Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά και περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: το πανηγύρι του "Αγιοκωσταντίνου" στην Παροικιά της Πάρου (Paros. Paroikia, St. Constantine feast, ethnografic diary)

 

Ελένη Ψυχογιού  


«ΚΑΤΩΠΟΛΙΑΝΗ» ΚΑΙ «ΑΝΩΠΟΛΙΑΝΗ»

ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ:

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΝΟΣ  ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ 

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ


Ημερολογιακή κατάθεση επιτόπιας έρευνας
στην Παροικιά της Πάρου, 19-21 Μαΐου 2003

[Οι φωτογραφίες είναι  τραβηγμένες και σκαναρισμένες από τη γράφουσα, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά]

          Στο πλαίσιο της πολύχρονης έρευνάς μου για την παρουσία του μύθου της «Ελένης» στη νεοελληνική πραγματικότητα[1], συζητώ συχνά για τις ερευνητικές υποθέσεις μου όσο και για την εξέλιξη της έρευνας με συναδέλφους, φίλους και συγγενείς, κάνοντάς τους κοινωνούς της εμπειρίας μου και  καθιστώντας τους κατά ένα τρόπο «συνταξιδιώτες» αλλά και κριτικούς παρατηρητές. 
΄Ετσι τον Αύγουστο του 2002, και ενώ εγώ ανίχνευα επιτόπια τα ίχνη της «Ελένης» στη σύγχρονη Λακωνία,  μια από τις αδελφές μου, η Χλόη Ψυχογιού (φιλόλογος) «μυημένη» ήδη στο μύθο της «Ελένης», καθώς έχουμε κάνει άπειρες συζητήσεις και δηλώνει γοητευμένη με το θέμα, πήγε για οικογενειακές διακοπές στην Πάρο. Όταν επέστρεψε, μου έφερε την είδηση ότι και στην Πάρο υπάρχει κάποιο «εκκλησάκι» του «αγίου Κωνσταντίνου», που εντόπισε τυχαία στην κορυφή του  ενετικού/φράγκικου κάστρου της παλιάς πόλης.  Το γεγονός ότι το εκκλησάκι είναι χτισμένο πάνω σε αρχαίο ναό, ταυτισμένο ως της Αθηνάς, της έφερε κάπως στο νου, αναλογικά, την «ανακάλυψή» μου πάνω στην  ακρόπολη της αρχαίας Αρκαδικής (σήμερα Ηλειακής) Αλίφειρας, μιας «Αγιαλένης». Επί πλέον μου προσκόμισε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από το εκκλησάκι καθώς  και μια της  εικόνας των αγίων Κων/νου και Ελένης που βρίσκεται στο τέμπλο του, που είχε αποσπάσει την προσοχή της λόγω κάποιας εικονογραφικής ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει, αφού απεικονίζει το αυτοκρατορικό ζεύγος των αγίων ως ένθρονους. (βλ. και http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg)
Δεν είχε τύχει να επισκεφθώ ποτέ το νησί και το μόνο που ήξερα, πέρα από τη συμβολή του στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, ήταν ότι εκεί υπήρχε το προσκύνημα της Παναγίας της «Εκατονταπυλιανής» με τον περίφημο παλαιοχριστιανικό ναό, που γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο, στην Κοίμηση, όπως τόσα άλλα νησιώτικα προσκυνήματα της Παναγίας στο Αιγαίο. Δεν είχα συνδέσει κατά οποιοδήποτε τρόπο το νησί και το συγκεκριμένο ιερό προσκύνημα με την παραπάνω έρευνά μου περί «Ελένης-Αγιαλένης», ως μη όφειλα ίσως, αφού είναι πασίγνωστη εντέλει η -άγνωστη ή λησμονημένη καλώς ή κακώς  ως τότε σε ’μένα   πληροφορία-  ότι η αγία Ελένη που  έχει κεντρικό ρόλο στην έρευνά μου  (και έμμεσα ο άγιος Κωνσταντίνος) θεωρείται η κτήτωρ του περίφημου παλαιοχριστιανικού ναού της «Εκατονταπυλιανής» ή «Καταπολιανής». Η πληροφορία αυτή σε συνδυασμό και  με τα άλλα δεδομένα σήμανε συναγερμό για μένα.
Από τα σχετικά βιβλία  τοπικών συγγραφέων η δεδομένη σύνδεση της ιστορικής αγίας Ελένης (και του αγίου. Κωνσταντίνου) με την Καταπολιανή και την Πάρο γενικότερα, στα «ασκημένα» πλέον μάτια μου φαινόταν να αφηγείται μια ακόμα ιστορία εξαιρετικά αποκαλυπτική για τη θρησκευτική ιστορία του νησιού.  Και αυτό γιατί διαβάζοντας και δομώντας τα στοιχεία σύμφωνα και με «αθέατα», πλην υπαρκτά δεδομένα, κάνοντας με άλλα λόγια μια διαφορετική, πολυεπίπεδη ανάγνωση των εν λόγω «ιστορικών» και ανασκαφικών στοιχείων υπό το φως των δικών μου αναζητήσεων και των αποτελεσμάτων της δικής μου πολύχρονης σχετικής έρευνας, διέκρινα  πίσω από την  παρουσία της αγίας Ελένης στο νησί ένα έντονο θρησκευτικό συγκρητισμό σε λαϊκό, επίσημο (εκκλησιαστικό και πολιτικό) επίπεδο όσο και σε  επίπεδο αναπαραστάσεων αλλά και αρχιτεκτονικής. «Έβλεπα» δηλαδή να συγκαλύπτεται λανθάνουσα πίσω από το χριστιανικό προσκύνημα της Παναγίας μια θρησκευτική παράδοση διαχρονική, που φαίνεται να συναρτάται με μια βαθιά όσο και ακατάλυτη σχέση των κατοίκων του ανέκαθεν κριθαρο-σιτο-παραγωγικού αυτού νησιού με την προχριστιανική «πότνια σίτου»-μεγάλη-μητέρα-Δήμητρα-κόρη, με την οποία υποστηρίζω ότι  ταυτίζεται κατά ένα τρόπο και η μυθική Ελένη, όσο και η αγιοποιηθείσα ιστορική Αυγούστα Ελένη, μητέρα του μεγάλου Κωνσταντίνου (βλ. και τις άλλες σχετικές με την Ελένη/Αγιαλένη αναρτήσεις μου σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα/blog). 
Παρόλ’ αυτά η λογική υπεδείκνυε ότι κανονικά δεν «έπρεπε» ν’ ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το ζήτημα γιατί η τόσο μεγάλη διεύρυνση του ήδη εκτεταμένου ερευνητικού πεδίου μου υπερβαίνει τις επιστημονικές, υλικές όσο και σωματικές δυνάμεις μου, εκτός του ότι μπορεί να αποβεί επιζήμια για την ίδια την έρευνα. Το θέμα μου εξάλλου «ακουμπά» πολυεπίπεδα σε ένα ούτως ή άλλως ευρύτατο γεωγραφικό πεδίο, που δεν είναι στις προθέσεις μου να το εξαντλήσω, ακόμα και αν μου ήταν δυνατό. Όμως το ζήτημα του ρόλου που έπαιξε η «αγία Ελένη» στο συγκρητισμό της ειδωλολατρικής με τη χριστιανική παράδοση σε σχέση με την πίστη στην «Μεγάλη-Μητέρα-και Κόρη» όσο ίσως και τη μετάβαση από αυτήν  στη λατρεία της Παναγίας,  με «έκαιγε» καθώς επανέκαμπτε συνεχώς μέσα από τη μελέτη των στοιχείων που προέκυπταν από πλήθος άλλες τοπικές παραδόσεις.
Η Πάρος λοιπόν έδειχνε ν’ αποτελεί «ορυχείο» και σχετικά με το θέμα μου, με ένα εθνογραφικό υλικό  «διάφανο» σχετικά, σαν τον μαρμάρινο «λυχνίτη» που κρύβει στα σπλάχνα της η παριανή  γη, που με καλούσε, με  τραβούσε να το «ανασκάψω», να το φέρω στην επιφάνεια και να «πλάσω» δομημένα ως γλυπτό τη σχετική γνώση. Γιατί αν μάντευα σωστά, εδώ θα ερχόμουν κατά ένα τρόπο αντιμέτωπη με αυτή την ίδια την Αγία Ελένη «αυτοπροσώπως» και όχι με τρόπο έμμεσο όπως μέχρι τώρα, οπότε η παρατήρηση του χώρου όσο  και της γιορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαΐου θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικής  σημασίας για την τεκμηρίωση της όλης ερευνητικής μου υπόθεσης, έστω και αν τη χρησιμοποιούσα σαν μια απλή παραπομπή.
 Αφού  λοιπόν η έρευνα δεν μπορεί να έχει έξωθεν τοποθετούμενα όρια αλλά οδηγεί η ίδια τον ερευνητή (μέσα στο ζητούμενο πλαίσιο), ενώ από την άλλη το ερευνητικό βίωμα δεν υποκαθίσταται από καμιά έμμεση πληροφόρηση, όσο έγκυρη και αναπαραστατική και αν είναι αυτή, αποφάσισα να παρακολουθήσω και να συν-εορτάσω την γιορτή των δύο Αγίων (και ονομαστική μου γιορτή) τούτη τη χρονιά στον «Αγιοκωσταντίνο», στο Κάστρο της Παροικιάς –όπως τουλάχιστον νόμιζα. Και τούτο γιατί ήξερα πως ο τελετουργικός εορτασμός  θα αποτελούσε  το καλύτερο «εργαλείο» για να προβώ στην εξόρυξη της συγκεκριμένης γνώσης, καθώς στις γιορτές αναδεικνύονται  ζωντανά και άμεσα, μέσα από τις όποιες επιτελέσεις, τις δράσεις, τα λόγια, τις συμπεριφορές, τις κινήσεις, τις αναπαραστάσεις, τις σχέσεις, τα γεγονότα κ.λπ. όλες οι παράμετροι της τοπικής μνήμης, σε περιβαλλοντικό, κοινωνικό, συμβολικό, θρησκευτικό, τελετουργικό και ιστορικό επίπεδο. 
Έτσι θ’ αφηγηθώ την εμπειρία της επίσκεψης αυτής (που είχε κατά κάποιο τρόπο και ένα προσωπικό προσκυνηματικό χαρακτήρα) ως μια ακόμα ημερολογιακή κατάθεση της έρευνάς μου για την Ελένη/Αγιαλένη όσο γίνεται  λεπτομερειακά, θέλοντας να την κρατήσω στη μνήμη μου αλλά και να καταστήσω τον τυχόν αναγνώστη κοινωνό του  εθνογραφικού βιώματός μου.



Δευτέρα, 19/5/2003[2]

Μπάρκαρα από το λιμάνι του Πειραιά τη Δευτέρα, 19 Μαΐου το απόγευμα, προπαραμονή της γιορτής, στο πλοίο «Σαντορίνη» για την Πάρο. Λόγω πρώιμης ακόμα εποχής για τα πλήθη των τουριστών όσο και λόγω της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, το πλοίο είχε ελάχιστους Έλληνες επιβάτες. Από αλλοδαπούς, ένα μόνον  γκρουπ Γάλλων μεσήλικων και υπερήλικων ταξιδιωτών γέμιζε σχεδόν το σαλόνι της οικονομικής θέσης.
Το πλοίο έφτασε  λίγο πριν τα μεσάνυχτα στην Πάρο και καθώς  διέσχιζε τον κόλπο-λιμάνι της Παροικιάς, αναγνώρισα  αμέσως ―κατά τις φωτογραφίες που είχα δει― το φωτισμένο εκκλησάκι του άγιου Κωνσταντίνου πάνω στο χαμηλό λόφο του Κάστρου  να με καλωσορίζει, όσο και τη λευκή όψη του περίβολου της Καταπολιανής. Όλα ήταν προσιτά, κοντινά, συγκεντρωμένα μέσα στην πόλη λοιπόν.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Ο κόλπος και το λιμάνι της Παροικιάς.  


Πάρος, παροικιά 20/5/2003. Τα δύο βέλη ορίζουν τη θέση της "Εκατονταπυλιανής" (αριστερά) 
και του "Αγιοκωσταντίνου" (δεξιά).


Πάρος, Παροικιά, 20/5.2003.  Το βέλος δεξιά σημειώνει τον "Αγιοκωσταντίνο" πάνω στο λόφο με το φράγκικο κάστρο.

Μετά από μια σχετική ταλαιπωρία και αρκετή περιπλάνηση για να το εντοπίσω, κατέλυσα στο σκοτεινό εκείνη την ώρα και σιωπηλό ξενοδοχειακό συγκρότημα το οποίο επέλεξα γιατί με είχαν πληροφορήσει τηλεφωνικά πως βρίσκεται λίγες δεκάδες μέτρα από την Καταπολιανή όσο και μερικές εκατοντάδες από το Κάστρο, ώστε να δύναμαι να μετακινούμαι πεζή από το ένα στο άλλο. Λόγω του ότι εκείνη την ώρα η ρεσεψιόν ήταν κλειστή, τηλεφώνησα στο «νούμερο ανάγκης» που αναγραφόταν εκεί  για να μάθω σε ποιο δωμάτιο θα έμπαινα. Σε λίγο, παρόλο που οι τηλεφωνικές οδηγίες με είχαν ήδη κατευθύνει στο δωμάτιο,  κατέφθασε ανήσυχος ο φιλόξενος ιδιοκτήτης, Δ. Σ., αυτοπροσώπως. Καθώς εκείνη τη στιγμή έβγαινα για αναζήτηση δείπνου, με πήρε μαζί του στο εστιατόριο όπου είχε αφήσει τη γυναίκα του μαζί με κάτι αλλοδαπούς φίλους τους να τρώνε, αφού εγώ ήμουν άσχετη με τη χωροταξία του οικισμού και απροασανατόλιστη ακόμα ώστε να βρω εστιατόριο και μάλιστα περασμένα μεσάνυχτα.
Στο παραλιακό μαγαζί, προς την πλευρά του συνοικισμού Λειβάδι, όπου ήταν το εστιατόριο, με  φιλοξένησαν εν τέλει στο τραπέζι τους ―κερνώντας με κιόλας το δείπνο― και μετά τις συστάσεις συνομιλούσαμε όλοι μαζί τρώγοντας. Οι ξένοι συνδαιτυμόνες μας ήταν  ένα  ζευγάρι Γερμανών φίλων του ξενοδόχου και της γυναίκας του (παλαιοί και τακτικοί επισκέπτες του νησιού). Μιλούσαν και αγγλικά, όπως και όλοι οι υπόλοιποι και μπορούσαμε έτσι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Φυσικά  η κουβέντα ήρθε στο σκοπό της επίσκεψής μου στο νησί άρα και στην «Ελένη». Καθώς βρήκα «ώτα ακουόντων» (με την έννοια ότι καταλάβαιναν ―οι ΄Ελληνες αλλά και οι «φιλέλληνες» όπως αποδείχτηκε συνδαιτυμόνες― σε τι αφορά η έρευνα και τη σημασία της, αφού ήσαν όλοι κατά τεκμήριο πανεπιστημιακής μόρφωσης αλλά και «ψαγμένοι» με την αρχαιότητα,  το μεταφυσικό και τέτοια ζητήματα), εξέθεσα συνοπτικά, πλην γλαφυρά φαίνεται, την ερευνητική μου αναζήτηση σχετικά με τη σχέση της αρχαίας «Ελένης», της «αγίας Ελένης» και της υποτιθέμενης ακόμα σχέσης της Καταπολιανής με αυτές. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν ενθουσιώδεις θιασώτες της θεωρίας μου και με παρακάλεσαν να προχωρήσω όσο γίνεται την έρευνα και εδώ στο νησί και μάλιστα με τη δική τους πλέον συμπαράσταση.
 Η  σύζυγος του ξενοδόχου, ονόματι Μοσχούλα, το γένος  Κ.,  (που προέκυψε και  φίλη του γνωστού μου Ηλείου συγγραφέα Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου. που έχει επιλέξει ως τόπο διαμονής του την Πάρο) θυμήθηκε πως πέρα από τον άγιο Κωσταντίνο του Κάστρου,  γνωρίζει επίσης και ένα άλλο εκκλησάκι που ονομάζεται μόνον  «Αγία Ελένη» και που βρίσκεται  κάπου  πίσω από την Καταπολιανή και απ’ ό,τι θυμόταν (γιατί είχε χρόνια να πάει εκεί) βρίσκεται μέσα σε σιταροχώραφα, και μάλιστα σαν να υπήρχε και αλώνι εκεί κοντά. Στοιχεία που ενίσχυαν την υπόθεσή μου για την πραγματική ταυτότητα της  Καταπολιανής. Πληροφορήθηκα επίσης ότι οι εκκλησιαστικές όσο και οι τοπικές αρχές του νησιού  είχαν ετοιμάσει για εφέτος λαμπρό και πολυήμερο τον εορτασμό του Αγίου Κων/νου  αλλά δεν ήξεραν το λόγο ούτε άλλες σχετικές λεπτομέρειες.
Επέστρεψα αργά στο ξενοδοχείο πεζή, μαζί με το ζευγάρι των Γερμανών (αφού οι οικοδεσπότες έμεναν προς την αντίθετη  κατεύθυνση, στα Λειβάδια,  και έφυγαν με το αυτοκίνητο) και σε όλη τη διαδρομή η γυναίκα συνομιλούσε μαζί μου, λέγοντας πως διδάσκει ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στη Στουτγάρδη όπου μένει, πως έχει ένα ιδιαίτερο «δέσιμο» με την Ελλάδα και την Πάρο, νοιώθοντας πως σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποια άλλη διάσταση, είχε ζήσει και υπάρξει Ελληνίδα,  σε σημείο που οι γύρω της να την θεωρούν «βαρεμένη» και να αναρωτιέται συχνά και η ίδια μήπως έχουν δίκιο.
Τα όσα είχε ακούσει από εμένα ένοιωθε να δικαιώνουν τη διαίσθησή της αυτή και θεωρούσε ως ένα άλλο θαυμαστό «σημάδι» τη συγκυρία του να συναντηθούμε τόσο απρόβλεπτα όλοι μαζί εμείς οι άγνωστοι και να συντρώγουμε, εγώ για πρώτη φορά στο νησί  σε εποχή πρόωρη ακόμα για τουρίστες –εποχή που  όμως εκείνη επιλέγει για να έρχεται– σε μέρα καθημερινή και σε επικείμενη γιορτή όχι τόσο επίσημη όσο αυτή του Δεκαπενταύγουστου,  τον τυχαίο  τρόπο που βρέθηκα στο τραπέζι τους, κ. λπ. Η πληθωρική, γεμάτη ζεστασιά, ζωντάνια και πάθος προσωπικότητά της με παρέσυρε και μένα την κατά δύναμη ορθολογίστρια, κάνοντάς με να νοιώθω, σε συνδυασμό με την όλη συνάντηση, μια ιδιαίτερη ήδη οικειότητα και ένταξη στον κόσμο του νησιού, δυο μόλις ώρες μετά τη νυχτερινή άφιξή μου. 
 Όταν βρέθηκα  μόνη στο κρεβάτι μου είχα την αίσθηση ότι σίγουρα το «θαύμα» που μου συμβαίνει κατά κανόνα στους «Ελενότοπους» είχε αρχίσει να ’ρχεται κατά κάποιο τρόπο και εδώ, σε τούτο τον τόπο που μου «μήνυσε» έμμεσα να έρθω να τον επισκεφθώ. Η συγκυρία αυτής της απρόοπτης συνάντησης, με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί,   μου φανέρωσε κιόλας (επί πλέον του ζητούμενου ναού του αγ. Κωνσταντίνου) μια εκκλησία στην (ή καλούμενη ως) «αγία Ελένη», μια ακόμα από τις «Αγιαλένες» δηλαδή, που ανέβαζε το γνωστό σε μένα αριθμό τους συνολικά στις τρεις δεκάδες περίπου.

Με ξύπνησε νωρίς ο βόμβος του κινητού που είχα βάλει για ξυπνητήρι και πήρα τον πρωινό καφέ μου σε ένα κοντινό μαγαζί με το όνομα «Συμπόσιο», καθισμένη στην πραγματικότητα πάνω σε ένα γεφύρι,  όπως διαπίστωσα αργότερα ότι αποτελεί η μικρή «ταράτσα» όπου τοποθετεί το κατάστημα τα υπαίθρια τραπέζια του, πάνω από την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την πόλη και  ο οποίος εφέτος με τις πολλές βροχές είχε επανειλημμένα πλημμυρίσει. Αυτό εξηγούσε και την κινητικότητα που είχε ο όμορφος, πλην περιορισμένος εκείνος χώρος.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η πρόσοψη της μονής της "Εκατονταπυλιανής"/Καταπολιανής

Αμέσως μετά, μέσα στο διάφανο φως του λαμπρού εκείνου μαγιάτικου πρωινού, κατευθύνθηκα ανυπόμονα προς την περίφημη   «Καταπολιανή» ή «Εκατονταπυλιανή» [Παναγία, εκκλησία] επί το επισημότερον ενώ εγώ είχα ήδη καταλήξει, με βάση τα όσα είχα διαβάσει στους τοπικούς συγγραφείς πως το ορθό θα ήταν να την  ονοματίζω με το πρώτο, το και πιο λαϊκό της επίθετο, το Καταπολιανή.
  Το δέος όμως  καθιστούσε τα βήματά μου διστακτικά, καθώς είχα κατανοήσει πως προσεγγίζω ένα μεγάλο και αρχαίο –ένα από τα αρχαιότερα, αν όχι το αρχαιότερο- όχι μόνον χριστιανικό προσκύνημα της Παναγίας αλλά ταυτόχρονα και  ένα από τα πανάρχαια όσο και σπουδαία προχριστιανικά κέντρα λατρείας της «Κριθαροθεάς», της Δήμητρας-Μεγάλης-Μητέρας-και-Κόρης [-Ελένης].  Σαν επιβεβαίωση και τεκμηρίωση αυτής της αντίληψης, όσο και πίστης,  πέραν κάθε ανασκαφικού αρχαιολογικού τεκμήριου, έβλεπα να ορθώνεται στα ΝΑ, σαν  φόντο του μοναστηριακού συγκροτήματος που περιβάλλει τον παλαιοχριστιανικό ναό της Παναγίας, το επίμηκες χαμηλό βουνό Ελίκα, με τις κλιμακούμενες ακόμα  από τις παλαιές σιταροπεζούλες πλαγιές του να κατεβαίνουν μαλακά μέχρι τη μικρή πεδιάδα της Παροικιάς.  Ως τα κράσπεδα δηλαδή της Καταπολιανής και τη θάλασσα, όπου επίσης βλέπει κανείς συντηρημένο, για τουριστικούς  λόγους, και ένα   ανεμόμυλο.
Η πάλλευκη, επιβλητική είσοδος της Καταπολιανής, στεφανωμένη εραλδικά με τα δαντελωτά, χαρακτηριστικά παριανά καμπαναριά  αλλά και με τις αρχαίες πέτρες των σκαλοπατιών και του υπέρθυρου, με τοποθέτησε αμέσως –σαν έτοιμη εξάλλου- στο μεταίχμιο αμφίσημων  κόσμων: του καθημερινού και του ιερού, του παγανισμού και του χριστιανισμού,  του αρχαίου και του νεότερου πολιτισμού.  Το εσωτερικό του περίβολου  γίνεται πιο φωτεινό και συνάμα άυλο και μυστηριακό από το εκτυφλωτικό φως που αντανακλούν τα πάμπολλα κατάλευκα μαρμάρινα γλυπτά -αρχιτεκτονικά και άλλα- μέλη του αρχαίου ιερού (και γυμνάσιου, κατά τους αρχαιολόγους) που βρίσκονται εδώ και που δείχνουν ότι γκρεμίστηκαν βάναυσα προκειμένου  να εξαφανιστεί το ειδωλολατρικό λατρευτικό κέντρο  που φιλοξενούσε ο χώρος για ν’ «αναστηθούν» πάλι, με τρόπο άναρχο, δομώντας  ωστόσο έντεχνα το νέο, χριστιανικό τώρα, ναό και το μοναστήρι.
Πήγα πρώτα στη Γραμματεία για να πάρω το έντυπο πρόγραμμα των εκδηλώσεων.  Μετά τη δήλωση της ιδιότητάς μου, πήρα άδεια και για φωτογράφιση, αφού είδα απαγορευτικά σήματα. Η άδεια δόθηκε με κάποιες εύλογες επιφυλάξεις, με την υπόδειξη να είναι όσο το δυνατόν φειδωλή και διακριτική, πράγμα που δεν μου επέτρεψε να τραβήξω όλα όσα θα ήθελα. Απ΄ό,τι διάβαζα στο  πρόγραμμα, οι τελετές επρόκειτο να είναι πολυήμερες και τριπλής σημασιοδότησης, εθνικής, ιστορικής και θρησκευτικής: η γιορτή των «κτητόρων» του ναού της «Εκατονταπυλιανής»/Καταπολιανής αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η μεταφορά των λειψάνων κάποιας -άγνωστής μου μέχρι τότε- αγίας Θεοκτίστης από την Ικαρία και η επέτειος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου από τους Τούρκους μέσω μνημόσυνου για τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Γινόταν φανερό από το εορταστικό αυτό πρόγραμμα πως οι θρησκευτικές γιορτές έδιναν έμφαση στον ιστορικό άνδρα «Μέγα Κωνσταντίνο» τόσο σαν κοσμικό αυτοκράτορα όσο και σαν χριστιανικό «άγιο», δίνοντάς του το προβάδισμα έναντι της θηλυκής μητέρας του αγίας Ελένης, αν και  είναι αυτή η κυρίως «κτήτωρ» του ναού, κατά την παράδοση (ωστόσο το πρόγραμμα τους αναφέρει κτήτορες ομού). Γινόταν φανερό το πολιτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο της γιορτής, όσο και το «ελληνοχριστιανικό» εθνικό-ιδεολογικό πλαίσιό της: τη διαχρονική και πολιτισμική ενότητα του ελληνισμού, με λανθάνον επίκεντρο, σε τοπικό επίπεδο, μια ιδέα αλυτρωτισμού.
Αυτό προέκυπτε   από το ότι  συνδυάζοντας οι τοπικές αυτές γιορτές τον πρώτο και τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα  συντηρούν σήμερα κατά ένα έμμεσο τρόπο το μύθο για το «πάρσιμο της Πόλης», που  σχετίζεται επιτόπια με την «Εκατονταπυλιανή», αφού αναμένεται (σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο  ή την έντεχνα άνωθεν διοχετευμένη «κατασκευή»  του) να συμβεί όταν ανακαλυφθεί και η εκατοστή πόρτα της «Εκατονταπυλιανής». Κατασκευή απαραίτητη μεν για τη συντήρηση της συλλογικής φαντασίωσης για το «πάρσιμο της Πόλης», αλλά που ―ακριβώς για αυτό― αναιρείται,  αφού δεν είναι, όπως και θα δούμε, εφικτό να βρεθεί τέτοια πόρτα ποτέ. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η επίσημη τουλάχιστον πολιτική αντίληψη όσο και πρακτική προσπαθεί να  αφήσει πίσω της αυτή την ιδεολογία. Οι εκδηλώσεις θα  λάβαιναν χώρα  στο χώρο της Καταπολιανής κυρίως, πράγμα που καθιστούσε πιθανή την υποβάθμιση, αν όχι και την απάλειψη, των δράσεων στο ναό του αγίου Κωνσταντίνου στο κάστρο, για τις οποίες είχα κυρίως φτάσει στο νησί, αφού δεν αναφερόταν καν στο επίσημο πρόγραμμα.
Το όλο ζήτημα αυτού του απρόσμενου  ― «θαυμάσιου» θα έλεγα― για μένα περιεχόμενου των προγραμματισμένων εκδηλώσεων όσο και της μορφής της επικείμενης γιορτής (χάριν της οποίας βρισκόμουν και εγώ εδώ)  καθιστούσε πολύ ευρύτερο όσο και πολύπλοκο το συνολικό τελετουργικό πλαίσιο, εμπλέκοντάς με σε πολύ περισσότερα εθνογραφικά επίπεδα από όσα ήμουν προετοιμασμένη και ικανή ίσως ν’ αντιμετωπίσω,  με τρόπο μάλιστα αντιφατικό, θετικό και αρνητικό, όπως συμβαίνει εξάλλου με τα «θαύματα», που είναι συνυφασμένα με τη χαρά όσο και με  την οδύνη.
Δεδομένου μάλιστα ότι  είχα έλθει προερχόμενη από έναν επίσημο πνευματικό φορέα, την Ακαδημία Αθηνών, και κυρίως ως «υπηρετούσα» τη Λαογραφία που έχει συμβάλει στο παρελθόν για τη συγκρότηση της «ελληνοχριστιανικής», όσο και της αλυτρωτικής βεβαίως «μεγάλης ιδέας» ―αφού είναι αλληλένδετες―  και το ιδεολογικό της πλαίσιο, η ασπρόοπτη για μένα αυτή εξέλιξη με έφερνε ακόμα περισσότερο στην καρδιά και της δικής μου  έρευνας. Δηλαδή ενώπιον του εγγενούς κινδύνου να περιπέσω θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά στο δόκανο της εθνικής «συνέχειας», καθιστώντας με όμως ελπίζω και περισσότερο σκεπτική ταυτόχρονα, αναστοχαστική όσο και προσεκτική στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να θέτω επιτόπια τα ερωτήματα, να παρατηρώ τα πράγματα. Απ’ την άλλη, μου δινόταν η μοναδική ίσως ευκαιρία να δω ζωντανά, επίσημα  και πολυδιάστατα όλο το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράδοση περί  «Ελένης»  στο νησί.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003 Η πρόσοψη του  παλαιοχριστιανικού ναού, καθολικού της Κοίμησης στη μονή της "Εκατονταπυλιανής".

Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Ο ναός της Κοίμησης, καθολικό της "Εκατονταπυλιανής από τα ΝΑ.

Ο επιβλητικός όγκος του πετρόχτιστου καθολικού της Καταπολιανής στο κέντρο της αυλής, σκούρος μετά την απόξεση των λευκών σοβάδων για την αναστηλωτική αποκατάσταση του παλαιοχριστιανικού κτιρίου από τον αρχαιολόγο Ορλάνδο, κάνει έντονη τη φωτοσκίαση  του χώρου, που περιβάλλεται από τις παχνιδίζουσες  με το φως  λευκές τοξωτές στοές του περίβολου που στηρίζονται πάνω σε αρχαίους κίονες, καθιστώντας την αίσθηση του μεταφυσικού πιο έντονη. Πάνω από την είσοδο του ναού, από την κορυφή του τόξου της κεντρικής καμάρας του νάρθηκα ως κάτω, ξεχύνονταν στερεωμένα εραλδικά προς αυτήν, τα σύμβολα του ιδεολογικού περιεχόμενου της γιορτής: επιμήκη λάβαρα με την ασπρογάλανη ελληνική σημαία και κίτρινα λάβαρα της Ορθοδοξίας με το δικέφαλο αετό.
Στην πραγματικότητα, όταν λέμε «καθολικό» της μονής της Καταπολιανής, εννοούμε ένα σύνθετο, λαβυρινθώδες σχεδόν  ναϊκό σύνολο που αποτελείται κεντρικά από το Καθολικό της Κοίμησης της Παναγίας και περιμετρικά από μικρότερους ναούς και παρεκκλήσια, αγιάσματα και ταφικά μνημεία. Έχοντας και  προσωπική εμπειρία του κτιρίου του ναού της Αγια-Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, η θρυλούμενη  ομοιότητα στους όγκους και τη μορφή τους εξωτερικά μου φάνηκε κάπως αληθοφανής, τηρουμένων πάντα των αναλογιών.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η προσκυνηματική εικόνα της Κοίμησης με το πράσινο στάχυ έξω από την είσοδο στο ναό της Κοίμησης.

Άναψα κερί στο χώρο του νάρθηκα και προσκύνησα μια ασημοντυμένη εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας. Όπως έσκυψα, παρατήρησα πως στο κάτω δεξιό άκρο της εικόνας κάποιο χέρι αντί λουλουδιών είχε τοποθετήσει ένα μοναχικό,  πράσινο χλωρό στάχυ, πράγμα που μου φάνηκε περίεργο αλλά και σαν οιωνός μέσα στο συμφραζόμενο της έρευνας για την σιταρο-θεά, σαν να ήθελε κάτι να μου πει.
 Η εντύπωση για τη θρυλούμενη ομοιότητα της Καταπολιανής με την αγια-Σοφιά (ένα ακόμα στοιχείο που τη συνδέει με την ιδέα του αλυτρωτισμού, σκέφτηκα, όσο βεβαίως και με τον άγιο Κωνσταντίνο) ενισχύθηκε κατά ένα τρόπο όταν  μπήκα μέσα στο ναό, καθώς ισχύει κάπως και εσωτερικά,  τόσο ως προς την  αρχιτεκτονική δόμηση και τη διάταξη των όγκων, όσο και ως προς την αίσθηση του ιερού μεγαλείου (ή προσπαθώ να το δω έτσι; αναρωτιόμουν). Κλιμακούμενος ο ναός προς τις καμάρες της οροφής και τον τρούλο δίνει, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, ανάλογη  αίσθηση ανάτασης με αυτήν στην αγια-Σοφιά, μόνο που εδώ ένοιωθα πιο έντονη την παρουσία  της διαχρονίας,  με το πλήθος των αρχαίων γλυπτών που κατακλύζουν καθοριστικά τον ιερό χώρο της μονής συνολικά.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Το  μαρμάρινο τέμπλο του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

 Έκανα στη συνέχεια μια ερευνητική περιήγηση του ναού με τα κατατοπιστικά βιβλία των τοπικών λόγιων Νίκου και Θεολόγου Αλιπράντη αλλά και τον οδηγό του αρχαιολογικού Μουσείου της αρχαιολόγου Φωτεινής Ζαφειροπούλου  ανά χείρας. Η έλλειψη πολλών επισκεπτών  τούτη την εποχή διευκόλυνε τη συγκέντρωση στις σκέψεις μου. Ο αρχιτεκτονικός συνδυασμός των αρχαίων με τα χριστιανικά στοιχεία μέσα σε αυτό το ναό με τόσο έντονο και προφανή τρόπο αλλά και τα παράλληλα τοπικά ιστορικά, μυθικά και ανασκαφικά συμφραζόμενα που είχα υπόψη μου, σε συνδυασμό με την ερευνητική μου υπόθεση περί «Ελένης» και την εμπειρία της προηγηθείσας σχετικής  εθνογραφικής έρευνάς μου,  με έφερνε πάλι ενώπιον του θεωρητικού και μεθοδολογικού προβληματισμού μου. Πώς ν’ αποφύγω τη «συνέχεια», πώς να δομήσω τη διάρκεια και τη συγχρονία, το συγκρητισμό; Εντόπιζα ως κομβικό σημείο την ανίχνευση του τρόπου όσο και των ιστορικών όρων μετάβασης από την αρχαία στη χριστιανική θρησκεία, που είναι τόσο θολοί  και περίεργοι, τις θρησκευτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου, την προφορική παράδοση, τη διαλεκτική διαπλοκή όλων αυτών. Ένοιωθα κάπως σαν να συνθλίβομαι, πολύ περισσότερο  που ξέρω πως είναι απέραντα τα  σχετικά  θεωρητικά και ιστορικά δεδομένα.
Ερχόμουν εδώ κατάφορτη πλέον με σχετική εμπειρία, σε αναζήτηση της «Ελένης». Θα ερχόμουν αντιμέτωπη καταρχάς με την κτήτορα του ναού «αγία Ελένη», της οποίας φέρω και το όνομα ως βαπτιστικό μου. Η μητρική μορφή της ρωμαίας Ελένης, μιας προσωπικότητας εν γένει  οριακής (θρυλικής περισσότερο παρά ιστορικής)  που έζησε   στο μεταίχμιο της ύστερης αρχαιότητας και της μεσαιωνικής  εποχής, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της βυζαντινής, της ειδωλολατρικής θρησκείας και της χριστιανικής, εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας ως παραβατική, άγαμη μάνα ένδοξου γιού, μοτίβο τυπικό, που συνοδεύει το μύθο της «γέννησης του ήρωα». Φέρει επίσης ένα όνομα μυθικό, «άγιο», σχεδόν ανύπαρκτο ως όνομα θνητών γυναικών ή έστω εξαιρετικά  σπάνιο ως τέτοιο στην αρχαιότητα εν γένει, φορτισμένο πολλαπλά σε κοσμικό, θρησκευτικό, λογοτεχνικό, εικαστικό, μυθικό, συμβολικό, κ. λπ. επίπεδο.
Δεν είχα  λοιπόν να κάνω εδώ όσο και στην έρευνά μου γενικότερα με μια «τυπική» γυναίκα-αγία που αγίασε λόγω ενάρετου, μαρτυρικού ή πρότυπα χριστιανικού έστω βίου αλλά  για μια εκ των υστέρων βασιλομήτορα που μετείχε της αυτοκρατορικής εξουσίας. Με αμφισβητούμενη αρετή, ακραία προσωπικότητα κατά τους ιστορικούς και τους βιογράφους της, η «αγία» Ελένη  βαρύνεται με ειδεχθή εγκλήματα ή ηθική αυτουργία σε αυτά,  ωστόσο  δεν παύει να είναι μορφή διαρκούς όσο και οικουμενικής σημασίας, εμβέλειας  και αξίας, που «αγιοποιήθηκε» κατά ένα τρόπο «σκανδαλώδη» μετά θάνατο -χωρίς να είναι καν σίγουρο αν βαπτίστηκε εν τέλει χριστιανή- όπως και ο γιός της, για λόγους προσηλυτιστικούς κατά ένα τρόπο και συνάμα πολιτικούς από τη νέα καθεστηκυία πολιτική και θρησκευτική εξουσία κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Η Αυγούστα Ελένη δομείται συνολικά ως ένα πρόσωπο αμφισβητούμενο, μεθοριακό, λαμβανομένου πάντα υπόψη του πολιτισμικού περιεχόμενου της εποχής της, όσο μπορούμε να το γνωρίζουμε από τις γραπτές και τις αρχαιολογικές μαρτυρίες.
Μορφή αμφίσημη λοιπόν η Ρωμαία-Βυζαντινή Ελένη, τοποθετημένη ανάμεσα σε δύο κόσμους (αρχαίο και μεσαιωνικό), κοινωνικά ταπεινής καταγωγής (έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ως «ανύπαντρη μητέρα», παρατημένη από τον παντρεμένο αυτοκράτορα πατέρα του παιδιού της) ανήλθε  ως  Αυγούστα σε ύπατα αξιώματα και απέκτησε μεγάλη εξουσία.  Διφορούμενη και υποκειμενικά (σε πολλά επίπεδα, π.χ. ως παλλακίδα του Κωνστάντιου και μάνα αυτοκράτορα, ως σκληρή αλλά και φιλεύσπλαχνη, ως μάνα που στήριξε μεν το γιο της αλλά ως πεθερά και γιαγιά που ―στηρίζοντας επί πλέον το χριστιανισμό―  μεθόδευσε το φόνο της νύφης και του εγγονιού της), όσο και θρησκευτικά (ως ειδωλολάτρισσα και χριστιανή;) αλλά και ιδεολογικά  (ως εξουσιαστική και συνάμα περιθωριακή μορφή), ενώ  τα βιογραφικά στοιχεία της κινούνται εν γένει ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθική κατασκευή.
Η αντιφατικότητα  αυτή την εντάσσει και από μόνη της στο ιερό, αφού φαίνεται να συγκεντρώνει στο πρόσωπό της (ως προς το όνομα, την καταγωγή, το βίο, το χρόνο, τα αξιώματα, την εξουσία, τους τόπους, τις συμπεριφορές, τη δράση και τα πάθη της) αρκετά από εκείνα τα αρχετυπικά, τυπικά  μοτίβα που συνθέτουν τα παραμύθια και τους μύθους. Όντας ένα τέτοιο διφορούμενο πρόσωπο (ή/και καθιστάμενη ως τέτοιο), επιφορτίστηκε εξίσου σχεδόν με το γιό της την ευθύνη να εγκαταστήσει τη νέα χριστιανική θρησκεία ως επίσημη θρησκεία του κράτους, εκπληρώνονοντας την επενδεδυμένη και με μυθικά στοιχεία «αποστολή» της ανεύρεσης του  Τίμιου Σταυρού της Σταύρωσης του Χριστού, το κατεξοχήν σύμβολο, την «ταυτότητα»,  του Χριστιανισμού, ενισχύοντας ταυτόχρονα και την εξουσία του γιού της αυτοκράτορα. Το τι απίστευτα πράγματα μπορεί να κάνει παρασκηνιακά  ένα σύστημα εξουσίας (θρησκευτικό ή/και κοσμικό) για να παγιωθεί,  έτσι και έρθει το πλήρωμα του χρόνου (θεωρήσει δηλαδή ότι το ευνοούν οι κοινωνικές, ιστορικές, οικονομικές  και συμβολικές συνθήκες), είναι ιστορικά γνωστό και πάντα δύσκολα τεκμηριούμενο. Οι θρησκευτικές μάλιστα εξουσίες είναι ιδιαίτερα εφευρετικές (βλ. ιερά εξέταση κλπ). Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο Κωνσταντίνος  (και με θεϊκό μανδύα περιβεβλημένος, ως βασιλιάς-ήλιος) είναι συνδεδεμένος και με αγροτικές μεταρρυθμίσεις, λόγω σιτοδείας (με το ίδιο πρόβλημα συνδέεται στην Κύπρο και η αγία Ελένη επίσης).
Έτσι η βασιλομήτωρ Ελένη «άγιασε» ως «ισαπόστολος», σχεδόν ισοδύναμα όσο και για τους ίδιους λόγους με το γιό της Κωνσταντίνο, μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα που κατέστη παντοκράτωρ στον καιρό του, μια επίσης μεθοριακή προσωπικότητα, ο οποίος  συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όχι μόνο την κοσμική αλλά και τη –νέα- χριστιανική εξουσία καθιστώντας σκόπιμα και προβάλλοντας τον εαυτό του   και ως ένα είδος λατρευόμενου θεού-ήλιου, ως ζωντανό σύμβολο της νέας θρησκείας. Έτσι η «αγία» Ελένη τιμάται σε όλο τον χριστιανικό κόσμο –καθολικούς και ορθόδοξους- ομού με τον γιό της κατά κανόνα αλλά και χώρια.
Στα καθ’ ημάς, έχει προκύψει από τη μέχρι τώρα έρευνά μου  πως τιμάται μαζί με τον γιο της σε ναούς, ξωκκλήσια, προσκυνητάρια, νεκροταφεία και μοναστήρια όσο και εικόνες. Η μνήμη της εορτάζεται μαζί με τον «άγιο» Κωνσταντίνο,  στις 21 Μαΐου, οπότε γιορτάζουν και οι φερώνυμοι και των δύο αγίων, δηλαδή οι Κωνταντίνοι, οι Ελένες και οι φέροντες τα  υποκοριστικά τους. Τα  ονόματα αυτά, ιδιαίτερα το «Ελένη» (το οποίο, όπως προείπα,  σχεδόν δεν δινόταν πριν ως βαπτιστικό, ενώ το «Κωνσταντίνος», φαίνεται να ήταν κοινό στην ύστερη αρχαιότητα, και μόνο αν κρίνουμε από αυτή την ίδια την εν λόγω αυτοκρατορική οικογένεια του Μ. Κωνσταντίνου) φαίνεται να καθίσταται έκτοτε –μετά την «αγία» Ελένη– ως χριστιανικό όνομα, ένα από τα πλέον αγαπητά και διαδεδομένα στη θηλυκή μόνο ονοματοθεσία σήμερα, καθώς δεν υπάρχει η αρσενική εκδοχή του –όπως συμβαίνει με άλλα ονόματα αγίων–  αντίθετα με το «Κωνσταντίνος»   που  τίθεται και ως θηλυκό όνομα.
Πίσω από τις αυτονόητα χριστιανικές αναπαραστάσεις που ιστορούν εικονικά το ναό της Καταπολιανής, από τα πρόσωπα που αφορούν και προβάλλουν, τον τρόπο και τη θέση που στέκουν συνδυαστικά,  έβλεπα να αναδεικνύεται, πέρα από τη χριστιανική  και μια λανθάνουσα,  πλην ζώσα, πραγματικότητα που αφορά σήμερα το συγκρότημα του ναού. Καθώς η έρευνα με είχε «μυήσει» ήδη σε κάποιους  «κώδικες», ήθελα να δω αν θα ίσχυαν και εδώ, και αν  ναι, σε ποιο βαθμό,  και με ποιο τρόπο, αν θα εμπλουτίζονταν ή και θα αναιρούνταν παντελώς. Επίσης κρατούσα κάποια «κλειδιά» που ήθελα να δω αν ταιριάζουν και στις μυστικές κλειδαριές –η Καταπολιανή έχει μάλιστα και εκατό πόρτες, κατά το θρύλο– της τοπικής παράδοσης. Αν όλα αυτά θα με οδηγούσαν σε κάποιους από τους  λανθάνοντες όρους και τρόπους που μπορεί να έλαβε χώρα η μετάβαση όσο και η διαπλοκή της ειδωλολατρικής με τη χριστιανική θρησκεία εδώ  και τη συμβολή της αγίας Ελένης σε αυτή –και όχι μόνον.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Η εικόνα της κτήτορος αγίας Ελένης στο νότιο τοίχο του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".
Παρόλη την έντονη αντίθεση ανάμεσα στο λαμπρό φως του περίβολου και το σκοτεινό εσωτερικό του ναού, αντίθεση που είχε μετριάσει ήδη  το πέρασμά μου από τον ημιυπαίθριο νάρθηκα,   διέκρινα αμέσως  μέσα σε μια τοξωτή κόγχη του δυτικού τμήματος του νότιου τοίχου του ναού να καμαρώνει με επιβλητική μεγαλοπρέπεια η γιγαντιαία σχεδόν  μορφή της αγίας Ελένης. Ανοίκεια μόνη εδώ, χωρίς τον άγιο Κωνσταντίνο, με αυτοκρατορική πολυτελή περιβολή, κρατώντας στο δεξί της χέρι όρθιο τον τίμιο σταυρό,  που την υπερβαίνει σε ύψος. Στο κάτω μέρος, σαν υποπόδιό της, είναι ζωγραφισμένη ξέχωρα η εικόνα ολόκληρου του κτιριακού συγκροτήματος της Εκατονταπυλιανής, όπως ήταν πριν την τελευταία αναστήλωση. Την εν λόγω εικόνα την είχα δει ήδη δημοσιευμένη στα σχετικά με τη Μονή βιβλία όσο και σε επιστολικά δελτάρια αλλά καθώς ήταν σε αυτά αποκομμένη από το συνολικό περιβάλλον του ναού, δεν μπορούσα να έχω αντιληφθεί ούτε το μέγεθος, ούτε την εξέχουσα θέση της μέσα στο ναό της Παναγίας.  Το μέγεθος και η θέση της εικόνας δικαιολογείται βεβαίως από το γεγονός πως θεωρείται «Κτήτωρ» του ιερού αυτού κτίσματος (αυτονόητα μαζί με τον άγιο Κωνσταντίνο, όπως παραδίνεται επίσημα, αν και εικονίζεται μόνη).





Καρτ-ποστάλ με την εικόνα της κτήτορος αγίας Ελένης και λεπτομέρεια με τη μονή από τον ναό της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή". 

Καθώς παρατηρούσα τη μεγάλη αυτή εικόνα με την επιβλητική  μορφή της αγίας Ελένης μόνης, συγκριτικά με τις άλλες εικόνες και το ναό (δεν υπήρχε π.χ. αντίστοιχα μεγάλη εικόνα της Παναγίας στην οποία φέρεται  αφιερωμένος ο ναός) αλλά και σύμφωνα με όσα είχα διαβάσει σχετικά, προκύπει πως αρχικά η πίστη αυτή περί «κτητορικής» σχέσης των δύο αγίων με τον τελευταίο, πρέπει ν’ αφορούσε περισσότερο έντονα, ή και αποκλειστικά  την αγία Ελένη, να θεωρούνταν δηλαδή αυτή  ως η αποκλειστική «κτήτωρ», αν και δεν την έκτισε η ίδια, όταν ήταν στο νησί, αλλά χτίστηκε  με φροντίδα του γιού της, μετά το θάνατό της, κατά την παράδοση.   Στη μεγάλη αυτή εικόνα όμως φαίνεται να είναι η αγία Ελένη κυριολεκτικά «κτήτωρ» του ναού, ωσάν να είναι αφιερωμένος εξολοκλήρου σε αυτήν, όπως μας «διδάσκει» εξάλλου και το ότι το όλο κτιριακό συγκρότημα ιστορείται ως το υποπόδιο των ποδιών της, όσο και η εν γένει παρουσία της (θεατή ή νοητή) μέσα στο ναό. Κρίνοντας όμως και μόνο από το πρόγραμμα της γιορτής, διέκρινα μια, επίσημη τουλάχιστον, προβολή ισότιμη -αν όχι και μεγαλύτερη– του αυτοκράτορα γιού  έναντι της αγίας μητέρας Ελένης, δηλαδή μια επίσημη υποβάθμιση της μάνας έναντι του γιού.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Δεξιά το τέμπλο του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή". Στο βάθος αριστερά η προσκυνηματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Προχωρώντας στο κεντρικό κλίτος του ναού, ενισχύθηκε αυτή η εντύπωση, καθώς συνάντησα μια εμφανώς νεότερη εικόνα που αυτή τη φορά φέρει την τυπική απεικόνιση του ζεύγους των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ως ρωμαιο-βυζαντινού βασιλικού ζεύγους,   ισότιμα. Η εικόνα βρίσκεται  πάνω σε ένα μεγαλόπρεπο, προβαλλόμενο στο χώρο, ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι, εμπρός από τη νότια πλευρά  του βόρειου πεσσού που στηρίζει τον τρούλο στα ανατολικά, σε νοητή ορθή γωνία με τη δεσποτική εικόνα της Παναγίας πάνω στο τέμπλο. Ο αυτοκρατορικός «Μέγας» γιος, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις ανάλογες, τυπικές εικόνες των δύο Αγίων, προβάλλεται εύλογα περισσότερο εδώ, ενώ ταυτόχρονα ιστορείται  και η  μητρική ιδιότητα της αγίας Ελένης (όσο και η υική του Κωνσταντίνου) ιδιότητα  που απουσιάζει βεβαίως εικονικά τουλάχιστον από την προαναφερθείσα  μεγάλη εικόνα που την αναπαριστά μόνη της. Παρόλο το μέγεθος της πρώτης εικόνας με την αγία Ελένη μόνη, η θέση αυτής εδώ με το ζεύγος των Αγίων στο κέντρο του ναού, δίπλα σχεδόν από το τέμπλο και τη  δεσποτική εικόνα της Παναγίας, την αναβαθμίζει κάπως έναντι αυτής (άρα και το ζεύγος των αγίων ομού έναντι της «αγίας Ελένης» μόνης) ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την ισχυρή, σταθερή «κτητορική» σχέση των δύο Αγίων  με το ναό. Ταυτόχρονα τους    καθιστά «θέσει» σχεδόν ισοδύναμους  με την Παναγία που τον «κατοικεί», αναδεικνύοντας εντονότερα την ούτως ή άλλως διφορούμενη  «αφιέρωση» του ναού.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Το  μαρμαρόγλυπτο τέμπλο του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

Στ ναό δεν διακρίνονται τοιχογραφίες. Σώζονται μόνο σε λίγα σημεία, μέσα στο ιερό κυρίως. Το μαρμάρινο, γκρίζο, με  ανάγλυφα φυτικά σχέδια, εντυπωσιακό τέμπλο απέπνεε μια αυστηρότητα, μια κρυάδα θα έλεγα, ανοίκεια για χριστιανικούς ναούς που ωστόσο την αποπνέουν κατ’ εμέ όλοι οι παλαιοχριστιανικοί ναοί με τα μαρμάρινα, άχρωμα τέμπλα, εφόσον δεν έχουν ιστόρηση στους τοίχους τους. 



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Η εικόνα της "μαύρης " Παναγίας στο τέμπλο του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

 Η δεσποτική εικόνα της Παναγίας, πολυτελώς ασημοσκεπασμένη όπως και του Χριστού, επικάλυψη  που αποδίδει μια στιλπνή γκριζάδα  και ενέτεινε τη δική μου αίσθηση της κρυάδας που προανέφερα.  Η σκούρα, μητρική μορφή της Παναγίας διαφαίνεται «Μαύρη» μέσα από το ειδικό άνοιγμα στο ασημένιο κάλυμμα κρατώντας το μικρό Χριστό και είναι κατάφορτη με τάματα, κυρίως χρυσά  κοσμήματα.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Η εικόνα των αγίων Ιωακείμ και Άννας με την μικρή κόρη Παναγία στο  ναό της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή". Κάτω αριστερά η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Στην καμάρα του βόρειου κλίτους υπάρχει μια φθαρμένη τοιχογραφία που έχει  αναγνωρισθεί ως αγία Άννα αφού η  γυναικεία μορφή που παριστάνεται κρατά  αγκαλιά πιθανόν ένα μικρό κορίτσι. Μέσα στο ίδιο αυτό βόρειο κλίτος του ναού, πάνω σε περίτεχνο στασίδι, πίσω περίπου από την πλάτη της  εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης,  βρίσκεται και μια κινητή εικόνα της αγίας Άννας με τον Ιωακείμ και την Παναγία ως μικρή κόρη ανάμεσά τους.  Αναπαράσταση που παρόλη την προφανή  χριστιανική σημασία της, δεν παύει να δηλώνει επίσης μια ακόμα ιερή μητρο-θυγατρική σχέση (ανάλογη με αυτή της αρχαίας μάνας-κόρης/θυγατέρας, Δήμητρας και Κόρης).  Συνδυαστικά και με τις άλλες μητρικές εικόνες (της Παναγίας, της αγίας Ελένης) αναδεικνυόταν για μένα μέσα στην Εκατονταπυλιανή μια έντονη παρουσία  της μητρότητας –και βεβαίως της ιερής θηλύτητας. Τα ασημένια τάματα που είναι αφιερωμένα πάνω στην εικόνα των αγίων Ιωακείμ και Άννας και που απεικονίζουν αποκλειστικά μωρά και παιδιά, τονίζουν τη μητρική σημασία και λατρεία  της μορφής της αγίας Άννας μέσα στο ναό. Μια κινητή, μικρή σχετικά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι ακουμπημένη στα πόδια αυτής της ιερής οικογένειας, πάνω στο στασίδι της μεγάλης εικόνας, δίπλα-δίπλα με μια  ακόμα  των  Αγ. Άννα-Ιωακείμ-Παναγία. Σκέφτηκα ότι η συγκεκριμένη αυτή εικονική συνύπαρξη θέλει μάλλον να «ιστορήσει» κάτι. Το ότι η αγία Ελένη θεωρείται «κτήτωρ» του ναού, ίσως έχει να κάνει με αυτό αλλά δεν  δικαιολογεί από μόνο του, ως αυτονόητο, την τοποθέτηση αυτής της εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δίπλα-δίπλα με αυτή των αγίων  Ιωακείμ και Άννης. Το περισσότερο αναμενόμενο θα ήταν να έχει τοποθετηθεί εδώ η «συγγενής» -κυριολεκτικά- εικόνα της Παναγίας με το Χριστό, στην οποία είναι και αφιερωμένος ο ναός. Δεν γνώριζα κάποια θρησκευτικά «τυπική» σχέση των δύο αυτών ιερών ζευγών που να δικαιολογεί την συν-λατρεία τους μέσα στο ναό, αφού  βεβαίως  τίποτα δεν είναι «τυχαίο» στις λατρευτικές πρακτικές και τις αναπαραστάσεις. Δεδομένης της έμφασης στη μητρότητα που υπάρχει εδώ,  συλλογιζόμουν, πρέπει η συνύπαρξη αυτή να σχετίζεται ακριβώς με τη μητρική ουσία της Αγίας Ελένης, συνδυαστικά και με την ιδιότητά της ως «κτήτορος» του ναού και του μύθου που συνοδεύει αυτή της την ιδιότητα.
Ταυτόχρονα παρατηρούσα τους δύο αρχαίους κίονες που είναι ανασκαμμένοι στο βάθος  του δαπέδου στο κεντρικό κλίτος του ναού, κάτω από τον τρούλο  και αποδίδονται από τους αρχαιολόγους πιθανόν σε  υποκείμενο αρχαϊκό ναό της Κόρης, να στέκουν εκεί σαν υπο-χθόνιοι μάρτυρες μιας άλλης ιερής μητρο-θυγατρικής σχέσης. Καλυμμένοι με  χοντρό κρύσταλλο για να  ’ναι ορατοί, καθίστανται και λατρευτικά παρόντες, συλλειτουργούμενοι κατά ένα τρόπο, αφού «συμμετέχουν» ―όπως και τα άλλα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη του ναού―  στις θρησκευτικές δράσεις. Έτσι μια ακόμα ιερή μητρική σχέση μάνας-κόρης, εκτός από αυτήν της αγίας Άννας-Παναγίας, «τιμάται» μέσα στον πολυσύνθετο αυτό ναό. Έβλεπα να  κυριαρχεί στο ναό η παρουσία δια-θρησκειακών ιερών, θηλυκών κυρίως, μορφών (Δήμητρα, αγία ΄Αννα, Παναγία, αγία Ελένη), με κοινή  «ουσία» τη μητρότητα που τονίζεται και με την παρουσία των θηλυκών ή αρσενικών παιδιών τους (Κόρη, Παναγία, Χριστός, Κωνσταντίνος).  Σκεφτόμουν πως η δια-θρησκειακή αυτή προβολή της μητρότητας μέσα στον ίδιο ναό δεν μπορεί να είναι τυχαία αλλά κάτι να «ιστορεί»,  κάτι που με κάποιο  τρόπο να συνδέει τις τέσσερις αυτές μητέρες και τα παιδιά τους. 



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Η εικόνα των αγίων Αναργύρων αριστερά της εισόδου στο παρεκλήσι του αγίου Νικολάου στο ναό της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

 Ένα τρίτο στασίδι, στο βόρειο πάντα κλίτος,  αριστερά από την είσοδο στον μικρό –τον και αρχαιότερο ναό του κτιριακού συγκροτήματος  της Εκατονταπυλιανής (επονομαζόμενο ως του «αγίου Νικολάου»)– φέρει την εικόνα δύο «δίδυμων» ανδρικών μορφών, αυτή των αγίων Αναργύρων. Η θέση της στο ναό βρίσκεται σε γειτνίαση με τις μητρικές εικόνες:  της αγίας Ελένης με τον Κωνσταντίνο, της αγίας Άννας με την Παναγία όσο και της Παναγίας με το Χριστό. Επί πλέον αυτής της εικόνας υπάρχει και ολόκληρο παρεκκλήσι αφιερωμένο στους «δίδυμους» αυτούς Αγίους,  στο νότιο μέρος του ιερού του κυρίως ναού της Παναγίας, εραλδικά θα έλεγα τοποθετημένο μαζί με αυτό του αγίου Νικολάου, ένθεν και ένθεν, πλαισιώνοντας από βορρά και νότο το ιερό του ναού της. Η παρουσία ενός ανδρικού «δίδυμου» σε σχέση με τις εικόνες της αγίας Ελένης και του αγίου Κωνσταντίνου δεν με έβαλε σε σκέψεις, αφού έχει καταστεί ήδη για μένα τυπική και αναμενόμενη πλέον, ως δομή, καθώς  συναντάται τόσο τακτικά στους εκατοντάδες ναούς που έχω μελετήσει, ώστε να μην είναι «τυχαία» αλλά ν’  αποτελεί  ―άγραφο μεν και άτυπο, πλην σταθερά επαναλαμβανόμενο― κανόνα που πρέπει να θέλει επίσης να ιστορεί κάτι. Η ύπαρξη  στην πλαγιά του ίδιου κριθαρο-σιταρο-βουνού πάνω από την Καταπολιανή (Παναγία όσο και αγία Ελένη και Κόρη), μιας ορατής από αυτήν Μονής  αφιερωμένης επίσης στους «δίδυμους» αγίους Αναργύρους, υπογράμμιζε  και εδώ  για μένα συνδυαστικά και επιτατικά  τη «μυστική»,  όσο και  κραταιή σχέση «δίδυμων» αγίων με τη Μονή, την αγία Ελένη και έμμεσα με την υπόγεια παρουσία της Δήμητρας-και-Κόρης, ως μιας από τις μορφές της θεάς Ελένης.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Η εικόνα της οσίας  Θεοκτίστης στο βόρειο τοίχο  του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

Συνεχίζοντας την πορεία μου μέσα στο ναό, είδα μια τεράστια εικόνα του σεβάσμιου γέροντα αγίου Νικολάου να στέκεται στραμμένη προς δυσμάς, προς την είσοδο του ναού, στηριγμένη στον ίδιο πεσσό με αυτή των αγίων Κων/νου και Ελένης που προανέφερα, δηλώνοντας ίσως εδώ και την παραδιδόμενη αφιέρωση του παλαιότερου παλαιοχριστιανικού ναού σε αυτόν.  Στο δυτικό άκρο του βόρειου κλίτους  τράβηξε την προσοχή μου μια εικόνα μεγάλων διαστάσεων που είναι τοποθετημένη, συμμετρικά και ως προς το μέγεθος και ως προς τη θέση, απέναντι από την κτητορική εικόνα της μοναχικής αγίας Ελένης πάνω στο νότιο τοίχο, που προανέφερα. Πλησίασα και είδα πως επρόκειτο για την επιβλητική εικόνα –κατά την ιστορημένη επάνω της επιγραφή– της οσίας  Θεοκτίστης. Κατάλαβα ότι πρόκειται για την Αγία (ή οσία) της οποίας τα ιερά λείψανα των οστών (η κάρα) αναμενόταν να φθάσουν επίσημα με πλοίο  το ίδιο εκείνο απόγευμα από την Ικαρία στην Πάρο, όπως προείπα, όπως είχα δει στο εορταστικό πρόγραμμα. Σκέφτηκα ότι το εορταστικό πρόγραμμα τοποθετούσε την αγία Θεοκτίστη κατά ένα τρόπο ισότιμα με τους αγίους Ελένη και Κωνσταντίνο μέσα στη συγκυρία της γιορτής τους αλλά δεν γνώριζα κάποιο θρησκευτικό λόγο, ή κάποια σχέση της με τους δύο αγίους ή  τον ένα από αυτούς. Στην επιβλητική αυτή εικόνα η αγία Θεοκτίστη αναπαριστάνεται ως μια όρθια νέα και όμορφη, εντυπωσιακή γυναίκα, μια κόρη με ασημένιο φωτοστέφανο, ντυμένη με μαύρα ποδήρη ενδύματα, που κρατά στο αναδιπλωμένο αριστερό χέρι της με τον ασημωμένο καρπό του ένα μικρό σχετικά, ασημωμένο επίσης, σταυρό. Αυτή η απεικόνιση καθιστούσε ακόμα πιο έντονη –όσο και προκλητική συμβολικά για μένα– την αναλογικότητα με την εικόνα της αγίας Ελένης, ωσάν να ήταν το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις, αναλογία  που με παρέπεμπε και πάλι έμμεσα στο ιερό δίδυμο μάνα-κόρη. Τη σχέση των δύο έκανε πιο έντονη η υπόλοιπη ιστόρηση της εικόνας, που είναι αφιερωμένη στο ναό από τους «έξω Παρίους», δηλαδή αυτούς της διασποράς, κατά τη σχετική επιγραφή. 



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Λεπτομέρεια με σκηνές από το  βίο της οσίας Θεοκτίστης στην εικόνα της πάνω στο βόρειο τοίχο  του ναού της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

Στο κάτω μέρος της εικόνας και χαμηλά στα δύο πλαϊνά μέρη της έβλεπα να ιστορούνται μέσα σε τετράγωνα περιγράμματα σκηνές από το βίο της, ανάλογες εν μέρει με αυτές που μεταφέρει η παράδοση και για την άφιξη της  αγία Ελένης στην Πάρο: η αρπαγή της από πειρατικό πλοίο, η άφιξη και η διαφυγή της στο νησί, η μοναχική, αφανής διαβίωσή της σε ένα δασωμένο τόπο, η «ανακάλυψή» της, από κάποιο κυνηγό, η «κοίμησή» της,  σύμφωνα και με τις επιγραφές που αναγράφονται σε κάθε εικονίδιο.
Οι λέξεις-κλειδιά «αρπαγή», «κοίμηση», σε συνδυασμό με την «κόρη» που αντίκριζα και βεβαίως μέσα στο συγκεκριμένο ναό της «κεκοιμημένης» επίσης Παρθένου και μητέρας Παναγίας, την παρουσία μέσα σε αυτό τον ίδιο ναό του αρχαίου ναού της ετήσια «κοιμώμενης » στον Άδη Κόρης με έφερναν ενώπιον των ανάλογων μοτίβων του μύθου της αρχαίας και της σύγχρονης Ελένης που ερευνώ.  Στον υποψιασμένο σχετικά νου μου ανέκυψε το ερώτημα: τι σχέση να έχει τάχα  μια ακόμα ταξιδεύτρα, αρπαγμένη, κοιμώμενη «κόρη» και  αγία με τον εν λόγω ιερό  χώρο της Καταπολιανής, που κτήτωρ του θεωρείται  μια ιερή μητέρα και επίσης ταξιδεύτρα, η Ελένη; Δεν μπόρεσα να δώσω άμεσα απάντηση, αφού δεν γνώριζα  ακόμα κάτι άλλο σχετικά με την Θεοκτίστη. Δίπλα στην εικόνα, αριστερά, βρίσκεται και το μαρμάρινο κενοτάφιο  της  Θεοκτίστης, μέσα σε μια  καγκελόφρακτη κόγχη του βόρειου τοίχου του ναού, που σχηματίζει ένα είδος παρεκκλήσιου, με το αποτύπωμα του ποδιού και του αδραχτιού της πάνω στη μαρμάρινη ταφόπλακα, όπως διάβασα σε σχετική επιγραφή επιτόπου. Το ταφικό αυτό μνημείο έδινε σαφή χθόνιο χαρακτήρα στην αγία Θεοκτίστη, πράγμα που συμβολικά την έφερνε ακόμα πιο κοντά στην αρχαία «Κόρη», ενισχύοντας τους συλλογισμούς μου, τις υποψίες, όσο και τα ερωτήματα.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003.  Το παρεκκλήσι το αγίου Νικολάου στο ναό της Κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".

Το παρεκκλήσι του «αγίου  Νικολάου» θεωρείται από τον ανασκαφέα και αναστηλωτή Αναστ. Ορλάνδο (με τον οποίο διαπίστωνα να βρίσκομαι σε συχνό διάλογο πάνω στους ναούς της «Αγιαλένης») θεωρείται το πιο παλιό κομμάτι  του ναϊκού συνόλου της Καταπολιανής ―προϋπάρχον του σημερινού ναού της Παναγίας όσο και του Βαπτιστήριου. Επί πλέον μαρτυρείται από όσους γράφουν σχετικά (χωρίς ωστόσο να παρατίθεται κανένα τεκμήριο) πως τον καιρό της «επίσκεψης της αγίας Ελένης» αυτό το παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στην Παναγία, σε γυναικεία δηλαδή μητρική μορφή: «…Ας φέρουμε τα βήματά μας προς τον αρχαιότερο ναό της χριστιανικής  Πάρου, όπως ομολογείται, που ευωδιάζει μύρα αιώνων και συνεγείρει ψυχές Ορθοδόξων. Θάμπος και έκσταση, πράγματι, γεμίζει τον πιστό που ενωτίζεται φωνές των μυριάδων ψυχών που πέρασαν από αυτόν εδώ, τον υποβλητικό, μυστηριώδη χώρο της διατηρημένης μνήμης. Σιγησάτω λοιπόν,  πάσα σαρξ  βροτεία […] γιατί [….] ως φοβερός ο τόπος ούτος […] Ο τόπος δηλαδή όπου η αγία Ελένη, κατά την παράδοση, σταμάτησε και προσευχήθηκε στα 326. Ήταν η εκκλησία που ετιμάτο αρχικά στο όνομα της Παναγίας. Αργότερα, και μέχρι σήμερα, στη μνήμη του αγίου Νικολάου, προστάτου των θαλασσινών…..»[3]. Όμως, σκέφτηκα,  το 326 δεν είχε καθιερωθεί δογματικά ακόμα η θέση της Παναγίας ως θεομήτορος στη χριστιανική θρησκεία. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να της έχει αφιερωθεί ναός και μάλιστα τόσο μεγαλοπρεπής; Μήπως αυτή η παράδοση θέλει να υποδηλώσει το ρόλο της «κτήτορος» του ναού αγίας Ελένης στη μετάβαση από την προ-χριστανική Μητέρα-θεά Ελένη στην Θεομητορα Παναγία[4]; Το  μαύρο χρώμα της μορφής της στην εικόνα  με έκανε ν΄αναρωτιέμαι  αν της αποδίδει και τα χαρακτηριστικά της χθόνιας Μητέρας "Μαυρηγής",όπως είχα αρχίσει να υποψιάζομαι, συνδυαστικά και με άλλες τέτοιες εικόνες. Από τη γλαφυρή και εύστοχη παράγραφο  που παρέθεσα παραπάνω θα αφαιρούσα μόνον τη λέξη «χριστιανικής» εμπρός από το «Πάρου» (ώστε η φράση να γίνει: «ο αρχαιότερος ναός της Πάρου») και θα τη θεωρούσα αντιπροσωπευτική για να εκφράσει όντως τη διαχρονική όσο και δια-θρησκειακή, συγκρητική  ιερότητα αυτού εδώ του ναού,  του άρρηκτα συνδεδεμένου μνημονικά και λατρευτικά ανά τους αιώνες με ιερές μανάδες (Δήμητρα, αγ. Άννα) θυγατέρων (Κόρης, Θεοκτίστης[;]) και μανάδες (αγ. Ελένη, Παναγία) γιων (αγ. Κωνσταντίνου, Χριστού). Τα αρχιτεκτονικά μέλη του πρώτου αυτού ναού, πάνω στα οποία «γονάτισε» κατά την «παράδοση» η «αγία Ελένη» για να προσευχηθεί, προφανώς θα αποτελούνταν από το υλικό του αρχαιότερου ναού της μάνας-θυγατέρας  (όπως δηλώνουν και οι δύο υπόγειοι κίονες στο κέντρο του ναού, που προανέφερα). 


 Τα ταξίδια της "ωραίας " Ελένης στη Μεσόγειο (πηγή: HUGHES Bethany, 2005, Helen of Troy. Goddess, Princess, Whore, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη και στην ελληνική: Ωραία Ελένη. Θεά, πριγκίπισσα, εταίρα, μτφ. Θεοδόσης Κοντάκης, Μάνος Κοντάκης, Πατάκης, Αθήνα 2007)
.

Είναι γνωστό και τεκμηριωμένο αρχαιολογικά και ανασκαφικά πως στην Πάρο λατρευόταν στην αρχαιότητα με ιδιαίτερη προτεραιότητα η θεά Δήμητρα [=Γη-Μητέρα] με όλο βεβαίως το μύθο που την αφορά καθώς και τη μυστική, εκστατική και οργιώδη γυναικεία λατρεία της  που τη συνδέει άμεσα με τα σιτηρά. Η έντονη  λατρεία της Δήμητρας στο νησί (η αρχαία Πάρος, όπου η σημερινή Παροικιά,  χτίστηκε από Αθηναίους και παλιότερα από Αρκάδες) φαίνεται έμμεσα και από το ότι –όπως παραδίδεται και από τα βιογραφικά στοιχεία του Πάριου μουσικού και ποιητή Αρχίλοχου– έκαναν και «εξαγωγή» της λατρείας της στη Θάσο, γνωστή επίσης όσον αφορά τις μυστικές, οργιαστικές  λατρείες[5]. Εξάλλου στην Παροικιά, λίγο πιο νότια από τον άγιο Κωνσταντίνο του κάστρου, ο αρχαιολογικός οδηγός σημειώνει –με ερωτηματικό– την ύπαρξη και Θεσμοφόριου. Δεδομένου του ότι στην Πάρο από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας  ευδοκιμούν τα δημητριακά, με πρώτο το κριθάρι, όχι μόνον ως πηγή αυτάρκειας/ζωάρκειας αλλά και ως πλουτοπαραγωγικός πόρος αφού γινόταν και εξαγωγή τους (κατά τον αρχαιολογικό οδηγό), γίνεται εύλογη η δύναμη και η συντηρητικότητα αυτής της πίστης και της λατρείας προς την πολυπρόσωπη όσο και πολυώνυμη  Μεγάλη Θεά, ένα από τα ονόματα της οποίας, και μάλιστα παμπάλαιο, έχει υποστηριχθεί  από θρησκειολόγους πως ήταν και το  Ελένη, το οποίο όμως  θεωρούν ότι αφορά μια ανεξάρτητη «προελληνική θεά» της βλάστησης (άρα «Ελένη»=σιταροκριθαροθεά, πότνια σίτου)[6].
Όπως προκύπτει δε απρόσμενα από τη δική μου έρευνα  (και υποστηρίζω), φαίνεται εν τέλει πως η Ελένη δεν είναι μια άλλη θεά αλλά πρόκειται για αυτή καθαυτή την μεγάλη Μητέρα-Θεά, την Γη-Μητέρα-Δήμητρα,  η οποία διαχρονικά λατρεύτηκε  στα λαϊκά μάλλον στρώματα με το μυστικό, άρρητο όνομα «Ελένη». Όνομα  ωστόσο  φανερό και πανθομολογούμενο από το Έπος κυρίως και τους τραγικούς έως εμάς, που συσκότιζε μυστικά τη θεϊκή της υπόσταση.  Το ζήτημα για μένα εκείνη τη στιγμή ήταν αν υπήρχαν επιτόπια τεκμήρια που να συνδέουν την Πάρο με τη συγκεκριμένη λατρευτική παράδοση,  δηλαδή τη λατρεία της  Μεγάλης Μητέρας ως «Ελένης», κάτι που προς το παρόν, υποδήλωναν μόνον τα δεδομένα μέσα στο ναό, με βάση όμως τη δική μου ανάγνωση.
 Η θρυλούμενη (που έχει ωστόσο προσλάβει συν τω χρόνω τη σημασία  του ιστορικού ντοκουμέντου) «φουρτούνα» που έστειλε την Αυγούστα Ελένη στην Πάρο (όπως μια ανάλογη και την οσία Θεοκτίστη), κάπως δύσκολο να πείσει κάποιον  ότι έλαβε χώρα στην πραγματικότητα, εκτός και αν η 80χρονη και πλέον τότε (όπως παραδίδεται) Αυγούστα Ελένη είχε αναλάβει με τα δύσκολα μάλιστα μέσα και τις επισφαλείς ταξιδιωτικές συνθήκες της εποχής ένα  κυριολεκτικά ιεραποστολικό έργο και περιηγούνταν επί τούτου τα νησιά. 
Φαίνεται πιο πιθανό σε μένα ότι στη μεταιχμιακή αυτή εποχή του μεγάλου Κωνσταντίνου (ή και αργότερα) προκειμένου να εξαλειφθεί ή να μετασχηματισθεί ομαλά και να λησμονηθεί η παλαιά θρησκευτική και λατρευτική παράδοση για την Ελένη, ως την Γη-μητέρα-και-κόρη, ήταν απαραίτητο –ανάγκη που θα μπορούσε να δηλώνει και την αντοχή των σχετικών αντιλήψεων– να χρησιμοποιηθεί το όνομα της βασιλομήτορος Αυγούστας Ελένης για αυτό το σκοπό, συνδυαστικά βεβαίως και με τον ιστορικό ρόλο, τις ιδιότητες, τα στοιχεία του βίου και της προσωπικότητάς της, αληθινά ή πλαστά.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να ήταν και η ίδια μυημένη (ίσως και κάτι περισσότερο, να ήταν κάποτε π.χ. ιέρεια) στις σχετικές αγροτικές όσο και αστικές λατρείες που αφορούσαν τη «Μεγάλη Θεά» και που είναι γνωστό πως γνώριζαν άνθηση όσο και ποικίλους μετασχηματισμούς εκείνα τα μεταιχμιακά, όσο και παρακμιακά, ως προς την αρχαία θρησκεία,  χρόνια.  Τούτο ενισχύεται και από το ότι παραδίδεται, όπως προείπα,  ότι η αγία Ελένη καταγόταν από την ευρύτερη περιοχή της Βιθυνίας (γειτονική της Φρυγίας που θεωρείται  ότι είναι η κοιτίδα της λατρείας της Κυβέλης). Ως κόρη ενός ταβερνιάρη, δεδομένου του ρόλου της ταβέρνας εκείνη την εποχή, και όχι μόνο,   θρυλείται  πως «εκδιδόταν».  Με άλλα λόγια –για το τότε θρησκευτικό πλαίσιο– να υπήρξε  «ιερόδουλη» σε λατρευτική διακονία της μεγάλης Μητέρας που τη φέρνει έμμεσα σε σχέση ίσως με κάποιο ομώνυμο (;) ιερό της Μεγάλης Θεάς. Όπως είναι εύλογο,  τα πραγματικά, ιστορικά   στοιχεία όσο και τα γεγονότα δεν θα τα μάθουμε ποτέ ίσως, αφού  δεν καταγράφηκαν στην ιστορία (σε αντίθεση με τα «μυθικά» στοιχεία, που πέρασαν σαν «ιστορικά», μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας για την επικράτηση–επιβολή του Χριστιανισμού και τη μυστικότητα που απαιτούσαν οι όποιες ιδεολογικές κατασκευές για να γίνουν πιστευτές και να επικρατήσουν)  και ο μόνος τρόπος να τα αντλήσουμε είναι έμμεσος,  κυρίως συμβολικός (βλ. π.χ. τα χθόνια χαρακτηριστικά του σταυρού αλλά και του «ανυψωτικού» για το προζύμι-ψωμί βασιλικού που συνδέεται με αυτόν και την «ύψωσή» του από την «Ελένη»), πράγμα που κάνει το ερμηνευτικό εγχείρημά μου εξαιρετικά δύσκολο, όσο και επισφαλές.
Κατά την κρίση μου, η σύνδεση του μύθου τόσο της Ελένης όσο και της Θεοκτίστης με την Πάρο και συγκεκριμένα με την «Εκατονταπυλιανή», πρέπει ακριβώς  να σχετίζεται με το ότι ο ναός προχριστιανικά αποτελούσε κάποιο μεγάλο λατρευτικό κέντρο της Μεγάλης Θεάς, δεδομένης και της γειτνίασης του νησιού  με την αρχαία Δήλο, όσο και με τη σημερινή Τήνο (με τα μεγάλα θρησκευτικά αρχαίο και νεότερο, κέντρα αφιερωμένα στις Μητέρες, Δήμητρα και Παναγία), που σημαίνει ότι και η γεωγραφική θέση της έπαιζε σημαντικό ρόλο σχετικά, ως επικοινωνιακός κόμβος στο Αιγαίο. Προς επίρρωση αυτών, «συμπτωματικά» υπάρχει ένας ανάλογος «ιστορικός μύθος» που συνδέει την αγία Ελένη, πάντα κατά παρέκκλιση της πορείας της προς ανεύρεση του Σταυρού, με την Κέρκυρα, την Κρήτη, την Κύπρο, κέντρα με βεβαιωμένη επίσης την λατρεία της Μητέρας. Στην Κύπρο μάλιστα, η παρουσία της είναι με περισσότερο προφανή τρόπο  συνδεδεμένη με τα μοτίβα του μύθου της Δήμητρας και της κόρης: την ανομβρία, την ξηρασία, τη σιτοδεία κ.λπ., αλλά και τα αντίθετά τους. Παραδίδεται  επίσης πως πραγματοποίησε θεία επιφάνεια εκεί ως «νεράιδα», ενώ συνδέεται επίσης και με τόπους της «Ελένης»  πάνω στο νησί (όπως π,χ. «το θρονίν της αγίας Ελένης» με την περίεργη, προελληνική[;]  επιγραφή).
Από την άλλη, υπάρχει η παρουσία ναών, ξωκλησιών, προσκυνηταριών επονομαζόμενων «Αγιαλένη» πάνω σε σιταρότοπους και αλώνια που ταυτόχρονα συμπίπτουν συχνά και με αρχαίους ναούς της Μεγάλης Θεάς στα μεγάλα και γνωστά λατρευτικά κέντρα της αρχαίας λατρείας της. Αυτά δηλαδή που «ανακάλυψα» και μελετώ στην Πελοπόννησο (Αρκαδία, Μεσσηνία, Λακωνία, Ηλεία, Αχαΐα, Αργολίδα, Κορινθία, Κέρκυρα) αλλά  έχω επισημάνει και αλλού, σε όλο τον ελληνικό χώρο, σε πολλά μέρη με βεβαιωμένη τη λατρεία προς τη μεγάλη θεά (όπως π.χ. στα θρακικά νησιά, τη νεολιθική Θεσσαλία κ.ά.) κάτι που καθιστά όλο και πιο σίγουρη, κατά την κρίση μου, τη σύνδεση  αυτής της «Αγιαλένης» με τη «Μεγάλη Θεά-Μητέρα».
Μέχρι να επισκεφθώ την Πάρο,  το συμπέρασμα που κατέληγα ήταν πως ίσως το «Αγιαλένη»  να ήταν η μυστική προσαγόρευση της  ίδιας της ειδωλολατρικής Μεγάλης Θεάς (δεδομένου ότι το «άγιος» συναντάται με αυτή τη σημασία ήδη από την αρχαϊκή εποχή) και, με την υποχώρηση της παγανιστικής λατρευτικής μνήμης, χρόνια μετά την καθιέρωση του χριστιανισμού, όταν πια τα ιερά της δεν αποτελούσαν παρά ερείπια, ενίοτε ανύπαρκτα, θαμμένα στο χώμα και με το «Αγιαλένη» ως ένα αδιευκρίνιστο, εν πολλοίς λησμονημένο,  τοπωνύμιο (βλ. π.χ. Πλατάνια, Ανδανία, Λυκόσουρα, Βούτσι κ. λπ.)  οι πιστοί να την ταύτισαν μη συνειδητά με τη μόνη συνώνυμη χριστιανή αγία, την αγία Ελένη. Δεδομένου δε ότι χριστιανικά  αυτή δεν μπορούσε να διακριθεί από το γιο της Κωνσταντίνο, ο τελευταίος, για εύλογους λόγους, να έχει πάρει τη θέση της στην ονομασία των ναών και των λατρευτικών τόπων, με την πάροδο το χρόνου (βλ. π.χ. Γλανιτσά και παντού αλλού σχεδόν, όπου υπάρχουν τέτοιοι ναοί, ή εικονοστάσια, δηλ. του άγιου Κωνσταντίνου).
Εδώ όμως, στην Πάρο,  βρισκόμουν ενώπιον μιας πιθανής άνωθεν, από την κεντρική πολιτική αλλά και την εκκλησιαστική εξουσία επιβεβλημένης, λατρευτικής πρακτικής και κατασκευής.  Να αντικατέστησε δηλαδή σκόπιμα την αρχαία θεά Μητέρα-Ελένη μια ομώνυμη μορφή, η βασιλομήτωρ και Αυγούστα Ελένη, που αγίασε, περιβεβλημένη και με στοιχεία του  μύθου της Μητέρας. Πράγμα που εκτιμώ ότι ενισχύει την υπόθεσή μου για επιτούτου ονομασία της Ρωμαίας βασιλομήτορας και Αυγούστας Ελένης με αυτό το όνομα, όπως και την πιθανή ιερατική σχέση της, πριν προσεγγίσει τον χριστιανισμό,  με λατρείες της Μητέρας. Πρακτική που σε συνδυασμό με τον αμέσως προηγούμενο συλλογισμό, φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική, μέσα από μια διαδικασία αλληλόδρασης  για τη λησμονιά της Μεγάλης-θεάς-Ελένης, την ταύτισή της με την «αγία» Ελένη  και εν τέλει την ενσωμάτωσή της  στη λατρεία της Θεομήτορος-Παναγίας. Η πιθανότητα το «Αγιαλένη» να χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα από τα λαϊκά αγροτικά στρώματα των πιστών ως ένα είδος «κάλυψης» του άρρητου ονόματός της και συνέχισης της λατρείας μυστικά, μου φανόταν πλέον λιγότερο πειστική, δεδομένου και του ότι δεν λατρεύτηκαν από αυτά τα στρώματα, κατά τις εκκλησιαστικές πηγές, εξαρχής οι Κωνσταντίνος και Ελένη ως «άγιοι».[7]
Ενισχυτικό τεκμήριο για τη λατρεία της αρχαίας, προχριστιανικής «Ελένης» στο νησί, μέσα στο όλο συμφραζόμενο πλαίσιο των ιερών μορφών, των μύθων και των οικοδομημάτων, εκτιμώ ότι αποτελεί και η ναϊκή και εικονική παρουσία μέσα στο ναό της Καταπολιανής  των  «δίδυμων» ιαματικών αγίων Αναργύρων, όπως προανέφερα. Ίσως δεν είναι τυχαίο επίσης το ότι ο ενοριακός ναός της Παροικιάς είναι επίσης αφιερωμένος σε «δίδυμους» αγίους, τους αγίους Ταξιάρχες. Στην τυπική σχεδόν παρουσία τους δίπλα στην αγία Ελένη, όπως προείπα (που άλλοτε αλλού παρουσιάζονται ως διαφορετικά «δίδυμα» αγίων, Απόστολοι, Θεόδωροι, Αρχάγγελοι/Ταξιάρχες, Γεώργιος-Δημήτριος κ. λπ.) φαίνεται κατά πάσα πιθανότητα να σημασιοδοτούν «εμπειρικά» και να αναπαράγουν λατρευτικά και εικονικά το δίδυμο των Διόσκουρων που  συνόδευε κατά κανόνα την θεά Ελένη στη λατρεία όσο και στις απεικονίσεις και τους ναούς της.
 Γινόταν  λοιπόν για μένα έμμεσα φανερή η παρουσία εδώ στην Πάρο της Μεγάλης-Μητέρας-Κόρης και του μύθου της, που παραπέμπει ονομαστικά όσο και εικονικά στην   προϊστορική κριθαρο-σιταρο-θεά «Ελένη». γινόταν επίσης φανερό πως η λατρεία της μεγάλης Μητέρας-Γης-Κόρης-Κριθαροθεάς  είναι εδώ αμετακίνητη και μάλιστα ανακρατώντας το αρχαϊκότατο, το μυστικό όνομά της, το Ελένη. Η θεά φαίνεται να τρύπωσε  μυστικά από τα ερείπια του γκρεμισμένου βίαια δικού της ιερού μέσα στη χριστιανική «Εκαντονταπυλιανή» (κυριολεκτικά και ως «Θεοκτίστη») , όχι μόνο ως «κεκοιμημένη» μητέρα-Παναγία αλλά και με το πρόσωπο της (Ρωμαίας όσο και βυζαντινής, ειδωλολάτρισσας όσο και χριστιανής) αγίας Ελένης, ένα πρόσωπο  κατεξοχήν μεταβατικό, ως παντοτινή «κτήτωρ» του, νυν και αεί. Παρά τον αγνωστικισμό μου, είχα τη βέβηλη αίσθηση πως η Παναγία έστεκε εκεί μέσα στο ναό  σεμνά, ωσαν να ’χει επίγνωση του σφετερισμού της αρχαίας λατρείας της Μητέρας που έχει επωμισθεί. Και τούτο όσον αφορά το  χριστιανικό μόνο περιεχόμενό της, αφού κατά τα μυθολογικά όσο και τα ανασκαφικά συμφραζόμενα του ναού, η διαχρονική θεϊκή Μεγάλη-Μητέρα-Γη-και-Κόρη Ελένη λατρεύεται μη συνειδητά αλλά επίμονα   χωρίς να  έχει μετακινηθεί ούτε σπιθαμή από τον ιερό τούτο τόπο της λατρείας της μητρότητας, όπως και το δείχνει εδώ φανερά, με  μύριους τρόπους.
Συνδυαστικά με όλα όσα προαναφέρθηκαν, γινόταν προφανής η θρησκευτική «κατασκευή» από τους χριστιανούς του μύθου της επίσκεψης της αγίας Ελένης στο νησί. Φαίνεται ότι το γκρέμισμα των ιερών δεν στάθηκε ούτε εδώ  -όπως και αλλού- επαρκές για να μεταστραφεί αυτή η δυνατή τοπική μητρική πίστη προς την κατεύθυνση της εκ διαμέτρου αντίθετης «πατρο-υιοκεντρικής» νέας θρησκείας και να εντάξει τους Παριανούς (όπως και άλλους) και ιδιαίτερα τις γυναίκες σε αυτήν, καθώς η πίστη στη θεά δεν ήταν μόνον παμπάλαια αλλά και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φυσική αλλά και την κοινωνική επιβίωση, δηλαδή τη ζωή και το θάνατο, που εξακολουθούσε να καθορίζεται στην Πάρο όπως και γενικότερα στη Μεσόγειο, κυρίως από τη Γη και την  επάρκεια των σιτηρών, δηλαδή το «ψωμί», για το οποίο είναι αρμόδιες οι μανάδες και οι γυναίκες γενικότερα.
Η εμμονή αυτή στην παλαιά πίστη εκτιμούσα ότι υποδεικνύεται και από το γεγονός πως  δεν φαίνεται να «έπιασε» η λατρεία στην πρώτη χριστιανική βασιλική «Εκατονταπυλιανή» που χτίστηκε στο χώρο του αρχαίου ιερού (όπως συνέβη κατά κανόνα με τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές άλλωστε, καθόσον φαίνεται ότι αποτέλεσαν αρχικά όσο και εύλογα περισσότερο μνημεία θρησκευτικής προπαγάνδας ―καθώς κτίστηκαν πολύ νωρίς πάνω σε σημαντικά αρχαία ιερά―  παρά χώρους αυθόρμητης συλλογικής λατρείας).  Επίσης ούτε ο ναός που υποτίθεται ότι έκτισε ο «άγιος» Κωνσταντίνος στο όνομα της μητέρας του εδώ (η ιστορική αγία Ελένη δεν έκτισε καν ναό) φαίνεται να ολοκληρώθηκε, ενώ σιγή καλύπτει και τους αιώνες μετά τη φερόμενη περάτωση του ναού της «Εκατονταπυλιανής» από τον Ιουστινιανό έως και το δέκατο τρίτο αιώνα (η αναφορά συμμετοχής επισκόπων Πάρου σε διάφορες πρώιμες Οικουμενικές Συνόδους δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και την ύπαρξη σημαντικού λαϊκού ποίμνιου χριστιανών πιστών στην Πάρο).
Τα ευρήματα μου αφηγούνταν ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε να μετατοπιστεί αυτή η προφανώς έμμονη ειδωλολατρική πίστη προς την κριθαροθεά, μητέρα όσο και θυγατέρα/κόρη Ελένη, με το να μεταβιβασθεί αρχικά πάνω σε ένα θρησκευτικά σημαντικό, χριστιανικά αγιοποιημένο πλην ομώνυμο, ως «Ελένη» γυναικείο πρόσωπο, με μητρικά επίσης όσο και επίσημα, αυτοκρατορικά χαρακτηριστικά, αλλά που μεταβατικά  θα αφορούσαν τη μητρική σχέση μάνας-γιού, ώστε να περάσει ανεπαίσθητα στη μητροκεντρική και πάλι αλλά ταυτόχρονα και υική (ή και ανδροκεντρική γενικότερα) λατρεία της Παναγίας και του γιού της, μέσα από τη σταδιακή λησμονιά ή και τη συνειρμική συγχώνευση του προηγούμενου μητρο-θυγατρικού συμβολικού προσώπου που αφορούσε η αρχαία πίστη. Η «κατασκευή» του μύθου της φουρτούνας που έριξε την αγία Ελένη στην Πάρο, εκτιμώ ότι προκύπτει ολοφάνερα, όσο και διδακτικά, από την  αρχιτεκτονική όσο και τη θρησκευτική ιστορία του ίδιου του ναού της «Εκατονταπυλιανής», όπως είδαμε, αλλά και από τη μητρο-γυναικοκεντρική αγιογραφική ιστόρησή του. Παρατηρώντας για ώρα  την ιστορημένη εικόνα της ταξιδεύτρας οσίας Θεοκτίστης, σιγουρευόμουν ότι «διάβαζα» εν τέλει μια επανάληψη της ίδιας σχεδόν ιστορίας με τη «φουρτούνα» που έριξε στην Πάρο και την αγία Ελένη, ιστορία που μου αποκάλυπτε και άλλα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο αυτών ιερών θυλυκών προσώπων,  που τις έφερναν όλο και πιο κοντά σημειολογικά μεταξύ τους, όσο και με την «κόρη».
 Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει μέσα στην έντονη γυναικοκεντρικότητα του μύθου της Μεγάλης θεάς, πως ο  μύθος της Δήμητρας-Ελένης-Κόρης  περιείχε, όπως είναι γνωστό, επίσης και ένα ανδρικό πρόσωπο, τον θείο εραστή-απαγωγέα-σύζυγο της Κόρης (Θησέα, Πάρη, Πλούτωνα, Ποσειδώνα, κ.λπ.)  ο οποίος επιφαινόταν στις εικονικές αλλά  και τις τελετουργικές αναπαραστάσεις (πέραν βεβαίως και των «δίδυμων» Διόσκουρων όσον αφορά ειδικά την Ελένη), οπότε οι άγιοι Κων/νος και Ελένη ως το μόνο  αρσενικό-θηλυκό  ζευγάρι  περίπου συνομήλικων ή και με διαφορά ηλικίας ενήλικων προσώπων στη χριστιανική αγιογραφία, ήταν ίσως πρόσφορο ακόμα και εικονικά ως ένα βαθμό για τη μετάβαση από τη θεϊκή Μάνα/κόρη στην Παναγία  ως Μάνα/γιου. (Είναι εξάλλου γνωστό πως και ο άγιος Νικόλαος, που λατρεύεται επίσης μέσα στην Καταπολιανή, φέρει πολλά από τα συμβολικά χαρακτηριστικά του χθόνιου Ποσειδώνα).
Η προβολή της αρχαίας μυστικής θεάς Ελένης πάνω στο πρόσωπο της αυγούστας «χριστιανής» αγίας Ελένης (της οποίας, όπως και του «άγιου»  Κων/νου, ο θαυμαστός μύθος «κατασκευαζόταν»  επίσης από τη θρησκευτική όσο και την κοσμική εξουσία  συν τω χρόνω, όπως είναι γνωστό) πρέπει ν’ αποτελεί  ευφυή έμπνευση  κάποιου σύγχρονου ή και μεταγενέστερου χριστιανικού ιερατείου, που φρόντισε να σπείρει σαν το σπόρο του σιταριού τη σχετική «παράδοση»,  καθόσον ευνοούσε την ανάπτυξή της και η νησιωτική θέση της Πάρου, όπως και άλλων νησιών (σίγουρα  της Κύπρου και άλλων ίσως), στο κεντρικό Αιγαίο ώστε ο μύθος να γίνει έτσι με τα χρόνια ευλογοφανής (θα ήταν λίγο δύσκολο π.χ, να περάσει η αγία Ελένη αυτοπροσώπως, πηγαίνοντας στους Αγίους Τόπους με πλοίο από την ορεινή καρδιά της Αρκαδίας, πέραν του περισσότερο ίσως «θαλασσινού» χαρακτήρα του μύθου της στα νησιά) όσο και ευμετάδοτος σε όλη την ανατολική  λεκάνη της Μεσογείου, μέσω των θαλάσσιων επικοινωνιών (που οφείλονταν κατά ένα μεγάλο μέρος, κατά τραγική συγκυρία, και στη μεταφορά των δημητριακών καρπών της Πάρου) σε στεριά και θάλασσα, καθώς οι δρόμοι είναι ενιαίοι, ώστε να «πιάσει» παντού.
 Μέσα στα τόσα πολλά χρόνια και τους τόπους όπου ακολουθώ το μύθο της «Ελένης», πουθενά αλλού δεν έχω συναντήσει ως τώρα (2003) μια τόσο προφανή, συγχρονική και αρχαιολογικά όσο και δομικά τεκμηριωμένη «συνάντηση», μέσα στον ίδιο ιερό χώρο, των δύο θρησκευτικών  παραδόσεων, της Παναγίας και της Ελένης-Μεγάλης-Μητέρας-Κόρης με άμεσα παρούσα τη διαμεσολαβητική παρεμβολή της αγίας Ελένης, όσο εδώ στην Πάρο και  συνάμα την πίστη σε όλες αυτές ομού τόσο ζωντανή, όσο και λανθάνουσα, στη λαϊκή λατρεία.  Πίστη που εξακολουθεί εξάλλου να καλλιεργείται ως ένα βαθμό και σε επίσημο εκκλησιαστικό επίπεδο, με την επαναλαμβανόμενη προβολή του  μύθου της «επίσκεψης της αγίας Ελένης», αλλά και της οσίας Θεοκτίστης. Αυτό  δήλωναν και οι ευρισκόμενες σε εξέλιξη εκεί -απροσδόκητα για μένα, ως μέρος του μυητικού «θαύματος»  που βίωνα- πολυήμερες επίσημες εκδηλώσεις που δεν γίνονται κάθε χρόνο, βέβαια. Για να είμαι ακριβής ήταν η πρώτη και  μοναδική φορά που έφερναν τα «οστά», μετά από πολλούς αιώνες που είχαν «φύγει» από το νησί και έπεσα πάνω τους τυχαία! 
Ολοκλήρωσα την προσβάσιμη περιήγηση της Καταπολιανής χαμένη σε αυτές τις σκέψεις και τις αναπαραστατικές εικόνες που δημιουργούσε συνειρμικά η φαντασία μου, προσπαθώντας να συγκροτήσω μια λογική εξέλιξη στη λατρευτική παράδοση της «Ελένης» στο νησί, ανυπομονώντας να δω και τον «άγιο Κωσταντίνο» του κάστρου, τον οποίο ωστόσο δεν είχα δει ακόμη. Ήξερα πως είχα μεγάλο πεδίο βιβλιογραφικής αναζήτησης για να συγκροτήσω και επιστημονικά και να διευρύνω με νέα γνωστικά στοιχεία την εμπειρία μου ή και να  αναιρέσω κάποιους από τους παραπάνω συλλογισμούς μου, όμως και αυτό αποτελεί μέρος της γοητείας της έρευνας. Ρώτησα στη γραμματεία της Μονής αν θα εύρισκα ανοιχτό το ναό του «άγιου Κωνσταντίνου» στο κάστρο και πήρα καταφατική απάντηση, αφού έπρεπε να είναι εκεί γυναίκες  για τη γιορτινή περιποίησή του. Έφυγα βιαστικά να προλάβω αυτή την εθνογραφική συγκυρία και  να πιάσω κουβέντα με τις γυναίκες.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία το "Αγιοκωσταντίνου" πάνω στο κάστρο. Βόρεια όψη. Δεξιά η ταμπέλα που σημειώνει τον αρχαίο ναό της Αθηνάς στην ίδια θέση.


Έφτασα στο φράγκικο κάστρο της Παροικιάς  παραλιακά, ό που στην κορυφή του χαμηλού λόφου της πυκνοχτισμένης παλιάς πόλης,  πάνω στην τελευταία αναβαθμίδα,  είναι χτισμένος ο «Αγιοκωσταντίνος». Φορτωμένη με τα απαραίτητα (ωστόσο δυστυχώς όχι και με την κάμερα που είχα αφήσει να φορτίζεται).  Αντίκρισα τον βαθιά λουλακί τρούλο του από τον παραλιακό δρόμο, που με οδήγησε άσφαλτα ως εκεί.  Παίρνοντας το κλιμακωτό καλντερίμι που οδηγεί σε αυτόν, είχα  δεξιά μου μια υπέροχη θέα στον κόλπο της Παροικιάς με τη θάλασσα να στραφταλίζει καταγάλανη στο πρωϊνό, ακόμα διάφανο, φως. Πολύ σύντομα είδα τη βόρεια πλευρά του ναού και κάτι εργάτες με μακριές βούρτσες να ασπρίζουν τους ασβεστωμένους ήδη πολλαπλά τοίχους του και το δαντελωτό καμπαναριό. Μια ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας αμέσως πριν το εκκλησάκι, ανέγραφε «αρχαϊκός ναός της Αθηνάς», θυμίζοντάς μου την «Αγιαλένη» στον αρχαιολογικό χώρο της Αλίφειρας, πάνω στο ναό επίσης της Αθηνάς. Τα σημάδια της «έβγαιναν» ήδη, με την πρώτη ματιά. Η ταμπέλα είναι μπηγμένη πάνω σε ένα αρχαίο τοίχο που συνεχίζεται ως το μικρό ναό του αγίου Κωσταντίνου [και Ελένης].
Στο κατώφλι της κλειστής εκείνη τη στιγμή δυτικής εισόδου του ναού που αγναντεύει τη θάλασσα σαν να ’ναι πελαγινό μπαλκόνι, υπήρχε ένας δίσκος φορτωμένος με καφεδάκια και κουλουράκια, ελιές,  ψωμί και ένας από τους εργάτες τσιμπολογούσε με την παρότρυνση μιας ηλικιωμένης γυναίκας  που προφανώς τα προσέφερε, η οποία προσκάλεσε  αμέσως και μένα να κεραστώ. Παρόλη την ανυπομονησία μου να αντικρίσω από κοντά  την περίφημη  εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που με είχε παρασύρει εκμαυλιστικά ως την Πάρο θέτοντάς με στο «θαύμα» που ζούσα, κάθισα εκεί αφενός γιατί το γαργαλιστικό θέαμα του λιτού εδέσματος μου άνοιξε την όρεξη -καθώς μάλιστα δεν είχα φάει οτιδήποτε πέραν του πρωινού καφέ που ήπια- και αφετέρου για να δημιουργήσω την απαραίτητη οικειότητα, απολαμβάνοντας και την υπέροχη θέα όσο και το δροσερό αεράκι που φυσούσε ελαφρά. ‘Όμως ο μεν εργάτης απεδείχθη Αλβανός, άρα δεν ήξερε  κάτι για την εκκλησία (χωρίς αυτό να είναι βέβαια και αυτονόητο), η δε γυναίκα μου είπε «Ε, ο Άγιος είναι  εδώ από πάντα, εμείς εδώ τον βρήκαμε, αύριο είναι η γιορτή του και τον ασπρίζουμε, να είναι καθαρός, να ’ναι καλά τα παλικάρια εδώ, το κάνουνε χωρίς πληρωμή, να τα βοηθάει ο Άγιος,  δεν ξέρω τίποτα άλλο»!



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". ΝΔ όψη.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Βάψιμο του καμπαναριού



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου".  Βάψιμο του προστώου στη νότια πλευρά.

 Σηκώθηκα ύστερ’ από λίγο και μπήκα κάτω από το χαγιάτι -που ακουμπάει με καμάρες πάνω σε αρχαίες κολώνες, δύσκολα διακρινόμενες από τα πολλαπλά στρώματα των ασβεστωμάτων-  που στεγάζει τη νότια πλευρά και είσοδο του ναού. Από την ανοιχτή νότια πόρτα διέκρινα δύσκολα το σκοτεινό εσωτερικό του, καθώς τα μάτια μου ήταν προσαρμοσμένα όσο και τυφλωμένα σχεδόν από το λαμπρό φως που ανακλούσαν οι πάλλευκοι εξωτερικοί τοίχοι. Απέναντι, νότια, σε ένα είδος μικροσκοπικής πλατείας ανάμεσα στα πυκνά σπίτια, στεκόταν  μια δροσερή λεμονιά, σα νεαρή λεχώνα θα ’λεγα, φορτωμένη καθώς ήταν με τα μόλις δεμένα, νεογέννητα  μικροσκοπικά λεμόνια της, καμαρωτή μέσα στο κυκλικό  τοιχίο που προστατεύει  χαμηλά τις ρίζες της, γεμάτο με ολάνθιστα άλικα γεράνια, ένα χάρμα οφθαλμών αλλά και μια ακόμα μητρική αναφορά σκεφτόμουν, καθώς γύρισα να μπω στην εκκλησία.  Βρέθηκα μέσα σε ένα μικρό παρεκκλήσι του ναού του Αγιοκωσταντίνου, όπως έδειχνε μια άλλη πόρτα στη βόρεια πλευρά του, απ΄ όπου φαινόταν ένας μεγαλύτερος στεγασμένος χώρος. Εδώ καθόντουσαν αντικριστά δυο γυναίκες, μια εύσωμη, κάπως δυσκίνητη γερόντισσα και μια σβέλτη νέα γυναίκα, χαρακτηριστικός τύπος μελαχροινής, κοντοδέματης και λίγο παχουλής νησιώτισσας.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού στη νότια πλευρά.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου".  Γυναίκες ετοιμάζουν τα λουλούδια για τον πανηγυρικό στολισμό.

 Στα πόδια τους ο χώρος ήταν γεμάτος με δοχεία πλήρη με  φρέσκα τριαντάφυλλα, κάθε χρώματος και μεγέθους, καθώς και από φουντωτά πράσινα κλαδιά «αγγελικής», του γνωστού θαμνώδους ανθοφόρου και αρωματικού φυτού της εποχής, που έβλεπα παντού στην Παροικιά, κατάφορτα με υπόλευκα λουλούδια  που πλημμύριζαν το χώρο με την ομορφιά και τις ευωδιές  τους, χάρμα για τις αισθήσεις. Τα χέρια των δύο γυναικών, της γερόντισσας και της νέας, ήταν απασχολημένα με άνισες βέβαια ταχύτητες, να πλέκουν γιρλάντες με τα λουλούδια προκειμένου να στολίσουν το τέμπλο όσο και τις εικόνες του εορτάζοντος ναού.  Αφού συστήθηκα  και επιβεβαίωσα ότι βρισκόμασταν  όντως στο νεότερο, όπως μου είπαν, παρεκκλήσι που είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, μπήκα επιτέλους στον κυρίως ναό του «άγιου Κωσταντίνου».


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου", εσωτερικό, ανατολική πλευρά με το τέμπλο.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου", εσωτερικό. Η δυτική πλευρά με την έξοδο προς τη θάλασσα



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Εσωτερικό, ο τρούλος.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου", εσωτερικό. Η μαρμάρινη πλάκα με τον ανάγλυφο  δικέφαλο αετό στο κέντρο του δαπέδου

  Ήταν περιέργως μεγαλύτερος απ’ ότι μου είχε φανεί εξωτερικά, επιμήκης, με καμαρωτή στέγη, στρωμένος με ασπρισμένες στους αρμούς πέτρινες πλάκες, ενώ τέσσερις από αυτές κατά μήκος του κέντρου του δαπέδου έφεραν και από δύο χαλκάδες, σαν μικροσκοπικά ταφικά μνημεία, ενώ η κεντρική από αυτές είχε ανάγλυφο έναν δικέφαλο αετό. Το λιγοστό φως που προσπαθούσε να εισχωρήσει από τα χορταριασμένα μικροσκοπικά τοξωτά παράθυρα στη βάση του λουλακί τρούλου κάνοντάς τον να μοιάζει σαν αιωρούμενος ουράνιος θόλος μέσα στο απόκοσμο φως,  πάσχιζε να διαπεράσει το σκοτάδι μαζί με ένα-δυό αναμμένα κεριά που καιγόντουσαν στα  μαρμάρινα ανάγλυφα μανουάλια.   


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Το τέμπλο.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Το βημόθυρο του ιερού



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Μαρμάρινα μανουάλια.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου", βόρειος τοίχος. Πίσω από τα καθίσματα διακρίνεται η λιθοδομή του τοίχου του αρχαίου ναού της Αθηνάς.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη με επάλληλα στρώματα ασβεστώματος  στο προστώο της νότιας πλευράς (φωτ. Χλόη Ψυχογιού).


Το ξυλόγλυπτο παμπάλαιο τέμπλο, με ανάγλυφα χρυσαφιά φυτικά και ανθρωπόμορφα σκαλίσματα πάνω σε έγχρωμο, μπλε ή κόκκινο φόντο, στεκόταν πανέμορφο στο βάθος, αναδύοντας μια θαμπή λάμψη μέσα στο δροσερό μισοσκόταδο και φιλοξενώντας στο δεξιό άκρο του –ανορθόδοξα– την περίφημη εικόνα με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Πλην αυτής και των δύο δεσποτικών του Χριστού και της Παναγίας, το τέμπλο δεν φέρει άλλη εικόνα εκτός από τον αρχάγγελο Μιχαήλ στη θύρα της μοναδικής πλάγιας εισόδου στο ιερό και μιας ακόμα των αγίων Κων/νου και Ελένης  στο πάνω μέρος του βημόθυρου της Ωραίας Πύλης, η οποία φέρει χαμηλά  τη σκηνή του Ευαγγελισμού. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εικόνων στο βημόθυρο, παραπέμπει και στην αφιέρωση  του διπλού αυτού ναού. Στο κάτω μέρος όλων των μεγάλων εικόνων είχαν τοποθετηθεί από την γερόντισσα νεωκόρα κυρά-Άννα (να την πάλι η αγία Άννα/Μητέρα θυγατέρας, σκέφτηκα, όταν μου είπε το όνομά της) πάλλευκες κολλαριστές ασπροκεντημένες ποδιές, πάνω σε άλλες, από σατέν ύφασμα με βαθύ κόκκινο χρώμα, για να προβάλλονται με χρωματική αντίθεση τα «κοφτά» σχέδια των λευκών, που πρόσθεταν πανηγυρική λαμπρότητα όσο και αρχαϊκή ιερότητα αλλά και «σπιτική», γυναικεία  οικειότητα στο ναό. ‘Ετσι ο χώρος ανάδινε μια μεταφυσική ομορφιά παρόλη την απέριττη διακόσμησή του, αφού στους λευκούς  τοίχους  δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες κινητές εικόνες.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου".Η ΝΑ γωνία του ναού με την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο τέμπλο (αριστερά) και την εικόνα της αγίας Άννας (δεξιά)

Ένθεν και ένθεν του στενού τέμπλου, στη βορειοανατολική και τη νοτιανατολική γωνίες  αντίστοιχα, έστεκαν η εικόνα του Χριστού και μια που εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε να είναι της Παναγίας, επαναλαμβάνοντας κατά ένα τρόπο τις όμοιες δεσποτικές πάνω στο τέμπλο.  Η κινητή εικόνα της Παναγίας ήταν δίπλα στην εικόνα των αγίων Κων/νου και Ελένης, πάνω στο νότιο τοίχο του ναού, ισότιμα και εναλλακτικά με αυτήν. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση της εικόνας απέδειξε ότι η ένθρονη μεγαλοπρεπής μορφή που κρατά στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί, δεν φέρει φωτοστέφανο ή στέμμα, άρα δεν πρόκειται εδώ για την Παναγία. Αντίθετα, η παιδική μορφή φέρει ασημένιο φωτοστέφανο (προβαλλόμενη έτσι επενδεδυμένη με περισσότερη «αγιότητα» από τη μητρική μορφή που το κρατά καθισμένο στα γόνατά της) ενώ μοιάζει περισσότερο με κορίτσι παρά με αγόρι, αφενός λόγω του ποδήρους ανοιχτόχρωμου ρούχου και γενικά από το σωματικό περίγραμμα της παιδικής αυτής μορφής και αφετέρου λόγω των κάπως πιο «κοριτσίστικων» χαρακτηριστικών. Λόγω του ότι δεν ξεχώριζα τη σχετική επιγραφή, δεν μπορούσα να το τεκμηριώσω άμεσα, αλλά ήμουν σίγουρη ότι και εδώ (όπως και στην «Εκατονταπυλιανή») έχουμε το δίδυμο μάνας-θυγατέρας, δηλαδή απεικόνιση της αγίας Άννας με την Παναγία παιδίσκη στην αγκαλιά της.
Τα μάτια μου είναι πλέον -μετά την παρατήρηση εκατοντάδων ναών- εξαιρετικά εξασκημένα στο να «διαβάζουν» τις εικονικές αναπαραστάσεις στους ναούς όχι μόνον μέσα σε μία και την αυτή εικόνα αλλά και συνδυαστικά με τις παράπλευρές τους όσο και με τη θέση τους μέσα στους ναούς αλλά κυρίως και σε σχέση με  άλλα, «αθέατα», πλην συμφραζόμενα δομικά, αφηγηματικά  και συμβολικά στοιχεία. Γινόταν εδώ φανερό λοιπόν από την παράπλευρη μεν αλλά ισότιμη  (δηλαδή σαν να είναι και αυτή πάνω στο τέμπλο,  εξάλλου πέρα από το ότι είναι επίσης προσκυνηματική, έφερε και αυτή την ίδια ακριβώς «ποδιά» με τις υπόλοιπες του τέμπλου) θέση της εικόνας δίπλα σε αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (δηλωτικής εδώ σε ποιους είναι αφιερωμένος ο ναός) ότι σημειολογικά η εικόνα της «αγίας Άννας» μπορεί να θεωρηθεί και ως εναλλακτική αυτής της αφιερωματικής εικόνας –- με άλλα λόγια να υποδηλώνεται πως ο ναός είναι αφιερωμένος και στη μητροθυγατρική αυτή μορφή, ισότιμα. Η ανορθόδοξη τοποθέτηση της  εικόνας που δηλώνει ότι ο ναός είναι αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη πάνω στο συγκεκριμένο τέμπλο, δεξιά της δεσποτικής εικόνας του Χριστού (όπου μπαίνει τυπικά ο άη Γιάννης), δηλώνει φαίνεται την ανάγκη τού να γίνει αναγνώσιμη αυτή η «ιστορία». Το πλάτος του συγκεκριμένου τέμπλου δηλαδή είναι περιορισμένο και ουσιαστικά εκτείνεται προς τ’ άριστερά (προς βορράν), μέχρι και τη δεσποτική  εικόνα της βεφοκρατούσας Παναγίας, που βεβαίως δεν είναι τυπικά δυνατόν να απουσιάζει από ένα τέμπλο, ούτε να αλλάξει θέση πάνω σε αυτό. Δίπλα στην εικόνα της Παναγίας ανοίγεται η μοναδική παράπλευρη θύρα προς το ιερό, ενώ στη συνέχεια, προκειμένου να συμπληρωθεί το πολύ στενό διάστημα που υπολείπεται ως το βόρειο τοίχο, έχει τοποθετηθεί μια κάπως φαρδιά σανίδα βαμμένη ενιαία καφέ, πράγμα που την εξαιρεί από το λειτουργικό σύνολο του όλου τέμπλου. Άρα η μόνη θέση που απέμενε για την εικόνα των τιμώμενων εντός του ναού αγίων, ήταν αυτή στην οποία και βρίσκεται, που ταυτόχρονα επιτρέπει, με το να είναι γωνιακή (ΝΑ γωνία) να αναπτυχθούν δίπλα της και άλλες εικόνες συνεχόμενα, κατά ένα τρόπο ως προέκταση του τέμπλου (κάτι που συμβαίνει συχνά εξάλλου στους ναούς) οπότε υπήρξε δυνατότητα να τοποθετηθεί δίπλα της η προσκυνηματική εικόνα  με την «αγία «Αννα» (η παλαιότητα της οποίας απέκλειε μεν την πιθανότητα να την έχει αφιερώσει η συνονόματη παρούσα εδώ ιέρεια-νεωκόρα του ναού κυρά-Άννα, όχι όμως και το να το είχε πράξει κάποια άλλη συνώνυμη στο παρελθόν).
Έβλεπα και σε αυτό το ναό, αν μη τι άλλο, έμφαση στις γυναικείες και μητρικές μορφές, πράγμα που σε συνδυασμό και με την έντονη παρουσία της  μητροθυγατρικής αυτής εικόνας της αγίας Άννας στην «Εκατονταπυλιανή», εκτιμούσα ότι αναιρεί το τυχαίο, αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός πως δεν είναι και υποχρεωτικά «τυπική» η παρουσία της σε όλους τους ναούς, ενώ εδώ υπάρχει -και μάλιστα στη συγκεκριμένη θέση–, σε ένα ναό που ούτως ή άλλως φέρει ελάχιστες εικόνες, ενώ από την άλλη δεν είναι κάν αφιερωμένος στην Παναγία, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη η παρουσία της. Επί πλέον θυμήθηκα ότι κάπου είχα διαβάσει πως και ο λόφος νότια της Παροικιάς ονομάζεται «Αγία Άννα», φέροντας ίσως και ομώνυμο ξωκκλήσι[8]. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι τα τοπικά συμβολικά, ναϊκά, εικονικά  και τοπωνυμικά στοιχεία είναι πολλά και δομημένα μεταξύ τους, ώστε να είναι συμπτωματικά. Αυτό επιβεβαίωναν και οι λιγοστές κινητές εικόνες που κρέμονται στη σειρά πάνω στο ανατολικό μέρος του βόρειου τοίχου, που απεικονίζουν όλες τέτοιες γυναικείες άγιες  μορφές, με αποτέλεσμα οι μόνες ανδρικές ιερές εικόνες  εντός του ορατού χώρου του ναού να περιορίζονται στον Χριστό του τέμπλου, τον Χριστό στο προσκυνητάρι της ΒΑ γωνίας του ναού, τον άη Γιώργη πάνω από το δεσποτικό θρόνο και τον «άφυλο»  –ως αρχάγγελο, όσο και «δίδυμο» βεβαίως, ομού με το Γαβριήλ– ψυχοπομπό Μιχαήλ πάνω στην πλάγια θύρα του ιερού και βεβαίως τον άγιο Κωνσταντίνο, που ονοματίζει αρσενικά και το ναό.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Η αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο τέμπλο. Κάτω αριστερά έχει πέσει το ασημένιο φωτοστέφανο του ¨Αγιου.









Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου".
Από πάνω προς τα κάτω: Λεπτομέρειες με σκηνές από το βίο του μεγάλου Κωνσταντίνου πάνω στην αφιερωματική  εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο τέμπλο. 


 Η περιπόθητή μου εικόνα με την παράσταση του ζεύγους των Αγίων όπως την περιέγραψα ήδη εισαγωγικά, ήταν ακόμα πιο όμορφη στην πραγματικότητα. Καθώς είχα ήδη μελετήσει όλες τις λεπτομέρειές της στη φωτογραφία που είχε τραβήξει η αδελφή μο η Χλόη, δεν παρουσίαζε κάποια καινούρια έκπληξη, αν και το σκοτάδι όσο και το γυάλισμα του τζαμένιου καλύμματός της καθιστούσαν πολύ δύσκολη την παρατήρηση. Τους αναπαριστά με ασημένια φωτοστέφανα (του αγ. Κωνσταντίνου είχε καταπέσει στην κάτω αριστερή γωνία της εικόνας) με το σταυρό ανάμεσά τους, πλην ένθρονους. Μέσα στο συμβολικό περιβάλλον που είχα βιώσει ήδη στην Καταπολιανή, σε συνδυασμό με τις παραπάνω παρατηρήσεις, η απρόσμενα για μένα εξαρχής ένθρονη αυτή απεικόνιση των δύο Αγίων με τους ολοφάνερους, κορυφαίους θρησκευτικούς συμβολισμούς  δίπλα στα κεφάλια τους, έναν  κατακόκκινο ήλιο και ένα χλωμό, ασημί μισοφέγγαρο (δίπλα στον άγιο Κων/νο και την αγία Ελένη αντίστοιχα), προσωποποιημένα αμφότερα με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά,  ήταν τουλάχιστον περίεργη.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Λεπτομέρεια της εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο τέμπλο. Οι άγιοι ένθρονοι.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Λεπτομέρεια της εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο τέμπλο.Αριστερά από τον άγιο ήλιος και δεξιά από την αγία, φεγγάρι. στο κέντρο, επάνω,  κρέμεται και ένα ασημένιο τάμα.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". λεπτομέρεια της εικόνας των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο τέμπλο. Πάνω η ημισέληνος και κάτω ο ήλιος.


Η κεντρική αυτή παράσταση του ένθρονου  ζεύγους πλαισιώνεται πρωτότυπα στις τρεις πλευρές της εικόνας με την ιστόρηση των σημαντικών επεισοδίων  του θρυλούμενου ή και ιστορικού βίου του αγ. Κων/νου (γέννηση, όραμα σταυρού, «εν τούτω νίκα», αυτοκρατορική στέψη, χριστιανική βάπτιση, θάνατο). Η ένθρονη αναπαράσταση του ζεύγους των αγίων, που παρέπεμπε έντονα σε σχέση συζύγων και όχι μητέρας και γιού, σε σχέση και με τα όσα είχα βιώσει στην Καταπολιανή ως τώρα, με  έκαναν να σκέπτομαι μήπως η εικόνα αναπαριστά αντίστοιχες ένθρονες ζωγραφικές απεικονίσεις της Μεγάλης Θεάς, αντιγράφοντας κάποια παλιότερη, προχριστιανική ίσως αναπαράσταση: τη θεά δίπλα στον θεϊκό σύζυγο-απαγωγέα-εραστή (με το σταυρό σε αντικατάσταση ίσως του  «σκήπτρου» ανάμεσά τους) όπως έχω δει να παριστάνεται συχνά μάλιστα και η «ωραία» Ελένη αυτοπροσώπως ένθρονη στις αγγειογραφίες όσο και σε πέτρινα ανάγλυφα ταφικά μνημεία στο μουσείο της Σ
Ο συλλογισμός μου φαινόταν λογικός, αν λάβαινα υπόψη και τη σύγχρονη «ιστορία» της Ελένης που ερευνώ τόσα χρόνια τώρα: στη λαϊκή λατρεία που μελετώ σχετικά, οι γιορτές του Μάη (κυρίως την Πρωτομαγιά) αφορούν τελετουργικά ακριβώς τη  γονιμοποίηση ιερογαμίας, δραματικής αρπαγής και βιασμού από κάποιον «ξένο» ή «αλλότριο» άνδρα μιας (και «ωραίας», δηλαδή γαμικά ώριμης, στην «ώρα» της) «ανθισμένης» γονιμικά κόρης που ονομάζεται, εναλλακτικά και ισότιμα, Λουλούδω, Διαμάντω»- και κυρίως Ελένη στα σχετικά τελετουργικά λατρευτικά δημοτικά τραγούδια όπου  ιστορείται σήμερα μουσικά στην προφορική παράδοση ο σύγχρονος  μύθος της λησμονημένης ως θεάς, Ελένης.  Η  απεικόνιση κεντρικά όσο και επιτατικά πάνω από τα κεφάλια τους, στη συγκεκριμένη εικόνα, της χριστιανικής «σφραγίδας» με την παρουσία του Θεού μέσα σε νεφέλη, έδειχνε, απ’ όσο μπορούσα να διακρίνω και να κρίνω, σαν μεταγενέστερη επιζωγράφιση ―ίσως ακριβώς και λόγω της μη τυπικής εικονογράφισης της εικόνας― ενισχύοντας έμμεσα την άποψή μου. Και αν οι παραπάνω συσχετισμοί ακούγονται αυθαίρετοι, θα ενισχυθούν πιστεύω δραματικά, αν θεωρηθούν διαλεκτικά  και με τη θρησκευτική, όσο και την ιστορική πορεία και υπόσταση του ίδιου του ναού του «αγίου Κωνσταντίνου» διαχρονικά.
 Ωστόσο επειδή ο τόπος  των μύθων και των συμβόλων είναι ολισθηρός, στράφηκα στην παρατήρηση του ναού και τους λογικούς συλλογισμούς που μπορούσαν να προκύψουν από αυτή. Το χτίσιμο του ναού σε περίοπτη θέση, στην κορυφή όλης της Παροικιάς πάνω στο κάστρο, όσο και το μέγεθός του ―αφού δεν είναι και τόσο μικρός εν τέλει―, τον αναδεικνύουν ουσιαστικά σε «πολιούχο» του οικισμού, και ας μην είναι σήμερα ο ενοριακός ναός του. Η θέση του  πάνω στον αρχαίο ναό της Αθηνάς (του οποίου το λίθινο, ισοδομικά χτισμένο, τοίχο έβλεπα ατόφιο και εμφανή μπροστά μου ν’ αποτελεί αυτό τούτο το βόρειο τοίχο του σημερινού ναού), μιας «θηλυκής» πάλι θεότητας,   έδειχνε, αν κρίνω και από την περίπτωση της Αλίφειρας και άλλες ―ακόμα και αυτή της Ακρόπολης των Αθηνών―  πως ίσως εδώ προϋπήρχε παμπάλαιος ναός της Μεγάλης Θεάς, επίσης «πολιούχος», όπως όλοι οι ναοί στις αρχαίες ακροπόλεις, πάνω στον οποίο επικάθησε η Αθηνά του Δωδεκάθεου.  Η θεά ξαναεμφανίζεται (παράδοξα, φανερώνοντας έτσι και το άρρητο μυστικό όνομά της) στο χριστιανικό ναό του κάστρου μέσα από το πρόσωπο της χριστιανικής αγίας Ελένης (στο πλευρό του αγίου Κωνσταντίνου), ακλόνητη στην προαιώνια αυτή θέση της, όπως υποδεικνύουν και οι κριθαρο-σιταροπεζούλες του βουνού, σαν φόντο πίσω της αλλά  και το αρχαίο θεσμοφόριο της λατρείας της Δήμητρας στα ΝΑ ριζά του κάστρου. «Διάβαζα» ταραγμένη μέσα στον πανάρχαιο αυτό ιερό χώρο ένα πυκνογραμμένο παλίμψηστο  που αφορά την ιστορία της λατρείας της Μεγάλης θεάς-Μητέρας στο νησί, μέσα από τις αλλεπάλληλες διαχρονικά θρησκευτικές μεταμορφώσεις και τους συμβολικούς  μετασχηματισμούς της: Μητέρα-Γη-Ελένη, Δήμητρα, Αθηνά, άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη, αγία Άννα, Παναγία.
Αναρωτιόμουν ωστόσο γιατί να αφιερωθεί αυτός εδώ ο ναός του κάστρου στους αγίους Κωνσταντίνο  και Ελένη και όχι η Καταπολιανή (προχριστιανικά αφιερωμένη επίσης στη «θεά»), της οποίας ο χώρος ούτως ή άλλως είναι ακατάλυτα δεμένος, όπως είδαμε, με την  παρουσία τους, αφού θεωρούνται και «κτήτορές» της. Αυτό τούτο το πολυσυζητημένο όνομα «Καταπολιανή» και όπως το πραγματεύεται ερμηνευτικά  ο Ν. Αλιπράντης που είχα εκείνη την ώρα μόνον υπόψη μου, μου έδωσε επιτόπου  το κλειδί για κάποια λογική πιστεύω, εξήγηση, η οποία ενισχύει έτσι  –για άνείπωτους βεβαίως ως τώρα λόγους― και την ορθότητα της άποψης των οπαδών της ονομασίας Καταπολιανή. Ο επιθετικός αυτός λοιπόν ή και κατηγορηματικός  προσδιορισμός, «καταπολιανή» (εννοείται, Παναγία,  αγία, θεά, όσο και η σχετική εκκλησία, μονή κ.λπ.) ορίζει τοπικά το ιερό της Παναγίας (ή της Μεγάλης Θεάς, προ Χριστού, όπως είδαμε) στην «κάτω πόλη», «κατάπολα»,  σύμφωνα με τον Παριανό συγγραφέα. Άρα το επίθετο «καταπολιανή» μπορεί να μπήκε για  να διακρίνει την «καταπολιανή» από κάποιο άλλο ισοδύναμο ιερό της ίδιας Θεάς,  που υπήρχε αλλού, προφανώς στην «πάνω πόλη» («ανωπολιανή», ας πούμε, κατ’ αντιδιαστολή με την κάτω), άρα λογικά  κάποιο επίσημο, κεντρικό ιερό πάνω στην αρχαία Ακρόπολη. Είναι δε τεκμηριωμένο  ανασκαφικά πως το «φράγκικο κάστρο» λειτουργούσε ως τέτοιο ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., εποχή ακμής της λατρείας της θεάς γενικότερα, όπως είναι γνωστό[9]. Απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν υπάρχει ανάλογα σημαντικός ναός αφιερωμένος στην Παναγία πάνω στο κάστρο, για να γίνεται η αντιδιαστολή ανάμεσα σε «πάνω» και «κάτω» χριστιανικούς ναούς της Παναγίας. Εκτιμώ όμως, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ότι μπορεί κάλλιστα να γίνει αντιδιαστολή ανάμεσα στην «άνω», την κορυφαία, περίοπτη, πολιούχο  καστρινή «Ανωπολιανή»  Αγιαλένη (μαζί με τον Κωνσταντίνο) και στην «κάτω», την Καταπολιανή «Αγιαλένη», αφού μέσα στο ναό της  συγκατοικεί και τη «αγία Ελένη» ως κτήτορας. Η λαϊκή ευλαβική προσαγόρευση έμεινε λοιπόν να δηλώνει με λανθάνοντα ―όσο και αλάνθαστο― τρόπο την «συνωνυμία» και ισοτιμία των δύο ιερών ναών, ως αφιερωμένων –διαμεσολαβημένα― στο ίδιο εν τέλει ιερό ζευγάρι. Τονίζεται μάλιστα, κατά την αντίληψή μου, πως ο  κυρίαρχος, ο πιο σημαντικός ναός (της θεάς Ελένης) ήταν αυτός στην ακρόπολη, αφού θεωρήθηκε απαραίτητο να ονομαστεί καταπολιανή ο «κάτω ναός», σε μη ομολογούμενη, ως αυτονόητη, αντιδιαστολή με τον «επάνω» ναό της.
Γίνεται δηλαδή  και με αυτό τον τρόπο  αποκαλυπτικά φανερός ο διαμεσολαβητικός ρόλος της ρωμαίας «αγίας» Ελένης ανάμεσα στην αρχαία λατρεία της Μητέρας-Θεάς και τη χριστιανική της Παναγίας, επιβεβαιώνοντας τα όσα είχα «διαβάσει» και στο χώρο της Καταπολιανής, όπως και σε τόσα άλλα «σημαίνοντα» ιερά μέρη της λατρείας της, στην Πελοπόννησο και αλλού όσο και μέσα εδώ, στον άγιο Κωνσταντίνο. Φαίνεται λοιπόν πως το παμπάλαιο ιερό της θεάς στο κάστρο είχε  χάσει από την αρχαιότητα την επίσημη εκπροσώπηση της Μητέρας-Κόρης-Ελένης (αφού μαρτυρημένα μετωνομάστηκε σε ναό της Αθηνάς) όχι όμως και την πρόσληψή του  και ως ένα βαθμό τη λειτουργία  του ως δικού της ιερού τόπου στη λαϊκή θρησκευτική παράδοση (όπως συνέβη και στην Αλίφειρα και αλλού) και μάλιστα από τις  γυναίκες,  που φαίνεται πως εξακολούθησαν εδώ τη λατρεία της μυστικά ως Ελένης, ερήμην των «επίσημων» κατά καιρούς ―ανάλογα με την επικρατούσα επίσημη θρησκεία― ονομάτων του ναού, με λανθάνοντα τρόπο, μέχρι  και τις μέρες μας. Η θεά όμως «φύτρωσε» και πάλι εδώ επίσημα (σαν να βγήκε πάλι από τον Άδη της λησμονιάς), στο όνομα της χριστιανής αγίας Ελένης, διατηρώντας ωστόσο αυτό τούτο το πανάρχαιο όνομά της και τη σημασία της.
 Φαίνεται όμως ότι  το μεγαλύτερο κέντρο βάρους για την επικράτηση στο νησί της χριστιανικής θρησκείας έναντι της λατρείας της κριθαρο0-σιταρο- θεάς Μητέρας δόθηκε στο κατά τεκμήριο  αμετάβλητο (καθώς το πάνω ιερό της είχε ήδη αποδοθεί στη θεά Αθηνά), ιερό της Δήμητρας-και-Κόρης στην κάτω πόλη. Ίσως γιατί καθώς βρίσκεται έξω από τον κεντρικό ιστό της πόλης και μέσα στους κριθαρότοπους (δύο μύλοι φαίνονται και τώρα σε απόσταση αναπνοής από την είσοδο της μονής), πρέπει να  ήταν τον καιρό της αλλαγής της θρησκείας και το μεγαλύτερο, έμμονο  προσκύνημα,προς την Μητέρα,  οπότε να επιβαλλόταν για το καλό της νέας θρησκείας να μετασχηματιστεί, δεδομένης της εμμονής των πιστών στους ιερούς τόπους  που συνδέονται άμεσα με τη θεία επιφάνεια, αφού δεν προκύπτουν τυχαία ως τέτοιοι, αλλά βεβαίως και της περιουσίας που κατέχουν τα ιερά για το εκάστοτε ιερατείο, και  να λησμονηθεί. Λήθη που επετεύχθη ως ένα βαθμό, καθώς γκρεμίστηκε ο αρχαίος ναός για να ξανακτισθεί από την «μεσολαβήτρια» αγία Ελένη  και στη συνέχεια άλλαξε  σε ναό/μονή της χριστιανικής «Εκατονταπυλιανής» μητέρας-Παναγίας.  Ωστόσο, όπως είδαμε, το όποιο ιερατείο ή η χριστιανική κοσμική εξουσία δεν μπόρεσε, παρόλη  την αλλαγή αυτή,  να εξαλείψει ή να απαλλαγεί  παντελώς από το μυστικό όνομα της Θεάς, το Ελένη,  και σε τούτο ακόμα το ιερό, καθιστώντας με τον πλέον επίσημο τρόπο μιαν «αγία»  Ελένη κτήτορα του ναού[10]. Τα θρησκευτικά πράγματα εδώ στην Πάρο και  κατά κύριο λόγο αυτή η εμμονή στην αγία Ελένη, έδειχναν ν’ αποκτούν τώρα κάποιο πολύ σημαντικό  νόημα για μένα, μια δομή.
Οι συλλογισμοί αυτοί μου προκαλούσαν δέος και ταραχή μέσα στο ημίφως και τη μεταφυσική όσο και οικεία, τρυφερή (σε αντίθεση με την αίσθηση που είχα στην Καταπολιανή) ατμόσφαιρα αυτού του απέριττου ναού, καθώς συνειδητοποιούσα ότι όντως (όπως είχα εξαρχής «μυριστεί») βρισκόμουν  εντός του πανάρχαιου πολιούχου ιερού της «Μεγάλης-Μητέρας-Κόρης-(μυστικά)-Ελένης» (ενδιάμεσα και Αθηνάς) πάνω στην αρχαία ακρόπολη του νησιού. Με «κάλεσμα» τη φωτογραφία της εικόνας ώστε να έλθω εδώ, μου επιφυλασσόταν μια σειρά από απρόσμενες «επιφάνειες» της θεάς, που τεκμηρίωναν θαυμαστά σχεδόν όσο και πολλαπλά τη λανθάνουσα παρουσία της στο σύγχρονο θρησκευτικό γίγνεσθαι στο νησί –και όχι μόνον.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου".  Η νεωκόρα κυρά- Άννα (αριστερά)  και η Ασπασία φτιάχνουν μπουκέτα με λουλούδια για να στολίσουν τις εικόνες.

Άναψα κερί, προσκύνησα τη λαμπρή, «φοβερή» πλέον για μένα,  εικόνα και επέστρεψα στο παρεκκλήσι όπου οι δύο γυναίκες συνέχιζαν φλυαρώντας να πλέκουν τις γιρλάντες των ρόδων. Ίσως επειδή δεν ήθελα ν’ απομακρυνθώ από τον πολυσήμαντο τούτο ιερό χώρο, ίσως από εθνογραφική και γυναικεία συμμετοχική ευσυνειδησία και διάθεση, ίσως για ν’ αποφορτιστώ από τις παραπάνω σκέψεις απασχολώντας τα χέρια μου με κάτι χειροπιαστά δημιουργικό, ίσως από γυναικεία λατρευτική ανάγκη (δεδομένης και της ονομαστικής γιορτής μου), ίσως από την οικειότητα και τη ζεστασιά της παρουσίας της Ασπασίας (της νέας γυναίκας που έπλεκε τις γιρλάντες) ίσως από την ανημπόρια της φέρουσας ιερατική ιδιότητα επιβλητικής γερόντισσας  κυρά-Άννας να βοηθήσει αποτελεσματικά για την πανηγυρική διακόσμηση, ίσως για το ότι γιόρταζα και εγώ, για όλα αυτά μαζί και άλλα επίσης, παρέμεινα  τις επόμενες τέσσερις περίπου ώρες  βοηθός και συν-διακοσμητής του  ναού. 
Κουβεντιάζοντας ταυτόχρονα με τις δυο γυναίκες προσπορίστηκα πολυσήμαντη εθνογραφική και όχι μόνον εμπειρία,  ενώ η παρουσία μου προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση στη νεωκόρα κυρά-Άννα που μου απηύθυνε μύριες ευχές αφού η ίδια μπόρεσε έτσι να  περιοριστεί έκτοτε στο ρόλο του συμβουλάτορα  και του παρατηρητή. Ταυτόχρονα απέδιδε την απρόοπτη παρουσία μου -σε συνδυασμό με το ότι φέρω το όνομα «εΕλένη»-  όσο και την προθυμία μου να διακονέψω, σε επενέργεια της μεταφυσικής θαυματουργής δύναμης των εορταζόντων αγίων, πράγμα που μου θύμισε  την ανάλογη διαπίστωση από κάποιες άλλες γερόντισσες-ιέρειες, χρόνια πριν, όταν είχα συμμετάσχει στα Αναστενάρια της Μαυρολεύκης στο πανηγύρι του αγίου Κωνσταντίνου.
Χρησιμοποιούσαμε για τη διακόσμηση (δένοντάς τα σφιχτά με σπάγγο από τα κοτσάνια πάνω σε ξερά καλάμια σχισμένα στη μέση, μετρημένα  σύμφωνα με τις διαστάσεις του σημείου όπου θα έμπαινε κάθε γιρλάντα, στο τέμπλο, τις εικόνες, τις εξώθυρες) μόνον ρόδα και “αγγελικές”, τις τελευταίες σαν πράσινο φόντο (με τις ωχρές πινελιές των μικροσκοπικών λουλουδιών τους  με το βαρύ άρωμα να ποικίλλουν την πράσινη μονοτονία) πάνω στο οποίο έμπαιναν τα τριαντάφυλλα με το λεπτό άρωμα και σε χρωματικές εναλλαγές κόκκινου-ροδί-λευκού και τις αποχρώσεις τους, συναπαρτίζοντας μια αρωματική και χρωματική αρμονία που θα απολάμβαναν οι πιστοί προσκυνώντας τις εικόνες που θα στόλιζαν  οι γιρλάντες.  Η Ασπασία δούλευε με επιδεξιότητα, ιερό ενθουσιασμό, πάθος και πίστη αλλά ταυτόχρονα και αρκετή αγωνία για το επιτυχές αποτέλεσμα, θέλοντας να προσφέρει  ό,τι καλύτερο τις επέτρεπαν οι δυνάμεις της στη χάρη του  «΄Αγιου»,  ευχόμενη πάντως να βρουν δουλειά οι άνεργοι γιοί της. Ωστόσο υπολόγιζε και τα σχόλια των άλλων γυναικών που θα έκριναν τυχόν το αισθητικό αποτέλεσμα της δουλειάς της. Η δική μου διακονία ήταν το δυνατόν διακριτική καθώς την βοηθούσα επιλέγοντας τα ρόδα στους χρωματικούς συνδυασμούς που μου υπεδείκνυε και καταρτίζοντας μπουκέτα για να της τα παραδίδω έτοιμα  ώστε  να μην καθυστερεί, δίνοντάς της και τη γνώμη μου ενίοτε, εφόσον τη ζητούσε. Γνώμη που ωστόσο δεν  συμμεριζόταν και όλες τις φορές,  αφού  είχε πολύ προσωπική  και συγκεκριμένη άποψη για το αισθητικό σύνολο που ήθελε ν΄αποδώσει, κάνοντάς με να την  καμαρώνω ενδόμυχα για αυτό.
Γυναίκες της γειτονιάς μπαινόβγαιναν εν τω μεταξύ περαστικές ή μη, κάνοντας επαινετικά ή κριτικά σχόλια, μεταφέροντας και διάφορες ειδήσεις, κυρίως σχετικά με τις γιορταστικές εκδηλώσεις και τις επίσημες ή μη αφίξεις, φέρνοντας κεράσματα, δίνοντας ευχές για το επιτελούμενο άγιο έργο ή και προσφέροντας επικουρικά και περιστασιακά βοήθεια. Τα ελάχιστα κάπως επικριτικά (ή μάλλον όχι και τόσο ενθουσιώδη) σχόλια που ακούστηκαν, ένοιωθα ότι στενοχωρούσαν και πίκραιναν την Ασπασία, παρόλο που φρόντιζε να μην το δείχνει, όσο ήταν δυνατόν. Ένας λανθάνων ανταγωνισμός με αφορμή την ιερή διακόσμηση που σαφώς αντανακλούσε και κοινωνικές (ιεραρχικές, ηλικιακές, οικονομικές, επαγγελματικές, έμφυλες κ. ά) ανισότητες όσο και διαπροσωπικές συγκρούσεις αναδυόταν έτσι πολύτροπα μέσα στον ιερό χώρο. Εμφανιζόντουσαν επίσης αρκετοί τουρίστες (από τους λίγους που κυκλοφορούσαν την πρώιμη αυτή εποχή στο νησί, ανάμεσά τους και μερικοί από τους ηλικιωμένους Γάλλους συνταξιδιώτες μου στο πλοίο του ερχομού)  που περιηγούμενοι το κάστρο πρόβαλλαν απρόοπτα μέσα από το εκτυφλωτικό φως της νότιας πόρτας σκοτεινοί, σαν να έρχόντουσαν από «άλλη», μεταφυσική  διάσταση, καθώς ήταν κόντρα στο φως, για να θαυμάσουν τη δουλειά, να δουν το ναό και να απαθανατίσουν φωτογραφικά τα δρώμενα. Η ιερότητα των πράξεων ενισχυόταν από την αγωνία και τις προσευχές της κυρά- Άννας για τη σωτηρία νεαρού  μέλους της οικογένειάς της που είχε λίγες μέρες πριν παρουσιάσει σοβαρότατο πρόβλημα υγείας και ήταν σε νοσοκομείο στην Αθήνα για να χειρουργηθεί. Επίσης και από την  παραβατικότητα (που αντανακλούσε και πάλι έμφυλες, συγγενικές και κοινωνικές συγκρουσιακές σχέσεις) με την οποία είχε κατά ένα τρόπο επενδύσει τη διακοσμητική διακονία της στο ναό η Ασπασία, αφού είχε έλθει από άλλο, κοντινό στην Παροικιά χωριό εδώ,  κρυφά από τον άντρα της, όπως έλεγε. Ο τελευταίος  δεν της επέτρεπε (για λόγους που είχαν να κάνουν και με την ανεργία των παιδιών τους) να απασχολείται τόσες ώρες εκεί και η Ασπασία παρακαλούσε μάλιστα κάποιες  επισκέπτριες να το κρατήσουν μυστικό.
 Οι κουβέντες μου σχετικά με το ναό και την ιστορία του δεν απέδωσαν κάτι  περισσότερο διαφωτιστικό, πέραν των όσων γνώριζα ή υπέθετα, εκτός ίσως της πληροφορίας ότι οι θρησκευτικές εκδηλώσεις για τη γιορτή του ζεύγους των  Αγίων τα άλλα χρόνια λάβαιναν χώρα μόνον εδώ, σε αυτό το ναό και όχι στην Καταπολιανή όπως εφέτος, με κίνδυνο μάλιστα, όπως είχαν και την ανησυχία,  να μη γίνει τίποτε εδώ αφού δεν ήταν σίγουρες ούτε για την τέλεση του πανηγυρικού εσπερινού στον Αγιοκωσταντίνο. Έμαθα επίσης ότι το μικρό παρεκκλήσι στο χώρο του οποίου δουλεύαμε ήταν νεότερο πρόσκτισμα πάνω στην αυλή του ναού του «Αγιοκωσταντίνου».
Μια-μια γιρλάντα που τελειώναμε, την τοποθετούσαμε αμέσως στην προσδιορισμένη θέση της για να μη μείνει εκτεθειμένη σε οποιαδήποτε φθορά, δένοντάς την με σπάγγο από τα παμπάλαια σκουριασμένα καρφιά που υπήρχαν μπηγμένα πάνω στο πολύτιμο τέμπλο γι αυτό το σκοπό. Στην πλειονότητά τους έδειχναν να είναι τα καλούμενα «γυφτόκαρφα», δουλεμένα δηλαδή με το χέρι στο αμόνι και τη φωτιά, πράγμα που αναδεικνύει και την παλαιότητά τους. Λίγα από αυτά που ήταν πολύ φθαρμένα ή δεν ήταν στην κατάλληλη θέση για να προσδεθούν οι γιρλάντες με ασφάλεια, η Ασπασία  τα αντικαθιστούσε με άλλα καινούρια που κάρφωνε επάνω στο τέμπλο με άνεση, ενώ εγώ ένοιωθα σαν να τα καρφώνει στην καρδιά μου αλλά δεν ήθελα να παρέμβω αποτρεπτικά. Και καλώς εν τέλει νομίζω, αφού η ίδια απέδειξε ότι είχε άλλο αξιακό κώδικα για την πολυτιμότητα των αντικειμένων του ναού. Τα παλιά γυφτόκαρφα που αφαίρεσε δεν τα πέταξε, αφού «είναι του άγιου», όπως είπε, αλλά θεωρώντας  τον εαυτό της τελετουργικά  αρμόδιο για τη διαχείρισή τους από τον «Άγιο»,  με παρακάλεσε να τα ρίξω από τη σχισμή που είναι για τα νομίσματα μέσα στο κουτί του παγκαριού, όπως και έκανα, αφού εκείνη ήταν σκαρφαλωμένη πάνω σε μια καρέκλα και κρεμούσε τις γιρλάντες.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Η Ασπασία τοποθετεί λουλουδένια γιρλάντα πάνω από την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο τέμπλο.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Η Ασπασία μπροστά στο έργο της.

Με την επιδεξιότητα, την πείρα και τη  σβελτάδα της μαζί  και με τη δική μου βοήθεια όσο και μιας άλλης γειτόνισσας, ονόματι επίσης Ελένης, που ήλθε προς το τέλος να βοηθήσει αλλά και με τις συνεχείς ευχές και ευλογίες της κυρά-Άννας, κρεμάσαμε όλες τις γιρλάντες στο τέμπλο και μία στην εξωτερική πλευρά της δυτικής, ασκεπούς εισόδου του ναού που είναι θεατή  ακόμα και από τα πλοία που μπαίνουν στο λιμάνι, τελειώσαμε σχετικά γρήγορα το στολισμό του τέμπλου συνεχίσαμε με τις κινητές εικόνες. Πάνω σε αυτές στερεώσαμε απλώς στο σημείο της κρέμασής τους μια φούντα «αγγελικής» με ένα άλικο μεγάλο τριαντάφυλλο στο κέντρο της, όπως είχαμε κάνει και για το υπέρθυρο του αγίου βήματος, όσο και της πλάγιας πόρτας με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, προσθέτοντας εδώ και λευκούς κρίνους. Με τον  διακοσμητικά αυθόρμητο αυτό τρόπο της, με έκανε να συνειδητοποιήσω ακόμα περισσότερο όσα προανέφερα για το μέγεθος του τέμπλου και ταυτόχρονα να σκεφτώ και πάλι πως, «όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος».  Περιβάλλοντας δηλαδή η Ασπασία με γιρλάντες μόνο τις δεσποτικές και την εικόνα των τιμώμενων αγίων ―τοποθέτηση που έδειχνε προς στιγμήν  ασύμμετρη συνολικά, εκ πρώτης όψεως, για μένα― ανάδειξε την ιερότητα αυτού που όντως έπρεπε να στολιστεί, το κυρίως τέμπλο, οριοθετώντας το ταυτόχρονα. 





Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Λεπτομέρειες του στολισμού της εκκλησίας του "Αγιοκωσταντίνου".

Η τελευταία διακοσμητική πρακτική με τα μπουκέτα επεκτάθηκε και σε όλες τις εικόνες του παρεκκλήσιου του Ευαγγελισμού, στις οποίες η κυρά-Άννα είχε κρεμάσει επίσης λευκές κεντημένες ποδιές. Βάλαμε τα υπόλοιπα λουλούδια σε βάζα τοποθετώντας τα κάτω από την εορτάζουσα εικόνα αλλά και σε άλλα περίοπτα σημεία, σκουπίσαμε και μαζέψαμε τα απομεινάρια των φυτικών υλικών της διακόσμησης. Αφήσαμε για το τέλος τη νότια, στεγασμένη  είσοδο  του παρεκκλησιού, την οποία στολίσαμε με την Ασπασία μπήγοντας εραλδικά σε κάτι κενά των πέτρινων παραστάδων της δυο μεγάλα ανθισμένα κλαδιά «αγγελικής» με ένθετα τριαντάφυλλα,  ενώ η κυρά-Άννα με την νεοαφιχθείσα Ελένη γέμιζαν με λάδι τα καντήλια και τακτοποιούσαν σε σειρές τις καρέκλες μέσα στον ιερό  χώρο.





Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Το εσωτερικό του ναού μετά τον ανθοστολισμό


 Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Η γράφουσα ερευνήτρια Ε.Ψ. (κέντρο) ανάμεσα στις στολίστρες, στη νότια είσοδο του ναού.

Καμαρώσαμε το αποτέλεσμα του κόπου μας ανταλλάσσοντας ευχές και ευχαριστίες μεταξύ μας, ικανοποιημένες όλες με το προκαταρκτικό αυτό  τελετουργικό μας επίτευγμα,  ιδιαίτερα όσον αφορά τον κυρίως ―τον και εορτάζοντα― ναό, βλέποντάς τον στολισμένο και καθαρό να λάμπει μέσα στο ημίφως και να μοσχοβολά κάτω από τον γαλάζιο θόλο του τρούλου, έτοιμος για να πληρωθεί μετά από ελάχιστες ώρες με ανθρώπινες παρουσίες, ήχους, ψαλμωδίες, φως, δράσεις. Σφαλίσαμε το ναό σαν κιβωτό (απέξω πάλλευκο ν’ αστράφτει εκτυφλωτικά μέσα στο φως του ζεστού μεσημεριού, από μέσα σκοτεινό, δροσερό, μοσχομυριστό, σιωπηλό  και πολύχρωμο) και χωρίσαμε κάθε μία για τον προορισμό της, μέχρι το σούρουπο που θ’ ανταμώναμε πάλι εδώ  μαζί με τους άλλους για την ακολουθία του εσπερινού


.

Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου". Πάνω και κάτω: η δυτική όψη και η είσοδος του ναού, εσωτερικά και εξωτερικά, στολισμένη με λουλούδια.

Κατέβηκα στον παραλιακό δρόμο ανάλαφρη σαν πουλί παρόλη την κούραση και πρόσφερα στον εαυτό μου την πολυτέλεια ενός γεύματος με φρέσκα μπαρμπούνια που τα απόλαυσα μοναχικά σε ένα άδειο σχεδόν μαγαζί της παραλίας. Καθώς ήταν απόγευμα πλέον, πήρα από το ξενοδοχείο τη φορτισμένη πλέον βιντεοκάμερα, τη φορτώθηκα μαζί με τη φωτογραφική μηχανή και τα άλλα χρειαζούμενα για καταγραφή και πήγα στην Καταπολιανή για τη διαδικασία της μετακομιδής των οστών της   «περίεργης» οσίας Θεοκτίστης.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η εκκλησία του "Αγιοκωσταντίνου" με τον πανηγυρικό σημαιοστολισμό


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η δυτική όψη της εκκλησίας  του "Αγιοκωσταντίνου" από τον παραλιακό δρόμο.


Στο νάρθηκα του ναού πρόσεξα πως είχαν αφαιρεθεί από την προσκυνηματική εικόνα της Κοίμησης το «μυστήριο» πράσινο στάχυ που είχα δει και –ευτυχώς– φωτογραφίσει το πρωί. Το φαινομενικά μηδαμινό αυτό γεγονός μετά και από όσες λατρευτικές δράσεις είχα  παρατηρήσει  όσο και από τους συλλογισμούς που μου είχαν προκαλέσει,  προσέλαβε  για μένα εκείνη την ώρα αναδρομικά τη σημασία ενός είδους οιωνού: ήταν ωσάν μια μεταφυσική θέληση να είχε τοποθετήσει εκεί νωρίς το πρωί το στάχυ για να το αντικρίσω, θέλοντας να μου δώσει «σημάδι», οδηγώντας με στα σωστά ίχνη ή να επιβεβαιώσει πως βρισκόμουν ήδη στο σωστό δρόμο (!).





Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Ο ναός της κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".  Στο κέντρο του ναού οι εικόνες της αγίας Θεοκτίστης και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  δίπλα-δίπλα, ανθοστολισμένες, για προσκύνημα

Ο ναός της «Εκατονταπυλιανής»/Καταπολιανής ήταν τώρα πιο φωτεινός εσωτερικά, καθώς δέσμες από αχτίδες εισχωρούσαν από την κεντρική δυτική πύλη με το χαμήλωμα του ήλιου προς τη δύση. Ήταν σαν να είχε στηθεί ένας προβολέας για να φωτίσει ειδικά το θέαμα που αντίκρισα:  στο κέντρο του ναού, κάτω από τον τρούλο, προς τα αριστερά, δίπλα στο στασίδι με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και εμπρός περίπου  από την Παναγία του τέμπλου, είχε στηθεί το εικονικό σκηνικό της γιορτής: πρώτα στημένη για προσκύνημα μια σχετικά μικρή κινητή εικόνα των εορταζόντων αγίων  Κωνσταντίνου και Ελένης (που ίσως την είχαν βγάλει από το στασίδι που προανέφερα), καταστόλιστης με περίτεχνα φτιαγμένες άνθινες γιρλάντες και μπουκέτο λουλουδιών που απέπνεαν «επίσημη» και ακριβή επαγγελματική διακόσμηση και δίπλα της, προς τ’ αριστερά, την τεράστια εικόνα της οσίας Θεοκτίστης που είχα δει το πρωί, στολισμένης με τον ίδιο τρόπο.
Η προσκυνηματική συνύπαρξη δίπλα-δίπλα των δύο αυτών  εικόνων, μιας μητρικής (της Ελένης και του υιού) και μιας παρθενικής (της «κόρης» Θεοκτίστης) που μάλιστα δέσποζε με το εντυπωσιακό της μέγεθος  παίρνοντας έτσι και τα τελετουργικά πρωτεία από την πρώτη, συνέδεσε στα μάτια μου ακόμα πιο πολύ την μητέρα-Ελένη με την κόρη-Θεοκτίστη σημειολογικά και «διάβασα» (σε μια συνεχή αλληλεπίδραση των όσων βίωνα και συλλογιζόμουν) αυτό που το ιερατείο ιστορούσε εδώ  [ασυναίσθητα;) με την κοινή τους πρόθεση δίπλα-δίπλα αλλά και με τον κοινό τους εορτασμό: ότι δηλαδή η παρουσία αμφότερων στο ναό της Παναγίας δεν  είναι εν τέλει καθόλου τυχαίος, ούτε  άσχετος με την όλη ιστορία του, άρα και την ιστορία του νησιού. Μια παράλληλη «ιστορία» που θα μπορούσε ν’ αναδεικνύεται από την παρατακτική  σύνθεση αυτών των δύο εικόνων, ήταν αυτή της «συμμετοχής»  στη γονιμική μητροθυγατρική δυάδα και του ιερού εραστή/απαγωγέα  (που ως γνωστόν ο ρόλος του ως συζύγου εναλλάσσεται με αυτόν του γιού, όπως της μάνας με την κόρη) που έστεκε δίπλα στην βασιλομήτωρα «Ελένη»  στην πρώτη, μικρότερη  εικόνα.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Ο ναός της κοίμησης στην "Εκατονταπυλιανή".  Η μεγάλη εικόνα της κτήτορος αγίας Ελένης πανηγυρικά ανθοστολισμένη

 Ασυναίσθητα στράφηκα και  προς  την μεγάλη κτητορική εικόνα με τη μοναχική, χωρίς τον υιό, μητέρα «Αγιαλένη» και  είδα πως ήταν και αυτή στολισμένη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, λόγω της γιορτής της, αν και παρέμενε στη θέση της, πάνω στο νότιο τοίχο. Από εκεί που βρισκόταν, στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου, ήταν σαν να «έβλεπε» από διαμετρικά απέναντι τις στημένες για προσκύνημα άλλες δύο εικόνες και να χαμογελούσε συγκαταβατικά, σαν να ήξερε πως  επρόκειτο για τον ίδιο τον εαυτό της  αλλά  αναλυμένο αφηγηματικά σε δύο εικόνες, σκεφτόμουν, επεκτείνοντας τους συλλογισμούς που είχα κάνει και στην πρωινή, αθώα εν πολλοίς σχετικά,  επίσκεψή μου, που όσο προχωρούσε η διαδικασία, όλο και «πονήρευε». Πιο ’κεί εξάλλου, προς τ’ αριστερά της εορταστικής εικονικής σύνθεσης, έστεκε πάντα μέσα στο βόρειο κλίτος (που είναι ταυτόχρονα και σαν πρόναος του αρχαιότατου ναού του «αγίου Νικολάου») η εικόνα της αγίας Άννας με την εικόνα των αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στα πόδια της, συνδυασμό που είχα δει να επαναλαμβάνεται παρατακτικά πλην επίμονα στο ναό του «Αγιοκωνσταντίνου» του κάστρου.
 Αρκετός κόσμος καθόταν στις καρέκλες και μια ουρά από πιστούς ακολουθώντας την προδιαγεγραμμένη πορεία προσκυνούσε πρώτα την εικόνα των αγίων Κων/νου και Ελένης, μετά αυτήν της αγίας Θεοκτίστης και εν τέλει αυτήν της Παναγίας στο τέμπλο όσο και άλλες.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Πάνω και κάτω: Η πομπή για την υποδοχή της κάρας της οσίας Θεοκτίστης.  

Σε λίγο μια κινητικότητα υπέδειξε ότι θα ξεκινούσαν για την υποδοχή των αγίων «λειψάνων» (στην Ηθική και Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια αμφισβητείται η ιστορική υπόσταση της οσίας Θεοκτίστης) που θα έφταναν επίσημα με πλοίο στο λιμάνι από τη Μυτιλήνη (άλλο κέντρο λατρείας της θεάς) και βγήκα έξω εσπευσμένα για να καταγράψω την πομπική αυτή μετακίνηση των λειψάνων από και προς το ναό. Έξω από την πύλη του περιβόλου της «Εκατονταπυλιανής»/Καταπολιανής μια ομάδα από μικρά κορίτσια που καθοδηγούσε μια νέα γυναίκα (προφανώς παιδιά του δημοτικού με τη δασκάλα τους) σχημάτιζαν δύο πομπικές σειρές: ντυμένα με ειδικά λευκά σατέν ποδήρη ρούχα, σαν χιτώνες, κρατούσαν λάβαρα σε διάφορα χρώματα ίσα σχεδόν με το μπόι τους, με το μονόγραμμα του Χριστού κεντημένο στο κέντρο. Άρα τα πράγματα είχαν πολύ πιο επίσημες –και ελληνοχριστιανικές- διαστάσεις,  απ’ όσο είχα μπορέσει να φανταστώ! Οι ιερείς ντυμένοι με τα λαμπρά τους  άμφια βγήκαν από την πύλη της μονής ακολουθούμενοι από τους πιστούς και σχηματίζοντας πομπή με τα παιδιά να προπορεύονται (τα κορίτσια με τα λάβαρα και αγόρια με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα), διάνυσαν αργά-αργά τη μικρή απόσταση που χωρίζει το ναό από την αποβάθρα που προσορμίζονται τα πλοία στο λιμάνι, ενώ οι ψάλτες συνόδευαν με κατάλληλες ψαλμωδίες και οι καταστηματάρχες στεκόντουσαν στις εισόδους των μαγαζιών παρακολουθώντας. Οι περιοδεύοντες τουρίστες χάζευαν και φωτογράφιζαν.  
Στην προκυμαία μια μουσική στρατιωτική (;) μπάντα (του ναυτικού;) αποτελούμενη από άνδρες και γυναίκες ντυμένους με πάλλευκες στολές, περίμενε με τα όργανα υπό μάλης  την άφιξη της πομπής και του πλοίου ενώ ήταν εκεί παρατεταγμένα και άλλα  παιδιά από τα σχολεία του νησιού υπό την επίβλεψη των δασκάλων, αστυνομικοί, οι αρχές του τόπου κ.λπ. Βρισκόμουν  δηλαδή απρόσμενα εμπρός σε μια πολύ επίσημη πατριωτικο-θρησκευτική τελετή, με μεγάλη τοπική οργάνωση,  επισημότητα, προβολή και παιδαγωγική σημασία, όπως έδειχνε. Το απογευματινό φως ήταν διαυγές, η θάλασσα είχε ένα έντονο μπλε χρώμα και ρυτιδούμενη από ένα ελαφρό αεράκι, δημιουργούσε ένα λαμπρό φυσικό πλαίσιο στην όλη τελετή.




Πάροικιά, 20/5/2003. Η υποδοχή της ασημένιας πυξίδας με την κάρα της οσίας Θεοκτίστης που διακομίστηκε από την Ικαρία με το φέρυ-μπόουτ της γραμμής, στο λιμάνι

Το ογκώδες οχηματαγωγό πλοίο μπαίνοντας στο λιμάνι σφύριζε βραχνά και επίμονα, εορταστικά, και ’γώ είχα την αίσθηση ότι έβλεπα ελληνική ταινία της δεκαετίας του 1960. Κατέβασε την αδηφάγο μπουκαπόρτα, σαν πύλη του Άδη, έδεσε κάβους,  και ενώ η στρατιωτική (;) μπάντα έπαιζε τα κατάλληλα για την περίσταση εμβατήρια,  πρόβαλαν από αυτήν οι Επίσκοποι Σάμου και Παροναξίας (ίσως και της Μυτιλήνης, δεν ρώτησα) κρατώντας κάτι πολύτιμα χρυσά σκεύη, που προφανώς περιείχαν τα άγια λείψανα,  ακολουθούμενοι από πλήθος ιερέων.





Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Η πομπή της μεταφοράς τη κάρας της οσίας Θεοκτίστης από το πλοίο στην "Εκατονταπυλιανή"

Μεσολάβησε η τελετουργική, περισσότερο λαμπρή και επίσημη, ένδυση των Μητροπολιτών από κάποιους  ιερείς ενώ ακούγονταν ψαλμωδίες και αφού τα σκεύη με τα ιερά οστά πέρασαν στα χέρια κατώτερων ιερέων, η πομπή πήρε το δρόμο για την «Εκατονταπυλιανή»/Καταπολιανή με τα πολυτελή άμφια των δεσποτάδων και των ιερέων να φουσκώνουν ανεμίζοντας από το αγέρι. Η μπάντα προπορευόμενη με τους εν παρατάξει μαθητές, τα λαβαροκρατούντα κοριτσάκια και τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα πίσω της, επαιάνιζε. Πλήθος κόσμου είχε προστεθεί τώρα στην πομπή και μπήκαν όλοι με τη σειρά στη μονή και στο ναό για τον πανηγυρικό εσπερινό.
Δεδομένου ότι είχα πληροφορηθεί ότι εσπερινός θα πραγματοποιούνταν τελικά και στον «Αγιοκωσταντίνο» του κάστρου στις 8.00 μ.μ., άφησα τον πανηγυρικότατο αυτό εσπερινό στην «Εκατονταπυλιανή»/Καταπολιανή να εξελίσσεται και έτρεξα για  να προλάβω όλη τη διαδικασία του «απλά» πανηγυρικού εσπερινού εκεί. 






Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Από πάνω προς τα κάτω: 
Ανεβαίνοντας προς τον"Αγιοκωσταντίνο"από το  φράγκικο κάστρο, δομημένο με αρχαία μαρμάρινα οικοδομικά μέλη

Πήρα τώρα τον εσωτερικό δρόμο που οδηγεί στο κάστρο μέσα από την αγορά της παλιάς πόλης, καθώς μπορούσα πλέον να προσανατολίζομαι και να κινούμαι πιο άνετα μέσα στα σοκάκια, για να δω και αυτή την «εσωτερική»  διαδρομή που θα πρέπει να ήταν και η πιο συχνή και  επίσημη κατά ένα τρόπο. Συνειδητοποίησα περπατώντας πόσο κοντινή είναι  εν τέλει η απόσταση ανάμεσα στους δύο ναούς, όταν  έφτασα σύντομα στην κορυφή  του χαμηλού σχετικά κάστρου και περιεργάστηκα το απίστευτο «τείχος» που έχουν φτιάξει οι Φράγκοι χρησιμοποιώντας το υλικό από τους κατεστραμμένους παλαιότερα αρχαίους (αρχαϊκούς, κλασικούς) ναούς, χτίζοντας  ανάκατα  ως απρόσωπα οικοδομικά υλικά τα κομμάτια τους. Εδώ υπάρχουν και κομμάτια του ναού της «Αθηνάς» της Ακρόπολης, ίσως και του αρχαιότατου της «Ελένης», σκέφτηκα, αν και αυτός δεν θα είχε σίγουρα μαρμάρινα μέλη, αν και δεν μπορεί να ξέρει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε στην Πάρο, που είναι συνώνυμη σχεδόν με το μάρμαρο. Στο έρημο καλντερίμι  τα νιόφυτα τρυφερά βλαστάρια των διακοσμητικών αναρριχητικών φυτών μεγάλωναν στις προσόψεις των σπιτιών, μερικά ολάνθιστα ήδη και ευωδιαστά, ενώ μέσα  από τις μυστικές, κλειστές αυλές ξεπρόβαλλαν από τους ψηλούς λευκούς μαντρότοιχους μερικά  ανθισμένα ακόμα, λόγω της αργοπορημένης εφέτος Άνοιξης, κλαδιά λεμονιάς μοσχομυρίζοντας. Το ελαφρό αεράκι δυναμωμένο από τη στενωσιά αυτού του δρόμου στροβίλιζε κάποια φύλλα και χνούδια ενώ συνάντησα και μια-δυό μοναχικές γερόντισσες  που καθισμένες  στο πεζούλι έξω από την πόρτα τους πάνω σε πλουμιστά μαξιλαράκια, βίωνε κάθε μια  τη μοναξιά τού απογεύματος σιωπηλή και σχεδόν αδιάφορη για το δικό μου πέρασμα, μαθημένες πλέον καθώς είναι να ξεπροβάλλουν μπροστά τους οι πιο απίθανες φιγούρες  ξένων τουριστών.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. Φτάνοντας στον  "Αγιοκωσταντίνο" αργά το απόγευμα.






Στο τέρμα του ελαφρά ανηφορικού αυτού δρόμου, μετά από μια μικρή στροφή, αντίκρισα στην κορυφή τις καμάρες του πρόναου εμπρός στο  νότιο τοίχο του «Αγιοκωσταντίνου» και την αντίστοιχη είσοδο που οδηγεί σε αυτόν μέσα από το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού.  Λόγω της στενωσιάς του σοκακιού δεν τον έβλεπα σε όλο του το φάρδος ούτε και τον μπλε τρούλο που  κρυβόταν  πίσω από τα κλαδιά της λεμονιάς, και καθώς έμοιαζε σαν να είναι ένα ακόμα από τα γύρω σπίτια,  δυσκολεύτηκα προς στιγμήν να τον αναγνωρίσω, μέχρι που είδα  τη στολισμένη με τα κλαδιά της «αγγελικής» και τα τριαντάφυλλα  πόρτα μέσα  στη σκιά του  καμαρωτού χαγιατιού. Όταν βγήκα στον ξάγναντο χώρο που τον περιβάλλει (τονίζοντας και τη σημασία του ως «πολιούχου», μέσα στην όλη πυκνότητα εδώ του οικιστικού ιστού) ο πάλλευκος ναός λουζόταν τώρα στο φως του ήλιου από δυτικά με λιγότερη όμως ένταση, καθώς είχε αρχίσει  να γέρνει (εξάλλου ζούσαμε τις μεγαλύτερες μέρες του χρόνου, «…να ’ταν οι μέρες του Μαγιού κ’ οι νύχτες του Γενάρη, να σε χορτάσω φίλημα…» λέει ο εραστής στην αγαπημένη του σε ένα ερωτικό παραδοσιακό τραγούδι, που μπορεί και να μην είναι άσχετο και με αυτές εδώ τις γιορτές  των «αγίων» Κων/νου και Ελένης), πράγμα που μάκραινε προς ανατολάς τις σκιές και πρόβαλε τη σκιά του κορυφαίου, πάνω από το κλιμακωτό δυτικό αέτωμα καμπαναριού, πάνω στον μπλε τρούλο.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". 
Από πάνω  προς τα κάτω: ο ναός έτοιμος για τον πανηγυρικό εσπερινό.

 Η ώρα ήταν «ανοιχτή» και  κάτω από τα πόδια του ναού, δυτικά, ο ήλιος (που είναι  ζωγραφισμένος πύρινος στην εικόνα μέσα στο ναό δίπλα στο κεφάλι τού και ως Ήλιου λατρεμένου αγίου και μεγάλου Κωνσταντίνου)  είχε απλώσει πάνω στη θάλασσα το αστραφτερό χαλί του και δεδομένων των γεωγραφικών συντεταγμένων  στο σημείο εκείνο, ήταν σαν το φωτεινό αυτό χαλί να έμπαινε κατευθείαν μέσα στο ναό από τη δυτική ασκεπή πόρτα του  και να συναντούσε την εικόνα. Μπήκα αμέσως στο ναό αφήνοντας έξω την πρωινή στολίστρα  κυρά-Ελένη να φλυαρεί με μια γειτόνισσα καθισμένη στο πεζούλι πάνω από τη θάλασσα και είδα  την ποιητική μεταφορά που μόλις είχα κάνει να προβάλει  και μέσα στο εσωτερικό του ναού. Το «φαεινό»  ηλιακό μονοπάτι/χαλί μπαίνοντας από τη δυτική μισάνοιχτη πόρτα  περπατούσε πάνω στις πλάκες του δαπέδου με τις ταφόπλακες (;) και κατέληγε καθρεφτιζόμενο μαζί με τη θάλασσα πάνω στο τζάμι  της δεσποτικής εικόνας της Παναγίας στο τέμπλο, καθιστώντας τη μορφή της μαζί με το Χριστό ωσάν κολυμβητές μέσα στο ρυτιδωμένο, τρεμουλιαστό, υδάτινο φωτεινό χρυσάφι. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τους γονιμικούς μύθους της  Δανάης με τη χρυσή βροχή και τόσους άλλους, και βέβαια, τη σκηνή του «Ευαγγελισμού» στο δίπλα παρεκκλήσι όπου η  Παναγία λούζεται επίσης στη δέσμη του φωτός γονιμοποιούμενη από το άγιο Πνεύμα ενώ ο «ανθός», ο κρίνος, (ή ο «υάκινθος») ιστορείται επίσης εκεί. Αναρωτιόμουν τώρα γιατί να προστέθηκε άραγε το συγκεκριμένο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού στο ναό του άγιου Κωνσταντίνου και όχι κάποιο άλλο. Μήπως ακριβώς είχε σχέση και με αυτή τη μεταφορά, σε συνδυασμό με όσα είχα «αναγνώσει» και στην Καταπολιανή προ ολίγου; Σε αυτό το μαγικό τόπο ο έντονος συγκρητισμός των πολιτισμικών παραδόσεων  γεννούσε πλέον εικόνες από μόνος του, ιστορώντας τους  διαπλεγμένους μύθους και τις μεταφορές, ενώ αναδείκνυε το πόσο αδιάλυτα είναι αυτοί δεμένοι τοπικά με το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον, το κοσμικό στερέωμα, τους κατοίκους, το χρόνο, τις εποχές.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός. Η δεσποτική εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίαςπάνω στο τέμπλο, φωτισζόμενη από τον δύοντα ήλιο.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". ο ήλιος βασιλεύει έξω  από τη δυτική πύλη



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός

Η νεωκόρα γερόντισσα κυρά Άννα ήταν εκεί και είχε ήδη τοποθετήσει τους πανηγυρικούς άρτους που είχαν προσκομίσει κάποιες γειτόνισσες πάνω στο τραπεζάκι με το πάλλευκο κεντητό  τραπεζομάντηλο πάνω σε άλλο κόκκινο σατέν που  ήταν έτσι στολισμένο σε αντιστοιχία με τις ποδιές (όπως και το αναλόγιο για τα βιβλία  της ψαλτικής). Το φωτεινό μονοπάτι  του ήλιου που κυκλοφορούσε μέσα στο ναό αναδείκνυε τα χρώματα του τέμπλου, των εικόνων, όσο και των λουλουδιών της διακόσμησης ενώ ο χώρος μοσχοβολούσε τώρα και από τη μυρωδιά των φρεσκοψημένων ψωμιών. 



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". εσπερινός. Ο ψαλτικός χορός.


Πάρος, Παροικιά , εσπερινός στον Αγιοκωσταντίνο. Ο οβολός των πιστών κατατίθεται στο περιφερόμενο στο εκκλησίασμα καλάθι.


Η απέριττη και συνάμα πυκνότατη σε σημασίες, μυθικές μεταφορές και ομορφιά εικόνα  που αντίκριζα εδώ σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες ήρεμες διακοσμητικές δράσεις του πρωινού αλλά και τις χαμηλών τόνων λατρευτικές  τωρινές δράσεις, με έκανε ασυναίσθητα  να τις συγκρίνω με την εικόνα της επίσημης τελετής που είχα μόλις αφήσει  στο μεγαλοπρεπή ναό της «Εκατονταπυλιανής». Πρόβαλλαν οι δύο ιεροί τόποι μνήμης: ο «μεγάλος» στην «Εκατονταπυλιανή», οργανωμένος άνωθεν από την   θρησκευτική και κοσμική εξουσία και ο «μικρός» της λαϊκής παράδοσης στον «Αγιοκωσταντίνο». Από τη μια οι μεγαλόπρεπες πολιτικές και θρησκευτικές αναπαραστάσεις από τις αντίστοιχες επίσημες εξουσίες στην κατασκευασμένη ως «Εκατονταπυλιανή»  παλαιοχριστιανική «καταπολιανή» εκκλησία και την αυγούστα «αγία Ελένη» (όσο και τον αυτοκράτορα μέγα Κωνσταντίνο) που κατασκευασμένα επίσης αυτές οι ιερές μορφές αφορούν,  και από την άλλη η αυθόρμητη λαϊκή θρησκευτικότητα και πίστη προς τους ένθρονους αγίους: τον  ηλιόμορφο Κωνσταντίνο και τη φεγγαροπρόσωπη Ελένη (σύμφωνα με τα σύμβολα πάνω στην προσκυνηματική εικόνα) όπως εκφραζόταν, μακριά από επισημότητες, σε αυτόν εδώ το ναό ―που ήταν σαν οι πρώτοι  να του είχαν «κλέψει την παράσταση» εν τέλει, αφού είχα μάθει ότι η πανηγυρική λειτουργία της επομένης, ανήμερα της γιορτής, είχε μετατεθεί μόνον στην «Εκατονταπυλιανή».  Η μετάθεση αυτή της πανηγυρικής λειτουργίας ήταν  εξαιρετικά σημαίνουσα βέβαια για το δικό μου σκεπτικό  σχετικά με τη σχέση των δύο ναών, αφού εκτιμούσα ότι  τους  ταυτίζει συμβολικά σε επίπεδο σημείων  (ως την «Ανωπολιανή» και την Καταπολιανή εκκλησία του ίδιου ιερού ζεύγους) άρα και τους δύο Κωσταντίνους και τις Ελένες, όσο βεβαίως και την Παναγία, την αγία Άννα κ.λπ. ενώ  η ταύτιση  αυτή έδινε απάντηση και στην προηγηθείσα ερώτηση για την παρουσία εδώ του  παρεκκλησιού  του Ευαγγελισμού.
Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται οι γυναίκες για τον εσπερινό, να παραδίδουν καθεμία  ένα μεγάλο (και όχι πέντε)  άρτο και ένα μικρότερο πρόσφορο στην κυρά-Άννα  μαζί με ένα χαρτί με τα προς μνημόνευση από τον ιερέα ονόματα αλλά και τα, προαιρετικά, όσο και απολύτως απαραίτητα τελετουργικά,  χρήματα για τον ιερέα, ανάλογα με τις δυνατότητές της έκαστη και να παίρνουν τη θέση τους στα στασίδια και τις καρέκλες, περιμένοντας την άφιξη του ανδρικού ιερατείου (ιερείς, ψάλτες, επίτροπους) από την Καταπολιανή για να αρχίσει και εδώ ο εσπερινός. Η κυρά-Άννα, όσο δεν κινδύνευε η ισορροπία της σχηματιζόμενης στοίβας, τοποθετούσε τον καθένα καινούργιο  πάνω στους προηγούμενους  άρτους πάνω στο ειδικό τραπεζάκι με τα χαρτιά και τα χρήματα ανάμεσά τους και τελικά μέσα στο ιερό, στο οποίο μπαινόβγαινε μόνον αυτή,  λόγω ηλικίας και ιερατικού αξιώματος.
Οι γυναίκες είχαν στήσει και κουβεντολόι, σχολιάζοντας θετικά τη διακόσμηση (άρα δικαιωνόταν η Ασπασία που ωστόσο απουσίαζε, ώστε να ικανοποιηθεί), τις τελετές κ.λπ. Μια από αυτές, μεσόκοπη-προς-ηλικιωμένη γυναίκα (ντόπια, που, όπως έλεγε, αφού έζησε μεγάλο μέρος της ώριμης ζωής της στον Πειραιά έχει εγκατασταθεί και πάλι  στο νησί) φαινόταν ιδιαίτερα κοκέτα, ντυμένη γιορτινά. Τα βαμμένα έντονα ξανθά μαλλιά της και η κάπως εξεζητημένη  ένδυσή της που είχε και αστικά λαϊκά στοιχεία, την  έδειχναν  μικρότερη ίσως από την πραγματική ηλικία της. Καθισμένη κοντά μου έδειχνε να της αρέσει η ιδέα ότι μπορεί και να την έπαιρνε η βιντεοκάμερα. Αυτή η γυναίκα αυθόρμητα όσο και  απρόσμενα (γιατί δεν το περίμενα από εκείνη,  σε σχέση με την εικόνα της) μου αφηγήθηκε σημαντικότατα στοιχεία από την προφορική παράδοση του τόπου, για το βίο της αγίας Θεοκτίστης και μάλιστα ειπωμένα με μια έντονη θεατρικότητα και με ιδιαίτερα γλαφυρή ρητορική, που ευτυχώς κατέγραφε και η κάμερα. Τα βιογραφικά αυτά στοιχεία της Οσίας ήρθαν να επιβεβαιώσουν αποκαλυπτικά τις εικασίες μου, που στήριζα μέχρι εκείνη την ώρα σε όσα είχα δει ιστορημένα στην εικόνα της αλλά και στις τελετουργικές δράσεις στην Καταπολιανή, όπως τις έχω ήδη περιγράψει.



Πάρος, Παροικιά. Λεπτομέρεια από την εικόνα της οσίας Θεοκτίστης στην "Εκατονταπυλιανή": Η Θεοκτίστη φτάνει στην Πάρο, δραπετεύει από τους πειρατές και κρύβεται στο δάσος.

Κατά τα λεγόμενα της γυναίκας αυτής, «…η αγία Θεοκτίστη  ήταν μια ανύπαντρη κοπέλα (παρθένος) που την άρπαξαν οι πειρατές από το νησί της, την Ικαρία και κάπου την πήγαιναν. Στο ταξίδι έπιασε φουρτούνα που τους ανάγκασε να προσορμιστούν στην Πάρο, όπου μόλις βγήκαν στη στεριά, η κόρη κατάφερε να δραπετεύσει και να κρυφτεί, ξεφεύγοντάς τους τελικά. Πήγε δηλαδή και κρύφτηκε μέσα σε ένα πυκνό δάσος που ήταν εκεί που είναι τώρα η Παναγία «η Εκατονταπυλιανή» και χώθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση και τα βάτα, ζώντας έκτοτε μέσα στο ερειπωμένο εκκλησάκι του αγίου Νικολάου [-Παναγίας] που βρισκόταν τότε εκεί μέσα, αθέατο κάτω από τα βάτα, τρώγοντας ρίζες και βατόμουρα. 


Πάρος, Παροικιά. Λεπτομέρεια από την εικόνα της οσίας Θεοκτίστης στην "Εκατονταπυλιανή":  ο κυνηγός ανακαλύπτει την Θεοκτίστη, την ντύνει και την βάζει στο ναό 


...Πέρασαν χρόνια και κάποιος κυνηγός που κυνηγούσε στο δάσος, ψάχνοντας για το θήραμά του μέσα στα βάτα, άκουσε θόρυβο και ανακάλυψε το ερειπωμένο εκκλησάκι όπου κρυβόταν διαβιούσα η κόρη. Της φώναξε τότε να φανερωθεί αλλά αυτή δεν εμφανιζόταν, γιατί ήταν γυμνή αφού τα ρούχα της είχαν φθαρεί με τα χρόνια. Ο κυνηγός επέμενε, και τότε αυτή του είπε ότι είναι γυμνή και  παρακάλεσε να της ρίξει μέσα το μανδύα του, για να σκεπαστεί και έτσι να βγει. Πράγμα που έγινε και εμφανίστηκε η κόρη, αρνούμενη ωστόσο να απομακρυνθεί από εκεί, όπου έλεγε ότι είχε αφιερωθεί στο θεό γιατί  σώθηκε από τους πειρατές. Έπιδιόρθωσαν τότε το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου [-Παναγίας] και η αγία Θεοκτίστη έζησε  εκεί τον υπόλοιπο βίο της  ως μοναχή και πέθανε εκεί μέσα, χωρίς να απομακρυνθεί ποτέ. 

Πάρος, Παροικιά. Λεπτομέρεια από την εικόνα της οσίας Θεοκτίστης στην "Εκατονταπυλιανή": η Θεοκτίστη "κοιμάται" και θάβεται  μέσα στο ναό

Την έθαψαν μέσα στο ναό και είναι ακόμα ο τάφος της μέσα στην Καταπολιανή, δίπλα στην εικόνα της, που έχει  επάνω στην ταφόπλακα και το βούλιαγμα της γυμνής πατημασιάς της αλλά και το σημάδι από το αδράχτι της που έγνεθε.  Μετά οι Καριώτες πήραν τα οστά της στην Ικαρία αφού ήταν Καριώτισσα αυτή και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τα έφεραν σήμερα εδώ…»
 Όταν τελείωσε, δεν μου λες, τη ρώτησα, δηλαδή η αγία Θεοκτίστη είχε ζήσει εδώ, τόσο παλιά, πριν χτιστεί η Καταπολιανή;  «-Βέβαια!», μου απάντησε κατηγορηματικά, αφού σας είπα ότι ήταν μόνο το εκκλησάκι του  αγίου Νικολάου, και αυτό γκρεμισμένο!». Η κυρά-Άννα δίπλα της κουνούσε το κεφάλι της επιδοκιμαστικά.  Τη ρώτησα τότε, πότε πήγε η αγία Ελένη στο νησί, αλλά μου είπε ότι δεν είχε ακουστά κάτι τέτοιο, το μόνο που ήξερε για αυτήν ήταν ότι ήταν βασίλισσα, μάνα του βασιλιά άγιου Κωνσταντίνου, ότι βρήκε τον τίμιο  σταυρό από το βασιλικό που μοσχοβολούσε  και ότι μετά έχτισε την αγία Σοφία στην Κωσταντινούπολη. Ότι έμεινε δε τόσο ευχαριστημένη από αυτό το χτίσιμο,  που έστειλε τους ίδιους αυτούς μαστόρους στην Πάρο  να χτίσουν και την Καταπολιανή.
Είχα μείνει άφωνη!  Η διήγηση ήταν τόσο φανερά σημαίνουσα (βεβαίως μέσα στο όλο τοπικό και θρησκευτικό συμφραζόμενο), που μπορούσα να την μεταφράσω σχεδόν λέξη προς λέξη, τόσο φανερή μου φαινόταν η συμβολική σημασία της.
Το γεγονός ότι η ιστορία της Θεοκτίστης τοποθετείται προ «Εκατονταπυλιανής» ήταν βεβαίως το αποκαλυπτικό κλειδί για μένα, γιατί νόμιζα ως εκείνη τη στιγμή ότι επρόκειτο για κάποια οσία βυζαντινής εποχής που είχε μονάσει στο μοναστήρι της Παναγίας, το οποίο παραδίνεται επίσης ότι ήταν γυναικείο.  Ο αδιαμφισβήτητος αυτός  χρονικός προσδιορισμός καθώς  συνάδει με τα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια του  ναού της «Εκατονταπυλιανής» εκτιμώ πως αφορά τον προχριστιανικό μύθο για την «κόρη» αποδίδοντας μεταφορικά την ιστορία του λατρευτικού αυτού χώρου.  Η «κόρη»  δεν είχε όντως «κουνήσει ρούπι» από το ναό της, αρνούμενη να απομακρυνθεί από αυτόν.  Βεβαίως η αφήγηση της συγκεκριμένης γυναίκας για την Θεοκτίστη και οι άλλες πληροφορίες της  αφορούν ένα μεμονωμένο, μη διασταυρωμένο παράδειγμα, ωστόσο  όσες γυναίκες ήταν παρούσες εκεί και την άκουγαν, δεν αντέδρασαν λέγοντας κάτι διαφορετικό. Νομίζω εξάλλου ότι και ο τρόπος που έχει συνδέσει η ίδια την αγία Ελένη με το νησί, κρατώντας από τον σχετικό ιστορικό μύθο μόνο αυτό που αφορά την αγια-Σοφιά και το μοτίβο της εύρεσης του Σταυρού όσο και της βασιλικής μητέρας, αγνοώντας προφανώς τα ιστορικά δεδομένα, ενισχύει τον παραπάνω συλλογισμό.
Η ανάλυση της παραπάνω αφήγησης αποδίδει, κατά την κρίση μου πάντα,  τα εξής μοτίβα και τις σημασίες:
α) σε ένα πρώτο επίπεδο έχουμε το μύθο της αρπαγής της κόρης από «πειρατές» (όπως ακριβώς είχε συμβεί και με την «ωραία» Ελένη, που την είχε πάρει ο Πάρις με πλοίο συναποκομίζοντας μαζί  και υλική λεία), μοτίβο που αναδεικνύεται και στα σύγχρονα δημοτικά τραγούδια της Ελένης (βλ. Κάτω στο γιαλό.., Μια κόρ΄από την Αμοργό...) ενώ ταυτόχρονα   υπαινίσσεται και τον τρόπο που ήρθε στο νησί η Αγία Ελένη, πράγμα που τις εντάσσει όλες στο μοτίβο και της «ταξιδεύτρας»  ή «κυνηγημένης»  κόρης των τραγουδιών (την Θεοκτίστη εξάλλου τη «βρίσκει» ένας «κυνηγός»), τόσο διαδομένων  και αγαπημένων στα νησιά[i]. Άρα το μοτίβο της «αρπαγμένης», «κυνηγημένης» κόρης/γυναίκας είναι συμφραζόμενο σε πολλά πολιτισμικά επίπεδα στον τόπο (παραδόσεις, τραγούδια, χοροί, αρχαίοι και χριστιανικοί ναοί,   αρχαιολογικά ευρήματα, εικόνες κλπ)[11].
β) σε ένα δεύτερο επίπεδο δηλώνεται ότι η εγκατάσταση της κόρης (κατόπιν και λόγω αυτής της αρπαγής) γίνεται σε τόπο σκοτεινό, χθόνιο, όπως υποδηλώνει η μνεία του σκοτεινού δάσους και των πυκνών βάτων (χθόνιου, νεκρικού φυτού) που ωστόσο είναι δομημένος και ιερός, όπως προκύπτει από την ύπαρξη του ερειπωμένου έστω ναού του αγίου Νικολάου (ή της Παναγίας, που θεωρείται και αρχαιολογικά το παλαιότατο κτίσμα της Εκατονταπυλιανής)  . Ο συγκεκριμένος  Άγιος με τη σειρά του υποδηλώνει τα χαρακτηριστικά του χθόνιου Πλούτωνα/Ποσειδώνα (απαγωγέων αμφότερων της κόρης κατά τον μύθο) με τον οποίο ταυτίζεται όπως είναι γνωστό στη λαϊκή παράδοση ο άγιος Νικόλαος και τον οποίο συναντώ ούτως ή άλλως πολύ συχνά σε συνάρτηση με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, τόσο εικονικά, όσο και ναϊκά, σαν τους «δίδυμους» Αγίους, αν και όχι τόσο συχνά όσο αυτούς. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι συμβολικά πρόκειται εδώ περί τάφου, δηλαδή περί του κάτω κόσμου, όπου εγκατοικεί ξεχασμένη και κρυμμένη η «κοιμηθείσα» επί τόπου ιερή κόρη, «κοίμηση» που έχει αναλογίες  και με τον αρχαίο μύθο της Κόρης.  Εξάλλου εδώ ακριβώς σημειώνεται και η παρουσία αρχαίου νεκροταφείου στον οδηγό, ενώ υπάρχει και ο ίδιος ο τάφος της «Θεοκτίστης» μέσα στην  Καταπολιανή (για τις υποχθόνιες, κεκοιμημένες κόρες, στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2016/05/blog-post.html ).
γ) Η κόρη κρύβεται «γυμνή» και ξεχασμένη. Η γυμνότης αυτή μπορεί αφενός να υποδηλώνει τη μνήμη κάποιου γυμνού ή ημίγυμνου λατρευτικού αγάλματος της κόρης σαν αυτά που βρίθουν στο παρακείμενο Μουσείο ή/και να δηλώνει την απέκδυσή της από τα παλαιά, προ-χριστιανικά  πολιτισμικά και θρησκευτικά στοιχεία και την ένδυσή της με τα «σημάδια» της νέας λατρείας (που δεν επιτρέπει τη γυμνότητα), με τα οποία και γίνεται πλέον αποδεκτή και εμφανής ως ιερό πρόσωπο και πάλι.
δ) Η κόρη παίρνει ως όνομα τώρα το περιγραφικό επίθετο «Θεοκτίστη», δηλαδή θεόχτιστη, θεοχτισμένη Κόρη[-Ελένη] αφού ο ιερός τόπος της λατρείας και ο τάφος της ενσωματώθηκε στο κτίσμα της «Εκατονταπυλιανής» εντοιχίζοντας και την ίδια ως διαχρονική θηλυκή ιερή μορφή μέσα στον ιερό  χώρο για να τον στοιχειώνει και να εγκατοικεί εδώ για πάντα ως χθόνια μορφή μέσα στον τάφο της.
ε) Το χνάρι του ποδιού της πάνω στον τάφο υποδεικνύει ότι κατοικούσε  εδώ και ως ζωντανή, δηλαδή όχι μόνο στον κάτω αλλά και στον απάνω κόσμο (άρα δεν ζούσε μόνον στον κάτω), όπως προκύπτει και από το σημάδι του αδραχτιού που αναδεικνύει γνεστικές όσο και υφαντικές δραστηριότητες. Τέτοιες δραστηριότητες συνάδουν κατεξοχήν με τα αρχαία ιερά της Μητέρας όσο και με την σχέση της «ωραίας Ελένης» με την υφαντική, τόσο στις αγγειογραφίες και τις περιγραφές στο έπος, όσο και με την Ελένη  στα δημοτικά τραγούδια (βλ. και την ανάρτηση/post για την υφάντρα Αλεξιανδριανή Ελένη σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα/blog). Συνάδουν βεβαίως και με τις υφαντικές δραστηριότητες στα χριστιανικά γυναικεία μοναστήρια, και τούτο το προσλαμβάνω ως ενισχυτικό της ανάλυσής μου ενώ η δράση του γνεσίματος τοποθετείται από την αφηγήτρια πριν το χτίσιμο του χριστιανικού μοναστηριού, που ίσως να έγινε γυναικείο ακολουθώντας κάποια παλιότερη παράδοση.
 Στ) Η άγνοια της αφηγήτριας σχετικά με το ρόλο της αγίας Ελένης στην Πάρο ―παρόλο που όπως διαπίστωσα ακούγεται  κάθε χρόνο στον πανηγυρικό λόγο της επίσημης λειτουργίας― ενισχύει πιστεύω την υπόθεση περί «κατασκευής»  αφού προδίδει ότι δεν έχει περάσει ως τέτοια στην προφορικότητα, στη λαϊκή παράδοση που αρκείται στο μύθο της «θεοκτίστης» [Κόρης-Ελένης], προκειμένου να συνδέσει μη συνειδητά τις δύο θρησκευτικές παραδόσεις μέσα στην Καταπολιανή, ανακρατώντας την παλιότερη λατρευτική μνήμη.
ζ) Η ατεκμηρίωτη αναφορά περί αφιέρωσης του “Αγίου Νικολάου” στην Παναγία (αν και γίνεται ίσως για να δικαιολογηθεί το πώς αφιερώθηκε η Καταπολιανή στην Παναγία ενώ ο παλαιότατος ναός ήταν αφιερωμένος σε αυτόν)  τον καιρό που την επισκέφθηκε η αγία Ελένη, δηλώνει μάλλον τη μνήμη  ύπαρξης γυναικείας (και ανδρικής, του πάρεδρού της) θεότητας επί τόπου, συνέχεια της οποίας αποτελεί η τιμή στην Παναγία.
ε) η ισότιμη και αναλογική αναπαράσταση των δύο αγίων γυναικών στις τεράστιες εικόνες μέσα στην Καταπολιανή, όπως προανέφερα, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι επελέγη η γιορτή των αγίων Κων/νου και Ελένης για την μετακομιδή των λειψάνων και όχι το “επίσημο” πανηγύρι του 15Αύγουτου, αναδεικνύει την άμεση σύνδεση των δύο αυτών ιερών θηλυκών μορφών ακόμα και από το σημερινό ιερατείο.
Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος".Εσπερινός. Αρτοκλασία

Ενώ αυτοί οι συλλογισμοί  απασχολούσαν το νου μου, η εκκλησία γέμιζε σιγά-σιγά από γυναίκες -που προσκόμιζαν όλες και τελετουργικά ψωμιά.  Μεταξύ αυτών  ήταν και η Μοσχούλα Κ., η σύζυγος του ξενοδόχου με την οποία είχαμε συν-δειπνήσει το προηγούμενο βράδυ (που νόμιζα πως ήταν πριν χρόνια μετά τις τόσες εμπειρίες) και χαιρετηθήκαμε ένθερμα. Κάποια στιγμή έκανε την εμφάνισή της στο ναό και η ανδρική παρουσία, με ένα τρόπο δηλωτικό των έμφυλων κοινωνικών και θρησκευτικών ρόλων, των αρμοδιοτήτων και των διακρίσεων: μπήκε ο γέροντας Επίτροπος [και] της Καταπολιανής/»Εκατονταπυλιανής» κρατώντας το δέμα με τα κεριά που τοποθέτησε αμέσως στο παγκάρι προς «πώληση» (αφού κανείς δεν παίρνει κερί χωρίς να καταβάλει τουλάχιστον το συνήθως αναγραφόμενο χρηματικό αντίτιμο), ενώ πήρε από τους άρτους τα χαρτάκια με τα ονόματα και τα χρήματα και τα πήγε μέσα στο ιερό για να τα διαχειριστούν όπως αρμόζει, μαζί  με τον ιερέα.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος".Εσπερινός. Ευλόγηση των άρτων

 Είχα την αίσθηση  ότι μαζί του «εισέβαλε» στον απέριττο αυτό χώρο η εξουσία της «Εκατονταπυλιανής», από την οποία και ερχόταν βεβαίως ο Επίτροπος, μετά το πέρας του πανηγυρικού εσπερινού εκεί. Απ’ όσο μπόρεσα να δω, ο άντρας Επίτροπος δεν είπε κάποια κουβέντα σχετικά με την τελετουργική «περιποίηση» του ναού, τον οποίο βρήκε έτοιμο, καθαρό και στολισμένο με την απλήρωτη, αφιλοκερδή υλικά, ευθύνη της νεωκόρας, ως αυτονόητο φαίνεται γεγονός. «Επίσημη» εξουσία και χρήμα να αποτελούν ανδρικό προνόμιο, ενώ η γερόντισσα κυρά- Άννα να έχει αρμοδιότητες στο ναό άτυπες και γυναικείες, «οικιακού» χαρακτήρα, άρα θεωρούμενες ως «απαξία» με τη στενή οικονομική έννοια. Ωστόσο για τον αξιακό κώδικα της ίδιας της κυρά Άννας, της Ασπασίας όσο και των άλλων γυναικών ―αλλά και όλου του εκκλησιάσματος― είναι πολύτιμη εξίσου, αν όχι περισσότερο, η προσφορά και «δουλειά» της όσο και αναντικατάστατη, σε τελετουργικό και συμβολικό επίπεδο. Ταυτόχρονα σκέφτηκα (ενθυμούμενη και τη συμπεριφορά της Ασπασίας με τα γυφτόκαρφα) ότι οι γυναίκες διατελούν και ως φύλακες της συνολικής -οικονομικής και συμβολικής- αξίας του ναού καθώς έβλεπα την κυρά Άννα  να έχει το νου της στο παγκάρι αλλά και τη φροντίδα που είχε δείξει πριν για την ασφαλή τοποθέτηση των χρηματικών ποσών που προσκόμιζαν οι γυναίκες μαζί με τους άρτους για τη μνημόνευση από τον ιερέα των ονομάτων των θανόντων.
Οι ψάλτες πήραν τη θέση τους και άνοιξαν τα βιβλία της ψαλτικής πάνω στην ασπροκεντημένη στρώση που είχε βάλει η κυρά Άννα πάνω από το ψαλτικό αναλόγιο. Ο γέροντας παπάς μπήκε στο ιερό και άνοιξε το βημόθυρο της ωραίας πύλης (οπότε δεν έβλεπα πλέον την εικόνα των εορταζόντων αγίων που ήταν ζωγραφισμένη εκεί, αφού μπήκαν έκαστος στο πλαϊνό τμήμα της). Μια ψηλή αδύνατη γυναίκα που έδειχνε αλλοδαπής προέλευσης (από το δυτικοευρωπαϊκό στυλ ένδυσης και τα σωματικά χαρακτηρηστικά της), πήρε θέση δίπλα στους ψάλτες και, εκπλήσσοντάς με, άρχισε να αναγνώνει με ξενική προφορά αλλά με ευσέβεια και σωστό ηχητικό χρωματισμό  τα προκαταρκτικά (Ελέησόν με ο θεός….κ. λπ.) των εσπερινών. Προφανώς επρόκειτο για κάποια ξένη, πιθανόν τουρίστρια που μαγεύτηκε από τον τόπο ―σαν τη Γερμανίδα που είχα συναντήσει το πρώτο βράδυ― μόνο που αυτή εδώ ενσωματώθηκε φαίνεται μόνιμα στο νησί και βαφτίστηκε ορθόδοξη. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, επανήλθε στη θέση της σε ένα από τα  γυναικεία στασίδια στο βόρειο (τον και αρχαίο) τοίχο  του ναού.


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός. Προσκύνημα στην εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
Η ακολουθία του εσπερινού άρχισε με το τροπάριο του αγίου Κωνσταντίνου, (αυτό στο οποίο δεν αναφέρεται η μητέρα του αγία Ελένη, πράγμα που προσωπικά θεώρησα κατά κάποιο τρόπο άδικο, «γνωρίζοντας» σε ποιον ανήκει στην πραγματικότητα αυτός ο ναός) και μετά αυτό της Μεσοπεντηκοστής. Οι ψάλτες ήταν τρεις και με καλή ψαλτική παιδεία όσο και φωνητικές ικανότητες –απ’ όσο μπορούσα να κρίνω ή μάλλον να αισθανθώ- και οι μελωδίες ανέβαιναν ως το θόλο του γαλανού τρούλου για να ξαναγυρίσουν και να χυθούν έξω από τη δυτική πόρτα πάνω από το πέλαγος. Στο «φως ιλαρόν» ο ιερέας προέτρεψε το εκκλησίασμα να συν-ψάλλει  και οι φωνές όλων ενώθηκαν με αυτές των ψαλτών (με προεξάρχουσα τη λεπτή φωνή μιας ηλικιωμένης, με όψη κάπως «διανοούμενη» γυναίκας που είχε στηθεί δίπλα στο χορό των ψαλτών και σιγοντάριζε). Καθώς ο ήλιος είχε βασιλέψει, το «ιλαρόν» εσπερινό φως έμπαινε ρόδινο τώρα από τη δύση μαζί με το μαβί της θάλασσας  και αναδείκνυε για τους πιστούς και τη «δόξα» της υπέροχης αυτής θρησκευτικής ώρας, όποια θεϊκή επιφάνεια (αρχαία ή χριστιανική) κι αν αφορούσε, στη διαχρονία. Οι συμβολικοί  «Ήλιοι» (ο Χριστός και ο Κωνσταντίνος) είχαν μόλις συναντηθεί με το κοσμικό άστρο του ήλιου που καθρεφτιζόταν πάνω στα τζάμια των εικόνων του τέμπλου, πριν ο τελευταίος χαθεί πίσω από το θαλασσινό στερέωμα και ο χώρος πάρει  να σκοτεινιάζει.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός

Σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα στασίδι του δυτικού τοίχου απαθανάτιζα με την κάμερα τις ιερές τούτες στιγμές κατά δύναμη, εξακολουθώντας να παρακολουθώ τις αλλαγές στο εξωτερικό εσπερινό περιβάλλον μέσα από το καθρέφτισμά του στα τζάμια των  εικόνων του  τέμπλου. Ήρθε η ώρα της ευλογίας των προσφερθέντων άρτων και ο ιερέας βγήκε από την πόρτα του αρχάγγελου περιφέροντας τη φορητή εικόνα των εορταζόντων αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είχαμε ανθοστολίσει με την Ασπασία ιδιαιτέρως επί τούτου, με τρία κεριά αναμμένα στην κορυφή της.  Τη γύρισε τρεις φορές περί τους άρτους και στο τέλος την ακούμπησε με την πλάτη της να στηρίζεται πάνω στα στοιβαγμένα ιερά ψωμιά και  το πρόσωπό της προς δυσμάς, προς το εκκλησίασμα. Υποθέτω  πως σε οποιουδήποτε αγίου την εορτή κι αν γινόταν ο εσπερινός θα τοποθετούσε την εορταστική εικόνα  με τον ίδιο τρόπο, ίσως και λόγω στενότητας χώρου εδώ, ωστόσο αυτή η τοποθέτηση ήταν απλά και μόνον ως εικόνα εξαιρετικά σημαίνουσα για μένα, αναπαραστατικά. Συνέδεε την αγία Ελένη, ως ζεύγος με τον άγιο Κωνσταντίνο, με τα ιερά αυτά ψωμιά-«πελλάνες» άρα και με τα δημητριακά, ως άλλη «πότνια σίτου»-κριθαροθεά μέσα στο συμφραζόμενο εδώ πλαίσιο (τοπικό, ναϊκό, θρησκειακό, συγκρητικό, συμβολικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, προϊστορικό, αρχαιολογικό, τελετουργικό κ. λπ.) με μια προφανή όσο και μη συνειδητή  δια-θρησκειακή αρμονία, καθώς παράστεκε και η παρουσία της μητρογραμμής  γιαγιά-μάνα-κόρη μέσα από τις εικόνες της αγίας Άννας και της Παναγίας. Ο γέροντας επίτροπος μοίρασε τον κομματιασμένο άρτο στο εκκλησίασμα περιφέροντας μια πλεχτή κόφα που γέμισε δυο-τρεις φορές, αφού επέμενε να προσφέρει σε όλους, ακόμα και στους περαστικούς τουρίστες, που, ακούγοντας τις ψαλμωδίες, κοντοστέκονταν  περίεργοι στο καλντερίμι ή πλησίαζαν στην πόρτα για να δουν ορθόδοξο ναό να λειτουργεί.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός. Ευλόγηση των άρτων

Ο ιερέας εκφώνησε στο τέλος της λειτουργίας το πανηγυρικό κήρυγμα για τους πιστούς. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια «ιστορική» όσο και θρησκευτική αναδρομική αφήγηση της ιστορίας της «Εκατονταπυλιανής»  (όπως την αποκαλούσε) όσο και του βίου του αγίου και αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Όλο το ιστορικό του ρόλου του για το χριστιανισμό, της επίσκεψης της αγίας Ελένης στην Πάρο και το τάμα για το χτίσιμο του ναού, τέλος του βίου της αγίας  Θεοκτίστης και τη μεγάλη σημασία που είχε για το νησί και το προσκύνημα της «Εκατονταπυλιανής» η μετακομιδή στο ναό της αγίας κάρας της, χωρίς ωστόσο να κάνει οποιαδήποτε σύνδεση ανάμεσα στις δύο αγίες. Δυστυχώς η μπαταρία της κάμερας είχε αδειάσει πριν λίγο και δεν μπόρεσα να καταγράψω αυτή την ομιλία, που αναδείκνυε όλο το ιδεολογικό, ιστορικό, θρησκευτικό, πολιτικό  και μυθικό πλαίσιο που αφορά την «Εκατονταπυλιανή» σε επίσημο, εκκλησιαστικό και κοσμικό,  επίπεδο.



Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος".Εσπερινός


Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος".Εσπερινός. Το φως του ήλιου και η θάλασσα καθρεφτίζονται στην εικόνα της Παναγίας, στο τέμπλο.

Αν και με κατείχε ακόμα η απορία για το αν και πόσο αυτός ο κατασκευασμένος μύθος «μπαίνει» στα αυτιά των πιστών,  πάντως κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται από τα επίσημα χείλη  και εμπεδώνεται επίσημα ―και με το κύρος της θρησκευτικής επιβεβαίωσης―  στη μνήμη των Παριανών  (των οποίων ακόμα και τα σπίτια είναι χτισμένα σχεδόν με αρχαίο δομικό υλικό, με σκαλισμένα μάρμαρα και κίονες) αποκτώντας αναμφισβήτητη ιστορική αξία για να  συγκροτήσει ένα βασικό στοιχείο της τοπικής ταυτότητας των Παριανών που τη συνδέει άμεσα με τη μοίρα του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους.




Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος". Εσπερινός, ηλιοβασίλεμα



          Όταν βγήκα από την εκκλησία, ξέφτια από μαβιά χρώματα ξεψυχούσαν στην άκρη του ακίνητου θαλασσινού ορίζοντα ενώ το σκοτάδι πύκνωνε γοργά. Ο κόσμος σκόρπισε ανταλλάσσοντας ευχές και καληνυχτίσματα μέσα στα στενά σοκάκια ενώ ο ναός σφαλίστηκε για μια ακόμα φορά, κρατώντας ανείπωτο το μυστικό της  πολύσημης θρησκευτικής του υπόστασης, με τους πάλλευκους τοίχους του να φεγγίζουν  αχνά μέσα στο σκοτάδι, σαν πάμφωτος λύχνος. Η πανηγυρική θεία λειτουργία της εορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης θα γινόταν την επομένη το πρωί εν τέλει στην Παναγία την «Εκατονταπυλιανή», όπως είχε επιβεβαιώσει και ο ιερέας στο κήρυγμα. Εγώ όμως ήμουν τώρα σίγουρη πως στην πραγματικότητα θα τελούνταν κατά τα δέοντα και στον «καταπολιανό» ναό της Ελένης, της Μεγάλης-Θεάς-Μητέρας-και-Κόρης.





Πάρος, Παροικιά, 20/5/2003. "Αγιοκωσταντίνος"Πάνω και κάτω: Εσπερινός, απόλυση. Δίπλα στη σκάλα η ανθισμένη λεμονιά, περιτειχισμένη με ένα χαμηλό τοιχίο

Τα μαγαζιά ήταν ολόφωτα, γεμάτα με φρεσκότατη και καλόγουστη πραμάτεια κυρίως σε διακοσμητικά είδη και είδη ρουχισμού και υπόδησης για τα επικείμενα θερινά πλήθη των τουριστών. Κοντά-κοντά μέσα στα στενά σοκάκια συνωστίζονταν μπαρ, μπυραρίες, ουζάδικα, τσιπουράδικα, εστιατόρια, ένα δυο από αυτά μέσα σε κρυφούς  ευωδιαστούς κήπους απ’ όπου ακουγόταν και μουσική. Παρόλο που ορέχτηκα τα τελευταία και για τη δροσιά τους, τα απέφυγα τελικά και λόγω μοναξιάς και κούρασης.  Λοξοδρομώντας από το κεντρικό σοκάκι για να τα παρατηρήσω όλα, μπερδεύτηκα στα δαιδαλώδη στενά που δεν ήταν παντού φωτισμένα και είδα τις σκοτεινές, κατάκλειστες  προσόψεις πολλών πανέμορφων σπιτιών, τους σκούρους κήπους να ανατριχιάζουν σιωπηλά από το νυχτερινό αέρα που είχε σηκωθεί από το πέλαγος.
Κάποιο από αυτά τα στενά με έβγαλε εν τέλει μπροστά στην Καταπολιανή και δείπνησα σε ένα εστιατόριο εκεί, αντικρίζοντας το λευκό, φωτισμένο περίβολό της με την είσοδό του ακόμα ανοιχτή.  Κάποια στιγμή κούρσες γεμάτες με τους μητροπολίτες, τους ιερείς και άλλους κοσμικούς και θρησκευτικούς παρατρεχάμενους με τις οικογένειές τους σταμάτησαν μπροστά στην κεντρική πύλη που είχε μόλις πριν λίγο  κλειδώσει ένα παπαδοπαίδι. Σκόρπισαν σε διάφορες κατευθύνσεις αλλάζοντας αυτοκίνητα, προφανώς πηγαίνοντας να δειπνήσουν ή να κατακλιθούν (αν και είχα υποθέσει πως θα κατέλυαν στα κελιά της μονής για ύπνο), κουρασμένοι από τις πολύωρες τελετές που θα είχαν συνέχεια και την επομένη. Άνετοι και ικανοποιημένοι από τις γιορτές και την πάνδημη συμμετοχή, γελούσαν και πειραζόντουσαν, αντάλλασσαν καληνυχτίσματα.
 Σκεφτόμουν βλέποντάς τους και έχοντας δει τόσα μοναστήρια  και πάμπολλα σπίτια ιερωμένων πως οι παπάδες και κυρίως οι παρα-θρησκευτικοί κοσμικοί  αποτελούν ένα κόσμο με ιδιαίτερα προνόμια και σχέσεις, κλεισμένοι μέσα σε μια φαντασιακή κατασκευή για τον  κόσμο και τη ζωή, που τους προσφέρει πέρα από εργασία και μια ιδιότυπη «προστασία», κύρος, ασφάλεια και συχνά πλούσιους πόρους για μια άνετη ζωή. Πιάσαμε κουβέντα με τον συμπαθή εστιάτορα για το φαγητό και άλλα και σαν απόφαγα έκανα μια παραλιακή μεταμεσονύχτια  βόλτα απολαμβάνοντας ένα παγωτό (δικαιολογούμενη πως ήταν τάχα για τη γιορτή μου που είχε μόλις μπει) και κατέληξα στο ξενοδοχείο μου. Ξάπλωσα εξουθενωμένη, έχοντας την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην Πάρο από μήνες, αλλά η υπερένταση  για όσα είχα ζήσει και κυρίως τα σμήνη των κουνουπιών που επέπεσαν απρόσμενα πάνω μου δεν με άφησαν να αποκοιμηθώ παρά μόλις τις πρωινές ώρες […]


Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. Η "Εκατονταπυλιανή"  (καθολικό, ναός Κοίμησης) κατά την πανηγυρική λειτουργία ανήμερα της γιορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

          Η πανηγυρίζουσα «Εκατονταπυλιανή» έλαμπε στο πρωινό φως, λαμπροστολισμένη ανήμερα της γιορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ένοιωθα κάπως περίεργα πλησιάζοντας, αφού θα παρακολουθούσα την πανηγυρική λειτουργία για τους αγίους σε εκκλησία αφιερωμένη στην «Παναγία»  που ωστόσο αφορούσε ομού και την αγία Θεοκτίστη αλλά  και την αυγούστα-αγία Ελένη, ενώ ο ναός των χριστιανικά εορταζόντων αγίων έμενε βουβός πάνω στο κάστρο. Όλα αυτά έδειχναν δικαιολογημένα και φυσικά με βάση το εορταστικό πρόγραμμα, ενώ για μένα αναδείκνυαν με τρόπο ανάγλυφο και φανερό τις υπόγειες, ανείπωτες σημασίες και θρησκευτικές σχέσεις που λανθάνουν πίσω απ’ όλα αυτά. Ο κόσμος, καλοντυμένος, είχε γεμίσει σχεδόν το μεγάλο ναό ενώ αρκετοί είχαν προτιμήσει να μείνουν έξω στη δροσιά της καμαρωτής στοάς των κελιών, αφού τα μεγάφωνα μετέφεραν την ψαλμωδία στον περίβολο της μονής -αλλά και έξω, στον παραλιακό δρόμο  της Παροικιάς γενικότερα. Μέλη της ναυτικής μουσικής μπάντας με τις λευκές στολές τους κούρδιζαν τα ογκώδη πνευστά ή έκαναν «πηγαδάκια» κουβεντιάζοντας στον περίβολο, σημάδι πως θα επακολουθούσε επίσημη λιτάνευση εικόνων.



Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  κόσμος έξω από τη μονή

Μπήκα για λίγο στο ναό και είδα πω. ς το σκηνικό δεν είχε αλλάξει από τον εσπερινό. Οι προσκυνηματικές εικόνες των δύο εορταζόντων αγίων  μαζί με αυτήν της αγίας Θεοκτίστης δέχονταν τους ασπασμούς των πιστών, οι οποίοι σημειωτέον άναβαν κερί στο νάρθηκα όπου υπάρχει και το παγκάρι, αφού φαίνεται πως δεν επιτρέπονται αναμμένα κεριά στο εσωτερικό του ναού. Βγήκα έξω για να μπορώ να βιντεοσκοπώ και κατέφυγα και εγώ στη στοά του βόρειου τοίχου της μονής, πίσω από κάτι αρχαίους μαρμάρινους θρόνους, παρατηρώντας ταυτόχρονα τις δύο αποτροπαϊκές κωμικές μορφές στη βάση των κιόνων του παλιού πυλώνα της μονής που ξήλωσε αναστηλωτικά ο Α. Ορλάνδος, και που υποτίθεται πως είναι οι μαστόροι που έχτισαν το ναό. Μου έφερναν στο νου τις ανάγλυφες αποτροπαϊκές μορφές πάνω στην ξύλινη κορνίζα της δεσποτικής εικόνας της Παναγίας, στην Άνω Μονή της Δίβρης στην Ηλεία.


Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  Αρχαία θύρα στην "Εκατονταπυλιανή".
Αυτό που δεν είχα καταφέρει αποβραδύς στον εσπερινό του άγιου Κωνσταντίνου στο κάστρο, ευτυχώς το κατάφερα ανήμερα εδώ. Δηλαδή το να καταγράψω φωνητικά έστω το πανηγυρικό κήρυγμα της γιορτής, εδώ μάλιστα με περισσότερο επίσημο και στομφώδη τρόπο, από τα χείλη κάποιου ανώτερου ιερωμένου, ίσως και του μητροπολίτη, αφού δεν έβλεπα ποιος μιλούσε. Το περιεχόμενο του λόγου ήταν το ίδιο σε γενικές γραμμές, με περισσότερη έμφαση στην προσωπικότητα του άγιου Κωνσταντίνου σε σχέση με το όραμα του Σταυρού και τη σημασία του για το Χριστιανισμό. Ενόσω ο ιερέας-ρήτορας μιλούσε, πλήθη πιστών κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων πράγμα που με ξένισε, καθώς η γιορτή δεν είναι κάποια από τις μεγάλες δεσποτικές ή θεομητορικές, ώστε να είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα. Ίσως το πρόγραμμα να είχε κυκλοφορήσει καιρό πριν εδώ και να υπήρξε η αρμόζουσα προετοιμασία (νηστεία, εξομολόγηση κλπ), εκτός και αν θεωρείται ούτως ή άλλως  μεγάλη τοπική γιορτή, λόγω αγίας Ελένης, ως κτήτορος της «Εκατονταπυλιανής».
Η επαναληπτική αυτή κατήχηση και αναπαραγωγή του μύθου της αγίας Ελένης στην Πάρο από επίσημα θρησκευτικά χείλη μέσα σε διάστημα λίγων ωρών με έκανε και πάλι ν’ αναρωτηθώ πώς και δεν τον είχε «συγκρατήσει» η γυναίκα που μου είχε μιλήσει για την αγία Θεοκτίστη το προηγούμενο βράδυ, πάνω στον «Αγιοκωνσταντίνο»,  και την οποία είχα δει να μπαίνει και εδώ στο ναό. Άρα και κατά πόσο οι «προπαγανδιστικοί», κατασκευασμένοι αυτοί μύθοι έχουν απήχηση στα λαϊκά αυτιά, εφόσον δεν εδράζονται στις τοπικές παραδόσεις. Θέμα που ακουμπάει και στην καρδιά της έρευνάς μου, που εμπεριέχει το βασικό ερώτημα: πως και κρατήθηκε έξω από τα επίσημα γραπτά θρησκευτικά κείμενα -ή και φιλολογικά κείμενα γενικά (πλην του Ομήρου)- η Ελένη ως θεϊκά λατρευόμενο πρόσωπο από τη νεολιθική μάλλον εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα, όπως εκτιμώ ότι προκύπτει από τα εθνογραφικά και τα αρχαιολογικά ευρήματα; Ερώτημα που δίνει βάση στην υποψία μου πως πέρα από την προφορικότητα και τις τελετουργίες που βεβαίως δεν είναι δυνατόν να έχουμε άμεσες πληροφορίες σχετικά, η θεϊκή της υπόσταση πρέπει να ενυπάρχει και στη λόγια γραπτή παράδοση αλλά με τρόπο μυστικό, συγκαλυμμένο, όπως αρμόζει στη λατρεία της και βεβαίως  έμμεσα (και αυτονόητα) αναγνωρίσιμο για όσους «γνώριζαν» [12].




Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  Η λιτάνευση των εικόνων της οσίας Θεοκτίστης και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον παραλιακό δρόμο 
Μετά το πέρας της λειτουργίας σχηματίστηκε πομπή όπως αυτή της προηγούμενης μέρας. Μπροστά η μουσική μπάντα, πίσω ένα παιδί μόνο του στο κέντρο του δρόμου με το σταυρό, μετά δύο σειρές μικρά αγόρια ένθεν και ένθεν του δρόμου ντυμένα με τα ειδικά άμφια κρατώντας τα  εξαπτέρυγα, μετά ένα ακόμα παιδί που κρατούσε το θυμιατό και λιβάνιζε πισοπατώντας (σαν και μένα που βιντεοσκοπούσα) μετά οι λιτανευόμενες εικόνες (πρώτη αυτή του ζεύγους των εορταζόντων αγίων  και πίσω η μεγάλη της αγίας Θεοκτίστης), πιο πίσω οι Μητροπολίτες, οι ιερείς με τα μετακομισθέντα άγια λείψανα, οι ψάλτες και τέλος το πλήθος των πιστών.
Είχα προτρέξει και βρισκόμουν σε κατάλληλη απόσταση από την είσοδο της μονής για να καταγράψω την πομπή καθώς θα εξερχόταν από τον ιερό χώρο στην πόλη. Και «είδα»: με φόντο το σιταρο-κριθαρο-βουνό, η πύλη της Μονής  που εμπεριέχει την πανάρχαια (όπως αναγράφεται στα τοπικά δικαιοπρακτικά  έγγραφα) «κυρά Καταπολιανή» (δηλαδή  την διαχρονική Ελένη-Μεγάλη-Μητέρα-Δήμητρα-Κόρη-Παναγία) ξέβγαζε πρώτα την θεά-Ελένη  στη μητρική της υπόσταση (με το γιό, δηλαδή  την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης) και μετά στη θυγατρική της υπόσταση, ως την «Κόρη»-Θεοκτίστη-Ελένη –(δηλαδή την εικόνα της αγίας Θεοκτίστης) και πίσω το ιερατείο και τον κόσμο.


Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  Η λιτάνευση των εικόνων τηςοσίας Θεοκτίστης και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον παραλιακό δρόμο , μπροστά από τον ανεμόμυλο

Η πομπή πήρε αργά τον παραλιακό δρόμο. Στους παλιούς ανεμόμυλους, δίπλα σχεδόν στην αποβάθρα όπου δένουν τα καράβια, έγινε μια στάση για   δέηση. Οι εικόνες που στην πορεία μεταφέρονται από νέους και ενήλικες άνδρες εναλλασσόμενους κατά διαστήματα λόγω του βάρους του ιερού φορτίου αλλά και για να παίρνουν περισσότερα πρόσωπα τη θεία χάρη και ευλογία που θεωρείται ότι απορρέει  από αυτή τη δράση, ήταν τώρα σταματημένες και είχαν ως φόντο τους μύλους, πράγμα που κρατούσε σταθερό για μένα το σημειολογικό συμφραζόμενο των δημητριακών.




Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  Η λιτάνευση των εικόνων τηςοσίας Θεοκτίστης και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον παραλιακό δρόμο 

 Η λιτάνευση συνεχίστηκε  παραθαλάσσια, με τα καράβια του λιμανιού να την πλαισιώνουν ηχητικά με τις μπουρούδες  όσο και σημειολογικά με την έννοια του ταξιδιού, αφού και οι δύο περιφερόμενες αγίες, κατά το μύθο, έχουν φτάσει στο νησί με καράβι. Η εν λόγω αναπαράσταση είχε επαναληφθεί κατά ένα τρόπο την προηγουμένη, όταν η κάρα (άρα αυτή τούτη η αγία) της αγίας Θεοκτίστης-[Ελένης-Αγιαλένης] είχε φθάσει με το τεράστιο οχηματαγωγό στο νησί από την Ικαρία στα χέρια των ιερέων. Οι αναπαραστάσεις σε μια συνεχή τελετουργική επανάληψη κρατούν τον πρωταρχικό  μύθο ζωντανό, μέσα σε διαφορετικό κάθε φορά επίσημο θρησκευτικό πλαίσιο.


Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  από τη  λιτάνευση των εικόνων τηςοσίας Θεοκτίστης και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον εσωτερικό κεντρικό  δρόμο 

Στα ριζά του λόφου του κάστρου με τον άγιο Κωνσταντίνο, η πομπή έστριψε αριστερά και χώθηκε στα στενά σοκάκια όπου με στάσεις για δέηση σε σταυροδρόμια και καίρια θρησκευτικά και κοινωνικά σημεία (σημαντικός ναός, αγορά) κατέληξε μέσα από την κεντρική αρτηρία της αγοράς της παλιάς πόλης πάλι στην πλατεία της Καταπολιανής. Γυναίκες έραιναν τις εικόνες με ροδοπέταλα από τις σκάλες των σπιτιών,  μεταξύ των οποίων και η Ασπασία, που δεν την είχα δει από την ώρα που είχαμε τελειώσει τη διακόσμηση. Είχε ρίξει πάνω στις εικόνες  μια τεράστια σακούλα ροδοπέταλα, από τα τριαντάφυλλα που είχαμε μαδήσει μαζί την προηγούμενη μέρα πάνω στον «Αγιοκωσταντίνο».
Αναγνώρισα την παρουσία της πριν ακόμα την δω, όταν αντίκρισα το σωρό των ροδοπέταλων  πεσμένα κάτω στο πλακόστρωτο, καθώς βάδιζα πίσω από τις εικόνες. Τη στιγμή που αναρωτιόμουν από το πλήθος και τα χρώματά τους αν είναι όντως αυτά που είχαμε ετοιμάσει μαζί, άκουσα τη φωνή της Ασπασίας να με καλεί και αμέσως μετά δεχόμουν τα φιλιά και τις ευχές της για τη γιορτή μου αλλά και πάλι ευχαριστίες και ευχές για τη βοήθεια που είχα προσφέρει την προηγουμένη στο ναό. Τη ρώτησα γιατί δεν φάνηκε αποβραδίς στον εσπερινό πάνω στον «Αγιοκωσταντίνο», ώστε ν’ ακούσει και τα θαυμαστικά και επαινετικά σχόλια του εκκλησιάσματος για τη δουλειά της. Μου είπε πως είχε πάει κατόπιν στην Καταπολιανή για να στολίσει και τα άγια λείψανα της Θεοκτίσης, οπότε είχε επιστρέψει πολύ αργά στο σπίτι της και δεν γινόταν να ξαναφύγει. Σκέφτηκα πως είχε εν τέλει επιτελέσει μια «δική» της, εθιμική θεία λειτουργία και στις δύο εκκλησιές της Ελένης και δεν της ήταν απολύτως απαραίτητο να παρακολουθήσει και την εκκλησιαστική. Σήμερα πάντως ήταν στολισμένη με τα γιορτινά της ρούχα και έλαμπε από χαρά και ελπίδα για καλύτερες μέρες για την οικογένειά της.
 Μια τελευταία παρατεταμένη δέηση έξω από την πύλη της Μονής, το τροπάριο των εορταζόντων αγίων, και η περιφορά έληξε με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου από τη μουσική μπάντα που συνόδεψε την πομπή σε όλη τη διάρκεια της περιφοράς, παίζοντας «παιανικά» μουσικά κομμάτια εναλλάξ με τις θρησκευτικές ψαλμωδίες του ψαλτικού χορού που επίσης συμπορευόταν, ενίοτε και αλληλοκαλυπτόμενοι. Η τελική πινελιά λοιπόν ήταν συμβολικά εθνικού περιεχομένου. Οι ιερείς και αρκετοί από τους πιστούς μπήκαν στον περίβολο της Μονής για να συνοδεύσουν τις εικόνες στην επανατοποθέτησή τους εντός της Καταπολιανής.
Με το τέλος των γιορτών, σκέφτηκα ότι είχα την εμπειρία να βιώσω στην Παροικιά δύο διαφορετικούς "τόπους μνήμης": αναφερόμενος στο συμβολικό στοιχείο των τόπων μνήμης, ο Pierre Nora διακρίνει «ηγεμονικούς τόπους μνήμης» και «τόπους μνήμης δημιουργούμενους από τη βάση» (“dominant and dominated lieux de mémoire”).  Οι πρώτοι, όπως μας λέει, «επιβλητικοί και θριαμβευτικοί, εντυπωσιακοί και, γενικά, επιβεβλημένοι – είτε από μια εθνική αυθεντία είτε από ένα δεδομένο συμφέρον, αλλά πάντοτε εκ των άνω – χαρακτηρίζονται από την ψυχρότητα και τη σοβαρότητα των επίσημων τελετών...", όπως στην  περίπτωση της "Εκατονταπυλιανής".    "... Οι δεύτεροι είναι τόποι όπου καταφεύγουμε, ιεροί χώροι αυθόρμητης λατρείας και σιωπηλού προσκυνήματος, όπου κανείς βρίσκει τη ζωντανή καρδιά της μνήμης...», όπως στον "Αγιοκωσταντίνο" (Nora 1989, σ. 23).

Κατά τη διάρκεια της λιτάνευσης στον παραλιακό δρόμο και ενώ βιντεοσκοπούσα την πομπή, ένας ήλικιωμένος άνδρας, μικρόσωμος και λεπτοκαμωμένος που  παρακολουθούσε την περιφορά των εικόνων από το πεζοδρόμιο, μου φώναξε καθώς περνούσαμε δίπλα του: «Να ’ρθεις μετά να σου πω ένα τραγούδι!» «Πού θα σε βρώ»; τον ρώτησα, «έλα στην Καταπολιανή!», μου απάντησε.  Νόμιζα ότι θα το είχε ξεχάσει ή ότι είχαμε χαθεί αλλά τη στιγμή που τέλειωνε η λιτάνευση και οι εικόνες έμπαιναν στη μονή, τον είδα να με πλησιάζει ανυπόμονος και γελαστός. «Πάμε κάπου παράμερα να μη μας ακούει όλος ο κόσμος και γελάει που τραγουδάω», μου είπε. Πήγαμε δίπλα, στο σκιερό δασάκι από πεύκα που περιβάλλει τη Μονή και καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Έδειχνε άνθρωπος που ασχολείται με αγροτικές δουλειές, μοναχικός και κάπως αλαφροΐσκιωτος αλλά συμπαθέστατος, ευγενικός και γελαστός.
 Στήθηκε αμέσως στην κάμερα με άνεση που με έκανε να σκεφτώ ότι πρέπει να δίνει την «παράσταση» συχνά στους τουρίστες (ή μάλλον τις τουρίστριες) εξοικειωμένος με την επικοινωνία με την τεχνολογία. Άρχισε να τραγουδάει αργόσυρτα ένα είδος αμανέ σε δίστιχα για τα νιάτα που φεύγουν και τα γηρατειά που έρχονται και αφορούσαν  ίσως  τον προσωπικό νταλκά του, λόγω αρχόμενου γήρατος αλλά που ταίριαζε ίσως και σε μένα  (αν και δεν δείχνω, όπως λένε, την ηλικία μου). Δεν ήξερα λοιπόν αν έλεγε τον αμανέ για τον εαυτό του, για μένα ή και για τους δυο μας, με τη διορατικότητα των κατά φύση ανθρώπων που δεν τους επιτρέπει να  ξεγελιούνται από τη φαινόμενη επιφάνεια των πραγμάτων. Τέλειωσε σύντομα σχετικά και μου είπε ότι το τραγούδι αποτελεί  δική του σύνθεση και ότι τον έχουν καταγράψει πολλοί τουρίστες, όπως και είχα υποθέσει.
 Περάσαμε τις επόμενες δύο περίπου ώρες εκεί στο δροσερό παγκάκι, να τον ρωτώ και να μου αφηγείται με γλαφυρό τρόπο και προσωπική άποψη για τα πράγματα: περί αγίας Ελένης (για την οποία δεν είχε ούτε αυτός ιδέα), περί  «Εκατονταπυλιανής» και το μύθο για το πάρσιμο της Πόλης, περί αγίας Θεοκτίστης  (για την οποία ήξερε με λεπτομέρειες τον ίδιο μύθο που είχα ήδη ακούσει), τις εκκλησίες του νησιού και ιδιαιτέρως την Παναγία της Νάουσας, όπου και κατοικεί ο ίδιος, και άλλα τοπικά λαογραφικά και μη θέματα. Μου είπε επίσης ότι είναι κτηνοτρόφος και ότι μετά το θάνατο της μητέρας του ζει μόνος λίγο έξω από τη Νάουσα, στα μαντριά του. Τον ρώτησα αν του αρέσει η Καταπολιανή μετά την αναστήλωση και μου απάντησε, «Καλή είναι μωρέ, αλλά την ξύνουνε συνέχεια για να βρούνε την εκατοστή πόρτα και ξύσε-ξύσε θαν τη βουλήσουνε [=βουλιάξουνε, κατεδαφίσουνε] στο τέλος!», με ένα τόνο πραγματικής αγωνίας αλλά και κάποια ίχνη ειρωνείας και θυμού στην έκφρασή του. Ήταν ανεξάντλητος και διατεθειμένος να μιλάει για ώρες.
 Ωστόσο εγώ είχα πλέον περιορισμένο χρόνο αφού θα έφευγα (και για λόγους οικονομικούς) το ίδιο βράδυ και είχα πολλά ακόμα να κάνω, αφού δεν είχα δει ούτε τα  μουσεία (βυζαντινό και αρχαιολογικό) ούτε την «Αγιαλένη», το ομώνυμο εκκλησάκι, και αναγκάστηκα να διακόψω την ωραία αυτή όσο και αναπάντεχη συνομιλία. Αποχαιρετώντας με,  μου είπε ότι είμαι προσκεκλημένη διαρκείας στο φτωχικό του στη Νάουσα , όπου δεν έχει πολυτέλειες αλλά θα μου παρέχει φρέσκο γάλα και ντόπια κρέατα. Δεν παρέλειψε να μου δώσει και συμβουλές για το πώς να παντρέψω τις κόρες μου, αφού εννοείται πως με είχε ανακρίνει για την οικογενειακή μου κατάσταση. Ξεκόλλησα εντέλει με δυσκολία, αφού όλο και κάτι προσέθετε καθώς έκανα να φύγω, και αποχώρησα υποσχόμενη να τον επισκεφθώ όταν θα ξαναβρεθώ στην Πάρο.
Μπήκα στο μικρό εκκλησιαστικό μουσείο που φιλοξενεί μια  συλλογή βυζαντινών εικόνων από το ναό της Καταπολιανής κυρίως αλλά και άλλες εκκλησίες του νησιού, που στεγάζεται στα παλιά κελιά της Μονής. Εικόνες και ιερά ναϊκά αντικείμενα εξαιρετικά, μερικά και με κάποιο έμμεσο ενδιαφέρον για τη δική μου έρευνα.
Κόντευε μία η ώρα όταν βγήκα από εκεί και πήγα στο κοντινό, πίσω από την ανατολική πλευρά της μονής, αρχαιολογικό Μουσείο. Ο μεσημεριανός ήλιος παρά το σχετικά πρώιμο της εποχής, ήταν καυτός και εκτυφλωτικός. Το αίθριο του μουσείου άστραφτε από τα δεκάδες μαρμάρινα γλυπτά που φιλοξενούνται εκεί, προερχόμενα κυρίως από ταφικά μνημεία από το χώρο που εκτείνεται ανάμεσα στον περίβολο της μονής της Καταπολιανής και το αρχαιολογικό  Μουσείο. Έχοντας ήδη μελετήσει τον οδηγό του Μουσείου, ήμουν καλά προετοιμασμένη και κρατώντας τον ανά χείρας περιηγήθηκα το χώρο που ήταν έρημος σχεδόν από επισκέπτες (υπήρχε ένα μόνο ζευγάρι Ασιατών τουριστών εκτός από μένα, που έφυγαν σύντομα, αφήνοντάς με ολομόναχη). Ξεκίνησα από την αίθουσα με τα αρχαϊκά και τα κλασικά γλυπτά,  απαύγασμα και δόξα της μεγαλόσχημης Παριανής γλυπτικής. Οι αίθουσες, πλην της πρώτης, είναι ολόφωτες από τις μεγάλες τζαμαρίες που βλέπουν στο αίθριο. Έτσι εκτός από τη δυνατότητα ν’ απολαύσω τ’ αγάλματα στο υπέροχο φυσικό κυκλαδίτικο φως, μπόρεσα και να τα φωτογραφίσω χωρίς πρόβλημα, αφού έτσι δεν άναβε το απαγορευμένο στα μουσεία φλας της μηχανής αυτομάτως.






Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003.  Από πάνω προς τα κάτω: Όψεις του αγάλματος της  Γοργούς στο αρχαιολογικό μουσείο
  
Μπαίνοντας στο μισοσκόταδο της πρώτης αίθουσας με τα μάτια τυφλωμένα ακόμα από το εξωτερικό φως, ήρθα αντιμέτωπη με τη μαρμάρινη αρχαϊκή φτερωτή θεά που στέκει γονυκλινής πάνω στο βάθρο της, αμέσως μετά την είσοδο. Αν και γνώριζα το γλυπτό από τη φωτογραφία του στον οδηγό, η ζωντανή συνάντηση με την τεκμηριούμενη από τους αρχαιολόγους υποθετικά ως «Γοργώ» κόρη, με καθήλωσε: η τρισδιάστατη λευκή παρουσία της στο σκοτεινό χώρο, η δυναμική παρουσία του κοντοδέματου, σφιχτού, σχεδόν εφηβικού, σώματός της, η καθοδική/ καταστατική κίνησή της, οι υψωμένες –κολλητά, ωσάν μία- δίδυμες φτερούγες της, το φολιδωτό πανωκόρμι, το φίδι-ζωστήρας που αγκαλιάζει τη μέση της για να καταλήξει με το κεφάλι σφιγμένο στην αριστερή  χούφτα της,  ο απέριττος χιτώνας με το μαιανδρο-κεντημένο στρίφωμα που «γλύφει» το στέρνο, τη λεκάνη, τους σφιχτούς γλουτούς  και τους μηρούς της, οι λυγισμένες δυνατές γάμπες, τέλος το «φοβερό», δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι με τους πυκνούς βοστρύχους και το σκαιό, κατεστραμμένο πρόσωπο, που λόγω του ότι είναι  αθέατο, γίνεται ακόμα πιο αποτρόπαιο.
Περιεργαζόμουν το άγαλμα από όλες τις πλευρές. Στο μουσείο της Σπάρτης είχα δει τα εκατοντάδες μικροσκοπικά όσο και μεγαλύτερα αναθηματικά ειδώλια -μεταλλικά και πήλινα- από το ιερό της [F]Ορθίας (λένε Αρτέμιδας αλλά εγώ υποστηρίζω της Ελένης) που αναπαριστούν μια  φτερωτή γυναικεία μορφή με σχεδόν στερεότυπο τρόπο και βρίσκονται σε στρώματα που ανάγονται  χρονικά σε μια διάρκεια  που εκτείνεται  από τη γεωμετρική ως την ελληνιστική εποχή και μετά.  Αναρωτιόμουν εκεί αν είναι αποκύημα της «ελενόπληκτης» σκέψης μου ή αν αποτελεί μέσα στο συμφραζόμενο πλαίσιο τεκμηριωμένη υπόθεση η υποψία ότι πρόκειται για μια από τις βασικές και πιο παλαιές απεικονίσεις  της μεγάλης θεάς. Και εδώ λοιπόν, ενώπιον αυτού του αγάλματος που έβλεπα να έχει μεγάλες αναλογίες με τα προαναφερθέντα  ειδώλια, προσωπικά έβλεπα τα περιγραφόμενα  στη σχετική λεζάντα ως «φολίδες»  ημικυκλικά ανάγλυφα σχήματα που καλύπτουν τα γυμνά μέρη στο πανωκόρμι της θεάς ως αλεπάλληλες σειρές φτερών και όχι λεπιών (είδη συγγενή όχι μόνο ως προς το σχήμα αλλά και από βιολογική και λειτουργική άποψη εξάλλου).
Οι αναπεπταμένες στην πλάτη φτερούγες της «Γοργούς» που παραπέμπουν τουλάχιστον ως προς το μισό της σώμα σε πτηνό, σε συνδυασμό με το μύθο που θέλει την «ωραία» Ελένη ωότοκη, κόρη ενός «όρνιθα», ενός θεϊκού πτηνού-κύκνου ως γνωστόν (άρα έμμεσα, κατά το ήμισυ τουλάχιστον, «όρνιθα» και την ίδια) με κάνει να τολμώ να θεωρώ (χωρίς προς το παρόν να γνωρίζω αν έχει επισημανθεί και από άλλους ειδικούς μελετητές, πράγμα  βεβαίως εξαιρετικά πιθανόν) αυτές τις φτερωτές θεές ως μία από τις πρώιμες τυπολογικά μορφές που αναπαριστούν την μεγάλη-θεά-Ελένη τελετουργικά και μυστικά/άρρητα σε κάποιο από τα επεισόδια του μύθου της[13]. Δεν αποκλείεται λοιπόν, σκεφτόμουν, να βρίσκομαι εδώ ενώπιον της ίδιας της πολυλατρεμένης κατά τα φαινόμενα εδώ στην Πάρο θεάς Ελένης, όπως ήταν στημένη πάνω στο ακρωτήριο του αρχαϊκού ναού της. Να παριστάνεται δηλαδή εμπρός μου ως Γοργώ-Ελένη[14] σε μια από τις φοβερές της «επιφάνειες», την ώρα που κατεβαίνει από τα ουράνια και ακρογονατίζει κλείνοντας τις φτερούγες πάνω στην κορυφή του αετώματος της  στέγης του  αρχαϊκού ναού της, αντικρίζοντας τους πιστούς με το φοβερό της πρόσωπο (βλ. και την ανάρτηση/post «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: Αχέροντας-Κέρκυρα», στην ιστοσελίδα/blog μου  psychogiou.blogspot.com). Ναού που ―κατά τη σχηματική αναπαράσταση της αρχαιολογικής εύρεσης του αγάλματος και τη σχετική λεζάντα στο μουσείο―  δεν απέχει παρά λίγα μέτρα  από το ναό της Καταπολιανής/«Εκατονταπυλιανής»-Θεοκτίστης-αγ. Ελένης-Παναγίας!



Προχώρησα στην επόμενη, φωτεινή αίθουσα. Άλλο “θαύμα” εδώ. Μια  παράσταση  που είναι ζωγραφισμένη  πάνω σε έναν τεράστιο –και πασίγνωστο αρχαιολογικά–  ταφικό  αμφορέα  (που είχα ήδη εντοπίσει μέσα  στον Οδηγό του Μουσείου,  αλλά δεν είχα τη δυνατότητα να την κρίνω έτσι ακόμα)  έδωσε επιτόπια , μέσα σε όλο το συμφραζόμενο, τη σύνδεση ανάμεσα στην αρχαία Ελένη και στις «χριστιανικές» Αγιαλένες καθώς εκτιμώ ότι αναδεικνύει όντως την παρουσία του μύθου και της αρχαίας «Ελένης» στην Πάρο. 


Απεικονίζει τη σκηνή της «κρίσης του Πάριδος» που ως γνωστόν ανήκει στο μυθολογικό κύκλο της Ελένης. Δεν είναι βεβαίως παρά ένα μοναχικό ίσως εύρημα, ωστόσο δεδομένης της ιερής, χθόνιας/ταφικής  χρήσης του  αμφορέα (και μάλιστα σε παιδική –χωρίς αναφορά στο φύλο-, ταφή που φέρνει στο προσκήνιο τη μητρότητα) μπορούμε να θεωρήσουμε ως θρησκευτική την αναπαράσταση αυτή, πράγμα που αποτελεί αδύναμη έστω, πλην όμως σαφή για μένα  ένδειξη ότι ο μύθος της Ελένης, άρα και η ίδια η Ελένη ως θρησκευτικό, ιερό πρόσωπο και δη χθόνιο, αποτελούσε  μέρος της ζωντανής θρησκευτικής και λατρευτικής παράδοσης  στην προχριστιανική Πάρο. Η αρχική-πρώτη χρήση  τέτοιου μεγέθους αμφορέων συνήθως για αποθήκευση και μεταφορά δημητριακών, αναδεικνύει και ενισχύει κατά την κρίση μου  τη σχέση του μύθου της «ωραίας» σιταρο-Ελένης με αυτά. Απόλαυσα τον τεράστιο αμφορέα και ένοιωσα έντονη  την παρουσία της Ελένης, ως συμφραζόμενο μάλιστα της διπλανής “Γοργούς”. Ο κρίκος που έλειπε από την αλυσίδα είχε μπει στη θέση του.  Η υπόθεσή μου αποκτούσε (κατά την κρίση μου) εδώ ιστορικό βάθος στη διάρκεια και συνοχή στη συγχρονία και την τοπικότητα! Αυτό κι αν ήταν “θαύμα”.




 Τοποθετημένος περίπου απέναντι από τον πρώτο βρίσκεται εκεί και ένας άλλος ταφικός αμφορέας, ανάλογων μεγάλων διαστάσεων με τον πρώτο. Τον διαφοροποιεί μόνον μια ρεαλιστική, ολοζώντανη βουκολική σκηνή στη θέση που ο άλλος έχει τον Πάρη με τις τρεις θεές. Η παράστασή του αφορά επίσης παιδική ταφή και μπορούμε για τους ίδιους λόγους να τη θεωρήσουμε επίσης θρησκευτική. Απεικονίζει έναν ζευγολάτη ο οποίος οργώνει το χωράφι του με το ξυλάλετρο που σέρνουν δύο βόδια. Η σκηνή παραπέμπει κατευθείαν στην καλλιέργεια των δημητριακών. Με άλλα λόγια η αναπαράσταση αναφέρεται  στο λατρευτικό κύκλο της παραγωγής και αναπαραγωγής του  σιταριού, πράγμα που τη συνδέει με την παραπάνω παράσταση της Μεγάλης-Κριθαροθεάς-Μητέρας-και-Κόρης-Ελένης.



Η ερευνητική υπόθεσή μου αποκτούσε επιτόπια, δομή. Η  κριθαροθεά είναι πανταχού παρούσα στο “σιτοβολώνα” αυτό των Κυκλάδων, την Πάρο. Συλλογιζόμον πως, όσο και αν καλπάζει η φαντασία μου, τα δεδομένα συνεχώς φαίνεται να με δικαιώνουν και να ανατρέπουν τις αμφιβολίες: σε όλο το  ΝΔ κομμάτι της μεγάλης αυτής αίθουσας δεσπόζει μια σχεδόν κολοσσιαία ένθρονη γυναικεία μορφή, ακέφαλη. Αντίκριζα τη  «Μεγάλη Θεά» -[Ελένη] με δέος.  Αν και είναι χωρίς κεφάλι,  η παρουσία της  είναι μεγαλοπρεπής και εγώ “έβλεπα” παρόλ’ αυτά το αόρατο πρόσωπό της γαλήνιο και φοβερό συνάμα να υπομειδιά αινιγματικά κρατώντας τα μυστικά που εγώ ψάχνω τώρα ν’ ανακαλύψω.



 Πίσω της, στην αμέσως συνεχόμενη ολόφωτη αίθουσα αιωρούνταν σχεδόν υπόλευκη πάνω στο ταμπά φόντο του τοίχου η πανέμορφη φιγούρα της “κόρης” της Πάρου που κοσμεί και το εξώφυλλο του αρχαιολογικού Οδηγού. Η κόρη, ομορφότερη από όλες τις “κόρες” που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, φωτεινή, μεστή όσο και ανάλαφρη, σαρκώδης αλλά και πέτρινη, μεταιχμιακή αφού έρχεται και δεν έρχεται, καθώς μόλις ακουμπάει τα σανδαλωμένα  ακροδάχτυλά της  πάνω στο  γήινο βάθρο της κατεβαίνοντας από τους αιθέρες με τα -χαμένα τώρα- φτερά της. Για μένα ήταν εμφανές πως πρόκειται για μια άλλη εκδοχή  της αποτρόπαιης “Γοργούς” της πρώτης αίθουσας (όσο και της ένθρονης θεάς και της Ελένης του αμφορέα βεβαίως) καθώς οι δομικές αναλογίες είναι πολλές και άμεσα ορατές για το δικό μου ερευνητικό μάτι και το αφηγηματικό πλαίσιο που συγκροτούσα από την ‘ωρα της άφιξής μου στο νησί.




 Στη νότια  αίθουσα του Μουσείου με τα προϊστορικά και τα αρχαϊκά ευρήματα, το πλήθος των πήλινων κυρίως αλλά και μαρμάρινων και μεταλλικών ειδωλίων της ένθρονης θεάς, ντυμένης ή και ολόγυμνης, μικρότερης ή μεγαλύτερης σε μέγεθος που ανήκουν σε κάθε αρχαιολογική και ιστορική υποδιαίρεση της αρχαιότητας με μια θαυμαστή επιμονή όσο και ποικιλία στις επιμέρους λεπτομέρειες, αναδεικνύει ποια είναι η κυρίαρχη θρησκευτική φιγούρα που λατρεύεται στο νησί, σε σχέση και με τις άλλες φιγούρες ειδωλίων που υπάρχουν εδώ.
Οι δύο αμφορείς, συνδυαστικά, σε σχέση μάλιστα και με το πλήθος των πήλινων και μαρμάρινων ειδωλίων όσο και κολοσσιαίων αγαλμάτων που απεικονίζουν ένθρονη τη «Μεγάλη Θεά» (με διάφορα ονόματα), η Γοργώ, η ένθρονη Θεά, η Κόρη  στο Μουσείο της Παροικιάς, αναδεικνύουν πιστεύω την ένταση της λατρείας της με το μυστικό όνομα Ελένη στο νησί από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους αλλά και την εξέχουσα θέση, κεντρική φαίνεται, που κατείχε στο θρησκευτικό πάνθεο στην Πάρο, διαχρονικά[15].
Η Πάρος λοιπόν, λόγω και της γεωγραφικής θέσης της αλλά και της πολιτισμικής όσο και της παραγωγικής ιστορίας της, πρέπει να ήταν ένα από τα μεγάλα κέντρα της λατρείας της Ελένης-Μεγάλης-Μητέρας-και-Κόρης. Αυτό συνάδει ακόμα και με τις σύγχρονες  κοινωνικές, δικαιακές, κληρονομικές  και συγγενικές δομές, καθώς είναι γνωστή  η έμφαση στη μητρογραμμή με τη μητροτοπική μεταγαμήλια εγκατάσταση των θυγατέρων στα νησιά του Αιγαίου (και όχι μόνον). Αυτή η σφιχτή δομική αρμονία ανάμεσα στο συμβολικό, το κοινωνικό και το παραγωγικό σύστημα τοπικά, φαίνεται να  καθιστά πολύ δύσκολο το «σπάσιμο» της πίστης στη Μητέρα-Θεά και αναδεικνύει  το Αιγαίο σε τόπο-κλειδί για τη μεταστροφή της λατρείας αυτής  από ειδωλολατρική σε χριστιανική, από μητρο-γυναικοκεντρική σε ανδροκεντρική, στο μεταίχμιο της ιστορικής καθιέρωσης του Χριστιανισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας μέσω της «Αγίας Ελένης». Η επικοινωνία εξάλλου των νησιών με την ανατολική  Λακωνία, «κοιτίδα» του μύθου της γίνεται εμφανής  και με μια ματιά στο χάρτη.
Άφησα το χώρο του Μουσείου με δυσκολία, αφού δεν ήθελα ν’ απομακρυνθώ από την ομορφιά των εκτιθέμενων ευρημάτων αλλά και την “ακρόαση” της ιστορίας που αφηγούνται σιωπηλά,  πλην κωδικοποιημένα για τα ασκημένα  αυτιά και τις ψυχές των μυημένων, παλαιών και νεότερων. Το Μουσείο έκλεινε εξάλλου και η ώρα της αναχώρησής μου πλησίαζε, χωρίς να έχω δει ακόμα το εκκλησάκι “της Αγιαλένης”. Κατευθύνθηκα μέσα στο ζεστό απομεσήμερο προς το ξενοδοχείο, περνώντας σύρριζα από το βόρειο τοίχο του περίβολου της Καταπολιανής. Μετά τα όσα είδα και στο Μουσείο, ήμουν σίγουρη πλέον ότι  ο παλαιοχριστιανικός αυτός ναός χτίστηκε από τη θρησκευτική και την πολιτική εξουσία των πρώτων χριστιανικών αιώνων  μέσα στο χώρο και με τα δομικά υλικά του “καταπολιανού” ιερού της Μεγάλης Θεάς-Ελένης, κοντά στα καλλιεργούμενα επιτόπου κριθαρο-σιτάρια,   που μάλλον ήταν και το (ή ένα από τα) “Θεσμοφόριο” για τη λατρεία της, ενώ υπέθεσα πως ο ναός του κάστρου πρέπει ν’ αποτελούσε το πολιούχο ιερό με το “παλλάδιο” της Θεάς. 
Στο γραφείο υποδοχής βρήκα τον φιλόξενο και ευγενικό ξενοδόχο, ο οποίος μου ευχήθηκε για τη γιορτή μου και επέμενε να με κεράσει αυτός αντί να τον κεράσω εγώ, λόγω της γιορτής της κόρης του Ελένης. Παρόλο που από τις συνεχείς κλήσεις στο κινητό του φαινόταν πόσο πολυάσχολος είναι, μου πρόσφερε ένα κατ’ επιλογήν μου λιτό γεύμα στο κοντινό “Συμπόσιο” ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να ανακαλύψει τηλεφωνικά, μέσω της γυναίκας του, πού ακριβώς  βρίσκεται το εκκλησάκι της “Αγιαλένης” προκειμένου να με οδηγήσει ο ίδιος ως εκεί. Αν και δεν ήθελα να τον αποσπώ από τις δουλειές του περισσότερο και επέμενα να πάω με ταξί, με έπεισε πως δεν υπήρχε περίπτωση να με οδηγήσει ως εκεί ταξί, αφού δεν βρίσκεται πάνω σε δρόμο.
Έτσι μετά από λίγο βρεθήκαμε στην περιοχή ανατολικά της Μονής, στους πρόποδες του σιταροβουνού της Ελίκας, πίσω από το ιερό της Καταπολιανής και το Μουσείο, πάνω από το νέο περιφερειακό δρόμο της Παροικιάς,  να ψάχνουμε κατά τις οδηγίες της Μοσχούλας από το κινητό, την Αγιαλένη.  Διέκρινα εν τέλει μερικές  βαθμίδες παλαιών σιτηρών πιο πάνω από το δρόμο και έναν χαρακτηριστικό μπλε τρούλο να προεξέχει από τα σπίτια της πυκνοχτισμένης πλέον πλαγιάς. «Αυτή πρέπει να ναι», είπε ο ξενοδόχος και πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα πρατήριο βενζίνης πάνω στο δρόμο, προκαλώντας του μάλιστα και κάποια ζημιά, καθώς δεν πρόσεξε ένα ψηλό τσιμεντένιο σκαλοπάτι και το ανέβασε πάνω του.
Προχωρήσαμε προς ένα ανηφορικό μονοπάτι στην αρχή του οποίου μια ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας δήλωνε την ύπαρξη εκεί κοντά ενός υπαίθριου αρχαϊκού ιερού, αφιερωμένου σε άγνωστη γυναικεία θεότητα, κατά την επιγραφή. Να είχε και αυτό κάποια σχέση; Φτάσαμε σύντομα στο τέρμα περίπου αυτού του μονοπατιού όπου ένας μαντρωμένος αυλόγυρος κάποιας καινούργιας μικρής ξενοδοχειακής  μονάδας φιλοξενούσε στο κέντρο του ένα διπλό, όπως έδειχνε, ξωκλήσι. Δύο τεράστια κυπαρίσσια το παράστεκαν  ενώ εκείνο στεκόταν εκτυφλωτικά λευκό μέσα στο μεσημεριανό φως.


Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής" Δυτική όψη

 Η είσοδός του στο στενό δυτικό τοίχο, πλαισιωμένη από μαρμάρινες παραστάδες και ανώφλι με ανάγλυφη διακόσμηση που δεν έδειχνε αρχαία, ήταν ολάνοιχτη, σαν να μας περίμενε. «Είναι ο κήπος της Βαρούχαινας,  αυτό είναι το εκκλησάκι», είπε ο ξενοδόχος, «η γυναίκα μου μού είπε ότι ανήκει σε αυτή την οικογένεια». ΄Οντως, μια μαρμάρινη ενεπίγραφη αφιερωματική πλάκα στα δεξιά της δυτικής όψης του ναού δήλωνε ότι ήταν των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και  ότι ανήκει στην οικογένεια Βαρούχου, στην οποία ανήκει και το ξενοδοχείο που βλέπαμε, κατά τον ξενοδόχο. Το εκκλησάκι ήταν ανοιχτό λόγω του ότι γιόρταζαν οι  άγιοι στους οποίους είναι αφιερωμένο και  δεν χρειάστηκε να αναζητήσουμε το κλειδί, όπως σκοπεύαμε να κάνουμε σε αντίθετη περίπτωση.



Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής". ΒΔ όφη




Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής". Ο χώρος δυτικά του ναού όπου ήταν το αλώνι

Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής". Η είσοδος, στο δυτικό τοίχο

 Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής". Η αφιερωματική πλάκα των ανακαινιστών

 Μπήκαμε στο δροσερό εσωτερικό. Ήταν πεντακάθαρο και στολισμένο με λουλούδια σε βάζα και στις εικόνες. Ένα καινούριο, απλό σανιδένιο τέμπλο έφερε τις δεσποτικές εικόνες με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο άκρο  δεξιά, όπως ακριβώς στο  τέμπλο του ίδιου ναού στο Κάστρο. Στο νότιο μέρος  του ναΐσκου έχει και  παρεκκλήσι  του αγίου Νικολάου. Νοερά βρίσκεται και στο ίδιο περίπου υψόμετρο με τον «Αγιοκωσταντίνο» και φαίνεται να είχαν και οπτική επαφή πριν χτιστούν τα σύγχρονα οικοδομήματα, ορίζοντας έτσι ομού την Παροικιά  από νότια και βόρεια, αντίστοιχα. Ταυτόχρονα όμως (συλλογιζόμουν σύμφωνα με το δικό μου σκεπτικό) αναδεικνύεται εδώ  και μια μυστική αναλογία της Αγιαλένης  με την Καταπολιανή/«Εκατονταπυλιανή», γιατί αν θεωρήσουμε ότι και αυτή αφορά την Αγιαλένη, όπως υποστηρίζω εδώ,  έχουμε ένα ξωκλήσι  δισυπόστατο και με αφιέρωση στους ίδιους αγίους (Αγ. Ελένη-αγ. Νικόλαος), σαν ένα είδος “υπαίθριου μετοχιού” της Καταπολιανής, μέσα στα σιταρο-κριθαρο-χώραφα και στα αλώνια, παρόλο που η απόσταση ανάμεσά τους είναι πολύ μικρή, ελάχιστες δεκάδες μέτρα.





Πάρος, Παροικιά, 21/5/2003. το εκκλησάκι της "Αγιαλένης" στα ανατολικά της "Καταπολιανής". Πάνω και κάτω: εσωτερικό

Προφανώς -για μένα- κάποιοι τελετουργικοί λατρευτικοί λόγοι θα υπεδείκνυαν την τόσο κοντινή, πλην εκτός πόλης[16], αφιέρωση από τους νεότερους Παριανούς  ενός ακόμα ναού εδώ στην “Αγιαλένη”, τη Μεγάλη Μητέρα-θεά, μέσα στα κριθαροσιταροχώραφα. Η μνήμη αυτού του πανάρχαιου ιερού τόπου λατρείας και της θεότητας που αφορά η Καταπολιανή, οδήγησε στο χτίσιμο  της ταπεινής Αγιαλένης λίγα μέτρα πιο ΄κει  από την μεγαλόπρεπη «Εκαντονταπυλιανή» Παναγία, για να υπενθυμίζει τη λανθάνουσα παρουσία της τόσο κοντά, αλλά με το παλιό της όνομα, το Αγιαλένη
Το ξωκλήσι της Αγιαλένης  μπορεί επίσης να βοηθήσει ίσως να δούμε σε ποια θηλυκή θεότητα ήταν αφιερωμένος ο άγνωστης αφιέρωσης -πλην δηλούμενος ως γυναικείος- γειτονικός αρχαϊκός ναός. Οι αρχαιολόγοι βέβαια ίσως θεωρούσαν παράδοξη οποιαδήποτε σχέση,  αφού στην πλειονότητά τους έχουν μάθει να παρατηρούν μόνον τα ευρήματα και σπάνια να ανασηκώνουν τα μάτια τους από την τρύπα της ανασκαφής για ν’ αντικρίσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα και τα ανθρωπολογικά, παραγωγικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ιστορικά κ.λπ. συμφραζόμενα γύρω από την ανασκαφή.



Πάρος, Παροικά, 21/5/2003 Ερείπια αρχαϊκού  ναού

Καθώς ο ευγενικός ξενοδόχος πήγε να δει πώς θα κατέβαζε το αυτοκίνητο από το ψηλό σκαλοπάτι όπου είχε κολλήσει, επισκέφθηκα το κοντινό αρχαϊκό ιερό, που όμως ήταν περιφραγμένο και δεν μπόρεσα να το περπατήσω. Βρίσκεται σε ένα οικόπεδο σε αρκετό βάθος από την επιφάνεια του δρόμου, που περνάει ακριβώς δίπλα του. Φαινόταν ωστόσο στη ΝΔ γωνία του ένα ορθογώνιο ασκεπές λατρευτικό κτίσμα με χαμηλούς τοίχους που ίσως  να ήταν  πάντα ένας  υπαίθριος ναός της υποτιθέμενης από τους αρχαιολόγους άγνωστης θεάς. Θυμήθηκα και πάλι τις υποψίες μου ότι και οι “γκρεμισμένες” κατά τις μαρτυρίες ή την επιτόπια αυτοψία Αγιαλένες που γνώριζα (με πρώτη-πρώτη αυτή της Αλίφειρας) δεν ήταν ίσως ποτέ πλήρεις, στεγασμένοι ναοί αλλά τέτοιου είδους ασκεπή υπαίθρια ορθογώνια ιερά (άλλα κορυφής, άλλα όχι) με χαμηλά τοιχία. Ο ιερός χώρος περιείχε και άλλα κτίσματα από σκούρα πέτρα που δεν γνώριζα να ταυτίσω, καθώς και ένα μαρμάρινο κυκλικό και κλιμακωτό βάθρο αναλογικά μεγάλου μεγέθους, ίσως υπόβαθρο κάποιου αγάλματος. Το ιερό πάντως έδειχνε να μην είναι ένα άνευ μεγάλης σημασίας αρχαίο ξωκλήσι αλλά εν γένει ένας σημαντικός χώρος λατρείας.
Εν τέλει μετά από συχνή κινητή τηλεφωνική επικοινωνία, η γυναίκα του ξενοδόχου, η Μοσχούλα, επέμεινε να πάμε για φαγητό στο σπίτι τους που είναι στην απέναντι από την Παροικιά παραλία του ομώνυμου κόλπου, μέσα σε ένα ήσυχο και ειδυλλιακό κλιμακωτό κήπο με υπέροχη θέα προς την Παροικιά και το λιμάνι.
Είχα την τύχη να συναντήσω εκεί και τον υπέργηρο πατέρα της Μοσχούλας,  αφού συγκατοικεί με την κόρη και τον γαμπρό του. Ο πρόσφατος θάνατος της γυναίκας του φαινόταν να τον έχει καταβάλει ιδιαίτερα, εν τούτοις πιάσαμε κουβέντα και φαινόταν να τον ευχαριστεί. Παλιός ναυτικός που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να έχει έντονες και ζωντανές τις μνήμες από τη ζωή στην Πάρο, προπολεμικά και όχι μόνον. Με πληροφόρησε λοιπόν για τη μεγάλη παραγωγή της Πάρου στα δημητριακά, φέρνοντάς μου ως πρόσφατο αποδεικτικό παράδειγμα ότι η γνωστή ελληνική εταιρεία  παραγωγής μπύρας FIX έστελνε μέχρι τη δεκαετία του 1970 καράβια και φόρτωναν κριθάρι από την Πάρο. Επίσης ότι όλα τα βουνά πίσω από την Παροικιά ήταν γεμάτα καλλιεργούμενες αναβαθμίδες κριθαρο-σιτηρών όπως και όλη η βόρεια πλευρά  του νησιού από τη Νάουσα ως τον Κάμπο (να και η Παναγιά της Νάουσας, σκέφτηκα), και όχι μόνο,  μέχρι πολύ πρόσφατα που κατακλύστηκαν από ξενοδοχειακές μονάδες και παραθεριστικές κατοικίες, όπως άλλωστε το αποδεικνύουν και οι παλιότερες φωτογραφίες του νησιού. Ήξερε το εκκλησάκι της Αγιαλένης και με βεβαίωσε, όπως και η Μοσχούλα, ότι ήταν μέσα στα σιταροχώραφα, προσθέτοντας ότι πολύ κοντά του βρισκόταν και ένα τεράστιο, το μεγαλύτερο ίσως, αλώνι! Άσφαλτα τα σημάδια της θεάς, σκέφτηκα, αφού συνοδεύουν την παρουσία κάθε  σύγχρονης Αγιαλένης, σχεδόν τυπικά.
Έφυγα από εκεί λίγο πριν την αναχώρηση του πλοίου. Το ταχύπλοο καράβι βγήκε γοργά από το λιμάνι καθώς ο ήλιος βασίλευε αργά-αργά. Αποχαιρέτισα τη χαμηλή παραλιακή Καταπολιανή και τον κορυφαίο «Αγιοκωσταντίνο» πάνω στο κάστρο, στο πιο ψηλό όντως σημείο της Παροικιάς (δηλαδή την κατ’ εμέ «Ανωπολιανή»), όπως μπορούσα κάλλιστα να τα διακρίνω πάνω από το κατάστρωμα του πολυώροφου πλοίου. “Πολιούχος” έτσι ο ναός, λουσμένος στο φως του αρχόμενου δειλινού, κλειστός και σιωπηλός, θα δεχόταν και πάλι τον κόσμο για μια μέρα αφού είχα μάθει ότι εντέλει την επαύριο θα τελούνταν εκεί η πανηγυρική λειτουργία που του είχε “κλέψει” η αγία Θεοκτίστη στην Καταπολιανή.
 Η Μεγάλη Θεά-Ελένη μου είχε αποκαλυφθεί και εδώ,  σε  πολλές από τις μορφές και τους διαχρονικούς μετασχηματισμούς της, αναδεικνύοντας τη μυστική της ύπαρξη. Κρυμμένη τώρα και πάλι στους μυστικούς χώρους της πανάρχαιας λατρείας της, ερήμην μας κάτω από τις χριστιανικές της μεταμορφώσεις σε “παραβατικές” κατά ένα τρόπο αγίες (Αγία Ελένη, αγία Θεοκτίστη κ.ά.) αλλά και πίσω από την Παναγία, εξακολουθεί, και θα  εξακολουθεί, να δέχεται τη λατρεία των ανθρώπων  με ευλάβεια προς την αιώνια αξία της θηλύτητας και της μάνας-Γης[17].

[Βλέπε παρακάτω, στο Επίμετρο, και τα σχετικά με την Αγιαλένη στην Τήνο]




Ελένη  Ψυχογιού

22 Μαΐου - 1η Ιουλίου 2003.





Το 2010, κάποιοι προσπάθησαν να κλέψουν εικόνες από τον "Αγιοκωσταντίνο" της Παροικιάς, όπως με πληροφόρησε ο αγαπητός συμπατριώτης μου, γνωστός  λογοτέχνης Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ζητώντας μου να του στείλω φωτογραφίες από αυτές που είχα τραβήξει το 2003 (βρέθηκαν).  Του είχα στείλει λοιπόν τυπωμένο το παραπάνω ημερολόγιο, μήπως τυχόν τα γραφόμενα θα τους βοηθούσαν αλλά και για να το δει, γενικότερα, μια που έχει εγκατασταθεί στην Πάρο και τη λατρεύει. Έλαβα μετά από καιρό επιστολή του, της οποίας δημοσιεύω εδώ  σκαναρισμένα τα κομμάτια που αφορούν μόνο το κείμενό μου,  γραμμένα από έναν δεξιοτέχνη συγγραφέα και μάλιστα οπαδό της λιτότητας στο γράψιμο, λόγια που μου δίνουν κουράγιο να συνεχίζω να σας ζαλίζω με τις "πολυλογίες" μου. Τον ευχαριστώ και από εδώ.







ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ Θεολόγος Χρ., 2001, Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, Ιερό Προσκύνημα  Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Πάρος.
ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ Φωτεινή, 1998, Πάρος, Υ.Π.Π.Ο, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα.
 Nora Pierre, 1989, "Between Memory and History: Les  Lieux de Mémoire", Representations 26, σ.7-24)
ΨΥΧΟΓΙΟΥ Ελένη, 2004, «Η εθνοτική ετερότητα ως δήλωση μεταφυσικής παρουσίας στα τελετουργικά τραγούδια: Ελμάζαγας και Ελένη», στο Θανάσης Φωτόπουλος (επιμ.), Arab and Islamic World. History, Culture, Relations with Hellenism (1st International Congress of Oriental and African Studies, Λάμπεια Ηλείας, 19-21 Σεπτ. 2003), Journal of Oriental and African Studies, vol. 13, σ.  233-276.
−, 2008, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 24, Αθήνα
−, 2008Α, «Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο στο λαογραφικό χώρο και χρόνο: το πανηγύρι του “άγιου Κωσταντίνου” [και Ελένης] στον Καραβάδο», στο  Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 27, σ. 197-244.
−, 2010, «Tο πανηγύρι της  Παναγίας της Λάμιας  στα Διλινάτα,  στο πλαίσιο της “μεγάλης αφήγησης”  για την Mητέρα-Γη (εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας)», Κυμοθόη 20 , σ. 163-199.
−, 2013, «Από το “φάντασμα” της Ελένης του Ευριπίδη στη “Λάμια” και τ’ ανάπαλιν: ανιχνεύοντας τη χρήση λαϊκών μύθων στη δραματουργία», στο Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο), Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Αθήνα 8-12 Δεκεμβρίου 2010),  επιμέλεια ύλης - επιστημονική επιμέλεια Γιώργος Βοζίκας,  Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 30, τόμος Β΄, Αθήνα 2013, σ. 657-679.

Βλέπε και: Παπαχριστοφόρου Μαριλένα, 2013, Μύθος, λατρεία, ταυτότητες «στο νησί της Καλυψώς», Αθήνα: Παπαζήσης.







[1] Βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 24, Αθήνα 2008.
[2] Το ημερολόγιο γράφτηκε απευθείας σε ηλεκτρονική μορφή, αμέσως μετά την επίσκεψή μου στην Πάρο, από 22 Μαΐου έως αρχές Ιουνίου 2003.
[3] Αλιπράντης 2000, σ. 99 (τα πλάγια του συγγραφέα).
[4] Βλ. σχετικά στο Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, ό.π.
[5] Ζαφειροπούλου 1998, σ.  12.
[6] Βλ Ζαφειροπούλου1998, σ. 9.
[7] Βλ. Χριστιανική και Ηθική Εγκυκλοπαδεία, λήμμα Κωνσταντίνος 
[8] Αλιπράντης 2000.
[9] Και όπως φαίνεται τοπικά και από το πλήθος των ένθρονων και μη πήλινων γυναικείων προϊστορικών ειδωλίων στο αρχαιολογικό Μουσείο της Παροικιάς, όπως διαπίστωσα την επομένη που το επισκέφθηκα.
[10] 
[11] [11] Για την ¨ταξιδεύτρα» ή «φεύγουσα» κόρη βλ. και  Ψυχογιού 2008, σ.89-93.
[12] Η υπόσταση της Ελένης ως πτηνού θα μπορούσε να σημαίναι πως  και τα κατηγοριοποιημένα ως «σχήμα Ψ»  νεολιθικά και μυκηναϊκά ειδώλια σε «στάση ικεσίας», είναι πιθανόν  απεικονίσεις της θεάς-Ελένης με ανοιχτές τις φτερούγες-χέρια  -και όχι σκέτα χέρια απλωμένα-, όπως ταιριάζει καλύτερα και με το τυποποιημένο σχήμα τους. Εξάλλου στα πιο ρεαλιστικής τέχνης υστερότερα ειδώλια αυτού του είδους (κλασικά, ελληνιστικά) μεταλλικά και άλλα,  απεικονίζονται ξεκάθαρα ως φτερά (βλ. συλλογή μουσείου Σπάρτης,  στον τόπο που θεωρείται ως η κοιτίδα του μύθου της Ελένης). 
[14] Ως Γοργώ-γρήγορα-ελαύνουσα-ερχόμενη-συνεχώς-Ελένη ή αποτρόπαιη-Ελένη, αν και λείπουν τα φίδια από τα μαλλιά και δεν γνωρίζουμε λόγω της φθοράς του προσώπου αν είχε και τη γλώσσα προτεταμένη πράγμα που ενισχύει την υπόθεση ότι ίσως δεν πρόκειται εδώ για το δαιμόνιο-Γοργώ αλλά για την φτερωτή Μεγάλη-Θεά-Ελένη  ως νεαρή κόρη.
[15] Το νησί συνδέεται και με το μύθο της Νεμέσεως, που θεωρείται ως άλλη, πλην της Λήδας, μητέρα της Ελένης
[16]Μια εκκλησούλα “Εξωπολιανή”, θα λέγαμε, οπότε έχουμε “Ανωπολιανή”Καταπολιανή-“Εξωπολιανή”, τρεις ναούς της Θεάς στη σειρά από Ν προς Β, αντίστοιχα, κατά μήκος της Παροικιάς.
[17] Ένα σύντομο, επεξεργασμένο κομμάτι του κειμένου  (από τις σσ. 28-31) διαβάστηκε σε κοινό από την ίδια την γράφουσα πριν ολοκληρωθεί το ημερολόγιο στο θέατρο “Χυτήριο” στη Βραδιά για τους Ηλείους Λογοτέχνες και Λαογράφους που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος των εν Αθήναις Πυργίων την Πέμπτη, 12 Ιουνίου του 2003.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η Αγιαλενη στην Τήνο

Προς ενίσχυση των ευρημάτων για την Ελένη/Αγιαλένη στην Πάρο, παραθέτω και τα σχετικά με την Τήνο. Την πληροφορία για την Αγία Ελένη της Τήνου οφείλω εν πολλοίς στον Τήνιο γιατρό καρδιολόγο κ. Κων/νο Καρδαμίτση, που φρόντιζε  τη μητέρα μου. Σε μια σχετική ιατρική επίσκεψη, μετά την επιστροφή μου από την Πάρο, του έθεσα σχετικές ερωτήσεις, σίγουρη ότι κάτι σχετικό θα υπήρχε και στο κοντινό της όσο και ιερό αυτό νησί. Κατ’ αρχάς δεν θυμόταν κάτι, με την κουβέντα όμως θυμήθηκε τον «άγιο Κωνσταντίνο», όπως τον είπε, στο Κάστρο αλλά μου υποσχέθηκε πως θα το ερευνήσει όταν θα πάει στην Τήνο. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους 2003, αφού είχε παραθερίσει στην Τήνο, μου έφερε την πληροφορία για την αγία Ελένη/Αγιαλένη στο Ξώμπουργο αλλά και τα πολύτιμα βιβλία του Γ. Δώριζα, μέσω της κόρης του αείμνηστου συγγραφέα.  Τους ευχαριστώ και τους δύο θερμά και από εδώ. Εντωμεταξύ όμως, το ίδιο αυτό καλοκαίρι πήγε στην Τήνο συμμετέχοντας σε  μια προσκυνηματική συλλογική αποδημία και η αδελφή μου η Χλόη (η ίδια που με  είχε ενημερώσει και για τον «άγιο Κων/νο», της Πάρου), στην οποία βεβαίως κατόπιν της πληροφορίας του γιατρού κ. Καρδαμίτση  είχα αναθέσει  να  κάνει τις σχετικές ερωτήσεις επιτόπια, οπότε  είχα ήδη αποκομίσει την πληροφορία για το «Κάστρο την Αγιαλένης» καθώς και φωτογραφίες, επίσης.

{Παράδοση για την ονομασσία της από βασιλοπούλα που έφτασε από θαλάσσης στην Τήνο  Δώριζας 1974: 9-11].

Λατρεία Ειλειθυίας =Γελλώς-Ελένης (από Δήλο-Πάρο)-Υάκινθου: Δώριζας 124-126 .
…Το  Θεσμοφόριο και η πόλις του Εξωμβούργου:
Συνάγεται ότι ο χώρος αυτός του Εξωμβούργου είχεν αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του πρώιμου Εληνικού Πολιτισμού….[1].
Ανασκαφή. Συνάγεται ότι η πόλη του Εξωμβούργου  από του τέλους της αρχαϊκής  εποχής άρχισε να φθίνει.
Τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν ανασυρθεί από τον αγρόν (σιταροχώραφο του Ιω.  Σιώτου] είναι τα εξής:
1) ένα πήλινο τεμάχιο με παράσταση δουρείου ίππου, που ανήκε σε ζώνη μεγάλου πίθου. κλπ[2]
«…..Η άμυνα της Τήνου από της προϊστορικής εποχής και μέχρι της καταλήψεώς της τελευταίας από όλα τα νησιά του αρχιπελάγους (1715) από τους Τούρκους είχε βασισθεί κατά κύριο λόγο στο Εξώμβουργο.
Στο κέντρο περίπου του ευρυτέρου τμήματος που κείται προς τα νοτιοανατολικά της Τήνου υψώνεται οξυκατάληκτος βράχος που φέρει υψόμετρο 540 μ. και ομοιάζει με το Λυκαβηττό. […..] Το Εξώμβουργο ή όπως ονομάζεται στην Τήνο το Κάστρο είναι απόρθητο από τη δυτική πλευρά γιατί ο βράχος από την κορυφή κατέρχεται σχεδόν κατακόρυφος από τη βόρεια και νότια ημιπορθητό και από την ανατολική πορθητό. Στις τρεις πλευρές, βόρεια νότια και ανατολική, από της προϊστορικής εποχής είχαν ανεγερθεί τείχη-προμαχώνες που κατέστησαν το φρούριο απόρθητο. …Από τις ανασκαφικές έρευνες που είχε διενεργήσει ο καθηγητής της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών αείμνηστος Νικόλαος Κοντολέων στα νότια κράσπεδα του Εξώμβουργου απεκαλύφθησαν θεμέλιοι τοίχοι οι9κιών του Θεσμοφορίου της θεάς Δήμητρας και Περσεφόνης καθώς επίσης και αρχαίο τείχος και στα ανατολικά κράσπεδα αρχαίοι τάφοι. ….Από τα ανωτέρω ευρήματα συνάγεται ότι μέσα στο περιφραγμένο εξώμβουργο υπήρχαν οικισμοί από  της προϊστορικής εποχής και μέχρι των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα[3]
[……..] Ο Βενετός επιθεωρητής Basilacata  στην έκθεσή του που είχεν υποβάλει στον Ενετό Γενικό Διοικητή της Κρήτης καταά το έτος 1630 αναφέρει [….] ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν περισσότεροι από εκατό χερόμτυλοι για το άλεσμα των σιτηρών σε περίπτωση πολιορκίας. Η παρακαταθήκη του  κριθαριού δεν ήτο μεγαλύτερη από 1500 δοχεία πετρελαίου ….Το μεγαλύτερο μέρος από την ανωτέρω ποσότητα εξόδευαν οι κάτοικοι κατά τους χειμερινούς μήνες και ανανέωναν κατά το χρόνο της συγκομιδής…..[4]



Από την εφημερίδα  "Ελευθεροτυπία", της 20/1/2006, σ. 2 

[……..] Β΄ Το εσωτερικό φρούριο.

Το εσωτερικό φρούριο έκειτο προς τη δυτική πλευρά της πόλεως και έφερε το όνομα Αγία Ελένη. Από τη δυτική …[πλευρά] το φρούριο ήταν απόρθητο γιατί υψώνοντο απότομοι και σχεδόν κατακόρυφοι βράχοι. […] Ολίγα μέτρα προς τα νότια της κορυφής του βουνού έκειτο μικρή εκκλησία που ετιμάτο επ’ ονόματι της αγίας Ελένης. Τα ερείπια της εκκλησίας αυτής σώζονται μέχρι σήμερα.  Σ΄αυτήν λειτουργούσαν ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς κατά το διάστημα της Ενετοκρατίας [πώς το ξέρει;]. Εικάζεται ότι η ανωτέρω εκκλησία είχεν οικοδομηθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους  και επισκευασθεί ή μεταρρυθμισθεί κατά τους μετέπειτα χρόνους της Βενετοκρατίας για να τιμηθεί η αγία που απεκάλυψε το τίμιο  ξύλο από τα σπλάχνα της γης των αγίων τόπων και ύψωσε το ιερό αυτό σύμβολο του χριστιανικού κόσμου. Επίσης εικάζεται ότι από της εποχήε εκείνης υψώνετο στην κορυφή μαρμάρινος σταυρός θεατός από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Το εσωτερικό φρούριο κατά το διάστημα της Βενετοκρατίας πήρε το όνομα της Αγίας Ελένης από την εκκλησία αυτή, πιιθανώς Δε να έφερε το ίδιο όνομα ολόκληρο το βουνό και κατά τους βυζαντινούς χρόνους. [5]
[….] Τοιουτοτρόπως καθώς η Αγία, κατά τον ίδιο τρόπο και οι Τήνιοι της εποχής εκείνης ύψωσαν μαρμάρινο σταυρό στην κορυφή του βουνού θεατό από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Αργότερα με τους σφοδρούς ανέμους που προσβάλλουν  το βουνό ο σταυρός κατέπεσεν.Επίσης με τη λήξη της βενετοκρατλιας και με την έναρξη της Τουρκοκρατίας η εκκλησία μαζί με τα άλλα κτίσματα κατερειπώθη. Ο καθολικός ιερέας του τάγματος των Ιησουϊτών πατέρας Destro κατά το έτος 1900 ανέλαβε και πάλι την πρωτοβουλία να στήσει στην κορυφή του βουνού μαρμάρινο σταυρό …..Στις 4 Νοεμβρίου 1900 σε τελετή που έλαβε χώραν στην κορυφή του βουνού ο καθολικός είσκοπος τήνου ευλόγησε το σταυρό και ο Ιησουΐτης μοναχός πατέρας Ρωμανός προσφώνησε τα πλήθη που γεμάτα από ενθουσιασμό ανεφώνησαν: Ζήτω ο Σταυρός, Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω η Τήνος!  Στη βάση του σταυρού είχε λαξευθεί η κατωτέρω επιγραφή: ΤΩ ΘΕΙΩ ΛΥΤΡΩΤΗ. ΟΙ ΤΗΝΙΟΙ 1901.[6]
Γεωργία-πεζούλες κατά την μεσαιωνική εποχή:  βλ.  σ. 232-235, 239-248.


Για τη Μύκονο, βλ.:

Ζερλέντης Περικλής Γ.
 1918, «Νικούσιος και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, άρχοντες Μυκονίων, Νησιωτική Επετηρίς 1, σ.  187:

Οι Μυκόνιοι λέγουσιν ότι εν τη αυτών νήσω εγεννήθη Ελένη του Μενελάου, και εις ανάμνησιν αι γυναίκες φέρουσιν έτι εκ του τραχήλου ανηρτημένην την εικόνα αυτής, χρυσήν ή αργυράν ή εξ άλλου μετάλλου[7]. Εν τη νήσω παρά τοις γέρουσι εσώθη στιχηρόν τόδε:
Εσύ ’σαι η ωραία Ελένη του Μενελάου
Όπου για σένα χάθηκαν οι ναύται του πελάου....
(πληροφορία: Στέφανος  Ήμελλος).

Αγία Ελένη και στα νησιά Άνδρος και Σκιάθος  



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Δώριζας Γεώργιος
          1974, Η Αρχαία Τήνος, Αθήναι. 
          1976, Η Μεσαιωνική Τήνος, Αθήναι

Κεφαλληνιάδης…….
Κοντολέων Νικόλαος Ι.
          1963, Ανασκαφαί εν Τήνω, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας…..:

Φώσκολος Μάρκος
1949, Το κάστρο της Τήνου ανά τους αιώνες, Τήνος εώα και εσπερία. Πάνω μέρη Τήνου, έκδ. Εταιρεία Τηνιακών Μελετών, Αθήνα: 123-125:
Κάστρο Αγίας Ελένης, εκτενής πως λόγος. Εκκλησούλα της αγ. Ελένηςμάλλον βυζαντινής καταγωγής. Την τιμούσαν και οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι (Ήμελλος).
Georgieva Ivanichka
2001, “Le feu et la croix: un rite en l’honneur de saint Constantin”, Ethnologie française 2001/2: 251-260.


[1] Κοντολέων 1949: 133.
[2] Κοντολέων 1963: 263.
[3] Δώριζας 1974: 136· 1976: 178.
[4] Δώριζας 1976: 188.
[5] Δώριζας 1976: 190, 191, 192-193.
[6]Δώριζας 1976: 197-198.
[7] Le Brun, Voyage au Levant, c’ est-à-dire dans les principaux endroits de l’ Asie Mineure, dans les isles de Chio (Paris 1914), tom. Ipp.12, 19 (Βλ. και Σιμόπουλος, Ξένοι...1(2η έκδ.) σ. 706.


















Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια

  1. θαυμασιο το εργο σας, διαφωτιστικωτατο και φωτο γραφικα εμπλουτισμενο!ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πράγματι θαυμάσιο έργο και διαφωτιστική η διαφοροποίηση ανάμεσα σε τόπους μνήμης και ιστορήματα της εξουσίας και τόπους μνήμης αυθόρμητους. Ευχαριστούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου