Ντίνου Δ. Ψυχογιού, "Προσκύνημα στην Ώλενα"
(περιοδικό Ηλειακά ΙΓ΄ (1957), σ. 291 -294)
[Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύεται δίστηλο στο παραπάνω τεύχος των "Ηλειακών" στο πλαίσιο του θεματικού εισαγωγικού σημειώματος
σε κάθε τεύχος του περιοδικού υπό τον γενικό τίτλο «Ζωή και Σπουδή», που έγραφε
ο και εκδότης του περιοδικού Ντίνος Ψυχογιός, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Πύρρων ο Εφεκτικός (ο γνωστός αρχαίος Ηλείος φιλόσοφος). Διατηρώ
την ορθογραφία (πλην του πολυτονισμού), τη στίξη του πρωτότυπου κειμένου καθώς και τις υποσημειώσεις του
συγγραφέα]:
Άποψη από το λόφο της Ώλενας προς τα ΒΔ. Σημειώνεται η θέση της Επισκοπής στην κορυφή του λόφου της Ώλενας (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Χάρτης τμήματος του νομού Ηλείας. Πάνω στο κέντρο σημειώνεται η Ώλενα, γραμμένη εδώ ως "Ωλένη".
«Πρόσφατα
μια αλωναριάτικη ροδαυγή, με βρήκε να κατηφορίζω από του Καράτουλα προς το ρέμα
του πανάρχαιου Ενιπέα. Απέναντί μου υψωνόταν πανύψηλος ο όγκος των υψωμάτων της
Ώλενας, σκοτεινός ακόμα μές στο πρωϊνό σύθαμπο. Στην άκρη του ρέματος στάθηκα
αρκετή ώρα για να χαρώ την γαργαλιστικά απολαυστική ανασαιμιά της ανθισμένης
αλυγαριάς και πικροδάφνης που κάλυπτε μαζύ με πλατάνια, πολύδακρες ετιές και
τρεμουλιάρες ασημόλευκες, τις όχτες του ποταμού και την ίδια την κοίτη σα νησίδες υλομανούς βλάστησης. Απόλαυσα το
μελωδικό τρίλισμα κάποιου ξεμοναχιασμένου αηδονιού και την επίμονη προσπάθεια
κάποιου τρυποκάρυδου που μάταια προσπαθούσε να αναταγωνιστή τις
θείες τρίλιες του αηδονιού. Και μόλις τα τελευταία πέπλα του πρωϊνού
μουχρώματος διαλύθηκαν ένας χείμαρος φωτός κατάκλυσε στεφανωματικά τον απέναντι
λόφο της Ώλενας. Το μορμύρισμα του ρέματος του Ενιπέα, το αργοσάλεμα σε ένα
ανεπαίσθητο θρόϊσμα των φύλλων του πλατάνου και της λεύκας, το παιχνίδισμα
εκείνο του φωτός στις άφθονες δροσοσταλίδες που κατρακυλούσαν από της
ροδοδάφνης τους ανθούς συνοδευμένο και με του αηδονιού τις εξαίσιες τρίλιες,
ήταν κάτι το ασύλληπτο μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της Καρατουλέικης ποταμιάς.
Η θέα από το λόφο της Ώλενας προς τα ΒΑ, πρός το λόφο όπου το χωριό Γούμερο
(φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Μαγεμένος για ώρα πολλή και συνεπαρμένος, πήρα αργά την κοφτή ανηφοριά την
κατάφυτη από πεύκα για την θρυλική Ώλενα. Το πευκοδάσος στα απόσκια ήταν
νεκρικά ήσυχο. Ούτε πουλιού λαλιά, ούτε ζώου ήμερου ή άγριου γρύλισμα ή υλακή,
μα ούτε και κανένας ψίθυρος στα βελονωτά πευκοφυλλώματα, ακουγόταν. Τέλος μια
απελπιστικά ανοδική πορεία δύο χιλιομέτρων με έφερε στο ξέφωτο πλάτωμα, όπου
είναι κουρνιασμένο ένα φτωχοχώρι που φέρνει για κάθε φιλίστορα το θρυλικό όνομα
Ώλενα. Ένας απλοϊκός Ωλεναίος ξυλουργός, ολοπρόθυμα προσφέρθηκε να μου γίνη
οδηγός.
Ώλενα. Η πύλη του φράγκικου κάστρου (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Φανταζόμουν
τα ερείπια της μεσαιωνικής Ώλενας συγκεντρωμένα και επιβλητικά. Τίποτα όμως από
αυτά! Ασήμαντα, άγρια κατασκαμμένα και λεηλατημένα από κέθε χρήσιμο υλικό,
πολλές φορές χωρίς ίχνος ή υπόλειμα και το χειρότερο σκόρπια σε δυσανάβατους
βουνούς, δεν θυμίζουν τίποτα από ιστορία αίγλης και θρύλου, που χάνεται στα
ιστορικά τρισκόταδα του έκτου αιώνα. Είναι όμως οι θρύλοι και οι παραδόσεις που
της δίνουν ζωντάνια και γοητεία, της δίνουν θαμπωτική αίγλη και αμύθητα πλούτη
στη φαντασία των απλοϊκών κατοίκων της, που σε κάθε χαμοβούνι, σε κάθε ασήμαντο
υπόλειμα χαλάσματος έχουν να διηγηθούν και από
ένα θρύλο για κρυμμένους θησαυρούς, φοβερά στοιχειά και ζούδια και
υπεράνθρωπες ιστορίες. Και βέβαια είναι επόμενο η μακραίωνη έδρα των Επισκόπων
της Ηλείας, που αφ’ ότου διαδόθηκε ο Χριστιανισμός εστήθηκεν εδώ, να δημιούργησε
θρύλους ατέλειωτους και ιστορίες απίθανες, γιατί υπερβολική είναι πάντα η μνήμη
όταν ριζοβολάει στην άγνοια και ποτίζεται με την αχαλίνωτη φαντασία της
αδαημοσύνης. Παρασυρμένος και εγώ από την γοητεία του θρύλου φαντάστηκα
μεγαλοπρεπείς Επισκόπους κατάφορτους από χρυσοκέντητα και σμαραγδοποίκιλτα άμφια, με απαστράπτουσες χρυσές πατερίτσες
και μίτρες να λειτουργούν στον υποβλητικά μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό της
Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και να ευλογούν τα θρησκόληπτα και ταπεινά πλήθη των
ορεσίβειων Ηλείων των χρόνων της Βυζαντινής αίγλης, της Φραγκικής κατάπτωσης
και των κατοπινών χρόνων της πλήρους εξουθενώσεως της Τουρκοκρατίας.
Εφαντάστηκα την τελετή της ενθρόνισης του πρώτου Επισκόπου Ωλένης κατά τα μέσα
του Ε΄ αιώνος, περιστοιχιζόμενου από ένα πλήθος πιστών της Χριστιανοσύνης
γιομάτων από την ιδιάζουσα μυστικοπάθεια των πρώτων ζηλωτών μιας νέας
ιδεολογίας, και παράμερα από περιέργεια ή κακεντρέχεια τους πιστούς της
εξατμισμένης αρχαίας θρησκείας να φωνασκούν και να χλευάζουν τους αρνησίθρησκους.
Η ειδωλολατρεία στην Ηλεία είχε ένα δυσάλωτο οχυρό: Τα Ολύμπια που κρατούσαν τη
δάδα της αρχαίας θρησκείας ακοίμητη πολλούς αιώνες και μετά την επισημοποίηση
της νέας θρησκείας. Αυτή η τελετή της πρώτης ενθρόνισης Επισκόπου ήταν αρκετή
για να γίνει η Ώλενα το προσκύνημα των νεοφώτιστων της Ηλείας. Την έκαμε
θρησκευτικό κέντρο και θα είχε μεγάλη ισχύ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Στα
χρόνια της Φραγκοκρατίας η αίγλη της αμαυρώθηκε από την ύπουλη υπονόμευση των
Δυτικών που πολιτικώς κυριάρχησαν του τόπου και που για λόγους ασφαλείας πιο
πέρα, στον πλαϊνό της Επισκοπής γκρεμό, ανήγειραν τον Φραγκικό πύργο τους που
κατάλοιπό του είναι η σωζόμενη σήμερα καστρόπορτα φανερά φραγκικής τεχνοτροπίας
όπου κάποιος φράγκος φεουδάρχης ιππότης ή λίζιος έκανε χρέη τοποτηρητού και
αμαύρωνε την ισχύ και αίγλη του Επισκόπου Ωλένης. Και προχωρώντας στην
Τουρκοκρατία ήρθε η πλήρης αμαύρωση και εξουθένωση, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια.
Με τον καιρό, όταν συνήρθε το παραζαλισμένο Γένος από τα αλύπητα της πρώτης
σκλαβιάς χτυπήματα, η Ώλενα με τον Επίσκοπό της έγινε το κέντρο της αντίστασης
κατά του βάρβαρου δυνάστου. Χελιδόνι-Γούμερο-Καράτουλα με κέντρο την Ώλενα
συχνά αναφέρονται στα Ενετικά αρχεία σε έγγραφα του 1500-1600 ως επίκεντρο των
ανταρτών κατά του δυνάστου, των επονομαζομένων τότε ελληνικώτατα από τους
φράγκους Stratioti και ενισχυομένων φανερά από την Ενετία.
Με την Ενετοκρατία του 1685-1714 η Ώλενα έχει καταστραφεί. Ο Επίσκοπός της έχει
ξεριζωθεί και έχει μεταφέρει την έδρα του στην Γαστούνη και και αργότερα φεύγει
κι από κεί για να εγκατασταθεί στον Πύργο και πιθανώτατα στην ευημερούσα τότε
μονή Σκαφιδιάς. Όπως τούτο το πιστοποιούν και τα σωζόμενα εκεί ακόμη άμφιά τους
και και οι γενναιόδωρες αφιερώσεις τους στο Μοναστήρι και άλλα τους υπάρχοντα
(κώδικες, ευχολόγια κλπ.). Είναι πασίγνωστο ότι οι Επίσκοποι και γενικά ο
κλήρος, είχαν μεγάλη ισχύ τον μεσαίωνα. Και ξόμπλια της ισχύος και
μεγαλοπρεπείας των Επισκόπων Ωλένης είναι σήμερα οι θρύλοι της Ώλενας και τα
άγρια λεηλατημένα ερείπιά της. Ένα δημοτικό τραγούδι του 17ου αιώνα
ασφαλώς λέει:
…Να πάμε να ληστέψουμε της Ώλενας ται
σπίτια / να πάρουμ’ άσπρα και φλουριά, χρυσά, μαργαριτάρια…[2]
Ώλενα, Επισκοπή Ό,τι απομένει από τον ναό του Σωτήρος, σημερινή αγια-Σωτήρω. Εμπρός διακρίνεται η βάση του βόρειου κλίτους του παλαιού ναού (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Ώλενα, Επισκοπή. Κατάλοιπα από το δάπεδο του βόρειου κλίτους του παλαιού ναού του Σωτήρος (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Το
σπουδαιότερο κτίσμα της, ο τρισυπόστατος καθεδρικός της ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ή αγιά Σωτήρω,
όπως σήμερα λέγεται, χτισμένος ψηλά σε έναν όχτο επονομαζόμενο Επισκοπή, μας
δείχνει τα εκτεταμένα ερείπιά του, άγρια κατεσακαμένα και συγκεντρωμένα σε ένα
ημιερειπωμένο και βρώμικό ξωκλήσι, στη θέση του μεσαίου κλήτους του
μεγαλοπρεπούς άλλοτε ναού.
Ώλενα, Επισκοπή. Η σωζόμενη κόγχη του παλαιού ναού του Σωτήρος (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
(φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Στα βορινά του βουνού της Επισκοπής είναι το άλλο
ύψωμα του Κάστρου λεγόμενο, μα που εκτός από την προαναφερθείσα πύλη του
Φραγκικού πύργου, τίποτα άλλο δεν δικαιολογεί την προσωνυμία Κάστρο. Κιακόμα
ανατολικώτερα ένας άλλος οξυκόρυφος και δυσανάβατος βουνός, η Ανάληψη, όπου
λίγες ανεσκαμμένες άμορφες πέτρες της
θρυλούμενης κάποτε εκεί μεγαλόπρεπης ομώνυμης εκκλησιάς. Ανάμεσα κιαπάνω σ’
αυτούς τους τρεις βουνούς, πλανιώνται σαν φαντάσματα, παληά ενθυμήματα
συγκεχυμένα και υπερβολικά για το στοιχειό της Ώλενας, για την μονοβύζα του
Κάστρου, για τα ξωτικά της Μαρτουλής και τους Μονόμματους της παληάς Ώλενας,
για θαμμένους θησαυρούς και χρυσές καμπάνες, για επισκοπικούς τάφους με με
ολόχρυσες και διαμαντοκόλλητες μίτρες και πατερίτσες και για πλείστα όσα άλλα υπερβολικά ή
παράλογα.
Όλη
την ημέρα, παρά το ανελέητο αλωναριάτικο λιοπύρι, γεύτηκα όλη τη συγκίνηση που
χαρίζει σέναν ερευνητή η άμεση γνωριμιά με τους τόπους που τους σκεπάζει η αχλύ
του θρύλου και ο ξομπλιαμένος φωτοστέφανος μιας μακραίωνης και ξεχασμένης
ιστορίας. Το ποτάμι του ιδρώτα που έχυσα μές την αλωναριάτικη λαύρα, τρέχοντας
εδώ και εκεί για να ιδω τις τοποθεσίες και τα ρημάδια τους, στοιχειωμένους
τόπους, θρυλικά τοπωνύμια, και ρημαγμένες ή εξαφανισμένες πια εκκλησίες, ήταν
ένα απολαυστικό λαογραφικό λουτρό που μούδωσε την άφατη ικανοποίηση που νοιώθει
ένας αρχαιολόγος για ένα σπάνιο εύρημά του, ένας βοτανολόγος για την ανακάλυψη
ενός άγνωστου φυτού, ή ένας γλωσσολόγος για μια αθησαύριστη ή μεγάλης ιστορικής
σημασίας λέξη.
Ώλενα, Επισκοπή. Ενεπίγραφο υπέρθυρο στην αγια-Σωτήρω (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
Οι Ωλένιοι, που χρόνια τώρα ανενόχλητοι ανασκάφτουν, αφανίζουν
και λεηλατούν τα λιγοστά ερείπια του τόσης ιστορικής για την Ηλεία [σημασίας]
τόπου τους, είτε από θησαυρομανία, είτε για λίγα αγκωνάρια, ονειρεύονται να
δουν το χωριό τους τουριστικό κέντρο. Επαινετή η φιλοδοδία τους, επιβοηθητική
και η ολοπρόθυμη φιλοξενία τους, μα οι ίδιοι καθημερινά καταστρέφουν το όνειρό
τους ξηλώνοντας ταπομεινάρια των ερειπίων και καταστρέφοντας κάθε εύρημα
σημαντικό ή ασήμαντο, από άγνοια ή αθεράπευτη θησαυρομανία (δυό μαρμάρινοι
κίονες της Ανάληψης έγιναν λιοτρίβια και ένας θολωτός τάφος μυκηναϊκής εποχής
μεταβλήθηκε σε κουμάσι, για να αναφέρω δύο παραδείγματα) ενώ θα μπορούσαν στο
σχολείο τους να περισυνέλεγαν κάθε εύρημα, σημαντικό ή ασήμαντο της περιώνυμης
και περισπούδαστης περιοχής τους και ναείχαν έτσι ένα ενδιαφέρον που θα
τραβούσε τον ιστοριοδίφη, τον αρχαιολόγο, τον φιλίστορα και τον περιηγητή και
αυτόματα θα καταστούσε το χωριό τους αξιοπρόσεχτο τουριστικό τόπο ακόμα και για
θέρετρο, αφού έχει ένα θαυμάσιο κλίμα και μια αξιοζήλευτη και περίοπτη θέα.
Δυστυχώς όμως στο Ρωμέϊκο η ιδιωτική πρωτοβουλία για κοινής ωφελείας έργα είναι
το σπανιώτερο των εκδηλώσεων του Ελληνικού δαιμονίου, η δε Πολιτεία τόπους
τόσης αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας και σημασίας τους έχει εγκαταλείψει
στον πατριωτισμό των πολιτών της. Κιαυτοί για να δείξουν πόσο τον έχουν αναπτυγμένο, με μανία
ρίχνονται σε κάθε χάλασμα ή χτίσμα αδέσποτο και τ’ αφανίζουν. Είναι ο νόμος του
κορεσμού που και κάνει το θαύμα του, γιατί όπου η πλησμονή σε κάτι εκεί και η
αδιαφορία για δαύτο. Γιαυτό και η Ελλάδα, ευμοιρούσα αρχαιολογικών τόπων και
ευρημάτων, αμοιρεί αγάπης και ενδιαφέροντος για αυτά».
ΠΥΡΡΩΝ Ο
ΕΦΕΚΤΙΚΟΣ [υπογραφή-ψευδώνυμο του Ντίνου Ψυχογιού]
Αποσπάσματα από
τη μελέτη του Ντίνου Δ. Ψυχογιού, «Η Ώλενα»
(Ηλειακά ΙΔ΄-ΙΕ΄ (1958), σ.
326-330). Διατηρώ την ορθογραφία (πλην
του πολυτονισμού), τη στίξη του κειμένου
καθώς και τις υποσημειώσεις του συγγραφέα:
(σ.
326:) «Το προσκύνημα στην Ώλενα έγινε[3]. Και
μετά από κάθε προσκύνημα έρχεται ο νεωκόρος και ξετινάζει τον ιερό χώρο από την
τύρβη του προσκυνήματος, τον «αποκαθαίρει» και τον παραδίδει απαστράπτοντα ως
«άπεφθον χρυσόν» στους εκλεκτούς κατόπιν προσκυνητάδες, που θα τον επισκεφθούν
μονάχοι, να τον προσκυνήσουν σε μέρες μη γιορτερές και πολύβοες. Έτσι και στην
Ώλενα. Ύστερα από τους λυρισμούς των ύμνων των πανηγυρικών και τα οράματα τα φανταχτερά
των πρώτων εντυπώσεων, έρχομαι σαν τον νεωκόρο και σαν ερευνητής, να ξεσηκώσω
τα κατασκονισμένα πέπλα των αιώνων, να ξεσκαλίσω την σποδό τους, να ξεδιαλύνω
παραδόσεις, θρύλους και φληναφήματα και να παρουσιάσω την Ώλενα. Την Ώλενα την
αληθινή της ιστορίας από τους ύμνους και από τους θρύλους και τις παραδόσεις,
ξάστερη και χωρίς προκαταλήψεις. [….]
Από πάνω προς τα κάτω: Ώλενα, το ξωκλήσι το αγ. Γεωργίου και αρχαία οικοδομικά μέλη στην αυλή του
(φωτ. Ελένη Ψυχογιού, 9/5/2002)
(σ.
329-330): …Η παράδοση για τούτο το κατάλοιπο του φραγκικού πύργου, θρυλεί ότι
άλλοτε ήταν πανώριο και ξακουστό Κάστρο που το διαφέντευε η πασίγνωστη τότε δια
την ομορφιά της και την παλικαριά της Ελένη η Μονοβύζα. Το μόνο της κουσούρι
ήταν ότι είχε μόνο ένα βυζί αφύσικο μα ήταν τετραπέρατη [=πανέξυπνη]. Όταν
κάποτε ήρθαν να πατήσουν το Κάστρο οι Αγαρηνοί, η Μονοβύζα με τους ανθρώπους
της υπερασπίστηκε το Κάστρο ώσπου τελείωσε τα φουσέκια, το φαΐ και κυρίως το
νερό κι αναγκάστηκε να το παρατήση. Δεν ήθελε όμως να πέση στα χέρια των
Αγαρηνών και γιαυτό σκαρφίστηκε τούτο το τέχνασμα. Κάλεσε γύφτους
ταβουλιαραίους, τους ακριβοπλήρωσε και τους διέταξε να βαράνε συνέχεια και του
καλού καιρού λες και γινόταν πανηγύρι. Καλίβωσε τα μουλάρια της με τα πέταλα
ανάποδα, τα φόρτωσε του κόσμου το βιος που είχε και από μια κρυφή εμπατή
ολονυχτίς έφυγε από την Πόλη. Όταν πια ξημέρωσε και έμαθαν οι Αγαρηνοί τι
συνέβη αντί να πάρουν τα χνάρια καταπόδι της, ο τορός των πετάλων των μουλαριών
έδειχνε τον αντίθετο δρόμο κι έτσι τους ξέφυγε.
Κάτω
ακριβώς από τον Πυλώνα του Κάστρου είναι γεωργούμενος τόπος του Παληοχωριού,
όπου τα ερείπια −μάλλον σωρός λιθαριών− του Άϊ-Γιώργη. Σ' αυτόν τον σωρό βρίσκεται ακόμα και το μνημονευόμενο από
τον Παπανδρέου[4] κιονόκρανο από μουντό
(σταχτόμαυρο) μάρμαρο που οι αφελείς Ωλενίτες το θεωρούν μίτρα δεσποτική από
ανδριάντα κάποιου Επισκόπου της Ώλενας! Εδώ στο Παληοχώρι, εκεί στα απλωτά
αλώνια του γίνηκε κάποτε θανάσιμη πάλη ανάμεσα στο Στοιχειό του Χελιδονιού και στο Στοιχειό της Ώλενας. Το Στοιχειό του Χελιδονιού ήτα
πιο χεροδύναμο και θα το νίκαγε το Ωλεναίϊκο αν τούτο δεν είχε λάβει τα μέτρα
του για να το ξεκάμει στα σίγουρα. Ανέβασε δηλαδή σε μ ια πανύψηλη πεύκα έναν
Ζούδιαρη [=μάγο] Ωλεναίο με ένα ντουφέκι με την διάτα μόλις το ιδή και
γονατίζει να ρίξη του Χελιδοναίϊκου με το αριστερό του χέρι και να το λαβώσει.
Έτσι κι έγινε οπότε γονάτισε το Ωλεναίϊκο το Χελιδοναίϊκο [στοιχειό] και τό 'σφαξε
μές στ’ αλώνι σαν τραΐ. Από τα σκουσμάρια του σφαζομένου Στοιχειού ραγίστηκαν
τα βουνά, σείστηκε ο τόπος και γκρεμίστηκε το Κάστρο. Σαν γλύτωσε το Στοιχειό
της Ώλενας και φρενιασμένο από θυμό για το σώριασμα του Κάστρου του, ρίχτηκε στο
χωριό Χελιδόνι και το ρήμαξε. Κιντύνεψαν να πάνε όλοι οι Χελιδοναίοι και να
ρημάξει το χωριό από χτικιό ώσπου πήγαν και πέσανε στα πόδια του Ζούδιαρη και
τον παρακάλεσαν να ημερώσει λίγο το Στοιχειό της Ώλενας και θα τον φορτώσουν
ασήμι και χρυσάφι. Έτσι έγινε και γλύτωσαν μερικοί Χελιδοναίοι και δεν ρήμαξε ο
τόπος τους.
Πλάϊ
από το Παληοχώρι, 500 μ.
από τον Πυλώνα και στα Ν. Α. είναι ένα
άλλο χθαμαλό υψίπεδο, στενόμακρο και κατάφυτο από κλαριά του λόγγου λεγόμενο
Μαρτουλή. Στα λιγοστά καλλιεργήσιμα χωράφια της Μαρτουλής τα αλέτρια ή το τσαπί
του ξελογγωτή συχνά ξεχώνει κιούπια (πιθοειδείς τάφους) και κεραμίδες γεμάτα
κόκκαλα, λυχναράκια, σκουτέλια (κυάθια), σταμνάκια (ληκύθους), κανάτια
(οινοχοές) και άλλα πολλά κατάλοιπα αρχαίου οικισμού…."
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΩΛΕΝΑ, 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
(οι μη πλήρεις βιβλιογραφικές αναφορές του παρακάτω κειμένου είναι ενημερωμένες στα links όπου παραπέμπω)
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΩΛΕΝΑ, 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
(οι μη πλήρεις βιβλιογραφικές αναφορές του παρακάτω κειμένου είναι ενημερωμένες στα links όπου παραπέμπω)
Σαράντα χρόνια μετά από την παραπάνω επίσκεψη του πατέρα μου στην Ώλενα και την εξαιρετική καταγραφή της στα "Ηλειακά", επισκέφθηκα και εγώ, στο πλαίσιο της έρευνάς μου για την Ελένη/Αγιαλένη το ιστορικό και πολλαπλής θρησκευτικής σημασίας ηλειακό τοπωνύμιο, κάστρο,
σιτοπαραγωγό χώρο και οικισμό, την Ώλενα
ή Βόλενα (βλ. και Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. Τελετουργίες Θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008).
Ο ιερέας του χωριού στον οποίο απευθύνθηκα για να μου ανοίξει τις εκκλησίες του χωριού και την "Επισκοπή", όταν άκουσε το όνομά μου, θυμήθηκε έναν περίεργο, που ρωτούσε πολλά, Ψυχογιό τον οποίο είχε ξεναγήσει ως νεαρός, πριν γίνει ιερέας, στην Ώλενα. Όταν του είπα ότι ήταν ο πατέρας μου, εντυπωσιάστηκε με την σύμπτωση -όσο και εγώ βέβαια-, συγκινήθηκε και έγινε προθυμότατα και δικός μου ξεναγός...
Στο πλαίσιο της έρευνάς μου για την Ελένη/Αγιαλένη, εκτός βεβαίως από την παραπάνω αφήγηση που παραθέτει ο Ντίνος Ψυχογιός για την κυρά του κάστρου της Ώλενας, την Ελένη, μου τράβηξε την προσοχή και το ίδιο το τοπωνύμιο, το Ώλενα. Μετά από έρευνα και ορμώμενη από τη ρίζα Fωλ- του ονόματος Ελένη, υποστηρίζω ότι πέρα από τον τοπικό αυτό μύθο και στο τοπωνύμιο ανιχνεύεται το όνομα Ελένη, μέσω της ρίζας Fωρ-/Fωλ-: Fωρ->Fωλ->Βώλ-ενα>Ώλενα>Ωλένη>Ελένη[2].
Ο γλωσσολόγος Δικαίος Βαγιακάκος γράφει χαρακτηριστικά: «…Η νέα ελληνική και αι
κατά τόπους διάλεκτοι διασώζουν ….ποικίλα άλλα αρχαϊκά γλωσσικά [στοιχεία]…
Ταύτα οφείλει ο γλωσσολόγος να εξετάζη, ως εξετάζει ο γεωλόγος ή ο αρχαιολόγος
κατά τας ερεύνας του τα διαδοχικά στρώματα του εδάφους, διότι χρησιμεύουν ως
πρεσβύται, προκαλούμενοι να μαρτυρήσουν κατά τινα τρόπον και να καταθέσουν κατά
την εξέτασιν της γλώσσης διά την αρχαϊκότητά των…»[3].
Ο ίδιος, στο ίδιο άρθρο, τεκμηριώνει ότι η φωνητική προφορά του αρχαίου φθόγγου
δίγαμμα (F) −παρότι έχει
εκπέσει ήδη από την αρχαιότητα σε πολλές διαλέκτους− διατηρείται στην αρχή
λέξεων σε σύγχρονα τοπικά ιδιώματα της Πελοποννήσου, όπως στην Τσακωνική αλλά
τοπικά και στη Λακωνία, τη Μεσσηνία και −όπως προκύπτει και από τη λέξη Βόλενα−
στην Ηλεία". Οι γλωσσικές αυτές παρατηρήσεις του Δ. Βαγιακάκου τεκμηριώνουν
νομίζω τους παραπάνω ετυμολογικούς συσχετισμούς. Η «πρεσβύτις», λοιπόν,
υπεραιωνόβια «γριά» λέξη Βόλενα/Ώλενα/Ελένη εκτιμώ ότι θα έχει πολλά να μας «μαρτυρήσει»
(όπως συνέβη παραπάνω και με την Όρθα
και την Αλεξάνδρα), αν μάλιστα την
«ανακρίνουμε» στο τοπικό, ιστορικό, εθνογραφικό και θρησκευτικό της
συμφραζόμενο. Η Ελένη εξάλλου των
τραγουδιών (όπως και του αρχαίου μύθου) είναι συνδεδεμένη με την έννοια της
«κρίσης», της εξέτασης, της μαρτυρίας[4].
Ο ιερέας του χωριού στον οποίο απευθύνθηκα για να μου ανοίξει τις εκκλησίες του χωριού και την "Επισκοπή", όταν άκουσε το όνομά μου, θυμήθηκε έναν περίεργο, που ρωτούσε πολλά, Ψυχογιό τον οποίο είχε ξεναγήσει ως νεαρός, πριν γίνει ιερέας, στην Ώλενα. Όταν του είπα ότι ήταν ο πατέρας μου, εντυπωσιάστηκε με την σύμπτωση -όσο και εγώ βέβαια-, συγκινήθηκε και έγινε προθυμότατα και δικός μου ξεναγός...
Ώλενα από πάνω πρός τα κάτω: ο ιερέας ξεναγός μου με οδηγεί στο κάστρο και στην "Επισκοπή" (9/5/2002)
Η
Βόλενα-Ώλενα βρίσκεται σε ένα [προ της πύρινης καταστροφής του καλοκαιριού του
2007] πανέμορφο και επιβλητικό τοπίο στην καρδιά της επαρχίας Ολυμπίας. Σε μια
καταπράσινη κοιλάδα, στεφανωμένη από βουνά, την οποία διατρέχει το
«Καρατουλέικο» ποτάμι, ο αρχαίος Ενιπεύς, και πολλά μικρότερα ρέματα. Το
σημερινό ηλειακό χωριό Ώλενα (αν και τελευταία, παρασυρμένοι από την καθαρευουσιάνικη γενική του ονόματος, της Ωλένης, κυρίως όπως αυτό αποδίδεται τυποποιημένα στην ονομασία της μητροπόλεως Ωλένης, τόσο πηγές στο intrenet, όπως χάρτες και βικιπαίδεια, όσο και οι κάτοικοι έχουν παραποιήσει το όνομα του χωριού σε Ωλένη, η) βρίσκεται πάνω σε μια αναβαθμίδα στη βορειοδυτική πλαγιά
ενός πανύψηλου λόφου «φυτρωμένου» στο κέντρο της κοιλάδας, στην κορυφή του
οποίου βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο. Το χωριό αποτελεί νεότερη μετάθεση ενός
παλαιότερου, το οποίο μνημονεύεται από τους ντόπιους ως τοπωνύμιο «Παλιώλενα» (και όχι "Παλιωλένη"),
σε μια τοποθεσία στα ΝΑ ριζά του ίδιου λόφου, όπως αναφέρει παραπάνω και ο Ντ. Ψυχογιός. Η Ώλενα ανήκε με τον Καποδιστριακό νόμο διοικητικά στον
ομώνυμο δήμο Ωλένης του νομού Ηλείας, που είναι όμορος στα ΝΔ με το δήμο και το
ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας, στον ευρύτερο, ομώνυμο δήμο της οποίας ανήκει με τον "Καλλικράτη". Η Ώλενα δηλαδή φαίνεται να εντοπίζεται μέσα στην ευρύτερη
περιοχή όπου τοποθετείται η αρχαία Πίσα, πόλη που φέρεται ως η πρώτη
ιδιοκτήτρια του ιερού της Ολυμπίας και οργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων[5].
Μέσα στο όλο τοπικό και πολιτισμικό πλαίσιο, ενέχει πιστεύω ιστορικό, συμβολικό
και θρησκευτικό ενδιαφέρον το ότι από το ίδιο αυτό τοπωνύμιο «΄Ωλενα»
ονοματιζόταν και η σημερινή χριστιανική μητρόπολη της Ηλείας −από τα μεσαιωνικά
ήδη χρόνια−, ως «Ηλείας και Ωλένης», μέχρι πρόσφατα, που χωρίστηκε εκκλησιαστικά σε δύο μητροπόλεις, σε Ηλείας και σε Ωλένης .
Τούτη η -παλαιότερη και η νέα- θρησκευτική ονοματοθεσία της Μητρόπολης οφείλεται κατά τους μελετητές στην επωνυμία «Επισκοπή»
που αποδίδεται στην τοπική προφορική αλλά και στη γραπτή παράδοση στο χώρο όπου
βρίσκεται σήμερα ένα ξωκλήσι πάνω στο «κάστρο» της Ώλενας[6].
Το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο χριστιανικά στη μνήμη της Μεταμορφώσεως του
Σωτήρος και τοπικά αποκαλείται «αγια-Σωτήρω» (όπως συμβαίνει άλλωστε κατά
κανόνα με όλους σχεδόν τους ναούς της Μεταμόρφωσης)[7].
Είναι χτισμένο πάνω σε παλαιότερο και μεγαλύτερο ναό, όπως προκύπτει και από τα
ορατά παλαιότερα οικοδομικά ίχνη του αλλά και από την ανασκαφική έρευνα. Αυτό
το τοπωνύμιο «Επισκοπή» όπως και τα οικοδομικά
ίχνη του ναού του Σωτήρος έκανε τους Εκκλησιαστικούς κύκλους και τους μελετητές
να τοποθετούν εδώ τη θέση της πρώτης χριστιανικής μητρόπολης/επισκοπής
«Ωλένης». Όμως με σκοτεινό ιστορικά και θρησκευτικά τρόπο, αφού δεν
τεκμηριώνεται από τοπικά οικιστικά, διοικητικά και εκκλησιαστικά στοιχεία η
ίδρυση της χριστιανικής Επισκοπής εδώ. Ωστόσο το όνομα αυτό διατηρείται και στην
ονομασία της σύγχρονης Μητροπόλεως Ηλείας, που εξακολουθεί να ονομάζεται και να
«ευφημείται» ψαλτικά στους τοπικούς ναούς ως «Ηλείας και Ωλένης». Και τούτο
παρά τη μαρτυρούμενη μεταφορά της έδρας της Επισκοπής επί Φραγκοκρατίας από την
Ώλενα στη φραγκική πρωτεύουσα Ανδραβίδα, μετέπειτα την εγκατάστασή της στην
πρωτεύουσα του σύγχρονου νομού, τον Πύργο[8].
Δεν είναι
κατά την αντίληψή μου τυχαία και άσχετα με τα παραπάνω τα πολιτισμικά ερωτήματα και οι υποθέσεις που θα αναπτύξω στη συνέχεια ορμώμενη από το όνομα Ώλενα/Ελένη, σχετικά με το αν τα εθνογραφικά, εκκλησιαστικά και γλωσσικά ευρήματα είναι δυνατόν να δομούν αναλογίες και σχέσεις
με την βλαστική, μυθική θεά «Ελένη». Αν τεκμηριώνεται αυτή η σχέση, εκτιμώ ότι περαιτέρω μπορεί ίσως να φωτίσει, στο
τοπικό συμφραζόμενο, και τη θρησκευτική ιστορία της περίφημης «Επισκοπής».
Από την τοπική προφορική παράδοση όπως την καταθέτει ο Ντίνος Ψυχογιός με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πριν 60 περίπου χρόνια, προκύπτει ότι η τοπική πολιτισμική μνήμη διατηρεί την εικόνα της Ώλενας ως μιας πόλης παμπάλαιας, ισχυρής και πλούσιας, με εχθρούς που επιδιώκουν επανειλημμένα να την κατακτήσουν και που όμως αυτή υπερισχύει στις συχνές πολεμικές αναμετρήσεις. Τα δομημένα ερείπια, που δικαιολογούν αυτές τις μνήμες είναι αφενός το φράγκικο «κάστρο» της Ώλενας και η "Επισκοπή".
Το κάστρο της Ώλενας δομείται στην πραγματικότητα από μία οχυρωματική πύλη στο μοναδικό βατό σημείο του πανύψηλου και απροσπέλαστου δίλοβου λόφου που ορίζεται με αυτό το όνομα. Οι δύο αυτοί απόκρημνοι λοφώδεις λοβοί που ορίζει το «κάστρο» της Ώλενας κατά κορυφήν, επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα στενό πέρασμα. Ο ανατολικός λοβός του λόφου περιλαμβάνει ένα σχετικά εκτεταμένο οροπέδιο που υπήρξε ως πρόσφατα σιταρότοπος, ενώ εδώ εντοπίζονται και θέσεις επωνομαζόμενες «αλώνια». Ο δυτικός λοβός περιλαμβάνει την κατά κορυφήν επίσης «Επισκοπή»-Αγιασωτήρω σε περίοπτη θέση στο ΒΔ άκρο του, καθώς και ίχνη κτιρίων και νεκροταφείο, που ανάγεται έως και τη Φραγκοκρατία[9].
Από την τοπική προφορική παράδοση όπως την καταθέτει ο Ντίνος Ψυχογιός με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πριν 60 περίπου χρόνια, προκύπτει ότι η τοπική πολιτισμική μνήμη διατηρεί την εικόνα της Ώλενας ως μιας πόλης παμπάλαιας, ισχυρής και πλούσιας, με εχθρούς που επιδιώκουν επανειλημμένα να την κατακτήσουν και που όμως αυτή υπερισχύει στις συχνές πολεμικές αναμετρήσεις. Τα δομημένα ερείπια, που δικαιολογούν αυτές τις μνήμες είναι αφενός το φράγκικο «κάστρο» της Ώλενας και η "Επισκοπή".
Το κάστρο της Ώλενας δομείται στην πραγματικότητα από μία οχυρωματική πύλη στο μοναδικό βατό σημείο του πανύψηλου και απροσπέλαστου δίλοβου λόφου που ορίζεται με αυτό το όνομα. Οι δύο αυτοί απόκρημνοι λοφώδεις λοβοί που ορίζει το «κάστρο» της Ώλενας κατά κορυφήν, επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα στενό πέρασμα. Ο ανατολικός λοβός του λόφου περιλαμβάνει ένα σχετικά εκτεταμένο οροπέδιο που υπήρξε ως πρόσφατα σιταρότοπος, ενώ εδώ εντοπίζονται και θέσεις επωνομαζόμενες «αλώνια». Ο δυτικός λοβός περιλαμβάνει την κατά κορυφήν επίσης «Επισκοπή»-Αγιασωτήρω σε περίοπτη θέση στο ΒΔ άκρο του, καθώς και ίχνη κτιρίων και νεκροταφείο, που ανάγεται έως και τη Φραγκοκρατία[9].
Τούτα τα οικοδομικά, παραγωγικά και θρησκευτικά -σημαδιακά» κατ’ εμέ- δεδομένα εκτιμώ ότι έρχεται
να ενισχύσει, ως προς την ερευνητική μου υπόθεση, η σύγχρονη προφορική παράδοση
του τόπου σχετικά με το θρύλο της διφορούμενης
θηλυκής μορφής, πανέμορφης και τρομερής, νεράιδας και βασίλισσας: της μονοβύζας Ελένης[10]. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Ν. Ψυχογιός αναφέρει ότι στις προφορικές αφηγήσεις παραδίνεται πως αυτή η θαυμάσια Ελένη έσωσε
αυτοπροσώπως (ως πολεμίστρια-«σώτειρα»-Σωτήρω)
με ευφυές στρατηγικό τέχνασμα το κάστρο της και την πόλη από τους «Σαρακηνούς»[11].
Ως προς τις συμβολικές και λατρευτικές σχέσεις μεταξύ Ορθίας και Ελένης −και δη
την ολέθρια «μαύρη» όψη της−, σημειώνω συγκριτικά και με τη μαρτυρία του
Παυσανία για αρχαίες θυσίες παιδιών στην «αιμοδιψή» Ορθία, ότι τοπικά στην
Ώλενα υπάρχει παράδοση που αφηγείται ότι στην τοποθεσία «Παλιώλενα» (όπου το
παλαιό χωριό) κατοικούσαν στο δάσος κάποιοι αρχαίοι «άγριοι» άνθρωποι και ότι
και σήμερα ακούγονται σκουξίματα παιδιών «που τα βράζουν σε καζάνια»[12].
Τα παραπάνω
σύνθετα αφηγηματικά, τοπικά, θρησκευτικά και παραγωγικά ευρήματα σχετικά με την
Ώλενα/Ελένη, εκτιμώ ότι δομούν και τη θρησκευτική (και
όχι μόνον) ιστορία της Ώλενας. Κατά την αντίληψή μου, δεν φαίνεται άσχετο με
αυτή την υπόθεση το γεγονός ότι υπήρχε στην Ολυμπία παλαιότατο ιερό αφιερωμένο
στη λατρεία της Γης, το Γαίο, ενώ το Μητρώο, όχι μακριά από αυτό, ένα από τα
αρχαιότερα επίσης σωζόμενα ιερά της Άλτεως (σε σημείο όπου ευρύτερα έχουν
εντοπισθεί ανασκαφικά τα παλαιότατα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στον ιερό
χώρο) ήταν αφιερωμένο στη Μητέρα. Ανάμεσα σε αυτά τα ιερά ιδρύθηκε αργότερα ο
ναός της Ήρας, της οποίας η λατρεία προϋπήρξε εδώ αυτής προς τον Δία.
Το Ηραίο ήταν έργο των πρώτων κτητόρων του ιερού, των Πισατών, ενώ τα Ηραία, ολυμπιακοί αγώνες γυναικών, παράλληλοι με τους ανδρικούς, θεωρούνται από μερικούς μελετητές αρχαιότεροι των γνωστών ανδρικών Ολυμπιακών Αγώνων, των αφιερωμένων στον Δία. Μέσα στο ίδιο μητρο-γεωκεντρικό θρησκευτικό πλαίσιο πρέπει νομίζω να εκτιμήσουμε και τη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ισχύ −τη μοναδική τεκμηριωμένη διαχρονικά στις πηγές στην αρχαία Ελλάδα− ενός είδους 11μελούς γυναικείου ιερατείου στην Αρχαία Ήλιδα με αρμοδιότητες και στο ναό της Ήρας και στο ιερό της Ολυμπίας γενικότερα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο βωμός της Δήμητρας[/Ελένης] Χαμύνης ήταν μέσα στο στάδιο, απαγορευμένο κατά τα άλλα στις γυναίκες, πλην της ιέρειας της θεάς[13].
Αρχαία Ολυμπία. Πίνακας με το Μητρώο και προϊστορικά κτίσματα στην ιερή Άλτη (Οκτ. 2009)
Το Ηραίο ήταν έργο των πρώτων κτητόρων του ιερού, των Πισατών, ενώ τα Ηραία, ολυμπιακοί αγώνες γυναικών, παράλληλοι με τους ανδρικούς, θεωρούνται από μερικούς μελετητές αρχαιότεροι των γνωστών ανδρικών Ολυμπιακών Αγώνων, των αφιερωμένων στον Δία. Μέσα στο ίδιο μητρο-γεωκεντρικό θρησκευτικό πλαίσιο πρέπει νομίζω να εκτιμήσουμε και τη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ισχύ −τη μοναδική τεκμηριωμένη διαχρονικά στις πηγές στην αρχαία Ελλάδα− ενός είδους 11μελούς γυναικείου ιερατείου στην Αρχαία Ήλιδα με αρμοδιότητες και στο ναό της Ήρας και στο ιερό της Ολυμπίας γενικότερα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο βωμός της Δήμητρας[/Ελένης] Χαμύνης ήταν μέσα στο στάδιο, απαγορευμένο κατά τα άλλα στις γυναίκες, πλην της ιέρειας της θεάς[13].
Περαιτέρω εκτιμώ
ότι όλα αυτά μπορούν να ερμηνεύσουν ιστορικά −όσο «παράδοξο» ή «βλάσφημο» και
αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως− και το πώς η χριστιανική Εκκλησία μπορεί να
κράτησε (έστω μη συνειδητά σήμερα, ίσως όμως σκόπιμα ή αναπόφευκτα τοπικά κατά
τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους) στην ονομασία της χριστιανικής Μητρόπολης
Ηλείας το πανάρχαιο όνομα της τοπικής, θρησκευτικής και μυθικής μορφής της
Ώλενας/Ελένης/Γης. Μιας θεάς-Μητέρας που δεν έπαψε φαίνεται να λατρεύεται, ίσως
κατά ένα τρόπο μυστικό και «παράπλευρο» από τα λαϊκά στρώματα στην ΄Ωλενα και
την ευρύτερη περιοχή, δίπλα σε έναν τόσο
σημαντικό θρησκευτικό τόπο Της, όπως φαίνεται να ήταν παλαιόθεν το ιερό της
Αρχαίας Ολυμπίας και όπου δεν ήταν δυνατόν πλέον να λατρεύεται επίσημα. Η
γειτνίαση δηλαδή με το μεγάλο ιερό της Ολυμπίας και ταυτόχρονα η σχετικά απομακρυσμένη
θέση της από την πολιτική και διοικητική πρωτεύουσα πόλη Ήλιδα, θα μπορούσαν να
ήταν κάποιοι από τους λόγους που συνέβαλαν στο να υπάρχει η ΄Ωλενα στη σκιά
τους ως ένα θρησκευτικό παρά-κέντρο όπου να εξακολουθούσε να διακονείται η
παλαιά λατρεία της Μητέρας-Γης-Ελένης. Ενισχυτικό για την ύπαρξη εδώ αρχαίου
οικισμού (με όποιο όνομα) έρχεται νομίζω το ότι στον
ευρύτερο χώρο της Παλιώλενας όπως και
γύρω από το λόφο του κάστρου εντοπίζονται πλήθος αρχαιολογικά τεκμήρια ενός
μακρού και δραστήριου ιστορικού βίου[14].
Ταυτόχρονα εκτιμώ ότι είναι εύλογο το
πώς αυτοί ακριβώς οι λόγοι μπορεί επίσης να συνέβαλαν στο να εδραιωθεί εδώ και
η χριστιανική «Επισκοπή», όπως θέλει ίσως να μας δηλώσει η −δομημένη με
σκοτεινά σημεία− ιστορία της χριστανικής «Μητροπόλεως Ηλείας και Ωλένης». Δηλαδή η χριστιανική
Επισκοπή να ιδρύθηκε εκεί ακριβώς που ήταν το «κάστρο» της λατρείας της
Μητέρας-Γης-Ελένης, λατρείας κατά τα τεκμήρια πολύ πιο παλαιάς και ανθεκτικής
από αυτήν του Δωδεκάθεου στην περιοχή, που έπρεπε αν δεν γινόταν να ξερριζωθεί,
τουλάχιστον να επικαλυφθεί χριστιανικά. Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που δεν
ιδρύθηκε η Επισκοπή στην πρωτεύουσα πόλη Ήλιδα ή έστω στο ιερό της Ολυμπίας
(όπου ιδρύθηκε μεγαλόπρεπη χριστιανική βασιλική) αλλά σε ένα «άγνωστο» από τις
αρχαίες πηγές χωριό. Το εύστοχο της ίδρυσης Επισκοπής στην Ώλενα αναδεικνύεται
και από το ότι, αντίθετα με την εδώ «Επισκοπή»,
η παλαιοχριστιανική βασιλική στο χώρο της Ολυμπίας, όπως σχεδόν παντού άλλωστε, δεν φαίνεται να διήγε μακρό βίο ούτε
να πέρασε στην τοπική μνήμη[15].
Είναι πάντως σημαντικό σχετικά με τα όσα υποστηρίζω για την λατρεία της Μητέρας
και στο ιερό της Ολυμπίας, , ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική που είχε ιδρυθεί
πάνω στο εργαστήρι του Φειδία, ήταν αφιερωμένη στη «Βλαχέραινα» στη μητρο-θυγατρική
γιορτή της γέννησης της Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου), όπότε και γινόταν το
χριστιανικό πανηγύρι στο μετέπειτα χωριό
«Ολύμπια»[16].
Ως προς την (περιορισμένη και ανολοκλήρωτη ανασκαφικά, ως προς την Αρχαιότητα) αρχαιολογική σημασία του χώρου της ΄Ωλενας, επισημαίνω μεταξύ των άλλων και το όνομα του γειτονικού χωριού «Μαγούλα», στα ριζά του λόφου με το κάστρο της. Το συγκεκριμένο τοπωνύμιο κατά κανόνα συναντάται σε άμεσο συσχετισμό με μεγάλα προϊστορικά και ιστορικά οικιστικά και λατρευτικά κέντρα (π.χ. Ελευσίνα, Σπάρτη κ.α.) και συνήθως υποδηλώνει προϊστορικούς ταφικούς τύμβους. Την υπόθεση ενισχύει το γεγονός ότι και στη Μαγούλα της Ώλενας έχουν επίσης εντοπιστεί αρχαιολογικά ευρήματα. Το λοφώδες συγκρότημα της Ώλενας περιβρέχεται από το ποτάμι με το αρχαίο όνομα Ενιπεύς, σήμερα αποκαλούμενο τοπικά Καρατουλέϊκο (δηλαδή το ποτάμι «του Καράτουλα») από το κοντινό ομώνυμο χωριό Καράτουλα, στο οποίο ρέει επίσης, κατά τη συνήθη πρακτική τα ποτάμια ή τμήματά τους να ονοματίζονται τοπικά από τους οικισμούς κοντά στους οποίους ρέουν κατά την πορεία τους (βλ. στην Ηλεία επίσης τον παραπόταμο του Πηνειού, τον ηλειακό Λάδωνα να ονομάζεται «Λαγαναίικο» ποτάμι, από το ομώνυμο χωριό, τον ίδιο τον Πηνειό ποτάμι «της Γαστούνης», και άλλα). Το άλλο σύγχρονο τοπικό όνομα του ποταμού Ενιπέως είναι Λεστενίτσα. Αν και τέτοια ονόματα ή τοπωνύμια θεωρούνται συνήθως σλαβικής προέλευσης, το γεγονός ότι η τοπική παράδοση φέρει την Ελένη ωσάν «κτήτορα» του λόφου Ώλενα, μπορεί νομίζω να θέτει το εξής ερώτημα: μήπως το όνομα Λεστενίτσα θα μπορούσε να είναι ανάλογο με την (κτητική-τόπου σημαντική) ονομασία του ποταμού Καρατουλέϊκο; Δηλαδή να σημαίνει αντίστοιχα το ποτάμι «της Λενίτσας[Ελένης-Ώλενας]», μέσω κάποιας γλωσσικής εξέλιξης ή ιδιωματικής εκφοράς από το υποκοριστικό Λένη/Λενίτσα: στη Λενίτσα>Λεστενίτσα (με αναγραμματισμό); (Βλ. και Ψυχογιός Ντ., «Η Ώλενα», ό. π., σ. 326-330· παράβαλε και εδώ στην υποσημείωση αρ. 112 τα σχετικά με το τοπωνύμιο Λινίσταινα). Το όνομα Ελένη/Λένω/Λενίτσα/Γελίτσα είναι εξάλλου κοινό στη βαλκανική πολιτισμική προφορική και ποιητική παράδοση.
Παρά τις τοπικές, πληθυσμιακές και άλλες ευρύτερες διαχρονικές αλλαγές ως προς την επίσημη θρησκεία και τη λατρεία στο Ιερό, τις ιστορικές τομές, κατά την αντίληψή μου τα πολιτισμικά ευρήματα −τα κυριότερα από τα οποία παρατέθηκαν εδώ συνοπτικά− υποδηλώνουν ότι η πανάρχαια λατρεία της Γης-Ελένης ίσως να αντιστάθηκε εδώ, στην Ώλενα, στην περιοχή όπου εντοπίζεται η παμπάλαια Πισάτις. Πόσο μάλλον που μαρτυρείται και ιστορικά ότι η Πίσα δεν σταμάτησε ν’ αντιστέκεται στο θρησκευτικό και πολιτικό σφετερισμό, από τους Επειούς και άλλους, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πάνω στην πλούσια ηλειακή γη και στα ιερά, ιδιαίτερα αυτό της Ολυμπίας. Εκτιμώ ότι τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν την Βόλενα-Ώλενα ως ένα συγχρονικά και διαχρονικά θρησκευτικό και ιστορικό τόπο όπου, λανθάνουσα πίσω από την αγια-Σωτήρα, εγκατοικεί στην (και δική της) «Επισκοπή» η ιερή «Σώτειρα» Γη-Ελένη.
Ως προς την (περιορισμένη και ανολοκλήρωτη ανασκαφικά, ως προς την Αρχαιότητα) αρχαιολογική σημασία του χώρου της ΄Ωλενας, επισημαίνω μεταξύ των άλλων και το όνομα του γειτονικού χωριού «Μαγούλα», στα ριζά του λόφου με το κάστρο της. Το συγκεκριμένο τοπωνύμιο κατά κανόνα συναντάται σε άμεσο συσχετισμό με μεγάλα προϊστορικά και ιστορικά οικιστικά και λατρευτικά κέντρα (π.χ. Ελευσίνα, Σπάρτη κ.α.) και συνήθως υποδηλώνει προϊστορικούς ταφικούς τύμβους. Την υπόθεση ενισχύει το γεγονός ότι και στη Μαγούλα της Ώλενας έχουν επίσης εντοπιστεί αρχαιολογικά ευρήματα. Το λοφώδες συγκρότημα της Ώλενας περιβρέχεται από το ποτάμι με το αρχαίο όνομα Ενιπεύς, σήμερα αποκαλούμενο τοπικά Καρατουλέϊκο (δηλαδή το ποτάμι «του Καράτουλα») από το κοντινό ομώνυμο χωριό Καράτουλα, στο οποίο ρέει επίσης, κατά τη συνήθη πρακτική τα ποτάμια ή τμήματά τους να ονοματίζονται τοπικά από τους οικισμούς κοντά στους οποίους ρέουν κατά την πορεία τους (βλ. στην Ηλεία επίσης τον παραπόταμο του Πηνειού, τον ηλειακό Λάδωνα να ονομάζεται «Λαγαναίικο» ποτάμι, από το ομώνυμο χωριό, τον ίδιο τον Πηνειό ποτάμι «της Γαστούνης», και άλλα). Το άλλο σύγχρονο τοπικό όνομα του ποταμού Ενιπέως είναι Λεστενίτσα. Αν και τέτοια ονόματα ή τοπωνύμια θεωρούνται συνήθως σλαβικής προέλευσης, το γεγονός ότι η τοπική παράδοση φέρει την Ελένη ωσάν «κτήτορα» του λόφου Ώλενα, μπορεί νομίζω να θέτει το εξής ερώτημα: μήπως το όνομα Λεστενίτσα θα μπορούσε να είναι ανάλογο με την (κτητική-τόπου σημαντική) ονομασία του ποταμού Καρατουλέϊκο; Δηλαδή να σημαίνει αντίστοιχα το ποτάμι «της Λενίτσας[Ελένης-Ώλενας]», μέσω κάποιας γλωσσικής εξέλιξης ή ιδιωματικής εκφοράς από το υποκοριστικό Λένη/Λενίτσα: στη Λενίτσα>Λεστενίτσα (με αναγραμματισμό); (Βλ. και Ψυχογιός Ντ., «Η Ώλενα», ό. π., σ. 326-330· παράβαλε και εδώ στην υποσημείωση αρ. 112 τα σχετικά με το τοπωνύμιο Λινίσταινα). Το όνομα Ελένη/Λένω/Λενίτσα/Γελίτσα είναι εξάλλου κοινό στη βαλκανική πολιτισμική προφορική και ποιητική παράδοση.
Παρά τις τοπικές, πληθυσμιακές και άλλες ευρύτερες διαχρονικές αλλαγές ως προς την επίσημη θρησκεία και τη λατρεία στο Ιερό, τις ιστορικές τομές, κατά την αντίληψή μου τα πολιτισμικά ευρήματα −τα κυριότερα από τα οποία παρατέθηκαν εδώ συνοπτικά− υποδηλώνουν ότι η πανάρχαια λατρεία της Γης-Ελένης ίσως να αντιστάθηκε εδώ, στην Ώλενα, στην περιοχή όπου εντοπίζεται η παμπάλαια Πισάτις. Πόσο μάλλον που μαρτυρείται και ιστορικά ότι η Πίσα δεν σταμάτησε ν’ αντιστέκεται στο θρησκευτικό και πολιτικό σφετερισμό, από τους Επειούς και άλλους, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πάνω στην πλούσια ηλειακή γη και στα ιερά, ιδιαίτερα αυτό της Ολυμπίας. Εκτιμώ ότι τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν την Βόλενα-Ώλενα ως ένα συγχρονικά και διαχρονικά θρησκευτικό και ιστορικό τόπο όπου, λανθάνουσα πίσω από την αγια-Σωτήρα, εγκατοικεί στην (και δική της) «Επισκοπή» η ιερή «Σώτειρα» Γη-Ελένη.
Ώλενα, ενοριακός και κοιμητηριακός ναός αγίου Νικολάου, εσωτερικό (φωτ. Ε. Ψ., 9.5.2002)
Ώλενα: το νεκροταφείο στο ναό του αγίου Νικολάου (φωτ. Ε.Ψ. , 9.5.2002)
Ώλενα, νεκροταφείο αγίου Νικολάου. Αυτοσχέδιο επιτάφιο φανάρι με κεραμίδια (φωτ. Ε. Ψ., 9.5.2002)
Ο ενοριακός και
κοιμητηριακός ναός του σημερινού χωριού Ώλενα, αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο,
περιέχει, κατά την κρίση μου, μια ακόμα έμμεση μαρτυρία για τη θρησκευτική παρουσία της Ελένης/Αγιαλένης εδώ: πάνω
στο νότιο τοίχο, ωσάν σε ένα είδος παρεκκλήσιου, οι πιστοί έχουν αφιερώσει
εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, πλαισιωμένης από εικόνες με
«δίδυμους», καβαλάρηδες και πεζούς, αγίους. Καθώς έχω υποστηρίξει επανηλειμμένα πως αυτή η «τριαδική», κατά ένα
τρόπο, εικονική σύνθεση παραπέμπει σε λατρευτική μνήμη που αφορά την Ελένη και
τους Διόσκουρους, την θεωρώ μη συνειδητή, πλην ενισχυτική της παρουσίας του μύθου της Ελένης στην
Ώλενα (βλ. σχετικά στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html).
Ώλενα, ναός αγίου Νικολάου, νότιος τοίχος. Πάνω και κάτω: εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης συνδυασμένες με "ως δίδυμους " αγίους και την "τριάδα" του αγίου Ραφαήλ με τον Νικόλαο και την Ειρήνη (φωτ. Ε. Ψ., 9/5/2002)
Πέραν αυτών,
συνδυαστικά και με την παρουσία της μητρο-θυγατρικής Παναγίας «Βλαχέραινας»
στην παλαιοχριστιανική Ολυμπία, δεν θεωρώ αμελητέο ούτε τυχαίο το γεγονός ότι
το όμορο με την Ώλενα χωριό, στα ΝΑ, ονομάζεται Αγία Άννα (στη ντοπιολαλιά Αγιανάννα) από το ομώνυμο ξωκλήσι, που
σήμερα ορίζει την παλιά θέση του χωριού.
Πάνω και κάτω: Το εκκλησάκι "Αγιαννάνα" στη θέση του παλιού χωριού, έξω από το σημερινό χωριό Αγία Άννα Ηλείας(2002) και οι εκκλησιαζόμενοι κατά το πανηγύρι της, στις 25/2004 (φωτ. Ε. Ψ.,)
Τοπωνύμιο και ναός που δηλώνουν την χριστιανική εκδοχή της
παρουσίας μιας ιερής, μητροθυγατρικής
μορφής σε αυτόν εδώ τον, απόκρυφο κάπως, τόπο που στοιχειώνεται και από την «σώτειρα»
Ώλενα-Ελένη. Η Ώλενα και η Αγιανάννα γειτονεύουν ανατολικά και με την
ορεινή κωμόπολη Λαμπεία (πρώην Δίβρη)
όπου έχω εντοπίσει δύο Αγιαλένες,
όπως αναφέρω σε άλλο κείμενο (βλ. https://fiestaperpetua.blogspot.com/2013/01/blog-post.html [17].
Η τοπική επιμονή να
ευσεβούνται την μητροθυγατρική μορφή της
Παναγίας, της Αγίας Άννας καθώς και την Ελένη/Αγιαλενη στην ευρύτερη αυτή περιοχή που γειτνιάζει με την Αρχαία Ολυμπία,
σε συνδυασμό και με άλλα τοπικά ευρήματα, μερικά των οποίων αναφέρθηκαν
παραπάνω, εκτιμώ ότι υποδηλώνουν μια έντονα ριζωμένη θρησκευτική και
λατρευτική μνήμη που αφορά πέραν των χριστιανικών θηλυκών ιερών μορφών
και τη Μεγάλη-Μητέρα-Γη-Ελένη-Ώλενα εδώ,
όπου εντοπίζεται η αρχαία Πίσα, όσο και στο χώρο της Ηλείας γενικότερα (για την παρουσία της Ελένης/Αγιαλένης στην Ηλεία βλ. και https://psychogiou.blogspot.com/2012/09/blog-post.html).
[1] Βλ.
ενδεικτικά Γιαλούρης 1994: 74-75·Ανδρέου…. για τον αρχαιολογικό χώρο της
Ολυμπίας βλ. Παπαχατζής 1999Γ: 225-380. Η Εφύρα, πόλη στον Αχέροντα όπου το
περίφημο νεκρομαντείο με το ιερό του Άδη, ήταν αποικία των Ηλείων. Σημειώνω, σε
σχέση με όσα θα δούμε και παρακάτω, ότι και στον Αχέροντα, κοντά στο
νεκρομαντείο, έχω εντοπίσει μια αυτόνομη «Αγιαλένη» (βλ. στην ιστοσελίδα: psychogiou.blogspot.com,
την ανάρτηση: http://psychogiou.blogspot.gr/2012/09/blog-post_20.html).
[2] Για την ρίζα fωλ- και τη σχέση της με τα ονόματα Ελένη και Ορθία, βλ. λεπτομερώς και στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html. Πρβλ. και την αγια- Σολένη [Ελένη] στην
Ίμβρο (βλ. Ηλίας και Ιωάννα Ανδρέου, Ίμβρος. Ένα μικρό νησί με μεγάλη ιστορία, Πατάκης, Αθήνα 2017, τόμ. Β΄). Tα τοπωνύμια σε –ενα, -αινα, ιδιαίτερα συχνά στην
κεντρική και δυτική Πελοπόννησο (Καρύταινα, Κρέσταινα, Κοντοβάζαινα,
Μπαρμπάσαινα και άλλα), ανιχνεύονται ως ελληνικά, όπως υποστηρίζει ο N. Μουτζούρης σε σχετικό άρθρο (Μουτζούρης 2000).
Επίσης ο ίδιος σημειώνει ότι πλην της ανδρωνυμικής (Αλέξαινα= η γυναίκα του
Αλέξη) η κατάληξη –αινα ή –ενα εκτός από τόπου έχει και περιεκτική σημασία
(κόπραινα= ο χώρος με κοπριά). Άρα σύμφωνα και με την προτεινόμενη εδώ
ετυμολόγηση, Ώλενα= ο τόπος που
περιέχει την Ελένη, ο τόπος της Ελένης (πβ. και το δυσερμήνευτο Λεχ-αινά στο http://psychogiou.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html).
Βλ. και Τωμαδάκης 1983.
[3] Βλ. Βαγιακάκος 1988: 460, 462-463, όπου και
εκτενής σχετική βιβλιογραφία· βλ. και
Χριστίδης 2005: 204.
[4] Βλ. Backès 1993: 68¸70,
83. Πβ. και το προσφιλέστατο σήμερα στην Πελοπόννησο τραγούδι της «πολύανδρης» Ελένης :… Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο πολλοί ’ναι
μαζεμένοι /ο Δήμαρχος κι ανακριτής και κρέναν την Ελένη −αμάν αμάν Ελένη…/
Ελένη τί τον έκανες τον πρώτο σου τον άντρα…(βλ. Κακούτης 1987: 349-351).
[5]Βλ. και
Καλλεγία 1993: 12-13, 20, 47, 51· Γιαλούρης 1996: 78· για την Πίσα βλ και
Παπαχατζής 383-385.
[6] Βλ. Αντώνιος Μητροπολίτης Ηλείας, «Η Επισκοπή
Ηλείας διά των αιώνων», Θεολογία 6
(1928), σ. 161-173· Α. Βασιλικοπούλου-Ιωαννίδου, «Η Επισκοπή Ωλένης-Βολαίνης
κατά την βυζαντινήν περίοδον», Πρακτικά του Α΄Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (23-26
Νοεμβρίου 1978), [Πελοποννησιακά,
Παράρτημα αρ. 7], εν Αθήναις 1980, σ. 250-260· Ν. Τωμαδάκης, «Σημείωμα περί των
εν Ήλιδι Βυζαντινών Επισκοπών Μορέως (ή Μορέου) και Βωλένης (Βολαίνης,
Ωλένης)», Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών
Μελετών 2 (1983), σ. 11-14· Δαμασκηνός Πετράκος, «Χρονολογικός πίνακας των
κυριοτέρων σταθμών της εκκλησιαστικής ιστορίας της Ηλείας. Βασική
βιβλιογραφία», Ηλειακή Πρωτοχρονιά 7,
σ. 329-335. Γεώργιος Παπανδρέου, Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων, εκ του τυπογραφείου Π.Γ. Μακρή & Σία, εν Αθήναις 1924 και φωτοανατύπωση εκ παραδρομής-ΝΕΛΕ Ηλείας, Λεχαινά 1990, σ. 175-178, 187.
[7] Ή και απλά Σωτήρω
ή Σωτηρούλα (πβ. παραδείγματος χάρη:
Ηλίας Τουτούνης, «Ένα θαύμα που έγινε
στο μοναστήρι της Σωτηρούλας στον Άγιο Ηλία Πηνείας», Ηλειακή Πρωτοχρονιά 7 (2007), σ. 341-343).
[8]Βλ. Γ.
Παπανδρέου, Η Ηλεία διά μέσου των Αιώνων,
ό. π., σ. 182-184· Ντίνος Δ. Ψυχογιός,
«Η Ώλενα», Ηλειακά, από το
τεύχος ΙΔ΄- ΙΕ΄ (1958), σ. 326-330 και στα επόμενα, σε συνέχειες· Τάσος
Γριτσόπουλος, Ιστορία της Γαστούνης,
τόμοι Α΄-Β΄, έκδ. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών - Δήμος Γαστούνης, Αθήνα
1998-1999, τ. Α΄, σ. 181-186· Δημήτριος
Χ. Αθανασούλης, «Μεσαιωνικά
εκκλησιαστικά μνημεία Ηλείας. Προκαταρκτική παρουσίαση νέων στοιχείων από την
τοπογραφική και αρχαιολογική έρευνα», στο Κόντη Βούλα (επιμέλεια), Ο μοναχισμός στην Πελοπόννησο. 4ος-15ος
αι., εκδ. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004,
σ. 260-261. Πβ. και πάλι την παραπάνω «Αγια-Σολένη» της Ίμβρου (ήτοι Αγιαλένη,
υπάρχει εκεί και ξωκκλήσι «Αγιαλένη»), που μας παραπέμπει επίσης στο
Ωλένη>Ελένη. Ως προς την (περιορισμένη και ανολοκλήρωτη ανασκαφικά, ως προς
την Αρχαιότητα) αρχαιολογική σημασία του χώρου της ΄Ωλενας, επισημαίνω μεταξύ
των άλλων και το όνομα του γειτονικού χωριού «Μαγούλα», στα ριζά του λόφου με
το κάστρο της. Το συγκεκριμένο τοπωνύμιο κατά κανόνα συναντάται σε άμεσο συσχετισμό με
μεγάλα προϊστορικά και ιστορικά οικιστικά και λατρευτικά κέντρα (π.χ. Ελευσίνα,
Σπάρτη κ.α.) και συνήθως υποδηλώνει προϊστορικούς ταφικούς τύμβους. Την υπόθεση
ενισχύει το γεγονός ότι και στη Μαγούλα
της Ώλενας έχουν επίσης
εντοπιστεί αρχαιολογικά ευρήματα (βλ. και Ψυχογιός Ντ., «Η Ώλενα»,
ό. π., σ. 329). Επισημαίνω επίσης και τη γειτονική παρουσία του χωριού
Αγία Άννα (στο τοπικό ιδίωμα Αγιανάννα)
που παραπέμπει επίσης σε μνήμη μητροθυγατρικής λατρείας (πβ. Μ. Τερζοπούλου,
«Με τα τύμπανα και τα όργια…», ό. π.· Ε. Ψυχογιού, «Το πανηγύρι της Παναγίας
Λάμιας στα Διλινάτα..…», ό.π.· της ίδιας, «Μαυρηγή»
και Ελένη…, ό. π.).
[9] Βλ. και Δ.
Χ. Αθανασούλης, «Μεσαιωνικά
εκκλησιαστικά μνημεία Ηλείας…», ό. π., σ. 260-261.
[10] (π.χ. σε τραγούδια του ακριτικού κύκλου· βλ.
τελείως ενδεικτικά Ν. Γ. Πολίτης, …..· πβ. και R. Popov, «Kalendarnite prevaplashteniya na sveta Elena», ό.π.).
[11] Βλ. Ντ.
Ψυχογιός, «Η Ώλενα», ό. π., σ. 330. Την
ιστορία άκουσα από τον ιερέα του χωριού (όλως τυχαίως, τον ίδιο άνθρωπο που,
νέος, προ εξηκονταετίας περίπου, είχε φιλοξενήσει τον αείμνηστο πατέρα μου στη
δική του σχετική έρευνα) κατά την προσωπική μου πρόσφατη επίσκεψη στην Ώλενα.
(βλ. Ντ. Ψυχογιός, ό.π.). Η παράδοση επανέρχεται και σε άλλες περιπτώσεις
συνδεδεμένη με την «Ελένη» (βλ. Ε. Ψυχογιού, «Η εθνοτική ετερότητα…», ό. π.).
[12] Έμμεσες κατά ένα τρόπο «θυσίες» παιδιών
υποδηλώνουν επίσης παραδόσεις που σχετίζονται και με την Παναγία της μονής
«Σεπετού» στην Αλίφειρα, όπου εντοπίζεται και Αγιαλένη»(βλ. Ψυχογιού 2001, Psychogiou 2012). Επίσης στην Παναγία την «Έλωνα», στη
γνωστή ομώνυμη σπηλαιώδη μονή, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας. Πρόκειται
για το ξακουστό Κυνουριακό, όμως άκρως σεβαστό κυρίως για όλους τους Λάκωνες, προσκύνημα στον Πάρνωνα,
ανάμεσα στον Κοσμά και το Λεωνίδιο (τοπικά Λενίδι,
όνομα που ίσως ―σε αυτό το ετυμολογικό πλαίσιο― στην καθομιλουμένη να
σχετίζεται με το Ελένη και όχι με το
Λεωνίδας, όνομα που σχετίζεται και με τον «περίεργο», ως προς την έρευνά
μου, άγιο Λεωνίδη). Η προσωνυμία αυτή
της Παναγίας ως Έλωνα προκύπτει δύσκολη
στην ετυμολόγηση από τους ιστορικούς
και τους εκκλησιαστικούς μελετητές, που δεν έχουν καταλήξει. Προτείνω λοιπόν να
λάβουμε υπόψη την πιθανότητα το Έλωνα να
προέρχεται από το Ώλενα (με
αντιμετάθεση του ο με το ε, ή/και το αντίθετο) τελικά από το Ελένη.
Η προτεινόμενη εδώ σχέση της κυνουριακής (όσο και λακωνικής,
προσκυνηματικά) Έλωνας με την Ελένη εκτιμώ ότι πέραν των τελετουργικών
και των τοπικών ιστορικών δεδομένων, τεκμηριώθηκε κατά την επιτόπια έρευνά μου
στη μονή και από άλλα ιστορικά και εθνογραφικά συμφραζόμενα (τα σχετικά
ευρήματα στο αδημοσίευτο ακόμα Ημερολόγιο της επιτόπιας έρευνάς μου στη Λακωνία
κατά το 2002∙ για τη μονή βλ. Αλέξανδρος, Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας
2000, τ. 2: 339-356). Πέραν αυτών, το Ελένη
ως ιερό όνομα στη σημαίνουσα ως προς αυτήν μυθικά και θρησκειολογικά νότια
Πελοπόννησο, το έχω συναντήσει συνδεδεμένο με την Παναγία και στη γειτονική
Μεσσηνία. Αναφέρομαι στην «Παναγία την
Ελενίστρα», τη γνωστή μονή και μεγάλο
μεσσηνιακό προσκύνημα στο κάστρο της Κορώνης (τα σχετικά ευρήματα στο
αδημοσίευτο ακόμα Ημερολόγιο της επιτόπιας έρευνάς μου στη Μεσσηνία κατά το 2001∙
βλ. και άρθρο σχετικό με την Ελένη
στη Μεσσηνία στο Ψυχογιού, υπό δημοσίεση). Πρόκειται για την αποκαλούμενη
σήμερα Παναγία «Ελεήστρια» (ομόηχη προσωνυμία στην οποία μετασχηματίσθηκε
–μάλλον άνωθεν– το γριφώδες σήμερα όνομα Ελενίστρα),
όπως διαπίστωσα και επιτόπια. Για την παλαιότερη τοπική προσωνυμία «Ελενίστρα»,
διαθέτουμε τις έγκυρες πληροφορίες της −και ντόπιας− λαογράφου Γεωργίας
Ταρσούλη (βλ. ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 1159Δ΄, σ. 110-115, Κορώνη, έρευνα-καταγραφή
Γεωργία Ταρσούλη, 1938).
[13] Βλ. και Α.
Κουλλεγία, Ολυμπία, ό. π., σ. 12-13,
20, 47, 51· Ν. Γιαλούρης, Αρχαία Ήλις…, ό. π., σ. 78· Ν. Δ.
Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις.
Μεσσηνιακά -Ηλιακά …, ό. π.,
σ. 237 (σχήματα αρ. 212-215), 242 κ.ε., 280-281, 302-303, 379. Ο
τελευταίος επισημαίνει ότι η αρχαιότατη λατρεία των Πισατών στην ιερή Άλτι είχε
πυρήνα ένα σπηλαιώδη χώρο στα κράσπεδα του Κρόνιου, αφιερωμένο σε θηλυκή
θεότητα που ουδέποτε έπαψε να ευλαβείται στο χώρο ως το τέλος της Αρχαιότητας,
είτε ως Γη, είτε ως χθόνια Ειλειθίυια (μαζί με το παιδί-Σωσίπολη), είτε ως
Μητέρα των θεών, είτε ως «ολυμπία» Ήρα, προσωνυμία στην οποία οφείλεται και το
όνομα του ιερού (βλ. αυτόθι, σ. 372).
[14] Βλ. Ντ.
Ψυχογιός, «Ώλενα», ό. π. Είναι πάντως ενδιαφέρων σε σχέση με την τοπογραφία της
Ώλενας ο χωροταξικός προσδιορισμός του Στράβωνα για την πόλη της Πίσας: «…πως
βρισκόταν σε ψηλό τόπο, “μεταξύ δυοίν οροίν, Όσσης και Ολύμπου, ομωνύμων τοις
εν Θεσσαλία ”…» (βλ. Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου
Ελλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακά -Ηλιακά
…, ό. π., σ. 385).
[16] Βλ. Ψυχογιός Ντ. «Τα Ολύμπια», Ηλειακά , περίοδος 2η, τεύχος ΛΔ΄, 1979, σ. 1016.
[17] Βλ. Ψυχογιού «Η εθνική ετερότητα…», ό.π. και σε αυτό εδώ τον ιστότοπο//blog την ανάρτηση Νεοελληνική
μυθολογία: «Λιμάζαγας και Ελένη».
Υποσημειώσεις κειμένου του Ντίνου Ψυχογιού:
[1]Εισαγωγικό κατά
ένα τρόπο προανάγγελμα (εν είδει ημερολογιακής κατάθεσης) της μελέτης για την «Ώλενα» που δημοσίευσε από το αμέσως επόμενο τεύχος του περιοδικού και στα επόμενα, σε συνέχειες, αποσπάσματα από την οποία θα
παραθέσω παρακάτω.
[2] Κτξ. [=κοίταξε] Ηλειακά Α΄ σελ. 11.
[3] Βλέπε Ηλειακά ΙΓ΄σελ. 291
[4] Όπου ανωτέρω, σελ. 177.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου