Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά «στα ίχνη της Ελένης-Αγιαλένης»: το "Κάστρο της Κυρά-Έλενας" στη Θεισόα Ηλείας. Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας (Ethnographic Diary, Theissoa)



Ελένη Ψυχογιού


Τμήμα  τείχους στην ακρόπολη της αρχαίας Θεισόας από την επίσκεψή μου στις  7.9.2017



[οι φωτογραφίες της γράφουσας, Ε. Ψ., εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά]

Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις των εθνογραφικών ημερολογίων "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης  στον ιστότοπο, ως απαραίτητα  για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις)

Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της  επιτόπιας  έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν  φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων),  ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της  ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις  πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
 Μέσα από αυτό το πρίσμα, η  έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση,  στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να  συγκροτώ  συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,  νέα ερωτήματα.  Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο  να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου,   εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό  είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό  των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―  αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται  και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι,  οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητών, ο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του.  Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα  ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας  ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά  η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο  βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα...
Σημείωση: η διάδοση του διαδίκτυου και της  ηλεκτρονικής  επικοινωνίας, καθιστούν πλέον μέσω μιας απλής αναζήτησης εφικτή την πρόσβαση όσο και την  κριτική ανάγνωση των γραφομένων  και από τους κατοίκους  των τόπων στους οποίους γίνεται η περιήγηση… 



 Γεωμορφολογική εικόνα της ευρύτερης  ορεινής περιοχής στα σύνορα Ηλείας-Αρκαδίας -Μεσσηνίας από το  google earth. Πάνω δεξιά, στο κόκκινο βέλος, η Θεισόα


Χάρτης  των επαρχιών Ολυμπίας του νομού Ηλείας και και Τριφυλίας  του νομού Μεσσηνίας, χρησιμοποιημένος κατά την επιτόπια έρευνα. Σε κύκλο χωριά σχετικά με την έρευνα "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης"  (λεπτομέρεια από το χάρτη της Παλοποννήσου των εκδόσεων Road)


 Αύγουστος 2000 
"Λαογραφική αποστολή"  στους νομούς Ηλείας-Μεσσηνίας-Αρκαδίας, εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών. Προσωπικό εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας: πρώτη δημαοσίευση. 
  (Οι πρωτότυπες εθνογραφικές πληροφορίες, οι μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, τα βίντεο, οι φωτογραφίες  περιλαμβάνονται στο "χειρόγραφο" που έχει κατατεθεί στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας  της Ακαδημίας Αθηνών, kentrolaografias.gr). 

[Mεταγενέστερες από την παρούσα,  ευάριθμες ημερολογιακές, εθνογραφικές  αφηγήσεις «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της "Ελένης/Αγιαλένης"»  και  σε άλλους νομούς, είναι αναρτημένες  σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα, fiestaperpetoua.blogspot.com].

Ανδρίτσαινα, Κυριακή,  6.8.2000

΄Εφτασα και πάλι στην Ανδρίτσαινα την Κυριακή το απόγευμα, 6/8 και κατέλυσα για τρίτη συνεχή χρονιά στο ξενοδοχείο «Ξενία», στο ίδιο δωμάτιο αρ. 134.  Το δωμάτιο οικείο, με  την πλήρως επιπλωμένη παλιού στυλ κρεβατοκάμαρα,  με τα ξυλόγλυπτα έπιπλα:  διπλό κρεβάτι,  κομοδίνα,  "τουαλέτα",  πολυθρόνα, προφανώς τα παλιά έπιπλα της προίκας της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου που τα έχει αντικαταστήσει στο σπίτι της με καινούργια. Στους τοίχους μεγάλα κάδρα με κεντημένες στο χέρι "γκομπλέν" αγροτικές και άλλες σκηνές και τοπία, εργόχειρα της ίδιας, με τα οποία είναι διακοσμημένοι και όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι του ξενοδοχείου.  Τακτοποιώντας τα πράγματά μου στο γνώριμο πια αυτό περιβάλλον, ωσάν να επιστρέφω στο εξοχικό μου σπίτι, άκουσα απέξω τον οικείο επίσης θόρυβο από κεραμίδια που μετακινούνται συρτά, προσεκτικά. Είναι η εποχή που οι Ανδριτσάνοι –μόνιμοι ή/και εποχικοί κάτοικοι επιδιορθώνουν τις κεραμοσκεπές για να είναι έτοιμες για τον χειμώνα και τα χιόνια και ο θόρυβος από τα συρόμενα κεραμίδια και τα καρφώματα των ξύλων είναι διάχυτος στον οικισμό, κάνοντάς με να νιώσω ακόμα πιο οικεία, στον «δικό μου» τόπο.


Ανδρίτσαινα. Τμήμα της πρόσοψης του ξενοδοχείου πρώην "Ξενία" (είχε περάσει σε τοπικό επιχειρηματία, Αύγ. 2000)



Ανδρίτσαινα, κεντρικός δρόμος  (Οκτ. 2017)



Ανδρίτσαινα. Σπίτια του οικισμού (10.10. 2009)



Ανδρίτσαινα. Η περίφημη ροοκρήνη "της Χώρας" (10.10.2009)

Εφέτος όμως αναζητώ κυρίως την Αγιαλένη στους όμορους εδώ νομούς, που με ορμητήριο την όμορφη Ανδρίτσαινα, θα ακολουθήσω το μίτο που θα με οδηγήσει στην ανακάλυψη στοιχείων που θα τεκμηριώσουν σοβαρά την άγνωστη, πλην φαίνεται παλιά όσο και τούτος ο τόπος,  Ελένη/Αγιαλένη.
[Παραλείπω στη συνέχεια τους ενδιάμεσους σταθμούς στην Πέτρα Μεσσηνίας για το πανηγύρι του Σωτήρος καθώς και αυτό στη Νέδα (πρ. Μπέρεκλα) λόγω της μεγάλης έκτασης αυτής της περιήγησης,  ώστε να μη διασπαστεί η ενότητα, επιφυλασσόμενη να τους περιλάβω σε άλλο ημερολογιακό μου κείμενο που θα αναρτήσω]. 

……………………………………………………………………………………….

Τετάρτη, 9/8/2000

Θεισόα/Αγιαλένη

  
Χάρτης της ίδιας σχεδόν με την παραπάνω περιοχής, με επίκεντρο την Αλίφειρα. Σε κύκλο μερικές από τις "Αγιαλένες"  (πηγή:   Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, 1967-1968, Η αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της, εν Αθήναις:  Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 58).

Εκτός από τη διδακτορική διατριβή του Αν. Ορλάνδου[1] που αφορά την αρχαία Αλίφειρα και την εκεί,  πρώτη στην έρευνά μου, Αγιαλένη όπου με είχε οδηγήσει αρχικά η μαρτυρία της θεια-Ζαχαρούλας στο χωριό Φανάρι, είχα διαβάσει και το βιβλίο «Ολυμπιακά», του αείμνηστου  Ανδριτσάνου Αγησίλαου Τσέλαλη[2], επί πολλά χρόνια Διευθυντή της ιστορικής  Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας, ο οποίος εκτός από ιστορικός, λόγω εντοπιότητας γνώριζε πολύ καλά όχι μόνο τα ιστορικά και τα αρχαιολογικά, αλλά και τα σύγχρονα εθνογραφικά στοιχεία της περιοχής και τα καταθέτει σε αυτό το βιβλίο του. 


Αλίφειρα. Ολόφος της αρχαίας ακρόπολης. Το βέλος  δείχνει περίπου τη θέση του ναού  της Αθηνάς στην κορυφή,  όπου και η Αγιαλένη (Απρ. 2009)


Κάτοψη του αρχαίου ναού της Αθηνάς στην ακρόπολη της Αλίφειρας, πάνω στον οποίο  οι ντόπιοι είχαν κτίσει ασκεπές "εκκλησάκι" της  Αγιαλένης. Στο βάθος το "Αλώνι της Αγιαλένης" ( Αύγ. 2000)

(πηγή: Αν. Ορλάνδος, Η Αρχαία Αλίφειρα..., ό. π.)

Στο βιβλίο αυτό, εκτός από αυτήν της Αλίφειρας βρήκα, προς έκπληξή μου, αναφορές και σε άλλες «Αγιαλένες» στην ευρύτερη περιοχή και μάλιστα κοντά ή μέσα  σε αρχαιολογικούς χώρους: την Αγιαλένη στην αρχαία Θεισόα και την Αγιαλένη στο χωριό Μαρίνα, κοντά στην μεσσηνιακή αρχαία Είρα, στα σύνορα με την Ηλεία (κοντά στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες) και στην Αρκαδία. Ο Α. Τσέλαλης αναφέρεται διά μακρών στην «Αγιαλένη» της Θεισόας και δίνει πολύτιμες πληροφορίες, όχι μόνο για την Αρχαιότητα αλλά και για τον Μεσαίωνα που ανάγονται και σε γραπτή πηγή του 14ου αι., στο «Χρονικό του Μορέως». Η αναζήτηση της Αγαλένης στη Θεισόα είχε  ως εκ τούτου άμεση προτεραιότητα στην έρευνά μου....
Ξεκίνησα πρωί από την Ανδρίτσαινα για την Αγιαλένη στη Θεισόα (πρώην Λάβδα), το τελευταίο χωριό της Ηλείας πριν την Καρύταινα της Γορτυνίας. Αποβραδίς σε  εστιατόριο της Ανδρίτσαινας είχα ρωτήσει ντόπιους συνδαιτυμόνες αν γνωρίζουν την «Αγιαλένη» στη Θεισόα και μου είχαν απαντήσει αυθόρμητα, αμέσως, θετικά: «είναι ένα εκκλησάκι πάνω από το δρόμο, πριν την Καρύταινα, εκεί που είναι η [οδική] πινακίδα για το Κοτύλιο».  Μάλιστα ο γιος του μπαρμπα-Θανάση του Τεγάζη ο οποίος είναι νυχτοφύλακας στη Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας, μου εξήγησε πώς να πάω εκεί από τον παλιό δρόμο Ανδρίτσαινας-Καρύταινας, «που κόβει απ’ το γεφύρι του ποταμιού [Μυλάων, παραπόταμος του Αλφειού] και στρίβει προς Τσουράκι και πηγαίνει γύρω από τη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου της Ακρόπολης της αρχαίας Θεισόας και βγάζει κατευθείαν στην Αγιαλένη». Το Τσουράκι (εγκαταλειμμένος οικισμός με λίγα σπίτια με το θεωρούμενο ως «σπήλαιο του Πανός» στο χώρο του)  και τον δύσβατο δρόμο που οδηγεί εκεί, το είχα επισκεφθεί τον προηγούμενο χρόνο μαζί με την φίλη αρχαιολόγο Γιώτα Τσέλαλη,  κόρη του Α. Τσέλαλη, ακολουθώντας και πληροφορίες από το παραπάνω βιβλίο του  «Ολυμπιακά», οπότε και είχα εντυπωσιαστεί από το πέτρινο αλώνι μπροστά στο μοναδικό πλέον κατοικούμενο σπίτι του οικισμού, με τα αρχαία οικοδομικά υλικά (κιονόκρανα, κιονίσκους κ.ά) να ορίζουν την περίμετρό του. Ακολούθησα λοιπόν τη συμβουλή του νέου συνομιλητή μου και πήρα αυτό το δρόμο που είναι στενός και κακοτράχαλος, γεμάτος ανώμαλες πέτρες, αφού δεν χρησιμοποιείται  πολύ πλέον. 


Τσουράκι. Η γέφυρα στο ποτάμι δίπλα στον παλιό δρόμο  Ανδρίτσαινας-Τσουράκι (Ιούν. 2017) 


Αρχαία οικοδομικά μέλη σε κήπο στο Τσουράκι (Ιούν. 2017)

Ακολούθησα την όμορφη ρεματιά δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στο λόφο της Ακρόπολης και μιας πλαγιάς του Λύκαιου όρους, όπου κατέβαίνουν  ομαλά, κλιμακωμένες  πέτρινες, χρυσίζουσες αναβαθμίδες από την παλιά, εγκαταλειμμένη πλέον, καλλιέργεια δημητριακών.[3] Έβλεπα και μερικές πέτρινες αγροικίες, μαντριά και «γρέκια» κοντά στο ποτάμι, που το άκουγα να ρέει σιγομουρμουρίζοντας δίπλα στο δρόμο. Σε ένα σημείο όπου είδα έναν άλλο, στενό χωματόδρομο να ανηφορίζει προς την κορυφή του λόφου της Θεισόας, άφησα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα να το ανεβαίνω με τα πόδια, θεωρώντας ότι θα με έβγαζε στην αρχαία ακρόπολη. Είχα σκαρφαλώσει αρκετά, όταν αλυχτίσματα τσοπανόσκυλων σε κοντινή απόσταση μ’ έκαναν να εγκαταλείψω την προσπάθεια και να γυρίσω εσπευσμένα στο αυτοκίνητο. Συνέχισα λοιπόν με το ασφαλές αυτοκίνητο και σε λίγο ο δρόμος με έβγαλε σε ένα ξάγναντο. Ερημιά. Τριγύρω ψηλές και χαμηλότερες βουνοκορφές  και στα χαμηλότερα σημεία οι πλαγιές εδώ κι εκεί χρύσιζαν από τις πεζούλες με τα αγριεμένα, ακαλλιέργητα και αθέριστα δημητριακά.



Η περιοχή στα σύνορα Ηλείας-Αρκαδίας στην Θεισόα, όπου το εκκλησάκι Αγιαλένη (μόλις διακρίνεται κάτω δεξιά). Πάνω δεξιά κορυφές του όρους Λύκαιο (9 Αύγ. 2000)



Θεισόα Ηλείας. Η διασταύρωση της εθνικής οδού Ανδρίτσαινας-Καρύταινας και της επαρχιακής οδού προς Κοτύλιο και χωριά του Λύκαιου όρους, κατά την οδική ταμπέλα. Αριστερά το εκκλησάκι της Αγιαλένης (9/8/2000)

 Χαμηλά ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος που υπέθεσα  ότι είναι ο σύγχρονος Ανδρίτσαινας –Καρύταινας που είχα παρακάμψει, διασταυρωνόταν με έναν άλλο που ανηφόριζε νότια, προς το βουνό πίσω μου, το Λύκαιο, ενώ στ΄ αριστερά μου ορθωνόταν ο χαμηλός, σε σχέση με τα γύρω βουνά, λόφος της Ακρόπολης της Θεισόας. Στο σημείο της διασταύρωσης των δύο δρόμων φαινόταν μια οδική ταμπέλα και ένα εκκλησάκι, οπότε υπέθεσα ότι είχα φτάσει στον προορισμό μου, κατά τις οδηγίες των Ανδριτσάνων.  Το σημείο έδειχνε να είναι κομβικό οδικό πέρασμα. Πλησίασα και είδα ότι η ταμπέλα έγραφε και έδειχνε προς Κοτύλιον, Αρχ. Λύκαιον, Καρυές, οπότε ήμουν σίγουρη, μετά χαράς, πως το εκκλησάκι θα ήταν η Αγιαλένη



Θεισόα Ηλείας. Το εκκλησάκι της Αγιαλένης (9/8/2000)

Προσέγγισα  το  μικρό, πετροχτισμένο εκκλησάκι, μονάχο και έρημο μέσα στα βουνά, αν και πάνω στην όχι και τόσο πολυσύχναστη διασταύρωση των δύο δρόμων. Ένα προστώο-χαγιάτι στη δυτική πλευρά του, σαν προέκταση της στέγης  του, στηριγμένο σε δύο, παράταιρες με το υπόλοιπο χτίσιμο, στρογγυλές τσιμεντένιες κολώνες, στεγάζει και την  μοναδική είσοδό του  που ήταν κλεισμένη  με μια μονοκόμματη, γκρίζα σιδερένια πόρτα χωρίς ανοίγματα, κλειδωμένη. Κάτω από το πλακοστρωμένο με μάρμαρα αυτό χαγιάτι  ένα τετράπλευρο, μαρμάρινο επίσης, τραπέζι στηριγμένο πάνω σε δύο τετράπλευρα μαρμάρινα πόδια, ως ένα είδος «τράπεζας προσφορών»  ακουμπούσε με τη μια στενή πλευρά του πάνω στο δυτικό τοίχο, δεξιά της εισόδου, ενώ δύο λευκοί πάγκοι, εκτός χαγιατιού, έστεκαν  εμπρός του, στοιχεία που δήλωναν ότι το εκκλησάκι είναι σημαντικό, φροντίζεται  και πανηγυρίζεται από τους κατοίκους.



Θεισόα Ηλείας, εκκλησάκι Αγιαλένης. Διακρίνονται οι δύο πέτρες στα ΝΔ του ναού, πίσω από τον δεξιό πάγκο (9/8/2000)  


Θεισόα Ηλείας, εκκλησάκι Αγιαλένης. Οι δύο πέτρες στα ΝΔ του ναού, σε μεταγενέστερη επίσκεψή μου, 24 Απρίλη του 2009 (ο ναός συντηρημένος, με αναστηλωτικές αλλαγές  κυρίως  στη στέγη και  στο προστώο). (Τα δύο κόκκινα πλαστικά δοχεία μάλλον περιέχουν λάδι από προσφορές των πιστών για  το  πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής  που είχε γίνει πριν λίγες μόλις ημέρες)


Θεισόα Ηλείας, οι πέτρες στη ΝΔ γωνία της Αγιαλένης  τον Ιούνιο του  2017


Θισόα Ηλείας. Το εκκλησάκι της Αγιαλένης  την άνοιξη, αναστηλωμένο από τους κατοίκους ( 24.4.2009). Στο βάθος οι λόφοι και τα βουνά της Γορτυνίας.


Θεισόα. Στο βάθος ο λόφος της ακρόπολης της αρχαίας Θεισόας  (ο χαμηλός, μπροστά  από το βουνό πίσω του στο βάθος) όπως φαίνεται από τη ΝΔ γωνία του ξωκλησιού της Αγιαλένης (24.4.2009)



Θεισόα  Ηλείας. Το αναστηλωμένο από τους κατοίκους εκκλησάκι της Αγιαλένης , τον Ιούνιο του 2017, με προσθήκη λιθόκτιστης κρήνης στον περιβάλλοντα χώρο

Δεξιά  από το τραπέζι, σαν προέκταση του δυτικού τοίχου, αλλά έξω από αυτόν, έστεκαν δύο όρθιοι ογκόλιθοι κατεργασμένοι κάπως σε ορθογώνιο σχήμα, λίγο αραιά ο ένας από τον άλλο, ωσάν να όριζαν μια πύλη  ενός ανύπαρκτου εκεί κτίριου, ή σαν να ανήκαν στο ίδιο κτίριο αλλά να ήταν κάποτε μεγαλύτερο και πολύ παλιότερο από αυτό του ξωκλησιού, το οποίο να είχε καταπέσει και μέρος του να καταλαμβάνει τώρα το εκκλησάκι.  Αυτή την υπόθεση υποστήριζε και το ότι παρατήρησα ότι τέτοιοι επεξεργασμένοι ογκόλιθοι ήταν ενσωματωμένοι ένθεν και ένθεν της πόρτας της εκκλησούλας καθώς και στις δύο γωνίες του δυτικού αυτού τοίχου. Ψηλά, δεξιά   της πόρτας εισόδου, είδα εντοιχισμένες δύο ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες και πλησίασα να τις διαβάσω, υποθέτοντας ότι θα επιβεβαίωναν το ότι βρισκόμουν στην Αγιαλένη όπως μαρτυρούσαν  «τα σημάδια του τόπου» που μου είχαν δώσει οι Ανδριτσάνοι.  Η μία, χρονολογημένη,  ανέγραφε τον αφιερωτή μάλλον κάποιας ανακαίνισής της, κατά το 1995, αφού το εκκλησάκι έδειχνε σαφώς παλιότερο από αυτή τη χρονολογία . 



Θεισόα. Οι ενεπίγραφες, επίτοιχες μαρμάρινες  πλάκες του ξωκλησιού κατά την πρώτη μου επίσκεψη, στις 9 Αυγούστου 2000.


Θεισόα, Αγιαλένη. Η μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή "Ιερός ναός Ζωοδόχου Πηγής Θεισόα"  κατά τη δεύτερη επίσκεψή μου, μετά την ανακαίνιση του ξωκλησιού , στις 24.4.2009.

Η άλλη ανέγραφε: «Ναός Ζωοδόχου Πηγής». Ωχ! σκέφτηκα απορώντας απογοητευμένη, λάθος έκανα, δεν είναι αυτή  η Αγιαλένη! Τι συνέβαινε; Τριγύρω δεν φαινόταν άλλο εκκλησάκι, όμως οι οδηγίες ήταν σαφείς, αυτό έπρεπε να είναι. Έκανα μια βόλτα όσο μπορούσα στα πέριξ να δω μήπως εύρισκα κάποιο άλλο εκκλησάκι αλλά δεν υπήρχε κανένα. 'Ενα εικονοστάσι  είναι στην άλλη πλευρά της διασταύρωσης των δρόμων και   σηματοδοτεί το ξωκλήσι πάνω στο σταυροδρόμι. Στο εσωτερικό του, κύρια θέση κατείχε η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης! Μυστήριο... Ποιο εκκλησάκι σηματοδοτούσε; 




Θεισόα. Πάνω και κάτω: εξωτερικό και εσωτερικό  του ανακατασκευασμένου,  μετά την πρώτη μου επίσκεψη, εικονοστασιού,   σε σχήμα δισκοπότηρου, που σηματοδοτεί την παρουσία του  ξωκλησιού της Αγιαλένης στη διασταύρωση των δρόμων (24.4.2009).

 Πού να ήταν το ξωκλήσι της  Αγιαλένης; Είπα να φύγω, ωστόσο η εικόνα στο εικονοστάσι  μου έλεγε ότι δεν είχα κάνει λάθος. Επέστρεψα στο εκκλησάκι και πλησίασα να το επεξεργαστώ καλύτερα. Ευτυχώς η λιθοδομή του είναι ασοβάτιστη και  η ανόμοια δομή των πέτρινων υλικών της τοιχοποιίας του προκαλεί άμεσα το ενδιαφέρον τού παρατηρητή: είδα ότι εκτός από τις δύο παραστάδες της πόρτας και  οι  τέσσερις γωνίες του  ναΐσκου και τα χαμηλότερα μέρη του εδώ κι εκεί,  έχουν εντοιχισμένους πελεκημένους  ογκόλιθους, σαν αυτούς που στέκονται ανεξάρτητοι στη προέκταση του δυτικού τοίχου, όπως είχα ήδη προσέξει. Πάνω από αυτές τις μεγάλες πέτρες, το υπόλοιπο οικοδόμημα είναι χτισμένο σε ύψος με μικρότερες, ανισομεγέθεις μεν, πλην μικρού σχετικά μεγέθους, ακατέργαστες πέτρες,  με έναν τρόπο ωσάν να έχουν παραγεμίσει τα κενά ανάμεσα στους ογκόλιθους  και οι τοίχοι να έχουν υπερυψωθεί  πάνω από αυτούς σαν «πανωσήκωμα» ως την στέγη. Σκεφτόμουν ότι το μέγεθος και η θέση του μικρού αυτού ξωκλησιού δεν δικαιολογεί τη χρήση αυτών των παράταιρα μεγάλων και επεξεργασμένων λίθων στην τοιχοδομή του, αντίφαση που ενίσχυε την υπόθεση  ότι ή προϋπήρχε επιτόπου παλιότερο και μεγαλύτερο οικοδόμημα (όπως δηλώνουν και οι εκτός των τοίχων του διατηρημένοι ογκόλιθοι) πάνω στο οποίο (και εν μέρει με υλικά του οποίου) χτίστηκε ο ναΐσκος ή ότι οι ογκόλιθοι είχαν μεταφερθεί από αλλού, πιθανόν από την αρχαία Θεισόα, για να χτιστεί το εκκλησάκι. Απέρριψα τη δεύτερη πιθανότητα αμέσως γιατί τόσο οι εναπομείναντες εκτός αυτού ογκόλιθοι όσο και το μέγεθος του ναΐσκου που δεν απαιτούσε τη χρήση τέτοιων μεγάλων λίθων, δήλωναν ότι οι ογκόλιθοι μάλλον προϋπήρχαν επιτόπου. Κατ’ επέκταση, συλλογιζόμουν ότι όποιο κι αν ήταν αυτό το παλιότερο κτίσμα, μάλλον θα είχε σχέση με κάποιο ιερό, δεδομένου του ότι ήταν προσεγμένη η κατασκευή του με τους πελεκημένους ογκόλιθους  και επίσης γιατί πάμπολλα ξωκλήσια χτίζονται πάνω σε αρχαία ιερά, καθώς η λατρευτική μνήμη είναι ισχυρή αλλά και γιατί  οι προγενέστεροι ναοί ορίζουν το ιερό τοπίο διαχρονικά.



Θεισόα. Από πάνω προς τα κάτω: οι τέσσερις όψεις της λιθοδομής των τοίχων του ξωκλησιού της Αγιαλένης (24.4.2009)

Αυτές οι σκέψεις, συνδυαστικά με την αναζητούμενη «περίεργη»  Αγιαλένη επέτειναν την ανάγκη να δω και το εσωτερικό του μικρού ναού, μήπως και οι εικόνες μου έλυναν το μυστήριο σε ποιον άγιο ήταν  αφιερωμένο (παρά την επιγραφή στον εξωτερικό δυτικό τοίχο) αλλά η κλειδωμένη, συμπαγής σιδερένια πόρτα του δεν μου το επέτρεπε. Ένα μικρό παράθυρο πάνω στο νότιο τοίχο ήταν κλεισμένο με μια μονοκόμματη, αδιαφανή λευκή  μαρμάρινη πλάκα, παραδόξως, το ίδιο και ένα πάνω στο βόρειο τοίχο (κι άλλο μάρμαρο, σκέφτηκα).  Το τελευταίο όμως αυτό βορινό παράθυρο (παρόλο που φαίνεται από κάποιον διερχόμενο, εποχούμενο ή πεζό,  από τον επσρχιακό δρόμο) κάποιος είχε επιχειρήσει να το παραβιάσει σπάζοντας με πέτρα  το μάρμαρο που το κλείνει, με αποτέλεσμα (για δική μου καλή τύχη!) να έχει  ένα κενό στο πάνω μέρος του, ενώ πάνω στο φαρδύ, λόγω του πάχους των τοίχων, περβάζι είχαν παραμείνει τα σπασμένα κομμάτια του.


Θεισόα. Το εσωτερικό του ξωκλησιού της Αγιαλένης από το σπασμένο, νότιο παράθυρο (9.8.2000)

 Πλησίασα το κεφάλι μου στο άνοιγμα προσπαθώντας να δω στο εσωτερικό που φωτιζόταν αμυδρά από αυτά τα μαρμαρο-κλεισμένα παράθυρα, περισσότερο από το σπασμένο, αν και το εσωτερικό το  σκοτείνιαζε το χωμένο σε αυτό κεφάλι μου. Πάνω στο απέριττο, ξύλινο τέμπλο κατάφερα να δω  την αφιερωματική εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής ενώ πίσω από το ξύλινο αναλόγιο του ψαλτηριού, πάνω στο νότιο τοίχο, διέκρινα την ίδια εικόνα. Απογοητεύτηκα. Άρα είναι όντως «Ζωοδόχος Πηγή», σκέφτηκα,  αναρωτώμενη ταυτόχρονα πού να είναι η, κατά τις μαρτυρίες εντοπιζόμενη σε αυτό το σημείο, Αγιαλένη. Φωτογράφισα όσο ήταν δυνατόν και καθώς έβγαζα το κεφάλι μου από την τρύπα, πρόσεξα πάνω στο εσωτερικό περβάζι του παράθυρου ακουμπημένες δύο εικόνες, τη μια πάνω στην άλλη. Η υπερκείμενη, άμεσα εκτεθειμένη στο βλέμμα, εικόνιζε τον καβαλάρη άη-Δημήτρη. Η αθέατη, πίσω από αυτήν και λίγο μεγαλύτερη εικόνα προεξείχε της πρώτης, με αποτέλεσμα να φαίνεται και να παρατηρήσω ιστορημένο ένα σχήμα που (στο εξασκημένο σχετικά βλέμμα μου) παρέπεμπε στο πάνω μέρος της κάθετης κεραίας του σταυρού που τυπικά εικονίζονται να τον κρατούν ένθεν και ένθεν οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη! Ανασήκωσα, το κατά δύναμη, την πάνω εικόνα και η υποψία μου επιβεβαιώθηκε. Η εικόνα ήταν των δύο αυτών αγίων. Αυτό το εύρημα με επανέφερε στο δίλημμα για το σε ποια ιερή μορφή είναι αφιερωμένο το εκκλησάκι και τώρα ήθελα  να βρω τρόπο να δω το εσωτερικό του ναού καλύτερα.
Προσέγγισα τη σιδερένια πόρτα της εισόδου, μήπως μπορέσω να δω εσωτερικά από την τρύπα της κλειδαριάς. Πάνω από την κλειδαριά είδα τώρα ότι υπήρχε ένα επίμηκες, πολύ  στενό άνοιγμα, κάπως σαν αυτά από όπου περνάει στα σπίτια η ταχυδρομική αλληλογραφία.  Τοποθέτησα λοιπόν, όπως μπορούσα, το μάτι μου εκεί και είδα: πάνω στο βόρειο τοίχο (που δεν φαινόταν βεβαίως από το άνοιγμα του βορινού παράθυρου) ήταν κρεμασμένες στη σειρά πάνω από δέκα εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης! Μου φαινόταν αξιοπερίεργη η παρουσία τόσων εικόνων των δύο αυτών Αγίων σε ένα εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής.  Συλλογίστηκα  ότι η εξήγηση θα μπορούσε να είναι η αφιέρωσή του, σε κάποια προγενέστερη φάση, στην αναζητούμενη Αγιαλένη (χριστιανικά δεν υπάρχει άλλη εικόνα να της αφιερωθεί, πέραν αυτής των δύο αγίων μαζί, έστω και αν ονοματιζόταν μόνον  ως Αγιαλένη) και ότι σε κάποια ανακαίνιση ο χορηγός, για δικούς του λατρευτικούς και αφιερωματικούς λόγους,  φαίνεται να άλλαξε την αφιέρωση από την Αγιαλένη στη Ζωοδόχο Πηγή. Και παρόλ’ αυτά,  να παραμένει στην τοπική θρησκευτική μνήμη η παλιά  (και πρώτη;) αφιέρωση και η ονομασία ως  Αγιαλένη του ιερού αυτού τόπου και του κτίσματος. Θέλοντας να απαθανατίσω το σημαντικό για την έρευνά μου τεκμήριο αυτών των εικόνων (ποτέ δεν ξέρεις πότε και πώς μπορεί να  αλλάξουν τα πράγματα, από μια πυρκαγιά, π. χ., ούτε αν και πώς θα μπορέσεις εσύ ο ίδιος να ξαναβρεθείς στον ίδιο τόπο, που ποτέ δεν παραμένει ο «ίδιος») τοποθέτησα το φακό της μηχανής στη σχισμή της πόρτας και πάτησα το κλείστρο, μήπως και γίνει θαύμα και αποτυπωθούν σε φωτογραφία [βγήκε μια μουτζούρα, δυστυχώς]…
Αφού ολοκλήρωσα της φωτογράφιση  και βιντεοσκόπηση του ιερού αυτού τοπίου μέσα στα άγρια, πανύψηλα  βουνά και με φόντο την αρχαία ακρόπολη της Θεσόας, κατευθύνθηκα προς το σημερινό χωριό Θεισόα (πρώην Λάβδα), το τελευταίο χωριό της Ηλείας πριν την αρκαδική Καρύταινα  και το πλησιέστερο στην αρχαία Θεισόα, την πόλη και την ακρόπολή της, μήπως και βρω κατοίκους να με βοηθήσουν να λύσω τις απορίες μου.

Θεισόα (πρώην Λάβδα)

Λίγο μετά το εκκλησάκι, είδα το μικρό  χωριό (που  διοικητικά ανήκε πότε στην επικράτεια της όμορης Μεσσηνίας και πότε της  Ηλείας όπου και ανήκει πλέον) απλωμένο κατά μήκος ενός  χαμηλότερου επίπεδου, κάτω από τον κεντρικό δρόμο Ανδρίτσαινας-Καρύταινας-Μεγαλόπολης και μου φάνηκε κάπως έρημο και ερειπωμένο. Κάτω από το χωριό ανοίγεται το στενό και βαθύ, απότομο φαράγγι που έχει σκάψει  ο Αλφειός ποταμός, μπαίνοντας σε αυτό λίγο μετά την Καρύταινα και μετά το οροπέδιο  της Μεγαλόπολης. Κατηφόρισα έναν παράδρομο που οδηγεί σε μια έρημη πλατεία, στο κέντρο της οποίας δέσποζε  μια μεγάλη, σχετικά νεόχτιστη, εκκλησία. 



Ο Αλφειός στο φαράγγι κάτω από το χωριό Θεισόα (Ιούν. 2017) 

Πάρκαρα και πήρα πεζή έναν χωματόδρομο, κάτω από τον οποίο, σε χαμηλότερο επίπεδο, φαινόντουσαν δύο παλαιά, πετρόχτιστα σπίτια με αυλές με πέτρινους περίβολους από όπου ακουγόντουσαν ομιλίες.  Κατηφόρισα το πέτρινο καλντερίμι που περνάει ανάμεσά τους και μπήκα στον περίβολο αυτού στα δεξιά μου. Στην αυλή του ήταν καθισμένοι δύο άνδρες, ένας ηλικιωμένος, γύρω στα 80 χρ., ένας νεότερος γύρω στα 45-50χρ. και δύο παιδιά. Τους χαιρέτισα καθώς με κοίταζαν έκπληκτοι και τους εξήγησα τα επαναλαμβανόμενα κουραστικά, πλην απαραίτητα, σχετικά με το ποια είμαι και τι ζητάω στο χωριό τους και από αυτούς συγκεκριμένα. (Πάντα με εξέπληττε ευχάριστα, εκείνα τα χρόνια της επιτόπιας έρευνας, η προθυμία των χωρικών και των δύο φύλων, οι οποίοι, παρόλο που δεν πολύ-καταλαβαίνουν πάντα από πού προέρχομαι και τι είναι η «Ακαδημία Αθηνών», είναι τόσο ανοιχτοί και φιλόξενοι να δεχτούν μια άγνωστη που εισβάλλει στο χώρο τους και να συνομιλήσουν μαζί της, ακόμα και να την φιλοξενήσουν, στη συνέχεια).


Χωριό Θεισόα (πρώην Λάβδα), επειπωμένο σπίτι (9.8.2000)

Αμέσως (αφού άνοιξα, με την άδειά τους, το μαγνητόφωνο να καταγράφει),  ρώτησα αν γνωρίζουν ποιο εκκλησάκι είναι αυτό στη διασταύρωση, δίνοντας λεπτομέρειες με τα «σημάδια του τόπου». «Α, η Αγιαλένη», απάντησαν, χωρίς δισταγμό, ούτε να αναρωτηθούν καν τι ρωτούσα. «Είσαστε σίγουροι», αντέτεινα εγώ, «ότι καταλάβατε για ποιο εκκλησάκι σας μιλάω, γιατί αυτό γράφει  απέξω «Ζωοδόχος Πηγή». «Ας γράφει», μου απάντησαν «δεν ξέρουμε τώρα εμείς που έχουμε γεννηθεί εδώ,  την Αγιαλένη;» «Δεν αμφιβάλλω», επέμεινα εγώ επιτούτου, «ότι ξέρετε εσείς την Αγιαλένη, απλά αναρωτιέμαι μήπως δεν σας έδωσα να καταλάβετε για ποιο εκκλησάκι σας μιλάω, αφού αυτό γράφει “Ζωοδόχος Πηγή”». «Ας γράφει», επέμενε ο γέροντας, «σου λέω ότι είναι η Αγιαλένη». Συνέχισε δε  λέγοντας με έμφαση ότι  «το εκκλησάκι αυτό ήταν πριν χρόνια γκρεμισμένο και το ανακαίνισαν και το έγραψαν έτσι αλλά εμείς το  ξέρουμε και το θέλουμε να είναι Αγιαλένη, έτσι το λέγαμε πάντα, “πάμε στην Αγιαλένη” λέμε και έτσι θα το λέμε, κι ας το ΄χουνε κάνει Ζωοδόχος Πηγή»!  «Και πότε το γιορτάζετε»; ρώτησα. «Το Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής, φέτος μάλιστα το είχανε φτιάσει και είχε πολύ κόσμο». «Τότε πώς είναι της Αγιαλένης;» επέμεινα εγώ. «Δεν έχει σημασία», είπε χάνοντας κάπως  την υπομονή του, «μια φορά είναι η Αγιαλένη, προπάλαια!» (χαρά εγώ!!). «Εκεί είναι αρχαία», συνέχισε ο γέροντας, «η αρχαία Θεισόα, να πας στο δάσκαλο που είναι 85 χρονών και ξέρει πολλά, να σου τα πει, αυτός ασχολείται και τα ξέρει». Τηλεφώνησε μάλιστα πάραυτα στο δάσκαλο, θέλοντας να με παραπέμψει στην «αυθεντία» του (ή ίσως και για να απαλλαγεί από μένα!),  ο οποίος ήταν στο σπίτι του, του εξήγησε τα σχετικά και αυτός δέχτηκε να τον επισκεφθώ, να μιλήσουμε.
 [Γενικά συνηθίζω, καλώς ή κακώς,  να αποφεύγω στην επιτόπια έρευνα τους «επαΐοντες» δασκάλους και τους τοπικούς λόγιους που έχουν αποκρυσταλλωμένη άποψη και ερμηνεία για τα τοπικά ιστορικά και λαογραφικά θέματα, αλλά δεν αρνήθηκα βεβαίως, κατόπιν αυτού να δω τον δάσκαλο, ίσως να μάθαινα πολλά και από αυτόν].




Θεισόα (πρώην Λάβδα) Κιονόκρανο εντοιχισμένο σε πεζούλι σε αυλή σπιτιού (9/8/2000)

Μια καλοσυνάτη γυναίκα, γύρω στα 45-50 χρ., νύφη του γέροντα, όπως κατάλαβα, βγήκε από το σπίτι χαμογελαστή κρατώντας δίσκο με το κέρασμα, γλυκό του κουταλιού και κρύο νερό, καλοδέχοντάς με. Καθώς σήκωνα το ποτήρι, ευχόμενη και ευχαριστώντας, για να πιω το νερό,  το βλέμμα μου έπεσε στη χτιστή αναβαθμίδα  που συγκρατούσε το χώμα  ενός ολάνθιστου μπαξέ στο φρύδι της αυλής και…κόντεψα να πνιγώ!  Πάνω-πάνω ανάμεσα στις άλλες πέτρες προεξείχε χτισμένο και ασβεστωμένο ένα κιονόκρανο, παλαιο-χριστιανικού ή βυζαντινού τύπου, με ένα σταυρό σκαλισμένο στην πλαϊνή, στενή πλευρά του, αναποδογυρισμένο!
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα δείχνοντας με το δάχτυλο την "πέτρα". «Ποιο αυτό;», ρώτησε ο νέος απορώντας. «Αυτή εκεί η πέτρα στο πεζούλι που προεξέχει», είπα εγώ. «Α, αυτή είναι μια πέτρα που στερεώνουμε πάνω της το βαρέλι, γιατί είναι ίσια», μου απάντησε. «Ναι αλλά αυτό είναι ένα αρχαίο κιονόκρανο από εκκλησία, έχει και σταυρό σκαλισμένο πάνω του», είπα εγώ, «πώς βρέθηκε εδώ;». Πλησίασαν όλοι απορημένοι την πέτρα και την επεξεργαζόντουσαν προσεκτικά. «Σα να ‘χεις δίκιο», είπε με απορία και θαυμασμό ο γέροντας, «έχει και σκαλισμένο σταυρό, τόσα χρόνια ούτε που το ‘χα προσέξει!! Το έβλεπα σαν μια απλή πέτρα!... Και να σκεφτείς ότι έχω και μια κόρη αρχαιολόγο και ούτε κι αυτή το πρόσεξε ποτέ!» Εγώ υποψιάστηκα την υπερκείμενη στο χωριό αρχαία ακρόπολη αλλά αφού το κιονόκρανο ήταν από χριστιανικό ναό, ρώτησα αν υπήρχαν στο χωριό ερείπια κάποιας πολύ παλιάς εκκλησίας και μου είπαν πως όχι. «Όμως υπάρχει, όχι αρχαία, αλλά η παλιά εκκλησία μας», είπε ο γέροντας, «είναι γκρεμισμένη από το σεισμό του 1965 αλλά το καμπαναριό είναι ακέραιο, ένα ωραίο πράμα, πέτρινο, πολύ ωραίο, να πας να το δεις!» «Θα πάω, βεβαίως» είπα. Τους αποχαιρέτισα με ευχαριστίες για να μην τους απασχολώ άλλο καθώς ήταν μεσημέρι πλέον και βγήκα από την αυλή.
Βγαίνοντας και ενώ οι άλλοι ήταν ακόμα στην αυλή τους, είδα απέναντι  μια παμπάλαια, μνημειώδη ξύλινη αυλόπορτα, πλαισιωμένη με πέτρινο τοίχο  και στεγασμένη με λίθινες πλάκες. Πλησίασα να την φωτογραφίσω και στρεφόμενη, ρώτησα τους συνομιλητές μου που με παρακολουθούσαν ακόμα, αν μπορούσα μπω και στην αυλή. Ο γέροντας μου είπε ότι ήταν δικό τους και αυτό το σπίτι και μου επέτρεψε μετά χαράς να μπω, ακολουθώντας με. Άνοιξα την βαριά ξύλινη αυλόπορτα και βρέθηκα σε μια αυλή όπου ήταν ωσάν ο χρόνος να είχε σταματήσει και να με παρέπεμπε σε νεολιθική εποχή. Λιθόστρωτη, περικλειόταν από πέτρινο τοίχο. Δίπλα στην αυλόπορτα, δεξιά, ένα υπόστεγο με πλάκες φιλοξενούσε το πετρόχτιστο φουρναριό και καλοστοιβαγμένα ξύλα. Σε ένα δεύτερο, λιθόστρωτο επίσης, επίπεδο ήταν ο μακρύς τοίχος ενός πέτρινου, χαμηλού σπιτιού, πάνω στον οποίο ανοιγόντουσαν δύο πόρτες. Ένα άλλο, κατηφορικό, φαρδύ λιθόστρωτο οδηγούσε προς το υπόγειο, κάτω από αυτή την πάνω αυλή. Εμπρός από τη μεγαλύτερη από τις δύο πόρτες, κρεμόταν περασμένο σε ένα σιδερένιο σωλήνα ένα πορτοκαλο-κόκκινο υφαντό κιλίμι, που φαινόταν παλαιό,  με καρό σχέδια, ξεθωριασμένο κάπως από τον ήλιο, που το κουνούσε ο αέρας πέρα-δώθε. Αριστερά από αυτή την πόρτα, πάνω στο λιθόστρωτο ήταν  τοποθετημένα δύο πέτρινα σκαμνιά. Καθώς φωτογράφιζα το σύνολο, αντιλήφθηκα ότι τα "πέτρινα σκαμνιά" ήταν  οι  ραβδωτοί σπόνδυλοι με τα προσαρμοσμένα σε αυτούς κιονόκρανα  δωρικού ρυθμού, από κογχυλιάτη λίθο!  Κατέβασα τη μηχανή και τα κοιτούσα απορημένη. Ο γέροντας τότε μου είπε «ε, αυτά τα ξέρουμε ότι είναι αρχαία, είναι από την αρχαία πόλη εδώ από πάνω μας, που σας έλεγα! Ούτε ξέρω από πότε βρίσκονται εδώ, εγώ εδώ τα θυμάμαι από τότε που γεννήθηκα». Η αίσθηση ότι βρισκόμουν σε άλλο χρόνο έγινε πιο έντονη. Τον ρώτησα αν μπορούσα να μπω μέσα στο σπίτι και δέχτηκε ευχαρίστως. Ανασήκωσα την υφαντή κουβέρτα-κουρτίνα και καθώς μπήκα στο μισοσκότεινο εσωτερικό του παμπάλαιου σπιτιού, γαργάλισε τα ρουθούνια μου η γλυκόξινη μυρωδιά του απλωμένου για να στεγνώσει, φρεσκοφτιαγμένου τραχανά και στ’ αυτιά μου ήρθε ο ήχος από μια χόρτινη σαρωματιά με την οποία σκούπιζε το πάτωμα μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία στάθηκε και με κοίταζε απορημένη. Ο γέροντας μού την σύστησε πως ήταν η γυναίκα του. Εγώ της εξήγησα τα δικά μου, ποια ήμουνα και τι γύρευα εκεί και της ευχήθηκα να είναι καλοφάγωτα όχι μόνον ο τραχανάς αλλά και οι χυλοπίτες που έβλεπα τώρα  απλωμένα να στεγνώνουν σε καθαρά σεντόνια πάνω σε όλα τα τραπέζια και τα κρεβάτια του σπιτιού. Το σπίτι εσωτερικά ήταν ξεταβάνωτο, τυπικό του μακρόστενου «ορεινού τύπου» χωρισμένο σε δύο δωμάτια, το  «χειμωνιάτικο» και το «καλοκαιρινό» με τη μικρή «μεσάντρα» ανάμεσά τους.  Η γερόντισσα, 80 χρονών, ζωηρή και αεικίνητη, έδειχνε πολύ μικρότερη. Την ρώτησα και εκείνη για την Αγιαλένη και μου είπε ό, τι μου είχε πει και ο άντρας της. Μετά με οδήγησε με καμάρι να δω αλλά και να φωτογραφίσω τον πραγματικά υπέροχο κήπο της στο πίσω μέρος του σπιτιού, γεμάτο λουλούδια και τροφαντά κηπευτικά, ζητώντας μου να της στείλω τις φωτογραφίες. Το υποσχέθηκα και τους αποχαιρέτισα με πολλές ευχαριστίες.
Με τις οδηγίες τους,  ξεκίνησα για να δω την παλιά, γκρεμισμένη  εκκλησία του χωριού με το άθικτο καμπαναριό. Ήταν προχωρημένο μεσημέρι και η ζέστη φοβερή. 



Θεισόα (πρώην Λάβδα) Ερειπωμένο σπίτι (9.8.2οοο)

Ακολούθησα τον τσιμεντοστρωμένο, έρημο δρόμο που μου είχαν υποδείξει, πλαισιωμένο από ξερά, ψηλά  αγριόχορτα. Σε διάφορα χορταριασμένα επίπεδα ένθεν και ένθεν του δρόμου, έβλεπα  πέτρινα, ομορφοχτισμένα παλιά σπίτια κλειστά και έρημα, άλλα ερειπωμένα,  με αυλές χορταριασμένες, γεμάτες αγκαθωτά ξερά αγριόχορτα, προσάναμμα για φωτιά, σκεφτόμουν, καθώς πολλά μέτωπα φωτιάς κατέκαιγαν περιοχές της Πελοποννήσου  εκείνες τις ημέρες. Σε κάποιες αυλές έβλεπα ανθρώπους και άκουγα κουβέντες που δήλωναν ότι δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι αλλά  ντόπιοι παραθεριστές στα πατρικά τους σπίτια.



Θεισόα, χωριό (πρώην Λάβδα). Πάνω και κάτω: το καμπαναριό και η παλιά, ερειπωμένη εκκλησία (άγιος Δημήτριος; 9.8.2000)

Διασχίζοντας, για να κόψω δρόμο, ένα κήπο γεμάτο αγκάθια που μου τρύπησαν τα πόδια και κολλούσαν στις φούστες μου, έφτασα στον περίβολο της παλιάς εκκλησίας. Μεγάλη, πέτρινη, καλοχτισμένη, δεν φαινόταν γκρεμισμένη, από αυτή την πλευρά τουλάχιστον.  Δίπλα της και δεξιά της δυτικής εισόδου, ορθωνόταν πανύψηλο το όντως περίτεχνο καμπαναριό, έργο Λαγκαδινών μαστόρων, όπως και όλη η εκκλησία, όπως με είχε πληροφορήσει ο γέροντας, όπως και τα πετρόχτιστα σπίτια του χωριού, συμπέρανα. Μπήκα στον περίβολό της και προχώρησα προς τη δίφυλλη σιδερένια πόρτα της βόρειας πλευράς του ναού που έχασκε ανοιχτή.  Εσωτερικά ήταν μια ακόμα μισόκλειστη,  δίφυλλη ξύλινη πόρτα, περίτεχνη,  με φατνώματα στο πάνω μέρος με πολύχρωμα τζάμια. Την έσπρωξα και μπήκα  στην εκκλησία, που δεν είχα ρωτήσει σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένη όταν λειτουργούσε. 



Θεισόα, χωριό. Εσωτερικό της παλιάς, ερειπωμένης από σεισμό,  εκκλησίας (9.8.2000)

Το θέαμα του ναού που αντίκρισα, ήταν φοβερό από το χτύπημα του Εγκέλαδου! Το μεσαίο κομμάτι της σκεπής ήταν γκρεμισμένο μέσα στο μεσαίο κλίτος του ναού, ο οποίος φαινόταν σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, καλοφτιαγμένος, με τα τρία κλίτη να χωρίζονται με πανύψηλες λίθινες κολώνες. Οι τέσσερις τοίχοι στεκόντουσαν στη θέση τους, ραγισμένοι και με ρωγμές εδώ κι εκεί πάνω στο σοβά τους.  Το τέμπλο, εκτεθειμένο πλέον στο ύπαιθρο στο μεγαλύτερο μέρος του, ήταν χτιστό με νεοκλασικίζουσες γύψινες διακοσμήσεις και αετωματική απόληξη πάνω από την ωραία πύλη. Στεκόταν και αυτό ακέραιο στη θέση του με τις εσοχές όπου ήταν πριν τοποθετημένες οι Δεσποτικές εικόνες όσο και το διάζωμα με το Δωδεκάορτο, να χάσκουν αδειανές (ευχόμουν οι εικόνες να έχουν μεταφερθεί στην καινούργια εκκλησία ή να έχουν έστω διαφυλαχθεί κάπου). Στο δυτικό μέρος ο εξώστης του γυναικωνίτη που τον κάλυπτε μέρος της σκεπής που δεν είχε καταρρεύσει τόσα χρόνια μετά, στεκόταν στη θέση του ακέραιος, στηριγμένος σε δύο από τις πανύψηλες λίθινες κολώνες των κλιτών, με το ζωγραφισμένο ξύλινο στηθαίο του και το ετοιμόρροπο ταβάνι του. Πάνω στις πέτρινες πλάκες του δαπέδου ήταν σωριασμένα, ανάκατα, σπασμένα κεραμίδια, σοβάδες, μαδέρια, ξύλα σε κομμάτια και θρύψαλα και όλο σχεδόν  το παλιό, ξυλόγλυπτο και χρωματισμένο  ταβάνι.   Επίσης ήταν σωριασμένα τα περίτεχνα,  ξύλινα στασίδια των εικόνων, ο άμβωνας, κρεμάστρες, καρέκλες ενώ τα αναλόγια των δύο ψαλτηριών στεκόντουσαν στη θέση τους  σκεβρωμένα και χτυπημένα από το ανεμόβροχο. Ανάμεσα στα συντρίμμια ήταν πεταμένα ανάκατα  μεταλλικά (ασημένια;) και γυάλινα καντήλια,  κεριά,  και άλλα αντικείμενα. Κάτω από τον γυναικωνίτη ήταν πεσμένο και σχεδόν αναποδογυρισμένο το ξυλόγλυπτο, χρωματιστό σε τόνους γκρι-μοβ  κουβούκλιο του Επιτάφιου…



Θεισόα, χωριό. Το κουβούκλιο του "επιτάφιου" πεσμένο στο σωτερικό της παλιάς, ερειπωμένης από σεισμό,  εκκλησίας  (9.8.2000)

Τρελάθηκα! Γιατί τόση εγκατάλειψη, τόση απονιά; Κατ’ εμέ, απ’ όσα έβλεπα και μπορούσα να κρίνω,  ο εξαιρετικός αυτός, εξωτερικά και εσωτερικά, ναός θα μπορούσε να έχει αποκατασταθεί και συντηρηθεί.  Αλλά και πάλι δεν θα μπορούσαν να έχουν διασωθεί κάποια κινητά αντικείμενα, ακόμα  και το ταβάνι, για να διασωθούν έστω μέσα στον καινούργιο ναό της Παναγίας που είχαν χτίσει; Πώς αντέχουν οι άνθρωποι να αφήνουν στην καταστροφική φθορά του χρόνου και των καιρών έναν ιερό χώρο όπου οι παλιότεροι είχαν βάλει πίστη, ευλάβεια, κόπο, χρήμα, μεράκι και καλαισθησία για να τον φτιάξουν; Ένα χώρο που είχε φιλοξενήσει τόσες λειτουργίες, τόσους γάμους, κηδείες, βαφτίσεις, ολονυχτίες, προσευχές, φόβους, ελπίδες των προγόνων τους;  Μου ήρθε και πάλι στο νου με αγανάκτηση και η ανάλογη καταστροφή του παλιού ναού του άη-Γιώργη στο χωριό των γονιών μου, το Νιοχώρι, πριν λίγα χρόνια, που την είχα σταματήσει προσωρινά -αλλά όχι και να την αποτρέψω τελικά… Σκεφτόμουν, όπως και στην περίπτωση της εκκλησίας του χωριού μου, ότι με τα χρήματα που χάλασαν για να φτιάξουν την τεράστια καινούργια εκκλησία που είχα δει πριν στην πλατεία του χωριού, θα μπορούσαν να έχουν αναστηλώσει και ανακαινίσει αυτήν εδώ την παλιά, την  τόσο όμορφη … Πάνω σε ένα από τα ξύλινα στασίδια-καθίσματα  που ήταν ακόμα ακουμπημένα στη σειρά πάνω στους τοίχους, μέσα σε ένα είδος πρόναου που σχηματίζεται κάτω από τον εξώστη του γυναικωνίτη στις εκκλησίες αυτής της περιοχής, πρόσεξα πρόσφατα χυμένα λάδια. Πάνω σε ένα κηροπήγιο εκεί δίπλα, ήταν ακουμπημένο και ένα κουβάρι κερωμένος με κίτρινο μελισσοκέρι σπάγκος, από αυτούς που οι γυναίκες κάνουν «περίδεση» στις εκκλησίες σε εκπλήρωση τάματος για προσωπικό ή κυρίως συλλογικό καλό ή θεραπεία.  Συγκινήθηκα. Σκέφτηκα ότι ίσως κάποια από τις γερόντισσες που μένουν μόνιμα ακόμα στο χωριό επισκέπτεται το ιερό αυτό χάλασμα για δικούς της λόγους και ανάβει κάποιο καντήλι ή κεράκι. Βγήκα πικραμένη από την εκκλησία, έχοντας την αίσθηση του παράλογου, να χαλάμε πολλά χρήματα –κυρίως από εισφορές των πιστών– για να φτιάξουμε νέο ναό και μάλιστα σε ένα χωριό σχεδόν εγκαταλελειμμένο, όπως έβλεπα, και όχι να συντηρούμε τον παλιό, μεγάλο, πετροπελεκητό και πανάκριβο επίσης, υλικά και συμβολικά, ναό, στην εποχή του…  [δεν γνωρίζω αν μετά από τόσα χρόνια έχει γίνει κάτι για την αναστήλωση ή την ολοκληρωτική κατάρρευση του ναού].
Από το ύψωμα του παλιού ναού φωτογράφισα και τα ερειπωμένα κουφάρια των πέτρινων, ασκεπών πλέον, παλιών σπιτιών του χωριού και αναρωτιόμουν για τη συμβολή του σεισμού του 1965 σε αυτή την καταστροφή και την ερήμωσή του . Τα παλιά σπίτια του χωριού φτάνουν ως το φρύδι της απότομης, βαθιάς και στενής χαράδρας από όπου ακουγόταν μέσα στη μεσημεριανή ησυχία του έρημου σχεδόν χωριού  η βουή του  ορμητικού  Αλφειού…
Συνέχισα την πορεία μου και ανηφόρισα προς το σπίτι του γέροντα πρώην δάσκαλου του χωριού, το οποίο ήταν πάνω στην εθνική οδό Ανδρίτσαινας-Καρύταινας στη ρίζα του λόφου της αρχαίας ακρόπολης της Θεισόας. Στη σκιασμένη από την κληματαριά αυλή με περίμενε ο δάσκαλος. Με έκπληξή μου είδα ότι δεν του φαίνονταν τα 85 χρόνια του, γιατί αντίκρισα έναν λεπτό, ψηλό, ευσταλή και ευκίνητο άνδρα που με υποδέχθηκε μαζί με την συμβία του, επίσης καλοστεκούμενη, με αστικό ντύσιμο γυμαίκα. Μένουν, όπως μου είπαν,  τον χειμώνα στην Αθήνα και στο χωριό το καλοκαίρι, κυρίως τον Αύγουστο και για τη γιορτή της Παναγίας. Η νοικοκυρά, φιλόφρων,  με κέρασε υπέροχες δίπλες, φτιαγμένες με τα χέρια της. Βεβαίως  επειδή και η ώρα ήταν περασμένη, ρώτησα αμέσως  για το θέμα της Αγιαλένης.  Ο δάσκαλος, συνεπικουρούμενος και από την γυναίκα του, μου απάντησε ό, τι μου είχαν πει και οι άλλοι, δηλαδή ότι Αγιαλένη είναι όντως το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής που είχα δει. Ότι πριν ήταν ένα ερείπιο που το έλεγαν «της Αγιαλένης» και πως ο χώρος όπου είναι χτισμένο ανήκει στην αρχαία πόλη Θεισόα [και ο χώρος ολόκληρου του χωριού, σκεφτόμουν εγώ, αναθυμούμενη τα αρχαία οικοδομικά μέλη στις αυλές]  της οποίας η ακρόπολη υψωνόταν νότια, πίσω μας, σχεδόν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Όταν τον ρώτησα πώς μπορώ να ανεβώ στην ακρόπολη, προσφέρθηκε με προθυμία να με οδηγήσει εκεί ο ίδιος, αλλά κάποια άλλη μέρα, αφενός γιατί τέτοια ώρα μεσημεριού η ζέστη ήταν φοβερή και ακατάλληλη για να σκαρφαλώσει κανείς και δη στην ηλικία του -και τη δική μου- εκεί επάνω όπου δεν υπήρχε και σκιά  και αφετέρου γιατί έπρεπε εκείνοι να φύγουν αμέσως, γιατί ήταν καλεσμένοι για φαγητό σε συγγενικό τους σπίτι και είχαν ήδη αργοπορήσει. Ντράπηκα που ήμουν η αιτία να αργήσουν και έφυγα πάραυτα, αποχαιρετώντας τους με ευχαριστίες. [4]




Τμήμα  τείχους στην ακρόπολη της αρχαίας Θεισόας από την επίσκεψή μου στις  7.6.2017

Η ζέστη ήταν όντως φοβερή, και με λύπη μου εγκατέλειψα την ιδέα να βρω μόνη μου το δρόμο  για ν΄ανεβώ στην αρχαία ακρόπολη. Καθώς όλοι θα έτρωγαν και θα ξεκουραζόντουσαν τέτοιες ώρες και δεν θα εύρισκα συνομιλητές, ξεκίνησα για την Ανδρίτσαινα από την εθνική οδό τώρα και όχι από τον παλιό δρόμο που είχα έλθει. Καθ΄οδόν συλλογιζόμουν, ταραγμένη, αλλά και ευχαριστημένη (για να μην πω συγκρατημένα ενθουσιασμένη)  από τις μαρτυρίες, το μυστήριο Αγιαλένη. Ήταν η δεύτερη περίπτωση, μετά την Αλίφειρα, που η Αγιαλένη εντοπιζόταν επίσης μέσα σε αρχαιολογικό χώρο,  απαράγραφη με εμμονή  μέσα στην τοπική μνήμη, όχι μόνο μέσα στο όμορό της χωριό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, παρόλο που το εκκλησάκι της  είχε αλλάξει αφιέρωση. Η τοιχοδομία του ιερού με τους περίεργους κατεργασμένους ογκόλιθους, ανάλογη με το υπαίθριο «εκκλησάκι» στην Αλίφειρα όπως το καταγράφει ο Ορλάνδος, χτισμένο επίσης με υλικά από το ναό της Αθηνάς,  με έβαζε και πάλι σε σκέψεις.  Και τα δύο αυτά ιερά της Αγιαλένης ιστορούσαν ότι αυτή η «Αγιαλένη» δεν είναι η βυζαντινή αυτοκράτειρα και αγία Ελένη αλλά κάποια άλλη, σεβαστή  διαχρονικά, θηλυκή ιερή μορφή που σχετίζεται, μη συνειδητά για τους σύγχρονους φορείς της μνήμης της,  με αρχαίους τόπους  λατρείας και δημητριακά. Ήταν όμως αρκετά αυτά τα δύο τοπικά παραδείγματα για να τεκμηριώσουν κάτι τέτοιο; Μήπως η έντονη, ιερή επίσης και μεταφυσική  παρουσία της Ελένης που εντόπιζα και μελετούσα στα δημοτικά τραγούδια με παρέσυρε σε αστήριχτες διασυνδέσεις και υποθέσεις και έτεινε να μου γίνει εμμονή; Σκέφτηκα πάλι και τις πλούσιες πληροφορίες για την Αγιαλένη της Θεισόας που παρέχει ο Α. Τσέλαλης στα «Ολυμπιακά»... Αποφάσισα, τώρα που είχα δει με τα μάτια μου και την Αγιαλένη  όσο και το τοπίο και είχα  συνομιλήσει με τους κάτ’ εξοχήν φορείς τής μνήμης της μέσα στο χώρο της  αρχαίας Θεισόας, να εντρυφήσω κατά τη μεσημεριανή μου  ανάπαυση στην Ανδρίτσαινα με άλλη προσοχή στα όσα σχετικά γράφει, στα Ολυμπιακά, μήπως φωτιστεί περισσότερο το μυστήριο…
Ο Ανδριτσάνος συγγραφέας Αγησίλαος Τσέλαλης (1905-1968), πολυγραφότατος ιστορικός και λογοτέχνης, παθιασμένος με την έρευνα και τον τόπο του,  στο έργο του Ολυμπιακά (1η έκδοση Αθήνα 1952-53, 2η έκδοση Αθήνα 1979: τυπογραφείο Γ. Ζερμπίνη) που τόσες φορές προανέφερα, στηριζόμενος σε αρχαίους συγγραφείς, στη Βυζαντινή και τη Φράγκικη ιστοριογραφία, την Αρχαιολογία για την ευρύτερη περιοχή (καθώς μάλιστα είχε στην ευθύνη και στη  διάθεσή του την πλούσια Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας, ως Διευθυντής της) είναι αξιόπιστη πηγή.  Εν πολλοίς όμως  -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- στηρίζεται και  στη δική του μακρόχρονη, ακάματη επιτόπια έρευνα βήμα-βήμα στην περιοχή αλλά και στις μαρτυρίες των κατοίκων που έχει καταγράψει, οι οποίοι  επί των ημερών του ήταν περισσότεροι στους οικισμούς και πιο κοντά στην προφορική παράδοση του τόπου (κατά τεκμήριο η έρευνά του στις δεκαετίες 1930-1960) απ’ όταν πραγματοποιούσα εγώ την έρευνά μου.  Προσηνής και απλός, γλεντζές με συμμετοχή στις τοπικές γιορτές και στα πανηγύρια, ανέπτυσσε μεγάλη οικειότητα με τους συντοπίτες του, πέραν του ότι ταυτόχρονα τους ενέπνεε και τον σεβασμό, λόγω της μόρφωσής του και λόγω του ότι κατείχε   εξέχουσα πνευματική θέση ως Διευθυντής της Βιβλιοθήκης, οπότε είχε καλύτερη πρόσβαση και ανταπόκριση  για τις συνεντεύξεις που τους έπαιρνε.


Χάρτης Ολυμπίας-Τριφυλίας από τα Ολυμπιακά του Αγησ. Τσέλαλη. Μέσα σε κύκλο οι τοποθεσίες  Αγιαλένη  που εντόπισα συν το χρόνω σε αρχαιολογικούς χώρους  στην ευρύτερη περιοχή. Από πάνω αριστερά: Αίπυς  (σημ. Πλατιάνα), Αλίφειρα, Θεισόα, Λυκόσουρα, Φιγάλεια (στο χωριό  Πλατάνια)

Γλαφυρός στην εξιστόρηση, ο Αγ. Τσέλαλης  παραθέτει πολύτιμες πληροφορίες  σχετικά και με την Αγιαλένη  της Θεισόας, την πόλη της οποίας εντάσσει τοπικά και ιστορικά στην περιοχή της προς το Λύκαιο όρος αρχαίας Παρρασίας, παρά την αριστερή όχθη του Αλφειού.  Ο Α. Τσέλαλης  παραθέτει  λεπτομερή τοπογραφική περιγραφή της αρχαίας πόλης και των σωζόμενων στην εποχή του ερειπίων της τόσο μέσα σε αυτήν όσο και στην ευρύτερη περιοχή της (τείχη, οικίες, ναούς, τεμένη, κρήνες, αρχιτεκτονικά μέλη, τάφους, πίθους, λινούς κ.ά.) όσο και τα αρχαιολογικά ευρήματα επί των ημερών του, τους μύθους, τις σχέσεις με τις  γειτονικές αρχαιότητες, κ.λπ.  Αν και ο θησαυρός από ιστορικές, αρχαιολογικές, μυθικές, προφορικές πληροφορίες των Ολυμπιακών σχετίζονται μεταξύ τους διαλεκτικά, εδώ επιλέγω από το βιβλίο και αντιγράφω παρακάτω  κάποια αποσπάσματα από όσα  αφορούν την Θεισόα και την Αγιαλένη [Τα εντός αγκυλών επεξηγήσεις της γράφουσας, Ε.Ψ.]:



Η  "Ζακούκα" παραφυάδα του όρους Λύκαιο πάνω από το χωριό Φανάρι Ανδρίτσαινας , που διακρίνεται στο κέντρο της φωτ. χαμηλά (Ιούλιος 1998)


Γλέντι  κατοίκων του χωριού Φανάρι Ανδρίτσαινας στο πανηγύρι του άη-Λιά  πάνω στην ομώνυμη κορυφή του όρους  "Ζακούκα" (21.7.1998) 

(Ολυμπιακά, σελ. 111:) «…Γύρω στη Ζακούκα [κορυφή σε παραφυάδα του όρους Λύκαιον κοντά στην Ανδρίτσαινα και το Φανάρι, προσθέτει ονόματα γειτονικών χωριών] έγιναν φονικές μάχες το 1262 και 1302 μ.Χ. μεταξύ εντοπίων και Φράγκων. Ήρθε τότε ο στρατός των Παλαιολόγων του Μυστρά, πήρε το κάστρο της Αγιαλένης στη Θεισόα, κατεσκήνωσε στην Ανδρίτσαινα και επετέθη κατά των Ιπποτών της Ζακούκας…»
(Ολυμπιακά, σελ. 148:) «…Η Θεισόα ήταν χτισμένη στο λόφο που δεσπόζει στις κατάφυτες πλαγιές του Κεραυσίου όρους,  στην αριστερή όχθη του Αλφειού, απέναντι από την [αρκαδική]  Γόρτυνα. Οι Θεισοάτες ήταν το αρχαιότερο γένος των Παρρασίων Αρκάδων Πελασγών,  γνωστοί για την ευσέβεια, την απλότητα, την καλοσύνη και τη λιτότητά τους. Από τα πανάρχαια χρόνια έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην Παρρασία. Ο θρύλος της πρώτης και γεροντότερης νύμφης Θεισόας, που ήταν γεννημένη πρώτα από τον Δία και αυτή τον πήρε από τα χέρια της Ρέας στην αγκαλιά της, του έπλυνε τα λύματα και τον σπαργάνωσε, αποδείχνει την πανάρχαια καταγωγή των Θεισοαίων.


 Ο καταρράκτης  ο επωνομαζόμενος "Σπάργανα του Δία"  στην αρχαία Φιγάλεια,  που χύνεται στο φαράγγι και τον  ποταμό της Νέδας, όπου κατά τον μύθο η νύμφη Θεισόα έπλυνε τα σπάργανα του Δία (8.8.2001) 

» Οι μεγαλόκαρδοι Καύκωνες ή Παροραιάτες –οι παρά τα όρη, αυτόχθονες, έζησαν εδώ. Πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον βασιλιά των Αρκάδων Αγαπήνορα και μερικοί έμειναν μ’ αυτόν άποικοι στην Κύπρο. Την εποχή των Μινύων  έφθασε σ΄ακμή και ήταν μια από τις πιο φημισμένες Αρκαδικές πολιτείες. Το 170 π.Χ. πολλοί Θεισοάτες μετοίκησαν στη Μεγαλόπολη κι έλαβαν μέρος στην οργάνωσή της.



 Αρκαδία. όρος Λύκαιο. Η "Ιερή των Αρκάδων Κορυφή" (Αύγουστος 2003)


Αρκαδία. όρος Λύκαιο. Η "Ιερή των Αρκάδων Κορυφή". Αρχαιλογικές ανασκαφές (Αύγουστος 2003)




Αρκαδία. όρος Λύκαιο.  Η "Ιερή των Αρκάδων Κορυφή". Πάνω και κάτω: ροοκρήνη που θεωρείται ότι είνα η αρχαία πηγή  "Αγνώ" (Αύγουστος 2003)

» Λεγόταν Θεισόα η προς Λυκαίω, Λυκαιάτις, Παρρασίς και Φιγαλική,  προς διάκρισιν από την άλλη Θεισόα, την Κυνουριακή, που ήταν στη θέση Καρκαλού της Δημητσάνας. […]




Θέα από την ακρόπολη της Θεισόας. Στο κέντρο, ανάμεσα σε δύο δρόμους, μόλις που διακρίνεται το εκκλησάκι της Αγιαλένης, Στο βάθος δεξιά το Λύκαιο όρος (Ιούν. 2017)

»Διαπιστώνουμε ερείπια της αρχαίας Λυκόας πάνω από το χωριό Λάβδα», γράφει ο Ληκ [Άγγλος περιηγητής Leake (Morea, 2, 18,s. 315).[5]" […] «Στο κάστρο της Αγιαλένης είναι η Λυκόα», λέει ο Κούρτιος».  [παραθέτει και άλλους περιηγητές και συγγραφείς που την αναφέρουν ως Λυκόα και συνεχίζει:]  «Όλες οι γνώμες αυτές είναι ασήμαντες, μελετητών που δεν ερεύνησαν επιτόπου το θέμα, δεν ερεύνησαν τα αρχαία κείμενα και δεν εγνώριζαν τις τοποθεσίες και τα λείψανα που είναι σ’ αυτές. Η προσεκτική εξέταση του τόπου, των μνημείων και των κειμένων, η ερμηνεία των θρύλων, η ανεύρεση του ασθενικού αντίλαλου των παραδόσεων και τα πάμπολλα ερείπια που υπάρχουν καταφανή στη Θεισόα, διαλύουν τη σύγχυση των γνωμών. Και αποδείχνουν ότι τα γνωστά με τ’ όνομα «Κάστρο της Αγιαλένης», «Παληόκαστρο», «Τσουράκι», «Αγιαλένη», «Κολυμπού», σπουδαία μνημεία είναι τ’ απομεινάρια της αρχαίας Παρρασίδος πόλεως Θεισόας. Και ορθά έγινε η μετονομασία του σημερινού χωριού Λάβδα σε Θεισόα…»


(πηγή: Αγ. Τσέλαλης, Ολυμπιακά, ό.π., σ.  150)

(Ολυμπιακά σελ. 150): «…Στην ακρόπολη φαίνονται σπόνδυλοι κιόνων, τρίγλυφα φατνώματα, μετόπες, κιονόκρανα, βάθρα αγαλμάτων, που δείχνουν του μεγάλου δωρικού ναού της Θεισοαίας Αθηνάς με το περίφημο ορειχάλκινο άγαλμα της θεάς. Στη θέση του, όπως και πάνω στο ναό της Αλιφειραίας Αθηνάς στη γειτονική Αλίφειρα, έκτισαν οι Βυζαντινοί την εκκλησία της αγίας Ελένης, που έδωσε και τ’ όνομα στο φρούριο το βυζαντινό, το Λαβδέικο κάστρο της Αγιαλένης…»
(Ολυμπιακά, σελ. 151:) «..Τεμάχια αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών ναού είναι εντοιχισμένα στο εξωκκλήσι Αγία Ελένη στη διασταύρωση του δρόμου Μεγαλοπόλεως-Ανδριτσαίνης προς Θεισόα και Άνω Κοτύλιον...»



"...Τεμάχια αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών ναού είναι εντοιχισμένα στο εξωκκλήσι Αγία Ελένη..." (Αγ. Τσέλαλης, Ολυμπιακά, ό. π., σ. 151)

(Ολυμπιακά, σελ. 152:)  «… Οι Βυζαντινοί έκτισαν στην πελασγική ακρόπολη της αρχαίας Θεισόας και πάνω στα κτίσματα των αρχαίων Μινύων το βυζαντινό φρούριο της Αγίας Ελένης , για να εποπτεύει και ασφαλίζει τα περάσματα του Αλφειού και τις διαβάσεις του Λυκαίου προς την Ηλεία, τη Γορτυνία και τη Μεγαλόπολη. 



Ο λόφος της ακρόπολης της Θεισόας, δυτικά από το εκκλησάκι της Αγιαλένης (Ιούν. 2017) 

»Ήταν μέσα στην περιοχή των Σκορτών κεντρικό φρούριο [το της αγίας Ελένης] με γερά δυναμάρια, επάλξεις, βίγλες και δεξαμενές. Μέχρι το 1200 μ.Χ. ήταν γύρω στο φρούριο η ονομαστή κωμόπολις [η Λάβδα] με το  ζωηρό εμπόριο, βιοτεχνία, μεταξουργία και ταπητουργία. Το 1209 μ.Χ. κατέλαβαν το φρούριο οι Φράγκοι σταυροφόροι του Ούγου ντε Μπριγιέρ, που οχύρωσε το φρούριο της Καρύταινας και ήταν ο ωραιότερος και ανδρειότερος ιππότης της Φραγκιάς. Οι Φράγκοι συμπλήρωσαν την οχύρωσή του, έκτισαν ιπποτικόν πύργο και την εκκλησιά της αγίας Ελένης  της «Κυρά Έλενας – saint Helene». Αναφέρεται [η Κυρά Έλενα - saint Helene] στο «Χρονικό του Μορέως» από το 1302, όταν επανεστάτησαν οι κάτοικοι της περιοχής, οι Σκορτινοί, κατά των Φράγκων και κάλεσαν σε βοήθεια τους Βυζαντινούς του Μυστρά. Έφθασε τότε ο μέγας Δομέστιχος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με στρατό, ενίκησε τους Φράγκους  κι έκαψε το φρούριο της Αγιαλένης, το κατέσκαψε, στρατοπέδευσε στην Ανδρίτσαινα και κτύπησε τους Φράγκους στο Λύκαιο. (παραθέτει και το σχετικό απόσπασμα από τη γαλλική έκδοση του «Χρονικού του Μορέως», παράγραφος 943).





Μουσείο Φραγκοκρατίας σε αίθουσα του φράγκικου κάστρου Χλεμούτσι στην Ηλεία (29/7/2016) 


Γόρενα
Από την σελ. 267 κ.ε. ο συγγραφέας αναφέρεται δια μακρών και στον μαρτυρούμενο σε χρονικά   κυρίως της Φραγκοκρατίας,  μεσαιωνικό, ακμαίο  οικισμό  Γόρενα (αναφερόμενο στις πηγές και ως Ουώραινα, Γουώραινα, που κάποιοι την θεωρούν λέξη σλαβική, όπως αναφέρει ο Τσέλαλης)  που ήταν χτισμένος στις δασωμένες και πολύρρυτες πλαγιές του Κεραύσιου όρους (παραφυάδας του Λύκαιου, όμορου με τις Βάσσες όπου ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα) χωρισμένος σε συνοικισμούς Άνω και Κάτω Γόρενα. Η παραπάνω γεωγραφική θέση της Γόρενας ήταν σημαντική, γιατί βρισκόταν  σε απόκρυφο, στρατηγικό σημείο μιας ορεινής διαδρομής η οποία, ξεκινώντας από την Καρύταινα, μέσω της Θεισόας με το κάστρο της Αγιαλένης και της Γόρενας οδηγούσε μάσα από τα βουνά προς τη Μεσσηνία και έφτανε  στον Κυπαρισσιακό κόλπο, στις εκβολές της Νέδας. Ο οικισμός,  οποίος παρήκμασε συν τω χρόνω και κατά τον συγγραφέα, μάλλον καταστράφηκε εντελώς κατά τη μάχη μεταξύ των Παλαιολόγων του Μυστρά και των Φράγκων κατά το 1302 μ. Χ., η οποία έγινε κοντά στο χωριό λόγω της στρατηγικής θέσης του (Η Γόρενα, κατά τον συγγραφέα πάντα, αναφέρεται στην απογραφή των Ενετών του 1689 να μην έχει κανένα κάτοικο, αν και μεταγενέστερα αναφέρεται ως όνομα στις απογραφές του Ελληνικού Κράτους από το 1861 έως και το 1912).  
Παραθέτω τα σχετικά με την Γόρενα γιατί εκτιμώ ότι έχουν εξαιρετική σημασία για την έρευνα για την Αγιαλένη,  τα όσα παραθέτει ο Αγ. Τσέλαλης για την καταστροφή της όπως μεταφέρονται και τα κατέγραψε από την τοπική προφορική παράδοση:
(Ολυμπιακά, σ. 269-270:) «…Ο τοπικός θρύλος για τη Γόρενα μένει ζωντανός στην περιοχή των χωριών που είναι τώρα γύρω της. Και τον μολογάνε σαν ιστορικό γεγονός οι κάτοικοι των «Απάνω Χωριών» και μένει.
»Μακρόχρονος πόλεμος και μίσος χώριζε τις δύο γειτονικές «χώρες» Λάβδα (/Θεισόα) και Γόρενα. Οι Λαβδαίοι είχαν ορκιστεί να  εξοντώσουν τους Γορεναίους, «να μη μείνει ούτε σπόρος απ’ αυτούς», για τοπικούς, οικονομικούς και κτηματικούς, λόγους. Ή κι από φθόνο, γιατί οι Γορεναίοι ήσαν ασύγκριτα υπέρτεροι σε παλικαριά από τους Λαβδαίους.   Οι Λαβδαίοι, σαν δεν μπορούσαν να τους εξοντώσουν, έκαμαν ένα σατανικό σχέδιο. Εκάλεσαν όλους τους Γορεναίους να τους επισκεφθούν στο πανηγύρι της ΑγιαΛένης άοπλοι για να βαφτίσουν τα παιδιά των Λαβδαίων  και κάτ’ αυτό τον τρόπο να επραγματοποιείτο συμφιλίωσις, να πάψει το μίσος και ο πόλεμος. Οι Γορεναίοι δύσπιστοι στην αρχή δίσταζαν. Μα βαρυεστημένοι πια, απεφάσισαν και πήγαν, «νοιασμένοι κι αρματωμένοι». Άφησαν στη Γόρενα ένα Βιγλιάρη (παρατηρητή) και του ‘δωσαν εντολή να ρίξει ένα τρομπόνι, αν  τυχόν και φανεί κίνδυνος για τη Γόρενα.
»Οι Λαβδαίοι τους δέχτηκαν μ’ άφθονα φαγοπότια. Στο κρασί όμως τους έριξαν αφιόνι (στρύφνον) και τους ζάλισαν. Αφιονισμένοι οι Γορεναίοι έπεσαν ξεροί κι αναίσθητοι σε βαθύν ύπνο. Και οι Λαβδαίοι τους σκότωσαν όλους με τα τσεκούρια. Κι ευθύς κίνησαν για τη Γόρενα. Ο βιγλάτορας τους είδε κι έριξε το τρομπόνι. Μα ήταν αργά. Ποιος να το ακούσει; Οι κάτοικοι της Γόρενας κοίτονταν νεκροι στην πανηγυρίστρα της Αγιαλένης στο Λάβδα. Άκουσαν οι Λαβδαίοι το τρομπόνι κι έτρεξαν προς τα ‘κεί. Βρίσκουν ένα τσέλιγκα από το γειτονικό χωριό Παλάτου, τον Μαστραπά, και τον ρωτάν. «Το έριξε ένας Γορεναίος», τους λέει. Τρέχουν οι Λαβδαίοι να τον σκοτώσουν κι αυτόν, «για να μη μείνει σπόρος από Γορεναίο». Τους φεύγει αυτός και τρέχει, περνάει τη Νέδα [το ποτάμι], φτάνει στο Σουλιμά (Δώριο Κυπαρισσίας Μεσσηνίας) και μολογάει το κακό της Γόρενας. Οργίστηκαν οι Σουλιμαίοι για τούτο το ανοσιούργημα και κίνησαν να τιμωρήσουν τους Λαβδαίους, που συνέχιζαν τη λεηλασία στην περιοχή της Γόρενας. Τους βγαίνου μπροστά λίγο πιο πάνω απ’ το μοναστήρι τ’ αγιο-Σώστη και τους «σταύρωσαν», τους έστησαν ενέδρα στη θέση «Στεφάνι»  κι εσκότωσαν πολλούς. Λίγοι Λαβδαίοι σώθηκαν κι έφτασαν κατατσακισμένοι στη Θεισόα. Γι αυτό λένε «Σταύρωμα» τη θέση που τους σταύρωσαν και  «Στεφάνι» το μέρος που στεφανώθηκαν οι Σουλιμαίοι για τη νίκη κατά των Λαβδαίων.  Ο μόνος Γορεναίος, ο βιγλάτορας με το τρομπόνι -τον έλεγαν Κουκουλά-, που εσώθη, πήγε κι εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Σουλιμά. Φόβος και δαρμός για τη σφαγή των συγχωριανών του και το κάψιμο του χωριού του τον βασάνιζαν. Οι Σουλιμαίοι τον περίθαλψαν κι έμεινε. Μα με τον καιρό πόνεσε και γύρισε στα χώματά του. Η ανάμνηση όμως του έφερνε ανατριχίλα. Πήγε λοιπόν στη θέση «Καστράκι» πάνω από την τοποθεσία του σημερινού χωριού Νέδα [πρώην Μπέρεκλα]. Στο Καστράκι έμενε τότε ένας Σκλάβος με τα γίδια του. «Δεν έχω μέρος για σένα εδώ», του λέει. Μα κι αυτός δεν ήθελε να μείνει με τον Σκλάβο. Κι έκτισε στον απέναντι από το Καστράκι λόφο, στο Παληόκαστρο, καλύβι. Μα δεν είχε νερό εκεί. Γι’ αυτό, μετά 4 χρόνια, έφυγε κι από το μοναστήρι τ΄άη Γιαννιού,  στη θέση «Κάμπια». Ο Σκλάβος, λένε, του έδωσε μερικές γίδες και τις έβοσκε εκεί μέσα στις λογγομένες βατουλιές της ρεματιάς. Εκεί έχτισε χαμοκέλα, ξεχέρσωσε το μέρος κι ημέρεψε τον άγριο τόπο ανάγυρα.  Έτσι έγινε ο πρώτος οικιστής ο Κουκουλάς. Αυτά λέγει η τοπική παράδοση.
    »Ο γέρο Πολυχρόνης Κωνσταντόπουλος (Κουκουλάς) που πέθανε το 1950 σε ηλικία 100 ετών, έλεγε ότι ο παππούς τους διηγείτο τον ξολοθρεμό της Γόρενας κι ότι τους Γορεναίους τους σκότωσαν οι Λαβδαίοι με τσεκούρια στο πανηγύρι της Αγιαλένης κι ήρθαν και ξολόθρεψαν τη Γόρενα…»
 (Παρακάτω, στη σελ. 270 των Ολυμπιακών συμπληρώνει ότι «η Απάνω και κάτω Γόρενα και το Τσουράκι εκτίσθηκαν με τα λιθάρια αρχαίων συνοικισμών»).

Διαβάζοντας τις πολύτιμες αυτές μαρτυρίες του Αγ. Τσέλαλη, πλέον και με την επιτόπια εμπειρία του χώρου της Θεισόας, έπεσα σε σκέψεις, ταραγμένη. Η αναφορά της “Κυρά-Έλενας” - saint Helene στο «Χρονικόν του Μορέως» μαρτυρεί, αδιάψευστα,  την παρουσία της στη Θεισόα  τουλάχιστον  στον Μεσαίωνα, από την αρχή-αρχή του 14ου αι.  Ο Τσέλαλης αναφέρει ότι έχτισαν τον αρχικό ναό της οι Βυζαντινοί, οπότε θα πρέπει  να υποθέτει ότι  πρόκειται για την «Ισαπόστολο» και αγιασθείσα, μαζί με τον γιο της Μεγάλο Κωνσταντίνο, Αυγούστα Ελένη, δεδομένου και του ότι η εκκλησία χτίστηκε μέσα σε αρχαίο κάστρο, άρα κατά ένα τρόπο επίσημο, με αφιέρωση στους ιδρυτές όχι μόνο του χριστιανισμού αλλά και του Βυζαντίου. Είναι όμως έτσι;
Ο Αγ. Τσέλαλης δεν μπορούσε, με βάση το δικό του εθνογραφικό και θρησκευτικό πλαίσιο όσο  και με το «Χρονικό», παρά να συμπεράνει  ότι  την όποια εκκλησία την έχτισαν οι Βυζαντινοί, χωρίς και να αναφέρει, μάλλον θεωρώντας το αυτονόητο, ότι πρόκειται για την ιστορική Αγία Ελένη. Όμως, καθώς αναφέρονται και οι Παλαιολόγοι του κοντινού Μυστρά, ήταν δυνατόν εκείνη την εποχή να αφιερωθεί ο ναός και να ονοματιστεί στην αγία Ελένη μόνη και όχι στον άγιο Κωνσταντίνο, όπως γίνεται τυπικά, πίσω από τον οποίο εννοείται πάντα και η αγία Ελένη; Δύσκολο, καθώς ακόμα και σήμερα είναι σπάνια η αφιέρωση ναών στην αγία Ελένη μόνη, και όσες τέτοιες αφιερώσεις υπάρχουν, θεωρούνται από την Εκκλησία ελάχιστες και παραβατικές[6]. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η αγία Ελένη/«‘Ελενα» στο «Χρονικό» αναφέρεται όχι  μόνον ως «αγία» αλλά και ως «Κυρά», προσωνυμία που παραπέμπει στη λαϊκή πίστη και λατρεία και όχι στην επίσημη, αν κρίνουμε και από την προσωνυμία και της Παναγίας ως «Κυρά»  και ότι ως εκ τούτου το προσφωνούμενο ως «Κυρά» ιερό πρόσωπο έχει, αν όχι την ίδια,  τουλάχιστον ανάλογη συμβολική και λατρευτική σημασία και αξία τοπικά με την Παναγία. Όμως τέτοιου είδους  προσωνυμίες  δεν προκύπτουν από τη μια μέρα στην άλλη αλλά παίρνουν χρόνια ευλαβικής λατρευτικής πρακτικής και πίστης. Τα παραπάνω δεδομένα και η ίδρυση του ναού της Αγιαλένης μέσα στην αρχαία ακρόπολη, εκτιμώ ότι υποδηλώνουν ότι  όποιοι τον έχτισαν (αν τον έχτισαν τότε εκεί ή αναστήλωσαν κάποιον προγενέστερο ναό της), μάλλον βρήκαν επιτόπου  στη λαϊκή λατρευτική μνήμη και παράδοση την ιερή αυτή μορφή της Κυρά-Έλενας/Saint Helene/Αγιαλένης, να προϋπάρχει στο φαντασιακό και στην πίστη των ντόπιων είτε ως τοπωνύμιο είτε ως δομημένο ιερό κτίριο, ερειπωμένο ή όχι.  Και μάλιστα τοπικά ιερή μορφή τόσο ισχυρή συμβολικά, ώστε να ονοματίζει ολόκληρο το κάστρο και επί Φράγκων  και βεβαίως να παραμένει ζωντανή σήμερα, τόσους αιώνες αφότου έχουν εξαφανιστέί τόσο η αρχαία όσο και η Βυζαντινή/Φράγκικη Θεισόα, στην τοπική μνήμη και λατρεία, όπως είχα  διαπιστώσει και στο χωριό Λάβδα.   Ο εντοπισμός  αυτής της τόσο σημαντικής ιερής μορφής στην αρχαία οχυρωμένη πόλη της Θεισόας, ιδρυμένης στο στρατηγικό  αυτό σημείο μέσα στην  ορεινή καρδιά της Πελοποννήσου γειτονεύοντας  με τόσα σημαντικά αρχαία ιερά αφιερωμένα και σε θηλυκές ιερές μορφές, με έκανε περαιτέρω να  αναρωτιέμαι  (τότε, πριν ανακαλύψω τόσες πολλές, γειτονικές και μη, «Αγιαλένες», όπως αυτή στην Αρχαία Λυκόσουρα, και με ανάλογα χαρακτηριστικά[7]) αν  η ιερή μνήμη της την τοποθετεί και  σε προ-χριστιανικούς χρόνους, καθώς οι χώροι λατρείας μπορεί να διατηρούν πεισματικά το όνομά τους  ακόμα και μετά την εξαφάνιση της αρχικής λατρείας σε αυτούς. Ο Τσέλαλης, αν και γνώριζε και την «Αγιαλένη»  της Αλίφειρας (όπως και μια ακόμα στο χωριό Μαρίνα στην αρχαία μεσσηνιακή Είρα) και  μάλιστα σημειώνει το γεγονός ότι και η «Αγιαλένη» της Θεισόας, όπως και αυτή της Αλίφειρας, χτίστηκαν πάνω σε αρχαίους ναούς αφιερωμένους στην θεά Αθηνά πάνω στις αντίστοιχες αρχαίες ακροπόλεις, δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι περίεργο με αυτές τις Αγιαλένες (δεδομένου ότι μία ήταν η Αγία Ελένη που μπορούσε εκείνος φαίνεται να γνωρίζει, η χριστιανική) αν και ο τρόπος που αναφέρεται σε αυτές εκτιμώ ότι δηλώνει, πίσω από τις γραμμές, μεγάλο  σεβασμό και μεταφυσικό δέος. Ο τρόπος όμως που εγώ είχα οδηγηθεί  στον εντοπισμό της Αγιαλένης  στην Αλίφειρα και μετά στη Θεισόα  «υποψιασμένη» ήδη από την παρουσία της Ελένης και στα δημοτικά τραγούδια και έχοντας πλέον και τις δικές του πολύτιμες μαρτυρίες, με έκαναν να αναρωτηθώ εξ αρχής για την συμβολική αυτή μορφή –και ως συνονόματη, αυτοαναφορικά. Ένα ζήτημα βεβαίως που με απασχολούσε τότε, ήταν  και η θέση της «Αγια-Κυρά-Λένης» στη Θεισόα. Ο Τσέλαλης στηριζόμενος τόσο στο «Χρονικό» όσο και στην ονομασία «Κάστρο της Αγιαλένης» την τοποθετεί πάνω στην αρχαία Ακρόπολη και μάλιστα πάνω στον αρχαίο ναό της Αθηνάς, αν και για τα βυζαντινά-φράγκικα χρόνια ο ίδιος δεν αναφέρεται συγκεκριμένα σε εκκλησία της Αγιαλένης αλλά σε «κάστρο» ή «φρούριο» της Αγιαλένης. Οι ντόπιοι όμως σήμερα, όχι μόνο στη Θεισόα/Λάβδα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, τοποθετούν  την Αγιαλένη τοπωνυμικά και λατρευτικά στο εκκλησάκι το αφιερωμένο πρόσφατα στην Ζωοδόχο Πηγή, εκτός της ακρόπολης αλλά μέσα στον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Θεισόας και πάνω σε αρχαίο επίσης οικοδόμημα, όπως φαίνεται και σήμερα αλλά σημειώνει και ο Τσέλαλης. Στην παράδοση για την «χώρα» της  Γόρενας που θα δούμε παρακάτω, αναφέρεται «πανηγυρίστρα της Αγιαλένης», χωρίς να προσδιορίζεται αν ήταν μέσα ή έξω από το κάστρο. Ο όρος πάντως «πανηγυρίστρα», ικανός μάλιστα να χωρέσει ολόκληρο χωριό, όπως θα δούμε ότι λέει η παράδοση, υποδεικνύει μάλλον ανοιχτό και μεγάλο, υπαίθριο  χώρο.  Οπότε, αναρωτιόμουν αν η θέση της ήταν εξαρχής στο σημείο που ονοματίζεται ως «Αγιαλένη» σήμερα ή αν ήταν τόσο ισχυρή η συμβολική και η λατρευτική παρουσία της, που μετά τον αφανισμό της αρχαίας και μεσαιωνικής πόλης και της οχυρωμένης  ακρόπολης να μεταφέρθηκε, είτε ως τοπωνύμιο είτε και ως ναός, στη σημερινή της θέση. Αν και η δεύτερη υπόθεση φαίνεται εκ πρώτης όψεως πιο πιθανή, προσωπικά κλείνω προς την πρώτη, να ήταν δηλαδή η θέση της εξαρχής εκεί που είναι σήμερα, δεδομένου ότι τα τοπωνύμια, πόσο μάλλον τα ιερά αγιωνύμια,   είναι «αι επί του εδάφους γεγλυμέναι επιγραφαί»[8] και δεν αφανίζονται, ούτε μεταφέρονται, διατηρώντας τα παγανιστικά κατάλοιπα στις παλιές τοπωνυμίες. Οι γενεές των ανθρώπων τα βρίσκουν επιτόπου και τα ενσωματώνουν στην προφορική τους παράδοση, όπως με δίδαξαν και οι άλλες τοποθεσίες της Αγιαλένης. Εξάλλου τα αρχαία δομικά στοιχεία που είχα δει στο σημερινό εκκλησάκι της «Αγιαλένης» παραπέμπουν σε σημαντικό αρχαίο κτίσμα [με τα χρόνια  σιγουρεύτηκα περισσότερο σχετικά, όπως και για τις άλλες απορίες μου, συγκρίνοντάς αυτό το εκκλησάκι με περισσότερα ανάλογα ιερά κτίσματα συνδεδεμένα με την Αγιαλένη].[9]
Καθώς εκείνες τις ημέρες περιηγούμουν εθνογραφικά  τα χωριά σε όλη αυτή την επιβλητική, ορεινή, δύσβατη και δυσπρόσιτη περιοχή, συμμετέχοντας και σε τοπικά πανηγύρια και γιορτές, είχα νωπή και έντονη την αίσθηση και τη γνώση του ορεινού, επιβλητικού και δύσβατου αυτού τοπίου, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στις επιμέρους περιοχές. Ως εκ τούτου με είχε προβληματίσει, πάντα στο πλαίσιο της αναζήτησης των ιχνών της Ελένης/Αγιαλένης,  η συγκλονιστική, μεσαιωνική  ιστορία της Γόρενας, όπως παραδίδεται από την προφορική παράδοση και την καταγράφει ο Αγ. Τσέλαλης παραπάνω στα Ολυμπιακά του, πόσο μάλλον που διαδραματίζεται στην «πανηγυρίστρα» της Αγιαλένης στη Θεισόα. Μου φαινόταν φοβερή όσο και παράξενη αυτή η «γενοκτονία» μέσω της αποτρόπαιας μαζικής σφαγής όλων των κατοίκων της και του αφανισμού της ως οικισμού. Η αναφορά σε «οικονομικές και κτηματικές διαφορές» ή σε φθόνο για την παλικαριά, εκτιμούσα ότι δεν δικαιολογεί τέτοιου είδους μαζικές δολοφονίες (συνήθως υπαγορευόμενες και εκτελούμενες από την εξουσία) όσο κι αν αναφερόμαστε στον Μεσαίωνα. Τότε ποια να ήταν τα πραγματικά αίτια;  Με προβλημάτισε κατ’ αρχήν το ότι η δόλια παγίδα που στήθηκε και έπεισε τους Γορεναίους να πιαστούν σε αυτήν, αφορούσε τη μαζική βάφτιση των παιδιών τους στο «πανηγύρι της Αγιαλένης». Είχαν οι Γορεναίοι αβάφτιστα -υπονοείται χριστιανικά-  όλα τα παιδιά τους εκείνους τους μεσαιωνικούς  χρόνους και γιατί; Και τι  τους έκανε να θέλουν να τα βαφτίσουν ομαδικά και έτσι να πιαστούν, ανύποπτοι, στην παγίδα;  Μήπως δεν ήταν «αβάφτιστα» αλλά οι Γορεναίοι ανήκαν σε άλλη θρησκευτική ή/και  εθνοτική ομάδα και παράδοση και είχαν δημιουργηθεί, έτσι κι αλλιώς, οι συνθήκες ώστε να προσυλητιστούν και να αλλαξοπιστήσουν, αρχίζοντας από τη βάφτιση των παιδιών τους, σε Χριστιανούς; Η Θεισόα κατά το μεσαίωνα ήταν, όπως είδαμε, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο, τοπική έδρα της στρατιωτικής και κατά τα φαινόμενα και της θρησκευτικής εξουσίας, ως «κάστρο της Αγιαλένης». Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσουμε, όσο και εάν θεωρήσουμε ότι η Αγιαλένη προέρχεται από τους προ-χριστιανικούς, παγανιστικούς, θρησκευτικά,  χρόνους ή/και ακριβώς για αυτό,  η Θεισόα να ήταν ήδη εκχριστιανισμένη ενώ η Γόρενα, φωλιασμένη σε δυσπρόσιτα βουνά, να μην ήταν ακόμα εκείνη την εποχή χριστιανική και να αντιστεκόταν στον εκχριστιανισμό της (μην ξεχνάμε τις γραπτές μαρτυρίες για την παρουσία ειδωλολατρών στην γειτονική Λακωνία κατά τον 8-9ο αι.). Η υποτιθέμενη αυτή αντιστασιακή θρησκευτική συμπεριφορά (συνδυαστικά βεβαίως και με άλλους λόγους, όπως οι παραπάνω οικονομικοί-κτηματικοί αλλά και η σημαντική γεωστρατηγική θέση της που οδήγησε ούτως ή άλλως στην καταστροφή της κατά τις γραπτές ιστορικές μαρτυρίες) ίσως  να  ενοχλούσε τη φράγκικη εξουσία στη Θεισόα και να οδήγησε στη σφαγή, όπως μας παραδίδεται από την προφορική αυτή παράδοση, σφαγή που έμεινε τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 1950 ζωντανή στη μνήμη, κατά τον πληροφορητή του Τσέλαλη. 

Γόρενα/Αγιαλένη;
Στην Αγιαλένη της Θεισόας επανήλθα αρκετές φορές έκτοτε (βλ. φωτογραφίες), μόνη ή με συντροφιά φίλων, χωρίς να μπορέσω να μάθω κάτι περισσότερο  από όσα είχα ήδη καταγράψει σε αυτή την πρώτη μου επίσκεψη. Ωστόσο οι αναστηλώσεις και η φροντίδα των κατοίκων με σεβασμό στο κτίριο, που παρατηρούσα συν τω χρόνω, δηλώνουν (λαμβανομένων υπόψιν και των ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών) όχι την υποχώρηση αλλά τουλάχιστον τη διάρκεια στη μνήμη τους της Αγιαλένης , συνδυαστικά και με τη λατρεία στο ίδιο εκκλησάκι της Παναγίας ως "Ζωδόχου Πηγής",  λατρεία όχι άσχετη συμβολικά και με τη λατρεία τής, συνδεόμενης και με πηγές και νερά,  Μητέρας-Γης-Ελένης.  Πέραν αυτών, η αναπάντεχη «ανακάλυψη» στα χρόνια που ακολούθησαν ενός  μεγάλου αριθμού από άγνωστες στους μη ντόπιους Αγιαλένες στην ευρύτερη αυτή περιοχή συγκεκριμένα (και όχι μόνο, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει αυτή η περιοχή) και μάλιστα είτε ως νεόχτιστα εκκλησάκια είτε ως παμπάλαια τοπωνύμια μέσα σε αρχαία ιερά της Δήμητρας και άλλων θηλυκών θεοτήτων ή πάνω σε αλώνια και σε σιταρότοπους, σε συνδυασμό και με τη βιβλιογραφική έρευνα, την υποβολή σε επιστημονική, κριτική  βάσανο και  τη διασταύρωση των σχετικών πληροφοριών, με έκαναν να ξανασκεφθώ αυτή την παράδοση για τη Γόρενα.  Πόσο μάλλον που αμέσως μετά την Αγιαλένη της Θεισόας εντόπισα μία ακόμα Αγιαλένη στο γειτονικό χωριό  Πλατάνια Είρας Μεσσηνίας, χτισμένο πάνω στη νότια όχθη του ποταμού της Νέδας, ακριβώς απέναντι και μέσα στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Φιγάλειας, περιοχή όπου μαρτυρείται και το σπήλαιο της "Μέλαινας Δήμητρας" και  όπου υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα που υποδηλώνουν ομαδικές επίσης βαπτίσεις, τα οποία θα παραθέσω λεπτομερώς σε σχετική επόμενη ανάρτηση (βλ.. https://fiestaperpetua.blogspot.com/2020/05/blog-post.html). 
Πρώτ’ απ’ όλα γιατί συντωχρόνω διαπίστωνα να διατηρείται στη μνήμη και τη λατρεία  των ντόπιων, ανδρών και γυναικών, ένας μεγάλος σχετικά αριθμός ιερών τόπων μιας κατά ένα τρόπο παραβατικής, θηλυκής ιερής μορφής επωνομαζόμενης ως Αγιαλένη που τα τεκμήρια υποστήριζαν ότι δεν πρόκειται για την χριστιανική αγία Ελένη. Η έντονη παρουσία στο λαϊκό φαντασιακό και στην ανεπίσημη, σχεδόν λανθάνουσα,  δημοτική λατρεία μιας θηλυκής ιερής μορφής συνδεδεμένης, τυπικά σχεδόν και επίμονα, με αρχαία πολίσματα (με ακμή από τους προϊστορικούς χρόνους), με ιερά αρχαίων θεαινών, με σπήλαια,  με νεκροταφεία, με δημητριακά, αλώνια, μύλους και νερά   σε αυτές τις αυχμηρές και σχετικά δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές στα όρια των νομών Αρκαδίας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας (περιοχές  με μακρά όμως  ιστορία όπου κατά τη μυθολογία την κατοίκησαν «προσέληνοι» άνθρωποι ιδρύοντας τις πρώτες ή αρχαιότερες  πόλεις στον κόσμο), αναδεικνύει μια περίεργη θρησκευτική και κοινωνική εμμονή στο πλαίσιο της  προφορικότητας, ανεξάρτητη από τις επίσημες τοπικές  κοινωνικές πρακτικές, τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία (όποια κι αν ήταν αυτή  μέσα στους αιώνες, όπως τεκμηριώνει τουλάχιστον το «Χρονικόν του Μορέος», η μοναδική όμως γραπτή -άμεση και ταυτόχρονα έμμεση- αναφορά για αυτήν, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω),  ακατάγραφη στη γραπτή πολιτική, κοινωνική, αρχαιολογική, στρατιωτική και θρησκευτική ιστορία για την εν λόγω περιοχή[11].
Αφετηρία για μια ερμηνευτική προσέγγιση αυτών των παραδιδόμενων προφορικά τραγικών  γεγονότων στη Φραγκοκρατούμενη Θεισόα υπήρξε και πάλι το όνομα του κατεστραμμένου οικισμού ως Γόρενα.   Η ετυμολογία και η προέλευση του ονόματος Ελένη, παρά το πλήθος των προτεινόμενων από σοβαρούς και διάσημους ερευνητές του μύθου και της θεϊκής ή θνητής ταυτότητας και «ιστορίας» της, παραμένει αβέβαιη και σκοτεινή, σύμφωνα  με την πλειονότητα αυτών των ερευνητών.   Η αβεβαιότητα αυτή όσο και το όνομα  Ορθία της θεάς που λατρευόταν στο «εν λίμναις» ιερό της Αρτέμιδας στη Σπάρτη ως «Άρτεμις Ορθία»,  συνδυαστικά και με άλλα γλωσσολογικά, εθνογραφικά, αρχαιολογικά, ιστορικά, κοινωνικά και θρησκευτικά συμφραζόμενα και σε άλλους τόπους λατρείας της, με οδήγησαν να υποστηρίξω, εκτιμώ πειστικά,  τη στενή γλωσσική και συμβολική συγγένεια, αν όχι και την ταυτότητα, των ονομάτων Ορθία και Ελένη  (με κοινή αρχική ρίζα Fωλ-, προφερόμενη και ως Βωλ-, Γολ- ή Ουωλ-) και των συμβολικών μορφών που αυτά αφορούν.[10] 
Η ύπαρξη αρχαίας πόλης και σημερινού ορεινού χωριού στην Ηλεία (όχι πολύ μακρινού από  την Ανδρίτσαινα και τη Θεισόα) με το όνομα  ‘Ωλενα ή Βόλενα [11]καθώς και η αναφορά του Αγ. Τσέλαλη  (Ολυμπιακά, σελ. 268) ότι το όνομα Γόρενα μαρτυρείται και ως Γουώραινα, Ουώρραινα  (και όνομα Φράγκων ιπποτών Ουώραινος), συνδυαστικά με την αντιμετάθεση των υγρών γραμμάτων  ρ και λ και τη διατήρηση, σύμφωνα με έγκριτους  γλωσσολόγους,  του f (δίγαμμα) ως αρχικό γράμμα στα τοπικά εδώ ιδιώματα και επιπλέον το ότι κατά τους ίδιους,  η κατάληξη τοπωνύμιων σε –ενα ή –αινα δεν δηλώνει μόνο τη σλαβική τους ίσως προέλευση, όπως υποστηρίζεται,  αλλά ότι μπορεί να είναι κατάληξη και ελληνικών λέξεων τόπου ή/και περιεχομένου σημαντικών[12], με οδήγησαν στην πιθανότητα το Γόρενα να είναι λέξη της ελληνικής γλώσσας και μάλιστα  συγγενής ετυμολογικά με το όνομα Ελένη (Γόρενα =τόπος της Ελένης, κατά το Ώλενα στην ορεινή Ηλεία, δεδομένου και του Αγιαλένη  ως τοπωνύμιου και δη κάστρου, στη Θεισόα). Η υπόθεση αυτή οδήγησε βεβαίως σε περαιτέρω συλλογισμούς σχετικά με τη θρησκευτική ταυτότητα και τους λόγους του αφανισμού των Γορεναίων. Αν λοιπόν το όνομα του οικισμού Γόραινα που ήταν χτισμένος πάνω σε ερείπια αρχαίας πόλης (κατά τα αρχαιολογικά ευρήματα του Αγ. Τσέλαλη, ό. π,. σ. 270)  έχει επίσης σχέση με το όνομα  Ελένη Γόλενα>Γουόρενα>Βόλενα=τόπος [λατρείας της] της Ελένης ( ως και τόσο κοντά στο «κάστρο της Αγιαλένης» στη Θεισόα και δεδομένου του εντοπιζόμενου σήμερα μεγάλου αριθμού τοπωνύμιων και ιερών τόπων της Αγιαλένης στην ευρύτερη περιοχή), τότε και οι κάτοικοί της θα είχαν κάποια σχέση  με αυτήν  την Ελένη, μάλλον μυθική-θρησκευτική, όπως συμβαίνει στους οικισμούς με αγιωνύμια,  αν κρίνουμε και από τις προφορικές παραδόσεις που συνδέουν τη σημερινή  ηλειακή  Ώλενα με  μυθική βασίλισσα-σώτειρα της πόλης, ονόματι Ελένη[13].
Κατόπιν αυτών, οι συλλογισμοί με οδηγούν, εκτιμώ ευνόητα, να υποθέσω ότι μπορεί οι Γορεναίοι, δεδομένης και της απομόνωσης του οικισμού τους στις δασωμένες, άγριες  χαράδρες του Λύκαιου όρους (και, κατά τεκμήριο, με ανεπαρκή και δύσκολα καλλιεργούμενα σιτηρά) να ήταν εκείνη την εποχή ένα χωριό προσηλωμένο ευλαβικά, ίσως και φανατικά,  στην πίστη και τη λατρεία  της κριθαρο-σιτο-θεάς Ελένης (και «πολιούχου» του οικισμού;). 



Εγκαταλειμμένες, κλιμακωτές  σιταροπεζούλες πάνω σε πλαγιά του όρους Κοτύλιο, στην ευρύτερη ορεινή  περιοχή της  Θεισόας.  Κάτω αριστερά διακρίνεται και αλώνι με βοηθητικό οίκημα (29.8.2000)


Αριστερά αλώνι, δίπλα στον καλυμμένο με την προστατευτική τέντα, ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες, στην ευρύτερη ορεινή περιοχή της Θεισόας (Αύγουστος 2000)

Εκτιμώ λοιπόν λογικό να υπ0θέσει κανείς ότι οι Βυζαντινοί και κυρίως οι Καθολικοί Σταυροφόροι Φράγκοι κατακτητές της Θεισόας κατά την εποχή της  σφαγής των κατοίκων της Γόρενας, να μην ανεχόντουσαν την πιθανολογούμενη εδώ προσήλωση των Γορεναίων   στον παγανισμό και δεδομένου του ότι οι ίδιοι οι Γορεναίοι βοήθησαν (Τσέλαλης, ό. π., σελ 268) αποτελεσματικά τους Παλαιολόγους του Μυστρά να  νικήσουν τους κατακτητές Φράγκους, συν κάποιες άλλες πιθανόν εδαφικές και οικονομικές διαφορές, θέλησαν να τους εξολοθρεύσουν με δόλιο τρόπο, αφού ήταν, φαίνεται, και λόγω του δύσβατου και ανυπότακτου της Γόρενας, δύσκολο να το πραγματοποιήσουν με απευθείας πολεμική σύγκρουση μαζί τους. Φαίνεται ότι και οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει, μάλλον ή ήττον  βίαια, για την επιβολή του αναγκαστικού προσηλυτισμού των Γορεναίων  στο Χριστιανισμό και τη μαζική βάφτισή τους, οπότε δεν γινόταν να αντιστέκονται άλλο.  Τι πιο κατάλληλη παγίδα λοιπόν από το να προσκαλέσουν (δήθεν και εκδικητικά, κατασταλτικά) τους αντιστεκόμενους, ενοχλητικούς Γορεναίους οι Φράγκοι να συμμετέχουν ομαδικά στο μεγάλο πανηγύρι της Αγιαλένης (ως και επίσημης πολιούχου της χριστιανικής, Φραγκοκρατούμενης Θεισόας και επιτελούμενο -δεν αναφέρεται αν ήταν στη μαγιάτικη γιορτή των δύο Αγίων- πάντως   σε εποχή που μπορούσαν να διανυκτερεύσουν κοιμώμενοι στο ύπαιθρο)  η οποία για τους μεν ηγεμόνες Φράγκους αντιπροσώπευε την Ισαπόστολο και χριστιανική αγία  Ελένη, ενώ -έστω με λανθάνοντα, άρρητο τρόπο- για τους ντόπιους και δη τους Γορεναίους, την κριθαρο-σιτοθεά, Γη-Μητέρα Ελένη; Εκείστον πανηγυρότοπο να τους μεθύσουν (όποιος έχει εμπειρία πανηγυριών σε αυτή την ευρύτερη περιοχή ακόμα και σήμερα, γνωρίζει ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο), να τους αποκοιμήσουν και να τους σφάξουν όλους;  Έτσι πιθανόν να ερμηνεύονται οι συλλογικές βαπτίσεις. Επιπλέον τέτοια μαζική σφαγή δεν είναι δυνατόν να γίνει μέσα στην έδρα της όποιας πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Θεισόα, σε δια-προσωπικό, ομαδικό επίπεδο και χωρίς την εντολή και τη συμμετοχή στρατιωτικών αποσπασμάτων από την εξουσία.
 Η κατά την παράδοση καταφυγή μετά τη σφαγή του μόνου διασωθέντα  φύλακα της Γόρενας, του καταδιωκόμενου  Κουκουλά, στο Σουλιμά της Τριφυλλιακής Μεσσηνίας, υποδηλώνει, πέραν της δύσβατης, σχεδόν απόκρυφης ορεινής οδού που συνέδεε τα δύο χωριά, τόπο προφανώς οικείο και φιλικό προς αυτόν, όπου και τον περιέθαλψαν  και του οποίου  μάλιστα οι κάτοικοι, οι Σουλιμαίοι, καταδίωξαν τους σφαγείς Θεισοάτες και τους νίκησαν (Αγ. Τσέλαλης, ό, π., σ. 270). «Σουλιμοχώρια» αποκαλούνταν στα νεότερα χρόνια  το χωριό  Άνω και Κάτω Δώριο, με τους ομώνυμους συνοικισμούς, χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης Δώριον με κατοίκους Αρβανίτες εν πολλοίς,  με μεγάλη συμβπολή στον Αγώνα    του 1821... Η λέξη «Σουλιμάς» κατά τις νεότερες ερμηνείες είναι ελληνική και σχετίζεται ετυμολογικά με το αλείφω και την  αλοιφή, θεραπευτική ή/και  καλλυντική, οπότε η ονομασία «Σουλιμοχώρια» αποδιδόταν (και σε παραδοσιακά τοπικά τραγούδια)  στη φιλοκαλία και στην ξακουστή ομορφιά των Σουλιμιώτισσων κυράδων.[14] Η Ευρύτερη περιοχή της Τριφυλίας-Άνω Μεσσηνίας, έχει αποδώσει κατά την επιτόπια εκεί έρευνά μου σημαντικές –και σημαίνουσες– θέσεις της Αγιαλένης και στα πανηγύρια της επιτελούνται και σήμερα παραδοσιακά τραγούδια όπου πρωταγωνιστεί η μεταφυσική, ιερή κόρη Ελένη, ενώ η πεδιάδα της Άνω Μεσσηνίας υπήρξε στην Αρχαιότητα μεγάλο κέντρο λατρείας της Δήμητρας (Ανδανία) και άλλων χθόνιων θεοτήτων.[15] Πέραν αυτών,  στο σημερινό χωριό (Κάτω) Δώριο, ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, αφιέρωση που μέσα και από πολλά άλλα παραδείγματα, εκτιμώ ότι πέραν των δύο Ισαποστόλων, υποδηλώνει και λανθάνουσα μνήμη της Αγιαλένης.[16] Αυτά τα ευρήματα σχετικά με το χωριό Σουλιμά-Δώριο υποδηλώνουν επίσης ότι ο διωκόμενος Κουκουλάς κατέφυγε σε, ας πούμε, «ομόθρησκους», με τους οποίους η Γόρενα φαίνεται να διατηρούσε ανέκαθεν σχέσεις φιλίας ή και συγγενικές και οικονομικές, μέσω του παραπάνω δύσβατου ορεινού δρόμου που συνέδεε τότε την Γόρενα με την Τριφυλία και τον Κυπαρισσιακό κόλπο, στις εκβολές του ποταμού της (και πλωτής μέχρις ενός σημείου κατά την Αρχαιότητα) Νέδας. Η παρατήρηση αυτή εκτιμώ ότι ενισχύει, αμφίδρομα,  την υπόθεση για τη θρησκευτική παρουσία της Αγιαλένης και στη Γόρενα.
Αν αυτές οι υποθέσεις μου ισχύουν,  η σφαγή των Γορεναίων στην τότε Φράγκικη Θεισόα, όπως αυτή παραδίδεται από την προφορική παράδοση,  φαίνεται να αποτελεί (με κάθε επιφύλαξη)  μαρτυρία  όχι μόνο για την ύπαρξη παγανιστικών πυρήνων σε αυτές τις απόκρημνες ορεινές περιοχές κατά τον Μεσαίωνα αλλά ίσως και τον τρόπο που έγινε από τις χριστιανικές και πολιτικές-στρατιωτικές εξουσίες η θρησκευτική αλλαγή όσο και οι μαζικοί προσηλυτισμοί στον Χριστιανισμό.
Θα μπορούσε βεβαίως κανείς να παρατηρήσει σχετικά με τα παραπάνω ότι το Λύκαιο όρος (και τα πέριξ ορεινά) κατά τη μυθολογία υπήρξε ο τόπος όπου γεννήθηκε και αναστήθηκε  από τις νύμφες ο Δίας,  με τη γηραιά νύμφη Θεισόα μάλιστα (από την οποία φέρεται να πήρε και το όνομα ο αρχαίος οικισμός), κατά τον μύθο, να είναι αυτή που τον έπιασε πρώτη στα χέρια της και τον σπαργάνωσε, ενώ η Αλίφειρα (όπου επίσης  Αγιαλένη) παραδίδεται ως ο τόπος όπου ο ίδιος ο Δίας  γέννησε την Αθηνά από το κεφάλι του, εξού και η ύπαρξη ναών της Αθηνάς τόσο στην Αλίφειρα, όσο και στη Θεισόα και στη Φιγάλεια.[17] Πως είναι λοιπόν δυνατόν, σύμφωνα με όσα υποστηρίζω για την κριθαρο-σιτοθεά Ελένη/Αγιαλένη,  παρά την τόσο ισχυρή θρησκευτική παρουσία του Δία, της Αθηνάς  και του Δωδεκάθεου εν γένει στην περιοχή επί τόσους αιώνες να έχει παραμείνει στη μνήμη η Ελένη/Αγιαλένη ως όψη της Μεγάλης Μητέρας-Γης; Δύσκολη βεβαίως η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα  σε χρονική έκταση χιλιετηρίδων αλλά σκέφτομαι τα εξής υποστηρικτικά, εκτιμώ,  της υπόθεσής μου:  όπως είναι γνωστό,  το Δωδεκάθεο επιβλήθηκε θρησκευτικά από τους μεταγενέστερους, "φερτούς" φορείς του πάνω στις προγενέστερες λατρείες προς τις χθόνιες θεότητες και δη στη Μεγάλη Μητέρα (με όλες τις μορφές και τα ονόματά της). Δεν είναι αυθαίρετο  να υποθέσει κανείς  ότι  το  "Θεισόα" δεν αφορούσε αρχικά  κάποια μεμονωμένη νύμφη αλλά ένα από τα τόσα ονόματα/κατηγορηματικούς προσδιορισμούς  της Μεγάλης θεάς-Μητέρας, δεδομένου και του ότι προσδιορίζεται ως γηραιά ("Γριά" ήταν μία από τις προσωνυμίες της Μεγάλης θεάς) οπότε να  έγινε στα τοπικά, πανάρχαια προ-Δωρικά  ιερά της  κάτι ανάλογο με την ίδρυση  των παλαιοχριστιανικών βασιλικών πάνω στα σημαντικότερα ιερά της αρχαίας λατρείας. Δηλαδή  να εφαρμόστηκε η νέα δωδεκαθεϊστική θρησκεία, μυθολογία  και λατρεία ακριβώς πάνω στους τόπους  όπου κυριαρχούσε η λατρεία προς την Μεγάλη Μητέρα/Ελένη.  Η ίδια αυτή περιοχή που μας απασχολεί εδώ,  φιλοξενεί εξάλλου αρχέγονους μύθους,  πανάρχαια μεγάλα ιερά και μυστηριακή λατρεία της Γης-Μητέρας-Δήμητρας, όπως στη Λυκόσουρα (όπου ενδημεί σήμερα και η Αγιαλένη) ενώ η Λακωνία, η κοιτίδα του μύθου και της λατρείας της Ελένης και των Διόσκουρων είναι γειτονική και όπου όπως υποστηρίζεται, δεν σταμάτησε η λατρεία της, λανθάνουσα ή φανερή,  παρά την κατάκτηση της Λακωνίας από τους Δωριείς. Επιπλέον, η θεά Ελένη εκτός από την εκκοσμίκευσή της στο Έπος, τη δραματική ποίηση, στη γραπτή και εικονική εν γένει παράδοση, φαίνεται μεν ότι επί Χριστιανισμού επικαλύφθηκε,  είτε από τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία είτε από τους  πιστούς, καθημερινούς ανθρώπους, από την Αυγούστα  Αγία Ελένη, συνειδητά ή όχι, να  παρέμεινε δε, λανθάνουσα,  τοπικά στη δημοτική  πίστη και τη λατρεία, κυρίως μέσω των γυναικών, όπως υποστηρίζω ότι τεκμηριώνεται από τα εθνογραφικά μου ευρήματα. Υποστηρικτικό  αυτών των σκέψεων  είναι και το ότι μετά από  χιλιετίες Χριστιανισμού,  οι, στην πλειονότητά τους μη εγγράμματες, γυναίκες στα μοιρολόγια εξακολουθούν να τοποθετούν το επέκεινα στον κάτω, μαύρο κόσμο,  στης "άρνησας τον κάμπο", στον Άδη και όχι στην χριστιανική Κόλαση ή στον Παράδεισο και τη "Δευτέρα παρουσία" και να απευθύνονται λατρευτικά στην  θεϊκή  "Μαυρηγή" και  στον Χάρο,  να παρηγορούν τους ζωντανούς με την αναγεννητική ανακύκλωση των νεκρών μέσα από τη Μάνα-Γη[18] ...

Επίλογος
Η γραπτή, «επίσημη ιστορία»,  πολιτκή, στρατιωτική, πολιτιστική, θρησκευτική, περιλαμβάνει  εν πολλοίς «τα μεγάλα γεγονότα», ενώ η Αρχαιολογία, αρχαία και βυζαντινή, στηρίζεται στα ανασκαφικά ευρήματα, στις χριστιανικές δογματικές  και στις γραπτές εν γένει πηγές, αρχαίες και νεότερες. Η προφορική παράδοση δεν περιλαμβάνεται (ή δεν περιλαμβανόταν μέχρι πρόσφατα, γιατί, χάρη στην Ανθρωπολογία, τα πράγματα έχουν αλλάξει) όπως αυτή συγκροτείται και παραδίνεται από γενιά σε γενιά μέσα από τους μύθους, τις παραδόσεις, τα τραγούδια, τις  κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές αυτοβιογραφικές ιστορίες, όπως τα βιώνουν διαγενεακά οι άνθρωποι στο τοπικό τους πλαίσιο, συνδυαστικά και με τη γραπτή ιστορία.  Καθώς οι κάτοικοι κάθε τόπου, εγγράμματοι ή μη, ντόπιοι ή «φερτοί», ομόθρησκοι ή αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι ή αλλόγλωσσοι διάγουν το βίο τους μέσα σε φυσικά και δομημένα τοπία τα οποία  περιλαμβάνουν και μεταφέρουν μέσα στους αιώνες «σημάδια του τόπου» οικοδομικά, αφηγηματικά, τοπωνυμικά και άλλα που αναφέρονται στη διαχρονία συνδεδεμένα  με μνήμες, μύθους και τοπικές ιστορίες, τα εντάσσουν διαλεκτικά και δημιουργικά στην εκάστοτε καθημερινότητά τους, αναδημιουργώντας και αναπροσαρμόζοντας, συχνά με επώδυνο και συγκρουσιακό τρόπο (τοπικά αλλά και με  "άνωθεν" παρεμβάσεις της εκάστοτε θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας), κάθε φορά τη σχέση και τη συνομιλία τους με αυτά, αφήνοντας ίχνη  ανάλογα (και ως ένα βαθμό ερήμην του)  με το ιστορικό, θρησκευτικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής, στη διαχρονία...



[1] Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, 1967-1968, Η αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της, εν Αθήναις:  Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 58. Τα σχετικά με την έρευνά μου για την Αγιαλένη στην Αλίφειρα, στο: Ελένη Ψυχογιού, 2012, «Από το ναό της Αθηνάς στο αλώνι της “Αγιαλένης”: μια διαχρονική διαλογική αφήγηση εγγεγραμμένη  στο ιερό τοπίο της Αλίφειρας», ανακοίνωση στο:   3ο CSPS International Conference «Sacred Landscapes in the Peloponnese from Prehistory to  Post-Byzantine Times, Σπάρτη, 30 Mαρτ. - 1 Aπριλ. 2012 , υπό έκδοση.
[2] Αγησ. Τσέλαλη, Ολυμπιακά, Αθήνα: τυπογραφείο Γ. Ζερμπίνη (1952-53 έκδοση 1η, 1979 έκδοση 2η).
[3] Η σχετική, γλαφυρή περιγραφή της διαδρομής από τον  ντόπιο Αγ. Τσέλαλη, Ολυμπιακά, σ. 156: «…Από τη γέφυρα της Σουλτίνας και τον αυτοκινητόδρομο Μεγαλοπόλεως-Καρύταινας-Ανδρίτσαινας ανήφορος ¾ της ώρας μας φέρνει στις αρχαιότητες του Τσουρακιού. Κατάφυτη και κατάρρυτη η περιοχή, γραφική και υπέροχη, με άγρια μεγαλοπρέπεια. Από πάνω της στέκει η περίφημη κορυφή του Λυκαίου, τα «Κάκαρα-Στεφάνι-Διαφόρτι» με τα αιώνια βράχια της, δαρμένα από των καιρών τη μάνητα και των αιώνων τα περάσματα. Δεξιά το Άνω Κοτύλιο, η αρχαία Κρητέα, το λίκνο του Δία.  Απέναντι ο λόφος της Θεισόας (Λαβδέικο) με την αρχαία ακρόπολη και τα ερείπια το κάστρου της Αγιαλένης…».
[4] Για τη Θεισόα/Λάβδα βλ.  και: https://thalis.math.upatras.gr/~streklas/theisoa.htm (πρόσβαση: 29.2.2020) και https://aristomenismessinios.blogspot.com/2014/01/blog-post_7331.html (πρόσβαση 5/3/2020).
[5] William Martin Leake, 1830,  Travels in the Morea, with a map and plans, f.r.s etc.
[6] Βλ. Γερμανός Παρασκευόπουλος (Μητροπολίτης Ηλείας), 1987, «Τα ναϊκά της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας και Ωλένης», στο Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (Αμαλιάς 13-15 Νοεμβρίου), Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι 1989, σ. 33-48.
[7]Τα σχετικά με την Αγιαλένη της Λυκόρουρας αναρτημένα στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/05/blog-post.html
[8] Μηλιαράκης, Δ. (1892), «“Μεσσαριά”. Ιστορικαί έρευναι περί του ονόματος τούτου  ως γεωγραφικού», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολoγικής Εταιρείας, τεύχ. 4, σ. 423-74.
[9] Αναλυτικά σχετικά με αυτά τα ασκεπή , ιερά κτίσματα στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/12/traveling-in-east-argolisgreece.html).
[10] Σχετικά και διεξοδικά με την ετυμολογία και την προτεινόμενη ταύτιση ή σύνδεση των δύο θεοτήτων και των ονομάτων τους στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html).
[11] Σχετικά με την Ώλενα, διεξοδικά   στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/05/blog-post.html.
[12] Βλ. Μουτζούρης Νικόλαος, 2000, «Ετυμολογική επισκόπηση των τοπωνυμίων Δημητσάνα, Κοντοβάζαινα, Μπαρμπάσαινα», στο Πρακτικά Τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας (Κάλυμνος, 20-23/10/1998), Νεοελληνική Διαλεκτολογία 3, σ. 189-201. Η απόδοση σλαβικής ταυτότητας στους Γορεναίους κυρίως εξαιτίας της ετυμολόγησης από κάποιους, όπως αναφέρει ο Τσέλαλης, της λέξης Γόρενα ως Σλαβικής -άρα και της  τότε Σλαβικής ταυτότητας των σφαγιασθέντων κατοίκων της (όπως συνηγορεί και η αναφορά σε Σκλάβο βοσκό στην περιοχή)  είναι ίσως πιθανή, αν και κατά ορισμένους  ιστορικούς δεν μαρτυρε'ιται παρουσία Σλάβων στη συγκεκριμένη, αυχμηρή, ορεινή περιοχή (βλ. ενδεικτικά Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα. Γενική επισκόπηση, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2000, σ. 37, 41, 51, 70. Επίσης,  ενδεικτικά, Ορέστης Λιντερμάγιερ, 2000, «Η Ελλάδα και οι “άλλοι”: Δύση, Σλάβοι, Τούρκοι, με αφορμή το ανθρωπολογικό έργο  του Michael Herzfeld», Εθνολογία 6/7 (1998-1999), σ. 359-  Σε αυτή την πόθεση συμβάλλει και μια πιθανολογούμενη ως συγκρουσιακή, εθνοτική και θρησκευτική τους ετερότητα με τους γειτονικούς πληθυσμούς, ελληνικής ή άλλης καταγωγής και ταυτότητας, που να οδήγησε και στη συλλογική σφαγή τους. Ένα άλλο στοιχείο είνα το ότι η Ελένη και η Αγιαλένη παραδίδεται βεβαίως στην προφορική, τη  θρησκευτική και στη λατρευτική παράδοση των Σλάβων και των Αλβανών, άμεσα ή έμμεσα (ταυτιζόμενη άμεσα με την χριστιανική αγία Ελένη και άλλες αγίες ή έμμεσα και με τρόπο λανθάνοντα με μια ανάλογη θηλυκή ιερή μορφή του μεταφυσικού με  άλλα γυναικεία ονόματα),  τόσο σε ιερούς τόπους όσο και σε παραδοσιακά αφηγηματικά τραγούδια, κοινά στους λαούς των Βαλκανίων.(βλ. Gimbutas Marija, , Η επιστροφή της μεγάλης Θεάς, επιμ. Miriam Robbins, μτφρ. Ντίνα Σιδέρη, εκδ. Αρχέτυπο. Αθήνα –Θεσσαλονίκη, 2001∙ Popov Rachco, 1996, «Kalendarnite prevaplashteniya na sveta Elena», Balgarska ethnografiya, 3, σ. 71-80∙Χρυσάνθη Χρήστου, 2019, «Γυναίκες, ταυτότητες, αναπαραστάσεις και συμβολισμοί μιας ορεινής κοινότητας του νομού Καστοριάς, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα. Βλ. τα τραγούδια του Γεφυριού  της Άρτας στο  http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.com/∙ Δημήτριος Β. Οικονομίδης, 1984, «Η παραλογή «του νεκρού αδελφού», Εν Αθήναις: Εν Αθήναις Επιστημονική Εταιρεία, σ. 81-136). Συλλογίζομαι ωστόσο ότι αν οι, τυχόν Σλάβοι, Γορεναίοι  ήταν και αυτοί πιστοί της Αγιαλένης και αν βεβαίως η σύγκρουση με τους Θεισοάτες ήταν και θρησκευτική, γιατί να είχαν αντιπαλότητα ως προς αυτή την πίστη με τις Φράγκικες (κατά τεκμήριο) αρχές που προσλάμβαναν την Αγιαλένη ως χριστιανή Αγία και μάλιστα να τους σφάξουν στο πανηγύρι της.
[14] Βλ. το τραγούδι στο  https://www.youtube.com/watch?v=vp93ys6elAo
[15] Αναλυτικά για την Ελένη/Αγιαλένη στην Άνω Μεσσηνία στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html.   
[16] Σχετικά με  τη σχέση των ναών και των εικόνων των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  με την Ελένη/Αγιαλένη, βλ.  Ελένη Ψυχογιού, 2008, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία  Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα, κυρίως σ. 36-117 και τις άλλες αναρτήσεις με τίτλο «Ταξιδιωτικά ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» στην ιστοσελίδα μου fiestaperpetua.blogspot.com. Επίσης  την ανάρτηση: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.htmlΓια τους τοπικούς μύθους βλ. Πέδρο Ολάγια, Μυθολογικός Άτλας της ΕλλάδαςΜια πρωτότυπη προσέγγιση της ελληνικής μυθολογίας μέσα από την γεωγραφία και τις αρχαίες λογοτεχνικές πηγές,  Road Εκδόσεις, Αθήνα 2001. Βλ. Επίσης στο 4τομο έργο του Νικ. Δ. Παπαχατζή,, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις  (εισαγωγή, αποκατάσταση κειμένου, μετάφραση, σημειώσεις) τα βιβλία του περιηγητή τα  σχετικά με την Ηλεία, Αρκαδία, Μεσσηνία (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1999).
 [18] Βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…,  ό. π.

Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.