Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: το πανηγύρι της Παναγίας της Έλωνας στην Κυνουρία (traveling on thε marks of Helen/st/Helen in Lakonia, Panagia Elona monastery, Assumption pilgrimage
ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ, 12-31 ΑΓΟΥΣΤΟΥ 2002
(εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας, αρ. 1)
(εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας, αρ. 1)
Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις στον ιστότοπο, ως απαραίτητα για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης")
Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει
πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους
δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε
ως εθνογραφικά ημερολόγια της επιτόπιας έρευνας.
Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως
κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και
ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του
1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν φανταζόμουν το
πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το
χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος
των δεδομένων), ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία
των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης
δε και της ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των
συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική
διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση
της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει
τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να
είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά
τις πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά,
ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά,
παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα,
η έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει
καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και
πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και
ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και
γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική
παράδοση, στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια,
στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι.
Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα
επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον,
υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική
επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας
να συγκροτώ συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να
επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και
τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας),
συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,
νέα ερωτήματα. Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή
στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο να αναδεικνύω
και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και
χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη
η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά
τις δυνάμεις μου, εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό είναι
αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό των βιβλιογραφικών
αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές
αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν
κάποιο ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία να
γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω
στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης― αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από
τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της
συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη
σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται
και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα
βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι, οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί
και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το
ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και
συνομιλητών, ο επιτυχημένος ή μη χειρισμός
καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του. Επίσης οι
εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα ημερολόγια -κατ'
επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση-
περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν
φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες
και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την
έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος
αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής
και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η
λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας ιστορικής και
πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά η, έστω
σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και
η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα.
Στα ίχνη
της Ελένης/Αγιαλένης: Λακωνία, Αύγουστος 2002
(πρώτη δημοσίευση)
Ακολουθώντας λοιπόν και πάλι τα επιτόπια, υλικά
και άυλα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης, ως διαχρονικής, συμβολικής όψης της γης,
της Μεγάλης Μητέρας, οδηγήθηκα και στο
νομό Λακωνίας πραγματοποιώντας εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών επιτόπια
εθνογραφική έρευνα[1]. Η έρευνα για
τα ίχνη της Ελένης στο συγκεκριμένο
νομό ήταν πολύ σημαντική για την ερευνητική μου υπόθεση, καθώς στη Λακωνία
εντοπίζεται ο αρχαίος γενέθλιος ―και όχι μόνο― μύθος αλλά και η λατρεία της Ελένης ως θεάς. Έχοντας λοιπόν ως πυξίδα
τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο που είχα αποστείλει μεταξύ άλλων και στις
Μητροπόλεις του νομού Λακωνίας σχετικά με τους ναούς ή ξωκλήσια αφιερωμένα
στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη ή στην αγία Ελένη/Αγιαλένη μόνο,
ξεκίνησα και το 2002 με ερευνητική λαχτάρα και τρακ για τη Λακωνία.
Σε αυτή την ανάρτηση παραθέτω ένα απόσπασμα από το εθνογραφικό ημερολόγιο της επιτόπιας έρευνάς μου στο νομό Λακωνίας, επ' ευκαιρία και της επικείμενης, την ημέρα της ανάρτησης, μεγάλης γιορτής της
Κοίμησης της Παναγίας το 15Αύγουστο, όπως το βίωσα την παραμονή, κατά τον πανηγυρικό εσπερινό και ανήμερα της γιορτής στο περίφημο μοναστήρι και
μεγάλο Λακωνικό και Τσακώνικο προσκύνημα της Παναγίας Έλωνας, αφηγούμενη και τον τρόπο που οδηγήθηκα σε αυτό το πανηγύρι.
Για τα πανηγύρια της Κοίμησης της Παναγίας βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/08/15.html
Η γιορτή της Κοίμησης της
Παναγίας είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης, σε Ανατολή
και Δύση. Ωστόσο είναι και η κατεξοχήν
γιορτή όπου φαίνεται ότι η άνωθεν θρησκευτική «μεγάλη παράδοση», η Εκκλησία,
αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στη «μικρή παράδοση», στην αρχαιότατη λαϊκή πίστη
και λατρεία προς την χθόνια, παν-αγία Μεγάλη Μητέρα-Γη που ετησίως
«κοιμάται» συμβολικά για να αναγεννηθεί, αναγεννώντας και τη φύση. Δεν είναι
τυχαίο που η Χριστιανική Εκκλησία άργησε για αιώνες (αμφιταλαντευόμενη και μετά
από αρνήσεις, αιρέσεις, αιματοχυσίες) να
αποφασίσει για τη θέση που θα είχε η Θεομήτωρ Μαρία στο χριστιανικό δόγμα, φοβούμενη ότι η προ-χριστιανική Μητέρα Παν-αγία
μέσα από τη λαϊκή πίστη και μνήμη θα έπαιρνε κυρίαρχη θέση στη νέα θρησκεία και
λατρεία –όπως και έγινε, εξάλλου, μέσα από τη μορφή της βρεφοκρατούσας, χριστιανικής θεομήτορος. Η παλιά
αφήγηση όσο και η πίστη προς την "παλιοπαναγιά" Μεγάλη
Μητέρα, δεν ξεχάστηκε, όπως προκύπτει
και από τις τραγουδιστές αφηγήσεις των
σχετικών μύθων που επιτελούνται τελετουργικά από το σύνολο της κοινότητας στους «τρανούς χορούς», του Πάσχα όσο και του
Δεκαπενταύγουστου, στα πανηγύρια της μεγάλης γιορτής της Παναγίας. ( Για το συμβολισμό της "κεκοιμημένης" και αναγεννώμενης Μητέρας-και-Κόρης κατά τις τελετουργικές χορευτικές αναπαραστάσεις στα πανηγύρια του 15αύγουστου και του Πάσχα, βλ. http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html)
(Οι φωτογραφίες τραβηγμένες και σκαναρισμένες από τις έντυπες πρωτότυπες από την γράφουσα, Ε.Ψ., εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά)
Το πρώτο από τα τέσσερα τετράδια του χειρόγραφου ημερολόγιου της επιττόπιας έρευνάς μου στο νομό Λακωνίας, από όπου έχει αντιγραφεί ηλεκτρονικά η παρούσα δημοσίευση.
Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2002
"....Έφυγα από την Καλαμάτα για Σπάρτη μέσα από τα ορεινά, άγριας ομορφιάς, δασωμένα σπλάχνα του Ταΰγετου. Λίγο πριν το μεσημέρι βγαίνοντας μέσα από ένα στενό, κρημνώδες πέρασμα του βουνού, αντίκρισα από ψηλά την κοιλάδα του Ευρώτα και τη Σπάρτη απλωμένη στο κέντρο της. Είχα να επισκεφθώ τη Σπάρτη από 40ετίας, όταν ήμουν 16 χρονών και είχαμε πάει εκεί μαθητική, εκπαιδευτική εκδρομή με το Γυμνάσιο Λεχαινών και θυμόμουν ελάχιστα από την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της. Κατηφορίζοντας πέρασα μέσα από τη Μαγούλα, που μου φάνηκε απίστευτα όμορφο χωριό, καθαρό και πλούσιο με τα αρχοντόσπιτα, τους περίκλειστους μέσα σε πέτρινες μάντρες κήπους και τα περιβόλια του. Η μεσόγεια Σπάρτη, ρυμοτομημένη πολεοδομικά σε τετράγωνα, μου φάνηκε καθώς τη διέσχιζα μικρή και λιγότερο θορυβώδης σε σχέση με την πολύβουη, παραθαλάσσια Καλαμάτα (όπου είχα παραμείνει δύο ημέρες για να διεκπεραιώσω κάποιες εκκρεμότητες από την επιτόπια έρευνά μου στο νομό Μεσσηνίας κατά τον προηγούμενο χρόνο).
Στη Νομαρχία Λακωνίας μου πήρε δύο ώρες για να
πάρω τη βεβαίωση για την έναρξη της «λαογραφικής αποστολής» μου, λόγω
γραφειοκρατικής καφρίλας, παρόλο που είχα την επίσημη, γραπτή σχετική εντολή από τη Σύγκλητο της Ακαδημίας Αθηνών. Ενώ βρισκόμουν εκεί, έλαβα με χαρά μήνυμα στο κινητό τηλέφωνό μου από την συνεργάτιδα στο ΚΕΕΛ, νεαρή απόφοιτο αρχαιολογίας Αγγελική Σαλάπα. Η Αγγελική που δούλευε τότε στο ΚΕΕΛ με τα ευρωπαϊκά προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ, καθώς ήθελε και να εκπαιδευτεί στην επιτόπια εθνογραφική έρευνα, είχε προσφερθεί οικειοθελώς τον προηγούμενο χρόνο να με συνοδεύσει για λίγες ημέρες, άτυπα, ως φιλοξενούμενή μου (στο μέτρο που μου επέτρεπε να μοιραστώ τις δαπάνες μας η λιγοστή ημερήσια αποζημίωσή μου από την Ακαδημία), στην επιτόπια έρευνά μου στο νομό Μεσσηνίας. Η ερευνητική συν-οδοιπορία μας τον προηγούμενο χρόνο είχε αποβεί, παρόλη την ολιγοήμερη διάρκειά της, αγαστή, αμφίπλευρα εποικοδομητική ως προς την ερευνητική εμπειρία πεδίου αλλά και πολύτιμη και για πρακτικούς λόγους, για μένα. Θα την επαναλαμβάναμε λοιπόν και εφέτος. Όσο και αν ήταν ολιγοήμερη και πάλι, θα ήταν μεγάλη βοήθεια και ανακούφιση για μένα που τόσα πολλά χρόνια τριγυρνούσα μόνη και αβοήθητη στην επιτόπια έρευνα...
Συνάντησα την Αγγελική στο ξενοδοχείο, που είχε φτάσει από ώρες και είχε αρχίσει πια να ανησυχεί για την αργοπορία μου. Η παρουσία της με ανακούφισε και με παρηγόρησε για την ταλαιπωρία που είχα υποστεί. Το ξενοδοχείο σύγχρονο, άνετο, μου φάνηκε σχεδόν πολυτελές σε σχέση με όσα είχα καταλύσει στον ερευνητικό μου βίο ως τώρα. Κανονίσαμε να μένουμε σε δίκλινο δωμάτιο όσο θα έμενε και η Αγγελική, -αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει μονόκλινα οπότε σε δίκλινο θα έμενα και μόνη μου- και ρυθμίσαμε να πληρώσω τα της διαφοράς της τιμής, ώστε να μην επιβαρυνθεί η ίδια, πόσο μάλλον που είχε πληρώσει ήδη τα εισιτήριά της εξ ιδίων. (Εννοείται ότι όσα αφορούν την ίδια, όπως και τις ημέρες που συμμετείχε στην έρευνα, έχουν τεθεί υπ' όψη της Αγγελικής Σαλάπα, πριν από την παρούσα δημοσίευση).
Συνάντησα την Αγγελική στο ξενοδοχείο, που είχε φτάσει από ώρες και είχε αρχίσει πια να ανησυχεί για την αργοπορία μου. Η παρουσία της με ανακούφισε και με παρηγόρησε για την ταλαιπωρία που είχα υποστεί. Το ξενοδοχείο σύγχρονο, άνετο, μου φάνηκε σχεδόν πολυτελές σε σχέση με όσα είχα καταλύσει στον ερευνητικό μου βίο ως τώρα. Κανονίσαμε να μένουμε σε δίκλινο δωμάτιο όσο θα έμενε και η Αγγελική, -αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει μονόκλινα οπότε σε δίκλινο θα έμενα και μόνη μου- και ρυθμίσαμε να πληρώσω τα της διαφοράς της τιμής, ώστε να μην επιβαρυνθεί η ίδια, πόσο μάλλον που είχε πληρώσει ήδη τα εισιτήριά της εξ ιδίων. (Εννοείται ότι όσα αφορούν την ίδια, όπως και τις ημέρες που συμμετείχε στην έρευνα, έχουν τεθεί υπ' όψη της Αγγελικής Σαλάπα, πριν από την παρούσα δημοσίευση).
Χάρτης του βορειοανατολικού τμήματος του νομού Λακωνίας (λεπτομέρεια από το χάρτη Πελοποννήσου της Road), χρησιμοποιημένος και φθαρμένος κατά την επιτόπια έρευνα. Σε κύκλο τα τα χωριά που επισκέφθηκα στην περιοχή, καθώς και αυτά που αναφέρονται στην παρούσα ανάρτηση: αριστερά, δίπλα στη Σπάρτη, διακρίνονται σε κύκλο τα χωριά Μυστράς, Παρόρι, Αναβρυτή και Άη Γιάννης. Πάνω δεξιά, μέσα σε έντονο μαύρο κύκλο, η Χρύσαφα, ο Κοσμάς, το Παλαιοχώρι και τα Γλυμπιά και τέλος, στο μεγαλύτερο κύκλο, η θέση της ιεράς μονής της Παναγίας Έλωνας, στα ΒΑ του Κοσμά.
Τρίτη, 13 Αυγούστου 2002
Ξύπνημα στις 8 π. μ. και πλούσιο πρωινό
στο ξενοδοχείο, που περιλαμβάνεται στην τιμή του δωματίου, οπότε φάγαμε
καλά γιατί δεν ξέραμε πότε και αν θα ήταν δυνατόν να φάμε πάλι μέσα στην ημέρα αλλά και πότε θα επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο, καθώς ο εθνογράφος ερευνητής δεν γνωρίζει ποτέ πού μπορεί να τον οδηγήσουν τα μονοπάτια της επιτόπιας έρευνας.
Πήγα στην Τράπεζα της Ελλάδος να εξαργυρώσω την επιταγή για την ημερήσια αποζημίωση
και τη βενζίνη και τα κατέθεσα στην Εθνική, στο λογαριασμό μου, ώστε να
μπορώ να κάνω ανάληψη χρημάτων και από τα τοπικά υποκαταστήματα στις μικρότερες πόλεις για τα ημερήσια έξοδα και τη βενζίνη και να μην κουβαλάω όλο το ποσό επάνω
μου, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος εδρεύει
μόνο στις πρωτεύουσες των νομών.
Μυστράς και τα πέριξ
Μυστράς και τα πέριξ
Ξεκινήσαμε γύρω στις 10.30 π. μ. για
το Μυστρά, που είχα να τον επισκεφθώ από την ίδια μαθητική εκδρομή που είχα
έλθει και στη Σπάρτη. Πέρα από το ενδιαφέρον μου για τη
βυζαντινή πολιτεία, είχα πληροφορία και για ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] στο σημερινό χωριό του Μυστρά.
Φτάσαμε στο χωριό, στους
πρόποδες του λόφου με το βυζαντινό Μυστρά, και σταματήσαμε στη μικρή πλατεία με
τον δροσερό πλάτανο. Το χωριό με φόντο τον Ταΰγετο, μοιάζει με την γειτονική Μαγούλα: καθαρό, πνιγμένο
στο πράσινο, στα λουλούδια και στα περιβόλια.
Για να μην το επαναλαμβάνω
συνεχώς, αναφέρω εδώ, στην αρχή της αφήγησης, το ευνόητο: ότι σε κάθε συνομιλητή, πριν αρχίσει η συνομιλία μας, έπρεπε να εξηγώ όσο γινόταν
καλύτερα ποια είμαι, από πού προέρχομαι και γιατί ρωτάω, ενίοτε
επιδεικνύοντας και το επίσημο χαρτί με την εντολή της Ακαδημίας Αθηνών
που διέθετα για να γίνω πιστευτή, όπως και ήμουν τυπικά υποχρεωμένη, άλλωστε.
Ωστόσο το τελευταίο όχι τόσο συχνά. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μάλιστα οι χωρικοί, άντρες και
ιδίως οι γυναίκες, ήταν πρόθυμοι να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου και
εξυπηρετικοί, χωρίς να είναι καχύποπτοι και να ζητούν χαρτιά. Ρωτούσαν μόνο τι τα ήθελα όλ’ αυτά και όταν
τους εξηγούσα όσο γινόταν απλά, ώστε να κατανοήσουν, ήταν και κολακευμένοι που
ασχολιόμουν μαζί τους, έστω στο λίγο
διάστημα που περνούσα από κάθε χωριό ή πόλη. Σε αυτή την έρευνα μάλιστα είχα
και το πιο ακαταμάχητο τεκμήριο, πάνω και από την Ακαδημία Αθηνών και τη
Νομαρχία, κυρίως για τους ιερείς (αλλά και για τους λαϊκούς): το ότι είχαν
λάβει μέσω του Δεσπότη και είχαν απαντήσει στο ερωτηματολόγιο, άρα ότι
ο Δεσπότης με κάλυπτε, έστω έμμεσα.
Ρώτησα λοιπόν, μετά τα προκαταρκτικά, σε ένα από τα άδεια εκείνη την ώρα καφενεία τον ιδιοκτήτη αν γνώριζε που είναι το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου. Πριν προλάβει ο καφετζής να απαντήσει, μια
γερόντισσα που περίμενε εκεί κάποιον που φέρνει το γάλα και άκουσε τα σχετικά με μένα και την ερώτηση, μου εξήγησε
πού και πώς θα πάω ως εκεί.
Μυστράς (χωριό). Ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Εξωτερική και
εσωτερική όψη. Δεξιά η προσκυνηματική εικόνα των αγίων και πάνω στο τέμπλο, στο
βάθος αριστερά, η αφιερωματική του ναού. Πάνω στο βόρειο τοίχο, μεγάλη εικόνα
των ως «δίδυμων» αγίων Αποστόλων (13/8/2002)
Ανηφορίσαμε με το αυτοκίνητο την
πλαγιά του λόφου που είναι πάνω από το σημερινό χωριό Μυστράς, δυτικά, στα
πόδια του Ταΰγετου. Το βρήκαμε εύκολα,
στην κορυφή σχεδόν του λόφου. Από εκεί φαίνεται ο κάμπος της Σπάρτης, η πόλη
αλλά και στα ΒΑ ο λόφος όπου ο βυζαντινός Μυστράς. Το εκκλησάκι δεν ήταν κλειδωμένο και μπήκαμε και το φωτογράφισα.
Κατεβήκαμε στο χωριό να επισκεφθώ και
την ενοριακή του εκκλησία. Ρώτησα στο
ίδιο καφενείο πού θα μπορούσα να βρω τον παπά να μου ανοίξει την εκκλησία. Ο
καφετζής μου απάντησε ότι θα τον εύρισκα
ακριβώς απέναντι, σε ένα
ζαχαροπλαστείο που η ταμπέλα του έγραφε ότι διαθέτει «βυζαντινά» γλυκά και του
οποίου ο παπάς ήταν και ιδιοκτήτης αλλά ότι ήταν μαλωμένοι και δεν μιλούσαν μεταξύ τους, ώστε να μας
συστήσει ο ίδιος (άραγε για λόγους επαγγελματικού ανταγωνισμού; αναρωτήθηκα).
Βρήκα τον παπά με το «αντερί» (το
εσωτερικό, μακρύ ρούχο που φορούν οι
ιερείς κάτω από το εξωτερικό ράσο), πασπαλισμένον από πάνω μέχρι κάτω με αλεύρια,
μέχρι και στα μαλλιά και τα γένια του, να ζυγίζει κάτι κουτιά με γλυκά. Του είπα παρόλ’ αυτά τι τον ήθελα. Μου απάντησε,
όπως και τον έβλεπα βέβαια, ότι ήταν απασχολημένος και δεν μπορούσε να μου δείξει την εκκλησία.
Του είπα τότε ότι θα ανέβαινα στον παλιό Μυστρά για αρκετή ώρα και τον
παρακάλεσα, αν του ήταν δυνατόν, όταν γυρίζαμε να μας δείξει την εκκλησία.
Στραφήκαμε προς το λόφο του Μυστρά. Ο
λόφος με τα κλιμακωτά ερείπια της πόλης, τις βυζαντινές εκκλησιές και το κάστρο
σαν στέμμα στην κορυφή του, λιαζόταν στο φως του ήλιου, πανέμορφος. Καθώς είναι
πολύ-μελετημένος και περπατημένος ο Μυστράς από μελετητές, αρχαιολόγους, βυζαντινολόγους,
αρχιτέκτονες, ποιητές, ζωγράφους, λογοτέχνες
και άλλους που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την
αισθητική του, δεν σκόπευα ούτε είχα τη δυνατότητα βεβαίως να μελετήσω το
Μυστρά. Ανέβαινα εκεί σαν προσκυνήτρια της
φυσικής και αρχιτεκτονικής του ομορφιάς, της ιστορίας του. Στο πλαίσιο
της δικής μου έρευνας ωστόσο, με ενδιέφερε να παρατηρήσω τις περίφημες εκκλησίες
του και να εντοπίσω, αν τυχόν υπήρχαν, ίχνη των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
εκεί και πώς.
Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο ως την
είσοδο της Κάτω Χώρας, της καστρόπολης του βυζαντινο-φράγκικου Μυστρά και το αφήσαμε εκεί. Ήταν σχεδόν
έντεκα η ώρα και αρκετοί επισκέπτες μπαινόβγαιναν από την πύλη.
Μπήκαμε μέσα από την πύλη και
αρχίσαμε την ανάβαση προς τη μονή της Παντάνασσας εγώ με δυσκολία σε σχέση με την σβέλτη νεαρή Αγγελική, λόγω διαφοράς ηλικίας όσο και άλλων προβλημάτων υγείας. Φτάσαμε στην υποβλητική, πανέμορφη μονή, με τον ολάνθιστο περίβολο, δείγμα ότι
είναι γυναικεία, ότι τον φροντίζουν μοναχές. Μπήκαμε στο μεγαλοπρεπή βυζαντινό
ναό της Παναγίας . Η φωτογράφιση με φλας απαγορεύεται εδώ, έτσι τραβάω με τη βιντεοκάμερα.
Η εκκλησία, ολοζωγράφιστη και με
υπέροχο τέμπλο, δεν είναι μουσειακή, λειτουργείται, οπότε έχει ζωντάνια, με
λουλούδια και υφασμάτινες «ποδιές» εμπρός από μερικές εικόνες, αναμμένα καντήλια
και κεριά, ευωδιά από λιβανωτό. Πρώτη μου δουλειά, να δω αν υπάρχει και
τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, βέβαια. Την βρήκα ιστορημένη σε τοιχογρασφία στα δυτικά
του νότιου τοίχου ανάμεσα στις άλλες που τον καλύπτουν σε όλο του το μήκος και
την βιντεοσκόπησα. Δεν θεωρώ βεβαίως ότι η παρουσία τους πάνω σε αυτό τον τοίχο έχει και κάποια άλλη
σημασία πέραν της τιμής που αποδίδει η Εκκλησία στους δύο
αυτούς αγίους και Ισαποστόλους.
Μυστράς, Παντάνασσα. Η προσκυνηματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης στο βόρειο τοίχο (13/8/2002)
Όταν όμως είδα μετά από λίγο στα ανατολικά του
βόρειου τοίχου, πολύ κοντά στο τέμπλο, μια
καμαρωτή κόγχη και μέσα της τοποθετημένη μια δεύτερη, μεγάλη προσκυνηματική
εικόνα των δύο αυτών αγίων, άλλαξα γνώμη. Το μέγεθος και ο τρόπος που ήταν
τοποθετημένη η εικόνα, τα τάματα, οι
άλλες μικρές και μεγάλες εικόνες που την περιβάλλουν αφιερωμένες, απ’ όσο
έκρινα, από πιστούς, ο κόσμος που την προσκυνούσε, καθιστούσε τη μικρή αυτή
κόγχη ένα είδος παρεκκλήσιου, με
ιδιαίτερη λατρευτική σημασία μέσα στο
ναό της Παντάνασσας. Όταν είδα και μια εικόνα με ως «δίδυμους», «διοσκουρικούς» αγίους,
να παραστέκει δίπλα στην εικόνα των
δύο Αγίων, συλλογίστηκα ότι η Αγιαλένη
δήλωνε και εδώ, μέσα στο ναό της
μητέρας Παναγίας, την παρουσία της πίσω
από το αυτοκρατορικό ζεύγος των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης, ως άλλη, πιο παλιά και ισότιμη «Παντάνασσα». Δεν μπορούσα να
φωτογραφίσω την εικόνα και το σύνολο του προσκυνηταριού χωρίς φλας και τράβηξα
βίντεο, αλλά παρατηρώντας ότι, καθώς ήταν σχεδόν απέναντι από τη νότια, ανοιχτή
πόρτα του ναού έπαιρνε αρκετό φως, βγήκα έξω και τράβηξα μια φωτογραφία από την
πόρτα. Να την λοιπόν η «Κυρά» μας και στον τόσο κοντινό στη Σπάρτη, ιερό λόφο
του Μυστρά, σκεφτόμουν, και υπέθετα ότι δεν είναι δυνατόν να μην ήταν ο τόσο σημαντικός αυτός λόφος κατοικημένος
και ιερός και στην Αρχαιότητα, λόγω και της θέσης του πάνω από την παραγωγική κοιλάδα του Ευρώτα στις υπώρειες
του Ταΰγετου και της τόσο κοντινής του
απόστασης από τη Σπάρτη. Τη σκέψη αυτή ενίσχυσε το πλήθος αρχαίων μαρμάρινων,
γλυπτών αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται κοντά στη νότια είσοδο του ναού της
Παντάνασσας κοντά στην πέτρινη κρήνη που υπάρχει εκεί, άλλα εντοιχισμένα και
άλλα σκόρπια στο έδαφος. Κι ας λένε οι βυζαντινολόγοι στον περιηγητικό Οδηγό του
Μυστρά ότι ο λόφος δεν ήταν κατοικημένος
στην Αρχαιότητα και ότι τα αρχαία αυτά
αρχιτεκτονικά μέλη έχουν μεταφερθεί εδώ
από το χώρο της Αρχαίας Σπάρτης.
Μπαίνοντας στο καθιστικό-χώρο υποδοχής
της μονής, είδα καθισμένη μια μοναχή να κεντάει. Την ρώτησα για την εικόνα των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, αυτή στο βόρειο τοίχο. Μου είπε ότι είναι πολύ
μεταγενέστερη από τις τοιχογραφίες του ναού (όπως και φαινόταν, άλλωστε) και
ότι την ιστόρησή της τη ζήτησαν επίμονα οι πρώτες μοναχές που κατοίκησαν την
εγκαταλειμμένη μονή αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση, και
ότι εντέλει φτιάχτηκε γύρω στο 1855.
Άραγε γιατί να υπάρχει μνήμη σήμερα
για αυτή την απαίτηση και γιατί να επέμεναν τόσο εκείνες οι μοναχές για αυτή
την εικόνα, μέσα στο ναό της Παντάνασσας, αναρωτιόμουν μόνη, καθώς η μοναχή δεν ήξερε
να μου απαντήσει γιατί την ήθελαν τόσο, τη στιγμή που υπήρχε ήδη η παλιά,
βυζαντινή τοιχογραφία των δύο Αγίων πάνω στο νότιο τοίχο του ναού. Ακόμα και αν
τότε δεν φαινόντουσαν καθαρά οι συντηρημένες
πλέον τοιχογραφίες, γιατί να ζήτησαν ειδικά αυτή την εικόνα, αυτών των δύο, των όχι και τόσο «αγίων»
Αγίων και όχι κάποια άλλη; Μήπως είχε
παίξει ρόλο το όνομα «Κωνσταντίνος» των
Βυζαντινών αρχόντων του Μυστρά σε σχέση
και με τον αλυτρωτικό μύθο για το πάρσιμο της Πόλης; Στα χρόνια μετά την
Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν εξάλλου έντονη η προβολή
αυτού του ιδεολογήματος. Αυτή η
υπόθεση ωστόσο δεν δικαιολογεί την
έντονη, θρησκευτική και λατρευτική
σημασία της εικόνας, όπως την παρατηρούσα ζωντανά μέσα στο ναό. Μήπως λοιπόν
κάποια άλλη, μη συνειδητή, λανθάνουσα
θρησκευτική μνήμη για το όνομα Ελένη
και μάλιστα τόσο κοντά στην αρχαία
Σπάρτη υπέβαλλε την ανάγκη να ιστορηθεί αυτή
η εικόνα ―επιπλέον της ήδη υπάρχουσας― σε εξέχουσα θέση μέσα στο ναό της
Μητέρας Παναγίας και Παντάνασσας; Η
ύπαρξη και του ξωκλησιού του άγιου Κωνσταντίνου
που είχαμε ήδη επισκεφθεί, τόσο κοντά στην Παντάνασσα και στο λόφο του
Μυστρά, ενίσχυε για μένα αυτή την υπόθεση. Ο Μυστράς είχε αποκτήσει άλλο νόημα
τώρα για μένα, καθώς υπέθετα τη λανθάνουσα παρουσία της Μεγάλης Μητέρας πίσω από την Παντάνασσα και την Αγία
Ελένη/Αγιαλένη.
Συνεχίσαμε την περιήγηση στους βυζαντινούς ναούς και στις μονές. Στις περισσότερες εκκλησίες -μουσεία πλέον- είναι παρούσα η εικόνα των δύο Αγίων, σε τοιχογραφία, που είναι τυπικό. Στο λεγόμενο «Αφεντικό»,
αφιερωμένο στην Παναγία την Οδηγήτρια, μια από τις ντόπιες κοπέλες-φύλακες του
χώρου που πιάσαμε κουβέντα και τη ρώτησα για το προσκυνητάρι των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης στην Παντάνασσα, μου είπε τα ίδια με ό,τι μου είχε πει
και η μοναχή. Αυτή η απάντηση μου
επιβεβαίωσε το ότι δεν μπορεί να είναι τυχαία η παρουσία και της δεύτερης
εικόνας των δύο Αγίων εκεί, αφού γνωρίζουν οι αρμόδιοι εδώ την ιστορία της
τοποθέτησής της. Η φύλακας φαινόταν θρησκευόμενη και να μην βλέπει τα ιερά
μνημεία του Μυστρά σαν αρχαιολογικούς τόπους μόνο αλλά σαν ζωντανούς χώρους
λατρείας και ήταν ενημερωμένη για την ιστορία και τη λειτουργία τους. Την
ρώτησα λοιπόν αν γνώριζε ποια μονή στη
Λακωνία θα πανηγύριζε στη γιορτή της
Κοίμησης της Παναγίας που ήταν
την μεθεπομένη. Μου απάντησε αμέσως «στην Έλωνα»!! Δηλαδή; Ρώτησα εγώ η
ανημέρωτη, γιατί πραγματικά δεν γνώριζα μονή με αυτό το όνομα στη Λακωνία (!).
Έκπληκτη η κοπέλα, «στην Παναγία την Έλωνα», μου απάντησε, «δεν την ξέρετε;
Είναι το μεγαλύτερο πανηγύρι, πάει όλη η Λακωνία, πολύς κόσμος!». Πέρα από τη
ντροπή για την άγνοιά μου, είχα πάθει και σοκ με το όνομα της Παναγίας. Τι
«Έλωνα» ήταν πάλι αυτή; Συνειρμικά μου
ήρθε αμέσως στο νου η επισκοπή Ωλένης, της
Ηλείας, ωσάν το Έλωνα
να ήταν αναγραμματισμένη η ίδια λέξη, δηλαδή το ιερό όνομα Ελένη, σύμφωνα με όσα ετυμολογικά, τοπικά,
αφηγηματικά και θρησκευτικά/ιστορικά στοιχεία υποστηρίζω σε άλλο κείμενο (βλ. σχετικά στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html). «Γιατί τη λένε Έλωνα;
Τι θα πεί;» τη ρώτησα. «Α, δεν ξέρω», μου λέει, «έτσι τη λένε, Παναγία η Έλωνα!
Είναι πέρα, στην Κυνουρία, υπάγεται στο νομό Αρκαδίας το μοναστήρι αλλά πάνε
κυρίως Λάκωνες, ουουουου! απ’ όλη τη Λακωνία, απ’ το Γύθειο, τη Μονεμβασιά, τη
Μάνη, από παντού! Μεγάλο πανηγύρι!!» «Είναι μακριά από ’δώ;» τη ρώτησα. «Θα
’ναι καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα, δεν ξέρω ακριβώς», μου λέει, «θέλετε να πάτε;
να πάτε, είναι πολύ ωραία, να δείτε τι
κόσμος που πάει, πολλοί που πάνε και με τα πόδια!». Βεβαίως είχα μείνει ενεή. Το
αρκαδικό-τσακώνικο σήμερα μοναστήρι της «Ελωνας»
είναι λακωνικό προσκύνημα, τη στιγμή μάλιστα που η Κυνουρία/Τσακωνιά ήταν στην
επικράτεια της αρχαίας Σπάρτης! Κοίταξα τη συνοδό μου, την Αγγελική, με νόημα.
«Φεύγουμε για Έλωνα, έτσι;» μου είπε
γελώντας. Γιατί άραγε, σκεφτόμουν ταραγμένη, ένα Κυνουριακό μοναστήρι, επωνομαζόμενο "της Έλωνας" να χαίρει τόσο μεγάλου σεβασμού από όλους τους Λάκωνες, τη στιγμή μάλιστα που η Λακωνία έχει την μονή της Ζερμπίτσας να πανηγυρίζει στην Κοίμηση της Παναγίας; Εκτιμούσα λοιπόν ότι τα «σημάδια» της Ελένης είχαν
δοθεί από την πρώτη κόλας ημέρα της έρευνάς μου στη Λακωνία και ανυπομονούσα να βρεθώ στο μοναστήρι.
Συνεχίσαμε την περιήγησή μας στην
Πάνω Χώρα αλλά εγώ ήμουν τώρα χαμένη στο δικό μου «ταξίδι» στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης και αναρωτιόμουν αν είναι άραγε τυχαία η παρουσία
του ναού των ως «δίδυμων-διοσκουρικών» αγίων Θεοδώρων στο Μυστρά, δίπλα στο
«Αφεντικό» της Παναγίας, ωσάν ν’ αποτελούν σύνολο (σχετικά με τους ως ¨δίδυμους αγίους βλ. στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html).
Κοίταξα στον «Οδηγό» του Μυστρά που έχει γράψει ο αείμνηστος βυζαντινολόγος Μανώλης Χατζηδάκης που είχα αγοράσει από το κιόσκι στην είσοδο να δω τις απόψεις του, τις χρονολογήσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στις εκκλησιές. Ο αείμνηστος συγγραφέας και ακαδημαϊκός (που είχα την τύχη και την τιμή να συν-εργαστώ μαζί του ως ερευνήτρια της Ακαδημίας για ζητήματα του ΚΕΕΛ) όμως επικεντρώνεται στην τεχνοτροπία και στην καλλιτεχνική αξία των τοιχογραφιών και των εικόνων εν γένει στα μνημεία του Μυστρά και δεν παρατηρεί τους ναούς σαν συνολικές συμβολικές αναπαραστάσεις και σε συσχετισμό μεταξύ τους, ενώ δεν δέχεται την κατοίκηση του Μυστρά στην Αρχαιότητα. Ωστόσο τα «σημάδια» που εγώ παρατηρούσα μου υπέβαλλαν να κρατώ τις επιφυλάξεις μου…
Κοίταξα στον «Οδηγό» του Μυστρά που έχει γράψει ο αείμνηστος βυζαντινολόγος Μανώλης Χατζηδάκης που είχα αγοράσει από το κιόσκι στην είσοδο να δω τις απόψεις του, τις χρονολογήσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στις εκκλησιές. Ο αείμνηστος συγγραφέας και ακαδημαϊκός (που είχα την τύχη και την τιμή να συν-εργαστώ μαζί του ως ερευνήτρια της Ακαδημίας για ζητήματα του ΚΕΕΛ) όμως επικεντρώνεται στην τεχνοτροπία και στην καλλιτεχνική αξία των τοιχογραφιών και των εικόνων εν γένει στα μνημεία του Μυστρά και δεν παρατηρεί τους ναούς σαν συνολικές συμβολικές αναπαραστάσεις και σε συσχετισμό μεταξύ τους, ενώ δεν δέχεται την κατοίκηση του Μυστρά στην Αρχαιότητα. Ωστόσο τα «σημάδια» που εγώ παρατηρούσα μου υπέβαλλαν να κρατώ τις επιφυλάξεις μου…
Κατεβήκαμε στο σημερινό χωριό του
Μυστρά κατά τις πέντε κατάκοπες και πεινασμένες και φάγαμε λαδερό φαγητό σ΄ ένα από τα
εστιατόρια που υπάρχουν εκεί για τους τουρίστες. Καθώς ο ιερέας είχε κλειστό το
μαγαζί, ίσως για τη μεσημεριανή ανάπαυση και δεν θα βλέπαμε τώρα τον ενοριακό
ναό του χωριού, για να μη χάνουμε χρόνο περιμένοντας, φύγαμε για το διπλανό
χωριό Παρόρι, όπου σύμφωνα με τις απαντήσεις του τοπικού ιερέα στο
ερωτηματολόγιο που είχα στείλει μέσω της Μητρόπολης, υπάρχει εικόνα των αγίων
Κ+Ε στον ενοριακό ναό. Την ερώτηση αυτή,
για την ύπαρξη εικόνων των δύο Αγίων
στους ναούς, την είχα συμπεριλάβει στο
σχετικό ερωτηματολόγιο παρόλο που δεν
σημαίνει απαραίτητα κάτι ιδιαίτερο από
μόνη της, πέραν της τιμής που αποδίδεται από την Εκκλησία σε αυτούς. Ωστόσο με
ενδιαφέρει να δω αν είναι αφιερωμένες και από ποιους, τη θέση τους μέσα στους
ναούς συνδυαστικά και με το ποιες άλλες εικόνες
υπάρχουν κοντά τους, τα τυχόν αφιερώματα κ.ά. Στο Παρόρι λοιπόν, βρήκαμε τον παπά έξω από
την εκκλησία. Έναν παπά νέο, δυναμικό και πρόθυμο να μας εξυπηρετήσει. Μέσα
στην εκκλησία του αγίου Νικολάου η εικόνα των δύο Αγίων Κ+Ε είναι μια μικρή, αφιερωμένη εικόνα χωρίς
άλλα αφηγηματικά στοιχεία.
Άη-Γιάννης Σπάρτης. Παρεκκλήσι των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Εξωτερική
(πάνω) και εσωτερική όψη (13/8/2002)
Ο ιερέας μας υπέδειξε και ένα
παρεκκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] στο διπλανό χωριό Άη-Γιάννης. Το χωριό απέχει από το Παρόρι τρία με τέσσερα χλμ. Δεν γνώριζα την ύπαρξή του, και πήγαμε εκεί ακολουθώντας ένα παιδί με μηχανάκι, το οποίο μας έδωσε ο παπάς σαν οδηγό, όσο και ως επιτετραμμένο να μας βρει το κλειδί του
παρεκκλησιού, σε περίπτωση που ήταν κλειδωμένο. Όλα αυτά τα παραευρώτια χωριά
στους πρόποδες του Μυστρά και κατ΄ επέκταση του Ταΰγετου, δίπλα σχεδόν από τη Σπάρτη,
είναι πανέμορφα. Καθαρά και περιποιημένα, πνιγμένα στο πράσινο των ελαιώνων,
των αμπελιών και κυρίως των δεντροπερίβολων από
εσπεριδοειδή, κυρίως λεμονο-πορτοκαλιές, με όμορφα διώροφα σπίτια και
περιποιημένους κήπους μέσα σε ψηλούς, ασπρισμένους μαντρότοιχους, δείχνουν
πλούσια και ευνοημένα, τόσο από την
τοπική παραγωγή, όσο και από τον τουρισμό. Συλλογιζόμουν ότι την άνοιξη θα
πρέπει να είναι όλοι οι κάτοικοι και οι
επισκέπτες σε έκσταση από την ευωδία τόσων ανθισμένων πορτοκαλιών, λεμονιών και
νεραντζιών…
Βρήκαμε το εκκλησάκι μέσα στο χωριό
(χτισμένο το 1932, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή) ανοιχτό, πνιγμένο μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε ένα
περιβόλι και έναν ελαιώνα. Χωρίς τον νεαρό οδηγό μας, μάλλον δεν θα το βρίσκαμε ποτέ.
Αναβρυτή Σπάρτης. Το ξωκλήσι των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο λόφο (πάνω).Κάτω, ο ίδιος λόφος (ο κεντρικός, με το βέλος)
έμπρός από τον ΤαǗγετο με το ίδιο ξωκλήσι, όπως φαίνεται από τον 5ο
όροφο ξενοδοχείου στο κέντρο της Σπάρτης (13 και 14/8/2002)
Το φωτογράφισα και κατόπιν, αφού αποχαιρετίσαμε
τον εξυπηρετικό οδηγό μας, ξεκινήσαμε
για το χωριό Αναβρυτή, όπου είχα πληροφορία για άλλο ξωκλήσι του άγιου
Κωνσταντίνου [και Ελένης]. Άραγε γιατί
τόσα ξωκλήσια των δύο αυτών Αγίων τόσο κοντά
στη Σπάρτη και στο Μυστρά, αναρωτιόμουν και πάλι. Ο δρόμος που πήραμε είναι κάθετα ανηφορικός,
με αλλεπάλληλες στροφές-φουρκέτες. Το χωριό Αναβρυτή, αθέατο, κρυμμένο σε μια
από τις πτυχές του Ταΰγετου, είναι παλιό
και σχεδόν ερημωμένο. Ρωτήσαμε σε μια οικογένεια που βρήκαμε (με μια
κόρη με σημάδια από παλιά εγκαύματα σε όλο της το σώμα και στο πρόσωπο, που μας
προκάλεσε σοκ). Μας υπέδειξαν τη θέση του ξωκλησιού και το βρήκαμε
περικυκλωμένο από πανύψηλες κεραίες τηλεφωνίας στην κορυφή
ενός λόφου-πρόβουνου του
Ταΰγετου, ο οποίος δεσπόζει πάνω από την
κοιλάδα του Ευρώτα και έχει τη Σπάρτη
στα πόδια του.
Καθώς σουρούπωνε πλέον, επιστρέψαμε στο Μυστρά
για να μας ανοίξει ο ιερέας τον ενοριακό
ναό του αγίου Γεωργίου. Ωστόσο το μαγαζί του ήταν ακόμα κλειστό και ο ίδιος άφαντος,
ενώ κάποιοι γείτονες μας είπαν ότι τον
είδαν να φεύγει με το αυτοκίνητο. Καθίσαμε να περιμένουμε, μήπως φανεί. Κάποια στιγμή, «σαν να ακούω μελωδίες», είπε
η Αγγελική, «μήπως ο παπάς κάνει κάπου παράκληση»; Δεδομένου του ότι ήμασταν
στις παραμονές της Παναγίας του 15αύγουστου, οπότε γίνονται κάθε απόγευμα από την πρώτη ως τις -14 του μηνός «παρακλήσεις», δηλαδή εσπερινοί με ύμνους προς την Παναγία, ήταν πιθανό. Μια που η εκκλησία
δίπλα μας ήταν κλειστή, αρχίσαμε να ψάχνουμε με το αυτοκίνητο κάποια άλλη
εκκλησία από όπου ακουγόντουσαν οι ψαλμωδίες, ακολουθώντας τον ήχο τους.
Ανακαλύψαμε εν τέλει ένα παλιό παρεκκλήσι της Παναγίας μέσα στο χωριό, γεμάτο
γυναίκες και τον παπά να λειτουργεί. Το παρεκκλήσι έχει στον περίβολό του
δέντρα και λουλούδια, επίσης κάτι βοηθητικά κτίσματα και πηγή νερού που
κελαρύζει. Περιποιημένος και καθαρός, ο
χώρος έδειχνε σημαντικός και παλιός ιερός τόπος, όπως μπορούσα να συμπεράνω και από το τέμπλο και
τις εικόνες μέσα στο ναό. Όταν τελείωσε η λειτουργία, μιλήσαμε στον παπά
και μας είπε να πάμε να τον περιμένουμε πίσω στον άη-Γιώργη. Τον περιμέναμε
εκεί, μέσα σε ένα μικρό κήπο που είναι στη βόρεια πλευρά του, ρουφώντας την
ευωδιά των γιασεμιών. Είχε σχεδόν νυχτώσει πια αλλά ο παπάς δεν φαινόταν. Κάποια
στιγμή είδαμε ένα αχνό φως μέσα στο ναό και τρέξαμε να δούμε μήπως ήταν ο παπάς
και δεν τον είχαμε δει να μπαίνει. Μέσα στην εκκλησία ήταν όχι ο παπάς, που
προφανώς μας είχε στήσει, αλλά ο επίτροπος που τακτοποιούσε κάτι κεριά. Ο επίτροπος δεν ήξερε πού ήταν ο
παπάς, ωστόσο αποζημιώθηκα για την αναμονή, καθώς η εικόνα που αναζητούσα
στεκόταν πάνω στο τέμπλο του ναού και ο ίδιος μου επέτρεψε να την φωτογραφίσω.
Για μένα η παρουσία αυτής της μεγάλης εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης σε τόσο περίοπτη θέση μέσα στον
ενοριακό ναό του χωριού του Μυστρά, συνδυαστικά με τα υπόλοιπα σχετικά ευρήματα
στην περιοχή, δήλωνε ότι, αν μη τι άλλο,
οι δύο άγιοι χαίρουν εδώ
ιδιαίτερης τιμής. Το ζητούμενο για μένα ήταν το γιατί.
Μυστράς. Ναός αγίου Γεωργίου. Πάνω και κάτω: εξωτερική, ΒΔ όψη και το τέμπλο με εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (13/8/2002)
Φτάσαμε στη Σπάρτη νύχτα, μετά από
μια εξοντωτική μέρα που περιελάμβανε και την 5ωρη πεζοπορία μας πάνω στο
Μυστρά. Ήμουν εξουθενωμένη. Ευτυχώς το ξενοδοχείο διαθέτει και περιποιημένο
εστιατόριο με σπιτικά φαγητά και λογικές τιμές, οπότε δεν χρειάστηκε να
ψάχνουμε και για φαγητό. Το καλύτερο όμως ήταν το κλιματιζόμενο, δροσερό
δωμάτιο όπου μας περίμεναν μαλακά κρεβάτια με φρεσκο-σιδερωμένα, χιονάτα
σεντόνια και ένα πεντακάθαρο μπάνιο με ζεστό νερό! Μεγαλεία! Τέτοιες στιγμές
δεν μπορώ να μη θυμηθώ τις εποχές που δεν είχα αυτοκίνητο και αναγκαζόμουν να
μένω στα χωριά φιλοξενούμενη των προέδρων της Κοινότητας ή άλλων, όπου συχνά κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο με μέλη
της οικογένειας, ενώ το μπάνιο ήταν ανύπαρκτο και η υποτυπώδης τουαλέτα
έξω. Τότε όμως είχα νιάτα ενώ έτσι η επικοινωνία μου με τους κατοίκους
γινόταν πιο στενή και άμεση -μερικές όμως φορές σε βαθμό επικίνδυνο... Παρόλ’ αυτά δεν πέσαμε ξερές για ύπνο πριν να
σχεδιάσουμε το δρομολόγιο της επόμενης ημέρας, που προβλεπόταν ιδιαίτερα
κουραστική και που θα κατέληγε στο μοναστήρι της Έλωνας, αφού ήταν η παραμονή
της γιορτής της Κοίμησης της Παναγίας.
Τετάρτη, 14 Αυγούστου 2002
Πρωί-πρωί βγήκα στο μπαλκόνι του 5όροφου ξενοδοχείου μας (μέναμε στον 5ο όροφο). Επρόκειτο για το μοναδικό σε τόσο ύψος
ξενοδοχείο της Σπάρτης, τελείως παράταιρο με τα υπόλοιπα κτίρια της πόλης και μου «μύριζε» παράβαση των κανόνων δόμησης, με
κάποιο «δόντι», ίσως. Αλλά μπορεί και όχι, δεν γνώριζα βεβαίως τον
πολεοδομικό κανονισμό. Από εκεί όμως είχα
τη θέα ολόκληρου του Ταΰγετου να κλείνει επιμήκης όλο τον ορίζοντα δυτικά της πόλης,
κρύβοντας πίσω του τη Μεσσηνία. ΄Ηθελα
να εντοπίσω από εκεί ψηλά τον λόφο όπου είχα επισκεφθεί την προηγούμενη μέρα το
ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου της
Αναβρυτής. Ανάμεσα στους τρεις
λόφους που έβλεπα να φρουρούν ωσάν πρόβουνοι-σωματοφύλακες τον κύριο όγκο του Ταΰγετου
απέναντί μου, εντόπισα με τη βοήθεια του τηλεφακού της φωτογραφικής μηχανής τον κεντρικό με το εκκλησάκι στην
κορυφή, λόγω των κεραιών που είχα δει επιτόπου να το
περιβάλλουν και το φωτογράφισα, καθώς το φώτιζε ο ήλιος από τα ανατολικά, σαν
προβολέας. Και από εδώ φαινόταν ο Αγιοκωσταντίνος [και η Ελένη] να κατοπτεύει
τη Σπάρτη και την κοιλάδα του Ευρώτα σε
όλο της το μήκος αλλά και στο πλάτος,
μέχρι απέναντι, στον Πάρνωνα, ανατολικά.
Έβλεπα επίσης, δεξιότερα, το λόφο με τον Αγιοκωσταντίνο κοντά στο
Μυστρά, όσο και τον ίδιο το λόφο του Μυστρά.
Τον Πάρνωνα και τα χωριά του που
είχαν ενδιαφέρον για μένα θα διατρέχαμε σήμερα, μέχρι να καταλήξουμε στην Έλωνα
που βρίσκεται στις ΒΑ πλαγιές του, σύμφωνα με το χάρτη, γι’ αυτό μπήκα μέσα να
ξυπνήσω την Αγγελική για να ξεκινήσουμε. Ήμουν κάπως αναστατωμένη και ανυπόμονη
γιατί, εκτός από την Έλωνα, σύμφωνα με τις απαντήσεις στα
ερωτηματολόγια θα συναντούσα μια-δυο ονοματισμένες
ως «Αγιαλένη» μόνο εκκλησίες ή τοπωνύμια μέσα στην ευρύτερη περιοχή των
Γερονθρών αλλά και το τόσο
σημαντικό από αρχαιολογική και
θρησκευτική άποψη χωριό, το Γεράκι. Πολύ περισσότερο που όλοι οι ενοριακοί ναοί
αυτής της ιερατικής περιφέρειας είναι αφιερωμένοι στην Μητέρα Παναγία και μάλιστα η πλειονότητά τους στην Κοίμηση!
Από την εθνική οδό Σπάρτης-Τρίπολης
στρίψαμε δεξιά, λίγο μετά τη γέφυρα του Ευρώτα, με κατεύθυνση προς το Γεράκι.
Επισκεφθήκαμε πρώτα τη Χρύσαφα, γιατί είχα πληροφορία από την απάντηση του
ιερέα στο ερωτηματολόγιο ότι εκεί υπάρχει «Αγιαλένη». Επιπλέον στη Σπάρτη ένας
Χρυσαφίτης καθηγητής, τοπικός λόγιος και ιστοριοδίφης που είχα συναντήσει την προηγουμένη ημέρα, με
είχε πληροφορήσει ότι στη Χρύσαφα υπάρχουν ίχνη κάποιου μικρού ναού αφιερωμένου
στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη αλλά ότι ο παπάς είναι καινούριος και μάλλον
το αγνοεί. Με είχε πληροφορήσει επίσης ότι η ονομασία του χωριού είναι σε θηλυκό γένος, «η»
και όχι «τα» Χρύσαφα. Εξήγησε ότι υπάρχει τοπική παράδοση ότι παλιά, μια συνώνυμη
βασιλοπούλα από το Μυστρά πήγε στη σημερινή Χρύσαφα και από αυτήν πήρε το όνομά της. Επίσης είπε ότι ο ίδιος έχει προσωπική, ετυμολογική άποψη για
το όνομα του χωριού ως «Χρύσαφα» και ότι ετοιμάζει βιβλίο σχετικά όπου και θα
το αναφέρει. Τον παρότρυνα να απευθυνθεί και στην Ακαδημία, στο ΚΕΕΛ, σχετικά
και δέχτηκε με ευχαρίστηση.
Χρύσαφα
Με ευχάριστη έκπληξη είδα ότι
πρόκειται για μεγάλο, νοικοκυρεμένο
χωριό με παλιά, καλοσυντηρημένα όμως, πέτρινα σπίτια και δύο υπέροχες,
βυζαντινές ή μεταβυζαντινές, όπως έκρινα εκείνη την ώρα, εκκλησίες.
Όταν σταμάτησα το σαραβαλάκι
αυτοκίνητο (οτομπιάνκι), αυτό άρχισε να βγάζει καπνούς από το καπό της μηχανής. Το άνοιξα
θορυβημένη και είδα ότι ήταν ατμοί που έβγαιναν από το ψυγείο. Κάποιοι χωριανοί
που μας είδαν, έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Από όσο μπόρεσαν διαπιστώσουν
εκείνοι και να καταλάβω και εγώ (καθώς
και το προηγούμενο, πρώτο αυτοκίνητό μου ήταν ένα μεταχειρισμένο, σαράβαλο
επίσης DCV που
μου δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα και είχα κάπως εξασκηθεί), είχε φύγει το
σωληνάκι παροχής νερού και μάλλον δεν λειτουργούσε ούτε ο ανεμιστήρας που
κατεβάζει τη θερμοκρασία της μηχανής.
Συνεργείο δεν υπάρχει, μου είπαν. Επειδή ήθελα να προλάβω τον ιερέα πριν
αρχίσει ο εσπερινός, το άφησα, απελπισμένη, όπως ήταν, αποφασίζοντας να ασχοληθώ
με το ζήτημα αργότερα, παρόλο που είχαμε και άλλα χωριά να δούμε στην πορεία. Στην ανάγκη θα καλούσα την οδική βοήθεια να
μας μεταφέρει στη Σπάρτη, αν δεν μπορούσε να το διορθώσει επιτόπου ώστε να
συνεχίσουμε την πορεία μας.
Αναζητήσαμε το σπίτι του παπά, που το
εντοπίσαμε δίπλα στην εκκλησία της Κοίμησης. Ο παπάς έλειπε και ο γιος του μας
έστειλε να τον βρούμε στην άλλη εκκλησία, τον άγιο Δημήτριο. Τον βρήκαμε μαζί με την παπαδιά σε
μια μικρή αποθήκη στη δυτική πλευρά του ναού να συγκεντρώνουν τα καμένα κεριά σε
μια σακούλα σκουπιδιών για ανακύκλωση
και να ετοιμάζουν τις χάρτινες σημαιούλες που θα αναρτούσαν έξω από την
εκκλησία της Παναγίας για τον πανηγυρικό στολισμό του χωριού, λόγω της γιορτής
της Κοίμησης. Μας οδήγησε μέσα στον κυρίως
ναό του αγίου Δημητρίου, που είναι ιστορημένος σε όλες του τις
επιφάνειες με τοιχογραφίες, αλλά δεν έβλεπα ανάμεσά τους κάποια με τους
δύο αγίους που αναζητούσα. Ρώτησα τον
ιερέα για την «Αγιαλένη» που, σύμφωνα με την απάντησή του στο ερωτηματολόγιο, υπάρχει στο χωριό αλλά
μου απάντησε έκπληκτος ότι δεν υπάρχει, λάθος είχα καταλάβει! Δεν γνώριζε κάτι
ούτε για ξωκλήσι άγιου Κωνσταντίνου. Αναρωτήθηκα λοιπόν αν όντως δεν γνώριζε
«Αγιαλένη» ο ιερέας ή αν γνώριζε αλλά δεν ήθελε να το ομολογήσει, θεωρώντας «παραβατική» την παρουσία της χωρίς τον άγιο
Κωνσταντίνο. Μπορεί βέβαια να είχε ξεχαστεί ως
τοπωνύμιο, ενώ το θυμόταν ο προηγούμενος ιερέας. Ο παπάς συμπλήρωσε ότι επίσης
δεν υπάρχει «Αγιαλένη» ούτε στους Αγριάνους, γειτονικό χωριό, όπως επίσης
προέκυπτε από την απάντηση του ίδιου αυτού ιερέα στο ερωτηματολόγιο, αφού
λειτουργεί και στα δύο αυτά χωριά. Προφανώς ή εγώ είχα καταλάβει λάθος τις απαντήσεις του ή ο ίδιος δεν είχε
καταλάβει τις ερωτήσεις. Απογοητεύτηκα, γιατί θα ήταν σημαντικό να υπάρχει εδώ
κάποια «Αγιαλένη», καθώς δεν είχα ενδείξεις για άλλη «Αγιαλένη» στη Λακωνία.
Μια πολύ χαμηλή πόρτα στο δυτικό
τοίχο οδηγεί ανάμεσα από δυο αρχαίες
μαρμάρινες παραστάδες στον κλειστό πρόναο. Εκεί, στα δεξιά της πόρτας, πάνω σε ένα ξύλινο
στασίδι ήταν μια ευμεγέθης εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, σε σημείο
που να την προσκυνούν οι εισερχόμενοι από τον πρόναο στον κυρίως ναό.
Η εικόνα και η σημαντική θέση της
εδώ, με παρηγόρησε κάπως για την ανυπαρξία «Αγιαλένης». Πάνω στην εικόνα μια
επιγραφή ιστορούσε: «εγένετο δαπάνη των δούλων του θεού Πολυτίμης Ιω.
Ρασόγιαννη και των τέκνων αυτής εις αιώνιον μνημόσυνον αυτών. Έργον Καλής Η.
Χρηστάκου, μοναχής». Είχα δει και σε άλλες εκκλησίες έργα αυτής της μοναχής,
εικόνες των αγίων Κ+Ε και άλλων, και είχα συμπεράνει ότι πιθανόν να είχε μονάσει στην Παντάνασσα του Μυστρά.
Αναρωτιόμουν και πάλι γιατί άραγε οι
αφιερωτές να είχαν επιλέξει τη συγκεκριμένη εικόνα, μια που τα ονόματά τους
ήταν άσχετα (εκτός και αν είχαν κάποιο
από τα δύο ονόματα της εικόνας τα τέκνα,
αλλά τότε θα το ανέφεραν). Σκεφτόμουν λοιπόν πως αν ή μοναχή Καλή είχε όντως μονάσει
στην Παντάνασσα του Μυστρά, να ήταν ίσως δική της η επιλογή της εν λόγω
εικόνας, επηρεασμένης από την ιδιαίτερη προτίμηση των εκεί μοναχών στους αγίους
Κωνσταντίνο και Ελένη, όπως είχα διαπιστώσει, ή αν ήταν τυχαία επιλογή. Αλλά
τότε γιατί την είχαν τοποθετήσει σε στασίδι στη συγκεκριμένη θέση για
προσκύνημα;
Χρύσαφα. Πάνω η βόρεια κόγχη του σταυρού της δόμησης στο Ναό Της Κοίμησης. Κάτω αριστερά φαίνεται και η τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και των αγίων Αποστόλων (14.8.2002)
Μετά ο παπάς μάς συνόδευσε στην όμορφη
εκκλησία της Κοίμησης, βυζαντινού, σταυροειδούς ρυθμού, με τρούλο. Οι τοίχοι της είναι επίσης ιστορημένοι παντού
με αρκετά φθαρμένες, αν και συντηρημένες, αγιογραφίες. Στην κογχοειδή, ημικυκλική
νότια απόληξη της οριζόντιας κεραίας του σταυρού που σχηματίζει ο ναός, η
τοιχογραφία εικονίζει τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη με τους ωσάν «δίδυμους»
αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο δίπλα τους.
Χρύσαφα, Ναός Κοίμησης. Αριστερά ο αρχάγγελος Μιχαήλ όπως ιστορείται στο βόρειο βημόθυρο του ιερού. Δεξιά, ο αργάγγελος Γαβριήλ στο νότιο βημόθυρο και οι ως «δίδυμοι» άγιοι Ανάργυροι (14/8/2002).
Χρύσαφα. Ναός Κοίμησης. Εικόνα των αγίων Τεσσαράκοντα πάνω στο τέμπλο
Χρύσαφα, ναός Κοίμησης. Το τέμπλο. Στο άκρο
αριστερά, δίπλα στην αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης, και δεύτερο ζεύγος ως
«δίδυμων» αγίων (14/8/2002).
Όταν περατώσαμε την περιήγηση στο
ναό, ο ιερέας μας κάλεσε στο σπίτι του να μας κεράσει, μια που ο γιος του ο
Παναγιώτης θα γιόρταζε την επομένη και η παπαδιά είχε φτιάξει ήδη
γαλατομπούρεκο, όπως μας είπε. Πρόσθεσε ότι λόγω της νηστείας πριν το
15αύγουστο, θα ήταν επιλογή μας να το φάμε ή όχι, εκείνον πάντως δεν θα τον
πείραζε κι αν τρώγαμε, αφού ήμασταν ταξιδιώτισσες. Δεχτήκαμε την πρόσκληση και
φάγαμε το υπέροχο γλυκό, ζεστό και μοσχοβολιστό ακόμα από το φούρνο και το
σιρόπιασμα. Τρώγοντας πιάσαμε κουβέντα. Ήταν παρόντα κατά διαστήματα και τα δυο
παιδιά του, ο γιος και η κόρη, εφηβικής ηλικίας, ενώ η προκομμένη παπαδιά
μπαινόβγαινε με τα κεράσματα. Το σπίτι
εξαιρετικά καθαρό, περιποιημένο, άστραφτε, ενόψει και της επερχόμενης γιορτής.
Η Αγγελική μαγνητοφωνούσε, με την άδειά του, την κουβέντα μας. Ρωτούσα τον παπά
σχετικά με τις εικόνες που αφιερώνουν οι πιστοί, ποιος και πού τις τοποθετεί
μέσα στους ναούς και στα ξωκλήσια, αν δηλαδή τις τοποθετούν οι αφιερωτές ή ο
ιερέας. Μου απάντησε ότι κατά κανόνα, στα ξωκλήσια ιδιαίτερα, τις κρεμάνε οι
γυναίκες που συνήθως τις προσκομίζουν,
ό,που και όπως θέλουν αλλά και στους
ενοριακούς ναούς, όταν δεν είναι τοιχογραφημένοι. Αλλά πως ακόμα και τότε, οι
αφιερωτές, όταν κάποια από τις τοιχογραφίες γίνεται με δική τους δαπάνη, συχνά
ορίζουν όχι μόνο ποιος άγιος θα εικονίζεται αλλά και το σημείο όπου θα
ζωγραφιστεί η τοιχογραφία, εκτός βέβαια από τα σημεία που είναι δογματικά καθορισμένα
για τις τοιχογραφίες. Είπε ότι μάλιστα αυτό το ζήτημα τον προβλημάτιζε και τον
ίδιο, γιατί συχνά έτσι καταστρατηγείται η εκκλησιαστική και
δογματική τυπικότητα στους ναούς (βλ. την απομαγνητοφωνημένη συνομιλία στο Επίμετρο αρ. 1). Ιδιαίτερα στα ξωκλήσια, είπε, επικρατεί κατά
τη γνώμη του χάος, αφού καθένας και
κυρίως καθεμιά κάνει ό,τι θέλει, πέρα από το ότι χαλάνε τους σοβάδες με τα
καρφιά που μπήγουν ό,που να ‘ναι. Πρόσθεσε δε ότι σκέφτεται από ’δώ και πέρα να
απαγορεύσει να κρεμάνε και να τοποθετούν ό,που θέλουν οι πιστοί τις
εικόνες-αφιερώματα αλλά να τις παραδίνουν στον ίδιο για να τις τοποθετεί. Ότι
σκόπευε να τοποθετήσει και ειδικό ράφι για
ατό το σκοπό, όπου θα τοποθετεί ο ίδιος τις μικρές, φορητές εικόνες που
αφιερώνονται (πρακτική που είχα δει να εφαρμόζεται ήδη και σε άλλους ναούς). Τα λόγια του επιβεβαίωναν
την άποψή μου για το κατά Bourdieu «habitus», την πολιτισμική, κοινωνική και λατρευτική, συλλογική
μνήμη δηλαδή, που μη συνειδητά υποδεικνύει στους πιστούς το ποιες εικόνες θα
αφιερώσουν και κυρίως το πού και πώς θα τις τοποθετήσουν μέσα στους ναούς. Έτσι
μπορώ και υποστηρίζω ότι δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση των εικόνων των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης σε άμεση ή έμμεση σχέση με εικόνες ωσεί «δίδυμων» αγίων,
καβαλάρηδων ή πεζών, διάταξη που βλέπω να επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, σχεδόν
τυπικά, στους ναούς (βλ. ό.π., http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html). Συνδυασμός που πιθανόν να μεταφέρει λανθάνουσα
και επαναλαμβανόμενη μη συνειδητά μέσα στους αιώνες, τη λατρευτική μνήμη της
απεικόνισης της «ωραίας» Ελένης μαζί με τους Διόσκουρους. Ωστόσο ανατρίχιαζα
στην προοπτική να παρέμβει όντως ο παπάς –και κάθε παπάς– στον τρόπο που
τοποθετούν οι πιστοί κατά συνήθεια τις
εικόνες, καταστρέφοντας σε μια στιγμή ό, τι δεν κατάφεραν οι αιώνες στον τρόπο
που η λαϊκή λατρεία εκφράζει τη
θρησκευτική πίστη. Προσπάθησα ψύχραιμα
να του πω ότι κατά τη γνώμη μου δεν είναι σκόπιμο να παρέμβει και να αφήσει τις γυναίκες να
πραγματοποιούν τη λατρεία όπως εκείνες γνωρίζουν, κατά παράδοση, αλλά δεν νομίζω ότι
συμμεριζόταν την άποψή μου. Δεν επέμεινα στο θέμα, για να μην προξενήσω
χειρότερο αποτέλεσμα.
Τον ρώτησα επίσης για τα ξωκλήσια,
ποιος ορίζει σε ποιον άγιο θα αφιερωθούν και γιατί, σε ποιο τόπο. Μου απάντησε
ότι αυτά τα αποφασίζει ο αφιερωτής, που έχει κάνει σχετικό τάμα υπέρ υγείας ή
για άλλο ζήτημα. Πως η επιλογή του άγιου αφορά είτε το όνομα του αφιερωτή ή
κάποιου μέλους της οικογένειάς του, ζωντανού ή θανόντος, ενός ή περισσότερων.
Επίσης ότι το ξωκλήσι μπορεί να αφιερωθεί
σε κάποιον άγιο που ονειρεύτηκε ο χορηγός και του υπέδειξε να το κάνει .
Ότι ξωκλήσια ιδρύονται επίσης σε ανάμνηση κάποιου προσωπικού ή οικογενειακού
γεγονότος αλλά και κάποιου συλλογικού
ιστορικού γεγονότος, ευχάριστου ή δυσάρεστου (νικηφόρα ή μη μάχη κ.ά). Ότι συχνά τα ξωκλήσια ιδρύονται
και πάνω σε παλιότερα, των οποίων
υπάρχουν ερείπια ή απλά το όνομα του άγιου στον οποίο ήταν αφιερωμένα, ως τοπωνύμιο. Και εάν μεν καταβάλει τα χρήματα
για την κατασκευή ενός ξωκλησιού και το
οικόπεδο μόνο ένας δωρητής, αυτός που
έχει τάμα ή η οικογένειά του, δεν
απαιτείται για το χτίσιμο παρά μόνο η συνεννόηση με τον τοπικό ιερέα
αρχικά και μετά με τον μητροπολίτη. Αφού
δοθεί η έγκριση και χτιστεί το ξωκλήσι (ή το παρεκκλήσι) μπορεί να λειτουργηθεί
αρχικά (κατά κανόνα στη γιορτή του άγιου που αφιερώνεται) μόνο με το αντιμήνσιο
και να εγκαινιαστεί επίσημα από τον
Δεσπότη αργότερα. Εάν όμως η ίδρυση αφορά την συλλογικά την κοινότητα (κυρίως ενοριακό ναό) και το οικόπεδο είναι επίσης κοινοτικό,
προηγείται συνεννόηση και συν-απόφαση και της Κοινότητας.
Οι πληροφορίες του ιερέα είναι σημαντικές για την έρευνά μου γιατί επιβεβαιώνουν το ότι η στην ανάρτηση εικόνων στους νούς είναι σημαντική η συμμετοχή των
αφιερωτών και των πιστών εν γένει, ιδιαίτερα των γυναικών.
Φάγαμε το υπέροχο, ζεστό σχεδόν,
γαλακτομπούρεκό μας (η αδυναμία μου!) και επειδή έβλεπα
ότι ο παπάς είχε μια έγνοια να ετοιμάσει την εκκλησία της Παναγίας για τη
γιορτή της επομένης, δεν συνέχισα τη συζήτηση και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Καθώς αποχαιρετώντας τους
ευχαριστούσα για όλα και αγωνιώντας να μη χάσω το πανηγύρι στην Έλωνα, του
μίλησα για το πρόβλημα στο αυτοκίνητο και ρώτησα μήπως εκείνος γνώριζε κάποιο
συνεργείο αυτοκινήτων σε άλλο, κοντινό χωριό. Είπε ότι το πιο κοντινό συνεργείο είναι στη Σπάρτη
αλλά προθυμοποιήθηκε να έλθει ο ίδιος μέχρι το αυτοκίνητο να δει το πρόβλημα.
Εκεί ο παπάς διαπίστωσε ότι ήταν όντως καμένη
η ασφάλεια του ανεμιστήρα και αφού φώναξε και κάποιον άλλο, νεαρό, και
πιστοποίησε ότι όντως ήταν αυτή η βλάβη, έστειλε το γιο του στο σπίτι να φέρει
μια ασφάλεια από αυτές που κρατάει ο ίδιος στο σπίτι του, για το αγροτικό του
αυτοκίνητο.
Εγώ τον ευχαρίστησα και τον
παρακάλεσα να μην ενοχλείται άλλο με το ζήτημα και καθυστερεί τις δουλειές του. Τηλεφώνησα στην οδική βοήθεια, που θα ερχόταν από τη Σπάρτη. Εντωμεταξύ, ήρθε ο γιος του παπά με την
ασφάλεια, ο παπάς αντικατέστησε την καμένη με αυτή και ο ανεμιστήρας
δούλεψε! Παρόλ’ αυτά, δεν ακύρωσα την
κλήση στην οδική βοήθεια γιατί ήθελα να δει και κάποιος πιο ειδικός και
υπεύθυνος τη βλάβη, και για λόγους ασφάλειας μην τυχόν και γίνει κανένα
βραχυκύκλωμα και καούμε –είχα και την ευθύνη της συνοδοιπόρου Αγγελικής– αλλά
και γιατί είχαμε αρκετό δρόμο μέσα από ερημιές προς τη μονή της Έλωνας και δεν
μπορούσα να ρισκάρω να ξεμείνουμε στο δρόμο. Η οδική βοήθεια ήρθε
σχετικά σύντομα και έφυγε άπραγη, αφού μας διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν εντάξει και μπορούσαμε να
συνεχίσουμε το δρόμο μας.
Ήταν σχετικά νωρίς ακόμα αλλά αποφάσισα να ξεκινήσουμε κατ’ ευθείαν για την
Έλωνα, αφήνοντας τα άλλα χωριά που είχα στο πρόγραμμα για μετά, όχι μόνο γιατί είχαμε χάσει χρόνο με όλα αυτά αλλά κυρίως για να μην αναγκαστούμε να αφήσουμε το
αυτοκίνητο πολύ μακριά από τη μονή και πεζοπορήσουμε φορτωμένες με τα χρειαζούμενα για τη δουλειά για χιλιόμετρα,
σύμφωνα με όσα μας είχε επισημάνει η φύλακας στο Μυστρά. Ευχαριστήσαμε όλους
τους τόσο εξυπηρετικούς Χρυσαφιώτες, και ιδιαίτερα τον παπά, για τη βοήθειά τους
και ξεκινήσαμε, εγώ και με έγνοια για το τι μπορούσε να μας επιφυλάσσει το αυτοκίνητο
στην πορεία.
[Υστερόγραφο, Ιάν. 2020: δεν βρήκα μεν την "Αγιαλένη" στη Χρύσαφα αλλά στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη "Στ΄αμπέλια" (εδόσεις Πόλις) ο παπάς αναφέρεται στην μαύρη" εικόνα της Παναγίας και κάτ' επέκταση στην Παναγία ως "Μαυρούτσω" στη φράση: "...θέλω ν΄ακούσω την καμπάνα της μαυρούτσως για τελευταία φορά..." (από την αδελφή μου Χλόη Ψυχογιού) . Μια ακόμα μαρτυρία που υποστηρίζει, εκτιμώ, την άποψή μου για τις "μαύρες Παναγίες" και τη σχέση τους με τις δοξασίες για την "Μαυρηγή"...):
[Υστερόγραφο, Ιάν. 2020: δεν βρήκα μεν την "Αγιαλένη" στη Χρύσαφα αλλά στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη "Στ΄αμπέλια" (εδόσεις Πόλις) ο παπάς αναφέρεται στην μαύρη" εικόνα της Παναγίας και κάτ' επέκταση στην Παναγία ως "Μαυρούτσω" στη φράση: "...θέλω ν΄ακούσω την καμπάνα της μαυρούτσως για τελευταία φορά..." (από την αδελφή μου Χλόη Ψυχογιού) . Μια ακόμα μαρτυρία που υποστηρίζει, εκτιμώ, την άποψή μου για τις "μαύρες Παναγίες" και τη σχέση τους με τις δοξασίες για την "Μαυρηγή"...):
Ξεκινήσαμε λοιπόν νηστικές, εκτός από
το γλυκό της παπαδιάς, για τη μονή της Έλωνας ή «της Ελένης», όπως υποψιαζόμουν και υπέθετα εγώ, γεμάτη αναστάτωση και για το τι θα με περίμενε εκεί. Διασχίζαμε πάντα το Δήμο Γερονθρών, τώρα στην
καρδιά του κακοτράχαλου, πετρώδους σε εκείνη τη διαδρομή, Πάρνωνα. Με
εντυπωσίαζε η έλλειψη δέντρων και το ότι οι πέτρες του βουνού εκεί είναι
συνεχόμενοι, ριζιμιοί ογκόλιθοι που μόνο σε αφάνες και σε άλλους αγκαθωτούς
θάμνους επιτρέπουν να φυτρώνουν. Ακόμα περισσότερο όμως με εντυπωσίαζε το ότι,
παρόλ’ αυτά, κάποια ίχνη από παλιές
πεζούλες, χτισμένες ξερολιθιά για να συγκρατούν το όποιο λιγοστό χώμα, υποδήλωναν
την καλλιέργεια εδώ, πάνω στις κακοτράχαλες πέτρες, δημητριακών! Το εξέλαβα ως
«σημάδι» της "πότνιας σίτου" Μητέρας-Γης, προάγγελου αυτών που ίσως με περίμεναν στη μονή. Σε
κάποιες «λάκες», μικρές πεδινές εκτάσεις ανάμεσα στις πετρώδεις πλαγιές, είναι φυτεμένες ελιές. Περνώντας από
το χωριό «Άγιοι Ανάργυροι» («διοσκουρικοί» επίσης, ωσεί δίδυμοι άγιοι, σκέφτηκα) για το οποίο είχα
πληροφορία ότι έχει και ξωκλήσι αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, είδαμε πάνω στο
δρόμο το σχετικό εικονοστάσι με την εικόνα των δύο αγίων. Δεν σταματήσαμε
όμως, θα το επισκεπτόμασταν και αυτό στο γυρισμό.
Κοσμάς Κυνουρίας
Καθώς πλησιάζαμε στα σύνορα
Λακωνίας–Αρκαδίας, (Γερονθρών-Κυνουρίας
δηλαδή) το υψόμετρο μεγάλωνε και άρχισαν
να προβάλλουν αραιά-αραιά ψηλόκορμα κέδρα και έλατα. Διασχίζοντας το όριο των δύο νομών, όπως μας
έλεγαν οι σχετικές ταμπέλες, μπήκαμε στην περιοχή του χωριού Κοσμά. Από κάποια
σημεία ανάμεσα στις πλαγιές βλέπαμε τη θάλασσα, νότια του Αργολικού κόλπου,
υπέθετα. Το χωριό ξεπρόβαλε απότομα, μετά από μια στροφή, μεγάλο,
πετροχτισμένο, όμορφο. Στην πλακοστρωμένη, πλατανοσκεπή πλατεία του κόσμος
πολύς έτρωγε στα απλωμένα στη σκιά του πλάτανου τραπέζια των εστιατόριων γύρω
από την κεντρική εκκλησία των αγίων Αναργύρων (να ’τοι πάλι οι Διόσκουροι!
συλλογίστηκα εγώ). Υπέθεσα ότι ο τόσος
κόσμος δεν οφειλόταν μόνο σε ντόπιους και ταξιδιώτες σε διακοπές αλλά και σε
προσκυνητές που μετά θα πήγαιναν για προσκύνημα στην Έλωνα και πήρα μια πρώτη
γεύση για το πόσο κόσμο θα συγκέντρωνε η γιορτή της Παναγίας εκεί.
Πρότεινα να «ξεπεζέψουμε» για φαγητό,
πρόταση που έγινε αμέσως δεκτή, γιατί όταν είδαμε τον κόσμο να τρώει μεγάλωσε η
πείνα μας και δεν ξέραμε αν θα βρίσκαμε οτιδήποτε να φάμε στη μονή ούτε πόσο θα
διαρκούσε η εκεί παραμονή μας.
Παραγγείλαμε (ρεβύθια, σαλάτα, πατάτες τηγανιτές και βραστή γίδα, το τελευταίο
αφού ως οδοιπόροι δεν είχαμε αμαρτία να «αρτηθούμε», παρόλο που ήταν νηστεία
παραμονή της γιορτής της Παναγίας ) και μέχρι να φέρουν το
φαγητό, εγώ μπήκα στην εκκλησία των αγίων Αναργύρων που ήταν ανοιχτή, να δω αν,
όντας «διοσκουρική» -με βάση τη δική μου οπτική πάντα-, είχε και εικόνα των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπως υποψιαζόμουν ότι θα συνέβαινε.
Επαληθεύτηκα όταν, μπαίνοντας, είδα αμέσως
μια μεγάλη εικόνα των δύο αγίων αναρτημένη πάνω στο νεοκλασικού ρυθμού, χτιστό τέμπλο,
δίπλα στην αφιερωματική των ως «δίδυμων» αγίων Αναργύρων! Να τη λοιπόν η τριάδα
Δίδυμοι συν Ελένη και εδώ, συλλογίστηκα, προπομπός της ΄Ελωνας –στο δικό μου
«ταξίδι» εγώ!– καθώς οι ως «δίδυμοι» άγιοι πάνω στην πορεία προς εκείνη και
μάλιστα στη συγκεκριμένη περιοχή, με έκαναν να σιγουρεύομαι όλο και περισσότερο
για τη σχέση του ονόματος «Έλωνα» με το
όνομα Ελένη. Το ότι οι πιστοί «βλέπουν» το ζεύγος των αγίων Αναργύρων ως
«δίδυμους» υποστήριζαν για μένα και οι εικόνες και άλλων ως «δίδυμων» αγίων στη
βάση αυτών των εικόνων που έχουν αφιερώσει, καθώς και η εικόνα με την "τριάδα" του αγίου Ραφαήλ με τον Νικόλαο και την κόρη ειρήνη (βλ. σχετικά με αυτή την εικόνα στην ανάρτηση του ιστότοπου για τους ως "δίδυμους" αγίους, ό. π.).
Πέρα από τις άλλες εικόνες του ωραίου
και πλούσιου αυτού ναού, με εντυπωσίασαν και κάποια πανέμορφα υφαντά κιλίμια –προσφορές γυναικών προφανώς– που είναι στρωμένα εμπρός από τα στασίδια κάποιων
εικόνων. Δεν μπόρεσα να μη χαλάσω καρέ
από φιλμ που ίσως μετά να μου έλειπαν στην Έλωνα, και τα φωτογράφισα καθώς
είναι παλιά, πολύχρωμα και χαρακτηριστικά
αυτής της περιοχής.
Μονή και πανηγύρι Παναγίας Έλωνας
Σαν αποφάγαμε, ανηφορίσαμε το στενό,
πέτρινο καλντερίμι που, σύμφωνα με την ταμπέλα που είναι τοποθετημένη στην
πλατεία, οδηγεί προς τη μονή της Έλωνας. Το οτομπιάνκι μούγκριζε στην ανηφόρα και η Αγγελική και εγώ είχαμε συνεχώς το νου μας στο δείκτη θερμοκρασίας του αυτοκινήτου, μην
τυχόν και πάθουμε τα ίδια. Παρόλ’ αυτά σκαρφάλωνε σβέλτα τις απότομες
ανηφοριές. Οδηγώντας αναρωτιόμουν τι να με περίμενε άραγε και σ' αυτό το πανηγύρι σε σχέση με την έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη -και όχι μόνο: όσο παλιά και ετήσια επαναλαμβανόμενα κι αν είναι τα πανηγύρια και με σταθερό τυπικό, είναι κάθε χρόνο σαν νεογέννητα, όπως όλες οι επαναλαμβανόμενες εθιμικά τελετουργίες, με τις αλλαγές, τα απρόοπτα και την εκάστοτε ιστορική και κοινωνική συγκυρία στο πλαίσιο της οποίας επιτελούνται κάθε φορά.
Σε λίγο, κατά μήκος του στενού,
ασφαλτοστρωμένου δρόμου στη ρίζα του πέτρινου βουνού όπου πηγαίναμε,
συναντήσαμε πάγκους με απλωμένα εμπορεύματα (τα συνήθη σε μοναστηριακά πανηγύρια, κυρίως λαμπάδες, εικονίσματα,
βότανα, τοπικά ζυμαρικά και παιχνίδια) αλλά και παρκαρισμένα αυτοκίνητα
(ευτυχώς όχι πάρα πολλά ακόμα) και καταλάβαμε ότι φτάσαμε στη μονή και στο
πανηγύρι, γιατί την ίδια τη μονή, δεν την βλέπαμε πουθενά γύρω. Κατάλαβα ότι δεν
θα γλυτώναμε τελικά την πεζοπορία.
Ωστόσο βρήκα ελεύθερη θέση κοντά σε
μια τεμπέλα που δήλωνε την είσοδο στη μονή και πάρκαρα στην άκρη του δρόμου.
Από πάνω μας, στα δεξιά, ορθωνόταν
πανύψηλος και κάθετος ο κοκκινωπός όγκος
του πέτρινου βουνού.
Φορτωθήκαμε, μοιράζοντας τα βάρη, τα
μηχανήματα και ακολουθήσαμε το απότομο, ανηφορικό μονοπάτι στα σπλάχνα της
πλαγιάς που έδειχνε η ταμπέλα να οδηγεί στη μονή. Μαζί μας ανηφόριζαν και άλλοι,
πολλοί προσκυνητές κρατώντας τις ψηλές, «ίσαμε το μπόι» λαμπάδες που είχαν
τάξει στη χάρη Της ενώ στο πεζούλι στην άκρη του μονοπατιού ήταν καθισμένοι ή
πεσμένοι κάτω στη σειρά πλήθος ζητιάνων, Ρομά και άλλων, που επαιτούσαν
χρηματική ή άλλη υλική βοήθεια.
Περάσαμε από μια πρώτη πύλη ‘όπου
αναγραφόταν προειδοποιητική επιγραφή σχετικά με τη σεμνή ένδυση των προσκυνητών.
Εμείς θεωρήσαμε ότι δεν είχαμε πρόβλημα σχετικά και προχωρήσαμε.
Αφού περάσαμε και μια δεύτερη πύλη,
το μονοπάτι έγινε απότομη στενή πέτρινη σκάλα με φαρδιά στο μήκος σκαλοπάτια,
που διευκολύνουν κάπως την ανάβαση. Στα δεξιά στον ανερχόμενο ορθώνεται κάθετος
ο κόκκινος, σαν ματωμένος, βράχος του βουνού σε δυσθεώρητα ύψη ενώ στ’ αριστερά
κατεβαίνει σε κρημνώδη βάθη, σε ένα υποβλητικό τοπίο.
Μονή Έλωνας, 14/8/2002. Πάνω και κάτω: Προσέλευση προσκυνητών
Μετά από μια καμπή της σκάλας αντικρίσαμε το λευκό, ασβεστωμένο μοναστήρι,
κουρνιασμένο σε μια εσοχή της κρημνώδους, κόκκινης πλαγιάς, να κρέμεται
κυριολεκτικά πάνω από το χάος. Μου θύμισε έντονα την εικόνα και τη θέση της
Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, μόνο που εδώ η μονή αντί να κρέμεται
πάνω από το πέλαγος, αιωρείται πάνω από ένα βαθύ φαράγγι, που έκανε ακόμα πιο
φοβερή τη θέασή της. Μια ακόμα πύλη οδηγεί στον κυρίως χώρο τηςμονής. Η
επιγραφή ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ,
ειδοποιεί τους προσκυνητές για τον αυστηρά εκκλησιαστικό χαρακτήρα που οι μοναχές
(το μοναστήρι είναι γυναικείο) θέλουν να έχει το πανηγύρι και η μονή, χωρίς
«κοσμικά», ή τουλάχιστον μη χριστιανικά, άρματα, όργανα και τραγούδια.
Μπήκαμε στον υποτυπώδη περίβολο της
μονής. Στην πραγματικότητα σε έναν στενό διάδρομο ανάμεσα σε ασβεστωμένα,
χαμηλά κτίρια, που αυτά στα αριστερά, φαινόταν ωστόσο να εκτείνονται πολυώροφα
σε ύψος προς τα κάτω, πάνω στην χαώδη, απόκρημνη και κοκκινόχρωμη πλαγιά και υπέθεσα ότι είναι τα κελιά
και άλλοι χώροι της μονής. Ευτυχώς είχαμε φτάσει φαίνεται σχετικά νωρίς, γιατί
δεν έβλεπα κοσμοσυρροή στους γύρω -στενάχωρους όλους- χώρους ανάμεσα στα
κτίρια, αν και η ροή των προσκυνητών ήταν συνεχής. Ο διάδρομος (και η ουρά των
προσκυνητών) καταλήγει σε ένα μικρό, πλακοστρωμένο πλάτωμα σαν αυλή, μπροστά σε
ένα πετρόχτιστο κτίριο, χωμένο στην πετρώδη πλαγιά. Φαινόταν σπηλαιώδες και
υπέθεσα ότι είναι και η εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας, το καθολικό της
μονής, όπως δηλώνει εξάλλου και το καμπαναριό, πάνω από τη βόρεια είσοδό του.
Η εικόνα της Παναγίας Έλωνας τοποθετημένη σε στασίδι για προσκύνημα, στο προαύλιο του ναού της Κοίμησης. 14.8.2002
Λεπτομέρεια της προηγούμενης φωτογραφίας: η θαυματουργή εικόνα με τα αφιερωμένα κοσμήματα από τάματα των πιστών, ενώ διακρίνεται πίσω από το τζάμι και η ως «μαύρη» μορφή της Παναγίας Έλωνας (14/8/2002)
Δεξιά της εισόδου του ναού της Έλωνας
έξω, στο μικρό αυτό προαύλιο, ήταν τοποθετημένο ένα πολυτελές, ξυλόγλυπτο,
χρυσοβαμμένο κουβούκλιο-στασίδι ντυμένο στα μεταξωτά, λευκά, κεντημένα με
χρυσοκλωστή υφάσματα. Πάνω του ήταν τοποθετημένη η θαυματουργή εικόνα της Έλωνας ως βρεφοκρατούσας Παναγίας,
κατάφορτη με χρυσά κοσμήματα και μεταλλικά, χρυσά και ασημένια, «τάματα»,
ομοιώματα ανθρώπινων μελών, παιδιών, ατόμων ιαθέντων ή προς ίαση, και άλλα
αφιερώματα των πιστών σε εκδήλωση παράκλησης ή ευχαριστίας. Τα αφιερώματα, πίσω
από ένα προστατευτικό τζάμι -λερωμένο ήδη από τα φιλήματα των προσκυνητών-,
κάλυπταν σχεδόν εξολοκλήρου την ασημοντυμένη εικόνα, αφήνοντας να φαίνεται μόνο
η «μαύρη» μορφή (-μη μορφή) της Παναγίας της Έλωνας, μέσα από τα ειδικά ανοίγματα του ασημένιου καλύμματος. Εκατοντάδες
κοσμήματα, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, αλυσίδες, μενταγιόν, σταυροί,
ρολόγια κ. ά., τα περισσότερα στολισμένα με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, αφιερώματα των πιστών.
Πέρα από εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας και πίστης συλλογίστηκα ότι συναποτελούσαν
και ένα είδος μουσειακής συλλογής κοσμημάτων και αφιερωμάτων, τόσα πολλά και
διαφορετικά, διαφορετικών χρόνων κατασκευής και αφιέρωσης που ήταν. Να λοιπόν μια ακόμα "¨Μαύρη"-"Μαυρομάτα" εικόνα της Παναγίας-παλλάδιο της μονής σκέφτηκα, που την συνδέει, κατά την κρίση μου, με την Ελένη/Αγιαλένη. Όπως υποστηρίζω σε άλλο κείμενο, οι παλαιές, επίμονα "μαύρες", αυτές εικόνες της Παναγίας, πιστευόμενες ως θαυματουργές, φαίνεται να την συνδέουν συμβολικά με τη "μαύρη", χθόνια γη-Μαυρηγή-Ελένη, την προχριστιανική θεά Μητέρα-Γη (βλ. σχετικά Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008 και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html ).
Αφού ανάψαμε και εμείς κερί από το
παρακείμενο παγκάρι και προσκυνήσαμε, μπήκαμε στον μονόχωρο, μικρό και
σπηλαιώδη ναό της Κοίμησης από την κύρια είσοδο στο βόρειο τοίχο. Ήταν
σκοτεινός, φωτισμένος από λίγα κεριά που άναβαν οι πιστοί στα μανουάλια μπροστά
στις εικόνες και το τέμπλο και από τα αναμμένα καντήλια. Γιατί ηλεκτρικές πηγές
φωτός δεν υπήρχαν μέσα στο ναό εκείνη την ώρα, αν και έβλεπα μικροφωνικές
εγκαταστάσεις στα ψαλτήρια. Το λιγοστό φως συμπλήρωνε η θαμπή λάμψη αμέτρητων
περίτεχνων ασημένιων (μερικών και χρυσών) όσο και ευμεγέθων καντηλιών που
κρέμονται πυκνά σε όλο το μήκος και το πλάτος της θολωτής οροφής, αφιερώματα
των πιστών επίσης, σχηματίζοντας κάτι σαν αιωρούμενο ασημένιο ταβάνι. Στο
σκούρο, ξυλόγλυπτο τέμπλο οι δεσποτικές εικόνες και μια της Παναγίας ως
Ζωοδόχου Πηγής είναι όλες καλυμμένες με ασημένια επικάλυψη (προσφορά κάποιου/ων πιστού/ών ) που αφήνει να φαίνονται τα πρόσωπα μόνο ή και τα χέρια των ιερών μορφών
που απεικονίζουν. Πάνω από την ωραία πύλη, στην επίστεψη του τέμπλου, είναι
σκαλισμένοι εραλδικά οι φοβεροί δράκοντες με ένα σταυρό ανάμεσά τους.
Η τεράστια, αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης
καθώς τη θέση της πάνω στο τέμπλο έχει πάρει η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, δεν
χωρούσε στο στενό τέμπλο και είναι τοποθετημένη στη ΒΑ γωνία, πάνω στο βόρειο
τοίχο. Μέσα στο ναό υπάρχουν επίσης στασίδια με άλλες προσκυνηματικές εικόνες.
Στο κέντρο του ναού, πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι με λευκό, κεντητό τραπεζομάντιλο αλλά και πάνω στο δάπεδο, είχαν
αρχίσει να τοποθετούν τις αφιερωμένες κόφες με τους ιερούς «πεντάρτους» για την
αρτοκλασία, καθώς πλησίαζε η ώρα του πανηγυρικού εσπερινού. Οι άρτοι δεν ήταν
λευκοί, πασπαλισμένοι με ζάχαρη άχνη δηλαδή, όπως συνηθίζεται αλλού αλλά είχαν
το φυσικό χρώμα του ψημένου ψωμιού.
Δίπλα σε αυτή την εικόνα, στο βόρειο
τοίχο πάντα, ανοίγεται μια μικρή πόρτα που βγάζει επίσης στο προαύλιο. Ήταν
ανοιχτή και το φως που έμπαινε από αυτήν φώτιζε λίγο το σκοτεινό καθολικό και
τις εικόνες του τέμπλου. Το κάτω μέρος αυτού, του βόρειου τοίχου, καλύπτουν
ξύλινες βιτρίνες με τζάμια όπου φυλάσσονται μερικά παλιά ιερά αντικείμενα, σαν
μουσειακή συλλογή: χρυσά και ασημένια σκεύη, λειψανοθήκες, εικόνες, ευαγγέλια,
άμφια κ.ά. Πάνω από αυτές τις βιτρίνες κρέμονται λίγες παλιές εικόνες αγίων.
Μπροστά από το νότιο, βραχώδη «τοίχο» δύο ακόμα ξύλινα στασίδια με προσκυνηματικές
εικόνες της Κοίμησης και ο Δεσποτικός θρόνος, ενώ σε ένα-δυο σημεία κρέμονται
μερικές εικόνες παλιές και σκοτεινές. Εμπρός από τον δυτικό τοίχο, δεξιά στον
εισερχόμενο από την κύρια είσοδο, βρίσκεται ένα μακρόστενο είδος μεταλλικού
μανουαλιού, όπου άμμος για να στηρίζονται κι άλλα κεριά που ανάβουν οι πιστοί
εισερχόμενοι στο ναό.
Μέσα στο μισοσκόταδο και ενώ η ροή
των εισερχόμενων προσκυνητών γινόταν όλο και πιο πυκνή, εγώ έψαχνα να βρω την
«δική» μου εικόνα, αυτήν των Κωνσταντίνου και Ελένης , δηλαδή. Προς λύπη μου,
δεν την έβλεπα πουθενά, απ’ όσο μπορούσα να διακρίνω, μέχρι που την εντόπισα στο
βόρειο τοίχο, δίπλα στο δεσποτικό θρόνο και κάτω από μια κινητή εικόνα της Κοίμησης,
ανάμεσα σε δύο «διοσκουρικούς» καβαλάρηδες, όπως συνήθως! Μικρή εικόνα αλλά
σημαντική η ύπαρξή της σε αυτό το συνδυασμό και μέσα στο ναό της «Έλωνας».
Έκανα να την φωτογραφίσω αλλά έπεσε πάνω μου η νεωκόρα που φρόντιζε τα κεριά
και μου είπε ότι απαγορεύεται η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση μέσα στο ναό. Προσπάθησα να
της εξηγήσω ότι το έκανα για επιστημονικούς λόγους, ως εντεταλμένη από την
Ακαδημία Αθηνών (την οποία δεν φαινόταν να γνώριζε περί τίνος επρόκειτο) αλλά ήταν
αμετάπειστη. «Ρώτα τους επιτρόπους, έξω», με παρέπεμψε στο τέλος. Οι επίτροποι
ήταν επίσης αρνητικοί και με παρέπεμψαν με τη σειρά τους να απευθυνθώ στον
Δεσπότη, όταν θα ερχόταν, να μου δώσει τη σχετική άδεια. ‘Εκανα, θέλοντας και
μη, υπομονή, ελπίζοντας ο Δεσπότης να δείξει κατανόηση και παρέμεινα στον
περίβολο, παρατηρώντας τους προσκυνητές που εισέρρεαν συνεχώς στο μικρό αυτό
χώρο.
Ανάμεσα στους προσκυνητές, υπήρχε και
πλήθος Ρομά, των οποίων είναι γνωστή η πίστη και η λατρεία προς την μητέρα Παναγία και η αθρόα προσέλευσή τους στα μεγάλα της προσκυνήματα, συχνά με ακραίες προσκυνηματικές πρακτικές, όπως σε αυτό της Παναγίας της Τήνου. Στην πλειονότητά τους οι Ρομά προσκυνητές ήταν νεαρές μητέρες με
παιδιά άρρωστα ή ανάπηρα που τα έφερναν πάνω στην πλάτη τους, πεσμένες στα
γόνατα, να προσκυνήσουν και να τα αφιερώσουν στην Παναγία, προσδοκώντας τη
θαυματουργή θεραπεία τους. Άλλες Ρομά, οι περισσότερες, ήταν μανάδες με μικρά
παιδιά, από 1-5 χρονών στην αγκαλιά που έψαχναν εναγωνίως ανάμεσα στους μη-Ρομα
(«μπαλαμούς») προσκυνητές να βρουν νονό ή νονά, ανάδοχο, να τα βαφτίσει εκεί,
στο μοναστήρι, επιτόπου.
Μερικές μανάδες είχαν καρφιτσωμένο στην πλάτη των παιδιών ένα χαρτί με τη λέξη ΑΒΑΠΤΙΣΤΟ (κάποιον θα είχαν παρακαλέσει να τους την γράψει, καθώς είναι μη εγγράμματες στην πλειονότητά τους), για να προκαλέσουν την προσοχή και τη συμπόνια με μεγαλύτερη έμφαση, αλλά ίσως και υπονοώντας έμμεσα ότι όσοι δεν υπέκυπταν στην παράκλησή τους, θα μοιραζόντουσαν και την «αμαρτία» να μείνουν αβάπτιστα και να μη γίνουν χριστιανοί τα παιδιά. Και οι
ταμπέλες αυτές να μην υπήρχαν, γινόταν φανερό το όλο ζήτημα από την ακατάπαυστη
φορτικότητα των –νεαρών στην πλειονότητά τους– μανάδων αλλά και των –νέων επίσης–γιαγιάδων των αβάπτιστων παιδιών στους
προσκυνητές που τους παρακαλούσαν θερμά να γίνουν ανάδοχοι βαφτίζοντάς τα
επιτόπου, μέχρι να πείσουν κάποιον ή κάποια να το κάνει. Οι μανάδες, με τον
τρόπο τους, επικαλούνταν την ευλογία που θα είχε ο ανάδοχος να κάνει ένα παιδί Χριστιανό
μέσα σε αυτό τον ιερό χώρο και στο πλαίσιο τέτοιας μεγάλης γιορτής στη μνήμη
της μητέρας-Παναγίας, ισχυριζόμενες και απαντώντας σε σχετικές ενστάσεις, ότι
δεν εύρισκαν νονούς αλλού και ότι δεν ήταν υποχρεωμένος ο/η ανάδοχος να έχει
και μετά τη βάφτιση κάποια σχέση με το βαφτιστήρι του. Βρισκόντουσαν τελικά κάποιοι
ανάδοχοι, μερικοί προσκυνητές μάλιστα φαίνεται ότι είχαν έρθει ως προακυνητές
έχοντας κάνει και σχετικό τάμα. Τότε η μάνα ή και οι δύο γονείς και τυχόν άλλοι
συγγενείς τους με το παιδί και τον «μπαλαμό» ανάδοχο (γυναίκες κυρίως) ανέβαιναν
σε μια μικρή, υπερυψωμένη αυλή πίσω από τα κελιά και μπροστά από ένα παλιό,
σπηλαιώδες παρεκκλήσι όπου ήταν στημένο μόνιμα, για εκείνες τις ημέρες, ένα
υπαίθριο βαπτιστήριο, κάτω από μια πετρώδη προεξοχή του βουνού σε εκείνο το
σημείο όπου και γινόταν το μυστήριο.
Δηλαδή μια χάλκινη κολυμβήθρα και ένα τραπέζι
καλυμμένο με τραπεζομάντιλο μέσα σε ένα χώρο περιορισμένο με χαμηλό κιγκλίδωμα.
Εκεί λάβαιναν χώρα συνεχείς τέτοιες βαπτίσεις, που τις επιτελούσαν ιερείς
επισκέπτες/προσκυνητές στην Έλωνα ή μοναχοί από άλλες μονές, καθώς η Έλωνα
είναι γυναικείο μοναστήρι (τότε με τρεις όλες κι όλες, ηλικιωμένες μάλιστα
καλόγριες, που το διατηρούσαν όμως σε άριστη κατάσταση, φαίνεται και με τη βοήθεια
και άλλων πιστών γυναικών) και δεν επιτρέπεται στις καλόγριες να ιερουργούν.
Τον απαραίτητο για τη βάφτιση σταυρό προμηθεύονται οι ανάδοχοι ψεύτικο, όχι
χρυσό, από το πωλητήριο της μονής με είδη προσευχής, εικόνες και άλλα αναμνηστικά από τη μονή. «Φωτίκια», τα καινούρια δηλαδή ρούχα με τα οποία τυπικά ντύνει ο νονός
το βαφτιστήρι, δεν υπήρχαν, οπότε το νεοβάπτιστο παιδί ξαναφορούσε τα ρούχα
του.
Ωστόσο παρατηρούσα πως αρκετοί από τις/ους αναδόχους
φρόντιζαν να ανταλλάξουν πληροφορίες ώστε να έλθουν μετά την απομάκρυνσή τους
από τη μονή σε επαφή με τους «κουμπάρους» πλέον, γονείς, ώστε να φροντίσουν για
το σταυρό, τα ρούχα και γενικά την μετέπειτα επαφή τους με το βαφτιστήρι τους.
Ήταν εντυπωσιακή όσο και συγκινητική αυτή η λαχτάρα των Ρομά μανάδων να
βαφτίσουν τα παιδιά τους, σαν μια τελετουργική διαδικασία διάβασης που, πέρα
από την ευλογία της Μητέρας Παναγίας για τη ζωή και την υγεία τους, θα τα
κοινωνικοποιούσε και θα μπορούσε να αποτελέσει μια δια βίου ευκαιρία να είναι, τα βαφτιστήρια όσο και οι γονείς τους, δεμένα με σχέση τελετουργικής συγγένειας με την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα, τους
«μπαλαμούς», σε περίπτωση που η σχέση με τους νονούς θα είχε και συνέχεια και ό,τι αυτή συνεπάγεται ανταλλακτικά για αναδόχους, βαφτιστήρι και γονείς.
Σε μια μικρή κουζίνα στα ΒΑ του του
περίβολου μπορούσαν οι προσκυνητές να φτιάξουν καφέ της αρεσκείας τους, να
πιουν νερό κ.λπ. υπό την εποπτεία κάποιων επιτετραμμένων σχετικά γυναικών. Φτιάξαμε
και εμείς τον καφέ μας και παίρνοντάς τον μαζί μας σε πλαστικά κύπελλα, βγήκαμε
σε μια μικρή ταράτσα έξω από το κουζινάκι με θέα στη χαράδρα κάτω από τη μονή όπου
ήταν πολύς –όσο χωρούσε– κόσμος, μεταξύ αυτών και μια παρέα από ηλικιωμένους
άντρες, καθισμένους γύρω από ένα τραπέζι. Τους πλησίασα κρατώντας το κασετόφωνο
και τους έπιασα κουβέντα. Έμαθα ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν προσκυνητές
από το «Λενίδι» (όπως το ονόμαζαν, το Λεωνίδιο Κυνουρίας, δηλαδή). Μου είπαν
ωστόσο ότι παρόλο που η μονή ανήκει διοικητικά στην Κυνουρία και απέχει μόλις
ένα τέταρτο (σήμερα, με αυτοκίνητο) από το Λεωνίδι/Λενίδι, εν τούτοις είναι οι Λάκωνες
που θεωρούν περισσότερο την Έλωνα «δική» τους, δικό τους προσκύνημα, την τιμούν
περισσότερο και ότι ανέκαθεν έρχονται από όλα τα σημεία της Λακωνίας στο
πανηγύρι της. Ότι βεβαίως και οι Λενιδιώτες την τιμούν, αυτονόητα, καθώς είναι
γείτονες της μονής και ότι μάλιστα κατεβάζουν τη θαυματουργή εικόνα της στο
μετόχι της μονής στο Λενίδι όπου και τη γιορτάζουν στις 21 Νοεμβρίου, στα
Εισόδια της Παναγίας («της Μεσοσπορίτισσας»). Τους κάνει ωστόσο και αυτών εντύπωση
το πόσο «λακωνικό» θεωρούν όλοι οι Λάκωνες το μοναστήρι, ενώ δεν ανήκει
διοικητικά στη Λακωνία και ότι έρχονται ακόμα και από το Γύθειο και τη Μάνη στο
πανηγύρι. Συμπλήρωσαν μάλιστα ότι και οι (κτηνοτρόφοι) κάτοικοι του κοντινού
χωριού Κοσμάς, το οποίο έχει μεγάλη σχέση με τη μονή της Έλωνας και ανήκει στην
Κυνουρία (Αρκαδίας), παραχειμάζουν σε χωριά της νότιας Λακωνίας, οπότε και
αυτοί είναι σαν «Λάκωνες». Αφηγήθηκαν και ένα θαύμα θεραπείας παιδιού από την
Έλωνα, που μου θύμισε μια ανάλογη παράδοση για θαύμα της Παναγίας στη μονή
«Σεπετού» στην Αλίφειρα Ηλείας, όπου λέγεται ότι οφείλεται και το όνομα
«Σεπετό». Ότι δηλαδή δύο μανάδες δοκιμάστηκαν για την πίστη τους από την
Παναγία, αφού για να θεραπεύσει τα άρρωστα, ετοιμοθάνατα παιδιά τους έπρεπε να
τα πετάξουν από ψηλά στο γκρεμό κάτω από τη μονή. Η μάνα που δεν δίστασε και
έριξε άφοβα το παιδί πιστεύοντας στη θαυματουργή δύναμη της Παναγίας,
αποζημιώθηκε με τη σωτηρία του από την πτώση και τη θεραπεία του, ενώ η άλλη
που περίμενε πρώτα να βεβαιωθεί αν θα ζούσε το παιδί της πρώτης για να πετάξει
το δικό της, έχασε το παιδί της, που σκοτώθηκε από την πτώση. Οι παραστατικές αφηγήσεις για τα θαύματα, τον βίο των αγίων κ.λπ. που συνήθως γίνονται από άτομα -γυναίκες και άνδρες- με αφηγηματική ικανότητα σε αυτές τις περιστάσεις, ανακυκλώνουν αυτές τις παραδόσεις, ανανεώνουν και επιτείνουν τη θρησκευτική πίστη αφηγητών και ακροατών, και αναπτερώνουν τις ελπίδες για νέα θαύματα στους πιστούς κατά τη διάρκεια του ικετευτικού, τελετουργικού προσκυνήματος και της γιορτής στο χώρο των μοναστηριών.
Μιλήσαμε αρκετά με τους Λενιδιώτες που είπαν και άλλα, που καταγράφονταν στο κασετόφωνο, εν γνώσει τους. Όσα άκουγα, ενίσχυαν την υποψία μου ότι το
όνομα Έλωνα έχει σχέση με το όνομα
και τη μεταφυσική υπόσταση της Λακωνίδος θεάς Ελένης και ότι εδώ ίσως να
προϋπήρχε της χριστιανικής μονής κάποιο σπουδαίο, βουνίσιο και σπηλαιώδες προσκύνημα, από
τα αρχαία, άγνωστα, ιερά της. Την υποψία αυτή υποστήριζε τώρα και κάτι
καινούριο: με εντυπωσίασε δηλαδή αποκαλυπτικά το γεγονός ότι οι ντόπιοι το
Λεωνίδιο το αποκαλούν «Λενίδι». Δεδομένης της κοντινής του απόστασης από την
«Έλωνα» (/Ελένη, ίσως, κατ’ εμέ) αναρωτήθηκα τι σχέση μπορεί να έχει το όνομα
«Λενίδι» με το Ελένη [–Λένη] στην τοπική μνήμη και ντοπιολαλιά
και ίσως όχι με τον περίφημο Λεωνίδα, εν τέλει. Κατ’ επέκταση, αν αυτή η ονομαστική
και τοπική σχέση Λενιδιού-Ελένης-Έλωνας μπορεί να υποστηρίζει ότι το Ελένη
κρύβεται πίσω από το Έλωνα, δεδομένης
και της παρουσίας των ως «διοσκουρικών» αγίων Αναργύρων, όπως τους είχα δει
στον κοντινό Κοσμά (περισσότερα σχετικά με το Λεωνίδης/Λενίδης και την Ελένη/Αγιαλένη, βλ. http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/12/traveling-in-east-argolisgreece.html). [Αυτή η ερευνητική μου υπόθεση ενισχύθηκε τον επόμενο χρόνο, κατά την επιτόπια έρευνά μου στο νομό Αρκαδίας, στο γειτονικό στη μονή της Έλωνας Τσακώνικο χωριό Παλαιοχώρι, ιδιαίτερα αναφορικά με τη θέση "Γλυμπιά" (βλ. χάρτη), αλλά αυτά στο σχετικό ημερολόγιο, όταν το δημοιεύσω].
Φεύγοντας από την παρέα των
Λενιδιωτών, πήγα στο πωλητήριο της μονής και αγόρασα ένα βιβλίο σχετικό με την
ιστορία της, όπου διασταύρωσα ως αξιόπιστα τα όσα είχα ακούσει σχετικά από τους
πληροφορητές πριν λίγο. Εντωμεταξύ η ώρα είχε προχωρήσει και οι χώροι της
μονής, προαύλιο, ναός και χώροι υποδοχής, είχαν πλημμυρίσει κόσμο. Πολλές
γυναίκες προσερχόντουσαν ξυπόλυτες ή/και γονατιστές, σε εκπλήρωση τάματος.
Πολλοί είχαν στρώσει για την αγρυπνία
και τη διανυκτέρευση - και σε εκπλήρωση τάματος για ιερή αγρυπνία- είτε στρωσίδια που έφερναν από τα σπίτια τους
είτε από αυτά που διαθέτει η μονή, από τις διαχρονικές προσφορές των πιστών. Καθώς όσοι είχαν
φτάσει πρώτοι είχαν ήδη γεμίσει τους κοιτώνες και τους ξενώνες που διαθέτει η
μονή, οι υπόλοιποι έστρωναν ό, που μπορούσαν: στα πεζούλια, στους διαδρόμους,
στις αυλές, στους εξώστες, στις άκρες των κλιμακοστάσιων, παντού, δημιουργώντας
το αδιαχώρητο. Ένα βουητό από κουβέντες, γέλια, αφηγήσεις, ιστορίες για τη μονή
και τα θαύματα της Παναγίας πλημμύριζε το χώρο. Οι προσκυνητές κατέλυαν παρέες-παρέες, συγχωριανοί, συγενείς και φίλοι, από γειτονικά στη μονή χωριά, άλλοι από μακρινά και
κοντινά μέρη της Λακωνίας, από τη Σπάρτη, τη Μονεμβασιά, τη Νεάπολη, το Γεράκι,
το Γύθειο, τη Μάνη, άλλοι από Κυνουρία και Αρκαδία, ακόμα και από την Αργολίδα.
Αρκετοί, παρόλο που προέρχονται από απομακρυσμένες μεταξύ τους και από τη μονή
περιοχές, με το να έρχονται κάθε χρόνο στο πανηγύρι, γίνονται γνωστοί, αποκτούν
ένα είδος «προσκυνηματικής συγγένειας» μεταξύ τους και ανταμώνοντας στο
πανηγύρι, νιώθουν και συμπεριφέρονται σαν συγγενείς και φίλοι, με ενθουσιώδεις
χαιρετισμούς, αγκαλιές, φιλιά, ευχές για τη γιορτή και ειδήσεις από το βίο τους το χρόνο
που πέρασε. Πολλοί ωστόσο φαινόντουσαν να είναι και οι πονεμένοι που είχαν φτάσει στη μονή με
ψυχικό ή σωματικό βάσανο, προσωπικό ή κάποιου οικείου τους, προσευχόμενοι και
πιστεύοντας σε ένα λυτρωτικό θαύμα της Παναγίας.
Κορυφαίοι τόποι επικοινωνίας τα πανηγύρια,
δίνουν τη δυνατότητα ανταλλαγής υλικών και άυλων, πνευματικών αγαθών και σύναψη
κάθε είδους σχέσεων. Μέχρι και εγώ βρήκα γνωστό, κατά ένα τρόπο, πρόσωπο στην
Έλωνα, κάποιον Λάκωνα που είχε δουλέψει χρόνια στην πατρίδα μου, τα Λεχαινά! Συνέβαιναν
ωστόσο και διαπληκτισμοί όσο και παρεξηγήσεις για την κατάληψη χώρου για τη
διανυκτέρευση, και άλλα.
Η προσέλευση και η εγκατάσταση των
προσκυνητών στη μονή ακολουθούσε βεβαίως κάποιο άτυπο τυπικό, όπως σε όλα τα μοναστηριακά προσκυνηματα. Οι νεοφερμένοι,
αφού εξασφάλιζαν τόπο για τη νύχτα, πήγαιναν ακολουθώντας την ήδη σχηματισμένη
ουρά για προσκύνημα, πολλοί κρατώντας και την ταμένη λαμπάδα ή όποιο άλλο
αφιέρωμα είχαν τάξει στη χάρη της. ¨Όταν έφταναν στην αυλή εμπρός από το
καθολικό, έπαιρναν κεριά από το παγκάρι αφήνοντας το ανάλογο αντίτιμο και τα
άναβαν στα επί τούτου τοποθετημένα έξω μανουάλια, μαζί με τη λαμπάδα που τυχόν
είχαν τάξει. Μετά προσκυνούσαν και φιλούσαν τη θαυματουργή εικόνα της Έλωνας
που ήταν έξω από το ναό και αναρτούσαν εκεί και τα τυχόν άλλα αφιερώματα που
είχαν ταμένα (κοσμήματα, κέρινα ομοιώματα μελών του σώματος ή ανθρώπων κ.ά.). Μετά
έμπαιναν στο ναό και άναβαν άλλα κεριά, προσκυνούσαν τις εικόνες, κυρίως αυτή
της Κοίμησης, και, αν είχαν προσκομίσει και «πεντάρτους» τοποθετούσαν την
στολισμένη κόφα που τους περιείχε στο κέντρο του ναού, μαζί με ένα μπουκάλι
κρασί (ανάμα) και ένα μπουκάλι λάδι.
Οι πιο δραματικές εκδηλώσεις πίστης προερχόντουσαν από τους Ρομά, κυρίως τις
γυναίκες. Ντυμένες στην πλειονότητά τους με τα «καλά» τους, αστραφτερά, όλο χρυσές
ή/και πολύχρωμες πούλιες ρούχα ή με «μοντέρνες» τουαλέτες, φορτωμένες
κοσμήματα, σε δραματική αντίφαση με το ότι πολλές, από τάμα ήταν ξυπόλητες ή σερνόντουσαν στα γόνατα
μπροστά στην εικόνα, φώναζαν παρακλήσεις, έκλαιγαν, άναβαν λαμπάδες, έριχναν τα
παιδιά τους μπροστά στη χάρη της.
Μονή Έλωνας, καθολικό Κοίμησης, το εσωτερικό. Προσκυνηματική εικόνα της Κοίμησης, Στη βάση της εικόνας διακρίνεται η αφιερωθείσα, σκούρα πλεξούδα μιας γυναίικας που την έκοψε επιτόπου και την αφιέρωσε στην Παναγία.
Μια από αυτές, μικρομάνα, είχε τάξει να κόψει
τη βαριά, μαύρη πλεξούδα των μαλλιών της και να την αφιερώσει στην εικόνα.
Ήθελε να την κόψει επιτόπου αλλά δεν υπήρχε εκεί ψαλίδι για να πραγματοποιήσει
το τάμα και η πλεξούδα κόπηκε εντέλει με ένα μαχαίρι που ήταν εκεί πρόχειρο για
την αρτοκλασία και η νεαρή γυναίκα αφιέρωσε τα κομμένα μαλλιά πάνω στη βάση της
εικόνας. λατρευτική πρακτική που δεν την είχα ξανασυναντήσει και με εντυπωσίασε, καθώς μάλιστα μαρτυρείται ότι ανάλογη αφιέρωση επιτελούνταν και στην Αρχαιότητα, προς τα αρχαία αγάλματα θεών. Λυπήθηκα που η απαγόρευση φωτογράφισης δεν μου επέτρεπε να αποτυπώσω τη λατρευτική αυτή πρακτική.
Μονή Έλωνας, καθολικό Κοίμησης, το εσωτερικό. Προσκυνηματική εικόνα της Κοίμησης, Στη βάση της εικόνας διακρίνεται η αφιερωθείσα, σκούρα πλεξούδα μιας γυναίικας που την έκοψε επιτόπου και την αφιέρωσε στην Παναγία.
Σε μια υπερυψωμένη μικρή ταράτσα στα
δυτικά του καθολικού (εκείνη την ημέρα πίσω από την προσκυνηματική εικόνα της
Παναγίας) αναβλύζει από το κοίλωμα της πέτρινης πλαγιάς στάλα-στάλα η πηγή της
μονής, με το θαυματουργό αγίασμα. Ο κόσμος λοιπόν μετά το προσκύνημα στην
εικόνα, ανέβαινε εκεί με τη σειρά για να πιεί αγίασμα από ένα σωλήνα που
διοχετεύει το νερό έξω από μια κλειστή δεξαμενή, στην οποία συγκεντρώνεται το
νερό της ιερής πηγής. Μάθαμε ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια η πηγή ήταν ανοιχτή,
χωρίς την κλειστή δεξαμενή και ότι το
νερό της έπεφτε στάλα-στάλα μέσα σε μια μικρή σχετικά γούρνα, από όπου έπαιρναν
οι προσκυνητές το νερό με ένα τάσι που υπήρχε εκεί μόνιμα και έπιναν. Θεωρούσαν
μάλιστα απόδειξη της ιερότητας του αγιάσματος και ως θαυμάσια ιδιότητά του το
ότι, παρόλο που έπαιρνε τόσος πολύς κόσμος νερό από τη γούρνα και ενώ η πηγή
ρέει τόσο λίγο, η γούρνα δεν άδειαζε. Πολλές μάλιστα από τις «ταράτσες» και
αυλές της μονής στην πραγματικότητα είναι στέγες στερνών όπου μαζεύουν το
βρόχινο νερό και μάλιστα το προαύλιο του καθολικού, όπου γινόταν εκείνη την
ημέρα το προσκύνημα της εικόνας.
Μετά το αγίασμα μπήκαμε στο «γραφείο»
της μονής για να παρακαλέσω να αφήσω εκεί φυλαγμένα κάποια πράγματα, να μην τα
κουβαλάμε συνεχώς μαζί μας. Εκεί μας εξυπηρέτησε ένας οδοντίατρος του
νοσοκομείου της Σπάρτης, ο οποίος, όπως μας είπε, εδώ και χρόνια κρατάει
μερικές ημέρες από την κανονική άδειά του και έρχεται να διακονέψει στο
πανηγύρι. Προσέφερε υπηρεσίες στη Χάρη της, όπως και αρκετοί άλλοι
επαγγελματίες, επιστήμονες και μη, όπως μας πληροφόρησε, κάνοντας διάφορες
δουλειές: μάγειροι, νεωκόροι, καντηλανάφτες, επίτροποι κ.λπ. Μας έδειξε και μια
κεντημένη εικόνα της Παναγίας που μόλις είχε προσφέρει στη μονή κάποια πιστή,
έργο των χεριών της, καθώς και μια παιδική φορεσιά που είχε φέρει κάποια
Ρουμάνα μετανάστρια προκειμένου να λειτουργηθεί επί σαράντα μέρες στη μονή και
μετά, ευλογημένη, να την φορέσει στο παιδί της, για υγεία. Μας είπε επίσης ότι οι πιστοί
κάνουν εν γένει πάμπολλες προσφορές, μεταξύ των οποίων και ζώα, κυρίως αρνιά,
τα οποία συναπαρτίζουν το κοπάδι που συντηρεί η μονή. Κράτησε την τσάντα με τα
πράγματά μας και μας προσέφερε και κατάλυμα για τη νύχτα, αν θα χρειαζόμασταν
να ξαπλώσουμε (κάτι για το οποίο αμφέβαλλα), στον ξενώνα όπου κατέλυε και ο
ίδιος με την οικογένειά του, όπου διέθετε και τουαλέτα. Η Αγγελική μάλιστα
προσφέρθηκε για εθελοντική εργασία στον καθαρισμό του καθολικού τις πρώτες πρωινές
ώρες, μετά την ολονυχτία.
Ο ίδιος μας πληροφόρησε ότι είχε φτάσει στη
μονή και ο Δεσπότης Μαντινείας και Κυνουρίας, μητρόπολη όπου ανήκει και η μονή,
και κατευθύνθηκα προς το «αρχονταρίκι» όπου είχε καταλύσει, για να τον
συναντήσω. Το ευρύχωρο σχετικά αρχονταρίκι, ήταν κατάμαυρο και σκοτεινό από τα
ράσα των πολλών ιερέων, μοναχών, του Δεσπότη και της «Γερόντισσας» (ηγουμένης)
που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να τον υποδεχτούν. Με κέρασαν λουκούμι και ο
Μητροπολίτης άκουσε με προθυμία και ευγένεια τις εξηγήσεις μου για το ποια
είμαι και τι κάνω στη μονή και μου επέτρεψε να φωτογραφίζω και να videoσκοπώ ό,που έκρινα απαραίτητο, ακόμα
και μέσα στο ναό, υπό τον όρο να του στείλω κατόπιν και του ίδιου φωτογραφίες
και αντίγραφα από τα video. Αφού ευχαρίστησα θερμά και του το υποσχέθηκα, έφυγα
αμέσως και κατευθύνθηκα προς το ναό της Κοίμησης να φωτογραφίσω, πριν αρχίσει ο
εσπερινός.
Ο ναός είχε ακόμα πολύ κόσμο, όχι καθισμένους στις ελάχιστες, έτσι κι αλλιώς, καρέκλες που υπάρχουν εκεί αλλά που προχωρούσε πομπικά, σε προσκυνηματική ροή από την είσοδο προς την εικόνα της Παναγίας. Τώρα το εσωτερικό είχε περισσότερο φως γιατί ήταν αναμμένοι οι κεντρικοί πολυέλαιοι καθώς και πολλές από τις καντήλες της οροφής αλλά και περισσότερα κεριά από τους πιστούς και μπορούσα να παρατηρώ καλύτερα το χώρο. Ενημέρωσα σχετικά με την άδεια του Δεσπότη τη νεωκόρα και τους Επιτρόπους, και φωτογραφίζοντας τις εικόνες είδα πάνω στο στηθαίο ενός μικρού γυναικωνίτη στη δυτική πλευρά του ναού να κρέμεται μια νεότερη από τις υπόλοιπες, μεγάλη εικόνα της Εύρεσης του τιμίου Σταυρού από την αγία Ελένη.
Επιπλέον δε αυτής της εικόνας, πάνω από την πόρτα της βόρειας, κύριας
εισόδου στο ναό, είδα στο μισοσκόταδο μία ακόμα εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης δίπλα-δίπλα με τους ως «δίδυμους» άγιους Ταξιάρχες. Τα «σημάδια» της
Ελένης/Αγιαλένης, εικονικά, ήταν παρόντα, λοιπόν! Πώς θα ήταν δυνατόν να λείπουν
από την Έλωνα; σκέφτηκα.
Η θέση που είναι αναρτημένος αυτός ο
συνδυασμός εικόνων, πάνω από την κύρια είσοδο στο ναό, είναι ωσάν η Ελένη/Αγιαλένη
να υποδέχεται, ως οικοδέσποινα και αυτή,μαζί με την Παναγία, τους προσκυνητές,
συλλογίστηκα. Η λατρευτική μνήμη της, πέρα από το όνομα Έλωνα, αναδυόταν για μένα
μέσα από το συνδυασμό αυτών των εικόνων και μέσα στο ναό. Αμέσως μετά
παρατήρησα και κάτι άλλο σχετικό: πάνω σε ένα τραπέζι, και κάτω από τη
σιδερένια σκάλα που οδηγεί στον γυναικωνίτη, δίπλα στο εσωτερικό παγκάρι
από όπου οι προσκυνητές έπαιρναν και πάλι κεριά έναντι
χρηματικού αντίτιμου, ήταν τοποθετημένη μια σχετικά μικρή, ολόλευκη πορσελάνινη
λεκανίδα που έκανε χρέη καντήλας: ήταν πλήρης λαδιού με ένα αναμμένο φυτίλι στο
κέντρο της.
Το λάδι της καντήλας λειτουργούσε ως
άγιο μύρο, αφού ένας από τους επιτρόπους στεκόταν δίπλα στο τραπέζι και
βουτούσε κομμάτια μπαμπάκι μέσα στο λάδι και τα έδινε στους πιστούς να μυρωθούν
(ή το έπρατταν και μόνοι τους) αλείφοντας το πρόσωπο και τα χέρια τους, ενώ
μερικοί ζητούσαν και να τους γεμίσει με αγιασμένο λάδι κάτι μικρά πλαστικά
μπουκάλια προκειμένου να μεταφέρουν το μύρο και στο σπίτι τους. Στην εξωτερική
πλευρά αυτής της λεκάνης με το μύρο, ήταν ζωγραφισμένη μια μικρή εικόνα των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με το σταυρό πάντα ανάμεσά τους, ως μοναδικό
διακοσμητικό και λατρευτικό κόσμημα πάνω της. Καθώς η τελετουργία αυτού του
μυρώματος γινόταν στο χώρο όπου και οι παραπάνω εικόνες οι σχετικές με την αγία Ελένη, εξέλαβα και
αυτή την εικόνα ως μικροσκοπικό μεν, πλην υπαρκτό σημάδι «της» πάνω σε ένα
τέτοιο λειτουργικό σκεύος.
Ολοκληρώνοντας τη φωτογράφιση στο ναό
προς το παρόν, βγήκα στο προαύλιο, όπου είδα να διαδραματίζεται μια ακόμα σκηνή
προσκυνήματος και ικεσίας: μια νέα γυναίκα, Ρομ, σερνόταν στα γόνατα οδεύοντας
προς την εικόνα, κουβαλώντας πάνω στην πλάτη της ένα μεγαλόσωμο κορίτσι (μάλλον κόρη της), περίπου
10 χρονών, ντυμένο με απαστράπτοντα, γιορτινά ρούχα. Μια άλλη νέα, Ρομ, γυναίκα προχωρούσε δίπλα
τους υποβαστάζοντας το κορίτσι, ενώ και μια ηλικιωμένη, Ρομ, γυναίκα τις
ακολουθούσε με το μαντίλι της λυτό, με τις άκρες του να κρέμονται πάνω στο
στήθος της, ενθαρρύνοντας την προσκυνήτρια με το παιδί στην πλάτη και προφέροντας
δυνατά ικεσίες προς την Παναγία, πολύ ταραγμένη και συγκινημένη. Ο κόσμος παραμέριζε με σεβασμό για να
περάσουν, δίνοντας θάρρος στην
μάνα-προσκυνηματικό υποζύγιο και βοηθώντας την ενίοτε, ιδιαίτερα όταν κατέβαινε
τη στενή σκάλα που οδηγεί στο προαύλιο του ναού. Όταν έφτασαν μπροστά στην
εικόνα, το κορίτσι «ξεπέζεψε» έκαναν όλοι βαθιές μετάνοιες και φιλούσαν την εικόνα. Είδα ότι η μάνα που κουβαλούσε το
παιδί, φορούσε με μπλουτζην και μια απλή μπλούζα αλλά είχε πασπαλισμένα τα
γυμνά χέρια, το μπούστο και την πλάτη
της με ‘ένα είδος αστραφτερής χρυσόσκονης που λαμπύριζε στο φως του ήλιου.
Αυτού του είδους ο καλλωπισμός προς στιγμή μου φάνηκε αταίριαστος με το βαρύ προσκυνηματικό
δράμα που είχε επιτελέσει προηγουμένως αλλά μετά σκέφτηκα ότι, σύμφωνα με το
δικό της πολιτισμικό κώδικα, μάλλον στόλισε το σώμα της με αυτό τον τρόπο θέλοντας
να το παρουσιάσει στην Μητέρα- Παναγία λαμπρά στολισμένο, ωσάν να
φορούσε ανάλογο λαμπρό ένδυμα, ενισχύοντας ευλαβικά την παράκλησή της προς αυτήν.
Όταν τελείωσε το λυτρωτικό προσκύνημα,
όπως φάνηκε από τη χαρά και τα δάκρυα στα πρόσωπα όλων τους, πλησίασα τη μάνα
και τη ρώτησα αν είχε κάνει κάποιο τάμα. Μου απάντησε ότι το τάμα δεν το είχε
κάνει η ίδια προσωπικά, αλλά η μητέρα της και γιαγιά του παιδιού που
κουβαλούσε, αυτή που τις ακολουθούσε πριν, στην προσκυνηματική πορεία τους. Το
τάμα στην Έλωνα είχε γίνει από τη γιαγιά πριν γεννηθεί η εγγονή, γιατί αυτή η
ίδια η κόρη είχε αργήσει δέκα χρόνια να κάνει παιδί, κάτι που κατορθώθηκε μετά
το σχετικό τάμα στην Έλωνα και ότι εκπλήρωναν με αυτό τον τρόπο τις ευχαριστίες
τους, όπως είχαν τάξει, να έρχονται δηλαδή με το συγκεκριμένο τρόπο για προσκύνημα
στη χάρη Της.
Ψαλμωδίες ακούστηκαν και εμφανίστηκε στο
προαύλιο πομπή με τον Δεσπότη
συνοδευόμενο από χορεία λαμπροφορεμένων
ιερέων, διακόνων όσο και ψαλτών και προσκυνητών. Προπορευόταν ένας από
τους ιερείς κρατώντας και περιφέροντας
τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της ‘Ελωνας, που είχε αποσπαστεί από
το προσκυνηματικό στασίδι της. Καθώς η πομπή κατευθυνόταν προς το καθολικό,
υπέθεσα ότι εκεί θα γινόταν ο πανηγυρικός εσπερινός, αλλά έφαλλα. Γιατί η πομπή
μπήκε με στο ναό αλλά μόνο για να επιτελεστεί από τους ιερείς η τελετουργική
ένδυση του Δεσπότη με τα κατάλληλα για την περίσταση άμφια, δηλαδή ένα λευκό
ωμοφόριο με επίχρυσες ταινιες στις παρυφές και ένα σταυροειδές εγκόλπιο στην
πλάτη. Μετά, η πομπή με την εικόνα της
Έλωνας πάντα προπορευόμενη, βγήκε από το ναό και πορεύτηκε, με ψαλμωδίες, προς
ένα μικρό εξώστη, σαν γέφυρα, που ενώνει
τα βόρεια με τα νότια επιμήκη κτίρια της μονής στον περίβολο. Ο περίοπτος από
όλα τα σημεία του περίβολου αυτός
εξώστης είχε εντωμεταξύ διακοσμηθεί και στρωθεί τελετουργικά με ένα πανέμορφο,
χειροποίητο, πολύχρωμο χαλί (προφανώς προσφορά κάποιας πιστής), ανθοδέσμες, γιρλάντες
με ηλεκτρικά φώτα, κηροστάτες και το στασίδι για την εικόνα της Παναγίας. Καθώς η πομπή προχωρούσε προς τον εξώστη, ο κόσμος
σταυροκοπιόταν και έραινε την εικόνα, τον Δεσπότη και τους ιερείς με πέταλα λουλουδιών,
που είχαν προσκομιστεί και μαδηθεί από τους προσκυνητές επιτούτου. Καθώς η
πλειονότητα αυτών των ανθοπέταλων προερχόταν από χρυσοκίτρινους κατηφέδες (ή τσετσέκια) που αφθονούν τέτοια εποχή, έδιναν την εντύπωση σαν να έπεφτε πυκνή,
χρυσή βροχή. Προέτρεξα στον εξώστη με την κάμερα ώστε να προλάβω να τοποθετηθώ
σε σημείο που θα μου επέτρεπε να απαθανατίζω τα επιτελούμενα, ενώ η Αγγελική είχε αναλάβει τη φωτογράφιση.
Λόγω στενότητας του χώρου, βρέθηκα στριμωγμένη
ανάμεσα σε όρθιες γερόντισσες και κινδυνεύοντας να πατήσω άλλους, κυρίως γυναίκες, που ήταν ξαπλωμένοι, αμετακίνητοι, πάνω στα
στρωσίδια στη θέση που είχαν εξασφαλίσει για τη διανυκτέρευση και βέβαια δεν
ήταν διατεθειμένοι να με διευκολύνουν κάνοντας ό,ποιο χώρο ήταν δυνατόν, γιατί εκεί
ακριβώς, δίπλα τους ήρθε και κάθισε ο Δεσπότης. Ο τελευταίος, ακριβώς λόγω της
στενότητας του χώρου, κάθισε ανάμεσα στις γερόντισσες και στους ξαπλωμένους στο
δάπεδο προσκυνητές, έχοντας κολλητά δίπλα του και εμένα με την κάμερα, χωρίς
ωστόσο να διαμαρτύρεται. Η δική μου videoσκόπηση γινόταν στριμωγμένα, να
αιωρούμαι στο χείλος των κάγκελων του εξώστη, μη έχοντας χώρο ούτε για να
στρίψω κάπως το σώμα μου, ενώ και η Αγγελική προσπαθούσε να φωτογραφίζει
ανάμεσα από σώματα και κεφάλια. Η ώρα ήταν περίπου εννέα μ. μ. όταν άρχισε η
λειτουργία του εσπερινού και τελείωσε γύρω στις 2.30 π. μ. αφού επιτελέστηκε η
λειτουργία, η αρτοκλασία, το μακροσκελές κήρυγμα του Δεσπότη, η «αγρυπνία» των
πιστών γυναικών με ψαλμωδίες και παρακλήσεις προς την Παναγία. Ο χορός των
ψαλτών είχε έλθει από το Ναύπλιο και ήταν αρκετά καλός[3].
Μετά το πέρας του εσπερινού, ο κυρ-Σωτήρης,
ο χορηγός του πανηγυριού οδοντίατρος που μας είχε προσφέρει και κατάλυμα στη
μονή, μας κάλεσε για φαγητό στο γεύμα
που παρέθετε η μονή για όσους βοηθούσαν στην επιτέλεση του πανηγυριού με διάφορες εθελοντικές εργασίες. Καθώς είχε
περάσει η παραμονή και η περίοδος νηστείας πλέον λόγω της προχωρημένης ώρας,
πρόσφεραν «χοντρό» κρέας (γίδα, ζυγούρι)
βραστό, ζυμωτό χωριάτικο ψωμί, τυρί φέτα, ντοματοσαλάτα, τοπικό κρασί, μπύρες
και αναψυκτικά. Καθώς όταν αποφάγαμε εγώ είχα πιάσει κουβέντα με τον κυρ-Σωτήρη,
η Αγγελική πήγε να ξαπλώσει λιγάκι, παραγγέλλοντάς μου να την ξυπνήσω
οπωσδήποτε, αν την έπαιρνε ο ύπνος, προκειμένου να συμμετάσχει στην καθαριότητα
της εκκλησίας, όπως είχε υποσχεθεί. Έτσι κι έκανα μετά από κανένα μισάωρο, αν
και, καθώς την είχε πάρει ο ύπνος, λυπόμουν να την ξυπνήσω έτσι που κοιμόταν
βαθιά, ανάμεσα σε αγνώστους-μέλη της οικογένειας το κυρ-Σωτήρη, ωστόσο. Παρόλ’
αυτά πετάχτηκε αμέσως επάνω, έτοιμη για δράση και σε λίγο έσπρωχνε με ζωντάνια
τα νερά με τη σκούπα και έτριβε με δύναμη τα ξεραμένα κεριά πάνω
στο δάπεδο της εκκλησίας, στις τέσσερις η ώρα το πρωί. Βέβαια και εγώ, παρά την
ηλικία μου, δεν είχα αφήσει την κάμερα ή/και τη φωτογραφική μηχανή από το χέρι
ενώ είχα να ξαπλώσω από το
προ-προηγούμενο βράδυ. Μέσα στους ξενώνες και έξω στον περίβολο ήταν τώρα
ξαπλωμένοι για ξεκούραση ή/και ύπνο οι προσκυνητές, πάνω στα στρωσίδια τους.
Άλλοι κοιμούνταν αποκαμωμένοι, άλλοι απολάμβαναν την όμορφη νύχτα επηρεασμένοι ή/και
ταραγμένοι από όσα είχαν βιώσει λατρευτικά, άλλοι σιγοκουβέντιαζαν. Όταν η
εκκλησία άστραφτε και πάλι από καθαριότητα, ενώ είχαν μεταφερθεί εδώ και
τοποθετηθεί στη θέση τους και όσα πράγματα είχαν βγάλει στον εξώστη για τον
εσπερινό -μαζί και η εικόνα της Παναγίας με το στασίδι της- η νεωκόρα την έκλεισε
και κάλεσε όλους όσους είχαν βοηθήσει στην καθαριότητα για φαγητό, μαζί με την
Αγγελική και εμένα. Βρεθήκαμε τώρα σε μια πιο μικρή τραπεζαρία, μάλλον αυτή που
τρώνε καθημερινά οι μοναχές και οι συνήθεις, εκτός πανηγυριού, επισκέπτες της
μονής. Καθώς είχαμε φάει πάλι πριν
μιάμισυ-δύο ώρες, η Αγγελική και εγώ δεν μπορούσαμε να ξαναφάμε, αν και τα
εδέσματα ήταν πλούσια: παστίτσιο, κρέας
βραστό αλλά και ψητό στο φούρνο με πατάτες, ψωμί, τυρί, σαλάτες, κρασί, φρούτα. Έτσι δοκιμάσαμε μόνο τα
ζουμερά ροδάκινα. Μαζί μας έτρωγαν και οι μοναχές και συγγενείς τους που είχαν
έλθει για το πανηγύρι και η ατμόσφαιρα ήταν εδώ πιο οικεία, οικογενειακή. Δεν
μπορούσα να μην παρατηρήσω και την όρεξη με την οποία είχαν πέσει χαρούμενες οι
μοναχές στο φαγητό, μετά τη 15νθήμερη νηστεία. Σύντομα αποχωρήσαμε, ήταν ήδη
πέντε η ώρα, ξημερώματα. Εγώ είχα φτάσει πλέον στα όριά μου, μετά βίας
κρατιόμουν όρθια, ενώ ο ώμος και το χέρι μου με πονούσαν από το κράτημα της
κάμερας στο μάτι μου, όσο και από τη σχετικά βαριά φωτογραφική μηχανή. Είχα και
δύσπνοια και κλεισμένη φωνή, λόγω άσθματος, παρόλο που είχα κάνει τις σχετικές
εισπνοές του φάρμακου και έπρεπε να ξεκουραστώ, έστω για λίγο. Εκείνη την ώρα
είδαμε στο προαύλιο τον κυρ-Σωτήρη να φεύγει με την οικογένειά του,
αγουροξυπνημένους, καθώς, όπως μας είπε, είχε ολοκληρώσει το εθελοντικό χρέος
του προς το μοναστήρι και την χάρη Της και έπρεπε να παρουσιαστεί στο
νοσοκομείο, για εφημερία. Μας προσκάλεσε
να πάμε και στο χωριό του, την Καρίτσα,
όπου είχε ξωκλήσι αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης], καθώς είχε πλέον ενημερωθεί
από την κουβέντα μας για την έρευνά μου. Μας είπε επίσης ότι τώρα το δωμάτιο που τους φιλοξενούσε ήταν
άδειο, στην αποκλειστική μας διάθεση και
να πάμε και εμείς να ξεκουραστούμε εκεί, όσο προλαβαίναμε. Ήδη αρκετοί
προσκυνητές είχαν ξυπνήσει και σηκωνόντουσαν σιγά-σιγά.
Το δωμάτιο ήταν όντως άδειο, με δύο
κρεβάτια και τουαλέτα στη διάθεσή μας! Πέσαμε με τα ρούχα που φορούσαμε πάνω
στα ήδη χρησιμοποιημένα στρωσίδια, καταπονημένες και κουρασμένες αμφότερες. Την
Αγγελική την πήρε πάραυτα ο ύπνος αλλά
εγώ λόγω πόνων στο κορμί μου και υπερέντασης, δεν μπορούσα να αποκοιμηθώ
αμέσως. Όσο μου επέτρεπε το αμυδρό φως της αυγής που έμπαινε πλέον από το θαμπό
τζάμι του παράθυρου, δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω ένα παλιό, πήλινο κανάτι πάνω σε
ένα ράφι, απέναντί μου. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα και με ξύπνησαν οι καμπάνες
που χτυπούσαν εορταστικά για την πανηγυρική λειτουργία, στις εφτά το πρωί. Δεν με έπαιρνε πάλι ο ύπνος και βγήκα στο προαύλιο με την κάμερα και την φωτογραφική μηχανή,
αφήνοντας την Αγγελική, που δεν ξυπνούσε ούτε με τις καμπάνες, να κοιμάται.
Αρκαδία,
Κυνουρία, Μονή Έλωνας, 15/8/2002. Ανήμερα της γιορτής, αναχώρηση των προσκυνητών.
Πέμπτη, 15/8/2002
ανήμερα της γιορτής της Κοίμησης
Έξω στον περίβολο ο κόσμος ήταν
λίγος, Όσοι κοιμόντουσαν έξω είχαν ήδη σηκωθεί και μαζέψει τα στρωσίδια τους.
Στο καθολικό είχε ήδη αρχίσει η πανηγυρική θεία λειτουργία ενώ καλάθια με νέους
άρτους είχαν τοποθετηθεί ήδη στο κέντρο του ναού και έφερναν κι άλλους. Όλα
έδειχναν πιο ήρεμα τούτη την πρώιμη ώρα και κάπως λιγότερο πανηγυρικά από τον
εσπερινό. Ο δεσπότης αφού προσκύνησε στο ναό αποχώρησε από τη μονή προκειμένου
να παραστεί στη θεία λειτουργία σε κάποιο άλλο τοπικό μεγάλο πανηγύρι.
Καθώς περνούσε όμως η ώρα ο κόσμος σχημάτιζε και πάλι το
τρεχούμενο ποτάμι των προσκυνητών της εικόνας, που ξεκινούσε από τη σκάλα της
εισόδου της μονής μέχρι την εκκλησία. Ήταν όλοι λαμπροντυμένοι και με λαμπάδες
στα χέρια, ενώ μερικές γυναίκες προσέρχονταν ξυπόλητες, έχοντας κάνει ανάλογο
τάμα. Πολλές τσιγγάνες δεν είχαν βρει φαίνεται ακόμα ανάδοχο για να βαφτίσουν το
[ένα ή περισσότερα] παιδί τους και παρακαλούσαν τους προσκυνητές να τα βαφτίσουν, με ακόμα πιο φορτικά παρακάλια
τώρα, όσο η ώρα περνούσε και το πανηγύρι θα τελείωνε.
Μπήκα στο κουζινάκι και έκανα καφέ
πιάνοντας και κουβέντα με κάποιους προσκυνητές που ήταν εκεί. Συνέχισα μετά τις
συνομιλίες και με διάφορους που καθόντουσαν
έξω στον περίβολο και αγόρασα και κανα-δυο αναμνηστικά βραχιόλια
και ένα μπρελόκ με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στο πωλητήριο της μονής
βρήκα με χαρά μου και αγόρασα –παρά την τσουχτερή τιμή- τη δίτομη «Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και
Κυνουρίας» καθώς καιγόμουν εκείνη την ώρα να δω τι έγραφε ο συγγραφέας της και
Μητροπολίτης … για
την Έλωνα (η ερμηνεία του ότι το Έλωνα προέρχεται από το όνομα της μακρινής, κοντά στο Γύθειο, λακωνικής κωμόπολης Έλος>Έλωνα, δεν με πείθει) .
Κατά τις 10 π.μ. ξύπνησα την Αγγελική
και της ανακοίνωσα ότι ήταν καιρός να
φύγουμε πια, το πανηγύρι είχε σχεδόν τελειώσει καθώς φαινόταν ότι το μόνο που θα χάναμε από εθνογραφική σκοπιά
ήταν το επίσημο πανηγυρικό γεύμα μετά τη
λειτουργία –εκτός βέβαια κι αν λάβαινε χώρα
κάποιο «θαύμα» μετά την αποχώρησή μας κάτι που, κατά την εκτίμησή μου,
ήταν μάλλον απίθανο.
Φορτωθήκαμε τα βάρη μας (η Αγγελική
τα περισσότερα καθώς εγώ βγαίνοντας φωτογράφιζα και βιντεοσκοπούσα την
αναχώρηση και άλλων προσκυνητών) και γύρω στις 12 το μεσημέρι κατεβαίναμε τη
σκάλα της εξόδου από το μοναστήρι.
Είχαμε πολύ δρόμο να διανύσουμε εκείνη την ημέρα στις γειτονικές,
βορειοανατολικές περιοχές της Λακωνίας, γιατί με βάση τις απαντήσεις των ιερέων
στα ερωτηματολόγια, σχεδόν σε κάθε χωριό
υπάρχει ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ή εικόνες τους κινητές
και στα τέμπλα ενοριακών ναών και
μοναστηριών που εγώ τους αποδίδω κάποια σχετική με την έρευνά μου συμβολική
σημασία.
Έτσι τα χωριά που πρέπει να
«καλυφθούν» ημερησίως είναι πολλά, χώρια
τα ξωκλήσια και τα μοναστήρια που προκύπτουν από την έρευνα καθοδόν.
Παίρνοντας το δρόμο προς τα πίσω,
προς τη Λακωνία, περάσαμε και πάλι από τον Κοσμά. Και να θέλαμε να σταματήσουμε
και πάλι εδώ ήταν σχεδόν αδύνατον καθώς οι Λάκωνες αλλά και Κυνούριοι,
επιστρέφοντες από τη μονή της Έλωνας έκαναν στάση για φαγοπότι. Η πλατεία ήταν
τόσο ασφυκτικά γεμάτη που υπήρχαν τροχονόμοι για να οδηγούν τα διερχόμενα
αυτοκίνητα μέσα από παρακαμπτήριο δρόμο, μέσα στο χωριό. Οι συνομιλητές μου
στην Έλωνα μου είχαν κάνει γλαφυρές περιγραφές για τα γλέντια που γινόντουσαν
στον Κοσμά «τα παλιά χρόνια» (δηλ. προπολεμικά ή μέχρι τη δεκαετία του ’60),
μετά το προσκύνημα στο μοναστήρι, όταν ερχόντουσαν όχι με αυτοκίνητα αλλά με
άλογα και μουλάρια στρωμένα με υφαντές πολύχρωμες κουβέρτες ή πεζή και όπου γλεντούσαν με μουσική,
τραγούδι και χορό μέχρι το σούρουπο.
Τώρα έβλεπα μόνο πλήθος αυτοκινήτων και να τρώνε κάτω από τον πλάτανο. .."
Επίμετρο αρ.1 (Απομαγνητοφωνημένη συνομιλία της γράφουσας, Ε.Ψ. με τον ιερέα, στα Χρύσαφα, την 14/8/2002):
Επίμετρο αρ. 2
Και μια βιωμένη, χαρακτηριστική μαρτυρία για το πόσο προσφιλής είναι στους Λάκωνες η Παναγία η Έλωνα και το πανηγύρι της. Αφορά τους προσκυνητές που ξεκινούσαν πεζή για την Έλωνα από τη Σκάλα Λακωνίας, γραμμένη από τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και αναρητημένη στο FB στις 13/8/16, κοινοποιημένη και πάλι στις 14/8/2018 και αναδημοσιευόμενη εδώ, με την άδειά του -και ευχαριστίες:
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
[Το ημερολόγιο συνεχίζεται βλ. στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2017/11/2-laconia-greece-ethnographic-diary.html]
Επίμετρο αρ.1 (Απομαγνητοφωνημένη συνομιλία της γράφουσας, Ε.Ψ. με τον ιερέα, στα Χρύσαφα, την 14/8/2002):
Ιερέας: «…Σε
όλους τους ναούς σίγουρα θα υπάρχει Κωνσταντίνος και Ελένη και σε όλα τα χωριά
υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν και έχουν την εικόνα. Οπότε υπάρχει η εικόνα.
Ερευνήτρια: Ποιος
αποφασίζει να την κρεμάσει και πού στα ξωκλήσια; Ο πιστός;
Ιερέας: Βέβαια ο
κάθε πιστός κάνει ένα τάμα μια εικόνα στην εκκλησία. Καλό θα είναι να
ενημερώνει τον κάθε ιερέα. Καλά στους ενοριακούς ναούς και στα ξωκλήσια. Εγώ
τους το έχω πει αρκετές φορές ότι, Όταν θα κάνετε ένα τάμα, τον Α. Κωνσταντίνο
ή της Α. Βαρβάρα, θα ενημερώσετε εμένα. Μάλιστα έκανα μια πράξη μια φορά που
παρεξηγήθηκα. Πήγε μια γυναίκα και τοποθέτησε μια εικόνα και πήγα και την
κατέβασα. Φώναξε γκρίνιαξε αλλά τελικά το δέχτηκε. Ήθελα να παραδειγματιστούν
οι υπόλοιποι, να υπάρχει μια τάξη. Τώρα φτιάχνουμε εκκλησίες, αυτή τη δεκαετία έχουμε κάνει αγώνα κι έχουμε
φτιάξει όλες τις εκκλησίες. Κάθε εκκλησία έχει κοστίσει γύρω στα 2,5
εκατομμύρια. Κάνουμε κόπο. Αγωνία, στενοχώρια, ευθύνες, τα λεφτά δύσκολα τα
μαζεύουμε, ζητιάνοι γινόμαστε και δεν μ’ αρέσει ν’ ανοίξει μια τρύπα μεγάλη, να
γίνει ζημιά, να χαλάσει ο σοβάς. Στα σπίτια όταν έχουν παλιές εικόνες, αντί να
τις πάνε αλλού ή να τις θάψουνε τις φέρνουν και τις τοποθετούν στις3 εκκλησίες.
Αν και δεν μιλάμε για εικόνες με αξία. Θυμάμαι πιτσιρικάς έρχονταν οι πλανόδιοι
που έρχονταν και δίναν νέες εικόνες με τζάμι και παίρναν εικόνες με αξία
ιστορική. Μαζέψανε όλες τις εικόνες απ’ τα χωριά. Καταστροφή μεγάλη. Τώρα
τελευταία γυρνάνε με αγροτικά φορτηγά και μαζεύουν τις λαΐνες, δεν αφήνουν
λαΐνες. Αυτές για το λάδι. Φέρνουν πλαστικά. Έχω 4 στην αποθήκη, θέλω να τις
βγάλω στην εκκλησία αλλά φοβάμαι μήπως τις κλέψουν. Για να πάρουν μια λαΐνα
δίνουν 3 πλαστικά. 5.000 έχει το καθένα. Η λαΐνα κάνει 100 χιλιάδες και
παραπάνω. Πολύ μεγάλη καταστροφή έγινε με τις εικόνες.
Ερευνήτρια: Εμένα
λαογραφικά με ενδιαφέρει αυτό που μου είπατε ότι όταν παλιώσει μια εικόνα δεν
την πετάει κανείς στα σκουπίδια οπότε φυσικό είναι να την αφήσει στο ξωκλήσι.
Όταν λέτε παλιά, τι εννοείτε, μπορεί να παλιώσει μια εικόνα;
Ιερέας: Βεβαίως.
Συνήθως αυτές όχι οι καθαρές ασημένιες μαυρίζουν. Οι τελευταίες που κολλάνε το
χαρτί πάνω στο ξύλο όταν ξεκολλάνε που τις χτυπάει ο ήλιος δεν τη θέλει στο
σπίτι του και τη βάζει στο ξωκλήσι. Και μάλιστα δεν τη βάζει στην άκρη αλλά
στον τοίχο. Αυτό δεν μ’ αρέσει. Θέλω να μπαίνει κάποιος στην εκκλησία και να
βρίσκει καθαρές εικόνες όχι σκισμένες και φθαρμένες. Κάφτην. Πρέπει να την
καίνε. Αυτό είναι το καλύτερο. Γιατί αγχώνει και φέρνει σε δύσκολη θέση εμένα.
Ερευνήτρια: Κατά
κανόνα την κρεμούν όπου νομίζουν;
Ιερέας! Ναι.
Ερευνήτρια: Το σε
ποιον άγιο θα ιδρυθεί το ξωκλήσι ή ο ενοριακός
ναός ποιος αποφασίζει;
Ιερέας: Ας πούμε
δεν έχουμε Κωνσταντίνου και Ελένης ενώ υπάρχουν πολλοί μ’ αυτά τα ονόματα.
Μπορεί να βρεθεί κάποιος χριστιανός που μπορεί να πει δίνω τα χρήματα και τον
τόπο, έχω ένα τάμα και το φτιάχνω. Ή μπορεί να μαζέψει χρήματα αλλά πάντα θα
περάσει από εκκλησιαστικό συμβούλιο. Θέτε εσείς να φτιάξετε μια εκκλησία. Αν
έχετε τον τόπο, νομίζω είναι ένα στρέμμα, πρέπει να τον κάνετε με
συμβολαιογραφική πράξη δωρεά στον ενοριακό ναό. Βγάζει απόφαση το εκκλησιαστικό
συμβούλιο, εγκρίνει τη δωρεά, στέλνει στο μητροπολιτικό συμβούλιο, το εγκρίνει
και αυτός ο χώρος ανήκει πλέον στην εκκλησία για την ανέγερση του ναού. Τώρα με
τον καινούργιο νόμο πρέπει να υπάρχουν σχέδια του ναού που εγκρίνονται στη
μητρόπολη και μετά στέλνονται στη ναοδομία που παίρνουν την τελική έγκριση για
να ξεκινήσει ο ναός.
Ερευνήτρια: Υπάρχει
περίπτωση μη έγκρισης;
Ιερέας: Δεν το
νομίζω. Εκτός αν έχει Α. Νικόλα και θέλει κάποιος να κάνει κι άλλον Α. Νικόλα.
Ερευνήτρια: Για τα
προσκυνητάρια στους δρόμους;
Ιερέας: Αυτό το
αποφασίζει καθένας μόνος του. Και δηλώνει και τον άγιο. Το προσκυνητάρι μπορεί
να το τοποθετήσει και να βάλει την εικόνα μέσα.
Ερευνήτρια: Το
ξωκλήσι ποιος το εγκαινιάζει;
Ιερέας: Ο
επίσκοπος.
Ερευνήτρια: Και στις
ευρέσεις που βρίσκουν εικόνες με τα όνειρα, εκεί που βρίσκεται κάποιο κτίσμα
παλιότερο, ή γίνεται εκκλησάκι;
Ιερέας: Πάλι
ενημερώνεται ο επίσκοπος. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο δεν μπορεί να λάβει
πρωτοβουλία χωρίς την άδεια του μητροπολιτικού συμβουλίου. Δεν υπάρχει
περίπτωση να μην εγκρίνουν απόφαση του εκκλησιαστικού συμβουλίου, αρκεί να
είναι σε λογικά πλαίσια. Πριν πάνε στο μητροπολιτικό συμβούλιο τα κοιτάνε. Τα
συζητάνε και συμφωνούνε ή όχι…»
Επίμετρο αρ. 2
Και μια βιωμένη, χαρακτηριστική μαρτυρία για το πόσο προσφιλής είναι στους Λάκωνες η Παναγία η Έλωνα και το πανηγύρι της. Αφορά τους προσκυνητές που ξεκινούσαν πεζή για την Έλωνα από τη Σκάλα Λακωνίας, γραμμένη από τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και αναρητημένη στο FB στις 13/8/16, κοινοποιημένη και πάλι στις 14/8/2018 και αναδημοσιευόμενη εδώ, με την άδειά του -και ευχαριστίες:
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και συναρπαστικά έθιμα των ημερών παρατηρείται στη Λακωνια (ίσως κάτι αντίστοιχο να γίνεται και σε άλλες περιοχές), όπου δεκάδες παιδιά ξεκινούν με τα πόδια το απόγευμα απο το εκάστοτε χωριό για να φτάσουν τα ξημερώματα της επομένης στο ιστορικό και επιβλητικό μοναστήρι της Παναγιας της Ελωνας στον Παρνωνα, στη νότια Αρκαδια. Το κάναμε κι εμείς, από τη Σκάλα, διαδρομή 60 χιλιομέτρων, τα περισσότερα τη νύχτα με φακό και μάτια που μέναν με το ζόρι ανοιχτά. Ψυχολογικο όριο ο γραφικός Κοσμας λιγα χιλιόμετρα πριν το μοναστηρι, αν εφτανες εκει λίγο μετά τα μεσάνυχτα μπορούσες και να τα παρατήσεις, θα είχες φαει τουλάχιστον το διάσημο γαλακτομπουρεκο στην ακόμα και εκείνη την ώρα γεμάτη από κόσμο πλατεία του χωριού, και τα άλλα παιδιά δεν θα σε κορόιδευαν πολύ ότι δεν τα καταφερες να φτάσεις.
Οι προετοιμασίες ξεκινούσαν μέρες πριν, τα απαραίτητα σύνεργα, τρόφιμα, κατάλληλα παπούτσια, οι σωστές παρέες για να βγει ο δρόμος, μερικοί γονείς ακολουθούσαν απο κοντά με το αυτοκίνητο για να δίνουν νερό ή να περισυλλέξουν όσους μικρούς προσκυνητές πρόωρα εγκατέλειψαν.
Εκει γύρω στις 4-5 το πρωί εφτανες, η εμφάνιση του μοναστηριού στον ορίζοντα σαν ένα νησί που ξεπροβάλλει μπροστά στα μάτια απελπισμένων ναυαγών. Πώς κρέμεται όμως στον βράχο, πως δεν πέφτει στα κεφάλια μας. Το πρώτο πράγμα μόλις μπεις, να βγάλεις τα παπούτσια σου. Ύστερα ένα κερί και ύπνος δύο ώρες, κάποιοι κάθονταν μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο αλλά οι περισσότεροι να γυρίσουν πίσω με το αυτοκίνητο, να μοιραστούν τις εμπειρίες τους από την περιπέτεια: το ποσο πιο μαύρος είναι ο ουρανός εκεί έξω, το λαχάνιασμα στις ανηφόρες, τα ουρλιαχτα που προσπαθούσες να καταλήξεις αν ήταν σκυλιά ή λύκοι, ένα γδαρσιμο στα γόνατα επειδή σκόνταψες σε μία πέτρα που έκρυβε το σκοτάδι.
Για κάποιους είναι η τελευταία χρονιά, για άλλους η πρώτη, άλλους τους έχει φθείρει η κοινοτοπία του θριάμβου, αλλους τους έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη γεύση του. Και του χρόνου, καλά να'μαστε και βλέπουμε, και όποιος δεν πάρει τον δρόμο είναι σημάδι πως ίσως ακόμα ένας έχει μεγαλώσει.
[Το ημερολόγιο συνεχίζεται βλ. στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2017/11/2-laconia-greece-ethnographic-diary.html]
Ένα ακόμα δημοσιευμένο απόσπασμα από την περιήγησή μου στο νομό Λακωνίας, βλ. στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/01/blog-post.html
[1]
Ηλεκτρονική αντιγραφή με κάποιες διορθώσεις και γλωσσικές βελτιώσεις από τα
τετράδια (αρ. 1-4) του χειρόγραφου ημερολόγιου της εντεταλμένης από την
Ακαδημία Αθηνών λαογραφικής αποστολής μου τον Αύγουστο του 2002. Το χειρόγραφο ημερολόγιο είχε γραφεί από τις 11 Αυγούστου έως τα τέλη Οκτωβρίου του 2002, με βάση την εθνογραφική εμπειρία, τις
επιτόπιες σημειώσεις κατά την έρευνα και τις φωτογραφίες. Η ηλεκτρονική
αντιγραφή του έγινε τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2014.
[2] Απόσπασμα της εθνογραφικής καταγραφής από την επιτόπια έρευνα στη Λακωνία βλ. και την ανάρτηση: "Στα ιχνη της Ελένης /Αγιαλένης: η βυζαντινή μονή Παλιομονάστηρο ..." , σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο.
[3]
Ένας από αυτούς μάλιστα με αναγνώρισε από μια ομιλία που είχα κάνει πριν αρκετά
χρόνια στο Ναύπλιο και ήρθε και μιλήσαμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου