλες με τα κα-ατσί-ί κατσίκια στην πο-οδιά
με τα κατσί-ι κατσίκια στην πο-οδιά
και με τ’αρνιά στα α-χέ-ρια[52]
 να βγείς και εσύ κι εσύ μα-ανού-ουλα μου
να βγείς κι-εσύ κι εσύ μα-ανούλα μου
να ξεκαλοκαι-αιριά σεις να πιείς νε-ερό –απ’ του Γούνα-αρη[53]
να πιείς νε-ερό νερό απ’ του Γούναρη
κι απ’ την α-πά-ανω ω-ρά-αχην οπού ταν ντο-βρε το συνήθειο σου

5.−[…ήταν το μάθημά σου].

...Οπού ταν το βρε το συνήθειο σου ήταν το μάθη-ημάσου…

Ε.−Να σου πώ, όταν, ας πούμε ξεκινάνε το πρωί-πρωί που πρωταρχίζουνε μοιρολόϊ,
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο που λένε ή ότι.. όπως σούρθει εκείνη την ώρα;

3.−Όχι όπως σούρθει, έχουνε…τι ώρες;
Ε.−Μήπως θυμάσαι εσύ;
3.−Δεν ξέρω…την αυγή είχ’ένα όπως βλέπει ο πεθαμένος…κοντεύει να φωτίσει…
Ε.−Ναι, κείνη την ώρα
3.− Πού ’ναι ο πεθαμένος χάμω και μόλις τον βάνουνε…
Ε.−Ναι
3.−Πώς το λένε; Δεν το θυμάμαι…

«Σήκω τοιμά-σηκω τοιμάσου μανουλί-ιτσα μου και φόρεσ’τα και φόρεσ’ τα καλά-α σου
μανούλα μου βασανισμένη
κι έρχεται το-κι έρχεται το-λο ξυλά-ν-άλογο να βάλουν-το να βάλουν το-νο-κορμί σου
μανούλα μου καλέ μανούλα
ξύλινο ει-ξύλινο εί-ναι μανούλα τ’ ά-ν-άλογο
και μαύρος α-και μαύρος α-ν-αγωγιά-της βασανισμένη λυπημένη μου
1.−Γιατί αν είν’ βασανισμένη[54]!
[τραγουδάει]
Άει κοντοκρατεί- κοντοκρατείτε παιδιά μου τ’ά-ν-άλογο

κι ας κάτσει κι α-κι ας κάτσει κι αν-αγωγιά-χα της μανούλα μου πάλε μανούλα

                                                                       [βασανισμένη μου]      
γιατί εχω λό-γιατι έχω λόγο παιδιά μου για –α να ειπώ
 [να σας πώ]
παραγγελία-α παραγγελιά –α να δώ-ωσω μανούλα μου η γλυκειά η μανούλα
[παράπονο-οπαρά πονο-ο μεγά-αλο]
να ορμηνέ-να ορμηνέψω παιδιά μου τα να-παιδιά α
-ν- ούλα με τη ούλα με τη-νην αράδα
ούλα με τη-νη-ν αρά-δα καυμός μας για τη-η- μανουλίτσα μας
παιδιά να μή παιδιά να μη-ν-η μαλώ-ώνετε, αντάμα να-αντάμα να-να η- καθό-’στε [σετε βρε παιδιά]
μανούλα μου χαροκαημένη
αντάμα να- αντάμα να –ν-α καθό-ν-όσαστε κι ένα ψωμί κι ένα ψωμί-νι- να τρώ-ωτε
άει στο καλό τη μανουλίτσα-α μου
στο καλό στο καλό τη μανουλί-ίτσα μου
και στην καλή και στην καλή-ν-η την ώ-ωρα μανούλα μου πάλι μανού-ουλα μου

Ε.−Σιγά, τώρα, μην κλαίς…άσε…

να βρείς παρά- να βρείς Παράδεισο[55] μανούλαμ- ανοιχτό
να βρείς κερί να βρείς κερι-α ναμέ-νο μανούλα μου γλυκειά η μανού-ουλα

1.−Φτάνει, δε βρίσκεις την άκρη…
3.−Αφού θέλει, να την ικανοποιήσω…
Ε.−Έ, ναι, αλλά μην κλαίς, εντάξει, δε μπορείς τώρα, μη σε στενοχωρώ…
1.−Θα…θα ειπούμε μοιρολόγια, άμα φτιάσει ο Γιάννης ένα τέτοιο…[μαγνητόφωνο]
3.− Ποιος Γιάννης, ο δικός μας;
1.−…και θα τα ειπούμε σιγά-σιγά και καλά-καλά.
3.−Ό[χ]ι βαριά, εγώ δεν μπορού να ντα λέω τα βαριά-βαριά…
1.−Ε ,θα λέω ‘γώ τα βαριά
3…−εσύ θα ντα λές κι εγώ από πίσω… τα λένε μια φορά ο καθένας, δεν τα λένε μονοκοπανιά,
τα λές πρώτα εσύ και μετά εγώ.
1.−Ε, θα λέω πρώτα εγώ και μετά εσύ…και θα ντα…θα ντάχουμ’ έτοιμα.
Ε.−Μμ, ωραία, θα μου δώσετε κι εμένα μία κασέτα όμως τότε που θα το κάνετε αυτό..
1. − Θα ντα ειπούμε… Ο γιός του Τσιριτόγιαννη τα ‘χε πει στου κουμπάρου τού Βασίλη θυμάμαι, βάλαμε το μαγνητόφωνο χάμου, και τα ‘λεγε .Έχει γράψει για τον εαυτό του, λένε. Εγώ τό ειπα των μπαιδιώνε, φέρτε [μαγνητόφωνο] να ειπούμε κανένα, αφου δεν ξέρετε μοιργιολόγια, να μου τα λέτε μεθαύριο.Δε θα μπορούμε να τα ακούμε, λένε, γιατί θα συγκινιόμαστε. Αφού θα ’μαι γριά εγώ, από τί θα συγκινιόσαστε!...».

Λόγω του συγκινησιακού φορτίου που δημιούργησαν αναπόφευκτα τα μοιρολόγια και που προκάλεσε κλάμα, διακόπηκε η συνέντευξη και η συζήτηση πέρασε σε άλλα θέματα. Νομίζω ότι η προσεκτική ανάγνωση της απομαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας, πέραν της σημασίας της ως εθνογραφικού υλικού και των πολυσύνθετων σημασιολογικών πεδίων που προσφέρει για ανάλυση, δικαιώνει πλήρως τα προαναφερθέντα προσωπικά μου διλήμματα και τις επιφυλάξεις, αφού αναδεικνύει δραματικά το πόσο υπερβατική, παραβατική αλλά και πολλαπλά παρακινδυνευμένη εν τέλει («κριματισμένη» κατά ένα τρόπο) ενέργεια είναι το να επιχειρεί να καταγράψει κανείς μοιρολόγια εκτός τελετουργίας.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
[Το παρακάτω, αληθινό συμβάν, εδώ σε πρώτη δημοσίευση. Δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου, απόσπασμα του οποίου είναι όλο το παραπάνω κείμενο]

Το όνειρο

(Αθήνα, Πέμπτη, 3 Ιουλίου 1997)
Όπως είναι γνωστό, στη μεταμοντέρνα ανθρωπολογία τα όνειρα θεωρούνται και καταχωρίζονται στα κείμενα ως δομικά στοιχεία της επιτόπιας εθνογραφικής εμπειρίας[1]. Χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να μπω στα πεδία της ψυχανάλυσης όσο και ειδικό σε αυτά τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα, συμφωνώ με αυτή την άποψη και ως εθνογραφική πρακτική, γι’ αυτό και θα αναφερθώ στη συνέχεια σε ένα όνειρο. Παρόλο που δεν αποτελεί δική μου φαντασιακή εμπειρία, θα παραθέσω τα σχετικά με αυτό, γιατί σχετίζεται άμεσα –κατά ένα ανεξιχνίαστο για μένα, όσο και «παράλογο», τρόπο– με τη νεκρική τελετουργία που βίωσα.
Επιστρέφοντας από την κηδεία όπου είχα συμμετάσχει, την επόμενη ημέρα πήγα το πρωί κανονικά στο γραφείο, στο ΚΕΕΛ. Κάποια στιγμή ήλθε και η συνάδελφος και φίλη μου Δ.-Μ. , η οποία δεν γνώριζε για ποιο λόγο ακριβώς είχα λείψει την προηγούμενη ημέρα, αφού δεν είχα προλάβει να την ενημερώσω. Ρώτησε ενόσω έλειπα και έμαθε πως είχα πάει στην κηδεία κάποιας συγγενούς μου, όπως την πληροφόρησαν. Καθώς είχε φανταστεί ότι είχε πεθάνει κάποια γνωστή της, ηλικιωμένη μακρινή συγγενής μου, της εξηγούσα ποια ήταν ακριβώς η νεκρή, ενώ ταυτόχρονα  ανυπομονούσα να της διηγηθώ τη θρηνητική εμπειρία μου και τα διαδραματισθέντα εκεί.
-«Κοίτα να δεις ένα περίεργο όνειρο που είδα προχθές το βράδυ», με διέκοψε, πριν προλάβω ν’ αρχίσω τη σχετική διήγηση. »Λάβε υπόψη σου», συνέχισε, »ότι το είδα την νύχτα που εσύ, εν αγνοία μου, ξενυχτούσες τη νεκρή, επιμένω χωρίς να γνωρίζω κάν ότι λείπεις από την Αθήνα, πόσο μάλλον ότι βρίσκεσαι σε κηδεία»….
Παραξενεμένη για το ποια σχέση μπορεί να είχε το όνειρο με τα όσα λέγαμε −ενώ καιγόμουν να αφηγηθώ την εμπειρία μου− σταμάτησα για να το ακούσω. ΄Οσο ακριβής μπορεί να είναι η αφηγηματική αναπαραγωγή ενός ονείρου εν γένει, και πόσο μάλλον η έμμεση, από περιγραφή αυτού που το είδε, το συγκεκριμένο όνειρο ήταν ως εξής περίπου, όπως τουλάχιστον το «άκουσα» εγώ από την Δ.- Μ., να το αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο:
«… Είμαστε οι δυό μας [η ονειρευάμενη Δ.-Μ. και η γράφουσα] μέσα σε μια βάρκα, η οποία δεν έχει κουπιά ή μηχανή, και τη σπρώχνω εγώ πάνω στο ήρεμο νερό, προσορμίζοντάς την μέσα σε μια σπηλιά σαν αυτή στο Σαρακίνικο,  στην Εύβοια. Μεταφέρουμε ένα μακρόστενο δέμα, σαν μπόγο τυλιγμένον με πανί, το οποίο πρέπει να πάει επειγόντως σε δροσερό μέρος για να μη λειώσει ή αλλοιωθεί γενικά. Πατάω στο έδαφος της σπηλιάς, το οποίο είναι στρωμένο με μικρά ανοιχτόχρωμα βότσαλα, χαλίκια. Η σπηλιά έχει χαμηλή, υγρή οροφή και ’γώ, σαν φτάσαμε, καθώς έκανε αφόρητη ζέστη και εσύ έλεγες ότι είχες σκάσει, ακουμπούσα τα χέρια μου πάνω στην υγρασία, τα έβρεχα και στη συνέχεια δρόσιζα το πρόσωπό σου, το οποίο μάλιστα δεν έβλεπα, ενώ εσύ έκανες ήχους ευχαρίστησης από τη δροσιά. Βγάζω από το τυλιγμένο δέμα τρία κεριά και τα μπήγω μέσα στα χαλίκια του δάπεδου της σπηλιάς, ανάβοντάς τα. Από τα χαλίκια είδα ξάφνου να προεξέχουν επίσης δυό χέρια, μόνον οι παλάμες, που ήταν ζωντανά, κινούμενα, σαν να έκαναν νοηματική ομιλία, χωρίς να φαίνεται το σώμα στο οποίο ανήκαν ή το κεφάλι του σώματος αυτού. Ταυτόχρονα, αντί να τρομάξω με όλα αυτά, ένοιωθα μια εξοικείωση, μια παράξενη, απολαυστική/λυτρωτική θα ’λεγα, γαλήνη…»
-«Δεν είναι δυνατόν, είναι απίστευτο …!!!», είπα όταν σταμάτησε η Δ.-Μ., τελείως σοκαρισμένη, φρικιασμένη θα έλεγα, ανατριχιάζοντας. »Εάν είχα προλάβει να σου μιλήσω για την εμπειρία μου», συνέχισα, »και να σου περιγράψω τις εντυπώσεις μου, ή έστω αν απλά γνώριζες πως ήμουν σε κηδεία εκείνη τη νύχτα, θα έλεγα πως κατασκεύασες το όνειρο για να δείξεις πόσο είμαστε ίσως επικοινωνιακές μεταξύ μας ή εσύ μάντισσα. Γνωρίζω όμως πως δεν ήταν δυνατόν να ξέρεις τίποτα για το ότι βρισκόμουν εκεί, ούτε για την εμπειρία μου, όταν το είδες. Έτσι ταράζομαι, γιατί δεν μπορώ να ερμηνεύσω το γεγονός πως όχι μόνο «ψυχανεμίστηκες» πως με κάτι νεκρικό είχα σχέση εκείνη τη νύχτα αλλά κυρίως το πόσο πιστά, αν και αφαιρετικά, αναπαριστάνει το όνειρό σου το μεταφορικό πλαίσιο της εμπειρίας που έζησα και τις σκέψεις που έκανα σχετικά!»
Και βέβαια καθώς με άκουγε παραξενεμένη, ήρθε μετά η δική της σειρά να σοκαριστεί, όταν της διηγήθηκα εν πολλοίς τα διαδραματισθέντα και αντιλήφθηκε ότι το όνειρό της ήταν σαν να πρόβαλε εικονικά όσο και μεταφορικά τα κύρια σημεία της εμπειρίας μου, και μάλιστα σύμφωνα με την αντίληψη που εγώ σχημάτιζα και επεξεργαζόμουν για τα πράγματα, πράγμα αποδείξιμο, αν γίνει και μια σύγκρισή του με όσα κατατίθενται στην παραπάνω διήγηση της συμμετοχικής μου παρατήρησης της κηδείας της υπέργηρης γυναίκας. Για μένα το όνειρο, πέρα από τα προφανή νεκρικά σημάδια (η χθόνια σπηλιά, το «σαβανωμένο» δέμα, η διαβατήρια βάρκα), περιείχε σημεία που παρέπεμπαν άμεσα στην εμπειρία μου: τα κεριά που είχα δει να θέτουν μέσα στο δίκην χαλικιού σιτάρι, τα «ζωντανά» χέρια της νεκρής που πρόβαλλαν μέσα από τα σκληρά, λευκά −τα είχα ακριβώς παρομοιάσει σαν χαλίκια− πέταλα των λουλουδιών στο φέρετρο, τη ζέστη, τη δροσιά που αναζητούσα και είχα βρει στο μπαλκόνι. Η λεπτομέρεια που καθιστούσε για μένα τη σχέση του όνειρου με την εμπειρία μου περισσότερο «πραγματική», ήταν το γεγονός ότι εγώ κατά τη διάρκεια της νύχτας κρύωσα εν τέλει από την πολλή δροσιά και έριξα πάνω μου ένα μαντήλι που μου είχε χαρίσει η Δ.-Μ. και το είχα πρόχειρο εκεί, στην τσάντα μου, μακαρίζοντάς την, γιατί μου χρειάστηκε. Επιπλέον, πολλές φορές στις ώρες της πρόθεσης είχα φέρει την ίδια την Δ.-Μ. στο νου μου [δεδομένης της μακρόχρονης φιλίας και της επαγγελματικής συνεργασίας μας] καθώς συμμετείχα στα δρώμενα, ευχόμενη να μπορούσε να ήταν παρούσα να τα παρακολουθεί και εκείνη για ν’ ανταλλάσσουμε μετά απόψεις.
 Συζητώντας κατόπιν μεταξύ μας για το παράλογο, πλην αδιαμφισβήτητο αυτό ονειρικό συμβάν, δεν μπορούσαμε να δώσουμε λογική εξήγηση σε αυτή την κατά ένα τρόπο «κοινή»  εμπειρία. Τα όνειρα είναι βεβαίως πολυσήμαντα και οι πρόχειρες ερμηνείες παρακινδυνευμένες. Πέραν λοιπόν των όποιων άλλων συνδηλώσεων,  θεωρήσαμε ότι μια από τις εξηγήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν, και μάλιστα αναφορικά με την τελετουργική εμπειρία που εγώ βίωνα όταν η Δ.-Μ. έβλεπε το όνειρο, ήταν η δοξασία περί «ανοιχτής ώρας» στο μεταιχμιακό, μεταφυσικό πλαίσιο των τελετουργιών (και που ορθολογιζόμενη, προσωπικά δεν την «πιστεύω»). Ότι δηλαδή μπορεί να είχε όντως «ανοίξει» ένα ρήγμα, κάποιος δίαυλος ανάμεσά μας[2]. Δεχόμενες υποθετικά ότι η νυχτερινή «πάρωρη» ώρα της πρόθεσης (που εκείνη κοιμόταν στην Αθήνα, ενώ εγώ αγρυπνούσα δίπλα στη νεκρή στα Λαγκάδια) μπορεί και να ήταν τελετουργικά ρηγματική, αναρωτηθήκαμε αν εγώ ήμουν ο ισχυρός πομπός ή εκείνη ο ανοιχτός δέκτης, ή και τα δύο μαζί διαλεκτικά, και πάντως ανεξήγητα και «παράλογα».



[1] Βλ. Αλεξάκης 2001· Ψυχογιού 2003, 2004, όπου και επιπλέον βιβλιογραφία.
[2] Βλ. και Αλεξίου 2002: 190-196· Βοβέλ 2000, Α΄: 27-49, Β΄ : 214-243.
[3] Πβ. και Bocock 2003: 348, 358· Turner 1974: 16-17.
[4] Βλ. και Τερζοπούλου 2003. Κείμενα για το θάνατο και τη τη νεωτερικότητα βλ. Ρήγου 1993· Βοβέλ 2000, κυρίως την εισαγωγή· Αλεξίου 2002: 48-66· Simmel 2004, κυρίως 304-312. Πβ. και Τερζάκης (επιμ.) 2003. Για τη διαμόρφωση της νεωτερικότητας πβ. Hall και Gieben 2003· Bocock 2003.
[5] Βλ. Holst-Warhaft 1991: 29-35· Σερεμετάκη 1994: 132-162, 276-279· Bradley 2003.
[6] Βλ. Για την αναγκαιότητα της μελέτης των «χειρονομιών θανάτου» στη διαχρονία βλ. Βοβέλ 2000, Α΄, : 27-49, Β΄ : 214-243. Για τον συγκρητισμό βλ. Stewart & Shaw 1994.
[7] Πβ. και Gross 2000· Κονδύλης 200332-· Simmel 2004.
[8] Για το θάνατο αβάπτιστων βρεφών βλ. Παραδέλλης 1995: 140-142· για το θάνατο στα ξένα βλ. Saunier 1984: 250-278.
[9]Βλ. Bloch 1982· Ψυχογιού 2004. Πβ. και Godelier 2003.
[10] Βλ. Ψυχογιού 1998· Panourgià 1995. Για τη μουσική εκφορά των θρήνων βλ. Γιαννακοδήμου 1998.
[11] Βλ και Κανδηλώρος 1898· Τσοτσορός 1986.
[12] Πετρονώτης 1975, 1986·û Κωνσταντινόπουλος 1987. Μιαν ηθογραφική αναπαράσταση της ζωής και της δουλειάς των Λαγκαδινών μαστόρων βλέπε στα έργα του αείμνηστου ντόπιου συγγραφέα Χρήστου Νικήτα ή Στρατολάτη (βλ. κυρίως Νικήτας 1961).
[13] Βλ. Για τις δημογραφικές ανακατατάξεις στην Πελοπόννησο βλ. Ψυχογιός 1986· 1987· πβ. και Δαμιανάκος 2002. Οι Λαγκαδινοί, προκειμένου να δείξουν αυτή την επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη, συνηθίζουν να λένε ότι αν ρίξεις μια πέτρα από το πάνω μέρος του απόκρημνου οικισμού, αυτή πέφτοντας θα χτυπήσει ή δάσκαλο ή πρόεδρο(κάποιου σωματείου).
[14] Πβ. και τη μαρτυρία: «...Οι μαστόροι την επιταγή ’θελα ντη στείλουνε στη μάνα, αν δεν ήτανε ο πατέρας στο σπίτι, όχι στη γυναίκα τους. Στο σπίτι την αρχηγία την είχε ο πατέρας σε όλα, ακόμα και όταν ήτανε παντρεμένα τ’ αγόρια. Αν ήτανε μάστορας και έλειπε, την αρχηγία ’θελα ’χει η μάνα, η πεθερά. Και το ταμείο, η μάνα ’θελα ντό χει’...». Επίσης αρκετά παιδιά προσφωνούνταν στην καθημερινότητα με το μητρώνυμο, π.χ. ο Φωτόγιαννης= Γάννης, ο γιος της Φώτως ή Ελένη της Βγένως κ.ο.κ. (βλ. και Ψυχογιού 1983, χ/φο 4123: 44, 264).
[15]Για την κοινωνική και συμβολική ανασύσταση της κοινότητας και της εθνοτοπικής ταυτότητας στη διασπορά, βλ. Chryssanthopoulou 1993: 236-250, 283-306.
[16] Βλ. Πετρονώτης 1986· Ψυχογιού 1983, χ/φο 4123.
[17] Βλ. και Βοβέλ, τ. Α΄, σ. 34. Πβ. Panourgià 1995· Σερεμετάκη 1997Β.
[18] Το κείμενο που δημοσιεύεται στη συνέχεια είναι ηλεκτρονική αντιγραφή του χειρόγραφου ημερολογίου (που εναπόκειται στο ΚΕΕΛ, μη αρχειοθετημένο) της εμπειρίας του συγκεκριμένου θανάτου με κάποιες διορθώσεις συντακτικού και ορθογραφικού χαρακτήρα πάνω στο αυθόρμητο πρώτο γράψιμο, και επίσης μερικές παραλείψεις, όταν δεν σχετίζονται με το θέμα του παρόντος κειμένου ή αφορούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Τα τελευταία αντιγράφονται από το πρωτότυπο μόνον όταν είναι ανώδυνα –κατά την κρίση μου- και απαραίτητα για την οικονομία της διήγησης και την κατανόηση των υποκειμένων που συμμετέχουν, των γεγονότων, των δράσεων και των παθών που αυτές συνεπάγονται. Παρόλο που δεν αναφέρω τα επώνυμα, αφού βεβαίως αυτό δεν είναι δυνατόν να εξασφαλίζει μυστικότητα και ανωνυμία όταν πρόκειται για τόσο μικρές κοινότητες, έθεσα το προς δημοσίευση κείμενο υπόψη της οικογένειας και πήρα την έγκρισή της, σεβόμενη τις όποιες σχετικές παρατηρήσεις. Από την άλλη δηλώνω επακριβώς το γεωγραφικό στίγμα του πεδίου της έρευνας γιατί έχω την άποψη πως ένα εθνογραφικό κείμενο αυτοαναιρείται όταν δεν αποκαλύπτονται επακριβώς τουλάχιστον η συγκεκριμένη κοινότητα και ο ιστορικός χρόνος που αφορά.
[19] Βλ. Πετρονώτης 1986· Ψυχογιού 1983, χ/φο 4123.
[20] Για τους νεκρούς και το σιτάρι βλ. Ψυχογιού 2003.
[21] Ο καθρέφτης είναι «νεραϊδικό». Θεωρείται δηλαδή πως ανήκει στη σφαίρα του μεταφυσικού και στη συγκεκριμένη έμφυλη δαιμονική επήρεια, αλλά προσλαμβάνεται και ως δίοδος προς τον κάτω κόσμο, ως αναπαράσταση του στόμιου του πηγαδιού, με το γυαλί του καθρέφτη στη θέση της αστραφτερής επιφάνειας του νερού (η συγκεκριμένη πρόσληψη του πηγαδιού γίνεται φανερή και στα έθιμα του Κλήδονα (βλ. Λουκάτος 1981). Την ώρα της νεκρικής τελετουργίας -που αυτή η δίοδος είναι ούτως ή άλλως ανοιχτή για να «διαβεί» ο νεκρός- «κλείνονται» όλες οι πύλες προς το επέκεινα, ώστε να μην τραβήξουν προς στον «απ' όξω» χώρο και ό,τι δεν επιτρέπεται.
[22] Βλ. Τurner 1974: 23-59.
[23] Πβ. Σερεμετάκη 1994: 152-153. Ψυχογιού 1998.
[24] Βλ. και Μερακλής 1989.
[25] Βλ. Σερεμετάκη 1997, 1997A.
[26] Βλ. Βlum και Blum 1970.
[27] Βλ. Σερεμετάκη 1997Α.
[28] Βλ. Σερεμετάκη 1994· Ψυχογιού 1998.
[29]Βλ. Ψυχογιού 1999, 2004Β.
[30] Βλ. Ψυχογιού 1998, 2003, 2004, 2004Α.
[31] Βλ. και Ψυχογιού 1998.
[32] Για τις πρακτικές με το μαντήλι, βλ. και τις μαρτυρίες στο Παράρτημα, σελ..
[33] Για το στάρι και τους νεκρούς βλ. Ψυχογιού 2003 (εδώ στο Τέταρτο κεφάλαιο).
[34] Να μετράει δηλαδή για τις γυναίκες περισσότερο η ανδρική άποψη.
[35]Βλ. και Σερεμετάκη 1994.
[36] Για την προσφορά λουλουδιών στους νεκρούς βλ. και Αντζουλάτου-Ρετσίλα 2004: 128-163 κ. α.
[37]Ο στίχος, υποδηλώνοντας και το πόσο «τυχαίο», καθημερινό και «απλό» συμβάν μπορεί να είναι ο θάνατος, μου έφερε στο νου τους στίχους από ένα τραγούδι της Ελένης Βιτάλη: «…..».
[38] Βλ. Ψυχογιού 1998.
[39] Πβ. Σερεμετάκη 1994: 201-212.
[40] Λάσκαρης 1902]: 528.
[41] Βλ. και Ψυχογιού 1998.
[42] Βλ. Dastur 1999, πολλαχού). Η απομαγνητοφώνηση πραγματοποιήθηκε στο χώρο του Κ.Ε.Ε.Λ. από την μουσικολόγο Α.Μ. Γιαννακοδήμου, τότε επιστημονική συνεργάτιδα στο Κέντρο, και ολοκληρώθηκε στις 3.11.97. Την ευχαριστώ θερμά και από εδώ για τον κόπο της. Η γράφουσα και ερωτώσα ερευνήτρια δηλώνεται στους διαλόγους με το κεφαλαίο γράμμα Ε., ενώ οι συνομιλητές με τους αριθμούς 1. 2. 3. 4 κ. λπ.
[43] Επισημαίνω ότι τα μοιρολόγια που ακολουθούν εδώ (πλην με πιο πλούσιες ποιητικές και συμβολικές μεταφορές, δεδομένης και της παρουσίας του λείψανου) μαζί με αρκετά άλλα είχαν τραγουδήσει οι γυναίκες και στην τελετουργία της πρόθεσης της νεκρής Γαλανής.
[44] Αναφέρονται στη διαδικασία της αντιφώνησης: ν’ αρχίζει δηλαδή ο ένας χορός των γυναικών, με κάποια προεξάρχουσα, τραγουδώντας ένα ημιστίχιο και και να το επαναλαμβάνει ο άλλος, καθώς οι θρηνωδοί χωρίζονται σε δύο νοητά και πρακτικά ημιχόρια γύρω από τον προκείμενο νεκρό (βλ. Σερεμετάκη 1997· Ψυχογιού 1998).
[45] Φρεγάδα, δηλαδή το ξύλινο φέρετρο και συνεκδοχικά η ταξιδεύουσα νεκρή που προσομοιάζεται ως πλοίο. Βλ. και Ψυχογιού 1998 (εδώ στο Δεύτερο κεφάλαιο), όπου αναλύεται δομικά η τελετουργικά διαβατήρια σημασία αυτών των μεταφορών στα μοιρολόγια, στο πλαίσιο της διαβατήριας αφήγησης για κάθε προκείμενο νεκρό.
[46] Αναφέρεται στην απουσία της από την κηδεία και το θρήνο.
[47] Οργανοπαίκτης.
[48] Αναφέρεται στον διαβατήριο, τελετουργικό χορό ενσωμάτωσης της νεκρής στον κάτω κόσμο, στον οποίο θα συμμετέχουν για να την υποδεχτούν μαζί με τους άλλους νεκρούς και οι δύο νεκροί γιοί της (βλ. σχετικά Ψυχογιού 1998).
[49] Οι δύο πεθαμένοι γιοί της Γαλανής.
[50] Αναφέρεται στη μελωδία.
[51] Για το συγκεκριμένο μοτίβο και στη γαμήλια τελετουργία, ως τραγούδι του γαμπρού ή της νύφης και τις ανάλογες σημασιοδοτήσεις του αντίστοιχα, βλ. συγκριτικά Ψυχογιού 1999, 2004Β. Η ερωτηματική αυτή απόκριση του δέντρου καθιστά φανερό το αδύνατο της γαμήλιας σημασίας του μοτίβου εδώ, δακρίνοντας τη σημασία που έχει το τραγούδι για τους ζωντανούς από αυτήν για τους νεκρούς, εντάσσοντάς το ωστόσο στην ενιαία μυθική/τελετουργική αφήγηση που αναφέρω στην εισαγωγή αυτού του κειμένου.
[52] Το ίδιο μοτίβο και τη σημασία του στη διαβατήρια διαδικασία βλ. στο Ψυχογιού 2003.
[53] Βρύση έξω από το χωριό, στα ΒΔ της Αγια-Τριάδας, κάτω από το ξωκκλήσι της Παναγίας-Ζωοδόχου Πηγής, με θέα στο Ιόνιο Πέλαγος (προς Πύργο-Κατάκωλο) όπου και ο περίπατος των Λαγκαδινών.
[54] Η θανούσα γερόντισσα.
[55] Εδώ η μοιρολοΐστρα εντάσσει και τη χριστιανική αντίληψη για τον Παράδεισο.




[1] Βλ. ενδεικτικά Σερεμετάκη 1993:290-297.
[2] Βλ. σχετικά με αυτή τη δοξασία καθώς και κοινωνική και ψυχαναλυτική προσέγγισή των σχετικών αφηγήσεων στο Blum και Blum 2005.
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.