Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του κύκλου του χρόνου και της βλάστησης: Η γιορτή του άη-Γιώργη στη Βόνιτσα (St. George's feast)






Ο άη-Γιώργης σκοτώνει το δράκοντα και σώζει την βασιλοπούλα. 
Λαϊκό λιθανάγλυφο σε ρημαγμένη βρύση στην περιοχή της μονής Ταξιαρχών. στο Αίγιο (φωτ. Ε. Ψ., 7/7/2009)



Η βρύση όπου το λιθανάγλυφο με τον άη-Γιώργη, πάνω από τον κορύτο, στην περιοχή της μονής Ταξιαρχών, στο Αίγιο
 (φωτ. Ε. Ψ., 7/7/2009) 


 Η γιορτή του άη Γιώργη 
στη Βόνιτσα

...Kαι στα κλωθογυρίσματα γράφουν τον άη Γιώργη / −Αγιώρ’ Αγιώργη φοβερέ και γρίβα καβαλάρη / για βόηθα κι αποσκέπασε το νιο το παλικάρι / να περπατεί να χαίρεται στους κάμπους καβαλάρης…



 



 Πανηγύρι στο ξωκλήσι του άη Γιώργη στη Βόνιτσα το 2000. Γιορτάστηκε τη Δευτέρα του Πάσχα, ενώ είχε συμπέσει και με την Πρωτομαγιά 

.... [Συνομιλία της ερευνήτριας Ελένης Ψυχογιού με την Ρήνα Κατσάνου, 72 χρ., γεννημα-θρέμμα της Βόνιτσας από γονείς Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 (μητέρα από την Ορντού του Πόντου και πατέρα από την Κων/πολη, παντρεμένη με Βονιτσάνο· μέλη της  οικογένειας του άνδρα της λαβαίνουν κατά παράδοση ενεργό μέρος στις ανδρικές εαρινές τελετουργίες και στους καβαλάρηδες του άη-Γιώργη.  Η συζήτηση διεξάγεται το Μάιο του 1999. Φωτογραφίες: Ε. Ψυχογιού] την  1/5/2000):

Ρ.[ήνα] Κ.[άτσανου]: −Παλιά-παλιά στον Αηγιώργη ήτανε μια μάντρα. Μεγάλη μάντρα, απ’αρχή. Ικεί π’γαίνανε τ’ς πεθαμέν’ς. Ναι. Τ’ς βάζανε, εκεί ήτανε το νεκροταφείο, δεν ξέρω αν έχεις πάει.
Ερ[ευνήτρια , Ε. Ψ.]: −Δεν έχω πάει. Πού είναι η εκκλησία; Έξω από το χωριό; Μακριά;
Ρ.Κ.: −Ε, δεν είνι κι μακριά, μπορείς να πας μι τ’ αυτοκίνητό σ᾿. Ικεί που πάμι για ’ν’ Πρέβεζα, είνι πριν…


Οι καβαλάρηδες με τα άλογα στο χώρο του ξωκλησιού του άη Γιώργη (1/5/2000)

Ερ.: −Α, ήτανε νεκροταφείο εκεί ;
Ρ.Κ.: −Από κάτου ήτανε μία μάντρα. Ήταν ο δρόμος βέβαια, μονοπάτια, τώρα έχνε χαγιάτια, τέτοια, για πρόβατα και για γίδια. Εκεί, ο άγιος Αηγιώργης, επειδή ήτανε λεβέντης, νέος, δεν ήθελε τ’ς πεθαμένους! Κι όταν τ’ς πρωτόβαλαν τ’ς πεθαμένους, πρώτον κι δεύτερονε, αμέσως όμως αυτήνοι είδανε στον ύπνο τ’ς ότι, «αυτ’νούς να τους ξικόψετ’από ’δώ, ιγώ θέλω νά ’χω άλογα» −να, ανατριχιάζω!− »άλογα και παλικάρια! Τα άλογα», λέει [ο Αηγιώργης], »μι τ’ς λεβέντες να ’ρχονται ’δώ πέρα».


 

Άη Γιώργης: "Ιγώ θέλω νά ’χω άλογα και παλικάρια!"

 Τώρα όμως αυτό ιμείς τό ’χουμι το έθιμα, μαζώνουνται άαααλογα πολλά-πολλά εδώ πέρα και ’φέτος ήρθαν κι από χωριά. Μπαίνουν καβάλα, τα στολίζουν τ’ άλογα, τα βάζουν ωραία αυτά, βάζουν τ’ς φλοκάτις, τάπιτα κιλιμίσα, κι μπαίνουν απάνου κι φέρνουν γύρα-γύρα τον Αηγιώργη, την ικκλισία. Όταν όμως είνι η δεύτερη του Πάσχα [η γιορτή του αγίου] είνι δηλαδή κόσμος πουλύς. Δεν υπάρχει δηλαδή τόπος να καθήσεις. 



Πανηγυριώτες και καβαλάρηδες στον άη Γιώργη (1/5/2000)

Ε, ύστερα τα άλογα βγαίνουν γύρα κι παγαίνουν στα παγκύρια, στ’ς γιορτάδις, π’ γιορτάζ’νε. Παλιά-παλιά όμως, μαζώνοντανε τέσσερις-πέντε οικογένειες απ’το βράδυ κι πηγαίνανε κι έψ’νανε [ψήνανε] ’κεί απάν’, παλιά. Ύστερα σιγά-σιγά ’κείνοι χάθ’κανε κι κόπ’κανε κι αυτά τα εθίματα που κάνανε, να πούμε. Αλλά όμως στον Αγιώργη είνι πάντα ανοιχτός κι πάντα περιποιητικός κι πάντα να πούμι υπάρχει κόσμος, δε λείπ᾿. Κι είνι αυτά για τη χάρη τ’, στον Άηγιώργη. Αυτά είναι.


Οι καβαλάρηδες μετά το εκκλησάκι του άη Γιώργη περιοδεύουν έφιπποι όλη την πόλη και τους εορτάζοντες Γιώργηδες, για να καταλήξουν στο καφενείο στη Μπούχαλη, στο ίδιο όπου επιτελέστηκαν και οι "Αγραπνιές" (τα απομεινάρια της φωτιάς διακρίνονται πίσω από το άλογο, 1/5/2000)

 
Ερ.: −Κι αυτό που λες ότι πηγαίνανε στα πανηγύρια; Δηλαδή όπου γιόρταζε;…
Ρ. Κ.: − Όπου ήτανε γιορταζόμενοι, επηγαίνανε μι τ’ άλογα. Εφέτος είχανε κι διαγωνισμό με τ’ άλογα, ποιο είναι το καλύτερο στ’ν ομουρφιά. Ύστερα, άμα τιλειώσ’ η ικκλησία −πριν να τιλειώσ’ η ικκλησία, λένι ακόμα το «Χριστός ανέστη»−, φέρν’νε γύρα-γύρα όλα τ’ άλογα την ικκλησία, γύρα-γύρα. Μετά απ’αυτού, φεύγ’νε τ’ άλογα.




 Οι νεαροί καβαλάρηδες, μετά και την περιήγηση στην πόλη, γλεντάνε με φαγοπότι, τραγούδι και χορό στον ήσκιο του πλάτανου, στο καφενείο στη Μπούχαλη, πίσω από την εκκλησία των αγίων Αποστόλων (1/5/2000)
 
Ερ.: −Ας πούμε πως εσύ έχεις Γιώργη σπίτι σου και γιορτάζεις, θά ’ρθει;
Ρ. Κ.: −Θα ’ρθεί, να πούμι, κι φέρν’νε και μέσα σ’ν ικκλησία τ’ άλογα, πιρνάνι κι μέσα, τ’ άλογα. Τώρα, όπ’ είνι Γιώργος, πηγαίν’νε στα πανηγύρια κι μπαίν’νε μέσα στα σπίτια τ’ς.
Ερ.: −Με το άλογο, μέσα;
Ρ. Κ.: −Μι το άλογο. Άμα είνι μιγάλη πόρτα κι χωράει. Αλλιώς και μη, κάθουνται όξω, στην αυλή.
Ερ.: −Και τον κερνάνε, εκεί που μπαίνει μέσα;
Ρ. Κ.: −Τον κερνάνε. Φαΐ, γλυκά, πιοτά, κερνάνι, αυτό είνι.

 Η κομπανία των ντόπιων Ρομά μουσικών που συνόδευσε τους καβαλάρηδες του άη-Γιώργη στο γλέντι τους στην πλατεία των Αγίων Αποστόλων, στη Μπούχαλη (1/5/2000)



"...Τώρα 'ναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα 'ναι καλοκαίρι / τώρα κι o ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει / νύχτα σελώνει τ' άλογο νύχτα το καλιγώνει / βάνει τα ασημένια  πέταλα  καρφιά μαλαματένια...": το τραγούδι με το οποίο άρχισαν οι μουσικοί το γλέντι των καβαλάρηδων (1/5/2000)
 

"Τώρα ΄ναι Μάης κι άνοιξη" Τάκης Καρναβάς
"...Τώρα 'ναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είν'  το καλοκαίρι / πάλι κι o ξένος βούλεται -Μάη μ' - στον τόπο του να πάει / νύχτα σελώνει τ' άλογο -Μάη μ΄- νύχτα το καλιγώνει / βάνει τα πέταλα χρυσά και τα  καρφιά ασημένια... 
γύρισμα: -Μαραίνομαι ο καημένος σαν το βασιλικό /ν  όπου τόνε ποτίζουν θαλασσινό νερό...  )

Ερ.:−Κρεμάνε και τίποτα πάνω στ’ άλογα;
Ρ. Κ.: −Όχι, όχι, δεν κριμάνι, δεν κριμάνι στ’ άλογα, όχι.
Ερ.: −Δεν κρεμάνε, όπως στο γάμο να πούμε, που βάζανε μαντήλια;
Ρ. Κ.: −Στο γάμο τα ’κάναν οι παλιοί, αν τά ’εις γράψ’, ό,τι κάνανε στα χωριά, αυτά που εδένανε τ’ άλογα με μαντήλια, αλλά αυτό είναι μόνο αυτήνη η μέρα που γιορτάζ’νε.
Ερ.: −Και αυτό δηλαδή έγινε επειδή είδανε στον ύπνο τους τον Αγιώργη που είπε ν’ανεβαίνουνε οι λεβέντες με τ’ άλογα;





Ένας μερακλής από τους παλιότερους καβαλάρηδες (κουνιάδος ης αφηγήτριας Ρ.Κ.), συμμετέχει στο γλέντι χορεύοντας μαζί με το αγαπημένο του άλογο (1/5/2000)

Ρ. Κ.: −Ναι, και τ’ς ξεχώσανε. Κι αυτό τώρα το ’χ’νε σα χωράφι μέσα, σπέρν’νε , βάζ’νε καλαμπόκια ή στάρι, κάτι βάζουν. Αλλά είναι ένα κομμάτι από μάντρα [νεκροταφείο].
Ερ.: −Αυτό είναι της εκκλησίας, το χωράφι;
Ρ. Κ.: − Ναι, είνι τ’ς εκκλησίας τα χωράφια αυτά.
Ερ.:−Αυτό το εκκλησάκι, ξέρεις από πότε είναι εκεί, ο Αγιώργης;
Ρ. Κ.: − Αυτό; Αυτό είνι όμως πολλά χρόνια. Είνι πολλά… Δηλαδή…
Ερ.: −Δηλαδή κι απ’τους παππούδες σου −ας πούμε− το θυμόντουσαν να υπάρχει;
Ρ. Κ.: − …Πουλύ-πουλύ-πουλύ-πουλύ-πουλύ. Πουλύ. Πουλύ-πουλύ. Έχ’νε από παλιά-παλιά, έχ’νε χαθεί κόοοσμος δηλαδή που τού ’χανε ξεκινήσει, π’ του φκιάξανι. Τώρα είναι κάποιος πό ’χει εκεί σπίτια κι αυτός το συντηρεί. Αλλά το συντηρούνε, πααίν’νε, ανάβουνε τα καντήλια…
Ερ.: −Οι γυναίκες;
Ρ. Κ.: − Ναι, οι γυναίκες.
Ερ.:−Και δηλαδή, αυτοί που πηγαίνανε αποβραδύς και ψήνανε τ’ αρνιά, κοιμόντουσαν μέσα στην εκκλησία;
Ρ. Κ.: − Ναι, βέβαια, είχε και ρούχα μέσα η εκκλησία, μέσα, και πααίναν βράδυ, απ’ τ’ απόγεμα, ψένανε, άλλοι ψήνανε το πρωί, μετά που έφευγαν ο κόσμος, ψένανε.
Ερ.: −Και μένανε εκεί και τρώγανε και γινότανε και γλέντι;
Ρ. Κ.: − Ναι…
Ερ.: −Φέρνανε και τίποτα όργανα;
Ρ. Κ.: −Όχι, όχι. Ίσα που τρώγανε και έφευγαν οι οικογένειες. Έλεγαν τραγούδια, ήτανε αυτήνοι, οι παλιοί. Τραγούδαγάνε. Έχω πάει, έχω πέσει και ’γώ −γιατί αυτός ήτανε νονός μου που πήγαινε απ’το βράδ’ και με πήρε μια-δυο χρονιές και τα ξέρω αυτά. Αλλά πάντως για τον Αγιώργη είμαι σίγουρη ότ’ αυτό ήτανε για πεθαμένους, τ’ς είχανε ’κεί.
Ερ.:−Και το όνειρο, ποιος το είδε; Αυτοί που είχανε τους πεθαμένους;
Ρ. Κ.: − Αυτοί, οι ίδιοι. Και πήγαν και τ’ς ξέχωσαν ύστερα. Τ’ς άφησαν δυο-τρία χρόνια, πόσο τ’ς άφηναν, τα κόκκαλα ξέχωσαν. Δηλαδή δεν ξαναπήγανε αλλουνούς μέσα. Δεν ξαναπήγανε. Και μετά τό ’καμαν το νεκροταφείο απάν’ εκεί. Πρώτα το ’καμαν εδώ το νεκροταφείο, στον Αηδημήτρη, μπροστά στ’ μπαραλία, ιδώ, στο δρόμο. Αυτά τα πήραν τώρα, το σήκωσαν το νεκροταφείο μέσα απ’ τ’ θάλασσα π’κάνανε ο κόσμος μπάνιο, το πήγανε απάν’ψηλά, στον Αηγιάννη, πού ’ναι μακριά.
Ερ.: −Το άλλο, που ήτανε στον Αηθανάση;
Ρ. Κ.: −Το σηκώσανε κι από ’κεί. Το σηκώσανε.
Ερ.: −Εσύ το πρόλαβες εκεί το νεκροταφείο;
Ρ. Κ.: − Πως, πως. Ε, τώρα, δεν έχει και πολλά χρόνια! Τώρα τά ’φκιασαν αυτά τα χάλια κι έμ’νε ο Αηθανάσης μαναχός τ᾿…




 Όταν η γιορτή του άη Γιώργη συμπίπτει και με την Πρωτομαγιά (Βόνιτσα, 1/5/2000)

Σημ.: οι στίχοι κάτω από τον τίτλο του post, είναι απόσπασμα από τραγούδι του Λαζάρου, από το Σούλι της Ηπείρου (ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 976, σ.  61, συλλογή Δ. Λουκόπουλος 1933).
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια