Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

του κύκλου του χρόνου και της βλάστησης: ο ολονύχτιος αγερμός της "Λαζάρας" στη Βόνιτσα -1"Lazara": a hole night long, male ritual in Vonitsa, Greece


Εδώ διαβαίν’ ο Λάζαρος με δώδεκ’ αποστόλους…:

η "Λαζάρα"

(Την μελέτη του δρώμενου και τα τραγούδια βλ. στο:  http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/04/2.html)


(Τα παρακάτω κείμενα είναι  αποσπάσματα από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ 24, Αθήνα 2008, σ. 248-281, 443-449, όπου και όλη η ανάλυση του αγερμικού αυτού δρώμενου και οι τίτλοι των εδώ βιβλιογραφικών αναφορών, Βλ.  http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg



Τα έθιμα που σχετίζονται με τη γιορτή του Λαζάρου είναι γνωστά και μελετημένα στον κεντρικό και βορειοελλαδικό χώρο περισσότερο, κυρίως ως παγανιστική, εαρινή αγερμική και θεατρική νεκραναστάσιμη τελετουργία παιδιών[1] με μαγικό, λατρευτικό, ευετηρικό, γονιμικό περιεχόμενο και έντονα κοινωνικό και παιδευτικό χαρακτήρα αλλά και ως μυητικό δρώμενο κοριτσιών στην εφηβεία[2]. Λαζαρικός παιδικός αγερμός επιτελείται και σε όλο το Ξηρόμερο, παλιότερα σχεδόν αποκλειστικά από αγόρια που τα φιλοδώριζαν με αβγά και χρήματα και σήμερα από παιδιά και των δύο φύλων.[3] 

Αυτοί που δεν είναι εξίσου γνωστοί, είναι οι ανδρικοί λαζαρικοί αγερμοί. Στη Δυτική Ελλάδα (η οποία, με σχετικό σύνορο τον ορεινό όγκο της Πίνδου και της παραφυάδες του στην Πελοπόννησο, αποτελεί ιδιαίτερο, ενιαίο γεωπολιτισμικό χώρο) ο αγερμός του Λαζάρου επιτελείται και στο πλαίσιο μιας μουσικής επαιτείας από ομάδες ανδρών, από το β΄ μισό του 19ου αι. τουλάχιστον, όπως προκύπτει από τις σχετικές γραπτές και προφορικές μαρτυρίες αλλά έμμεσα και από τις αποθησαυρισμένες παραλλαγές του τραγουδιού στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (στο εξής ΚΕΕΛ)[4]. Ο εκχρηματισμός του δώρου −σε συνδυασμό με το status και την ηλικία των επιτελεστών (ηλικιωμένοι, που συνήθως ανήκουν σε οικονομικά ασθενείς ή/και σχετικά περιθωριακές κοινωνικές ομάδες)− και η προσωπική ιδιοποίησή του συμβάλλει στη χρήση των αγερμών για την κατά ένα τρόπο «ανακατανομή» του πλούτου με τη μορφή τελετουργικών απολαβών, εν όψει μάλιστα της σπατάλης που απαιτείται στις γιορτές που αφορούν αλλά και την ευσπλαχνία που αυτές κινητοποιούν (βλ. και μαρτυρία αρ. 2, στο Επίμετρο Β΄).[5] Η δράση αυτών των κοινωνικών ομάδων σε ρόλους τελετουργικούς, αφορά και τη διαβατήρια ανατροπή, αφού κατά ένα τρόπο οι υποβαθμισμένες στην καθημερινότητα παρουσίες τους αναβαθμίζονται μέσα από μια αντιστροφή ρόλων και γίνονται φορείς ιερότητας και μαγικής δυναμικότητας επ’ αγαθώ ή/και, δυνητικά, επί κακώ.
 Ως τέτοιο ανδρικό δρώμενο τελείται −για τρίτη τουλάχιστον γενιά επιτελεστών− ο αγερμός του Λαζάρου και στη Βόνιτσα. Κατά τις μαρτυρίες, το εισήγαγε και το επιτελούσε για χρόνια μαζί με ομάδα ενήλικων καλαντιστών ένας ντόπιος Ρομά  κατά τις πρώτες δεκαετίες του λήξαντα αιώνα (βλ. Επίμετρο Β΄, μαρτυρία αρ. 2).[6] Η πληροφορία είναι σημαντική, τόσο ως προς το οικονομικό, επαιτικό νόημα του αγερμού αλλά και όσον αφορά τη συμβολή της συγκεκριμένης εθνοπολιτισμικής ομάδας στη διάδοση και τη μουσική επιτέλεση των εθίμων μέσα από τα επικοινωνιακά πολιτισμικά δίκτυα γενικότερα.[7]


[1] Πβ. Κακούρη 1965· Πούχνερ 1989: 42· πβ. και Ψυχογιού 1982, χ/φο 4192: 86-87, 235· ( βλ. καιπαρακάτω, τη μαρτυρία).
[2] Βλ Λουκάτος 1998: 43-53· Πούχνερ 1989: 39-45. Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο δρώμενο που ονοματίζεται κατά τόπους Λαζαρίνες (προσωποποιούμενο ως προς τα δρώντα πρόσωπα που αφορά), εμπεριέχει σύνθετες διαδικασίες, στις οποίες εντάσσεται και ο ανάλογος αγερμός, ενώ ο τελεστικός λόγος αναδεικνύεται μέσα από ένα ευρύτατο φάσμα τραγουδιών, τα οποία εκφέρονται κατά την επιτέλεση ανακαλούμενα στην τελεστική μνήμη ανάλογα με την τελετουργική φάση, τις πολύσημες δράσεις και τις συμβολικές, μυητικές, κοινωνικές και μαγικές σημασίες της τελετουργίας. Δεν υπάρχει παρόλ’ αυτά εθνογραφική μελέτη που να εντάσσει το έθιμο στο εκάστοτε συγκεκριμένο τοπικό, κοινωνικό και συμβολικό του περιβάλλον στο πλαίσιο μιας διαβατήριας ή/και μυητικής τελετουργίας. Επιλεγμένα σχετικά τραγούδια και έθιμα που αφορούν το «Λάζαρο» γενικά, κυρίως ως γυναικείο μυητικό δρώμενο, ενταγμένο στο σύνολο των γυναικείων ανοιξιάτικων νεκραναστάσιμων τελετουργιών πρωτότυπα, σε σχέση με την τελετουργική, μουσική, ποιητική και χορευτική του διάσταση, βλ. Τερζοπούλου 1998· Μάργαρη 1998.
[3] Σήμερα παιδικός αγερμός εξακολουθεί να τελείται και στη Βόνιτσα (σε περιορισμένη κλίμακα, σε λίγα σπίτια ή μαγαζιά.) από μια-δυό το πολύ ομάδες αγοριών ή/και κοριτσιών, που περιφέρονται ανήμερα της γιορτής το πρωί στα σπίτια και. φιλοδωρούνται πλέον μόνο με χρήματα. Τέτοιος αγερμός πραγματοποιήθηκε, όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, και εφέτος σε λίγα σπίτια, στη γειτονιά του Κόκκινου και στο Παζάρι το Σάββατο το πρωί, ανήμερα της γιορτής. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να τον παρακολουθήσω, γιατί γίνεται απρογραμμάτιστα και αυθόρμητα, ανάλογα με τη συγκυρία και τη δυνατότητα συνταιριάσματος της παιδικής αγερμικής παρέας, έτσι δεν πληροφορήθηκα την τέλεσή του έγκαιρα. Αλλά και να το είχα πληροφορηθεί, ήταν ανέφικτη η καταγραφή του, αφού περίπου συνέπεσε με τις τελευταίες φάσεις της ολονύχτιας Λαζάρας, Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες στο Παράρτημα, σελ.
[4] Βλ. και Πούχνερ 1989: 41-42. Για την ύπαρξη τέτοιων ανδρικών αγερμικών ομάδων («μητραγύρτες» ή «μηναγύρτες») και στην αρχαιότητα αλλά και το βυζάντιο, βλ. Πετρόπουλος 1969· πβ. και Chavarria 1999 για ένα μυθιστορηματικό σχετικό πρόσωπο. Η κατανομή των παραλλαγών όπως προκύπτει από τους φακέλους του ΚΕΕΛ, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν αποτελεί βεβαίως τεκμηριωμένη βεβαιότητα ως προς τη γεωγραφική τυπολογική διάδοση, αλλά ωστόσο μια σίγουρα ενδεικτική τάση. Ως προς την εξάπλωση της συγκεκριμένης μορφής επιτέλεσης του δρώμενου στη Δυτική Ελλάδα, σημειώνω πως υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες, καταγραμμένες και μη, για τέτοια μουσική επαιτεία και σε χωριά της Boρειοδυτικής Πελοποννήσου, (συγκεκριμένα στον κάμπο της Γαστούνης -τέως δήμος Μυρτουντίων- του νομού Ηλείας και της Δύμης Αχαΐας). Τελούνταν παλιότερα (μέχρι τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον) από ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που έκαναν τον αγερμό του Λαζάρου τη νύχτα της παραμονής περιφερόμενοι από χωριό σε χωριό καβαλάρηδες, προερχόμενοι κυρίως από τα Αρβανιτοχώρια του τέως Δήμου Δύμης Αχαΐας (βλ. Καράμπελας 1951· Ψυχογιού 1989, χ/φο 4400: 514). Στα Λεχαινά ο σχετικός ανδρικός αγερμός γινόταν (ή και) την Πρωτομαγιά. (Παπαδημητρακόπουλος 1888· Καρκαβίτσας 1973, Δ΄: 461-463,509…· Ψυχογιού.). Στον ίδιο χώρο του τέως δήμου Μυρτουντίων επιχωριάζει και μια ανάλογη ανταγωνιστική αγερμική τελετουργία, ο γενιτσαρίστικος χορός, η οποία τελούνταν (πριν τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο) από συγκροτημένες ομάδες χορευτών από διαφορετικά χωριά που περιφέρονταν στους οικισμούς του κάμπου τις Απόκριες (σήμερα τελείται μόνο στα Λεχαινά, στο πλαίσιο των οργανωμένων εκδηλώσεων του σύγχρονου καρναβαλιού· βλ. Ψυχογιός 1951· Ψυχογιού 1975, χ/φο 3805: 402-406· 1987: 68-75· Ζωγράφου 1996: 130· πβ. και Δρανδάκης 2000).
[5] Βλ. Mauss 1979: 86κε· πβ. και Turner 1969: 132, 134· αντίθετη άποψη -ως προς τον παιδικό αγερμό- βλ. Λουκάτος 1979: 45.
[6] Στη συγκεκριμένη ευρύτερη περιοχή, όπως και αλλού, οι Γύφτοι (κατά τον τοπικό ετεροπροσδιορισμό τους,πρόκειται για τοπικές ομάδες τους Τσιγγάνων ή Ρομά) παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ως προς τη μουσική επιτέλεση εθίμων, όπως π.χ. οι Αρματωμένοι του άη Συμιού στο Μεσολόγγι, τα πανηγύρια κλπ. · βλ. Αικατερινίδης 1965-1966· Μπάδα 1996: 203· σημειώνω επιπλέον σχετικά πως στο πλαίσιο της εν λόγω πασχαλινής έρευνας, μουσική κομπανία ντόπιων Γύφτων [Ρομά] έπαιξε με όργανα και τραγούδησε δημοτική μουσική στο συμποσιακό γλέντι και το χορό των καβαλάρηδων του άη Γιώργη.Πρβλ. και Λεωνίδας Εμπειρίκος-Γιώργος Μαυρομάτης, "Εθνοτική ταυτότητα και παραδοσιακή μουσική στους μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης", Εθνολογία 6-7 (1998-1999), σ. 309-343. 
[7] Η πληροφορία είναι ενδεικτική επίσης ως προς τη διαπολιτισμική κινητικότητα και αφομοίωση των εθίμων μέσα στην ίδια την κοινότητα: δηλαδή έχουμε εδώ ένα έθιμο το οποίο θεωρείται ότι εισήγαγε στην πόλη ένας «Γύφτος» (Ρομά), σήμερα επιτελείται από και απευθύνεται σε «Βονιτσάνους», μεταξύ των οποίων, π.χ., και σε μια γυναίκα μικρασιατικής καταγωγής η οποία την έχει εσωτερικεύσει ως «δική της» παράδοση (βλ. και μαρτυρία αρ. 1, στο Επίμετρο Β΄ για τη σχετική ώσμωση των εθίμων στη δυτική Στερεά και την Ήπειρο και τη συμβολή των πολιτισμικών ομάδων σ’ αυτή, βλ. Καμηλάκη 1998, όπου και λεπτομερής τοπική βιβλιογραφία. Δεν έχει μελετηθεί η σημαντική συμβολή της επαιτείας στον τόπο μας στη διάδοση και ανταλλαγή προϊόντων της προφορικής παράδοσης και μάλιστα των τραγουδιών, κατά τους νεότερους χρόνους (βλ. και Πετρόπουλος 1969: 111).


 Η ομάδα των καλαντιστών της "Λαζάρς που την τραγούδησαν στα σπίτια της Βόνιτσας τη νύχτα της 20-21 Απριλίου 2000, παραμονή προς ανήμερα της γιορτής του Λαζάρου: Παντελής Γιωργαλής, Τάκης Λουριώτης, Χρήστος Ντάρδας, Νίκος Μπακογιώργος



Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας της γράφουσας με τον Τάκη Λουριώτη, "αρχηγό" της αγερμικής ομάδας (δεύτερος από αριστερά στην παραπάνω φωτογραφία), που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1999 στη Βόνιτσα,ένα χρόνο πριν συμμετάσχω με συμμετοχικλη παρατήρηση,ως ερευνήτρια, στο δρώμενο, τον Απρίλιο του 2000:

Τ.[άκης] Λ.[ουριώτης]: …−Θυμάμαι, όχ’ θυμάμαι, γιατί πήγαινα και ’γώ, εγώ πήγαινα απ’ τα δώδεκά μου χρόνια. Πήγαινα με τον πατέρα μου και με μερικούς αλλ’νούς. Πηγαίναμε τουλάχιστον μέχρι τη χρονιά πού ’γινε η δικτατορία [1967]. Γιατί το ’67 μας απαγορέψανε να πάμε το βράδυ, γιατ’ ήτανε στ’ς εικοσπέντε [25 Απριλίου] Πάσχα, στ’ς εικοσιμία [21 Απριλίου] είχαμε τη δικτατορία και δε μας αφήσανε. Ήτανε η τελευταία χρονιά που πήγα με τον πατέρα μου και με τους παλιούς, να πούμε. Εε…μετά ξεκίνησε και ήταν κάποιος άλλος που τον λέγαν […] τον λέγανε ‘δω πέρα [παρωνύμιο]. Αυτοί δεν τον παίρνανε, ο πατέρας μου και οι άλλοι, οι γερόντοι, γιατί φοβόντουσαν στα χρήματα να σας πω την ακρίβεια, γιατί, κακά τα ψέμματα, τότε πηγαίναμε και για τα χρήματα! Πηγαίνανε για τα χρήματα. Τώρα θα μου πεις, εσείς δεν πηγαίνετε [για τα χρήματα]; Συν τοις άλλοις, εγώ τουλάχιστον, πηγαίνω. Τα χρήματα δεν τα πετάει κανένας αλλά επειδής εγώ, σου λέω πάλι, από δώδεκα χρονών πηγαίνω συνέχεια και ήταν μερικά χρόνια , όταν παντρεύτηκα, και ανάλαβε ο κύριος αυτός, να το πούμε έτσι, εγώ δεν πήγαινα γιατί έπαιρνε όλη τη μουλαρία, τα παιδιά, και κάνανε διάφορα στο δρόμο και ’γώ δεν τα πήγαινα αυτά. Γιατί αυτό [τη Λαζάρα] εγώ το αισθάνομαι και το ζω. Πηγαίνω κάθε χρόνο και το ζω. Καταλάβατε; Αυτό εγώ το θυμάμαι, τουλάχιστον ήμουν δώδεκα χρονώ που πρωτοπήγα με τον πατέρα μου και με αλλουνούς γερόντους.
Ερευνήτρια, Ελένη Ψυχογιού]: −Πώς το λέγατε ’σείς αυτό το έθιμο;
Τ. Λ. : −Λαζάρα το λέμε μεις.
Ερ.: −Λαζάρα, «η» Λαζάρα;
Τ. Λ.: −Λαζάρα. Αυτό το λέμε Λαζάρα εμείς […] Αυτοί ήτανε γερόντοι, δηλαδή μεγάλοι άνθρωποι, θα ’τανε εξήντα χρονών, πενήντα , κάπου ’κεί μέσα[1]. Λοιπόν, εγώ εβάσταγα το καλαθάκι
Ερ.: −Α, είχατε κι ένα παιδί για το καλαθάκι…
Τ. Λ.: −Θα σ’ πω, τώρα… Όχι, τραγούδαγα αλλά είχα και το καλαθάκι. Το καλαθάκι, γιατί ήταν. Τότε ο κόσμος δεν είχε χρήματα και μας έδιν’ αβγά! Και το καλαθάκι ήταν για τα λουλούδια, είχε μέσα ένα σταυρό με λουλούδια φτιαγμένο αλλά το περσότερο εξυπερετούσε για να βάλουμε τ’ αβγά.
Ερ.: −Τι λουλούδια βάζατε;
Τ. Λ.: −Διάφορα λουλουδάκια. Μαζεύαμ’ απόξω και τα βάζαμε στο καλαθάκι και τά ’χαμε φτιασμένο σε στυλ σταυρού. Αλλά τώρα εμείς δεν το κάνουμ’ αυτό το πράγμα, γιατί δεν υπάρχουν αβγά βέβαια τώρα, δεν έχουν αβγά, τώρα πάμε χωρίς καλάθι.
Ερ.: −Και τα χρήματα μέσα εκεί τα ρίχνατε, στο καλάθι;
Τ. Λ. –Όοοοχι! Στα χέρια. Και να φανταστείς ότι εγώ πήγαινα, και την ημέρα του Λαζάρου, το πρώτο που έκανα, ήταν να πάρω παγωτό! Έπιανα τρακόσες δραχμές τότε κι έπαιρνα παπούτσα.
Ερ.: −Με τα λεφτά της Λαζάρας ;
Τ. Λ. –Ναι. Ήτανε και φτωχός κόσμος κι ο πατέρας μου φτωχός ήτανε, τα λεφτά αυτά ήταν για παπούτσα!
Ερ.: −Για πες μου, πόσοι ήταν αυτοί;
Τ. Λ.: −Τέσσερις.
Ερ.: −Και ένα παιδάκι; Ή όχι;
Τ. Λ.: −Τέσσερις. Ήμουνα εγώ, ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου, κάποιος Καλύβας και κάποιος «Μπράης» [παρωνύμιο], τόνε ξέρω ’γώ, τώρα δεν ξέρω αν λέγεται Μπράης, πρέπει να λέγεται και στο επίθετο, αυτοί είναι μακαρίτες όλοι. Δε ζει κανένας. Λοιπόν μετέπειτα ήρθ’ αυτός ο …..[παρωνύμιο]. Και ’παιρνε διάφορα παιδιά εδώ πέρα και εν τω μεταξύ στο δρόμο γινόσαντε καμπόσες «στρακαστρούκες»….
Ερ.: −Ρίχνανε στρακαστρούκες;
Τ. Λ.: −Όχι στρακαστρούκες, πίνανε, μαλλώνανε για τα χρήματα, τέτοια, διάφορα. Μια χρονιά μου λέει ’μένα, Τάσο, έτσι κι έτσι. Θα ’ρθείς; Λέω εγώ, θα ’ρθώ, αλλά χώρια αυτά για να ’ρθω, λέω. Αλλιώς εγώ δεν έρχομαι.
Ερ.: −Και τι ώρα γίνεται αυτό; Πότε ξεκινάγατε;
Τ.Λ.: –Ξεκινάμε στις έντεκα η ώρα το βράδυ.
Ερ.: −Α, νύχτα!
Τ. Λ.: –Όλη τη νύχτα, μέχρι το πρωί, έξι η ώρα, εξήμυσι.
Ερ.: −Όχι αποβραδίς, απόγευμα;
Τ. Λ.: −Απ’ το βράδυ, όλη τη νύχτα. Δηλαδή ξενυχτάμε.
Ερ.: −Και πηγαίνατε σε ορισμένα σπίτια ή σε όλα, παλιά[2];
Τ. Λ.: −Εκείνα τα χρόνια ήταν όλοι ντόπιοι. Τώρα η Βόνιτσα είναι μεγάλη και ο κόσμος ξένος. Σε μερικούς πηγαίνουμε ξένους. Πηγαίνουμε στους ντόπιους, γιατί ο ξένος δεν ξέρει [το έθιμο]. Εν τω μεταξύ είναι το περιεχόμενο τέτοιο, που πρέπει να ξέρεις και ’σύ [ο τραγουδιστής] τι θα πεις στον άλλονε. Γιατί ξεκινάει [το τραγούδι], ξεκινάει απ’ τη μάνα με τα παιδιά ή μάλλον με τον νοικοκύρ’ και τη γυναίκα τ’. Ξεκινάει με τη μάνα με τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο…Όχι, να το πω αλλιώς. Ξεκινάει απ’ το νοικοκύρη. Ξεκινάει απ’ την αρρεβωνιασμένη, λέει για την αρρεβωνιασμένη, λέει γι’ αυτή που ’ναι παντρεμένη καιρό και δεν έχει παιδιά, λοιπόν…
Ερ.: −Έχει δηλαδή για τον καθένα κάποια…
Τ. Λ.: ….λέει για τον ξενιτεμένο, λέει για τον αρρεβωνιασμένο, την αρρεβωνιασμένη, την κοπέλα που είναι για παντρειά, όλα, τα πάντα.
Ερ.: −Δηλαδή πρέπει να ξέρεις τι είναι στο κάθε σπίτι για να πεις το κατάλληλο.
Τ. Λ.: −Πρέπει να ξέρεις την οικογένεια. Δεν πηγαίνομε σε ξένο. Σε πέντε σπίτια μπορείς να πας. Πρέπει να ξέρεις τα πάντα. Και να σημειώσετε κάτι. Αν υπάρχει πένθος, δεν πηγαίνω. Κακό αυτό, γιατί είναι άσχετο το ένα με το άλλο, αλλά έτσι το ’χουμε και δεν πηγαίνω. Λοιπόν, αυτό είναι το ιστορικό της Λαζάρας. Είναι ένα ωραίο πράμα. Δηλαδή είναι ησυχία…ακούγεται πολύ εξαίσια! Βέβαια εγώ είμαι το υψίφων από μουσική, ε, γιατί έχω και φωνή! Λοιπόν, εν τω μεταξύ, τι γίνεται. Αυτό, εμείς θυμάμαι τότε, λέγανε τη Λαζάρα αλλά είχαν και φωνή! Φυσικά και ’γώ που ’μουνα παιδί, εμείς την τραγουδάγαμε τη Λαζάρα διακεκομμένα. Δηλαδή: αρχίζανε οι δύο και πιάνανε [το τραγούδι] και τελειώνανε. Σταματάγανε οι δύο κι αρχίζανε οι άλλοι. Το παίρνανε οι άλλοι, και ξανά οι άλλοι. Ενώ τώρα, το λέμε όλοι μαζί. Μονοκόμματα. Γιατί οι άλλοι δεν ξέρουν να τραγουδάνε, και δεν ξέρουν κιόλας [το τραγούδι]! Και εκεί υπάρχει πρόβλημα. Είνι κι κουραστικό!
Ερ.: −Ε, βέβαια, γιατί είναι και μεγάλο, ε; Πώς να το λες όλο, δεν ξεκουράζεται η φωνή λίγο…
Τ. Λ.: –Πάμε έντεκα και ξεμπερδεύουμε εφτά η ώρα!
Ερ.: −Δηλαδή μπορεί να πας τρεις η ώρα, τέσσερις, να του χτυπήσεις του άλλου την πόρτα, το ξέρουν και το περιμένουν.
Τ. Λ:. –Βέβαια. Εν τω μεταξύ, τι γίνεται. Επειδή καμιά φορά τις ξέραμε τις γιορτές, τώρα δεν τις ξέρει ο κόσμος, έχει τόσα προβλήματα, που οι γιορτές, τις ξεχνάει. Όταν είμαστε ’δώ κι ακούει ο άλλος, ανάβει το φως!
Ερ.: −Αααα… στο διπλανό σπίτι, για να ξέρεις ότι σε περιμένει, να πας…
Τ. Λ.: …να πας. Άσε την άλλη την ημέρα, όπου δεν πηγαίνομε, τι τραβάμε! -Γιατί δεν ήρθες σε μένα; Και ’γώ δεν είχα λεφτά; Τέτοια πράγματα!
Ερ.: −Το θεωρούνε για καλό, δηλαδή, να πας.
Τ. Λ.: −Είνι…, πώς το λένι, είνι η παράδοση! Βέεεεεβαια. Είν’ η παράδοση.
Ερ.: −Δηλαδή εσύ από πότε το θυμάσαι; Πήγαινε κι ο παππούλης σου;
Τ. Λ: − Όχι, εγώ τον πατέρα μου θυμάμαι.
Ερ.: −Ο πατέρας σου σας έλεγε τίποτα για τους πιο παλιούς;
Τ. Λ.: −Απ’ ό,τι μου ’λεγε ο πατέρας μου, εδώ υπήρχε κάποιος… πώς τον ’λέγαν στο επίθετο όμως… τώρα, να στον πω Γύφτο; Έτσι. Γιατί μετά, εγώ γνώρισα το παιδί του. Κι ήταν Γύφτος, πραγματικά, τον ελέγαμι «Γυφτογιώργο», εμείς. Έπιζι και κιθάρα. Καθότανε ’δώ πέρα. Αυτός, μου ’λεγε ο πατέρας μου, ότι αυτός την έφτιαξε [τη Λαζάρα]. Τώρα δεν θυμάμι πώς μου ’λεγε τ’ όνομά του. Δεν το θυμάμαι…εεε… Διαμάντης λεγότανε! Λεγότανε Διαμάντης.
Ερώτηση [άλλος παρών, θαμώνας]: −Στο Γιώργο;
Τ. Λ.: −Όχι στο Γιώργο, στον πατέρα τ’. Τον πατέρα τ’ Γιώργη, κι απάνου. Τον ελέγανε Κώστα. Ότι αυτός την έφτιαξε. Αυτός την έφτιαξε τη Λαζάρα. Αυτός τ’ν έχει φτιάξει. Τώρα, από ’κεί και πέρα, τα πιο παλιά, δεν ξέρω.
Ερ. [Ε. Ψ.]: −Αυτός ήτανε από ’δώ, ντόπιος ή είχε έρθει από πουθενά;
Τ.Λ.: −Ντόπιος, ντόπιος. Ντόπιος κι’ είχε και σπίτι εδώ, στον άγιο Παντελεήμονα [στον Κόκκινο]. Τώρα δεν υπάρχει βέβαια. Το χάλασαν.
Ερ.: −Μήπως αυτός το ’χε βρει απ’ τον παππού του, τον πατέρα του, ξέρω ’γώ;
Τ. Λ.: -Δεν ξέρω. Αυτό μου ’χε πει, αυτό λέω.
Ερώτηση: -Αυτός δηλαδή πότε ζούσε; Στα χρόνια του πατέρα σου;
Τ. Λ.: −Του πατέρα μου. Μπορεί τώρα να ’ταν μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα μου, πάντως στα χρόνια του πατέρα μου, εκεί.
Ερ.: −Και λέτε Λαζάρα όλο το έθιμο αυτό ή μόνο το τραγούδι;
Τ. Λ.: −Λαζάρα λέμε το τραγούδι. Τίποτε άλλο. Είνι αυτή η διαδικασία. Σηκωνόμαστε έντεκα η ώρα, τώρα έχουμε τα μηχανάκια, κάποτε πηγαίναμε με τα πόδια. Είχαμε τις… τότε ήταν και σκυλιά, είχαμε και τις μαγκούρες, αυτοί, που ’ταν και πιο μεγάλοι από ’μένα, εγώ δεν είχα μαγκούρα.
Ερ.: −Πάντοτε υπήρχε και το παιδί να κρατάει το καλάθι;
Τ. Λ.: −Όχι, ήμουν εγώ, απλώς έτυχε να ’μαι ’γώ.
Ερ.: −Αλλιώς το κρατούσαν αυτοί;
Τ. Λ.: −Ναι, το ’χαν αυτοί.
Ερ.: −Και ποιος το στόλιζε αυτό το καλάθι;
Τ. Λ.: −Μόνοι μας. Μόνοι τους το στολίζανε.
Ερ.: −Και γιατί πηγαίνανε νύχτα;
Τ. Λ.: −Εγώ νύχτα τσ’ βρήκα. Τώρα, γιατί πηγαίνανε νύχτα, δεν ξέρω. Πάντοτε τη νύχτα. Νύχτα. Εγώ είμαι πενήντα χρονών και το θυμάμαι νύχτα.
Ερ.: −Κι όταν τελείωναν, τί έκαναν;
Τ. Λ.: −Α, λογαριασμό! Μοιρασιά!
Ερ.: −Και τ’ αβγά;
Τ. Λ.: −Και τ’ αβγά, βέβαια! Ίσα-ίσα, τ’ αβγά τα κάνανε κι οι κότες! Ή και τα πουλάγανε, τα πουλάγανε τότε. ‘Ητανε πολλά.
Ερ.: −Και χωρίζανε μετά.
Τ. Λ.: -Χωρίζανε, πάει.
Ερ.:−Δεν ξανασυναντιόντουσαν μέσ’ στο χρόνο…
Τ. Λ.: −Όοοχι, συναντιόντουσαν στα καφενεία.
Ερ.: −Λέω επί τούτου, γι αυτό το θέμα.
Τ. Λ.: −Όχι, γι αυτό το πράγμα, όχι. Πάει, τελείωνε.
Ερ.: −Και πώς το μαθαίνατε το τραγούδι; Ο ένας με τον άλλον, τραγουδώντας, ή μαζευόσασταν και το μαθαίνατε λίγο πριν;
Τ. Λ.: −Το ξέρανε. Τώρα, εγώ το θυμάμαι. Ας περάσει ένας χρόνος ολόκληρος, εγώ θα πάω, χωρίς να το ξεχνάω….[….] Μετά, αφού τελειώσει η Λαζάρα, την Κυριακή των Βαΐων , το βράδυ, γιατί αρχίζει επίσημα πλέον η εκκλησία για τη Μεγάλη Βδομάδα, συνηθίζεται εδώ, ανάβουνε φωτιές! Θυμάμαι ’γώ που ’μουνα παιδάκι, βέβαια τότε δεν ήτανε αυτά εδώ πέρα, εδώ ήτανε χωράφια. Εδώ, εδώ ακριβώς [δηλ. στο μαγαζί του, που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το ιερό της εκκλησίας του αγ. Σπυρίδωνα], στην εκκλησία, πίσω απ’ το ιερό, δεν μιλάμε για φωτιά, μιλάμε για φωτιές!!… Τώρα, αυτή τη στιγμή όμως το έθιμο το διατηρούνε απάν’ στη Μπούχαλη. Στην εκκλησία εκεί [άγιοι Απόστολοι], κάθε χρόνο, ανάβουν φωτιά. Κάθε βράδυ. Μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, κάθε βράδυ. Λοιπόν. Και ’κεί λένε διάφορα τραγούδια. Βεβαίως! Εκεί τα λένε σε στυλ….να σ’ πω τώρα…σόκιν, να στο πω έτσι. Δηλαδή που πειράζουνε τον ένα και τον άλλονε, διάφορα. Πάρα πολλά. Λένε τραγούδια. Και ’κεί είναι ωραίο το έθιμο. Το κάνουνε ωραίο το έθιμο. Το κάνουνε ωραίο το έθιμο αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουνε ανθρώποι εδώ να τα διατηρήσουν τα έθιμα. Σύλλογος, παράδειγμα. Ένας Σύλλογος, ένας λαογραφικός Σύλλογος, να ενδιαφέρεται για τα έθιμα, να μην ενδιαφέρεται για άλλα πράγματα. Δυστυχώς. […….] Πάντως, όσο για τη Λαζάρα, εγώ έχω πει πως όσο ζω και θα μπορώ, θα πηγαίνω. Και δυο-τρεις χρονιές επήρα και το γιο μου. Ο γιος μου είναι τώρα 26 –27 χρονώνε. Ταξιδεύει στα καράβια. Λοιπόν, τον πήρα κανα-δυο χρονιές, όταν ήτανε μικρός, γιατί εφέτος δεν έτυχε να ’ναι ’δώ, μετά από έξι χρόνια, δεν ήθελε να ’ρθει…
Ερ.: −Και πριν αρχίσετε να λέτε στο τραγούδι για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, μήπως υπήρχε κάποιο κομμάτι σταθερό που ίσχυε για όλα τα σπίτια, που έλεγε μέσα για Λάζαρο; Ή όχι;
Τ.Λ.: −Αρχή, αρχή….[απαγγέλλει] Εδώ διαβαίνει Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους / και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους…μετά, σταματάει εκεί. Αυτή είναι για όλους. Μετά, είναι λίγο πρόβλημα, όταν υποχρεώνεσαι να πας σε σπίτι που δεν έχει νοικοκύρη. Εκεί είναι λίγο το πρόβλημα, γιατί μετά αρχίζει [απαγγέλλει], …το έλληνο προσέλληνο το χαλινό μουλάρι / πό’ ’χ’ την ελιά στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια / και πίσω απ’ τα καπούλια του τρεις φραγκοπούλες παίζουν..., τρεις γυναίκες, δηλαδή [απαγγέλλει], …η μια βαρεί το τάμπουρα η άλλη το μπουζούκι / και η τρίτη η καλύτερη παίζει με τον αφέντη… αυτό είναι για τον άντρα. Αυτό [απαγγέλλει], …παιζόντας και γλεντίζοντας ο αφέντης αποκοιμήθ’κε…. Και μετά, λέει [απαγγέλλει], …άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι / πολλά ειπαμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας / κυρά μου τα παιδάκια σου τα μοσχαναθρεμένα / για λούσε τα για χτένιστα και στο σχολειό να πάνε / τα καρτερεί ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα / τα καρτερεί δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχο…Μετά είναι για τον ξενιτεμένο, λέει [απαγγέλλει], …ξενιτεμένο μου πουλί κι ανάργυρο γεράκι η ξενιτιά σε χαίρεται…[συγκινείται και σπάει η φωνή του, σταματά].
Ερ.: − Είναι και συγκινητικό…
Τ. Λ.: −Είναι [δηλ. μετά, στη συνέχεια] για την αγκαστρωμένη!…
Ερ.: −Τι λένε για τη γκαστρωμένη;
Τ. Λ.: −Πρέπει να ξέρεις με τη σειρά. Δεν είναι κάλαντα, να ξέρεις ένα. Πρέπει να τ’ αλλάζεις όλα σε κάθε σπίτι.
Ερ.: −Δεν λέτε τίποτα για πεθαμένους, ε; … ας πούμε, αν έχουν στο σπίτι πεθαμένο…
Τ. Λ.: −Οοοοχι. Δεν πάμε αν έχει πεθαμένο!
Ερ.: −Μόνο για ξενιτεμένους…
Τ. Λ.: −Σπάνια πάμε [αν έχει στο σπίτι πεθαμένο], γιατί άλλος το θεωρεί πως δεν κάνει, λόγω του πένθους, άλλος θεωρεί, «δε βαριέσαι καημένη», σου λέει, »άλλο το ένα, άλλο το άλλο». Η Λαζάρα δεν έχει καμιά δουλειά, δεν είναι πανηγύρι και τραγούδια, αυτό δηλαδή.
Ερ.: −Για θυμήσου τώρα, τι λέγατε στις γκαστρωμένες;
Τ. Λ.: [γελάει]…−Θα σου πω για τα παιδιά [απαγγέλλει], …κυρά μου τα παιδάκια σου τα μοσκαναθρεμένα…γιατί πηγαίνουνε στο σχολείο…Όχι, είναι ωραίο έθιμο. Εγώ σας είπα, όσο ζω κι όσο μπορώ, θα πηγαίνω.
Ερ.: −Και μόνος, δηλαδή; Γίνεται να πάει και ένας;
Τ. Λ.: −Δε μπορεί, δεν κάνει…Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν μπορείς.
 Ερ.: −Είναι πολύ ώρα δηλαδή το τραγούδι, που το λέτε;
Τ. Λ.: −Αναλόγως. Αναλόγως τι θα βρεις. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Από πάνω που μένω εγώ, μένει ο παπάς. Και συγκεκριμένα, έτυχε να τόνε κάνω και συμπέθερο, γιατί ο γιος του παίρνει την κοπέλα μου…
Ερ.: −Να ζήσουνε!
Τ. Λ.: −…Ευχαριστώ. Λοιπόν, έχει αρρεβωνιασμένο το παιδί τ’. Έχει κόρη ανύπαντρη. Έχει γιο στα ξένα, γιατί όταν λέμε ξένα, εννοούμε και στην Αθήνα και στ’ Αγρίνιο. Έχει μικρά παιδιά. Λοιπόν, όλα αυτά, πρέπει να τα πεις!
Ερ.: −Είναι και παπάς! Έχει για παπά;
Τ. Λ.: −Όχι.
Ερ.: −Για τη γυναίκα του, την παπαδιά;
Τ. Λ.: −Ναι. Την παπαδιά. Τί της λες της παπαδιάς. Της λέμε το εξής [απαγγέλλει], …κυρά μου τα εγγόνια σου τα μοσχαναθρεμένα / για λούσε τα για χτένιστα και στο σχολειό να πάνε…[σταματάει].
Ερ.: −Υπήρχε περίπτωση να πάτε και σε άλλα χωριά, κοντινά;
Τ. Λ.: −Όχι, όχι, ποτέ. Γιατί, δεν ξέρω. Δεν το ξέρουνε.
Ερ.: −Δηλαδή μόνο στη Βόνιτσα γίνεται αυτό;
Τ. Λ.: −Δεν το ξέρουνε.
Ερ.: −Δεν γίνεται ούτε στο Μοναστηράκι, ας πούμε, ούτε στα Παλιάμπελα;
Τ. Λ.: −Στο Μοναστηράκι και στα Παλιάμπελα, μπορεί να πηγαίνουνε τα παιδάκια και να λένε τα συνήθη, αυτό που λέγαμε ’μεις πιτσιρικάδες, μικροί-μικροί.
Ερ.: − Τί; Του Λαζάρου πάλι;
Τ. Λ.: −Ναι.
Ερ.: −Ααα, υπάρχει και για παιδιά.
Τ. Λ.: − Του Λαζάρου, που πηγαίνανε τα παιδάκια.
Ερώτηση: −Τι παιδάκια; Αγόρια ή κορίτσια;
Τ. Λ.: −Ανακατεμένα. Πρώτα πηγαίνανε μόνο αγόρια, τώρα πηγαίνουνε και κορίτσια.
Ερ.: −Α, παλιά μόνο αγόρια πηγαίνανε…
Τ. Λ.: −Και βέβαια. […] Τ’ αγόρια, ναι. Πού, έβγαινε κοπέλα έξω! [γέλια]. Πού να πάει η κοπέλα! Τώωωωρα! Περ’σσότερα κοριτσάκια τα λένε τα κάλαντα, ειδικά τα Χριστούγεννα βέβαια και την Πρωτοχρονιά, παρά τ’ αγόρια!
Ερ.: −Και λένε άλλα κάλαντα εκείνα;
Τ. Λ.: −Ε, ναι. Δεν έχ’νε καμιά δουλειά…Βέβαια, άλλο…Δεν το θυμάμαι κιόλα να το πω, το ’χω ξεχάσει…
Ερ.: −Αυτά είχανε καλάθι, τα παιδάκια;
Τ. Λ.: −Τα παιδάκια είχανε, βέβαια, είχανε τα παιδάκια καλάθι. Τα παιδάκια δεν το ’χανε για τ’ αβγά, ήτανε το έθιμο να κρατάνε καλαθάκι. Και στα χωριά το έχουνε τα παιδάκια, μπορεί να κρατάνε καλαθάκι ακόμα.
Ερ.: −Δεν τους έβαζαν δηλαδή αβγά;

Τ. Λ.: −Όχι, απλώς κρατούσανε το καλαθάκι με τα λουλούδια. Και λέγανε κάτι διαφορετικό. Αυτό που λέμε ’μείς δεν υπάρχει πουθενά. Ε, μπορεί να υπάρχει αλλά πηγαίνουν την ημέρα, εδώ όλη νύχτα….






[1] Είναι ενδιαφέρον το ότι ο συνομιλητής, 50 χρ. κατά τη συνέντευξη, αναφερόμενος στην αμέσως προηγούμενη γενιά των τελεστών τους αποκαλεί «γερόντους», προβάλλοντας ίσως το πώς τους προσελάμβανε όταν ήταν παιδί, ενώ αυτοί είχαν τότε την ηλικία που έχει σήμερα ο ίδιος, την οποία βέβαια δεν θεωρεί γεροντική.
[2] Εδώ γίνεται φανερή μια εμμονή της γράφουσας στο «λαογραφικό παρελθόν» την οποία συνειδητοποίησα κατά την απομαγνητοφώνηση. Μη έχοντας παρακολουθήσει ακόμα το δρώμενο ζωντανά και έχοντας πληροφορηθεί πρόσφατα (σε σχέση με τη συνέντευξη) την ύπαρξή του, οι ερωτήσεις μου τοποθετούνται στην αρχή τουλάχιστον, στα «παλιά». Ευτυχώς ο συνομιλητής οδηγεί τη συζήτηση στον δικό του, παρόντα χρόνο.
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια