Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά - περιηγητικά στον κύκλο του χρόνου και της βλάστησης: το πανηγύρι της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό (Amorgos, Xozoviotissa, ethnographic diary)



(ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΟΣΠΟΡΙΤΙΣΣΑ, 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Το Νοέμβρη του 1998 πήγα για πρώτη φορά στην Αμοργό συνοδεύοντας με φιλικό όσο και λαογραφικό ενδιαφέρον δύο φίλες (γύρω στα 15 χρόνια μικρότερες από μένα που ήμουν τότε 52 χρονών), η μία εκ των οποίων είχε τάμα να πάει στο μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, στο πανηγύρι της, στις 21 Νοέμβρη που η Εκκλησία  γιορτάζει  τα Εισόδια της Θεοτόκου, γιορτή που οι γεωργοί ονομάζουν «της Μεσοσπορίτισσας». Αυτό το ταξίδι προέκυψε για μένα σημαντικό  εθνογραφικά, καθώς μάλιστα η κακοκαιρία μάς ανάγκασε να παραμείνουμε στο νησί παραπάνω απ’ όσο είχαμε προγραμματίσει.  Το παρακάτω κείμενο καθώς και οι φωτογραφίες που τράβηξα εκεί αποτελούν εθνογραφικό ημερολόγιο και εικονική αποτύπωση για το πανηγύρι της Χοζοβιώτισσας όσο και για την παραμονή μας στη Χώρα Αμοργού και όσα συνέβησαν κατά την παραμονή μας εκεί.

 [Πρώτη δημοσίευση. Οι φωτογραφίες, συμπληρωματικές του ημερολόγιου, είναι  τραβηγμένες από την γράφουσα, Ελένη Ψυχογιού, κατά τις ίδιες ημέρες, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά)

(για τα πανηγύρια της Παναγίας, βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/09/k-lamia.html, http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/08/15.html, http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/07/taurus-sacrifice-in-imbros-island.html).


Χάρτης Αμοργού (πηγή:http://aegialis.com/history-gr.html)


Αμοργός, 19-22 Νοεμβρίου 1998

20/11, παραμονή της γιορτής της Χοζοβιώτισσας


Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. 


Στη  Χώρα

Βόλτα στη Χώρα. Κάστρο. Αέρας 8-9 μποφόρ, υγρασία, ο νοτιάς με σπρώχνει ν’ ανέβω. Το βουητό φοβερό στα στενά σοκάκια, πονάνε τ’ αυτιά μου. Οι πλάκες υγρές, χωρίς να βρέχει ή να έχει βρέξει, φοβάμαι μη γλιστρήσω.  Τα χαμηλά βουνά γύρω μέσ’ στην αντάρα και την  καταχνιά∙ η θάλασσα άσπρη, ανταριασμένη, φαντάζει από εδώ ψηλά σαν να γίνεται ένα με τον αέρα, να εξαερώνεται. Οι φίλες μου μένουν πίσω στο καφενείο (μοντέρνο, του είδους των τουριστικών νησιών),  όπου ήπιαμε τον πρωινό καφέ μας.
Η Χώρα ασβεστοβαμμένη, πεντακάθαρη, στολισμένη ακόμα από την καλοκαιρινή τουριστική σεζόν, κρατάει εξωτερικά το όμορφα φτιασιδωμένο πρόσωπό της. Τα περισσότερα όμως σπίτια (κυρίως  αυτά που είναι ανακαινισμένα ή νέο-χτισμένα) είναι ερμητικά κλειστά. Τα παλιά, όπου μένουν ντόπιοι ως επί το πλείστον, έχουν ζωή. Ακούγονται φωνές, ήχοι από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, μου έρχονται μυρωδιές από τηγανητά φαγητά. Κουρτινάκια παραμερισμένα, παράθυρα μισάνοιχτα∙ διακρίνω καθρέφτες, φωτογραφίες στους τοίχους, την άκρη ενός τραπεζομάντιλου, τη γυαλάδα κάποιου πατώματος.




Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998 (φωτ.Τ.Κ.)

Στο πλάτωμα του ταχυδρομείου ο αέρας καταφέρνει να σηκώσει ακόμα και την ποδήρη, βαριά φούστα μου. Από το έρημο πλακόστρωτο δρομάκι προβάλλει μια κοντή, μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα. Τα άσπρα μαλλιά της τα παίρνει ο αέρας μέσα από το μαύρο κεφαλομάντηλο που είναι δεμένο χαλαρά κάτω απ’ το πηγούνι της. Αγκομαχάει από την ανηφόρα, καθώς κουβαλάει  στην πλάτη και  ένα γεμάτο άσπρο σακί (μάλλον με αλεύρι, υποθέτω). Με κοιτάει με κάτι πελώρια σκούρα μάτια που φαντάζουν πολύ ζωηρά πάνω στο έντονα ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Με καλημερίζει και προσπερνάει, σαν ανθρώπινη μαύρη καρικατούρα μέσα στο εκτυφλωτικά λευκό  κυκλαδίτικο των τοίχων των σπιτιών. 



 Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998.  Περιδιαβαίνοντας στον οικισμό 

Τρέχω πίσω της και την ρωτάω πώς να πάω στο νεκροταφείο. «Στο νεκροταφείο;» με ρωτάει σταματώντας παραξενεμένη, «είντα το θες το νεκροταφείο, κόρη μου; είσαι από δώ;» «Όχι», της λέω, «δεν είμαι από εδώ αλλά θέλω να το δω, από πού θα πάω;» «Έλα, κόρη μου, να σου το δείξω», λέει, και στρίβει πίσω, προς την κατεύθυνση από όπου είχε μόλις έρθει. «Όχι, όχι, μη γυρίζεις πίσω με τέτοιο φορτίο, είσαι κουρασμένη!», της λέω, «πες μου μόνο πώς θα πάω, και εγώ θα το βρω». Δεν δίνει  καμιά  σημασία στα λόγια μου και συνεχίζει  να προχωρεί. Με οδηγεί σε ένα ξάγναντο κάπως σημείο από όπου φαίνονται μια σειρά από ανεμόμυλους πάνω στο διάσελο, για ευνόητους λόγους, δηλαδή γιατί εκεί φυσάει περισσότερο. Μου υποδεικνύει να στρίψω μετά τον τελευταίο από τους μύλους  και μετά να συνεχίσω για να το βρω. Την ευχαρίστησα, εκείνη μου έδωσε χίλιες ευχές και χάθηκε μέσα στα καλντερίμια και στη θολούρα του αέρα που φυσομανούσε. Αναρωτιόμουν αν την είχα δει στ’ αλήθεια, ή μήπως ήταν ξωτικό.

Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Γκρεμισμένα σπίτια 

 

Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Αριστερά, προς το κάστρο.Δεξιά,  δώματα σπιτιών.


Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998.  Έξοδος του οικισμού  προς το νεκροταφείο. Στο βάθος ανεμόμυλοι.

Το νεκροταφείο

Πήρα το δρόμο που μου υπέδειξε.  Τα σπίτια του οικισμού τελειώνουν λίγο πριν τους ερειπωμένους, πλην ασβεστωμένους ανεμόμυλους, που δεν έχουν πια τα πτερύγιά τους, αλλιώς φανταζόμουν πως θα τα είχε πάρει αυτός ο τόσο δυνατός άνεμος σήμερα. Το καλντερίμι από ’κεί και πέρα, στρωμένο με όμορφες, μεγάλες πλάκες, γίνεται κατηφορικό και φαρδαίνει όσο σχεδόν ένας επαρχιακός αμαξιτός δρόμος. 

     

Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Πάνω και κάτω: ο μυριο-φωτογραφημένος κόλπος και ο γκρεμός την Αγιάννας με την βραχονησίδα, από Βόρεια  (αριστερά) και Νότια

Κάτω από αυτόν απλωνόταν ένα υπέροχο, επιβλητικό θέαμα: το νότιο Ικάριο πέλαγος ανταριασμένο, φουσκωμένο∙ τα κύματα περικύκλωναν με ένα αφρισμένο, άσπρο στεφάνι μια βραχονησίδα κοντά στη βραχώδη ακτή κάτω από τον «γκρεμό της αγίας Άννας», πάνω στο φρύδι του οποίου κατηφόριζα.



Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Πάνω και κάτω: το νεκροταφείο όπως φαίνεται από τον δρόμο. Στο κέντρο, στο βάθος αχνοφαίνεται  η βραχονησίδα στον κόλπο της Αγιάννας.

 Οι πέτρινοι, καφετιοί ορεινοί όγκοι στα δεξιά κατεβαίνουν κάθετα ως τη θάλασσα, αχνισμένοι τώρα απ’ τη θολούρα του άνεμου, γεμάτου και από τους  θαλάσσιους υδρατμούς που  ξεσήκωνε εκείνη την ώρα. Μπροστά μου ωστόσο η πλαγιά κατηφόριζε ομαλά, με χτισμένες αναβαθμίδες πάνω στις οποίες υπήρχε αραιή βλάστηση. Αναρωτιόμουν αν ο πλακοστρωμένος φαρδύς δρόμος που κατηφόριζα ―λεωφόρος σε σύγκριση με τα στενά καλντερίμια―  είναι κατασκευασμένος έτσι προκειμένου να χωράνε οι νεκρικές πομπές, ως «οδός αναπαύσεως», οπότε θα ήμουν στο σωστό δρόμο.


Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998.  Η πύλη του νεκροταφείου.


 Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Αριστερά το νεκροταφείο και στο βάθος το οστεοφυλάκιο και πίσω του ένας ανεμόμυλος. Δεξιά , η είσοδος του οστεοφυλάκειου



Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Το νεκροταφείο, τάφοι 

Δεν άργησε να επιβεβαιωθεί αυτή η σκέψη μου, καθώς από κάτω μου, στ’ αριστερά, ανάμεσα στη βλάστηση κάποιων από τις αναβαθμίδες βλέπω να ξεπροβάλλουν κορφές κυπαρισσιών και κάποιοι λευκοί σταυροί. Το νεκροταφείο είναι χτισμένο σε αναβαθμίδες (!), παραξενεύτηκα, αλλά  και πώς αλλιώς να ήταν, λόγω έλλειψης αρκετά εκτεταμένης επίπεδης επιφάνειας κοντά στον οικισμό.  Η «οδός αναπαύσεως» με οδήγησε στην πέτρινη πύλη του νεκροταφείου και η αυλόπορτα άνοιξε τρίζοντας. Μπήκα σε μια θαμνοφυτεμένη μακρόστενη πεζούλα με λίγα μνήματα στη σειρά, στο βάθος της οποίας, πιάνοντας όλο το πλάτος της, βρίσκεται ένα λευκό αψιδωτό οίκημα με πέτρινο σταυρό στην κορυφή της αψίδας της σκεπής∙ υπέθεσα ότι θα είναι το εκκλησάκι το νεκροταφείου.  Στάθηκα για λίγο μέσα στην απόλυτη ερημιά, επηρεασμένη από την επιβλητικότητα του χώρου. Η λυσσώδης βουή του χλιαρού, υγρού άνεμου ανακατωμένη με το βουητό της ανταριασμένης θάλασσας έκανε και τ’ αυτιά μου να βουίζουν.

             


 Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Το νεκροταφείο. Από πάνω προς τα κάτω τάφοι  με χρήση πήλινων δοχείων ως ανθοδοχεία

Παρόλ’ αυτά, ο αποτρόπαιος αυτός χώρος δεν μου ενέπνεε φόβο∙ ένιωθα οικεία, φιλικά. Πλησίασα το εκκλησάκι και με έκπληξη διαπίστωσα πως δεν ήταν κλειδωμένο, όπως όλες οι άλλες εκκλησιές της Χώρας που είχα δοκιμάσει 
να δω και εσωτερικά. Άνοιξα την πόρτα και αντιλήφθηκα πως δεν επρόκειτο για εκκλησάκι αλλά για οστεοφυλάκιο, αφού οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με τσίγκινα κουτιά∙ άρα γι’ αυτό ήταν ξεκλείδωτο, δεν υπάρχει κίνδυνος κλεψιάς! Έκλεισα
 αμέσως την πόρτα, μην και ο άνεμος ταράξει την αιώνια ηρεμία των οστών των νεκρών και πλησίασα τους τάφους. Όλοι ασπρισμένοι, παραλληλόγραμμοι, με ένα πέτρινο ή τσιμεντένιο πλαίσιο πάνω στο χώμα και κάπως μνημειώδεις, ναόσχημες κατασκευές (από ντόπιους λαϊκούς μαστόρους, όπως φαινόταν)  ή απλούς σταυρούς, όρθια  στην κορυφή τους. Το νεκροταφείο απλώνεται κλιμακωτά και στις επόμενες δύο πεζούλες, με τους λιγοστούς τάφους του σε αραιές σειρές, με θάμνους ανάμεσα στις πεζούλες



Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Από πάνω προς τα κάτω: Το νεκροταφείο όπως "κρέμεται" κλιμακωτά σε πεζούλες, πάνω από το γκρεμό της Αγιάννας και το Αιγαίο

Συλλογιζόμουν, κάνοντας συσχετισμό με την καλλιέργεια των σιτηρών πάνω σε τέτοιες πεζούλες και σε αυτό εδώ το νησί,  όσο και με τη γιορτή της Χοζοβιώτισσας-Μεσοσπορίτισσας, ότι οι νεκροί μοιάζουν εδώ σαν «φυτεμένοι» αναβλαστικά στην αγκαλιά της γης-Μαυρηγής, όπως και τα δημητριακά, καθώς έβλεπα στο βάθος και τους ανεμόμυλους (με κομμένα τα φτερά οι περισσότεροι)  να ξεπροβάλλουν στη σειρά, πάνω στο διάσελο του βουνού [1]. Άραγε να είναι τυχαίο που το νεκροταφείο έχει ιδρυθεί εδώ, πάνω από τον κόλπο της Αγιάννας, στην ίδια σχεδόν ευθεία με την Χοζοβιώτισσα; Από αυτές τις σκέψεις με απέσπασε το ότι είδα με  κάποιο δέος ότι οι περισσότεροι τάφοι ήταν σκαμμένοι, ανοιχτοί λάκκοι, ενώ πάνω στα χωμάτινα τοιχώματά τους διακρίνονταν τα μαύρα ίχνη των σαπισμένων ξύλινων φέρετρων. Σκέφτηκα, συνδυαστικά και με το οστεοφυλάκιο, ότι αφού η γη πάρει ό,τι μπορεί να αναβλαστήσει,  οι τάφοι φαίνεται πως  ανοίγονται  για την ανακομιδή των οστών στα τρία ή περισσότερα χρόνια, και ηρέμησα.



Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Ανεμόμυλοι στο διάσελο του βουνού


Αμοργός, Χώρα. Πεζούλες καλλιέργειας δημητριακών στην πλαγιά του βουνού (22/11/1998)

Αφού περιηγήθηκα αρκετά τον ήρεμο, παρά τη μανία του ανέμου, ιερό αυτό χώρο και τράβηξα κάποιες φωτογραφίες, ανηφόρισα και πάλι προς τη Χώρα.
Είχε μεσημεριάσει και βρήκα την Μ. και την Τ. στο καφενείο-εστιατόριο  του μπαρμπα-Μήτσου του Γιαννακού, στην κάτω πλατεία, κοντά στο ξενοδοχείο μας. Παραγγείλαμε μαρίδες, πατάτες τηγανητές, και σαλάτα. Φάγαμε με όρεξη τα πεντανόστιμα, φρεσκότατα ψαράκια τα οποία, όπως μας διαβεβαίωσε ο συμπαθέστατος μπαρμπα-Μήτσος, κουνούσαν ακόμα την ουρά τους όταν τα έριχνε στο τηγάνι! Σαν αποφάγαμε, κατηφορίσαμε προς το ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για την ανάβαση στη μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.

Προς τη Χοζοβιώτισσα

Φορτώθηκα μηχανή, κασετόφωνο, κασέτες, φιλμς, μπαταρίες. Ανηφορίσαμε μαζί με τις δύο φίλες μου και πάλι το κεντρικό καλντερίμι της Χώρας που μας έβγαλε στα τρία παλιά πηγάδια και τα σχολεία, στη  μεγάλη, ανοιχτή πλατεία-μπαλκόνι πάνω από το γκρεμό της Αγίας Άννας. Πήραμε το κακοτράχαλο, σπειροειδές κατηφορικό μονοπάτι που ξεκινάει μέσα από ένα μαντρί, που μύριζε έντονα τραγίλα.  Ο άνεμος φυσομανούσε ακόμα και μας έπαιρνε τις φούστες, τα φουλάρια, τα μαλλιά. Η κατάβαση δύσκολη, επίπονη καθώς το μονοπάτι είναι  υποτυπωδώς φτιαγμένο σκαλωτά, γιατί οι κατασκευαστές του είχαν εκμεταλλευτεί τις φυσικές, μεγάλες  κλιμακωτές πέτρες που το δομούν και είναι απότομα κατωφερικό  με αποτέλεσμα να πονούν τα πόδια μου. Ο γκρεμός έχασκε στα δεξιά μας  και έφτανε ως τη μανιασμένη θάλασσα, ωσάν να συγκρούεται μαζί της με βία.  Οι λιγοστές εκείνη την ώρα ντόπιες  προσκυνήτριες, μαθημένες στις ανηφόρες-κατηφόρες και στις κακοτοπιές του νησιού, μας προσπερνούσαν σβέλτα κρατώντας μεγάλες λαμπάδες και σακούλες, με πρόσφορα, όπως υπέθεσα.




Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Κατηφορίζοντας το μονοπάτι προς τη Χοζοβιώτισσα πάνω από το γκρεμό της Αγιάννας (φωτ. Μ.Κ.)


Αμοργός, Χώρα, 20/11/1998. Κατηφορίζοντας το μονοπάτι προς τη Χοζοβιώτισσα πάνω από το γκρεμό της Αγιάννας

Κατεβήκαμε σιγά-σιγά, απολαμβάνοντας όσο ήταν δυνατόν το υπέροχο θέαμα του αφρισμένου Αιγαίου και τη μεγαλοπρεπή αγριάδα των κάθετων, αυλακωμένων από τον άνεμο και την αρμύρα, γκρεμών με το υποβλητικά κόκκινο, σε τόνους της σκουριάς, χρώμα τους. Στο τέλος του μονοπατιού περπατήσαμε λίγο και πάνω στον, νέο σχετικά, ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στη μονή, τον οποίο είχαμε αποφύγει σκόπιμα, προτιμώντας την κατάβαση από το μονοπάτι. 


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Πάνω και κάτω: προσκυνητές φτάνουν πεζή και με λεωφορεία στην κάτω είσοδο της μονής

Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα που βρίσκεται σε  μικρό σχετικά ύψος πάνω από τη θάλασσα, όπου ένα λεωφορείο ξεφόρτωνε προσκυνητές ενώ προσερχόντουσαν και άλλοι, με αυτοκίνητα ή πεζοί σαν εμάς. Ένας-δυο αστυνομικοί ρύθμιζαν την κυκλοφορία και το παρκάρισμα των αυτοκινήτων. Μπροστά μας ένας πετρόχτιστος χαμηλός τοίχος με μια αυλόθυρα πάνω από την οποία είναι τοιχογραφημένη μια εικόνα της Παναγίας, οριοθετεί το χώρο της μονής και αποτελεί την εξωτερική είσοδο σε αυτήν. 



               

 Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Από πανω προς τα κάτω: ανάβαση από το κλιμακωτό μονοπάτι προς τη μονή, που φαίνεται στο βάθος, σαν λευκή κουκκίδα πάνω στο βράχο



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Πάνω και κάτω: δίπλα στο μονοπάτι της αναάβασης στη μονή, πεζούλες με ξερολιθιά για τις καλλιέργειες των μοναχών, στο γκρεμό, πάνω από τη θάλασσα

Δυο βήματα πριν από αυτή τη  μοναστηρο-αυλόπορτα, σηκώνοντας το βλέμμα αντικρίσαμε σε μια εσοχή του πανύψηλου,  βραχώδους γκρεμού, ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας, την ασπροβαμμένη μονή της Χοζοβιώτισσας, ωσάν αετόπουλο  κουρνιασμένο  σε ένα κοίλωμα του σκληρού, σκουριασμένου βράχου, αιωρούμενο ταυτόχρονα πάνω από την ανταριασμένη θάλασσα. Ένα φιδωτό, ανηφορικό μονοπάτι, σκαλισμένο πάνω στο γκρεμό οδηγεί σε αυτή.  Όσες εικόνες της μονής κι αν είχα δει μέχρι τότε, σε τουριστικούς οδηγούς, αφίσες και καρτ-ποστάλ (κάποιες σταλμένες και από τις κόρες μου σε διακοπές τους εκεί) δεν μπορούσα να φανταστώ το απίστευτο αυτό θέαμα της μονής: ένα χτίσμα από ανθρώπινα χέρια κολλημένο πάνω στο βράχο έτσι που μόνο πουλιά θα μπορούσαν να το έχουν μαστορέψει σαν φωλιά, να αναμετριέται με το ύψος, τους ανέμους, τη θάλασσα, τα δύσκολα καιρικά φαινόμενα, προκαλώντας τους νόμους της φυσικής, κάτι μεταξύ ευφυΐας, θαύματος και ύβρεως.

         

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Αριστερά και δεξιά:  η  χτισμένη πάνω στο βράχο μονή και η κύρια είσοδος σε αυτή. Στη  δεξιά φωτ. κάτω δεξιά,  η  υπαίθρια εικόνα της Παναγίας σε κόγχη του βράχου.

Αφού ξαποστάσαμε μια στάλα καθισμένες σε μια πεζούλα, πήραμε ν΄ ανεβαίνουμε το κλιμακωτό μονοπάτι προς τη μονή. Ο δυσθεώρητος γκρεμός στ’ αριστερά μας, απάγγιαζε κάπως τον δυνατό άνεμο, διευκολύνοντας την ανάβαση. Ανηφορίζαμε με στάσεις κάθε τόσο για να παίρνουμε ανάσα αλλά και για ν’ απολαύσουμε το φοβερό θέαμα του πελάγους και του γκρεμού πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η μονή η κορυφή του οποίου  γινόταν ολοπόρφυρη καθώς τώρα την έλουζε το φως του δύοντος, αλλά αθέατου από εμάς, ήλιου. Το απρόσιτο όπως μας φαινόταν, όσο κι αν ανεβαίναμε, μοναστήρι, φάνταζε ακόμα πιο λευκό τώρα που οι ορεινοί όγκοι χαμηλά  και  η θάλασσα σκούραιναν σιγά-σιγά μέσα στο αρχόμενο σούρουπο. Καταλάβαμε ότι πλησιάζουμε όταν στα δεξιά μας είδαμε να κατηφορίζουν κλιμακωτά στενές λουρίδες χώματος που έχουν καταφέρει να συγκρατούν οι μοναχοί με τις χτιστές πεζούλες για καλλιέργεια,  απεριποίητες τώρα. Μια μόνο από αυτές φιλοξενούσε κότες, οι οποίες πήγαιναν σιγά-σιγα να κουρνιάσουν στο κοτέτσι τους.

Το μοναστήρι


               


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Αριστερά, η είσοδος  στη μονή. Δεξιά  η θέα προς το πέλαγος από το εσωτερικό της πόρτας  της εισόδου στη μονή.  

Ανεβήκαμε επιτέλους, με πολύ κόπο, στο ωσάν κεφαλόσκαλο κατώφλι της κύριας εισόδου στη μονή.  Μαζί μας, άλλοτε συμβαδίζοντας και άλλοτε προσπερνώντας μας, είχαν ανέβει αρκετοί προσκυνητές, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, από μωρά μέχρι υπερήλικες. Αρκετοί από τους μεγάλους κουβαλούσαν λαμπάδες «ίσαμε το μπόι», ή/και σακιά με άρτους στην πλάτη, αφιερώματα για την πανηγυρική αρτοκλασία.  Απ’ ότι ακούγαμε από τους συνοδοιπόρους μας, η προσέλευση στο φετινό πανηγύρι δεν ήταν η αναμενόμενη, γιατί λόγω κακοκαιρίας είχε δοθεί απαγορευτικό απόπλου για τα πλοία, οπότε είχαν εμποδιστεί προσκυνητές από τα γειτονικά νησιά και από αλλού να έλθουν, όπως άλλες χρονιές. Πάνω σε αυτό το πλατύσκαλο, δεξιά από την κύρια είσοδο της μονής, μας καλωσόριζε μια βρεφοκρατούσα Παναγία, ιστορημένη πάνω στο βράχο. Ανέβηκα με κόπο  τα ψηλά σκαλοπάτια της εισόδου, καθώς τα πόδια μου είχαν φτάσει στα όριά τους από την κούραση. Διάβηκα την χαμηλή και μικροσκοπική πόρτα της οποίας το μαρμάρινο πλαίσιο είναι διακοσμημένο με ανάγλυφα διακοσμητικά και θρησκευτικά μοτίβα και θέματα. Η βαριά, σιδερένια πόρτα ήταν ορθάνοιχτη για να περνούν οι προσκυνητές. Βρέθηκα σε ένα μικρό, θολωτό χώρο, σαν προθάλαμο, του οποίου ο δεξιός τοίχος  και η οροφή είναι  ο φυσικός βράχος, ενώ ο αριστερός χτισμένος με χοντρές πέτρες, σαν καστρότοιχος. 



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Η τοιχογραφία με τη βάφτιση του Χριστού και μπροστά η  πέτρινη γούρνα  στον προθάλαμο της μονής 

Πάνω σε αυτό τον τοίχο ανοίγεται μια μικρή κόγχη μέσα στο κοίλωμα της οποίας είναι ιστορημένη η βάφτιση του Χριστού ενώ εμπρός της είναι εντοιχισμένη  μια βαθιά μαρμάρινη γούρνα, εκείνη τη στιγμή χωρίς νερό. Κοντοστάθηκα και τη φωτογράφισα.  Στα ανατολικά, πίσω από ένα χαμηλό πέτρινο τόξο, ανοίγεται σύριζα στο βράχο ένα χαμηλό και στενό τούνελ με πέτρινα, ψηλά  σκαλοπάτια του οποίου δεν έβλεπα την άκρη,  όπου έβλεπα να χώνονται ένας-ένας οι προσκυνητές σκυφτοί, ανεβαίνοντας προς το  εσωτερικό της μονής. Ο δεξιός του τοίχος και η θολωτή οροφή είναι ο φυσικός βράχος ενώ αριστερά συνεχίζεται ο πέτρινος καστρότοιχος του προθάλαμου. Στα δεξιά ανοίγεται άλλος υπόγειος διάδρομος  που είδα να οδηγεί στους  φούρνους, σε στέρνες  και αποθηκευτικούς χώρους.


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Η  σπηλαιώδης σκάλα ανόδου στο εσωτερικό της μονής

ν

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Πάνω και κάτω: Υπόγειοι χώροι με φούρνο, στέρνες και αποθήκες

Αναμετρώμενη με αυτή την τόσο στενή και ψηλή σκάλα έλεγα πως δεν θ’ αντέξω να την ανέβω αλλά πήρα βαθιά ανάσα και προχώρησα. Την ανέβηκα εν τέλει με πολύ κόπο, φορτωμένη και τη βαριά από τις μηχανές τσάντα μου, κρατώντας την ξύλινη κουπαστή, μην κουτρουβαλιαστώ προς τα πίσω. Μετά από μια στροφή, η σκάλα καταλήγει σε ένα πολύ-πολύ στενό πλατύσκαλο.   Δεξιά συνεχίζει προς τα πάνω η σκάλα, στενεύοντας ακόμα περισσότερο. Αριστερά ανοίγεται μια χαμηλή τοξωτή πόρτα. Εκεί συνάντησα και τις φίλες μου, εξουθενωμένες και εκείνες παρότι αρκετά χρόνια μικρότερές μου. Μπήκαμε στη μικρή πόρτα που βγάζει σε ένα χαμηλοτάβανο, μακρόστενο χώρο που χωρίζεται κάπως σε δύο μέρη με μια πέτρινη καμάρα, Στις δύο μακριές πλευρές του χτιστοί πάγκοι με ξύλινη επένδυση στο πάνω μέρος φιλοξενούσαν πολλούς προσκυνητές, καθισμένους στη σειρά.


     

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Προσκυνητές στο καθιστικό και στη βεράντα/εξώστη  της  μονής. 

 Καθίσαμε και εμείς ό,που βρήκαμε θέση για να ξαποστάσουμε. Μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα  έκλεινε το βάθος  αυτού του καθιστικού και έβλεπα να οδηγεί σε κάποιο εξωτερικό χώρο, καθώς μπαινόβγαιναν  από εκεί κόσμος. Σε λίγο κάπως ξεκούραστη και λόγω του ότι η ατμόσφαιρα στο  στενό και χαμηλοτάβανο καθιστικό γινόταν κάπως στενάχωρη, όσο μάλιστα πλήθαιναν  οι  προσκυνητές,  βγήκα έξω. Η πόρτα βγάζει σε μια σχετικά απλόχωρη, ανοιχτή βεράντα, ένα είδος κρεμαστής αυλής. Στη μια πλευρά, δεξιά,  υψώνεται κάθετα, σε μεγάλο ύψος, ο κοκκινόχρωμος βράχος όπου φωλιάζουν και  τα κτίσματα του μοναστηριού  που υψωνόντουσαν  πολύ πάνω από το κεφάλι μου και νόμιζα ότι θα με πλακώσουν, ενώ στην άλλη πλευρά, στ’ αριστερά, κάτω από ένα χτιστό, πυργωτό πεζούλι, απλώνεται «το απέραντο γαλάζιο» του Αιγαίου, η θάλασσα και το χάος. Κολλητά στο βράχο είναι χτισμένα σε ορόφους μια σειρά μακρόστενα κτίρια: κελιά, τραπεζαρία και ξενώνες. Κάτω από το δάπεδο αυτής της βεράντας είναι οι φούρνοι, διάφορα υπόγεια κτίσματα, καθώς και στέρνες για τη συλλογή του βρόχινου νερού.  

   
Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Αριστερά Η τραπεζαρία της μονής και δεξιά η τοιχογραφία σε λεπτομέρεια



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Προσκυνητές στον ξενώνα ετοιμάζονται για τη διανυκτέρευση

Το όλο πολυώροφο αυτό κτιριακό σύνολο, κολλημένο πάνω στο βράχο, στηρίζουν εξωτερικά από πάνω ως κάτω δύο πανύψηλες, χτιστές με πέτρες αντηρίδες, που φαίνονται από πολύ μακριά και χαρακτηρίζουν το όλο μοναστηριακό συγκρότημα της Χοζοβιώτισσας.  Είχε σχεδόν σουρουπώσει, ο υγρός αέρας είχε νοτίσει τις πλάκες του δάπεδου της βεράντας και γυάλιζαν. Ξαφνικά, πάνω απ’ το κεφάλι μου άρχισαν να χτυπάνε πανηγυρικά οι καμπάνες για τον εσπερινό της γιορτής και ο ήχος τους αντιλαλούσε ως τη Χώρα και  στον κόλπο της Αγιάννας, μέχρι να χαθεί  πάνω από το ανοιχτό πέλαγος.  



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Το χτύπημα της καμπάνας για τον πανηγυρικό εσπερινό.

Το πανύψηλο καμπαναριό, έντονα λευκό πάνω στον κόκκινο βράχο, νόμιζες ότι θα ξεκολλούσε από τους παλμούς των καμπανών  που τις κινητοποιούσε  ένα μακρότατο σχοινί που κουνούσε ρυθμικά ένας ρασοφόρος. Ο άνεμος είχε κοπάσει κάπως αλλά τώρα που είχε βασιλέψει ο ήλιος ήταν κρύος  και αναγκάστηκα να ξαναμπώ στο καθιστικό. Ήθελα να πάρω πάλι τη στενή σκάλα που όπως έμαθα βγάζει στο καθολικό, στην εκκλησία, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να περάσω. Οι προσκυνητές είχαν κατακλύσει τώρα τους στενούς και στενάχωρους χώρους της μονής και ήταν το αδιαχώρητο. Παρόλ’ αυτά το επιχείρησα, γιατί ήθελα να προλάβω να παρακολουθήσω και να φωτογραφίσω τα δρώμενα του πανηγυρικού εσπερινού και κυρίως να δω την περίφημη εικόνα της Χοζοβιώτισσας.

Εσπερινός




Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Το καθολικό, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Το τέμπλο, η Ωραία Πύλη και λεπτομέρειες της ξυλόγλυπτης διακόσμησής του

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Το καθολικό, δυτική πλευρά. Απο΄την οροφή κρέμονται ασημένια καντήλια, αφιερώματα των πιστών


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Ο ξυλόγλυπτος, επιζωγραφημένος  επιτάφιος 

Η σκάλα-τούνελ βγάζει σε ένα κάπως ευρύτερο από το πρώτο κεφαλόσκαλο, πάντα σύριζα στο βράχο στα δεξιά και με τον καστρότοιχο στ’ αριστερά. Ήταν γεμάτο κόσμο αλλά κατάφερα να φτάσω και στο επόμενο, ακόμα πιο στενό κομμάτι  της σκάλας που αποτελείται από μερικά ξύλινα σκαλοπάτια που καταλήγουν   σε μια μικρή πόρτα η οποία ήταν φραγμένη από ανθρώπινα σώματα.  Ο χώρος αποτελεί τον πρόναο του καθολικού και έχει ένα μικρό παγκάρι, μανουάλι με άμμο για τα κεριά και μια ακόμα μικρή, πέτρινη γούρνα-νιπτήρα. Ο κυρίως ναός είναι σε ένα ακόμα ψηλότερο επίπεδο αλλά ήταν τόσος πολύς ο κόσμος στο μικρό αυτό χώρο που καθιστούσε αδύνατη την πρόσβασή μου. Αφού κατάφερα με δυσκολία να ανάψω ένα κερί, κατέβηκα πάλι στο καθιστικό, που ήταν γεμάτο κόσμο καθισμένο στους πάγκους αλλά και διερχόμενους, άλλους προς τη σκάλα και την εκκλησία, άλλους προς τα έξω, στη βεράντα. Από ένα μεγάφωνο έφτανε μέχρι εδώ η ψαλμωδία του εσπερινού και παρηγορούσε κάπως  τους πιστούς που δεν είχαν καταφέρει να μπουν στην μικρή, έτσι κι αλλιώς, εκκλησία της Παναγίας. 


                     

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Προσκυνητές στο καθιστικό  και στη βεράντα/εξώστη  της  μονής. 

Οι προσκυνητές, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και παιδιά, αφουγκράζονταν με κατάνυξη την ψαλμωδία. Ωστόσο, παρόλη την κατάνυξη, οι πρόσχαροι  -κοντοδέματοι και παχουλοί στην πλειονότητά τους- νησιώτες και νησιώτισσες με το μελαψό, περισσότερο ή λιγότερο ρυτιδωμένο από τον ήλιο και τους ανέμους δέρμα και τα ροδαλά, όλο υγεία μάγουλα, έπιαναν και το κουβεντολόι. Μιλούσαν με ευλάβεια κυρίως για το μοναστήρι, την ιστορία του, την Χοζαβιώτισσα και τα θαύματα που κάνει, κυρίως για τη σωτηρία των ναυτικών αλλά και ως θεραπεύτρια-"γιάτρισσα", όπως την αποκαλούσαν και άλλα. Ιστορίες που κατέγραφα στο μαγνητόφωνο, χωρίς ερωτήσεις και παρεμβάσεις στις αφηγήσεις τους.  Παραξενεμένοι από αυτή τη δράση όσο και από το ότι δεν μας είχαν ξαναδεί στο πανηγύρι, μας έκαναν ερωτήσεις για τον τόπο καταγωγής μας, το σκοπό της επίσκεψης στο νησί, αν είχαμε τάμα, πόσο θα μείνουμε κ. ά. Μετά τις σχετικές πληροφορίες, μας έδιναν από καρδιάς ευχές να έχουμε την ευλογία και την προστασία της Χοζοβιώτισσας, αφού κάναμε τόσο δρόμο για να ’ρθούμε τέτοια εποχή  στη χάρη Της, συγκινημένοι και περήφανοι που η «δικιά» τους Παναγία προσελκύει και κόσμο από τόσο μακριά.
Έβλεπα εκεί και μερικούς από τους λιγοστούς, τέτοια εποχή, συνταξιδιώτες μας στο πλοίο που μας είχε φέρει από τον Πειραιά. Παρατηρούσα έναν συνταξιδιώτη του οποίου η παρουσία με είχε παραξενέψει κάπως και στο πλοίο: ένας άνδρας μοναχικός, αρκετά ψηλός, λεπτός, με μούσι, ντυμένος στα κατάμαυρα, που είχε κρεμασμένη συνεχώς πάνω στο στήθος του μια μαύρη επίσης φωτογραφική μηχανή μικροσκοπική μεν και σχεδόν αδιόρατη πάνω στο μαύρο πουλόβερ του (σε αντίθεση με την ογκώδη δική μου, της δουλειάς), αλλά που, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, φαινόταν πανάκριβη. Τον έβλεπα και τώρα μέσα στο μοναστήρι να περιπλανιέται σε όλους τους χώρους του μοναχικός και αμίλητος και να σηκώνει κάπου-κάπου τη μικρούλα μηχανή του και να φωτογραφίζει, χωρίς φλας,  διακριτικά και αθόρυβα, σχεδόν χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Τον ζήλευα γι’ αυτό γιατί η ογκώδης και σχετικά θορυβώδης (καινούρια και ακριβή επίσης της δουλειάς, όχι δική μου) μηχανή που χρησιμοποιούσα εγώ όταν τραβούσα ή άναβα το φλας, έλκυε την προσοχή και έκανε τους περισσότερους ανθρώπους εκεί χαρούμενους μεν για τη φωτογράφιση αλλά να «ποζάρουν» και να χάνουν τον αυθορμητισμό τους.
‘Όταν τελείωσε η λειτουργία του εσπερινού, πολλοί από τους προσκυνητές, κυρίως οι ντόπιοι,  άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αποχωρούν από το μοναστήρι. Θα επέστρεφαν  την επομένη για την πρωινή πανηγυρική λειτουργία, την αρτοκλασία, την περιφορά της εικόνας της Χοζοβιώτισσας και το κοινό γεύμα. Εμείς, οι δυο φίλες μου και εγώ, θα παραμέναμε για την ολονυχτία στο μοναστήρι. Έξω ο καιρός είχε χειροτερέψει. Ο άνεμος φυσούσε πάλι μανιασμένα και τον νιώθαμε αλλά κυρίως τον ακούγαμε να βουίζει μέσα από τις χαραμάδες και τα στενά περάσματα της μονής. 

Το καθολικό



Όταν αραίωσε ο κόσμος, ανέβηκα να δω το καθολικό της μονής, το ναό της Χοζοβιώτισσας, και να φωτογραφίσω. Στον πρόναο υπάρχει μια μικρή πόρτα και την άνοιξα να δω πού οδηγεί. Βγήκα, κινδυνεύοντας να με σηκώσει ο μανιασμένος αέρας,  σε ένα μικρό εξώστη, αιωρούμενο σε ψηλότερο επίπεδο από τη μεγάλη βεράντα του καθιστικού, ενώ ένα ακόμα πιο  ψηλό επίπεδο αυτού του εξώστη  οδηγεί στο καμπαναριό.  Σε κυκλαδίτικο ρυθμό, με περίτεχνη, δαντελωτή κωνική απόληξη, το καμπαναριό έχει τρεις καμπάνες και απορούσα πώς δεν τις χτυπούσε εκείνη την  ώρα ο τόσο δυνατός άνεμος, παρά το βάρος τους. Είχε πλέον σκοτεινιάσει για τα καλά και δεν μπορούσα να δω το επιβλητικό θέαμα που θα απολαμβάνει κανείς την ημέρα από τόσο ψηλά  και, νιώθοντας τον άνεμο να με σπρώχνει, μπήκα μέσα.



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Προσκυνήτριες συγκεντρωμένες εμπρός από την εικόνα της Χοζοβιώτισσας (δεξιά) ψάλλουν παράκληση

Μια μικρή επίσης πόρτα με λιθανάγλυφο πλαίσιο, οδηγεί στον κυρίως ναό από τη νότια πλευρά του. Η εκκλησία μικρή, σπηλαιώδης, υποβλητική. Οι ανατολικός και βόρειος τοίχος καθώς και η οροφή είναι ο ίδιος ο βράχος πάνω στον οποίο κουρνιάζει όλο το μοναστήρι σαν αετοφωλιά, και ο νότιος χτισμένος. Ένα περίτεχνα ξυλόγλυπτο, χρυσοβαμμένο τέμπλο ορίζει το ιερό στα ανατολικά, πάνω από το οποίο, κεντρικά,   ορθώνεται ένας σχετικά τεράστιος σταυρός. Λόγω του μικρού πλάτους του ναού, το τέμπλο, εκτός από την κεντρική ωραία πύλη, έχει μια μόνο ακόμα πόρτα στ’ αριστερά της με την εικόνα του αρχάγγελου Μιχαήλ και δύο μόνο μεγάλες δεσποτικές εικόνες: του Χριστού στα δεξιά της ωραίας πύλης  και της Παναγίας «Μαυρομάτας» (όπως είχα ακούσει να την  αποκαλούν οι ντόπιοι προσκυνητές στις αφηγήσεις τους πριν λίγο) στ΄ αριστερά, με τα πρόσωπα της Παναγίας και του μικρού Χριστού ακουμπημένα μάγουλο-με-μάγουλο, σε μια αναπαράσταση μάνας-παιδιού άπειρης τρυφερότητας.



                
Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Από πάνω προς τα κάτω: η δεσποτική εικόνα της Παναγίας "Μαυρομάτας" στο τέμπλο του καθολικού (χωρίς το φύλλο ασημιού που την καλύπτει και έχει αφαιρεθεί για συντήρηση), ολόκληρη και σε λεπτομέρειες 

 Όπως είχα παρατηρήσει να συμβαίνει σε όλες τις αναπαραστάσεις της «Μαυρομάτας» Παναγίας, ο χαρακτηρισμός δεν φαίνεται να αφορά τα μάτια της Παναγίας αλλά τα μάτια του προσκυνητή, όπως εκτιμώ,  τα οποία «μαυρίζουν» από τη θωριά της, που σε αυτές τις περιπτώσεις εικονίζεται σκούρα, σχεδόν «μαύρη»[2]

   

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Οι εικόνες της Παναγίας Πορτα ΐ τισσας (πάνω) και βρεφοκρατούσας (κάτω), στο κάτω μέρος του τέμπλου του καθολικού
Στο κάτω μέρος του τέμπλου είναι ιστορημένες δύο ακόμα, ισομεγέθεις εικόνες της Παναγίας: της «Πορταΐτισσας» κάτω από αυτή του άη-Γιάννη,  και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας κάτω από αυτή της «Μαυρομάτας». Στο ανατολικό άκρο του νότιου τοίχου, σε γωνία με το τέμπλο, κρέμεται η «θαυματουργή» εικόνα της Χοζοβιώτισσας μέσα σε μια τεράστια, περίτεχνα σκαλισμένη, σκούρα καφέ κορνίζα. Η ίδια η εικόνα είναι μικρή με ασημένια, ανάγλυφη επικάλυψη, που αφήνει να φαίνονται μόνο τα σκούρα, μελαχρινά ("μαύρα" και πάλι) πρόσωπα της Παναγίας και του μικρού Χριστού. Από τις δαντελωτές προεξοχές της περίτεχνης, με ανάγλυφες μορφές αγγέλων,  κορνίζας της εικόνας κρέμονται χρυσά και ασημένια κοσμήματα, αφιερωμένα από τους πιστούς σε εκπλήρωση τάματος ή ευχαριστίας προς την θαυματουργή Χοζοβιώτισσα: σταυροί, αλυσίδες, βραχιόλια, δαχτυλίδια κ. ά. 

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Εσπερινός. Η πιστευόμενη και λατρευόμενη από τους πιστούς ως θαυματουργή εικόνα  της Χοζοβιώτισσας, στη ΝΑ γωνία του καθολικού, ολόκληρη και σε λεπτομέρεια. Από την περίτεχνη κορνίζα κρέμονται κοσμήματα ως αφιερώματα από τάματα πιστών
ΐ


...Για σε γλυκιά  Παντάνασσά μου/ Βασίλισσά μου μοναχή / για σε χτυπάει πρωί και βράδυ / η γλυκυτέρα   προσευχή.... (προσφώνηση της Χοζοβιώτισσας στο ποίημα της  Βαγγελιώς Γιαννακού, βλ. στο τέλος του κειμένου, την απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη). Στη φωτορραφία λεπτομέρεια της παραπάνω εικόνας

Την  τόσο έντονη παρουσία μεγάλων εικόνων της Μητέρας-Παναγίας μέσα στο ναό που δηλώνει την έντονη πίστη των Αμοργιανών στη Μητέρα Παναγία, εξισορροπούν οι ανδρικές φιγούρες του Χριστού και  του άη-Γιάννη στο τέμπλο καθώς και  μια τεράστια, ξύλινη εικόνα  που ιστορεί τον άη-Γιώργη καβαλάρη, κάτω ακριβώς από την εικόνα της Χοζοβιώτισσας, ακουμπημένη πάνω στο δάπεδο. Μου φάνηκε σαν να την είχα ξαναδεί κάπου  αυτή την εικόνα. Πίεσα τη μνήμη μου και θυμήθηκα ότι έμοιαζε πολύ με μια φωτογραφία εικόνας με τον άη-Γιώργη που είχα δει στην είσοδο του ξενοδοχείου στη Χώρα, όπου είχαμε καταλύσει. Σε εκείνη όμως τη φωτογραφία η εικόνα είναι ντυμένη με φύλλο ασημιού που φέρει ανάγλυφη την ίδια αυτή παράσταση του άη-Γιώργη,  είναι στολισμένη με πολύχρωμες κορδέλες ενώ στο κάτω μέρος είχε και ένα είδος χερουλιού.

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Καθολικό, ΝΑ γωνία. Δεξιά επάνω η εικόνα της Χοζαοβιώτισσας και αποκάτω η εικόνα του καβαλάρη αγίου Γεωργίου. Αριστερά  μέρος του τέμπλου με την εικόνα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (επάνω) και κάτω την εικόνα της Παναγίας της Πορταίτισσας.

     

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Η εικόνα του καβαλάρη αγίου Γεωργίου χωρίς το ασημένιο κάλυμμά της(πάνω)  και κάτω σε φωτογραφία με το ασημένιο κάλυμμα και με  το χερούλι με το οποίο τη μεταφέρουν κατά τη λιτάνευσή της στο νησί την εβδομάδα της Διακαινισίμου. 

 Ρώτησα σχετικά με την εικόνα μια από τις προσκυνήτριες που παρέμεναν ακόμα μέσα στο ναό και μου είπε ότι πρόκειται ακριβώς για την εικόνα του άη-Γιώργη που είχα δει στη φωτογραφία, όμως εκεί όπως την περιφέρουν σε λιτανεία σε όλο το νησί την εβδομάδα  του Πάσχα, εξού και το χερούλι, για να την κρατούν κατά την περιήγηση. Ότι τώρα της είχαν αφαιρέσει το ασημένιο κάλυμμα για να τη συντηρήσουν, και πρόσθεσε ότι το ίδιο συνέβαινε και με το ασημένιο κάλυμμα της «Μαυρομάτας» πάνω στο τέμπλο με το οποίο είναι καλυμμένη κανονικά,  αλλά τώρα ήταν «γυμνή», λόγω αυτής της αφαίρεσης για συντήρηση. Σκέφτηκα ότι μάλλον ήμουν τυχερή, γιατί είχα την ευκαιρία να βλέπω τις δύο αυτές εικόνες όπως είναι ζωγραφισμένες, χωρίς τα καλύμματά τους, κάτι σπάνιο να συμβεί,  και τις φωτογράφισα αφού πήρα την άδεια από έναν ιερέα που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να εξομολογήσει μια γυναίκα.



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Καθολικό. Ο ξυλόγλυπτος επισκοπικός θρόνος με την ποιμενική ράβδο
Στα «στασίδια», τα όρθια ξύλινα καθίσματα  που είναι  κατά μήκος των δύο μακριών τοίχων του ναού και στις λιγοστές καρέκλες στον κυρίως χώρο του ήταν εκείνη την ώρα καθισμένες αρκετές γυναίκες, ηλικιωμένες στην πλειονότητά τους, μερικές με το χαρακτηριστικό, λευκό μαντήλι της φορεσιάς του νησιού στο κεφάλι και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Δίπλα στην πόρτα από την οποία είχα μπει στο ναό, στο νότιο τοίχο, είναι ένας ξυλόγλυπτος  επισκοπικός θρόνος, πάνω στον οποίο ήταν ακουμπημένη μια παμπάλαια, όπως εκτιμούσα, ποιμενική ράβδος, που κρατούν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες όταν χοροστατούν κατά τη θεία λειτουργία. Αυτή δεν ήταν μεταλλική, χρυσή ή επιχρυσωμένη, όπως συνήθως, αλλά ξύλινη και επικαλυμμένη σε όλο το μήκος της με ένθετα κομμάτια από σιντέφι, ενώ οι δράκοντες στην κορυφή της ήταν ολόγλυφοι, σκαλισμένοι σε ελεφαντόδοντο. Ένα χρυσοποίκιλτο χρυσαφί-μπλε άμφιο ήταν επίσης ριγμένο στα πλαϊνά χέρια του θρόνου και μου έφεραν στο νου βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. 

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Καθολικό. Ο ασημένιος πολυέλαιος, αφιέρωμα πιστών από τάμα 


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Ζωγραφική απεικόνιση πάνω σε ξύλινη εικόνα του πλέον μνημονευόμενου από τους προσκυνητές θαύματος της Χοζοβιώτισσας: η προστασία και η σωτηρία των ναυτικών (εδώ καλόγερων) που περνούν ανοιχτά από τον επικίνδυνο για ναυάγια κόλπο της Αγιάννας (Μητέρας της Παναγίας) 

Από μια εγκάρσια σιδερένια δοκό κάτω από τη θολωτή οροφή κρέμονται τέσσερα πελώρια, σφυρήλατα ασημοκάντηλα, αφιερώματα πιστών, όπως προέκυπτε και από τις εγχάρακτες αφιερώσεις που δεν κατάφερνα να διαβάσω, λόγω ύψους και γυαλάδας. Το ένα από αυτά τα ασημένια καντήλια έχει περίεργο σχήμα, κάτι σαν φέσι ή σαρίκι μου είχε φανεί, και οι γυναίκες μου ιστόρησαν ότι πριν πολλά χρόοονια ένας Τούρκος  καπετάνιος περνώντας κοντά στο μοναστήρι, στην Αγιάννα,  με τρομερή φουρτούνα, σώθηκε και είχε τάξει στη Χοζοβιώτισσα ένα καντήλι  σαν το σαρίκι, ή το φέσι του, και το εκπλήρωσε. Τράβηξα μερικές ακόμα φωτογραφίες και βγήκα στον πρόναο. Εκεί  ήταν ένας από τους μοναχούς και τον παρακάλεσα, αν ήταν δυνατόν, να παραχωρηθεί ένα κελί  ή κάποιος άλλος, έστω κοινός με άλλους, χώρος για μένα και τις δυο φίλες μου, ώστε να γείρουμε κάποια στιγμή να ξεκουραστούμε. «Αφήστε να δούμε πόσοι θα μείνουν για την ολονυχτία τελικά», μου είπε, «και τότε θα σας μοιράσω  στα κελιά».
  

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Καθολικό. Το μεγάλο ασημένιο  καντήλι που θρυλείται ότι αφιέρωσε Τούρκος καπετάνιος που σώθηκε από την Χοζοβιώτισσα σε φουρτούνα  στον κόλπο της Αγιάννας

Το κατάλυμα

Παρέμεινα αρκετή ώρα εκεί φωτογραφίζοντας και ρωτώντας διάφορα τους προσκυνητές και μετά κατέβηκα πάλι στο καθιστικό, όπου βρήκα τις δυο φίλες μου να μιλάνε με τον μυστηριώδη συνταξιδιώτη μας, τον «φωτογράφο». Ήμουν κατάκοπη πλέον, τα πόδια μου πονούσαν  και δεν είχα κουράγιο  να σταθώ κοντά τους και να λάβω μέρος στην παρέα -παρόλη την περιέργειά μου για τον μυστήριο άγνωστο-  και  κάθισα σε έναν πάγκο όπου βρήκα ελεύθερη θέση. Με πλησίασε αμέσως  η μια από τις φίλες μου και «έλα να δεις το κελί μας!» , μου είπε όλο χαρά, «μας έδωσε ο πατήρ  Φιλάρετος ένα πριβέ κελί, ακριβώς εδώ από πάνω μας!» και μου έδειξε το ξύλινο ταβάνι που το στηρίζουν χοντρά δοκάρια. Με οδήγησε αμέσως, κατόπιν δικής μου παράκλησης, σε μια μικρή σκοτεινή σκάλα δίπλα στην πόρτα του καθιστικού. Λαβύρινθος αυτό το μοναστήρι σκέφτηκα, θέλει να παραμείνεις μέρες εδώ για να μάθεις τα κατατόπια και να μη μπερδεύεσαι μέσα στα στενά περάσματα, τους ξενώνες, τα κελιά, τις αποθήκες, τις σκάλες, τους εξώστες,  σε τόσα διαφορετικά και μπερδεμένα μεταξύ τους επίπεδα. Ανέβηκα  με  μεγάλη δυσκολία πλέον τα λίγα μεν αλλά απότομα πέτρινα σκαλοπάτια της  που οδηγούν σε ένα είδος χαμηλοτάβανης σοφίτας. 



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Πάνω, ο  ξενώνας με τα τρία κρεβάτια που μας  φιλοξένησε. Κάτω, η γράφουσα ταλαιπωρημένη από την ανάβαση στη μονή και πίσω από το κρεβάτι το ερμάρι με το πέτρινο γουδί κλπ. Αριστερά το μικρό παράθυρο με θέα στο πέλαγος. 


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998. Η θέα προς τον κόλπο της Αγιάννας και στο μονοπάτι που οδηγεί στη μονή, από το μικρό παράθυρο του ξενώνα μας

Το δωμάτιο γέμιζε με δύο  κρεβάτια που ήταν τοποθετημένα το ένα κολλητά στο άλλο, ενώ ένα τρίτο ήταν τοποθετημένο εγκάρσια σε αυτά σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο, σαν είδος χαμηλού παταριού, και ήταν όλα στρωμένα με καθαρά σεντόνια. Τι ευτυχία! Συμφωνήσαμε να πάρω εγώ το υπερυψωμένο κρεβάτι και οι άλλες δύο, ως αδελφές,  τα υπόλοιπα. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι μου να το δοκιμάσω και για να βάλω τα πράγματά μου και κατάλαβα ότι μου ήταν πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, πλέον να ξανασηκωθώ με την κούραση που είχα. Ξανάστειλα τη φίλη μου στο καθιστικό και ξάπλωσα για λίγο, κατοπτεύοντας το χώρο. Στη μια στενή άκρη του κρεβατιού μου ανοιγόταν ένα μικροσκοπικό  παραθυράκι  μέσα  στο χοντρό, εξωτερικό καστρότοιχο της μονής, όπως κατάλαβα από το μεγάλο βάθος  της τοιχοποιίας και από το ότι άνοιγε πάνω από  το, αθέατο μεν εκείνη την ώρα λόγω σκοταδιού αλλά διαφαινόμενο, χάος πάνω από το γκρεμό και το  πέλαγος.  Στο πίσω μέρος του κρεβατιού ήταν σε εσοχές στον τοίχο δυο ανοιχτά ερμάρια, στα ράφια των οποίων  ήταν τοποθετημένα -παρατημένα μάλλον- διάφορα ετερόκλητα αντικείμενα,  παλιά και καινούρια, μέσα στη σκόνη: πήλινες στάμνες και λιβανιστήρια, πέτρινα γουδιά, άδειες νταμιζάνες κρασιού, τελάρα μελισσοκομίας, θαλασσινά όστρακα, πλαστικά δοχεία, το ακροφίσιο μιας ηλεκτρικής σκούπας κ. ά. Από το ξύλινο πάτωμα που είναι συγχρόνως και ταβάνι του καθιστικού αποκάτω, ακουγόντουσαν καθαρά οι ομιλίες όσων ήταν εκεί. Ξεχώριζα μάλιστα και τις φωνές των φιλενάδων μου που μιλούσαν με τον συνταξιδιώτη, σαν να ήμουν και εγώ μαζί τους! Έμαθα έτσι ότι ο «φωτογράφος» είχε έλθει επανειλημμένα στην Αμοργό και ότι ταξιδεύει από προσωπικό μεράκι σε πολλά μέρη φωτογραφίζοντας πανηγύρια, γάμους, γιορτές, ανθρώπους, τοπία κ.ά. που του κινούν το ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. ΄Οτι πενθεί γιατί πριν ένα χρόνο είχε πεθάνει η μοναδική, πολυαγαπημένη αδελφή του, από καρκίνο, την απώλεια της οποίας δεν είχε ακόμα ξεπεράσει. Ότι της άρεσε πολύ η Αμοργός στην οποία είχαν έλθει μαζί αρκετές φορές και ότι το φετινό ταξίδι του στο πανηγύρι της Χοζοβιώτισσας ήταν ένα είδος μνημόσυνου για την χαμένη αδελφή του.   Καθώς συλλογιζόμουν πόσες πονεμένες ιστορίες μπορεί να κρύβονται πίσω από κάθε προσκυνητή στα μοναστήρια, μπορεί και να με πήρε για λίγο ό ύπνος, αλλά σε λίγο άκουγα και τις ψαλμωδίες από την «Παράκληση» προς την Παναγία που αναμεταδιδόταν με τα μεγάφωνα μέσα στο καθιστικό.

Οι Παρακλήσεις («παρακλητικοί κανόνες») της αγρυπνίας



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Οι προσκυνήτριες μέσα στο καθολικό κατά την Αγρυπνία. 

Σηκώθηκα τότε με κόπο και πήγα προς το ναό. Η Παράκληση είχε τελειώσει  και μπήκα άνετα. Ο πολύς κόσμος είχε φύγει πλέον, ο παπάς είχε και αυτός αποσυρθεί  και μέσα στην εκκλησία είχαν μείνει αρκετές γυναίκες καθισμένες στα στασίδια και στις καρέκλες. 


        

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.  Ιερή αγρυπνία. Αριστερά προσκυνήτρια διαβάζει  εμπρός στην εικόνα της Χοζοβιώτισσας  τον ειδικά γραμμένο  για την Χοζοβιώτισσα παρακλητικό κανόνα (δεξιά) 

Αυτές, γερόντισσες και ηλικιωμένες οι περισσότερες,  ετοιμαζόντουσαν να επιτελέσουν, όπως μου είπαν, ολονυχτία στη χάρη Της, ψάλλοντας ειδικά εγκώμια και Παρακλήσεις για τη Χοζοβιώτισσα. Ρώτησα για το πελώριο καρφί  που εκτίθεται εκεί μαζί με άλλα ιερά αντικείμενα μέσα σε μια προθήκη στη ΒΑ γωνία του ναού, δίπλα στην πόρτα του ιερού με τον αρχάγγελο. Μου ιστόρησαν ότι πρόκειται για το καρφί όπου κρεμούσε ο πρωτομάστορας το ζεμπίλι του όταν χτιζόταν το μοναστήρι. Θρυλείται ότι αρχικά  οι εργάτες έχτιζαν το μοναστήρι χαμηλά, πιο κοντά στη θάλασσα. Το έχτιζαν ολημερίς αλλά  το εύρισκαν την άλλη μέρα γκρεμισμένο και την εικόνα  της Χοζοβιώτισσας να κρέμεται σε  αυτό το καρφί  που είχε ο πρωτομάστορας καρφώσει πολύ ψηλά για να κρεμάει με ασφάλεια  το ζεμπίλι του. Με τα πολλά, κατάλαβαν ότι η Χοζοβιώτισσα ήθελε  να χτιστεί εκεί ψηλά το μοναστήρι και το έχτιζαν εκεί, οπότε η εικόνα δεν ξαναμετακινήθηκε[3].



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.   Καθολικό. Μέσα σε θήκη φυλάσσεται το καρφί από το οποίο κρεμούσε το ζεμπίλι με τα εργαλεία του χτισίματος της μονής ο πρωτομάστορας και όπου θρυλείται ότι φανερωνόταν η εικόνα της Χοζοβιώτισσας, δηλώνοντας τη θέση της μονής

 Οι γυναίκες με κάλεσαν  να καθίσω κοντά τους να ξεκουραστώ, γιατί, όπως είπαν, με λυπόντουσαν να με βλέπουν από νωρίς να ανεβαίνω στο μοναστήρι και μετά να τριγυρίζω συνέχεια να ρωτάω και να φωτογραφίζω. Μια μεσόκοπη, καλοντυμένη, με κίτρινη μεταξωτή μπλούζα γυναίκα που καθόταν στο διπλανό στασίδι με μένα, με ρωτούσε από πού είμαι, τι δουλειά κάνω κ.λπ. Δεν της είπα ότι είμαι λαογράφος αλλά απλή προσκυνήτρια. Ένας βαρύς, χρυσός σταυρός κρεμόταν στο στήθος της από μια χοντρή χρυσή αλυσίδα. Η καλοκάγαθη όψη της, το μελιστάλαχτο ύφος της, ο γλυκερός τόνος της φωνής της με παρέπεμπε σε κείνες τις θρησκευόμενες κοσμικές γυναίκες που μετέχουν σε χριστιανικές αδελφότητες. «Βλέπεις εκείνη την εικόνα στο τέμπλο, κάτω από τον άη-Γιάννη;» μου λέει κάποια στιγμή. «Είναι της Παναγίας της Πορταΐτισσας, μεγάλη η χάρη Της, που την έχουμε στην Αστυπάλαια. Γιατί και εγώ είμαι από την Αστυπάλαια», συνέχισε, «και ήρθα εδώ για το πανηγύρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας». Και συνέχισε να μου μιλάει για την εικόνα της Πορταΐτισσας, για την Αστυπάλαια, για τη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μετάνιωσα που δεν της είχα αποκαλύψει ότι είμαι λαογράφος και δεν είχα βάλει το μαγνητόφωνο να την καταγράφω. Όταν όμως κατάλαβε ότι τα λεγόμενά της τα άκουγαν και οι διπλανές μας  γυναίκες με ενδιαφέρον, σταμάτησε να μιλάει σε μένα, σηκώθηκε απ’ τη θέση της και «περίμενε», μου λέει, «να τα λέω να τα ακούμε όλες» σαν να ήταν αυτός ο απώτερος σκοπός της τόση ώρα που μιλούσε. Τότε άνοιξα το μαγνητόφωνο. Στήθηκε μετά στο κέντρο περίπου της εκκλησίας  κοντά στον επισκοπικό θρόνο και σαν να ήταν μαθημένη, άρχισε με πιο δυνατή φωνή και χρωματίζοντάς την κατάλληλα, να λέει πάλι από την αρχή όσα μου είχε αφηγηθεί , σχεδόν απαράλλαχτα, σαν να είχε γυρίσει ταινία στο κασετόφωνο προς τα πίσω, χειρονομώντας όμως τώρα και κάνοντας θεατρικές κινήσεις με το σώμα της. Από ‘κεί και πέρα, πήρε την κατάσταση στα χέρια της, ωσάν άλλη ιέρεια μέσα στο ναό. Μετά έψαλλε κανοναρχώντας μια-δυο γυναίκες, μια Παράκληση («παρακλητικός κανών») για την Παναγία την Πορταΐτισσα (με την οποία έμοιαζε  ωσάν ταυτισμένη με ένα είδος ψύχωσης). Παράκληση που, όπως είπε, είχε η ίδια κάνει παραγγελία σε κάποιον θεολόγο να την γράψει. Όταν τελείωσε την Παράκληση της Πορταΐτισσας, συνέχισε με την ειδική Παράκληση για την Χοζοβιώτισσα, την οποία είχε ψάλει προηγουμένως και ο παπάς με τους ψάλτες, όπως την είχα ακούσει πριν από το κελί όπου ήμουν ξαπλωμένη.
Εγώ ήθελα να μιλήσω λίγο και με τις ντόπιες γυναίκες για την εικόνα, τα θαύματα και το πανηγύρι και μάλιστα με μια ενδιαφέρουσα ως προς αυτά που ήθελα να ρωτήσω, γυναίκα που μου είχε δείξει συμπάθεια και με είχε καλέσει πριν  να καθίσω, και που όπως με πληροφόρησε, ο γιος της ήταν παπάς σε κάποια εκκλησία στη Σαντορίνη. Όμως η Αστυπαλιώτισσα δεν άφηνε χώρο ούτε χρόνο. Τις είχε συνεπάρει όλες  και τις είχε γοητεύσει. Την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, μάλιστα με κραυγές θαυμασμού,  όταν αφηγούνταν ότι είχε δει την Πορταΐτισσα σε όραμα. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν να δυσανασχετούν που μιλούσε συνεχώς για την Πορταΐτισσα και όχι τόσο για την Χοζοβιώτισσα, σαν να είχε κάνει «κατάληψη» στο πανηγύρι τους και έπαψαν να της δίνουν σημασία, οπότε σταμάτησε. Ρώτησα την γυναίκα που είχε τον  παπά γιο για την ιστορία του Τούρκου με το τάμα στη Χοζοβιώτισσα και μου την είπε. Μου έδειχνε πολύ συμπάθεια και φροντίδα και επέμενε να κερνιέμαι από τους δίσκους με καφέδες, λουκούμια, μπισκότα, νερά, που περιέφεραν κατά διαστήματα μια νεαρή μητέρα μαζί με το εξάχρονο κοριτσάκι της, μια που δεν είχε άλλο φαγητό εκείνο το βράδυ στη μονή. Είχε πάει δυόμισι το πρωί η ώρα και με πίεζε να πάω για ύπνο και να ξεκουραστώ, αφού βεβαιώθηκε ότι είχα εξασφαλίσει κατάλυμα. Η Αστυπαλιώτισσα άρχιζε για δεύτερη φορά να ψέλνει την Παράκληση της Χοζοβιώτισσας και απ’ ό,τι έλεγε θα συνέχιζε τις Παρακλήσεις μέχρι τις πέντε το πρωί που θα άρχιζε η ακολουθία του Όρθρου από τους ιερείς. Εντωμεταξύ, κάποια στιγμή είχε μπει  στο ναό και ο παράξενος συνταξιδιώτης μας και φωτογράφιζε σιωπηλός και αθόρυβος. Τώρα που γνώριζα –εν αγνοία του- την πονεμένη ιστορία του, δεν μου φαινόταν πλέον μυστηριώδης και εκτιμούσα πολύ την οδύνη της απώλειας της αδελφής του που τον είχε φέρει ως το μοναστήρι. Δεν μιλήσαμε, καθώς εγώ συνομιλούσα με τις γυναίκες και δεν ήλθε κοντά αλλά είδα τελικά ότι η μηχανή του ήταν όντως μια πανάκριβη «Λάικα». Αφού λοιπόν σιγουρεύτηκα ότι δεν επρόκειτο να ψάλλουν οι υπόλοιπες γυναίκες ή να γίνουν άλλες λατρευτικές δράσεις από αυτές, τις καληνύχτισα και έφυγα με τις χίλιες ευχές της μάνας του παπά και άλλων να με συνοδεύουν

Στο κελί



Περνώντας από το έρημο τώρα καθιστικό, βγήκα πάλι στη βεράντα να πάρω λίγο καθαρό αέρα μετά τη βαριά ατμόσφαιρα από τα κεριά και το λιβάνι μέσα στο ναό και να δω τον καιρό. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσάει ακόμα πιο δυνατά τώρα, και σφύριζε  πάνω στα βράχια του γκρεμού. Αστραπές έσχιζαν τον ορίζοντα ανατολικά, καταυγάζοντας την αφρισμένη θάλασσα. Όπου να ‘ταν θα ξέσπαγε καταιγίδα. Μπήκα γρήγορα μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου με δυσκολία από  την πίεση του αέρα.  Σκαρφάλωσα με κόπο τα σκαλοπάτια που οδηγούν στον κοιτώνα όπου θα κοιμόμασταν και ανασήκωσα  προσεκτικά το παλιό, σιδερένιο «ζεμπερέκι»-μάνταλο  της ξύλινης  πόρτας για να την ανοίξω χωρίς θόρυβο. Οι φίλες μου ήταν κουκουλωμένες με τα παλτά τους και νόμιζα ότι κοιμόντουσαν. Η μία ωστόσο άνοιξε τα μάτια της όταν άκουσε ότι μπήκα και μου είπε ψιθυριστά πόσο υπέροχα ήταν να έχουμε αυτό το κελί δικό μας και πόσο ωραία ένιωθε να κοιμάται μέσα σε αυτό το χώρο ενώ έξω φυσομανούσε ο άνεμος…



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Παραμονή γιορτής, 20/11/1998.   Ο ξενώνας που μας φιλοξένησε και το ερμάρι με διάφορα αντικείμενα δίπλα στο κρεβάτι.

Ξάπλωσα με τα ρούχα και σκεπάστηκα και εγώ με το παλτό μου, αφού δεν είχαμε κουβέρτες. Ωστόσο, παρόλο το βουητό του αέρα και την υγρασία δεν έκανε κρύο μέσα στο κελί. Λόγω φαίνεται του πάχους των τοίχων είχε μια σταθερή, καλή θερμοκρασία και το παλτό μού ήταν αρκετό. Τα πόδια μου πονούσαν πολύ και όταν ξυπολήθηκα διαπίστωσα ότι είχε γίνει μια πελώρια φουσκάλα στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού μου. Επόμενο ήταν, συλλογίστηκα, όχι χωρίς κάποια ανησυχία για το πώς θα περπατούσα την επόμενη μέρα, αφού είχα περιηγηθεί όλο το πρωί στη Χώρα, μετά το κατέβασμα και το ανέβασμα για το μοναστήρι, οι βόλτες μέσα σε αυτό, είχα καβατζάρει πλέον και τα πενήντα χρόνια, συν κάποια παραπανίσια κιλά,  και αυτό ήταν το αποτέλεσμα! Ωστόσο χαλάρωσα μέσα στο μικρό αυτό κελί, με τις ρυθμικές ανάσες των κοιμισμένων φιλενάδων μου, με τον απόηχο από τις ψαλμωδίες των Παρακλήσεων προς την Χοζοβιώτισσα, με την  ασφάλεια των χοντρών τοίχων της μονής, με το σφύριγμα του μανιασμένου άνεμου  που έκανε το τζάμι του μικρού παράθυρου να τρίζει, με τις συνεχείς πλέον αστραπές να το φωτίζουν κάθε λίγο. Οι βροντές μπερδεύονταν με το σφύριγμα του άνεμου και σε λίγο ξέσπασε τρομερή καταιγίδα. Ανασηκώθηκα, παρά την κούραση,  και έσυρα το σώμα μου κοντά στο τζάμι του μικρού, σαν φινιστρίνι,   παράθυρου για να δω έξω, παρόλο που το αυλάκωναν τώρα ριπές βροχής. Στη λάμψη μιας αστραπής, πρόλαβα να δω το φοβερό θέαμα των μολυβένιων, βαριών σύννεφων, το παραπέτασμα της βροχής να μαστιγώνει με μανία την αφρισμένη  θάλασσα και εγώ σαν να ήμουν σε ένα πλοίο και να αιωρούμαι ανάμεσά τους. Ξάπλωσα και κουκουλώθηκα, ασφαλής και προστατευμένη πίσω από τον καστρότοιχο της  μονής της Χοζοβιώτισσας που μας φιλοξενούσε και αποκοιμήθηκα.



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, Ανήμερα της γιορτής, 21/11/1998.  Το ξημέρωμα στο πέλαγος από το μικρό παράθυρο του ξενώνα

Με ξύπνησαν οι καμπάνες του όρθρου.  Ήταν βαθύ σκοτάδι έξω και η καταιγίδα μαινόταν ακόμα. Οι ψαλμωδίες του όρθρου εισχωρούσαν στο δωμάτιο από τις χαραμάδες του πατώματος και πάτησα το κουμπί του μαγνητόφωνου να τις καταγράφει. Ξύπνησαν και οι φίλες μου και με ρώτησαν αν ήθελα να σηκωθούμε. Τους είπα ότι έτσι κι αλλιώς στην εκκλησία θα ήταν ήδη το αδιαχώρητο, οπότε θα περιοριζόμασταν στο καθιστικό για να ακούμε την ψαλμωδία από τα μεγάφωνα, που ωστόσο την ακούγαμε μια χαρά και στο δωμάτιο. 




Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας,  21/11/1998. Ξημέρωμα της γιορτής με βροχή και τους προσκυνητές στον εξώστη

Οπότε μείναμε κουκουλωμένες, μισο-κοιμισμένες μισο-ξύπνιες, ακούγοντας την εωθινή ψαλμωδία μπερδεμένη με τα μπουμπουνητά, το θόρυβο της φουρτουνιασμένης θάλασσας και τις ριπές της καταιγίδας. Κάθε τόσο κοίταζα προς το μικρό παράθυρο να δω αν ξημερώνει. Κάποια στιγμή, η απόλυτη μαυρίλα έγινε σκούρο γκρι προς την ανατολή. Τα σύννεφα  άνοιξαν σε μια ευθεία οριζόντια γραμμή, σαν να τα έκοψε μαχαίρι: τα κάτω μισά ακουμπούσαν στη γραμμή του ορίζοντα, ενωμένα με τη γκρίζα, ανταριασμένη θάλασσα και τα  πάνω ενώνονταν με τον ουρανό. Η βροχή,  γκρίζο μεταξωτό παραπέτασμα που κινούνταν ανατολικά.  Ήταν σαν αυλαία που μετακινούμενη άνοιξε μόνο και μόνο για να δω σε λίγο τον πορφυρό δίσκο του ήλιου να προβάλει μέσα από το άνοιγμα των νεφών, κάπως θαμπός από την βροχή  και τα σύννεφα. Μαζί με τα σύννεφα απομακρυνόταν και η καταιγίδα.  Έβρεχε τώρα σιγανά και ο άνεμος είχε κάπως κοπάσει. Οι καμπάνες χτύπησαν για την πανηγυρική λειτουργία, ενώ πολλά βήματα, φωνές και φασαρία κάτω από το πάτωμα, μας έκαναν να σηκωθούμε.

21/11

Ανήμερα της γιορτής της Χοζοβιώτισσας






                                                             

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής. Οι προσκυνητές στον εξώστη μετά την πανηγυρική λειτουργία 

Οι τουαλέτες του μοναστηριού, χτισμένες σύρριζα στο βράχο έξω στη βεράντα, παρά τον πολύ κόσμο, ήταν καθαρές και περιποιημένες, είχαν μάλιστα νερό και χαρτί υγείας! Έκανα στοιχειωδώς την πρωινή τουαλέτα μου και έτρεξα για να μπω γρήγορα στο καθιστικό  γιατί ψιλόβρεχε ακόμα. Όμως κάτω από μια προεξοχή του βράχου που τον προστάτευε από τη βροχή στεκόταν ο συνταξιδιώτης φωτογράφος. 





      

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής. Αριστερά μοίρασμα παστελιών και δεξιά ψωμιού

                               

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής.  Πάνω στο πεζούλι του εξώστη το νηστίσιμο γεύμα που μοίρασε η Χοζοβιώτισσα στους προσκυνητές:  τηγανητός βακαλάος, ψωμί και κρασί
    
                                                                                                                  

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας,  21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής. Από πάνω προς τα κάτω: Ντόπια γερόντισσα μοιράζεται με με την κόρη της στον εξώστη  το γεύμα της. Στις τρεις συνεχόμενες  φωτογραφίες φαίνεται και ο τρόπος που δένουν στο κεφάλι  το λευκό μαντίλι τους οι Αμοργιανές.

Ανταλλάξαμε  καλημέρες και πιάσαμε κουβέντα κάτω από τη στέγη της πέτρινης αυτής προεξοχής.  Μου είπε ότι είχε και αυτός κοιμηθεί μια-δυο ωρίτσες σε ένα μικρό κελί δίπλα στο Ηγουμενείο, μετά αφότου  τον είχα αφήσει εγώ μέσα στο ναό να φωτογραφίζει. Εγώ μεν είχα ήδη πληροφορίες για αυτόν, κρυφακούγοντας άθελά μου το προηγούμενο βράδυ την κουβέντα του με τις φίλες μου μέσα από το πάτωμα (!) αλλά και οι φίλες μου τον είχαν ήδη πληροφορήσει εν ολίγοις για τη δική μου δουλειά. Μου είπε ότι δεν είναι επαγγελματίας φωτογράφος αλλά ότι απλά του αρέσει να φωτογραφίζει ό, τι του κινεί το ενδιαφέρον, κυρίως «ατμοσφαιρικά» και ότι τραβάει μόνο σε ασπρόμαυρο, ευαίσθητο φιλμ. Του εξήγησα  ότι ούτε και εγώ είμαι «επαγγελματίας» φωτογράφος ούτε έχω σπουδάσει φωτογραφία, αλλά ότι οι πολλές φωτογραφίες που τραβάω είναι  μέρος της επιτόπιας έρευνάς  μου για εθνογραφική αποτύπωση «της στιγμής» και δεν έχουν βέβαια αξιώσεις καλλιτεχνικής απόδοσης. Ότι παρά την αδιακρισία της ογκώδους μηχανής που χρησιμοποιούσα, της ήμουν ευγνώμων για τους αυτοματισμούς που διαθέτει και που, πέρα από το να επιλέξω, να σκοπεύσω και να καδράρω το θέμα μου,  με απαλλάσσει από τις δύσκολες για μένα χειροκίνητες ρυθμίσεις που απαιτούσαν οι παλιότερες  μηχανές και που ενίοτε  με έκαναν να χάνω τη «στιγμή».



Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής.  το κοινό εορταστικό γεύμα στην τραπεζαρία της μονής

Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες ακόμα και εγώ μπήκα μέσα. Στο καθιστικό ακουγόταν από τα μεγάφωνα η πανηγυρική λειτουργία και προχώρησα για να πάω  στο ναό αλλά συνάντησα το αδιαχώρητο, οπότε  ξανακατέβηκα στο καθιστικό. Δεν έβλεπα πουθενά τις φίλες μου  και βγήκα πάλι στη βεράντα που ήταν σχεδόν έρημη ακόμα, μια που ο κόσμος ήταν στη λειτουργία αλλά και λόγω του καιρού. Οι σταγόνες της βροχής είχαν αραιώσει και ελαφρύνει πολύ, τώρα. Ακούμπησα στο παραπέτο του πεζουλιού και με μουσική υπόκρουση τις ψαλμωδίες που ακουγόντουσαν από ένα μεγάφωνο, αγνάντευα το πέλαγος, το παραπέτασμα της βροχής  που τραβιόταν προς τα νοτιοανατολικά και παρατηρούσα κάποιους καθυστερημένους προσκυνητές που ανέβαιναν τα σκαλοπάτια προς το μοναστήρι κρατώντας ανοιχτές πολύχρωμες ομπρέλες. Ένας πατέρας ανέβαινε κρατώντας απ΄ το χέρι ένα τρίχρονο-τετράχρονο το πολύ, αγοράκι, το οποίο σκαρφάλωνε χαρούμενο και σβέλτα το δύσκολο, κλιμακωτό μονοπάτι. Κάθε τόσο το παιδί σταματούσε και σήκωνε το κεφαλάκι του να δει το μοναστήρι, ίσως υπολογίζοντας πόσο θέλει ακόμα για να το φτάσει. Γνωρίζοντας από την εμπειρία της προηγούμενης μέρας που ανέβαινα και εγώ αυτό το μονοπάτι, τι αντίκριζε το παιδί και πόσο πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις θα έπαιρνε αναλογικά με το μπόι του  το βουνό και η μονή στα παιδικά ματάκια του, αναρωτιόμουν τι είδους ίχνη θα άφηνε αυτό  το βίωμα και όσα θα ζούσε κατόπιν μέσα στη μονή, στον ψυχισμό του.
Κάποια στιγμή βγήκαν στον εξώστη και οι αδελφές φίλες μου, μαζί με τον φωτογράφο και έναν άλλο, ντόπιο πανηγυριώτη, τον οποίο είχαν γνωρίσει εκείνες σε διακοπές που είχαν κάνει παλιότερα στην Αμοργό. Ευχηθήκαμε όλοι «χρόνια  πολλά» στη μια από τις φίλες μου που γιόρταζε εκείνη την ημέρα ανταλλάσσοντας φιλιά και χειραψίες, αλλά και στον φωτογράφο, που επίσης γιόρταζε, μια που το όνομά του  είναι Τάκης, από το Παναγιώτης. Παραμείναμε εκεί κουβεντιάζοντας και απολαμβάνοντας τη θέα μέχρι που τελείωσε η λειτουργία. Μπήκαμε κατόπιν μέσα και στηθήκαμε σε ουρά για να μπούμε στην εκκλησία, να πάρουμε άρτο και να προσκυνήσουμε. Προκειμένου να διευκολύνουν την κυκλοφορία του πλήθους των προσκυνητών, οι μοναχοί είχαν ανοίξει και τη μικρή πόρτα πάνω στο νότιο τοίχο του ναού (πλαισιωμένη με μαρμάρινο πλαίσιο, διακοσμημένο με ανάγλυφα θρησκευτικά σύμβολα), που βγάζει στο μικρό εξώστη με το καμπαναριό. Σε αυτό τον εξώστη ήταν εκτεθειμένα μέσα σε χάρτινα σακιά που απ’ ότι έγραφαν περιείχαν πριν αλεύρι, μεγάλα κομμάτια από τους άρτους-προσφορές των πιστών που είχαν ευλογηθεί πριν λίγο στην τελετουργική «αρτοκλασία» από τους ιερείς.  Ο κόσμος, και εμείς που μπήκαμε στη σειρά, βγαίνοντας  από τη μικρή νότια πόρτα του ναού, περνούσε από τα σακιά με τους ευλογημένους άρτους, έπαιρνε ένα ή περισσότερα κομμάτια και έμπαιναν πάλι στο εσωτερικό της μονής από την εξωτερική πόρτα του πρόναου, που είναι σε χαμηλότερο επίπεδο. Στη συνέχεια η σειρά ήταν οι προσκυνητές να μπουν  στον κυρίως ναό από την νότια είσοδο, να προσκυνήσουν την εικόνα της Χοζαβιώτισσας, να πάρουν αντίδωρο από τον Ηγούμενο-ιερέα και να βγουν  από τη δυτική πόρτα στον πρόναο και μέσω της ξύλινης μικρής σκάλας και στη συνέχεια της πέτρινης σκάλας-τούνελ να βγουν από τη μονή. Λαβύρινθος! Ωστόσο η σειρά των προσκυνητών δεν ακολουθούσε τη σκάλα-τούνελ για να φύγουν  αλλά έμπαιναν σε ένα άλλο μικρό δωμάτιο απέναντι όπου ένας ηλικιωμένος άνδρας πίσω από ένα γκισέ επέβλεπε και ανεφοδίαζε κομμάτια από παστέλι τοποθετημένα πάνω σε φύλλα λεμονιάς που ήταν τοποθετημένα στη σειρά πάνω στο περβάζι του γκισέ. Όπως έμαθα, το παστέλι ήταν φτιαγμένο παραδοσιακά τις προηγούμενες ημέρες από  γυναίκες στη Χώρα, οι οποίες το κάνουν κάθε χρόνο  προσφορά στη χάρη της Χοζοβιώτισσας για το πανηγύρι. Η σειρά των προσκυνητών, αφού έπαιρναν παστέλι, έβγαιναν στην ανοιχτή μεγάλη βεράντα και από εκεί έμπαιναν στη μακρόστενη τραπεζαρία της μονής όπου μοιραζόταν ψωμί, από ένα κομμάτι τηγανητός βακαλάος (νηστίσιμος λόγω της 40ήμερης νηστείας πριν τα Χριστούγεννα) που είχαν τηγανίσει οι γυναίκες επίσης την προηγούμενη μέρα σε τεράστιες ποσότητες,  τηγανητά ψάρια, προσφορά των ψαράδων του νησιού στη Χοζοβιώτισσα, και κρασί. Μετά καθόντουσαν στα τεράστια, επιμήκη «μοναστηριακά» ξύλινα τραπέζια και έτρωγαν. Φυσικά δεν χωρούσαν όλοι οι προσκυνητές και οι υπόλοιποι έβγαιναν και έτρωγαν έξω στην ανοιχτή  βεράντα, καθώς είχε σταματήσει πλέον η βροχή, ή έπαιρναν το στεγνό ούτως ή άλλως φαγητό σε χαρτοπετσέτα και αποχωρούσαν.  Στη βεράντα φάγαμε και εμείς  το πανηγυριώτικο, ευλογημένο φαγητό μας παρακολουθώντας τον κόσμο που έφευγε σιγά-σιγά από το μοναστήρι.  
Σαν αποφάγαμε και είχε αραιώσει ο κόσμος αρκετά, ανέβηκα στο Ηγουμενείο να ευχαριστήσω τον Ηγούμενο και τους μοναχούς για τη φιλοξενία και την διευκόλυνση στη δουλειά μου. Ο Ηγούμενος, όπως είχε πει προηγουμένως και στο κήρυγμα κατά το τέλος της λειτουργίας, ως ιερομόναχος, μου είπε ότι δυστυχώς η μονή φθίνει σε ανθρώπινο δυναμικό ύστερα από χιλιετή βίο και ότι οι δύο (ήταν μέχρι πέρυσι τρεις αλλά ο ένας, υπέργηρος, είχε πεθάνει πρόσφατα) εναπομείναντες σήμερα μοναχοί κάνουν ό, τι μπορούν. Ότι μάλιστα ο ίδιος ο ιερομόναχος επιτελεί και τη λειτουργία τις Κυριακές στα Κουφονήσια οπότε λείπει συχνά από τη μονή, η οποία έτσι λειτουργεί με έναν μοναχό επί της ουσίας, πλέον. Τον είχα ακούσει και στο κήρυγμα να παροτρύνει τους ανύπαντρους άντρες του νησιού να μονάσουν, επανδρώνοντας το μοναστήρι και είχα αναρωτηθεί γιατί δεν διοχετεύουν άραγε εδώ κάποιους από αυτούς που συρρέουν εθελούσια στις μονές του Αγίου Όρους, αντί να καλεί τους νέους άντρες του νησιού να μονάσουν…

Αναχώρηση από τη μονή

Βγαίνοντας από το ηγουμενείο βρήκα τις φίλες μου  έτοιμες για αναχώρηση. Ήταν ωστόσο αναστατωμένες γιατί είχε μαθευτεί ότι  λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας το Λιμεναρχείο είχε εκδώσει σήμα απαγόρευσης απόπλου για όλα τα πλοία, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από το νησί εκείνο το μεσημέρι, όπως είχαμε προγραμματίσει. Καθυστέρηση που θα σήμαινε και παραπάνω έξοδα για μας, για σίτιση και ξενοδοχείο, καθώς δεν γνωρίζαμε και πότε θα έληγε η απαγόρευση για να μπορέσουμε να φύγουμε.  Παρόλ’ αυτά, εγώ κατά βάθος χάρηκα. Δεν μου είχε ξανατύχει να αποκλειστώ σε νησί και η πανέμορφη Αμοργός ήταν ακόμα terra igognita  για μένα, οπότε έτσι ίσως μου δινόταν αναγκαστικά η δυνατότητα να την γνωρίσω λίγο παραπάνω, κάτι που ίσως δεν θα είχα ξανά την ευκαιρία να κάνω.  Μάζεψα και εγώ τα πράγματά μου και ακολουθήσαμε την ουρά των προσκυνητών που έμπαιναν ένας-ένας στο τούνελ-σκάλα που οδηγεί στην έξοδο της μονής. Όταν σκαλοπάτι-σκαλοπάτι φτάσαμε στο μικρό χώρο πριν την τελική έξοδο, φρακάραμε γιατί είχε αρχίσει πάλι να βρέχει και είχε σταματήσει η ροή της εξόδου.   Μείναμε λοιπόν κάμποσο  σφηνωμένοι στο τελευταίο σκαλοπάτι και ενώ άλλοι αγχώνονταν για το συνωστισμό και την καθυστέρηση, άλλοι αποχαιρετούνταν με ευχές και σχόλια για το πανηγύρι, εγώ, από επαγγελματική διαστροφή,  άρχισα να παρατηρώ καλύτερα τώρα αυτό το μικροσκοπικό χώρο υποδοχής και αποχαιρετισμού της Χοζοβιώτισσας και να θαυμάζω ένα πέτρινο, καλοδουλεμένο τόξο που ακουμπούσε σχεδόν στο κεφάλι μου και που συνδέει το βράχο με τον χτιστό τοίχο. Όταν κόπασε κάπως η βροχή, η σφηνωμένη ουρά των προσκυνητών μετακινήθηκε και βγήκαμε έξω. Ψιλόβρεχε ακόμα και κατεβαίναμε προσεκτικά τα άπειρα σκαλοπάτια, να μη γλιστρήσουμε.

                                    

Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.  Ανήμερα της γιορτής. Οι προσκυνητές αποχωρούν από τη μονή

 Στην κάτω έξοδο από το μοναστήρι, στο πλάτωμα που είναι διαμορφωμένο σε εκείνο το σημείο ήταν παρκαρισμένα πούλμαν και ιδιωτικά αυτοκίνητα όπου έμπαινε ο κόσμος και έφευγε. Εμείς εκεί που αναλογιζόμασταν πώς θα φτάναμε πεζή στη Χώρα μέσα στη βροχή και αναζητούσαμε κάποια θέση στα πλήρη πούλμαν, είδαμε για καλή μας τύχη σε ένα μικρό βαν με τα διακριτικά του ξενοδοχείου μας  να επιβιβάζεται ο ξενοδόχος με την οικογένεια του, οπότε  πήραν και εμάς μαζί τους. Στο δρόμο-δρόμο εγώ ρωτούσα τον ξενοδόχο για την φωτογραφία την είσοδο του ξενοδοχείου στην οποία εικονίζεται ο ίδιος δίπλα  στην εικόνα του άη-Γιώργη, θέλοντας να διασταυρώσω τα όσα μου είχε πει η γυναίκα σχετικά με την εικόνα το προηγούμενο βράδυ, μέσα στο ναό. 


Αμοργός, Μονή Χοζοβιώτισσας, 21/11/1998.   Στη φωτογραφία ο ξενοδόχος μας δίπλα  στην τεράστια εικόνα  του άη-Γιώργη, όταν είχε λάβει μέρος στη λιτάνευσή της στο νησί κατά την εβδομάδα του Πάσχα, μεταφέροντάς την με το χερούλι  που φαίνεται στο κάτω μέρος της εικόνας

Τα όσα μου είπε επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες της γυναίκας, συν το ότι τη συγκεκριμένη εικόνα του άη-Γιώργη την κατεβάζουν τελετουργικά την Κυριακή του Πάσχα από το μοναστήρι στη Χώρα, στην εκκλησία του Χριστού και την επομένη τη λιτανεύουν και την πάνε στον άη-Γιώργη τον Βαλσαμίτη.  Ότι στη μονή αυτή υπάρχει αγίασμα με το οποίο κάνουν μαντικές δράσεις και ότι εκεί παραμένει η εικόνα μέχρι την Παρασκευή, τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Ότι εκείνη την ημέρα την παίρνουν την εικόνα από εκεί και την περιφέρουν πεζή, σε λιτανεία, μέσα από τα βουνά στις στάνες και στα χωράφια του νησιού για ευλογία και ευκαρπία και ότι την Κυριακή του Θωμά καταλήγουν, μέσω Κατάπολων  και της Χώρας, να την επιστρέψουν  στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. Πρόσθεσε ότι η εικόνα είναι πολύ βαριά και έχει αυτό το χερούλι για να την κρατάνε  κατά τη διάρκεια της περιφοράς, όπότε  εναλλάσσονται και πολλοί (άνδρες μόνο) στη μεταφορά της εικόνας  αλλά και γιατί το θεωρούν μεγάλη ευλογία να το κάνουν, οπότε η φωτογραφία του ξενοδόχου με την εικόνα απαθανατίζει τη φάση που την είχε περιφέρει ο ίδιος.

Στη Χώρα, πάλι

Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, ο ξενοδόχος και η γυναίκα του μας  κάλεσαν στο σπίτι τους, να μας κεράσουν για την ημέρα  και πήγαμε. Έτσι κι αλλιώς, είχαμε τώρα χρόνο στη διάθεσή μας. Εκεί ήταν και μια άλλη ταξιδιώτισσα, η οποία μας είπε ότι είχε έλθει από το Αγρίνιο όπου κατοικεί, επιτούτου για το πανηγύρι. Κουβέντα την κουβέντα, βρέθηκε να γνωρίζει και την αδελφή μου που ζει στη Βόνιτσα! Η ίδια ερχόταν αρκετά χρόνια στο πανηγύρι και διηγιόταν πως μέχρι πριν δέκα χρόνια, όταν τελείωνε η πανηγυρική λειτουργία στο μοναστήρι,  ο κόσμος κατέβαινε στη Χώρα όπου έτρωγαν και γινόταν στην πλατεία γλέντι με βιολιά μέχρι το βράδυ. Η σύζυγος  του ξενοδόχου μια νεαρή,  γλυκιά, παχουλή γυναίκα, γύρω στα 35 χρ. μητέρα τεσσάρων παιδιών ηλικίας από 12-17 χρονών (!) μας κέρασε καφέ, «ψημένη» ρακή και μελομακάρονα, που όπως είπε, είναι παραδοσιακά το γλυκό της ημέρας της γιορτής της Χοζοβιώτισσας, λόγω του ότι είναι και νηστίσιμο. Ευχηθήκαμε για τη γιορτή στους νοικοκυραίους όσο και στην εορτάζουσα φίλη μου και πιάσαμε κουβέντα και με τη μεγάλη κόρη της οικογένειας που φοιτούσε στη Β’ Λυκείου. Όταν έμαθε ότι οι φίλες μου είχαν κάνει σπουδές στο Παρίσι, τις ρωτούσε για το εκπαιδευτικό σύστημα εκεί, τι σπουδές είχαν κάνει κ.λπ. Η ίδια έλεγε πως αν και ήταν πολύ καλή μαθήτρια, δεν είχε ελπίδες για ανώτερες σπουδές όπως επιθυμούσε, γιατί θεωρούσε ότι η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ευνοούσε μόνο τα παιδιά των μεγάλων αστικών κέντρων που έχουν πρόσβαση σε φροντιστήρια και καλύτερα σχολεία και όχι τους μαθητές της «άγονης γραμμής», όπως εκείνη. Φαινόταν πολύ προβληματισμένη, έλεγε μάλιστα ότι οι καθηγητές της δεν είχαν καν ούτε οι ίδιοι αφομοιώσει τα νέα εκπαιδευτικά μέτρα, πώς να τα εφάρμοζαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενός  απομακρυσμένου νησιωτικού σχολείου και ήταν πολύ απογοητευμένη. Προσπαθήσαμε να της δώσουμε κουράγιο και να αναπτερώσουμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στις δυνάμεις της, επαινώντας την και για το ότι προβληματίζεται για αυτά τα θέματα καθώς και παροτρύνοντάς την να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές της και μετά το λύκειο.
Φύγαμε και η εορτάζουσα φίλη μου μας πήγε σε ένα εστιατόριο να μας κάνει το τραπέζι για τη γιορτή της. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, γυναίκα ναυτικού που λείπει σε ταξίδια και κρατούσε μόνη της το εστιατόριο, μας κέρασε το γλυκό για τη γιορτή της 17χρονης κόρης της, Μαρίας. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο κατά τις τέσσερις. Κόντευε πλέον να πέσει το σούρουπο τέτοια εποχή αλλά πέσαμε για να κοιμηθούμε λίγο. Οι φίλες μου σχολίαζαν το θέμα της απαγόρευσης του απόπλου και αναρωτιόντουσαν ανήσυχες πόσο άραγε θα μας κρατούσε στο νησί. Εμένα  πέρα από αυτή την ανησυχία (για λόγους κυρίως οικονομικούς) ο πόνος στα πόδια μου αλλά και οι εντυπώσεις από το πανηγύρι δεν με άφηναν να κοιμηθώ. Αναλογιζόμουν τις αφηγήσεις για την Χοζοβιώτισσα, τη σχέση της με την Ανατολή, τη Συρία ειδικότερα, το μοναστήρι που χτίζανε και εκείνο γκρεμιζόταν, την «καρφωμένη»/κρεμασμένη στο καρφί του πρωτομάστορα  εικόνα, το όνομα «μαυρομάτα» και την ως μαύρη μορφή της Παναγίας στις εικόνες, όπως είναι όλες οι παλιές, θεωρούμενες θαυματουργές, εικόνες στα παλιά μοναστήρια της Παναγίας, το ότι η Χοζοβιώτισσα είναι και «μεσοσπορίτισσα», όπως αποκαλούνται οι Παναγίες που γιορτάζουν στις 21 Νοέμβρη, λόγω του ότι συμπίπτει με το μέσο της σποράς των δημητριακών, κατά τόπους. Πίσω από όλα αυτά τα «σημεία» έβλεπα λανθάνουσα και καλυμμένη με χριστιανικό μανδύα τη λατρεία προς την πανάρχαια θεά που λατρευόταν σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου (και όχι μόνο) Μητέρα-Γη, μάνα-και-κόρη. Η ύπαρξη της εκκλησίτσας της αγίας Άννας και η ονομασία όλου του κρημνώδους κολπίσκου όπου η μονή της Χοζοβιώτισσας ως «Αγιανάννα», ωσάν να τις ταυτίζει τοπικά, παραπέμπει σε ιερές μορφές μάνας-και-κόρης,  δηλαδή την αγία Άννα και την Παναγία, αλλά  έμμεσα, στο συμφραζόμενο  και των άλλων εδώ συμβολικών στοιχείων, και στην Δήμητρα-και-κόρη, λατρεία διαδεδομένη στις Κυκλάδες στην Αρχαιότητα. Ωστόσο εγώ δεν είχα δει, στο μοναστήρι τουλάχιστον,  αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη ή κάτι σχετικό που να δηλώνει την ύπαρξη εδώ κάποιου σχετικού αρχαίου ιερού, πριν την ίδρυση της μονής σε αυτό το σημείο. Μπορεί όμως να έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή της Χώρας και της Αγιάννας, σκεφτόμουν, όπως μάλλον θα δηλώνουν τα ευρήματα στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο, που εγώ εκείνη την ώρα δεν γνώριζα, και φεύγοντας απρόοπτα για το ταξίδι, δεν είχα προετοιμαστεί σχετικά. Αλλά και η  εποχική συγκυρία της γιορτής που της δίνει την επωνομασία «μεσοσπορίτισσα» δηλώνει τη σχέση της με τη γεωργία και τα σιτηρά, ενώ η μαύρη μορφή της εικόνας με παραπέμπει στη χθόνια Μαυρηγή των μοιρολογιών, υπόθεση στην οποία εκτιμούσα να συναινεί και η ιστορία του κτισίματος της μονής, που εύρισκα να έχει κοινά στοιχεία με τη χθόνια μορφή της γυναίκας του πρωτομάστορα που στοιχειώθηκε στα θεμέλια προκειμένου να «σταθεί» το δυσκολόχτιστο γεφύρι της Άρτας (και κάθε γεφύρι), όπως δηλαδή «καρφωνόταν» κατά την παράδοση και η εικόνα της Παναγίας στο καρφί του πρωτομάστορα, προκειμένου να «σταθεί» και η, επίσης δύσκολα θεμελιούμενη πάνω στο γκρεμό, μονή της Χοζοβιώτισσας.
 Από τις μπερδεμένες αυτές σκέψεις και τις δύσκολες και ίσως αστήρικτες υποθέσεις με έβγαλε η κινητικότητα των φιλενάδων μου που είχαν σηκωθεί και ετοιμαζόντουσαν για τη βραδινή μας έξοδο, γιατί αν και ήταν μόλις εξήμισι η ώρα, έξω ήταν νύχτα και τις κατέθλιβε η παραμονή στο μικρό, τρίκλινο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Συμμαζέψαμε ωστόσο τα πράγματά μας, ώστε να είναι έτοιμα σε περίπτωση που θα έληγε η απαγόρευση απόπλου και θα φεύγαμε εκείνο το βράδυ.

Μια αφίσα, η λαογράφος και ένας φωτογράφος

Βγήκαμε στα σκοτεινά και υγρά ακόμα καλντερίμια και επειδή ήταν νωρίς για δείπνο καθώς είχαμε φάει και αργά μεσημεριανό, καταφύγαμε  για καφέ στο μοναδικό ανοιχτό μπαρ-καφετέρια  τέτοια εποχή στη Χώρα, δίπλα στο παραδοσιακό καφενείο-εστιατόριο, στην κάτω πλατεία. Το μπαρ ανήκε σε ένα νέο ζευγάρι Ιταλών οι οποίοι είχαν αγαπήσει το πανέμορφο νησί όταν το πρωτο-επισκέφθηκαν  για διακοπές και το είχαν κάνει τόπο μόνιμης διαμονής και δουλειάς. Συμπαθέστατοι και δραστήριοι, ενταγμένοι στη ζωή του νησιού, λίγο «φρικιά» (ο άνδρας και με «πινωμένα», σε αφρικάνικο στυλ, μαλλιά που ήταν της μόδας τότε σε  άτομα «εναλλακτικής» κουλτούρας) είχαν αποκτήσει και μια χαριτωμένη μικρή κόρη που μεγάλωνε μαζί τους στο νησί.  Οι μόνες θαμώνες του μαγαζιού εκείνη την ώρα εμείς οι τρεις ταξιδιώτισσες, πίναμε τον καφέ μας σχολιάζοντας το μοναστήρι και το πανηγύρι, όταν μπήκε στο μπαρ ο συνταξιδιώτης μας ο Τάκης, ο φωτογράφος. Τον καλέσαμε στο τραπέζι μας και πιάσαμε κουβέντα. Τον ρωτούσαμε και μας έλεγε για τις φωτογραφικές του περιπλανήσεις σε όλη την Ελλάδα, από την Κάρπαθο ως τη Θράκη, όπου είχε φωτογραφίσει διάφορα κοινωνικά συμβάντα και θρησκευτικά δρώμενα, μεταξύ των οποίων και τα Αναστενάρια. Καθώς είχα και εγώ πρόσφατη τότε την εμπειρία από τα Αναστενάρια στη Μαυρολεύκη Δράμας τον προηγούμενο χρόνο, ανταλλάσσαμε τις εμπειρίες μας. Μας έλεγε επίσης ότι ο αγαπημένος του τόπος για φωτογράφιση ήταν η Κάρπαθος όπου είχε πάει πολλές φορές και είχε βγάλει πολλές καλλιτεχνικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τις οποίες  και επεξεργάζεται και τυπώνει σε δικό του εργαστήριο. Τον ρωτήσαμε αν λάβαινε μέρος σε εκθέσεις φωτογραφίας με τη δουλειά  του και μας είπε ότι ο ίδιος δεν το επεδίωκε αλλά ότι είχαν συμπεριλάβει φωτογραφίες του από την Κάρπαθο σε μια πρόσφατη σχετικά -και διάσημη, όπως γνωρίζαμε οι υπόλοιπες-  Έκθεση Φωτογραφίας που είχε διοργανώσει το Κέντρο Φωτογραφίας στη Σκόπελο και μάλιστα ότι μία από αυτές τις φωτογραφίες του την είχαν επιλέξει και την είχαν κάνει αφίσα της έκθεσης…. 


Η πρωτότυπη φωτογραφία από την Κάρπαθο του φωτογράφου Τάκη Ροϊδάκη, τυπωμένη από τον ίδιο 

Τότε εγώ κοκάλωσα!! Μη μου πεις, τον διέκοψα κατάπληκτη, ότι είσαι ο φωτογράφος Τάκης Ροϊδάκης, αυτός που έχει βγάλει και υπογράφει την αγαπημένη μου φωτογραφία με την μάνα που στολίζει την κόρη νύφη πάνω σε αυτή την αφίσα;!! Η ευχάριστη έκπληξή και κατάπληξή μου μαζί οφειλόταν στο γεγονός ότι  αυτή την αφίσα μου την είχε κάνει δώρο μια άλλη φίλη μου  που είχε πάει σε αυτή την έκθεση στη Σκόπελο και επειδή μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η ατμοσφαιρική φωτογραφία, την έχω σε κορνίζα στο καθιστικό του σπιτιού μου, κοιτώντας την όλη μέρα! Και τώρα, μέσα  σε ένα μπαρ στην Αμοργό βρισκόμουν μπροστά σε έναν μυστηριώδη συνταξιδιώτη-φωτογράφο, ο οποίος την είχε τραβήξει και τυπώσει ο ίδιος! Τρελάθηκα! Αφηγήθηκα την ιστορία στον έκπληκτο με τη σειρά του, από τη δική μου αντίδραση Τάκη, όσο και από αυτή των φιλενάδων μου οι οποίες έβλεπαν τη φωτογραφία στο καθιστικό μου όποτε ερχόντουσαν στο σπίτι μου και την αδυναμία που της είχα. Η αφήγηση της όλης συγκυρίας δημιούργησε ευχάριστη  κατάπληξη και στον Τάκη και  ταυτόχρονα συγκίνηση. «Δεν την στολίζει ως νύφη η μάνα την κόρη», μου εξήγησε μετά ο Τάκης για τη φωτογραφία, τη ντύνει με την καρπαθίτικη φορεσιά για το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στα Πηγάδια, όχι στην Όλυμπο»… Του είπα τότε ότι αυτή η σκηνή, όπως την εξηγεί τώρα,  μου έφερε στο νου τους στίχους ενός παραδοσιακού τραγουδιού που θα μπορούσαν να υπομνηματίζουν τη φωτογραφία του: Μάννα την κόρη στόλιζε να πάει στο πανηγύρι –μάλαμα και τζοβαΐρι… Επίσης του είπα ότι αυτό που με τραβούσε σε αυτή την ατμοσφαιρική, ασπρόμαυρη  φωτογραφία πέρα από τη, θεϊκή σχεδόν, ομορφιά της κόρης  με φόντο το μαύρο μαντίλι, το γκρίζο πέλαγος και τα αχνά βουνά, ήταν η αντίφαση στο ντύσιμο της μάνας και της κόρης: η μεν νέα με παραδοσιακή  φορεσιά, η δε, πισώπλατα εικονιζόμενη, μάνα με σύγχρονο λουλουδάτο φουστάνι και ρολογάκι στο χέρι με τα σκούρα (μάλλον βαμμένα κόκκινα) νύχια! Μου είπε ότι χαίρεται που είχα δει όλ’ αυτά αλλά ότι  εκείνος δεν την είχε συλλάβει ακριβώς έτσι τη φωτογραφία, απλά τον είχε συγκινήσει η όλη σκηνή και τη στόχευσε με το φακό της μικροσκοπικής μεν, πλην θαυματουργής μηχανής του… Η συγκυρία αυτή γύρισε την κουβέντα μας στην Κάρπαθο και τα πανηγύρια της, ιδιαίτερα αυτά της Ολύμπου το !5αύγουστο και του άη-Γιάννη στη Βρουκούντα. Μιλούσαμε τώρα πολύ πιο χαλαρά μεταξύ μας, η συγκυρία της φωτογραφίας στο πλαίσιο μάλιστα της  τυχαίας συνάντησης μας  σε ένα κοινό ταξίδι προς τη Χοζοβιώτισσα και το πανηγύρι της, μας είχε δέσει σαν παλιούς γνωστούς και φίλους. Η εορτάζουσα φίλη μάς κέρασε ψημένη ρακή που την επαναλάβαμε και την κέρασε ο εορτάζων επίσης, Τάκης, ενώ εγώ κέρασα τους καφέδες, στο όνομα της φωτογραφίας που μας έδεσε[4]!




Αμοργός, Χώρα. Στο καφενείο της κάτω πλατείας (22/11/1998)

Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα είχε περάσει και μεταφερθήκαμε στο διπλανό καφενείο για φαγητό όλοι παρέα, πλέον. Το συγκεκριμένο καφενείο είναι το μόνο σε λειτουργία στη Χώρα το χειμώνα και το δεύτερο που μπορεί κανείς να βρει κάτι να φάει, όπως πατάτες τηγανητές, κεφτέδες, ψάρια τηγανητά, σαλάτα, φασολάδα κ.ά, κάπως πρόχειρα φαγητά. Σε αυτό συγκεντρώνονται οι εναπομείναντες, μεσήλικες και γέροντες ως επί το πλείστον, μόνιμοι κάτοικοι της Χώρας να πιουν ρακή ή μπύρα, να μιλήσουν ή απλά να είναι «έξω». Το λειτουργούσαν τότε  ο μπαρμπα-Δ. Γ., ένας συμπαθέστατος γέροντας με μπερέ στα άσπρα του μαλλιά, η γυναίκα του η Φ. και εν μέρει η κόρη τους η Ν., η μια από τις δυο κόρες τους που ήταν  παντρεμένη και ζούσε στην Αμοργό. Η Ν., μια παχουλή με κάπως ιδιαίτερη συμπεριφορά γυναίκα γύρω στα σαράντα, είχε  έναν συμπαθή νέο άντρα  και τρεις γιούς στους οποίους, απ’ όσο είδα, φερόταν με μεγάλη τρυφερότητα. Προς τους ξένους και τους πελάτες του μαγαζιού όμως, ήταν αρνητική και κλειστή, παιδί και αγρίμι μαζί, σαν σκαντζόχοιρος με βγαλμένα τα αγκάθια του και μασουλούσε ακατάπαυστα σχεδόν πασατέμπο, αποστασιοποιημένη. Δεν ανακατευόταν στην κουζίνα, έδινε μόνο τις παραγγελίες ή έριχνε στα ποτήρια ρακή. Μόνιμοι σχεδόν θαμώνες του μαγαζιού όσο μείναμε στη Χώρα,  ήταν δυο αδέλφια: ο ένας με λευκό γένι και μαλλιά, έπινε συνέχεια ρακή, ομιλητικός και καλαμπουρτζής όταν εξοικειωνόταν με τους ξένους και τους ενέκρινε, ο άλλος αμίλητος, πίνοντας κονιάκ, παρακολουθούσε τα πάντα και αντιδρούσε με μορφασμούς ή γέλιο και κυρίως με οργή όταν θεωρούσε ότι οι «ξένοι» υπερέβαιναν τα όρια με τη θορυβώδη ή ανάρμοστη συμπεριφορά τους και παραβίαζαν το καθιερωμένο, τοπικό νησιώτικο  κλίμα  μέσα στο μαγαζί.



Αμοργός, Χώρα. Εμπρός η Ν.έξω από το καφενείο και  και πίσω ο κυρ-Γιώργης στο κατώφλι του σπιτιού του 

Το απαγορευτικό απόπλου και το γλέντι στα Κατάπολα

Το θέμα συζήτησης στο καφενείο, που μας έκαιγε και εμάς, ήταν το απαγορευτικό σήμα απόπλου των όποιων πλοίων  και που απ’ ότι έδειχνε ο καιρός, δεν επρόκειτο να λήξει σύντομα, ή πότε θα έληγε.  Τηλεφωνούσαμε κάθε μισή ώρα στο Λιμενικό ή στον ναυτιλιακό πράκτορα της εταιρείας με το καράβι της οποίας θα ταξιδεύαμε αλλά δεν μπορούσαν να μας βεβαιώσουν για τη λήξη του απαγορευτικού,  αφού εξαρτιόταν από τον καιρό, όχι μόνον της Αμοργού που εμάς μας φαινόταν ότι είχε καλυτερέψει αλλά σε όλο το νότιο Αιγαίο. Μέχρι που τελικά, κατά τις εννέα, μας ενημέρωσαν ότι αποκλειόταν να ταξιδέψουμε εκείνο το βράδυ, οπότε το πήραμε απόφαση ότι θα διανυκτερεύαμε και πάλι στο νησί και χαλαρώσαμε.  Μέσα στο μαγαζί σε ένα από τα τραπέζια έτρωγαν και δύο γυναίκες μέσης ηλικίας που τις είχαμε δει άλλη μια φορά να τρώνε εκεί. Από το ντύσιμο και τη συμπεριφορά τους  καταλάβαμε ότι δεν ήταν ντόπιες, ωστόσο η άνεσή τους στο χώρο μας έκανε να υποθέσαμε ότι ίσως να ήταν καθηγήτριες στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο, αν και δεν ταίριαζαν και τόσο με αυτό το ρόλο. Καλοντυμένες, με χαρακτηριστικό για την ηλικία τους και χαλαρό πλην ακριβοπληρωμένο στυλ ρούχων που πρόδιδε και την αστική, «πρωτευουσιάνικη», όπως φαινόταν, προέλευσή τους, μιλούσαν μεγαλόφωνα, χειρονομούσαν έντονα και κάπνιζαν συνέχεια. Έδειχναν «καπάτσες» και ενημερωμένες για όλα, συμπεριλαμβανομένου του θέματος για τον απόπλου μέσω του ίδιου του Υπουργείου Ναυτιλίας (έδειχναν μάλιστα ικανές να ναυλώσουν πλοίο για πάρτη τους αν το απαγορευτικό δεν ίσχυε για όλα τα πλεούμενα) και έκαναν αισθητή την παρουσία τους  με έναν τρόπο ενοχλητικό γα όλους. Η μια από τις φίλες μου που διαθέτει και καυστικό χιούμορ, τις χαρακτήρισε εύστοχα ως «μουρλοκαμπέρες» και αυτό ήταν έκτοτε το όνομα με το οποίο τις αποκαλούσαμε μεταξύ μας. Παρόλ’ αυτά η κοινή μοίρα τού να συνυπάρξουμε αναγκαστικά στο νησί για άγνωστο προς το παρόν χρονικό διάστημα, μας έκαναν να γίνουμε όλοι μια παρέα. Μάθαμε λοιπόν ότι οι «μουρλοκαμπέρες» ήταν αδελφές, μηχανολόγος η μία και είχαν έλθει στο νησί γιατί επρόκειτο να αναλάβουν επιστασία σε ένα δημόσιο έργο, με επιδότηση και της Ε.Ε. Μεταξύ άλλων μας ενημέρωσαν και ότι το ίδιο εκείνο βράδυ θα γινόταν γλέντι με βιολιά στα Κατάπολα και αν θέλαμε να πάμε και η δική μας παρέα. Σύντομα εκείνες έφυγαν με το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει στο νησί, για τα Κατάπολα.
Εμείς, οι τέσσερις πλέον, συνεδριάσαμε και αποφασίσαμε τελικά, μετά κάποιων δισταγμών λόγω της καταπόνησής μας δυο μέρες και πλέον τώρα, να πάμε και εμείς στα Κατάπολα. Τηλεφωνήσαμε στον μερακλή, ηλικιωμένο ταξιτζή ο οποίος μας είχε μεταφέρει από τα Κατάπολα στη Χώρα την προηγούμενη ημέρα τα χαράματα που είχαμε φτάσει με το πλοίο στο νησί. Το ταξί του ήταν σαν κι αυτόν: παλιό στέισον που έτριζε αλλά μερακλίδικα στολισμένο και με ωραίες κασέτες στο στερεοφωνικό. Το μπαρ ήταν στο ισόγειο ενός σπιτιού στην παλιά γειτονιά των Κατάπολων. Είχε αρκετό κόσμο μέσα, νεολαία και μεσήλικες, αρκετούς από τους οποίους γνωρίζαμε εξ όψεως, τόσο από το καφενείο στη Χώρα, όσο  και από το πανηγύρι στη Χοζοβιώτισσα. Σε ένα τραπέζι καθόταν ένας μεσήλικας, αναγνωρίσιμος επίσης από τη Χοζοβιώτισσα, που έπαιζε βιολί και ένας νεότερος με λαούτο. Μας φώναξαν οι «μουρλοκαμπέρες» που καθόντουσαν ήδη σε ένα προνομιούχο σημείο, δίπλα σε ένα ξύλινο μεγάλο βαρέλι που έκανε χρέη τραπεζιού, κατά την άποψη του διακοσμητή του μπαρ. Καθίσαμε στα ψηλά, σκληρά σκαμνιά (εγώ είδα κι έπαθα να σκαρφαλώσω πάνω του) και παραγγείλαμε ρακή. 
Ο ηλικιωμένος με το βιολί έπαιζε όμορφα, παραδοσιακά και τραγουδούσε μαντινάδες για τους θαμώνες αυτοσχεδιάζοντας, κάτι που έκανε και για μας. Μετά ο ηλικιωμένος βιολιτζής παρέδωσε το βιολί στο λαουτιέρη, το λαούτο το πήρε ένας άλλος ενώ ένας τρίτος, όλοι νεότεροι,  έπαιζε τουμπελέκι και ταυτόχρονα τραγουδούσε γνωστά νησιώτικα τραγούδια της δισκογραφίας (Πάριο, Κονιτοπούλου). Το νεαρό κοινό ενθουσιάστηκε με αυτά τα τραγούδια αλλά για μένα η  μαγεία που δημιουργούσε το παίξιμο του παλιού  βιολιτζή είχε χαθεί. Η ιδιοκτήτρια του μπαρ, μια νέα όμορφη γυναίκα από την Καρδίτσα που είχε εγκατασταθεί στα Κατάπολα μαζί με το σύντροφό της και είχαν και ένα κοριτσάκι (σύμφωνα με την ενημέρωση από τις «μουρλοκαμπέρες») μερακλώθηκε και σηκώθηκε και χόρεψε μπάλο με τον σύντροφό της.  Μετά σηκώθηκε και μια παρέα  μάλλον ξένων, υπαλλήλων που δουλεύουν στο νησί και χόρεψαν, καλούσαν μάλιστα και τη μηχανολόγο να σηκωθεί να χορέψει, η οποία, όπως μας είπε,  ήξερε να χορεύει καλά νησιώτικο γιατί είχε μάθει στο Λύκειο των Ελληνίδων. Εντέλει δεν χόρεψε, ούτε κάποιος άλλος από την παρέα μας. Κατά τις δύο π. μ. φύγαμε, εμείς πάλι με ταξί, γιατί δεν μας χωρούσε όλους το αυτοκίνητο  των «μουρλοκαμπέρων». Πέσαμε ξερές από την κούραση για ύπνο.

 22/11

Η κυρά-Βαγγελιώ και η Κέρος

Ξύπνησα στις οχτώ και πήρα το Λιμεναρχείο τηλέφωνο. Ο υπάλληλος μου είπε ότι δεν  ξέρουν ακόμα πότε θα αρθεί η απαγόρευση απόπλου, οπότε ξανάπεσα στον ύπνο. Ξαναξύπνησα από το θόρυβο που έκανε η πόρτα που έκλεισε  μια από τις φίλες που είχε σηκωθεί και βγήκε έξω. Πολύ σύντομα επέστρεψε και μου έπιασε κουβέντα, ενώ η αδελφή της κοιμόταν και μιλούσαμε ψιθυριστά. Καθώς είχε δει έξω ότι  ο καιρός στο νησί ήταν καλός, είχε αγχωθεί πολύ με το θέμα της απαγόρευσης απόπλου και ήταν θυμωμένη με το λιμεναρχείο  που δεν μας έδινε μια σίγουρη απάντηση. Μια που ήξερα ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι ανάγκης που να την κάνουν να πρέπει να φύγει άμεσα, καταλάβαινα ότι το ζήτημα ήταν για εκείνη πιο πολύ ψυχολογικό, να νιώθει δηλαδή παγιδευμένη σε ένα νησί παρά τη θέλησή της και την αβεβαιότητα για το πόσο θα κρατούσε αυτό. Προσπάθησα να την κάνω να δει τις καλές πλευρές του προβλήματος, όπως τις προσλάμβανα εγώ, τουλάχιστον: ότι είχαμε την ευκαιρία να παραμείνουμε σε ένα τόσο όμορφο και ενδιαφέρον νησί χωρίς το θερινό συνωστισμό των τουριστών και να περπατήσουμε στη Χώρα μια που ο καιρός ήταν καλός, να δούμε πράγματα που δεν είχαμε προλάβει να δούμε, τα μουσεία κ.λπ. Ότι στο κάτω-κάτω ήταν ένα ρίσκο που είχαμε πάρει ερχόμενες σε ένα νησί της άγονης γραμμής χειμωνιάτικα και ότι η απαγόρευση δεν ήταν καπρίτσιο του Λιμεναρχείου αλλά ότι επρόκειτο για την ασφάλειά μας. Δεν πείστηκε, αλλά η και η άλλη αδελφή είχε σηκωθεί και ντυθεί εντωμεταξύ και αφού μαζέψαμε και πάλι τα πράγματά μας να είναι έτοιμα για τυχόν αναχώρηση, βγήκαμε για βόλτα. Όντως  ο καιρός ήταν καλός, ενώ η καταιγίδα και η θύελλα του προηγούμενου ημερόνυχτου είχαν καθαρίσει την ατμόσφαιρα και είχαν πλύνει καλά-καλά όλο το νησί. 



Αμοργός, Χώρα. Μαντρί με γίδια (22/11/1998)


Αμοργός, Χώρα.  Περιστερώνας  (22/11/1998)


Αμοργός, Χώρα. Ανεμόμυλοι (22/11/1998)

Οι πετρόχτιστες πεζούλες, τα κακοτράχαλα, γυμνά βουνά λαμποκοπούσαν αναδεικνύοντας όλους τους γήινους τόνους του καφέ και της σκουριάς των Κυκλάδων, ενώ  τα ασπρισμένα καλντερίμια, τα σπίτια, οι τρουλωτές εκκλησιές,  σχεδόν  σε τύφλωναν συνορεύοντας και με το καταγάλανο του ουρανού. Ανηφορίσαμε πάλι προς το μπαρ των Ιταλών για καφέ, που τον ήπιαμε καθισμένες έξω, στη λιακάδα. Ήταν όντως τρελό να υπάρχει απαγορευτικό απόπλου και ο καιρός στο νησί να είναι τόσο καλός! Η μια από τις δύο φίλες μου ξανατηλεφώνησε από το καρτοτηλέφωνο της πλατείας στο λιμεναρχείο, όπου της είπαν ότι ο καιρός μεν έδειχνε καλός στο νησί αλλά ότι δεν ήταν έτσι σε όλη τη διαδρομή ως τον Πειραιά και ότι η θάλασσα ήταν ακόμα πολύ ανταριασμένη, οπότε παρέμενε το απαγορευτικό και πως αν ο καιρός έστρωνε, θα φεύγαμε την Τρίτη! Ήταν Σάββατο ακόμα και αυτό δεν άρεσε καθόλου στις φίλες μου, ιδιαίτερα στην μια από αυτές, αλλά εγώ μπορώ να πω πως το χάρηκα. Τα μεν παιδιά μου μεγάλα πια, δεν είχα να ανησυχώ για αυτά ούτε να τα φροντίσω, τα δε επιπλέον έξοδα δεν ήταν δα και υπέρογκα, κάπως θα τα βόλευα.  Ως  προς τη δουλειά μου, ποιος μπορούσε να έχει αντίρρηση για το απαγορευτικό απόπλου, αφού θα τους ενημέρωνα τηλεφωνικά; Πόσο μάλλον που σκόπευα να εκμεταλλευτώ την ημέρα παίρνοντας συνεντεύξεις από τους ντόπιους και να φωτογραφίζω, συμπληρώνοντας τα όσα είχα ήδη καταγράψει στο νησί.







Αμοργός, σοκάκια στη Χώρα (22/11/1998)


Αμοργός, Χώρα, κάστρο: διαχωρίζοντας με ασβέστωμα το ιερό από το κοσμικό (22/11/1998)

Πήγαμε στο διπλανό, γνωστό καφενείο να ανακοινώσουμε τα «δυσάρεστα» νέα και στους υπόλοιπους. Είχαμε γίνει πλέον οικείες με τους καταστηματάρχες και τους τακτικούς θαμώνες εκεί και μας υποδέχονταν εγκάρδια –και ως πελάτισσες, βέβαια–  μέχρι και η κόρη, η επιφυλακτική Ν., έδειχνε με τον τρόπο της  να μας έχει συμπαθήσει. Άφησα τις φίλες μου εκεί να σχολιάζουν με τον Τάκη τον φωτογράφο και τους υπόλοιπους τις εξελίξεις και βγήκα φορτωμένη τη φωτογραφική μηχανή, το μαγνητόφωνο, φιλμς και κασέτες (όσα λίγα είχαν απομείνει) για  να περιηγηθώ και πάλι τη Χώρα, μήπως ρωτώντας έβρισκα και τη μάνα του παπά που με είχε αγαπήσει κατά την ολονυχτία στη Χοζοβιώτισσα, να της πάρω συνέντευξη.  
Περπατώντας στα σοκάκια, την προσοχή μου τράβηξε ιδιαίτερα και ένα σπίτι του οποίου ο τοίχος πάνω από την πόρτα ήταν σαν καστρότοιχος. Σε μια μεγάλη, μονοκόμματη πέτρα-υπέρθυρο, είδα σκαλισμένη μια γλάστρα με φυτό, καλυμμένη με πολλές στρώσεις ασβέστη αλλά ευδιάκριτη. Στο πλαίσιο  της έντονης λατρείας της Μητέρας Παναγίας-Χοζοβιώτισσας και της Μητέρας αγίας Άννας στο νησί και μάλιστα στη Χώρα, όσο και στην περισσότερο ή λιγότερο, κατά νησί, έμφαση στη μητρογραμμή που δίνεται στο Αιγαίο με γυναικοτοπικούς γάμους  και κληρονομιά του σπιτιού από τα κορίτσια, συλλογίστηκα ότι αυτή η γλάστρα πάνω από την κεντρική θύρα του σπιτιού,  ίσως να θέλει να δηλώσει μεταφορικά αυτή την έμφαση στη μητρογραμμή, συμβολίζοντας την ζωοδόχο γυναικεία μήτρα. Στο ανώφλι υπάρχει μια ακόμα επιγραφή, με την ημερομηνία κτίσεως του σπιτιού, ασβεστωμένη επίσης, που δεν κατάφερνα να καλο-διαβάσω. 







Αμοργός, Χώρα, Θύρα σπιτιού με ανάγλυφη γλάστρα πάνω από την καμάρα του τοξωτού υπέρθυρου και λεπτομέρεια με τη γλάστρα (22/11/1998)


Αμοργός, Χώρα, λεπτομέρεια της ανάγλυφης επιγραφής στο υπέρθυρο του παραπάνω σπιτιού  (22/11/1998)

Α:ντί της μάνας του παπά που δεν βρήκα, επιστρέφοντας  συνάντησα στο δρομάκι κάτω από το καφενείο,μια παχουλή, γελαστή γερόντισσα με λουλουδάτη φούστα  και μπεζ μπλούζα αλλά και με το λευκό, Αμοργιανό μαντίλι με το δαντελένιο τελείωμα δεμένο χαλαρά στο κεφάλι της πάνω από τα γκρίζα μαλλιά της. Με καλημέρισε πρόσχαρα, με ρώτησε ποια είμαι και τι θέλω στο νησί. Της είπα ότι είχα έρθει για το πανηγύρι της Χοζοβιώτισσας και χάρηκε.

  

Αμοργός, Χώρα. Το ζεύγος Γιώργη και Βαγγελιώς Γιαννακού έξω από το σπίτι τους  (22/11/1998)
             
 Μου έδωσε χίλιες ευχές να με φυλάει και να με βοηθάει η Παναγία και πρόσθεσε ότι η ίδια έχει φτιάξει ένα ποίημα στη χάρη Της, σταυροκοπούμενη. Με ρώτησε μάλιστα αν ήθελα να μου το πει! Άλλο που δεν ήθελα, βέβαια! Πήγαμε μαζί στο σπίτι της που είναι εκεί κοντά, πάνω στην πλατεία, ανάμεσα στο μπαρ των Ιταλών και στο καφενείο.



Αμοργός, Χώρα. Η κυρά-Βαγγελιώ Γιαννακού μπροστά στον   "αποκρέβατο" στο σπίτι της (22/11/1998)


Αμοργός, Χώρα.  ο "αποκρέβατος" στο σπίτι του Γιώργη και της Βαγγελιώς Γιαννακού όπου φαίνεταιη "πάντα" με τον Χριστό ως καλό ποιμένα πάνω στον τοίχο (22/11/1998)

 Μπήκαμε σε ένα απλόχωρο μακρόστενο δωμάτιο, γεμάτο με λογής έπιπλα και σκεύη, πολλά ετερόκλητα και κάπως ανακατωμένα, για τα οποία τη ρωτούσα να μου πει πώς τα λένε και σε τι χρησίμευαν. Στο βάθος λοιπόν, όλο το φάρδος του δωματίου έπιανε ο «αποκρέβατος», ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει από αυτόν. Δηλαδή το χαρακτηριστικό, νησιώτικο υπερυψωμένο κρεβάτι-αποθήκη από ξύλο, που το πάνω μέρος χρησιμεύει για ύπνο της οικογένειας και αποθήκευση κλινοσκεπασμάτων και ρούχων και το κάτω για αποθήκη τροφίμων,  με περισσότερες ή λιγότερες παραλλαγές κατά νησί. Στον τοίχο απέναντι από την πόρτα, ένα τραπέζι με διάφορα αντικείμενα, από φάρμακα μέχρι ένα κατακόκκινο, φουσκωτό πλαστικό ελάφι και από πάνω ράφι με πετεινόμορφο, χρωματιστό πήλινο κανάτι,  κεντημένα κάδρα  και οικογενειακές φωτογραφίες στον τοίχο.  Δίπλα του ένα παλιό, ογκώδες  κομό με συρτάρια, όπου στηριζόταν ένας παλιός επίσης, καθρέφτης με χρυσοβαμμένη σκαλιστή κορνίζα. Επίσης ένας ξύλινος καναπές-κασέλα με ρομβοειδή σκαλίσματα και μια ξύλινη μονόφυλλη ψηλή ντουλάπα, με εικονοστάσι στην οροφή της. Ανάμεσα σε αυτά, καρέκλες, ντουλάπια και τραπεζάκια δεν άφηναν και πολύ χώρο να κυκλοφορήσει κανείς.  Είχα την εντύπωση σαν οι γέροντες νοικοκυραίοι να είχαν συγκεντρώσει εδώ έπιπλα και από διάφορα άλλα σπίτια, των γονιών και συγγενών τους, ή άλλα. Ένα ξύλινο χώρισμα στο βάθος βαμμένο έντονο μπλε, χώριζε ένα μικροσκοπικό κουζινάκι από το υπόλοιπο δωμάτιο.



   

Αμοργός, Χώρα, σπίτι Βαγγελιώς και Γιώργη Γιαννακού: ο στολισμένος τοίχος  πάνω από το τραπέζι και λεπτομέρεια με τη φωτογραφία της μητέρας της κυρά-Βαγγελιώς με την ενδυμασία της Αμοργού (22/11/1998)

Κοντά σε αυτό το χώρισμα, καθόταν σε μια καρέκλα ένας γλυκύτατος, λεπτός και κοκκινομάγουλος γέροντας, ο άντρας της οικοδέσποινας, ο κυρ-Γιώργης Γιαννακός. Έμεινα στη συνέχεια εκεί για ώρες, με τους δύο γλυκύτατους γέροντες να μου διηγούνται τη ζωή τους που την είχαν περάσει στο μεγαλύτερο μέρος της (42 χρόνια) ολομόναχοι πάνω στο μικρό νησί της Κέρου κοντά στην Αμοργό, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Κουφονησιών. Επειδή ο κυρ-Μιχάλης, όπως μου αφηγήθηκε,  δεν είχε γη στην Αμοργό για να βοσκήσει το κοπάδι του από κατσίκια (ή γιατί άραγε τα κατσίκια θα αποψίλωναν την Αμοργό από βλάστηση, αν ήταν πολλά, και δεν επιτρεπόταν;), είχε νοικιάσει σε πλειστηριασμό την Κέρο (ή μεγάλο κομμάτι της, κατάλληλο για κτηνοτροφία) από την Χοζοβιώτισσα, στην οποία ανήκε το νησί πριν το 1947. 
                    
Αμοργός, Χώρα, σπίτι Βαγγελιώς και Γιώργη Γιαννακού: ο στολισμένος τοίχος  πάνω από το τραπέζι και λεπτομέρεια με κάδρα κεντημένα από την κυρά- Βαγγελιώ  (22/11/1998)


Εκεί ζούσαν οι δυο τους βόσκοντας τα κατσίκια τους, που είχαν φτάσει και ως τα χίλια τον αριθμό, τα προϊόντα των οποίων (κρέας, τυριά κ.λπ.) πουλούσαν βασικά στον Πειραιά, φορτώνοντας σε πλοίο που ερχόταν επιτούτου σε αυτά τα νησιά. Επίσης από το ψάρεμα που έκανε ο κυρ-Μιχάλης  με τις δύο βάρκες τους, ενώ είχαν και «οικόσιτα» πουλερικά που φρόντιζε η κυρά-Βαγγελιώ, μαζί με τις άλλες οικιακές δουλειές και τις χειροτεχνίες (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, καθαριότητα, άρμεγμα κ. λπ., καθώς και αργαλειό, κέντημα, ράψιμο, κ/.ά.). Τότε κατάλαβα γιατί όλο το φάρδος του τοίχου στο βάθος του «αποκρέβατου» καταλάμβανε μια τεράστια υφασμάτινη «πάντα», με τη σταμπωτή εικόνα του Χριστού ως «καλού ποιμένα» ανάμεσα σε ένα κοπάδι πρόβατα. Η κυρά-Βαγγελιώ μου απήγγειλε με συγκίνηση, ενίοτε κλαίγοντας, και τα ποιήματα που είχε συνθέσει τόσο για την προστάτιδα της ίδιας και του νησιού Χοζοβιώτισσα, όπως την πίστευε, όσο και για τη μοναχική ζωή τους στο ερημονήσι της Κέρου. Η μνήμη της ωστόσο δεν τη βοηθούσε πια και τόσο πολύ και ξεχνούσε τους στίχους ή έκανε επαναλήψεις. 

        
Αμοργός, Χώρα, σπίτι Βαγγελιώς και Γιώργη Γιαννακού: λεπτομέρεια από το  στολισμένο τοίχο  πάνω από το τραπέζι και λεπτομέρεια με τη φωτογραφία του ζεύγους και με το πήλινο, πετεινόμορφο  κανάτι  (22/11/1998)

Ο κυρ-Μιχάλης  όμως, όλο τρυφερότητα και υπομονή, τη βοηθούσε να τα θυμηθεί και την παρότρυνε να τα απαγγείλει, για να τα γράψω στο μαγνητόφωνο. Με συγκλόνισε ο τρόπος που η κυρά-Βαγγελιώ, μοιρολατρικά σχεδόν, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν είχαν παιδιά γιατί είχε χάσει τέσσερα μωρά (δύο μετά τη γέννησή τους και δύο αποβολές) στην Κέρο, λόγω του ότι ήταν ολομόναχοι και δεν υπήρχε γιατρός κοντά να τους βοηθήσει. Δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πρέπει να είχε βιώσει αλλά και διεκπεραιώσει πρακτικά τέτοιες απώλειες… Αν και η κυρά Β. έλεγε στη συνομιλία μας πόσο ωραία ήταν εκείνα τα δύσκολα και μοναχικά χρόνια στην Κέρο, και πόσο ερωτευμένη ήταν με τον κυρ. Μ., στο ποίημα που έχει συνθέσει για αυτή τη ζωή, άκουγα άλλα να λέει στους  στίχους του, σε μια τραγική αντίφαση ποίησης και πρόζας. Στο ποίημα αναδεικνύεται σπαρακτικά η απομόνωση, η μοναξιά, ο φόβος, η απελπισία της, που τα διαχειρίζεται προσφεύγοντας με προσευχές προς τη μητέρα Χοζοβιώτισσα. Την Παναγία, την  ιερή  μορφή που, όπως είχα παρατηρήσει και στο πανηγύρι στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, πιστεύουν και λατρεύουν ωσάν μητέρα-θεά οι νησιώτισσες, προσφεύγοντας σε αυτήν με προσευχές και έχοντας μια άμεση, σωματική σχεδόν, σχέση μαζί της  τόσο στην καθημερινότητά τους όσο και στις επίσημες λατρευτικές εκδηλώσεις : Για σε γλυκιά  Παντάνασσά μου/ Βασίλισσά μου μοναχή / για σε χτυπάει πρωί και βράδυ / η γλυκυτέρα   προσευχή...., όπως λέει η ίδια η κυρά-Βαγγελιώ προς την Παναγία, στο ποίημά της. Παρόλ’ αυτά, φαινόταν ότι η δύσκολη, κοινή  ερημική ζωή παρέα με το βραχώδες νησί τους, τη θάλασσα και τα ζώα, είχε δέσει με τρυφερότητα, σεβασμό και ανεξίτηλη αγάπη τους δύο γέροντες που περνούσαν τώρα ήρεμα τα τελευταία χρόνια του βίου τους ανάμεσα σε ανθρώπους, συγγενείς και συγχωριανούς, μέσα στη σχετική ευκολία και την ασφάλεια του οικιστικού ιστού της Χώρας. [Βλέπε την απομαγνητοφωνημένη αυτή συνομιλία με τους δύο γέροντες στο Επίμετρο, στο τέλος του κειμένου]. 

        

Αμοργός, Χώρα, σπίτι Βαγγελιώς και Γιώργη Γιαννακού: ντουλάπα με εικονοστάσι στην οροφή της,, κομό με καθρέφτη και καναπές (22/11/1998)

Κάποια στιγμή ήρθε και μια από τις φίλες μου αναζητώντας με, γιατί με είχαν χάσει. Η κυρά Βαγγελιώ, αφού τη ρώτησε τα σχετικά με την παρουσία της στο νησί της έδωσε χίλιες ευχές να της δώσει η Χοζοβιώτισσα υγεία και ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί που να την αγαπάει όσο αγαπούσε εκείνην ο κυρ-Μιχάλης. Αφού συμμετείχε για λίγο στη συζήτηση, ρωτώντας κυρίως για τη μοναχική ζωή του ζευγαριού στην Κέρο, η φίλη μου έφυγε, λέγοντάς μου ότι με περιμένουν στο καφενείο για φαγητό.
Έμεινα ακόμη λίγο γιατί η άφιξη της φίλης μου είχε διακόψει την απαγγελία της κυρά-Βαγγελιώς με το ποίημα για την Κέρο.  Άφησα τους δύο γέροντες περασμένο μεσημέρι ζητώντας συγγνώμη που τους είχα καθυστερήσει για το γεύμα τους, ενώ η κυρά-Βαγγελιώ μου ζητούσε χίλια συγγνώμη που δεν ήξερε ότι θα δεχόταν την επίσκεψή μου για να έχει ετοιμάσει φαγητό, να μου κάνει το τραπέζι. Τους ευχαρίστησα θερμά λέγοντάς τους ότι καλύτερο τραπέζι από όσα μου είχαν αφηγηθεί, δεν γινόταν!
Στο καφενείο ήταν μαζεμένη η παρέα, αποτελούμενη από τους γνωστούς ταξιδιώτες και τους ντόπιους, στην οποία είχε προστεθεί και η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού στα  Κατάπολα, όπου ήμασταν το προηγούμενο βράδυ, με την μικρή κόρη της. Στην πόρτα συνάντησα και τον γερο-βιολιτζή, ο οποίος με χαιρέτησε πολύ ζεστά και ευγενικά και του είπα πόσο μου άρεσε το παίξιμό του και οι μαντινάδες του. «Να το ξανακάνουμε», μου λέει, «αφού δεν θα φύγετε, εμείς εδώ άλλο που δεν θέλουμε έτσι που είμαστε έρημοι το χειμώνα». Κάθισα με τις φίλες μου και τον Τάκη που έτρωγαν ήδη κεφτεδάκια  και πατάτες τηγανητές γιατί εγώ είχα αργήσει,  οπότε παράγγειλα και εγώ τα ίδια. Η εξοικείωση ντόπιων και ταξιδιωτών  (οι φιλενάδες μου, ο Τάκης, οι «μουρλοκαμπέρες» και εγώ) μέσα στο καφενείο είχε προχωρήσει και ήμασταν όλοι μια παρέα. Η προοπτική της ακούσιας παράτασης της διαμονής μας στο νησί είχε χαροποιήσει τους ντόπιους, που έδειχναν να μας νιώθουν πιο «δικούς» τους ανθρώπους (και τους μαγαζάτορες πιο «πελάτες», βέβαια, αφού δεν υπήρχε και άλλο μαγαζί ανοιχτό για φαγητό). Ο αυστηρός παππούς με το κασκέτο που δεν μου είχε επιτρέψει πριν δύο ημέρες να τον συμπεριλάβω σε μια φωτογραφία του μαγαζιού και των θαμώνων του, μου έδειχνε τώρα μεγάλη συμπάθεια και καθώς έτρωγα τον είδα να μου κάνει νόημα να τραβήξω φωτογραφία την παρέα. Εγώ, επίτηδες, έκανα πως δεν καταλάβαινα, γιατί ήθελα να σιγουρευτώ ότι αυτό εννοούσε, μη μου βάλει τις φωνές, σε αντίθετη περίπτωση. Οπότε εκδηλώθηκε: «Τράβηξέ μας καμιά φωτογραφία, ντε!», και καθώς φωτογράφιζα έπαιρνε πόζες, σηκώνοντας το ποτήρι του ή τσουγκρίζοντας με τους υπόλοιπους. Ο αμίλητος αδελφός του δεν συμμετείχε μεν ωστόσο παρακολουθούσε υπομειδιώντας, ωσάν να ενέκρινε τα διαδραματιζόμενα.
 Μετά κανονίζαμε με τον λαουτιέρη, που ήταν επίσης παρών, να γίνει το γλέντι το βράδυ εκεί, στο καφενείο. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα και ο μαγαζάτορας, ο κυρ-Μήτσος να παίξει λαούτο και να τραγουδήσει, γιατί απ’ ότι έλεγαν οι ντόπιοι της παρέας είναι εξαιρετικός λαουτιέρης και τραγουδιστής, αλλά με τον όρο να χορέψουμε και εμείς οι «ξένοι». Δεχτήκαμε τον όρο του ευχαρίστως, βέβαια. Μέχρι και η αμέτοχη και απόμακρη κόρη του μαγαζάτορα, η Ν., έδειχνε να έχει  βρει καλή την ιδέα του γλεντιού. Με αυτή την προοπτική και μέσα στην ατμόσφαιρα οικειότητας και φιλίας που είχε δημιουργηθεί, ακόμα και η αγχωμένη με την παράταση της διαμονής μας φίλη μου, είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η μία από τις δύο αδελφές «μουρλοκαμπέρες» είχε αρχίσει μεγαλόφωνα μια ακατάσχετη και κουραστική φλυαρία κομπάζοντας περί της οικογένειάς της, του θανάτου του πατέρα τους, της μαμάς της, του  εξοχικού που έχτιζαν, για το έργο που είχαν αναλάβει στο νησί και άλλα. Ξαφνικά, καθώς αυτή συνέχιζε να μιλάει, ο «αμίλητος» γέροντας πετάχτηκε επάνω κραδαίνοντας τη μαγκούρα του φωνάζοντας «σκάσε, μωρή, βούλωστο επιτέλους!!», και κάθισε πάλι αμίλητος στη θέση του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μείναμε κατάπληκτοι αν και ευχαριστημένοι, γιατί η αντίδρασή του μας εξέφραζε όλους… Η παθούσα, εμβρόντητη, προσπαθούσε να διασκεδάσει την αμηχανία της  λέγοντας αστεία που υπονοούσαν ότι ο γέρος τα είχε χαμένα. Οι υπόλοιποι βέβαια θεωρούσαμε ότι αντίθετα, ο γέρος τα είχε «τετρακόσια» και προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τα γέλια μας, κάνοντας επιδοκιμαστικά νοήματα προς τον γέροντα. Ο άλλος αδελφός, αυτός με το κασκέτο και το μουσι, το γύρισε στα καλαμπούρια και η κατάσταση εκτονώθηκε. Ήταν μια πραγματικά αμίμητη σκηνή αλλά και άκρως διδακτική, σκεφτόμουν: πόσο αδιάκριτα και απερίσκεπτα εισβάλλουμε συνήθως οι ταξιδιώτες στον κόσμο κάποιων κοινοτήτων που μέσα από μακροχρόνιες, δύσκολες σχέσεις και συγκρούσεις, συχνά μέσα σε αντίξοες συνθήκες απομόνωσης σε απομακρυσμένους από τα αστικά κέντρα  τόπους έχουν χτίσει οι άνθρωποι  τις όποιες ισορροπίες του βίου τους.



Αμοργός. Παλιό, χειροκίνητο  λιοτρίβι. Εμπρός ο κωνικός λίθος που συνθλίβει τις ελιές περιστρεφόμενος πάνω  στην κυκλική βάση, στο βάθος (20/11/1998)

Αναχώρηση από το νησί

Δεν είχε καλά-καλά λήξει το αμφίθυμο αυτό επεισόδιο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του μαγαζιού και το σήκωσε ο μαγαζάτορας. Ήταν από το Λιμεναρχείο! Μας ειδοποιούσαν ότι δεν είχε μεν αρθεί πλήρως το απαγορευτικό αλλά ότι για μας ειδικά (και κάποιους άλλους ταξιδιώτες στο νησί ή φυσικά και ντόπιους που είχαν ανάγκη να ταξιδέψουν), μόλις είχε φύγει πλοίο από τη Νάξο και ερχόταν να μας πάρει για εκεί και θα έβλεπαν στη συνέχεια, ανάλογα με του καιρό! Έπρεπε στις 5 μ. μ. να είμαστε στο λιμάνι, στα Κατάπολα. Οι αντιδράσεις στην πολυπόθητη αναγγελία της αναχώρησης, ήταν αντιφατικές: οι ντόπιοι έδειξαν έντονα την απογοήτευσή τους για τον αποχωρισμό μας, ενώ η δική μου παρέα, ιδιαίτερα οι δύο φίλες μου, αν και κανονικά θα έπρεπε να είναι ενθουσιασμένες, δεν έδειχναν και τόσο. Ο ευχάριστος συγχρωτισμός με τους ντόπιους στο καφενείο, η προοπτική του βραδινού γλεντιού και η δύσκολα ειλημμένη πλέον απόφαση για την παράταση της διαμονής μας στο νησί, τις είχε κάνει να μην είναι πια και τόσο ενθουσιασμένες με την ιδέα της άμεσης αναχώρησής μας. Ο Τάκης έτσι κι αλλιώς είχε εισιτήριο να φύγει  την επόμενη μέρα. Όσο για μένα, τώρα που είχα πέραν των άλλων, «γλυκαθεί» και με τις τόσο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις με τους ντόπιους, ήμουνα δυσαρεστημένη. Οι ντόπιοι άρχισαν να επιμένουν να μείνουμε, λέγοντας ότι αφού δεν είχε αρθεί πλήρως το απαγορευτικό, να μη διακινδυνεύσουμε να φύγουμε γιατί θα ταλαιπωρηθούμε από νησί σε νησί, αποκλείεται να φτάναμε απόψε στον Πειραιά, προς τα εκεί ήταν η κακοκαιρία τώρα, ήξεραν αυτοί. Ιδιαίτερα ο γέρο-ναυτικός με τα γένια, ήταν κατηγορηματικός: «Δεν πάτε πουθενά»! έλεγε. Η μια από τις φίλες μου, η πιο ψύχραιμη, το σκεφτόταν, εγώ θα έμενα ευχαρίστως αλλά η άλλη φίλη ήταν πλέον ασυγκράτητη: φεύγουμε, τώρα! Παρά λοιπόν το αβέβαιο μέλλον του ταξιδιού μας αλλά με το φόβο μήπως χειροτερέψει και πάλι ο καιρός στην Αμοργό και αποκλειστούμε εκεί άγνωστο για πόσο, αποφασίσαμε την αναχώρηση. Τις αντιρρήσεις του γερο-ναυτικού ότι θα ταλαιπωρηθούμε από νησί σε νησί ταξιδεύοντας επιπλέον και με φουρτούνα, τις αντικρούαμε με το σκεπτικό ότι αφού θα φεύγαμε από την «άγονη γραμμή» και όσο πλησιάζαμε, έστω από νησί σε νησί, στον Πειραιά, θα είχαμε μεγαλύτερες δυνατότητες να φτάσουμε πιο σύντομα. Τηλεφωνήσαμε στο ταξί και  αποχαιρετιστήκαμε με τους λυπημένους, φίλους μας πλέον, ντόπιους με αγκαλιές, φιλιά και υποσχέσεις να ξανάρθουμε σύντομα. Με τον Τάκη δώσαμε ραντεβού να βρεθούμε σύντομα μετά το γυρισμό του στην Αθήνα.  Είχαμε βέβαια βιώσει τι σημαίνει να είσαι κάτοικος νησιού «άγονης γραμμής» και πόσο εγκαταλελειμμένοι, αποκλεισμένοι και στο έλεος του καιρού είναι αυτοί οι άνθρωποι, ενώ εμείς βιαζόμασταν να γυρίσουμε πάραυτα στην ασφαλή ζωή μας στην πρωτεύουσα, όσες δυσκολίες και αν είχε αυτή η ζωή. Να γιατί  σε περίπτωση αρρώστιας και απωλειών οι νησιώτες βρίσκουν καταφύγιο μόνο στην Χοζοβιώτισσα. Γιατί  (σκεφτόμουν εκείνη την ώρα απλουστευτικά κάπως αλλά όχι άδικα) υπάρχουν «άγονες γραμμές» λήγοντος του 20ού αιώνα, όταν ρέουν τα εκατομμύρια για άλλα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ οι Έλληνες εφοπλιστές συσσωρεύουν πλούτο.
Φύγαμε λοιπόν και αποδείχτηκε πόσο δίκιο είχε ο έμπειρος Αμοργιανός γερο-ναυτικός που μας απέτρεπε να το κάνουμε. Το ταξίδι μας ήταν επικίνδυνο και περιπετειώδες. Από τη Νάξο ταξιδέψαμε ολονυχτίς στη Μύκονο κι  από εκεί στη Σύρο με κλυδωνιζόμενο από τη φουρτούνα πλοίο.  Στη Σύρο  μείναμε σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες μέσα στο πλοίο, αφού ήταν συνεχώς «υπ’ ατμόν» για αναχώρηση και φτάσαμε «κουνημένες», εξαντλημένες και ταλαιπωρημένες στον Πειραιά αργά τη Δευτέρα το βράδυ. Όμως πλήρεις εμπειριών, ευχάριστων αλλά και δυσάρεστων, όπως γίνεται σε κάθε ταξίδι…[5] 

Ελένη Ψυχογιού

ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Η κυρά-Βαγγελιώ (Χώρα Αμοργού, 22/11/1998) 

Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση που έλαβε χώρα μεταξύ της ερευνήτριας Ελένης Ψυχογιού και του Γιώργη και της Βαγγελιώς Γιαννακού, μέσα στο σπίτι τους, στη Χώρα Αμοργού, στις 22 Νοεμβρίου του 1998.

Βαγγελιώ Γιαννακού: Η μητέρα μου επαντρεύτη 18 χρονώ αλλά ήταν ωραία γυναίκα, ψηλή, ωραία! Και έχω ακόμα τρεις αδερφάδες.
Ερευνήτρια (Ελένη Ψυχογιού): Μου είπαν ότι εδώ τα κορίτσια παίρνουνε προίκα τα σπίτια, έτσι γίνεται;
Βαγγελιώ: Ναι. Θ’ ακουστεί τώρα, εσείς είσαστε ελεύθερη και θέλετε,  να πούμε, να παντρευτείτε και κάθεστε να πούμε, στο χωριό. Λοιπό, οι γειτόνισσες, ας πούμε πως είχα εγώ  αγόρια…
Γιώργης Γιαννακός: Γενικά το σπίτι το παίρνει η κοπέλα…
Βαγγελιώ: ναι, ναι. Αν έχει χωράφι…
Γιώργης: …Αν τύχει βέβαια και ένας [γαμπρός]  να είναι λεφτάς, αν  έχει τη δύναμη να αγοράσει εκειό που πρέπει για το σπίτι , αγοράσει σπίτι, ειδάλλως της το δίνουν  οι γονείς του κοριτσιού
Ερευν.: Το σπίτι που μένουν η οικογένεια  της κοπέλας, ο πατέρας και η μάνα της, αυτό της δίνουν προίκα ή της φτιάχνουν άλλο;
Γιώργης-Βαγγελιώ: Ή μπορεί να της κάμουν άλλο ή παίρνουν αυτοί άλλο και αφήνουν   εκείνο που ‘χανε…
Ερευν.: Και το άλλο που παίρνουν το αγοράζουνε; Πώς γίνεται;
Βαγγελιώ: όχι, το δίνουνε της κόρης 
 Ερευν.: Δεν μένουν όμως μαζί οι γονείς με την [παντρεμένη] κόρη;
Βαγγελιώ: Όοοοοχι! Δεν είναι καλόν, αγάπη μου, δεν είναι!  Μπορεί να ‘ναι ιδιότροποι! Μπορεί η κόρη να ‘ναι καλή και να τη στενοχωράει η πεθερά..
Ερευν.: Όχι, εννοώ να μένει ο γαμπρός με την πεθερά, με τους γονείς της κοπέλας…
Βαγγελιώ: Ε, άμα δεν έχουνε…
Γιώργης: Όχι, με την κοπέλα μένει, μόνοι τους… και  πρέπει, και είναι και σωστόν αυτό, να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του, διότι  μπορεί ή η γριά η πεθερά ή ο πεθερός να ‘ναι λίγο ιδιότροποι, ή να χτυπούν στο γαμπρό κουβέντες άσχημες, άμα είναι οι δυο [το ζευγάρι] μονάχοι και κάτι να πουν , θα το συζητήσουν, θα…
Ερευν.: Και το κρεβάτι αυτό [που είναι μέσα στο χώρο όπου γίνεται η συζήτηση]  το λέτε «αποκρέβατο»;
Γιώργης : Ναι, αποκρέβατο.
Ερευν.  Και  το φτιάχνει ο γαμπρός ή βρίσκεται μέσα στο σπίτι της νύφης;
Γιώργης: Για να κάμει ο νέος  σήμερα το κρεβάτι αυτό θες εκατομμύρια. Αυτό όλο είναι γεμάτο. Εδώ [δείχνει] μόνο θα υπάρχει ένα μέρος όπου θα μπαίνει άνθρωπος να κοιμηθεί. Εδώ υπάρχει μια  κασέλα τέτοια, αποκρέβατο το λένε. Εδώ έχει ένα  μπούφταλι [; δυσάκουστο] και μπαίνεις μέσα κι από κάτω το κρεβάτι είναι αποθήκη. Απάνω ήταν όλο με ράφια. Και με ράφια σκαλιστά, κι ήβαναν να πούμε κάτι παλαιά, κάτι αντικείμενα ωραία πράματα, γυαλικά, τέτοια, ήταν ωραία πράματα, με τη διαφορά…
Βαγγελιώ: Ωραία πράματα: Κοπέλα μου, κοίταξε [δείχνει μέσα στο δωμάτιο] εκεί πάνω  ένα κανάτι, πετεινός είναι [το σχήμα του] και είναι.. και βάζουν το νερό.
Ερευν.: Είναι παλιό; Το έχεις από την προίκα σου;
Βαγγελιώ: Ναι, παλαιά, ήτον της γιαγιάς μου, εγώ ήμασταν τέσσερις  αδερφάδες κι  ηπαντρεύτηκα  ‘γώ πρώτη.
Ερευν. : Εσύ πήρες και το σπίτι; Ήταν των γονιών σου;
Βαγγελιώ: Ετούτο ήταν το σπίτι που μου δώκανε…
Γιώργης: Του Βαγγελιού το σπίτι  είναι μπροστά  στη Μητρόπολη, ετούτο το ‘χω αγορασμένο…
Βαγγελιώ: Έχομεν κι άλλο σπίτι…
Ερευν. : Και στην αρχή δηλαδή μένατε σε εκείνο της Βαγγελιώς;
Γιώργης: Εκάτσαμε ένα μήνα, η δουλειά μου είναι  κτηνοτρόφος, δεν  είχα εδώ μέρος  και πήρα τα κατσίκια και πή’α στην Κέρο.
Ερευν.: Αααα, στην Κέρο!
Γιώργης: Το ’34 επή’αμε στην Κέρο. Και ήκαμα σαρανταδύο χρόνια…
Ερευν.: Στην Κέρο; Μόνος σου;
Γιώργης: Μαζί.
Βαγγελιώ: Αμέεεε!
Ερευν.: Μαζί, οι δυο σας, μείνατε εκεί; Μα έχω μάθει ότι εκεί δεν έχει λέει σπίτια, είναι έρημο..
Βαγγελιώ: Όχι, σταύλοι, σταύλοι
Γιώργης: Κάτι γιαβρο [;] κατοικίες
Ερευν.: Και μείνατε εκεί σαρανταδύο χρόνια οι δυο σας;
Γιώργης: Είχαμε κοπάδι, είχαμε  μελίσσια, είχαμε…
Ερευν. :  Και τα παιδιά σας εκεί μεγαλώσανε;
Βαγγελιώ: Α,  δεν είχαμαν παιδιά.
Ερευν.: Α, γιαυτό μείνατε τόσο πολύ…
Βαγγελιώ: Ήκαμα παιδιά, παιδί μου, αλλά τα δύο ηπόβαλα [απέβαλε], άλλα δυο ηπεθάνανε μωρά, έναν ερημονήσι, γιατρό δεν είχαμε… και έτσι…
Ερευν.: Κατάλαβα…
Γιώργης: Ωραία ζωή είχαμε, μόνο πως ήταν μοναξά.
Ερευν.: Μοναξά, αλλά ήσασταν οι δυο σας αγαπημένοι και περνάγατε καλά…………………..
Βαγγελιώ: Ναι,ναι,ναι, ερωτεμένοι!…Αυτό είναι το καλό!...
Γιώργης: Ψάρια είχαμε, δύο βάρκες μια από το νοτιά και μια από το βοριά, ψάρια όσα θέλεις είχαμε, κοπάδι..
Βαγγελιώ: …Κοπέλα μου, πιο καλά να πάρεις έναν από έρωτα, να σε αγαπά, παρά με συνοικέσια, και την άλλην μαλώνουν και , χωρίζουν..
Γιώργης: Ερχόταν σκάφος από τον Πειραιά και έπαιρνε τα κρέατα..
Ερευν. Από τον Πειραιά; Στην Κέρο;
Γιώργης: Ναι , ερχόταν σκάφος από τον πειραιά
Βαγγελιώ: Είχαμαν πολλά ‘ζά.. Αλλά εγώ, επειδή ηπαντρεύτηκα από έρωτα, είπε δεν θέλει προίκα, δεν μου εδώκαν οι γονιοί μου τίποτα , οι γονιοί μου δεν ηχρειάζοντο, αλλά τον είδαν που ήταν καλός άνθρωπος, 27 χρονώ,  και δε του ‘δώκαν τίποτα ..
Ερευν.:  Εσύ πόσων χρονών ήσουνα;
Βαγγελιώ: Εικοσιδυό…
Ερευν. Και συ Βαγγελιώ, από την αγάπη σου την πολλή, πήγες μαζί του και στην Κέρο, παρόλο που ήτανε ερημιά..
Βαγγελιώ: Ερημιά, κοπέλα μου, ερημιά και  επειδή τον αγαπούσα πολύ αλλά και ‘κείνος με ηγάπουν! Άμα ήθελεν να πάει στο ψάρεμα, ήθελεν να ‘ρτει πριν της ώρας του ψαρέματος, και να μου λέει [τρυφερά:] «Βαγγελιώ μου, καλά είσαι;» «Ναι, αφού είμαι υγιής!», λέω. Ήμουνε πολύ υγιής, εγώ. Αλλά ύστερι  ήκαμνα πολλές δουλειές, να πηγαίνω να ποτίζω τα χτήματα, είχαμαν πολλά ζωντανά, ναι, έτσι…
Ερευν.: Και δεν έμενε κανένας άλλος στο νησί, στην Κέρο,  εκτός από σας τους δύο;
Βαγγελιώ: Όχι,όχι, στην Κέρο όχι.
Γιώργης: Ερχόταν  από το Κουφονήσι  άλλη μια οικογένεια αλλά δεν ήτανε πραγματικά κάτοικος.
Ερευν. Ερχόντουσαν δηλαδή για λίγο καιρό;
Γιώργης: Ναι. Αλλά εμάς μας πείραξε και το κράτος.
Ερευν. : Γιατί τι σας έκανε;
Γιώργης: Αυτό το νησί ήτανε της Χοζοβιώτισσας και το πήραμεν από διαγωνισμό, από δημοπρασία. Κατόπι, το ’46 ίσαμε ’47,  εκάμαν την  απαλλοτρίωση και το παίρνει [το κράτος] από το  μαναστήρι και το κάμνει  κομμάτια. Εκεί που είχα 300-400 κατσίκια, μου λέει να ‘χω 50 και πώς θα σταθώ με τα 50; Είχαμε μέλισσες, είχαμε γελάδες, είχαμε τα πάντα, μας  τα κατέστρεψε, αντί να μας βοηθήσει το κράτος…
Ερευν.: Και δεν ήρθαν άλλοι εκεί να πάρουν γη, μετά;
Γιώργης: Τώρα έχει Κουφονησιώτες πάνω και απ’ τη Γιάλο (;)
Βαγγελιώ: Δόξα σοι ο θεός, επεράσαμε πολύ ωραία…
Γιώργης: Εμείς εκαθόμαστε μόνιμα εκεί.
Βαγγελιώ: Είχαμε δυο  βάρκες, επήγαινε στα ψαρέματα..
Ερευν.: Πήγαινες και συ μαζί, στο ψάρεμα;
Βαγγελιώ: Άμα είχαμε ώρα, επήγαινα.
Γιώργης: Και στα καλαμάρια πηγαίναμε.
Βαγγελιώ: Καλαμάρια…!!!
Ερευν. : Και τραγουδάγατε, ε, ωραία;
Βαγγελιώ: Τραγουδάγαμε! Ααα, τι τραγούδιν εγώ!
Ερευν.: Μέσα στη βάρκα, ε; Εκεί έφτιαχνες κι αυτά τα ποιήματα, που μου λες;
Βαγγελιώ: Ε, στην ερημιά.
Ερευν. Ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση;
Γιώργης: Ραδιόφωνο είχαμε, με μπαταρίες, τώρα τελευταία.
Ερευν.:  Και πότε φύγατε από εκεί και ήρθατε μόνιμα στη Χώρα;
Γιώργης: Ε, είναι καμιά εικοσαριά χρόνια.
Βαγγελιώ: Τόσο, Γιώργη;…!
Γιώργης: Αμέ!
Βαγγελιώ: Πωω..περνούν τα χρόνια… Εγώ ήμουν εικοσιδυό χρονών! Ωραία επεράσαμεν, όμως. Επήαινεν το βράδυ στο ψάρεμα ήφερνε ψάρια, χάνους, ψάρια άλλα…Τα βαρέθηκα!
Ερευν. : Τα πουλούσατε τα ψάρια;
Γιώργης: Όχι, μόνο για μας. Είχαμε κότες, εσκαλώναν πάνω στα κλαδιά..
Βαγγελιώ: Πολύ ωραία επεράσαμεν, κοπέλα μου, πολύ ωραία..! Είναι της Χοσοβιώτισσας νησί! Να σας πω και το ποίημα που της έβγαλα, της Χοζοβιώτισσας;
Ερευν.: Ναι, ναι,  να μου το πεις, ναι!
Βαγγελιώ: [απαγγέλει]

Από τα Χόζοβα μονάχη ξεκινάς
μ’ ένα μικρό βαρκάκι αρμενίζεις
γιατί σε τούτα τα βουνά της Αμοργού
τον οίκο σου ηθέλησες να χτίσεις…

πρόζα: το μοναστήρι λέγεται «η Χοζοβιώτισσα»  και γιαυτό το λέω..
[συνεχίζει την απαγγελία:]

Στο πέρασμά σου τα στοιχεία σταματούν
φουρτούνες,  καταιγίδες κάνουν πέρα
γιατί ‘σουν μέσα στο βαρκάκι μοναχή
εσύ η πάνσεπτος εικόνα του θεού μητέρα..

πρόζα: το μοναστήρι η Χοζοβιώτισσα  γιατί επέρασε  ένας Τούρκος, ήτονε κακοσύνη, φουρτούνα και ηπέρασε και είδεν  το μοναστήρι, παλαιό, του Αλεξίου του Κομνηνού, τον είχετε ακούσει;
Γιώργης: Αλέξιος ο Κομνηνός και Ηράκλειος … δεν ηξέρω, ο ένας ήτανε εικονομάχος κι ο άλλος εικονολάτρης. Υπάρχει ένα μέρος της Ανατολής, Χοζοβάς και ‘κεί ήτανε η γυναίκα αυτή όπου είχε την εικόνα αυτή [της Παναγίας]…
Βαγγελιώ: Μαυρομάτα! [η Παναγία]
Γιώργης: …και είχεν ένα  γιο αξιωματικό που ήτανε με τους  εικονομάχους  και πάει λοιπόν νύχτα στη μάνα της και της λέει «μάνα, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις με την εικόνα, γιατί θα τις κάψουνε». ..
Βαγγελιώ: Εικονομάχοι, εικονομάχοι!
Γιώργης.. τότε κατέβησαν να πούμε, ήναψαν το καντήλι και  την αμολήσανε στη θάλασσα …[κλαίει και δεν ξεχωρίζουν τα λόγια του, ότι η εικόνα έφτασε στην Αμοργό από τη θάλασσα]… ήταν λοιπόν φουρτούνα κ’ είδαν οι καλογέροι  -ήταν ασκηταριό εκεί, προτού  φτιάξουν το μοναστήρι-  οι καλογέροι κατεβήκαν κάτω, πήραν τον παπά και έκαμαν  παράκληση κι ήπεσεν στα χέρια των η εικόνα και από τότε, να πούμε, ονομάστηκε Χοζοβιώτισσα και μάλιστα από χρόνια είχεν έρθει ένας αξιωματικός εδώ και λέει στον παπά, «αυτή η εικόνα ήταν της μάνας μου»…
Βαγγελιώ: Χρόοοονια όμως, ο προπάππος του!
 Γιώργης: …και λέει για να πειστείς, λέει, θα σου πω ένα πράμα:  «εδώ  από πίσω, έχει ένα συρταράκι  [η εικόνα] και μέσα λέει είχαμε βάλει κάτι χρυσά, δε σου το λέω για να τα πάρω» . Ανοίγει, ήτανε μέσα τα χρυσά. Εκεί ήτονε πρώτα  η μονή τω σκαλώ…
Ερευν. : Η μονή των … ;
Γιώργης-Βαγγελιώ: των σκαλιών
Βαγγελιώ: γιατί ήτονε βουνό ακατανόητο  και .. είδετε πώς είναι..
Ερευν.: ναι, το είδα…
Βαγγελιώ: Α, επή’ετε!!
Ερευν.: Ναι, το είδα, ναι,  είναι πολύ απότομο. Και είχε σκάλες και ανέβαινες εκεί και παλιά, πριν το μοναστήρι;
Γιώργης: Είχε  ασκηταριό και οι εργάτες εσκάβαν παρακάτω να το χτίσουνε και χτίζαν’  την ημέρα και τη νύχτα βουλησμένα [γκρεμισμένα]. Κατόπιν  παρακαλέσαν να πούμε και τους έδειξε, σ’ ένα σημείο ένας έβαλε μιαν αξίνα  και κρέμασαν το ζεμπίλι του μαστόρου και εκεί ο βράχος κάνει  αυτό [δείχνει, σαν  ένα κοίλωμα] και εκεί εχτίσαν [πιο ψηλά, εκεί που είναι σήμερα η μονή]. Το καντήλι, το επροσέξετε τι σχήμα έχει; [ένα καντήλι μέσα στην εκκλησία της Χοζοβιώτισσας]
Ερευν. Ναι, το είδα, σαν σαρίκι είναι
Γιώργης: Σαν καράβι μπαταρισμένο. Εβάιζεν (;) το μοναστήρι, είχε καλογέρους, τώρα δεν έχει..
Βαγγελιώ: Κάθε χρόνον τώρα κάμνουν παστέλι στη χάριν της…
Γιώργης: Της πήραν και τα χτήματά της γιατί είχεν και στη Σαντορίνη και στην Πάρο, στην Κρήτη, στο Βόλο ..
Ερευν.: Στο Βόλο; Σοβαρά; Τόσο πλούσιο ήταν; Από τάματα;
Βαγγελιώ: Πολύ πλούσια! Αναθήματα, γιατρός, θαματουργή εικόνα!!
Γιώργης: Και αυτά πώς τα αποκτήσαν τα μοναστήρια: τα μοναστήρια επί Τουρκοκρατίας, άμα είχες ένα χωράφι δε σου το φορολογούσε ο Τούρκος, εσέβοντο οι Τούρκοι τη θρησκεία μας, την εσέβοντο. Εκάναν λοιπόν εικονικά χαρτιά [των χωραφιών] στα μοναστήρια για να τα σώσουν και σιγά-σιγά τα μοναστήρια  αποκτούσαν δικαιώματα, με τη διαφορά ότι καλά ήταν τα δικαιώματα για τα μοναστήρια,  αλλά έκανες εκατό οκάδες στάρι; Έδινες δέκα οκάδες στο μοναστήρι. Δεν έκανες; Δεν πλήρωνες. Αλλά τώρα τελευταία εκμεταλλεύονταν τον κόσμο. Πήγαινα στη δημοπρασία, έβανα εγώ είκοσι, έβανες εσύ δέκα, έβαλεν ο άλλος πενήντα και εκμεταλλεύονταν να πούμε τον κόσμο, τον έβανε και πλήρωνε λεφτά. Ενώ πριν δεν επλήρωνα. Ο κάμπος κάτω [στην Αμοργό] ο περισσότερος είναι της Παναγίας..
Βαγγελιώ: Να σου πω το ποί’μα μου;
Ερευν.: Ναι, ναι!
Βαγγελιώ[απαγγέλλει]:

Από τα Χόζοβα μονάχη ξεκινάς μ’ ένα βαρκάκι
φτάνεις στην Αμοργό...

 [συγκινείται,κλαίει και σταματάει για λίγο, ξαναρχίζει κλαίγοντας:]

Από τα Χόζοβα μονάχη ξεκινάς
μ’ ένα μικρό βαρκάκι αρμενίζεις
γιατί σε τούτα τα βουνά της Αμοργού
τον οίκο σου ηθέλησες να χτίσεις.
Στο πέρασμά σου τα στοιχεία σταματούν
φουρτούνες,  καταιγίδες κάνουν πέρα
γιατί ‘σουν μέσα στο βαρκάκι μοναχή
εσύ η πάνσεπτος εικόνα του θεού μητέρα.
Στο πέρασμά σου οι αιώνες σταματούν
κι αναρωτιώνται πότε και πώς είναι
και απαντούν ευλαβικά οι ουρανοί
μ’ ένα βαρκάκι από τα Χόζοβα πως ήρθες’
μια νύχτα στ’ακρογιάλι οι ασκητάδες
είδαν ένα φως ..

[πρόζα]: …γιατί η Αμοργός, αφού ήρθεν η Χοζοβιώτισσα από τα Χόζοβα, δεν ηπή’αινεν όποιος ήθελε να προσκυνήσει, ήτανε φυλαγμένη η εικόνα η Χοζοβιώτισσα και δεν ηπή’αινεν κα’ένας μοναχός παρά έπρεπε να πάει με την αστυνομία, να ερευνήσει τι άνθρωποι είναι αυτοί που πάνε να προσκυνήσουνε, μπορεί να θέλαν να την κλέψουν!
Γιώργης: Είναι σιδερόπορτα! Το όπλον τους ήταν  το ζεματιστόν λάδι. Άμα επη’αίναν οι   πειρατές, έβαζαν λάδι και χόχλαζε και  τους το πετούσαν  από πάνω στα κεφάλια.
[Εκείνη τη στιγμή έρχεται και την καλεί μέσα η Βαγγελιώ,  μια από τις φίλες που είχαμε πάει μαζί στην Αμοργό.
Βαγγελιώ: Είσαι παντρμένη;
Φίλη: Όχι.
Βαγγελιώ: Α, η χάρις Της να σου παρησιάσει έναν παλικάρι, να σ’ αγαπά πολύ!
Φίλη: Ευχαριστώ, να ‘σαστε καλά, την καλύτερη ευχή μου δώσατε!
Βαγγελιώ: Η χάρις της είναι θαυματουργή, κόρη μου.  Εις την χάριν της, έρχονται και παρακαλιούνται για την τύχην των τα κορίτσα. Και είναι, ό, τι μαλαματικόν έχουν οι κόρες, το δώνουνε στο μοναστρήρι, να τις καλοπαντρέψει!
Γιώργης: Εκλέψανε το μοναστήρι..
Βαγγελιώ: Είναι βλέπεις μακριά από την αστυνομία και έρχονται από την Αγιανάννα,  ξένοι και τα κλέβουνε.
Γιώργης: Δεν ήτανε ξένοι κλέφτες, Αμουριανοί ήτονε και είχαν και κανένα καλόγερο μαζί, δεν βγαίνεις εύκολα από το μοναστήρι, είναι σιδερόπορτα !
Ερευν. : Βαγγελιώ, γιατί την είπες "μαυρομάτα" την Παναγία;
Βαγγελιώ: Από το παλαιό..
Γιώργης: Μαυρομάτα είναι η άλλη εικόνα.  Άη-Γιώργης και Μαυρομάτα η μεγάλη εικόνα. Είναι και η Μαυρομάτα, κι όποιος θέλει, ας πάει να την κοιτάζει πέντε λεφτά.
Ερευν.: Δηλαδή; τι παθαίνει;
Γιώργης: Δε μπορεί! Σε πιάνει ίλιγγος. Μια ανατριχίλα σε πιάνει όταν την κοιτάζεις.
Βαγγελιώ [απαγγέλλει]:

Του Κομνηνού το μοναστήρι
η Χοζοβιώτισσα η Παναγιά
ήρθ’ απ’ τα Χόζοβα της Ανατολής
με τις βενέτικες καμπάνες
και τα μαρμάρινα καμπαναριά.
Για σε γλυκειά  παντάνασσά μου
 Βασίλισσά μου μοναχή
για σε χτυπάει πρωί και βράδυ
η γλυκυτέρα   προσευχή...

[το ξαναρχίζει πάλι από την αρχή]

Γιώργης: ξεχνάει, ξεχνάει..
Βαγγελιώ: Άμα ήμουνε μικρό κοριτσάκι, έβγαζα ποιήματα εγώ
Γιώργης : Είχε βγάλει και για την Κέρο, που καθόμαστε.
Βαγγελιώ: Καλός άνθρωπος [ο Γιώργης] και με πρόσεχε σαν τα μάτια του! Άμα είσαστε ελεύθερες ή έχετε κόρες, να πάρετε σαν εμένα!
Γιώργης: Πες το «αφουγκραστείτε να σας πω για τη δική μου ζήση…»
Βαγγελιώ[απαγγέλλει]:

Αφουγκραστείτε να σας πω για τη δική μου ζήση
πού ‘ρθα εικοσιδυό χρονώ πάνω στο ‘ρημονήσι
η μέρα μου ‘δινεν τον ήλιο η νύχτα την αστροφεγγιά
και ‘γώ μονάχη εκαθόμουν χωρίς ανθρώπων συντροφιά
τη νύχτα με κλαμένα μάτια εκοίταζα τον ουρανό
και άκουα τα νυχτοπούλια που ευχαριστούσαν το θεό.
Είχα γονείς και αποθάναν είχα και θείο γκαρδιακό
μα δεν ευρέθηκα κοντά των στον τελευταίον ασπασμό.
Τώρα τα χρόνια μας περάσαν κ’ ήρθαν τα χιόνια στα μαλλιά
κι εμείς καθόμασταν στην Κέρο χωρίς ανθρώπων συντροφιά
βαρέθηκα στο ‘ρημονήσι της θάλασσας το βρυχηθμό
θέλω να πάω να μεταλάβω και ‘γώ σαν  κάθε χριστιανό.
Ανέβηκα στο ‘ρημοκλήσι εκεί για να προσευχηθώ
Κι από τα βάθη της καρδιάς μου να ευχαριστήσω το θεό
που μας φυλάει μέρα-νύχτα μέσ’ στα βουνά της ερημιάς
από κινδύνους και τρομάρες κι από μεγάλες συμφορές
κ’ ήρθα μια χάρη να ζητήσω εις την εικόνα σου εμπρός...

 Γιώργης[διακόπτει]: έχει εκκλησία επάνω, στην Κέρο, της Παναγίας
Βαγγελιώ [συνεχίζει την απαγγελία]

...έχε καλά το σύντροφό μου, βασίλισσα των ουρανών [κλαίει]
πιάσε της μοναξιάς τα χρόνια για μιανής ώρας προσευχή
έχε καλά το σύντροφό μου και όλους μας τους συγγενείς.
 Έζησα στο ερημονήσι χωρίς ανθρώπων συντροφιά
κι όποιος τους στίχους μου διαβάσει να ‘χει υγεία και χαρά! …















[1] Βλ. Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008. 
Ενδεικτικά και συνοπτικά  στοιχεία σχετικά με την νήσο Αμοργό, βλ. Τάσος Αναστασίου,  Αμοργός. Ιστορική μνήμη, περιήγηση. Ταξιδιωτικός οδηγός, Ερμούπολη 1993. 
[2] Μια ακόμα περίπτωση «μαύρης»  εικόνας της Παναγίας  που συνέβαλε στο να διαμορφώσω την ερευνητική μου υπόθεση για την «Μαύρη» Παναγία και τη σχέση της με τη «Μαυρηγή», που τότε δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί (βλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή και Ελένη…ό. π., κυρίως σελ. 37-45).
[3] Η  ιστορία αυτή μου φάνηκε να έχει κοινά σημεία με την ιστορία του τραγουδιού της Άρτας,
[4] Σε μεταγενέστερη συνάντηση της παρέας αυτής στο σπίτι μου στην Αθήνα, ο Τάκης μου έφερε δώρο τη φωτογραφία σε πρωτότυπο, τυπωμένη από τον ίδιο, που πήρε τη θέση αυτής από την αφίσα.
[5] Η χειρόγραφη καταγραφή του ημερολόγιου έγινε από την γράφουσα αρχικά επιτόπου στην Αμοργό και συνεχίστηκε τέλη Νοέμβρη-αρχές Δεκέμβρη του 1998 στην Αθήνα. Η ηλεκτρονική αντιγραφή του ημερολόγιου από το χειρόγραφο τετράδιο (με κάποιες διορθώσεις), καθώς και η απομαγνητοφώνηση της 90λεπτης ταινίας με τη συνομιλία μου  με το ζεύγος Γιώργη και Βαγγελιώς Γιαννακού, πραγματοποιήθηκε από εμένα την ίδια τον Νοέμβρη του 2014. Στο αρχείο μου υπάρχουν και άλλες τρεις, διάρκειας 90’ λεπτών έκαστη, μη απομαγνητοφωνημένες κασέτες από τις συνομιλίες  μου στο νησί και από τα δρώμενα στο μοναστήρι.
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια

  1. Μεγαλόπρεπο θέαμα το μοναστήρι και το τοπίο της Αμοργού. Σας ευχαριστούμε για την χειμωνιάτικη περιγραφή ενός κυκλαδίτικου νησιού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου