Αργύρης
Πετρονώτης
«Αλώνια
Φιγαλικής»
(φροντίδα
δημοσίευσης -προλεγόμενα: Ελένη Ψυχογιού)
(Σχέδια και φωτογραφίες Αργύρης Πετρονώτης, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά)
Προλεγόμενα
(Σχέδια και φωτογραφίες Αργύρης Πετρονώτης, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά)
Προλεγόμενα
Τον Μάη του περασμένου χρόνου, του 2019, είχα την χαρά και
την έκπληξη να δεχτώ ένα τηλεφώνημα από τον αγαπητό μου και γνωστό καθηγητή, πολυγραφότατο
αρχιτέκτονα Αργύρη Πετρονώτη, ο οποίος διάγει, αειθαλής, τα μέσα της 10ης δεκαετίας του βίου
του. Ήθελε να μου ζητήσει τη διεύθυνσή μου στο χωριό, προκειμένου να μου ταχυδρομήσει ένα φάκελο με τα στοιχεία της
έρευνας και τα προσχέδια δύο αδημοσίευτων παλιών μελετών του,
με την παράκληση, αν το έκρινα σκόπιμο, να τα επεξεργαστώ και να τα δημοσιεύσω.
Έλαβα μετά χαράς τον ογκώδη, κίτρινο φάκελο με τα
χαρακτηριστικά, καλλιτεχνικά του γράμματα και βρήκα μέσα δύο διαφορετικούς ερευνητικούς θησαυρούς –μελέτες προς δημοσίευση:
α) μία μελέτη που
αφ0ρά την Κυλλήνη και το αρχαίο λιμάνι της,
αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα μας, Ντίνου Ψυχογιού, εκδότη του περιοδικού «Ηλειακά»
β) μια εκτεταμένη και εμπεριστατωμένη έρευνα και μελέτη των
αλωνιών της ευρύτερης περιοχής που ονομάζει «Φιγαλική», δηλαδή την κατεξοχήν
ορεινή περιοχή στα σύνορα Ηλείας- Αρκαδίας-Μεσσηνίας με επίκεντρο τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις
Βάσσες, όπου δούλευε τότε ως αρχιτέκτων-αρχαιολόγος στην αναστήλωσή του.
Του υποσχέθηκα ότι θα ασχοληθώ, κατά το χρόνο και τις δυνάμεις μου, και με τις δύο αυτές μελέτες του.
Την μεν πρώτη, αρχαιολογικής υφής και ενδιαφέροντος μελέτη τη σχετική με την Κυλλήνη και το λιμάνι της, την παρέπεμψα στην αδελφή μου Ιωάννα Ανδρέου, αρχαιολόγο, η οποία μαζί με τον σύζυγό της Ηλία Ανδρέου έχουν ανασκάψει για χρόνια την Αρχαία Ήλιδα, οπότε ήταν οι πλέον αρμόδιοι να ασχοληθούν. Δεδομένου όμως ότι ο Α. Πετρονώτης είχε εκπονήσει αυτή την μελέτη τη δεκαετία του ’70 και η αρχαιολογική έρευνα για την μεσαιωνική Κυλλήνη/Γλαρέντζα όσο και για το αρχαίο λιμάνι της (όχι και για τον αρχαίο οικισμό) έχουν προχωρήσει έκτοτε και πολλά από τα δεδομένα της μελέτης του Α. Π. έχουν διαφοροποιηθεί ή ανατραπεί, δεν είναι δυνατή η αυτούσια δημοσίευσή της σήμερα αλλά βεβαίως αρκετά από τα στοιχεία της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συγκριτικά τεκμήρια για τις νεότερες μελέτες. Ενημέρωσα τον Α. Π. σχετικά και συμφώνησε.
Ταχθδρομικό δελτάριο με φωτογραφία από αλώνισμα, το οποίο ο Α. Π. πήρε πληροφορίες ότι λαβαίνει χώρα στις Άνω Καρυές, στην περιοχή του Λύκαιου
Η δεύτερη μελέτη, η σχετική με τα αλώνια, εμπίπτει βεβαίως στη
δική μου «αρμοδιότητα», ως λαογράφου. Το ότι έχει εκπονηθεί βασικά κατά το
1976-77 με συμπληρωματικά στοιχεία στην έρευνα που φθάνουν ως τα τέλη της δεκαετίας
του ’80, δεδομένης της εγκατάλειψης της καλλιέργειας του σιταριού σε αυτές τις ορεινές
περιοχές άρα και των αλωνιών, την
καθιστά πολύτιμη, καθώς τα παραδοσιακά πέτρινα κτίσματα των αλωνιών, εγκαταλειμμένα, τείνουν να εκλείψουν από το
τοπίο.
Πέραν αυτών και η δική μου εθνογραφική επιτόπια έρευνα έχει πραγματοποιηθεί για πολλά χρόνια σε αυτές τις ίδιες περιοχές και γνωρίζω τον τόπο και τον τοπικό πολιτισμό, ενώ έχω καταγράψει εθνογραφικές πληροφορίες για το σιτάρι, την καλλιέργειά του, το θερισμό, τα αλώνια κ.λπ. Πολύ περισσότερο που σε αυτή την περιοχή εντόπισα αρχικά «τα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης», της κριθαρο-σιτοθεάς, όπως υποστηρίζω ότι αυτή προκύπτει από την έρευνά μου, οπότε το θέμα αυτής της μελέτης του Α.Π. ήλθε να συμπληρώσει και τα δικά μου ερευνητικά ζητούμενα.
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας, όταν ο Αργύρης Πετρονώτης εργαζόταν στην συντήρησή του 1975-1979 (η φωτ. από κοντάκτ φιλμ)
Θραύσμα δωρικού κιονόκρανου από το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας, όταν ο Αργύρης Πετρονώτης εργαζόταν στην συντήρησή του 1975-1979 (η φωτ. από κοντάκτ φιλμ)
Η τέντα που καλύπτει το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας. Αριστερά αλώνι (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, Αύγουστος 2000)
ΒΑ πλαγιά του Κοτύλιου όρους στις Βάσσες Φιγαλείας, με πεζούλες δημητριακών. Κάτω αριστερά διακρίνεται αλώνι με κτίσμα (φωτ. Ελένη Ψυχογιού, Αύγουστος 2ο00)
Λεπτομέρεια από το κάτω αριστερό άκρο της προηγούμενης φωτογραφίας, όπου φαίνεται το αλώνι με το κτίσμα (Δ΄τύπου, φωτ. Ελένη Ψυχογιού, Αύγ. 2000)
Πέραν αυτών και η δική μου εθνογραφική επιτόπια έρευνα έχει πραγματοποιηθεί για πολλά χρόνια σε αυτές τις ίδιες περιοχές και γνωρίζω τον τόπο και τον τοπικό πολιτισμό, ενώ έχω καταγράψει εθνογραφικές πληροφορίες για το σιτάρι, την καλλιέργειά του, το θερισμό, τα αλώνια κ.λπ. Πολύ περισσότερο που σε αυτή την περιοχή εντόπισα αρχικά «τα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης», της κριθαρο-σιτοθεάς, όπως υποστηρίζω ότι αυτή προκύπτει από την έρευνά μου, οπότε το θέμα αυτής της μελέτης του Α.Π. ήλθε να συμπληρώσει και τα δικά μου ερευνητικά ζητούμενα.
Η παράκληση του Α. Πετρονώτη είναι να δημοσιεύσω την μελέτη
και με τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό μου, ή ακόμα και μόνο με το δικό
μου. Το δεύτερο αποκλείεται, βεβαίως, αλλά ούτε και το πρώτο είναι δυνατόν,
καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να μπει στη θέση του κύριου ερευνητή και
συγγραφέα, εφόσον δεν έχουν συνεργαστεί στην έρευνα και τη μελέτη, ,καθώς καθένας ερευνητής εργάζεται με τρόπο μοναδικό και πολυσύνθετο, με βάση το
επιστημονικό και επαγγελματικό του
πλαίσιο, τις εμπειρίες, τον χαρακτήρα, τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο που διεξάγει την έρευνα.
Παρ’ όλ’ αυτά, δέχθηκα να ασχοληθώ με την εν λόγω εργασία,
ως «φροντιστής» του υλικού που έχω στα χέρια μου όχι μόνο λόγω του προσωπικού
μου ερευνητικού ενδιαφέροντος αλλά κυρίως λόγω του σεβασμού και της εκτίμησης στο
πρόσωπο, τον πλήρη δημιουργικών ημερών βίο και το έργο του ακάματου ερευνητή και δάσκαλου Αργύρη Πετρονώτη αλλά
και γιατί ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι δεν έχει χρόνο και δεν μπορεί να ασχοληθεί με
αυτή την εργασία και τη δημοσίευσή της τώρα, εκτιμά ότι είναι σημαντική και θα έπρεπε να δει το φως της δημοσιότητας.
Πεζούλες δημητριακών και αλώνι Σελούλη Θαν, Γιάννης
Επειδή λοιπόν οι «καιροί ου μενετοί» ενώ οι έντυπες
δημοσιεύσεις παίρνουν συνήθως πολύ χρόνο,
αποφάσισα, τηρώντας την υπόσχεσή μου στον Μαστρ’-Αργύρη με τον τρόπο μου, να ασχοληθώ με αυτή την εργασία και να την
αναρτήσω/δημοσιεύσω στην (πολυσύχναστη) εδώ ιστοσελίδα
μου, με το όνομα βεβαίως του Αργύρη Πετρονώτη και με τη δική μου φροντίδα και ευθύνη της δημοσίευσης.
Προσχέδιο δημοσίευσης των "Αλωνιών". Κάτω από την φωτ. αναγράφεται "οι συγγραφείς αρχιτέκτονες Αργύρης Πετρονώτης (αριστερά) και Παπαθανασόποπουλος (με τα γυαλιά) στο Φυλακείο του ναού Απόλλωνος Βασσών κάποιο ψυχρό πρωινό της άνοιξης 1976"
Άλλη δοκιμή εξώφυλλου για τα "Αλώνια"
Χειρόγραφη πρώτη σελίδα μιάς από τις δοκιμές του άρθρου για τα "Αλώνια"
Ο ίδιος ο Α.Π., όπως προκύπτει από το υλικό που μου
απέστειλε, έχει ασχοληθεί επί μακρόν με
τη δημοσίευση της εργασίας του αυτής, προετοιμάζοντάς την ως ανακοίνωση σε ένα από τα Συνέδρια της Εταιρείας
Πελοποννησιακών Σπουδών, κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται να ευοδώθηκε.
Δημοσίευσε όμως
στην τοπική εφημερίδα «Ανδρίτσαινα» (έτος 15ον, αρ. φύλλου 108,
Σεπτ.- Οκτ. 1987, σελ. 1 ) με τον
τίτλο «Αλώνια Φιγαλικής» το βασικό κείμενο της σχετικής έρευνάς του (βλ. φωτ.), απ’ όσο μπορώ να
κρίνω συγκρίνοντας το δημοσιευμένο αυτό κείμενο με τα χειρόγραφα προσχέδιά του
που περιέχονται στο φάκελο. Για ευκολία στην ανάγνωση αυτού του άρθρου λοιπόν, εκτός από την φωτογραφία του στην εφημερίδα, το
αντιγράφω και εδώ σε ηλεκτρονική μορφή ώστε να μπορέσουν να δουν οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες
άνετα αυτή τη σύνοψη της μακροχρόνιας
έρευνας και της δουλειάς του Α.Π.
Το άθρο στην εφημ. Ανδρίτσαινα .Βλ. παρακάτω το κείμενο όλου του άρθρου σε ηλεκτρονική, ακριβή αντιφραφή
Από πάνω προς τα κέτω: δείγματα από χειρόγραφα σημειώματα και δελτία με σχέδια και φωτογραφίες από την έρευνα του Αργύρη Πετρονώτη
Κι ένα δελτίο που μου θύμισε την έρευνά μου και στα Δαμουλιανάτα της Κεφαλονιάς, και στα αλώνια στη θέση "Κερασιά "στα ίχνη της Ελένης/ Αγιαλένης" (!)
Ωστόσο , όσο σημαντικό και αν είναι –και είναι, βεβαίως– το δημοσίευμα στην εφημερίδα, αυτό που κάτ’
εμέ είναι πολύτιμο και σχεδόν αδύνατο να αποτυπωθεί σε οποιοδήποτε δημοσίευμα,
είναι το υλικό που περιέχει ο φάκελος που παρέλαβα, υλικό χειρόγραφο και χειροποίητο, με διαφορετικά
χρώματα μελάνης και μολυβιών, ποιημένο λίγο πριν περάσουμε στην ψηφιακή εποχή και το wοrd: μικρά και μεγάλα δελτία βιβλιογραφικού, γλωσσικού και τοπωνυμικού υλικού, χειρόγραφα
κείμενα, σχέδια, φιλμ και φωτογραφίες, σλάιτς, κασέτες με συνεντεύξεις, εφημερίδες
(βλ. φωτογραφίες) ! Καθώς δε τα χάρτινα δελτία που χρησιμοποιεί, μικρά και μεγάλα, τα κόβει για δεύτερη χρήση
από άλλα έντυπα, έχουν και αυτά την αρχειακή σημασία τους.
Και όλα αυτά από μεράκι, στο περιθώριο της επαγγελματικής του, κοπιώδους
και υπεύθυνης ενασχόλησης με την επείγουσα
τότε αναστήλωση του αρχαίου ναού του Επικούρειου Απόλλωνα, προκειμένου να μπει
στην προστατευτική τέντα της «εντατικής θεραπείας»,
όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα ο ναός.
Διαφάνειες με σχέδια και φωτογραφίες για τους τύπους των αλωνιών
Μέσα από αυτό το πολυσύνθετο υλικό (που δεν είναι δυνατόν να
δημοσιευτεί εδώ παρά μόνο δειγματοληπτικά) αναδύεται ο άνθρωπος, ο ερευνητής, ο
αρχιτέκτονας, ο σχεδιαστής, ο φωτογράφος, ο ηχολήπτης, ο συγγραφέας, ο
περιπατητής/περιηγητής Πετρονώτης και το επιστημονικό-ερευνητικό πάθος
του. Με σεβασμό και αγάπη για τους ανθρώπους που δούλεψαν σκληρά, σε αντίξοες
συνθήκες τη γη και την πέτρα καλλιεργώντας τα δημητριακά και
χτίζοντας πεζούλες, αλώνια και κτήρια καθώς "κουβαλάνε μέσα τους αρχέγονο οίστρο οικοδόμων και τεκτόνων", όπως γράφει, τους προσεγγίζει και παιδεύεται να μάθει
από την τέχνη και την εμπειρία τους. Ενθουσιάζεται με τη «νεολιθική» αρχιτεκτονική απλότητα, τη χρηστική λειτουργικότητα, την καλλιτεχνία των αλωνιών, ερευνά την
παραγωγική, κοινωνική και τελετουργική χρήση τους, τη
συμβολική και μαγική σημασία τους, τα κατά τόπους ονόματά τους, τα παραδοσιακά τοπικά τραγούδια που τα διαιωνίζουν μουσικά, τη θέση τους μέσα σε αυτό το αυχμηρό ορεινό τοπίο.
Τον φανταζόμαστε να σκαρφαλώνει στις απότομες πλαγιές, όχι μόνο για να προσεγγίσει
τα αλώνια αλλά και για να βρει το ιδανικό
σημείο να φωτογραφίσει τον τέλειο πέτρινο κύκλο τους, ωσάν να προβάλλεται το ολόγιομο φεγγάρι
πάνω στη γη. Την αγωνία του να βρει, να ταυτίσει, να συγκρίνει, να σχεδιάσει αρχιτεκτονικά,
πέτρα-πέτρα, τα αλώνια, ακολουθώντας και σεβόμενος τις οδηγίες των ντόπιων μαστόρων
και χρηστών τους, ώστε να καταρτίσει τους πέντε «τύπους» αλωνιών, από τον πιο απλό ως τον
πιο σύνθετο, στην περιοχή.
Αλώνι Χρονόπουλου
Μπολιάνες. αλώνια 1910-20, καλύβια μετά το 40, Τζανέτου
Αλώνι Μάτεση, καλυμμένο με τα θερισμένα στάχυα
Αλώνι Χρονόπουλου, Σκληρού
Μελετώντας και αντιγράφοντας ηλεκτρονικά (scaning)τα στοιχεία του
φακέλου, αξιώθηκα ένα συναρπαστικό ταξίδι στον τόπο και στην εξερεύνηση, μυούμενη στα μυστικά των
αλωνιών πιασμένη από το χέρι του Μαστρ’-Αργύρη, πατώντας στα χνάρια και των δικών μου εθνογραφικών περιηγήσεων στην ίδια περιοχή.
Παρόλ’ αυτά, όπως προείπα, δεν είναι δυνατόν, ούτε επιτρεπτό
να υποκαταστήσει κανείς τον ερευνητή
στον τρόπο που ο ίδιος και επεξεργάζεται και δημοσιεύει τη δουλειά του εφόσον δεν έχει συνεργαστεί μαζί του κατά τη διάρκεια της έρευνας και της μελέτης. Αναρτώ/δημοσιεύω εδώ λοιπόν ό,τι έκρινα ως αντιπροσωπευτικό της εργασίας (αν και οι φωτογραφίες είναι σε σμίκρυνση, για
να τις «σηκώσει» η google και να μην τις αφαιρέσει) .
Κατόπιν αυτής της ανάρτησης/δημοσίευσης, τον φάκελο με όλο το υλικό, όπως τον παρέλαβα
από τον Αργύρη Πετρονώτη, θα τον καταθέσω, με την άδειά του, στο Αρχείο Χειρογράφων του Κέντρου Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, όχι μόνο για να διασωθεί αλλά και
για να είναι χρήσιμος στη μελλοντική έρευνα και στους ερευνητές.
Μάστρο-Αργύρη, σ’ ευχαριστώ θερμά για την τιμή και την εμπιστοσύνη σου να με κάνεις μέτοχο της σημαντικής αυτής δουλειάς σου.
Ε. Ψ., Αθήνα, Φλεβάρης 2020
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Φιγαλείας, όταν ο Αργύρης Πετρονώτης εργαζόταν στην συντήρησή του 1975-1979
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα σε γκραβούρα περιηγητή
Ο Αργύρης Πετρονώτης
(βλ. http://www.anthitispetras.gr/index.php/el/i-taftotita-mas/47-epistimoniko-symvoylio/78-argyris-petronotis)
Αργύρης Πετρονώτης
ΑΛΩΝΙΑ ΦΙΓΑΛΙΚΗΣ
(εφημερίς ΑΝΔΡΊΤΣΑΙΝΑ, έτος 15ον - αριθμός φύλλου 108 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ- 8)ΒΡΗΣ '87, σ. 1) .
« Όταν εργαζόμαστε στο έργο
προστασίας του ναού Επικουρείου Απόλλωνος Βασσών της αρχαίας Αρκαδικής Φιγαλείας
στην περίοδο 1975-1079, ήταν μια εποχή και μια περιοχή με όχι λίγα πνευματικά
και ερευνητικά ερεθίσματα. Τότε, παράλληλα μςε την κύρια απασχόλησή μας,
γράφτηκε πηγαία από την επαφή με το χώρο η εργασία «5 Υδρωνύμια της Θεισοαίας» ως προσπάθεια ερμηνείας του δχετικού χωρίου
του ΠΑΥΣΑΝΙΑ VΙΙΙ,4…
Εργασία που πρωτοπαρουσιάστηκε στο
Α΄ Τοπικό Συνέδριο Ηλειακών Σπουδών πριν 10 χρόνια, το 1977. Τότε ξεκίνησε η
έρευνα γιατί την πραγματική της γεωγραφικής έκφρασης «χωρίον Βάσσαι» στο
κείμενο του ΠΑΥΣΑΝΙΑ VIII
4, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στον
Τιμητικό Τόμο του περιοδικού «Πελοποννησιακά» για τον κ. Τάσο Γριτσόπουλο.
Τότε, την ίδια εποχή θεμελιώθηκε
και άρχισε να πραγματοποιείται η ιδέα να πάρει ελληνική μορφή η γερμανική μονογραφία του αείμνηστου καθηγητή Ιωσήφ Φινκ
για τον ιδρυτή και χορηγό της της Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας
Κωνσταντίνο-Αγαθόφρονα Νικολόπουλο, κείμενο τώρα πια δημοσιευμένο.
Αλήθεια, ο χώρος αυτός, όχι μόνο ο
μνημειακός αλλά και ο φυσικός περίγυρος , και πάνω απ’ όλα ο παρών ζωντανός
άνθρωπος, οι απλοί άνθρωποι που μας περιβάλλανε πολλαπλά, με τα λόγια και τα
τραγούδια τους, τις τοπωνυμίες και τα παραδοσιακά τους έργα, ιδιαίτερα τα
κτιστά, μας δίναν τροφή, δύναμη και ζωή στη δουλειά μας και σ’ αυτή την κύρια
αποστολή μας εκεί πάνω. Οι άνθρωποι, εδώ, στο Λύκαιο, και στη Φιγαλική, είτε αγρότες, είτε
τσοπάνηδες, συνήθως και τα δύο, κουβαλάνε μέσα τους αρχέγονο οίστρο
οικοδόμων και τεκτόνων: όλα τους τα
κτίσματα έχουν απλότητα και πληρότητα για το σκοπόντους, παρουσιάζουν
κατασκευαστικά κρυσταλλένια δομή και αρχιτεκτονικά πηγαίο αρχιτεκτονικό
μεράκι,. Ελπίζω να μην παρασύρομαι υπερβολικά ή μεροληπτικά από το συναισθηματικό μου δεσμό μα τον τόπο.
Η αλήθεια γενικότερα είναι ότι
ανάμεσα στα προσκτίσματα της λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής , διακρίνονται
και υπάρχουν μερικά έργα της που πάντοτε φυγκινούσαν και τραγουδήθηκαν και σ’ αυτά τα δημοτικά τραγούδια, μα
ιδιαίτερα σήμερα τραβάνε το μάτι του ερευνητή και σχεδόν του κάθε ευαίσθητου
διαβάτη. Είναι οι βρύσες, ιδίως οι κρήνες, είναι τα γεφύρια που γεφυρώνουν τη
φύση, είναι τ’ αλώνια.
Τ’ αλώνια, η αρχέγονη μορφή
ορχήστρας του ελληνικού θεάτρου και χώρος διονυσιακής λατρείας στην αρχαιότητα.
Τα νεότερα αλώνια, αντίστοιχα χώρος συγκέντρωσης και χορευτικός χώρος στα
χωριά: «σ’ αυτό τα’ αλώνι το φαρδύ – τρανός χορός που γίνεται». Κι ακόμα τ΄αλώνια με το κυκλικό τους σχήμα και
την εκεί κυκλική κίνηση είτε του χορού είτε των ζώων που αλωνίζουν, συμβόλιζαν τον
κόσμο και την αέναη περιφορά του. Όμως δεν θ’ ασχοληθώ εδώ ούτε με τα αρχαιογνωστικά
στοιχεία, ούτε με την πλούσια λαογραφία του αλωνιού, αλλά με τη σημασία του στο
χώρο και κυρίως με τα δομικά και τα
τυπολογικά χαρακτηριστικά του ως κτίσματος χρηστικού στο αλώνισμα.
Αλώνι Δημητρόπουλου, στου "σέση", Βρύση (από κοντάκτ φιλμ)
Ιδιαίτερα είχαν προκαλέσει το
ενδιαφέρον μου τ’ αλώνια της ορεινής αγροτικής περιοχής του χωριού Σκληρού, αντιπροσωπευτικά του
κοινού χώρου και των ίδιων συνθηκών στο
Λύκαιο και στη Φιγαλική και είχα διακρίνει εκεί στις πλαγιές , σε ράχες και ακροχωραφιές
σειρά από αλώνια εξαιρετικής μορφής και
κατασκευής. Βέβαια είναι και μερικά
αλώνια που συγκινούν ιδιαίτερα όταν κανείς γνωρίζει τα φιλολογικά καθέκαστα : όπως
σ’ ένα καμπάκι στο δρόμο από την Ανδρίτσαινα στου Σκληρού κοντά στην αγία
Παρασκευή, στον κάμπο του Γιάννου και της Παγώνας του δημοτικού τραγουδιού, όπως
το ερμηνεύει ο Νίκος Βέης και τοποθετεί
τον τόπο δράσης τους εδώ.
Τα αλώνια της Φιγαλείας και οι
ονομασίες τους είναι σταθερά σημεία οργάνωσης του χώρου και αναγνώρισής του: Αλώνια,
Ανάλωνα, Πετράλωνα, Λυκάλωνα, Πάνω-Κάτω
Αλώνια, Αλωνάκια, του Στραβού τ’ αλώνι, Αναλώνια, Παλαιά Αλώνια, χωματάλωνα,
εδώ μπορούν να προστεθούν και άλλα ονόματα αλωνιών, όπως επίσης να διορθωθούν
τα παραπάνω.
Τα καλοχτισμένα αλώνια κάνανε εντύπωση
από την απώτερη αρχαιότητα, όπως το μαρτυράει το ομηρικό κείμενο στην Ιλιάδα Υ
496 και και στην Οδύσσεια Ω 226 «εϋκτιμένη εν αλεή».
Εντύπωση κάναν στους ξένους
μελετητές και τ’ αλώνια [παραθέτει
ξένους περιηγητές].
Πού και πώς χτίζεται ένα αλώνι; «Βέβαια
παντού δεν φτιάνεις αλώνι», τονίζει ο Γιάννης Σταθόπουλος από του Σκληρού, «θα
φτιάσεις στο καταράχι να ‘χει ρεύμα, αέρα για να μπορείς να λιγνάς, δεν μπορείς
να φκιάνεις όπου κι όπου αλώνι». Και συμπληρώνει ο Ανδριτσάνος Νίκος Γ. Σγούρος
(στο 48 φύλλο της εφημερίδας «Ανδρίτσαινα») «τ’ αλώνια οι παλαιοί για να παίρνει ο αέρας τα έφτιαχναν σε
διαλεγμένα ισιώματα, σε αγναντερές κορφούλες και σε διάσελλα».
Σε διάσελλο είναι χτισμένο έμα από
τα ομορφότερα ίσως αλώνια και όχι μόνο της Φιγαλικής, το αλώνι του γερο-Γαλάνη
Γαλανόπουλου από του Σκληρού στη θέση «Σέση» ή «Στρογγυλή ραχούλα»,
κατασκευασμένο από τα χεράκια του.
Πώς γίνεται η κατασκευή;
Τις πληροφορίες έχω συγκεντρώσει
πριν 10 χρόνια και η περιγραφή της κατασκευής ωστόσο πάντοτε είναι επηρεασμένη
λεκτικά από 'κείνες τις συνεντεύξεις:
Αφού διαλέξουμε τον τόπο για τ’
αλώνι, στα ορεινά λίγο-πολύ γερτό, θα κόψουμε το βραχώδες έδαφος, θα το φέρουμε
στ’ αλφάδι.
Πόσο μεγάλο γίνεται ένα αλώνι;
Συνήθως τ’ αλώνια χρειάζονται 50
μέχρι 60 αχνάρια από άκρη σε΄άκρη περνώντας από τη μέση. Ένα αχνάρι δηλαδή μια πατούσα, είναι σχεδόν
30 εκατοστά του μέτρου, φυσικ’ά όπως και ο αρχαίος ελληνικός «πους» ανθρώπινης
κλίμακας, που το μήκος του δεν ήταν ποτέ σταθερό, παραλλάσσοντας από τόπο σε
τόπο.
Γύρω από το αλώνι, εκεί που έχει
ανάγκη, δηλαδή προς το χαμηλότερο μέρος, κτίζεται ο τοίχος του αλωνιού που
λέγεται «τηγάνι» ή όπως νομίζω ότι
άκουσα αλλά δεν μπόρεσα να εξακριβώσω με βεβαιότητα, ίσως και «στρογέρα».
Στη συνέχεια γεμίζεται το
ενδιάμεσο, ό,που χρειάζεται δηλαδή μπαζώνεται, όπως θα έλεγε ένας μάστορας από
την πόλη, ισοπεδώνεται και αλφαδιάζεται. Μετά κάναμε ένα «σταυρό» στη μέση
στρώνοντας δύο σειρές πλακαρές πέτρες δίπλα-δίπλα από άκρη σε άκρη σταυρωτά
μεταξύ τους.
Ο «σταυρός» αλφαδιάζεται με προσοχή
να μην είναι οι πέτρες του αλλού ψηλά
και αλλού χαμηλά. Παλαιά αλφαδιαζότανε με το μάτι, τώρα στο τέλος με το αλφάδι. Ο «σταυρός» δεν
κοιτάει βοριά ή ανατολή, ό,που να ‘ναι το ίδιο είναι, σταυρός να είναι. Μετά «πετσώνεις»,
δηλαδή στρώνεις τις πέτρες , το κάτω κομμάτι που είναι το ¼ , γιατί έχεις κάνει τέσσερα κομμάτια, όσα
χώρισες το σταυρό. Και άντε-άντε συμπληρώνεις όλο το πέτσωμα μη φεύγοντας από
το σταυρό, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά.
Άμα προσέξεις όμως θα δεις ότι οι
τελευταίες πλάκες γύρω-γύρω τα «καπάκια», σηκώνονται στην άκρη τ’ αλωνιού, γυρίζουν
προς τα μέσα λίγο για να μη «χιούνεται» το στάρι στ’ αλώνισμα.
Στη μέση (κέντρο) αφήνουμε το στιχερό,
μια τρύπα, βάζουνε ένα παλούκι ξύλινο και τ΄αλώνι είναι έτοιμο.
Ενδιαφέρουσα περιγραφή μου κάνανε για τον κύριο προορισμό του
αλωνιού, το αλώνισμα και το λύχνισμα, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μου.
Τελειώνοντας θέλω να προσθέσω ότι τ’
αλώνια εκτός από την αισθητική τους πολυμορφία
, παρουσιάζουν και πολυτυπία. Αυτή εξαρτάται από το αν κτίζονταν εντελώς μόνα τους ή αν συνοδεύονταν
μ΄ένα μικρό ή μεγαλύτερο πρόσκτισμα. Ως τώρα
έχω διακρίνει πέντε τύπους, Α έως Ε:
*Α΄ τύπου: είναι το εντελώς σκέτο αλώνι,
χωρίς προσκτίσματα, ίσως δίπλα του μ΄ ένα δέντρο για τη σκιά του. Σχέτα είναι
τα περισσότερα αλώνια, να όπως του Γιάννη Σταθόπουλου.
*Β΄ τύπου: το αλώνι που συνοδεύεται με
μια άλλη ανθρωπογενή ύπαιθρη εγκατάσταση με τα πρώτα στοιχειώδη έργα, όπως ένα
πέτρινο πεζούλι, ένα πέτρινο ντουλάπι.
*Γ΄ τύπου: αλώνι με «τεντοτόπι», δηλαδή
με μικρό κτίσμα περίπου 1,5Χ2 μ. πέτρινο σε σχήμα «Π» ανοιχτό μπροστά, χωρίς πόρτα, ανοιχτό από πάνω χωρίς σκεπή, που την εποχή
του αλωνίσματος το σκεπάζουν προσωρινά με ένα τεντοπάνι χάριν της σκιάς. Παράδειγμα
το αλώνι του Κώστα Αδαμόπουλου στη θέση «Φούριζα» χωριού Σκληρού.
*Δ΄ τύπου: αλώνι με «χαμοκέλλα», με
ισόγειο δηλαδή πέτρινο σκεπαστό κτίσμα για χρήση την εποχή του αλωνίσματος.
Παράδειγμα το αλώνι-χαμοκέλλα του Γιάννη
Χρονόπουλου στη θέση «Αραγκούστη» Σκληρού ή το σπουδαίο αλώνι του γερο-Γαλάνη
Χρονόπουλου στη θέση «Σέση» ή «Στρογγυλή Ραχούλα»Σκληρού.
*Ε΄ τύπου: αλώνι με χαμοκέλλα για το
αλώνισμα και δεύτερο κτίσμα για μονιμότερη χρήση, συνήθως για «γρέκι» και «μαντρί»
γιδιών και προβάτων.
Ίσως η
παραπέρα έρευνα θα μπορούσε να διακρίνει περισσότερους τύπους, δηλαδή 1-2 ακόμα
παραλλαγές.
Α.Π.
Βάσσες
1975
Βαθύ
Σάμου, 26-27 10 1987"
(ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ) ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η χειρωνακτική καλλιέργεια των δημητριακών στις ορεινές περιοχές έχει εκλείψει εδώ και δεκαετίες και ό, που γίνεται είναι πλέον μηχανική, ενώ όσοι είχαν βιώσει τη χειρωνακτική καλλιέργεια όλο και λιγοστεύουν... Επειδή, όπως αναφέρει και ο Α. Π., τα αλώνια δεν είναι μόνον αρχιτεκτονική κατασκευή αλλά μέρος μιας ευρύτερης παραγωγικής και τελετουργικής διαδικασίας, παραθέτω δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, μαρτυρίες περίπου σύγχρονες της έρευνας του Α.Π. για τα αλώνια και από γειτονικές ορεινές περιοχές, που θα μας μυήσουν σε αυτό το πλαίσιο (τα εντός αγκυλών σχόλια από Ε.Ψ.):
"…Εδώ αρχεύαμε τη σπορά. Δεν οργώναμε εδώ. Σπέρναμε στο πρόσωπο, χωρίς όργωμα. Κι αν όργωνε κανένας, θα όργωνε απ’ το καλοκαίρι. Γιατί είν’ τα χώματά μας τέτοια, που άμα βρέξει, δε μπορείς να μπεις μέσ’ στο χωράφι., γίνεται λάσπη. Πρώτα-πρώτα ’θελα πάμε στο χαλκιά να φτιάσουμε τα εργαλεία. Υνί, ’ξινάρια, κασμάδες, βουκέντρα, ξυστρί (που ξύνει το υνί, όταν έπιανε χώμα), [ξ]υλάρι[;], ένα ξύλο με νια πρόγκα που κεντάγανε τα βόιδα. Ζυγάλετρα (=αλέτρι, ζυγός), γιατί κάναμε παλιά με τα βόιδα, τώρα κάνουνε και με γαϊδάρους, με μουλάρια, ό,τι έχει ο καθένας. Εμείς είχμε βοϊδοζεύγαρα. Στάρι, κριθάρι, βρώμη, τα λέμε πρώιμα, την άνοιξη [Μάρτη] αρχίζει η οψιμιά. Μόλις σπείρουμε στο πρόσωπο, παίρνουμε το υνί και το ’ξινάρι και χώνουμε το σπόρο. Με ξυλάλετρα πάντα, και τώρα ακόμη. Μέχρι τέλος Νοέμβρη έπρεπε νάχουμε τελειώσει γιατί μετά έπιανε το χιόνι. Την ημέρα που θ’ αρχισποριάζαμε, έπρεπε νάχουμε στο χωράφι κοντά μας καρύδια, γιατί το ’ξετάζαμε, να γίνει ο σπόρος, να δέσει σαν το καρύδι και το κάστανο. Το Μάρτη άρχιζε η οψιμιά. Οργώναμε και σπέρναμε αραποσίτι, καπνά. Γιατί παλαιά είχαμε και καπνά. «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα». Λένε ότι ο γεωργός, αν πρόσεχε πόσοι πάνε κοντά του να φάνε όταν πάει να σπείρει, δε θάσπερνε ποτέ. Από ανθρώπους μέχρι μυρμήγκια [δηλ. ότι είναι τόσοι πολλοί, που δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει το σιτάρι που θα θέριζε εν τέλει] . Απρίλη-Μάη γινότανε ο βότανος, να βγάλουνε τ’ αγριοχόρταρα γιατί δεν υπήρχανε φάρμακα τότε. Θέρο ’θελαρχίσουμε τ’ Αηλιός. Πάντως, μετά τις 15 Ιουλίου. Στο θέρισμα παίρναμε και εργάτες, αριά και που κάναμε και δανεικαριές. Το πλείστον γυναίκες ήσαντε στο θέρο. Άμα τελείωνε το χωράφι, δεματιάζαμε, οι άντρες το πλείστον, και τη μεταφορά με τα ζώα στ’ αλώνια. Εκεί κάναμε θεμωνιές, πέρα, γιατί στο ίδιο αλώνι ’θελα αλωνίσουνε πολλλοί. Εκεί μετά είχαμε τις ελπίδες μας στο θεό να μη βρέξει. Γιατί λέμε «τ’ Αηλιός γυρίζ’ ο καιρός αλλιώς» και άμα έβρεχε, ’θελα πηγαίναμε χαμένοι! Απλώναμε τα χερόβολα στ’ αλώνι και βάναμε τ’ άλογα, ανάλογα τα δεμάτια, κανονίζαμε 30-35 δεμάτια το κάθε ζώο. Τα δέναμε στο στύλο. Τον στύλο τόνε φτιάναμε από κέντρο, μόνιμο. Τ’ άλογα τα δέναμε απ’ το στύλο με τη λαιμαριά. Ένας ’θελα είναι μέσα στ’ αλώνι με τ‘ άλογα, με το καμ’τσίκι , να διευθύνει τ’ άλογα και άλλοι απόξω με δυκριάνια -ξύλινα παλαιά, σιδερένια τώρα-, γυρίζανε τα στάρια. Φωνάζαμε, «Όπα, όπα, χάι, χάαααι!» και αγρίεμα με το καμουτσίκι , για να φοβηθούνε τ’ άλογα, να τρέξουνε. Όσο τρέχανε τ’ άλογα, τόσο γληγορότερα ’θελα γίνει το στάρι. Αγώνας μεγάλος. Δεν είχαμε μηχανές όπως τώρα, ευκολίες. Αλλά τώρα πούειναι οι μηχανές, πού είν’ τα στάρια; Δε σπέρνει κανένας. Έχουνε αφήκει χέρισα τα χωράφια, αγριέψανε, γιομίσανε αγριόκλαρα, πλατάνια, ιτιές. Χαθήκανε τα σύνορα απ’ τα χωράφια. Τώρα τα παιδιά μας δε θα ξέρουνε σε λίγα χρόνια ποια ήτανε τα χωράφια μου…Δεν τα ξεχωρίζουνε. Μετά το αλώνισμα κάναμε το στάρι σωρό και περιμέναμε να φυσήξει να λιχνίσουμε. Μπόρ’γε να περιμένουμε και 8 ημέρες, μέχρι ναφυσήξει ο κατάλληλος αέρας., ανάλογα το αλώνι. Πρώτα το σηκώναμε με τα δυκριάνια και μετά με τα φτυάρια… (Λεχούρι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χ/φο. αρ. 4148: 135 -139. Διηγούνται οι Δημήτρης Κομνηνός, 77 χρ. και Τέλης Κομνηνός, 81 χρ. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού)
Περισσότερα τελετουργικά και μυθικά του θέρου και του αλωνίσματος στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/06/mother-arth-arvest-and-jun-solstice.html
και στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2012/03/blog-post_09.html
(ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ) ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η χειρωνακτική καλλιέργεια των δημητριακών στις ορεινές περιοχές έχει εκλείψει εδώ και δεκαετίες και ό, που γίνεται είναι πλέον μηχανική, ενώ όσοι είχαν βιώσει τη χειρωνακτική καλλιέργεια όλο και λιγοστεύουν... Επειδή, όπως αναφέρει και ο Α. Π., τα αλώνια δεν είναι μόνον αρχιτεκτονική κατασκευή αλλά μέρος μιας ευρύτερης παραγωγικής και τελετουργικής διαδικασίας, παραθέτω δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, μαρτυρίες περίπου σύγχρονες της έρευνας του Α.Π. για τα αλώνια και από γειτονικές ορεινές περιοχές, που θα μας μυήσουν σε αυτό το πλαίσιο (τα εντός αγκυλών σχόλια από Ε.Ψ.):
“…Το φθινόπωρο εκαθαρίζαμε με κοσές τα χωράφια και άμα
έβρεχε, οργώναμε. Εζέχναμε τα βόιδα και οργώναμε, μέχρι το μέχρι το ’[19]50 με
ξυλάλετρο και τώρα με «μηχανές» [σιδεράλετρα
που σέρνουν άλογα]. Το ξυλάλετρο το χρησιμοποιούνε ακόμη σε περιοχές με πέτρα. Τα
αφήνανε [τα χωράφια] έτσι, οργωμένα, να φαγουριάσουνε, να πέσουνε πολλές βροχές
και πάγος για να σκοτωθούνε τα μικρόβια κι απέ να σπείρουνε. «Στάρι λασποκυλισμένο, αμπάρι γιομισμένο»,
λέγανε. Άμα το σπέρνανε ξερό, το ‘’κοβε το σκουλήκι.
Το σπόρο τόνε διαλέγανε οι παλαιοί, τόνε βγάνανε αστάχυ-αστάχυ από τα χερόβολα
και το αλωνίζανε χωριστά. Μέσα στο σακκούλι που που ’θελα σπείρουνε ερίνανε και
ρόιδο και μύγδαλα . Αν δεν επέρναγε τα’
άη-Φιλίππου, δεν εσπέρνανε. Εσηκωνόμαστε το πρωί, μπονώρα εβάναμε βρώμη στ’
άλογο. Ερίναμε το σπόρο, μετά το οργώναμε να κουκουλωθεί ο σπόρος και μετά το
σβαρνίζαμε με νιά ξύλινη σβάρνα. Όταν
φύτρωνε και μεγάλωνε κανιά πιθαμή το στάρι επηγαίνανε οι γυναίκες και βοτανίζανε.
Φορτωνόσαντε τα παιδιά στσί νάκες , τα κρεμάγανε απουκά από καμιά αγραπιδιά να
μην τα πιάνει και το μάτι και τα’ αφήνανε ’κεί. Και το καλοκαίρι το ίδιο. Φοβόσαντε
και τηράγανε μην τα φάει κα’να φίδι. Τον Ιούνιο έμπαινε ο θέρος. Μαζευόμαστε
δανεικαριά, ο ένας βόηθαγε ον άλλονε, ακόμα έτσι θερίζουμε στο χωριό μας, δεν
έρχεται μηχάνημα εδώ. Το κάνουμε χερίτσες-χερίτσες. Τα κάνανε θεμωνιές. Καθαρίζανε
τ’ αλώνια. Λίγοι είχανε και πέτρινα.Τα χουματένια τα περνάγανε με σβουνιά, το
χυλίζανε. Ανοίγανε και τρούπα με την ξάλη για να βάλουμε το στιγερό βαθιά να μην το βγάλουνε τ’ άλογα [που αλωνίζανε]. Ύστερα γύρω-γύρω
απ’ το στιγερό ρίνανε τα στάχυα. Πρώτα ’θελα κρεμάσουνε απάνου στο στιγερό πού
ειχε διχάλα ένα χερόβολο στάρι. Αφού δέναμε τ’ άλογα και αρχίζανε ν’ αλωνίζουνε,
τότε το ξεκρεμάγανε και το ρίνανε ν’ αλωνιστεί. Ζυγά άλοφγα δε μπαίνανε ποτέ
στ’ αλώνι. Οι λαιμαριές για τ’ άλογα που
αλωνίζανε ήσαντε ειδικές, πλεχτές, για να μη φεύγουνε τ’ άλογα. Και
γυρίζανε γύρω-γύρω τ’ άλογα : χώπ!, χώπ! χώπ! [τους] φωνάζανε. Ανάβανε τα
κακόμοιρα τ’ άλογα. Το καλύτερο άλογο το βάνανε «αέρα» που λέγανε, στην άκρη, για
να οδηγάει τ’ άλλα. Από τις δέκα που
έπεφτε η δροσά μέχρι 2 ώρες βράδυ. Απέ τα βγάνανε τ’ άλογα, πέφτανε χάμου τα
κακόμοιρα. Το στάρι το ανακατώνανε πρώτα με το δικράνι , ξύλινο με τρία δόντια
και μετά, άμα είχε τριφτεί κάμποσο, με το φτυάρι το ξύλινο. Άμα εβγαίνανε τ’
άλογα απ’ το αλώνι, ο νοικοκύρης απάνου
στο στάρι ένα σταυρό, το σταύρωνε. Μετά ετρώγανε μπριάνια με κολοκύθια , κοτόπλα,
σφάζανε κανιά γίδα, τυροψώματα, γινότανε γλέντι. Σε μια μέρα τελείωνε το
αλώνισμα, εκτός κι έβρεχε. Άμα έβρεχε, τα’ αμολάγανε τα ζώα και την άλλη μέρα πάλι απ’ την αρχή! Μετά
αρχίζανε το λίχνο, αν φύσαγε. Μπόρηγε να μείνει μια μέρα χωρίς να το πειράξουνε καθόλου. Στην αρχή
το σηκώνανε ψηλά με το δικριάνι να φύγει το πρώτο άχερο και άμα καθάριζε καλά, το
κάνανε με το φτυάρι να καθαρίσει τελείως. Το σωριάζανε έπειτα. Δίπλα απ’ το
σωρό εβάνανε το δρυμόνι στο δικριάνι ή σε μια διχάλα. Ο ένας κράταγε το δρυμόνι
και ο άλλος έρινε μέσα στάρι . Άμα το δρυμονίζανε ούλο και
καθάριζε καλά, το κάνανε σωρό και κά;νανε γύρω-γύρω κύκλο και το σταυρώνανε απού
πάνου. Μετά καρφώνανε στη γκορφή και το
δικριάνι και το φτυάρι. Μετά
αρχίζαμε και το κουβαλάγαμε με τα ζώα. Όταν ερχότανε ο Ιούνιος εφκιάναμε
κούρνιες με σκίντα και κρεββάτια με καλαμιά και φορτώναμε και τσι κότες και παγαίναμε και κοιμόμαστε ’κεί . Άμα
τελείωνε ο σωρός, μαζευόσαντε οι ειδικοί. ‘Ενας που ήξερε έβανε το φτυάρι, όσο
μπόρηγε, στο κέντρο και το ’χωνε μέσα στο σωρό. Μετά μέτραγε χεριές-χεριές : ένα-δέκα, μια χεριά
ένα κοιλό (1 κοιλό=2 ντενεκέδια). Ωρέ, λέγανε, έκανε εκατό κοιλά! Πολύ στάρι. Στο
σπίτι το ρίνανε μέσ’ στ’ αμπάρι. Κόβανε ένα τράστο δάφνη και τα ρίνανε μέσα για να μημ ψειριάσει το στάρι. Είναι
δηλητήριο η δάφνη. Το πρώτο φόρτωμα που ’θελα αλέσουνε , το πηγαίνανε στο μύλο κατευθείαν
από το αλώνι [βλ. και το τραγ. με το μυλωνά που παίρνει αξάι φίλημα!]. Την πρώτη
αλεσά απ’ το καινούριο στάρι που ‘θελα ζυμώσουνε,
εφκιάνανε και ναι κουλουρίτσα σαν οχτώ [8] και
την κρεμάγανε στο εικόνισμα μέχρι τον άλλο χρόνο. Από ’κεί, αρχίζανε και
το τρώγανε [το σιτάρι]. Κυνηγάγανε τα παιδιά, να μη ντρώνε πολύ. Ώρέ, έφαγε ούλο το καρβέλι, το αχρόνιαγο,
το σαβανωμένο! [κατάρα, το παιδί δηλαδή]. Ο μυλωνάς στο άλεσμα για το γάμο, δεν
έπαιρνε αξάι. Δεν ακούμπαγε χέρι απάνου στο στάρι του γάμου. Ο γαμπρός αντί για αξάι, ’θελα φέρει ο γαμπρός κρέας, ψωμί
σταρένιο, ναι χιλιάρα κρασί, τυρί, να φάει ο
μυλωνάς. ….„ (Πόρτες Αχαΐας 1978.
ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 4100, σελ. 267-273. Διηγείται ο Σωτήρης Παπουτσής, 60 χρ., Πρόεδρος του
χωριού, μυλωνάς, εγγράμματος. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ελένη Ψυχογιού)"…Εδώ αρχεύαμε τη σπορά. Δεν οργώναμε εδώ. Σπέρναμε στο πρόσωπο, χωρίς όργωμα. Κι αν όργωνε κανένας, θα όργωνε απ’ το καλοκαίρι. Γιατί είν’ τα χώματά μας τέτοια, που άμα βρέξει, δε μπορείς να μπεις μέσ’ στο χωράφι., γίνεται λάσπη. Πρώτα-πρώτα ’θελα πάμε στο χαλκιά να φτιάσουμε τα εργαλεία. Υνί, ’ξινάρια, κασμάδες, βουκέντρα, ξυστρί (που ξύνει το υνί, όταν έπιανε χώμα), [ξ]υλάρι[;], ένα ξύλο με νια πρόγκα που κεντάγανε τα βόιδα. Ζυγάλετρα (=αλέτρι, ζυγός), γιατί κάναμε παλιά με τα βόιδα, τώρα κάνουνε και με γαϊδάρους, με μουλάρια, ό,τι έχει ο καθένας. Εμείς είχμε βοϊδοζεύγαρα. Στάρι, κριθάρι, βρώμη, τα λέμε πρώιμα, την άνοιξη [Μάρτη] αρχίζει η οψιμιά. Μόλις σπείρουμε στο πρόσωπο, παίρνουμε το υνί και το ’ξινάρι και χώνουμε το σπόρο. Με ξυλάλετρα πάντα, και τώρα ακόμη. Μέχρι τέλος Νοέμβρη έπρεπε νάχουμε τελειώσει γιατί μετά έπιανε το χιόνι. Την ημέρα που θ’ αρχισποριάζαμε, έπρεπε νάχουμε στο χωράφι κοντά μας καρύδια, γιατί το ’ξετάζαμε, να γίνει ο σπόρος, να δέσει σαν το καρύδι και το κάστανο. Το Μάρτη άρχιζε η οψιμιά. Οργώναμε και σπέρναμε αραποσίτι, καπνά. Γιατί παλαιά είχαμε και καπνά. «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα». Λένε ότι ο γεωργός, αν πρόσεχε πόσοι πάνε κοντά του να φάνε όταν πάει να σπείρει, δε θάσπερνε ποτέ. Από ανθρώπους μέχρι μυρμήγκια [δηλ. ότι είναι τόσοι πολλοί, που δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει το σιτάρι που θα θέριζε εν τέλει] . Απρίλη-Μάη γινότανε ο βότανος, να βγάλουνε τ’ αγριοχόρταρα γιατί δεν υπήρχανε φάρμακα τότε. Θέρο ’θελαρχίσουμε τ’ Αηλιός. Πάντως, μετά τις 15 Ιουλίου. Στο θέρισμα παίρναμε και εργάτες, αριά και που κάναμε και δανεικαριές. Το πλείστον γυναίκες ήσαντε στο θέρο. Άμα τελείωνε το χωράφι, δεματιάζαμε, οι άντρες το πλείστον, και τη μεταφορά με τα ζώα στ’ αλώνια. Εκεί κάναμε θεμωνιές, πέρα, γιατί στο ίδιο αλώνι ’θελα αλωνίσουνε πολλλοί. Εκεί μετά είχαμε τις ελπίδες μας στο θεό να μη βρέξει. Γιατί λέμε «τ’ Αηλιός γυρίζ’ ο καιρός αλλιώς» και άμα έβρεχε, ’θελα πηγαίναμε χαμένοι! Απλώναμε τα χερόβολα στ’ αλώνι και βάναμε τ’ άλογα, ανάλογα τα δεμάτια, κανονίζαμε 30-35 δεμάτια το κάθε ζώο. Τα δέναμε στο στύλο. Τον στύλο τόνε φτιάναμε από κέντρο, μόνιμο. Τ’ άλογα τα δέναμε απ’ το στύλο με τη λαιμαριά. Ένας ’θελα είναι μέσα στ’ αλώνι με τ‘ άλογα, με το καμ’τσίκι , να διευθύνει τ’ άλογα και άλλοι απόξω με δυκριάνια -ξύλινα παλαιά, σιδερένια τώρα-, γυρίζανε τα στάρια. Φωνάζαμε, «Όπα, όπα, χάι, χάαααι!» και αγρίεμα με το καμουτσίκι , για να φοβηθούνε τ’ άλογα, να τρέξουνε. Όσο τρέχανε τ’ άλογα, τόσο γληγορότερα ’θελα γίνει το στάρι. Αγώνας μεγάλος. Δεν είχαμε μηχανές όπως τώρα, ευκολίες. Αλλά τώρα πούειναι οι μηχανές, πού είν’ τα στάρια; Δε σπέρνει κανένας. Έχουνε αφήκει χέρισα τα χωράφια, αγριέψανε, γιομίσανε αγριόκλαρα, πλατάνια, ιτιές. Χαθήκανε τα σύνορα απ’ τα χωράφια. Τώρα τα παιδιά μας δε θα ξέρουνε σε λίγα χρόνια ποια ήτανε τα χωράφια μου…Δεν τα ξεχωρίζουνε. Μετά το αλώνισμα κάναμε το στάρι σωρό και περιμέναμε να φυσήξει να λιχνίσουμε. Μπόρ’γε να περιμένουμε και 8 ημέρες, μέχρι ναφυσήξει ο κατάλληλος αέρας., ανάλογα το αλώνι. Πρώτα το σηκώναμε με τα δυκριάνια και μετά με τα φτυάρια… (Λεχούρι Αχαΐας 1980. ΚΕΕΛ, χ/φο. αρ. 4148: 135 -139. Διηγούνται οι Δημήτρης Κομνηνός, 77 χρ. και Τέλης Κομνηνός, 81 χρ. Επιτόπια έρευνα-καταγραφή Ε. Ψυχογιού)
Περισσότερα τελετουργικά και μυθικά του θέρου και του αλωνίσματος στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/06/mother-arth-arvest-and-jun-solstice.html
και στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2012/03/blog-post_09.html