Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: Ηραία Αρκαδίας, 1.6.2016 (traveling on the marks of Helen/st.Helen in Arcadia)



(Λουτρά Ηραίας, Παλούμπα/Λενικό, Ράφτης, Κοκοράς/Μέλαινα, Καρατζάς)


Ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας

(βλ. επίσης και τα άλλα ημερολόγια των περιηγήσεων  "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης", στις  αναρτήσεις μου: 

http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html
http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/11/blog-post.html
http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/12/traveling-in-east-argolisgreece.html
http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/07/2012.html
http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/05/blog-post_21.html
http://psychogiou.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html
http://psychogiou.blogspot.gr/2012/09/blog-post_20.html 
-και... έπεται συνέχεια)

(Πρώτη δημοσίευση εδώ. Οι φωτογραφίες τραβηγμένες από την γράφουσα, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά)




Χάρτης τμήματος της κεντρικής Πελοποννήσου, όπου συναντώνται οι νομοί Αρκαδίας, Ηλείας και Μεσσηνίας και οι ποταμοί Ερύμανθος, Λάδωνας καιμ Αλφειός. Μέσα στους κύκλους μερικοί από τους τόπους της "Αγιαλένης" στην περιοχή. 


Λεπτομέρεια του παραπάνω χάρτη με την περιοχή της Ηραίας. Σε κύκλο με μολύβι, τα χωριά της εν λόγω περιήγησης.


 Προλεγόμενα 

Στα ερωτηματολόγια που είχα στείλει στις Μητροπόλεις σχετικά με ναούς ή ξωκλήσια των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ή της αγίας Ελένης μόνης, δεν είχα λάβει απάντηση από τη Μητρόπολη Αρκαδίας. Έτσι στην επιτούτου «λαογραφική αποστολή» μου τον Αύγουστο του 2003 στο νομό, έψαχνα στα τυφλά και ρωτούσα χωριό-χωριό για να τα εντοπίσω. Σε εκείνη την επιτόπια έρευνα δεν είχα προλάβει να καλύψω την ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ηραίας, το ΝΔ κομμάτι του νομού, που συνορεύει με την Ηλεία με όρια τους ποταμούς Ερύμανθο στα ΒΔ και Αλφειό στα Νότια του Δήμου. Εκκρεμούσε λοιπόν μια επίσκεψή μου και σε αυτό το κομμάτι του νομού, για να έχω -το δυνατόν- ολοκληρώσει  την έρευνά μου για την Ελένη/Αγιαλένη στην Αρκαδία (βλ. και  τις παραπάνω παραπομπές/links στα άλλα σχετικά ταξίδια μου).
Πριν καταφέρω να πραγματοποιήσω εγώ αυτή την επίσκεψη στον Δήμο Ηραίας, βρέθηκε εκεί με «λαογραφική αποστολή» για επιτόπια έρευνα, η συνάδελφος  στο ΚΕΕΛ Ανδρομάχη Οικονόμου. Γνωρίζοντας η αγαπητή συνάδελφος την ερευνητική μου υπόθεση σχετικά με την Ελένη/Αγιαλένη,  είχε την καλοσύνη να έχει το νου της σε τυχόν επιτόπια «σημάδια» που μπορεί να αφορούσαν αυτή την έρευνα.  Επιστρέφοντας λοιπόν, με ενημέρωσε για τα ευρήματα που με βάση την ερευνητική μου υπόθεση (όπως την καταθέτω στο βιβλίο μου «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες Θανάτου και αναγέννησης και σε άλλα επιμέρους δημοσιεύματα), πιθανόν να σχετίζονται με αυτήν: το τοπωνύμιο «Λενικό» στην περιοχή του χωριού Παλούμπα, την αρχαία πόλη «Μέλαινα» ή «Μελαινές» στη θέση του σημερινού χωριού Κακουρέικα, το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου στη θέση «Καρατζάς» στην ευρύτερη περιοχή του ίδιου αυτού χωριού. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο εύρημα της συναδέλφου, ήταν η πολύτιμη για μένα πληροφορία που της έδωσε ο παπάς  στο χωριό Σπάθαρης (στο γειτονικό με αυτόν της Ηραίας,  δήμο των Τρόπαιων), για την ύπαρξη στο χωριό κάποιων οικοδομικών υπολειμμάτων σε ερημική τοποθεσία που οι ντόπιοι ονομάζουν «Αγιαλένη».
Τα ευρήματα αυτά της Ανδρομάχης Οικονόμου στην Αρκαδία, όπως είναι εύλογο, καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη μου να επισκεφθώ οπωσδήποτε την περιοχή.  Εκ πρώτης όψεως, η ονομασία «Μέλαινα» της αρχαίας πόλης που αναφέρει ο Παυσανίας παρέπεμπε για μένα στη «μαύρη» μορφή της χθόνιας Μητέρας θεάς-Μαυρηγής, το τοπωνύμιο «Λενικό» σε τόπο που να σχετίζεται στη μνήμη των ντόπιων με κάποιο τρόπο με την Ελένη/Λένη, και η παρουσία ναών αφιερωμένων στους αγίους κωνσταντίνο και Ελένη, ενισχυτικό των προηγούμενων.



Η γέφυρα του ποταμού Ερύμανθου στα σύνορα Ηλείας-Αρκαδίας (Ολυμπίας-Ηραίας), από την πλευρά της Ηραίας (1.6.2016)



Ο Ερύμανθος ποταμός στο σύνορο  Ολυμπίας-Ηραίας (ανάντι) 1/6/2016

Η πιο ενδιαφέρουσα από τις πληροφορίες για μένα -τότε που τις έμαθα-  ήταν η τελευταία πληροφορία της Ανδρομάχης, αυτή που αφορά την «Αγιαλένη» στο χωριό Σπαθάρης, κοντά στα Τρόπαια, περιοχή γειτονική με την Ηραία, εξάλλου. Και τούτο γιατί είχα ήδη επισκεφθεί την περιοχή των Τρόπαιων και είχα εντοπίσει δύο ακόμα «Αγιαλένες», στα γειτονικά (ως προς τα Τρόπαια όσο και μεταξύ τους) χωριά Βούτσης και Βυζίκι, ένθεν και ένθεν του Λάδωνα ποταμού. Για το μεν Βούτσι, μου είχε δώσει τη σχετική πληροφορία ο συνάδελφος στο Κέντρο Έρευνας Ιδιωμάτων της Ελληνικής, ο Ν. Μουτζούρης, όπου και πηγαίνοντας επιτόπου εντόπισα όντως το τοπωνύμιο «Αγιαλένη» να αφορά ένα εικονοστάσι με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  τοποθετημένο μέσα σε ένα παλιό αλώνι. Στο Βυζίκι την πληροφορία μου την έδωσε ο γέροντας ιερέας του χωριού, ο οποίος και με συνόδευσε στη θέση «Μάγουση», που ήταν ο σιτοβολώνας του χωριού με πεζούλες σιτηρών  και αλώνια και μου υπέδειξε ένα σημείο κοντά σε ένα αλώνι  που ονομάζουν «Αγιαλένη» , χωρίς την παρουσία κάποιου ίχνους κτίσματος, ναού ή άλλου,  επιτόπια.  Σε αυτή την περιοχή, στη νότια όχθη του Λάδωνα, υπήρχε στην Αρχαιότητα η πόλη Θέλπουσα, στο σημείο περίπου όπου το σημερινό χωριό «Δήμητρα», γειτονικό των δύο προαναφερθέντων. Στη Θέλπουσα μαρτυρείται βιβλιογραφικά και αρχαιολογικά ότι υπήρχε ιερό και μυστηριακή λατρεία της θεάς Δήμητρας-και-Κόρης, λατρεία που, σύμφωνα με την ερευνητική μου υπόθεση και τα ευρήματά της, δικαιολογεί αμφίδρομα την παρουσία των τοπωνύμιων «Αγιαλένη» εκεί (όσο και τη σημερινή ονομασία του χωριού «Δήμητρα»), συνδυαστικά μάλιστα με αλώνια και σιταρότοπους, ως μη συνειδητή τοπική μνήμη της μεγάλης θεάς Μητέρας-Γης-Ελένης (βλ. ενδεικτικά το σχετικό με τη Θέλπουσα κεφάλαιο στο Walter Burkert, 1997, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία. Δομή και Ιστορία, μτφρ. Ηλέκτρα Ανδρεάδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα).



"Et in Arcadia ego..." Φτάνοντας στον "μυθικό προορισμό" μας (1/6/2016)

Πέρασαν μερικά χρόνια πριν καταφέρω να επισκεφθώ την περιοχή της Ηραίας. Τον Ιούνιο του 2016 ξεκίνησα παρασύροντας για παρέα παλιούς, αγαπημένους  φίλους και συντοπίτες από τα Λεχαινά  για την αναβαλλόμενη, χρόνο με το χρόνο για πολλούς και διάφορους λόγους, υγείας κυρίως, περιήγησή μου, φιλοξενούμενη στο αυτοκίνητο του ενός φίλου και της γυναίκας του  και όχι με το δικό μου. Οι τρεις συνταξιδιώτες (Χρήστος και Δώρα Ντάντου, Διονύσης Κράγκαρης)  είχαν ωστόσο θελήσει να είμαι εγώ αυτή που καθοδηγεί  την περιήγηση, με βάση τον εντοπισμό όσων αφορούν την έρευνά μου για την  Ελένη/Αγιαλένη.  Ποιητές τα δύο άρρενα μέλη της παρέας, ο Διονύσης (βλ. και https://ekparadromis.wordpress.com/, http://lehaina.blogspot.gr/) και ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο Χρήστος,  ιδιαίτερα φυσιολάτρης, βιωματικός γνώστης τόπων και πετούμενων και με πρόσφατα δημοσιευμένες, εξαιρετικές ποιητικές συλλογές (και οι τρεις μας από τα ιδρυτικά μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου "Φράγμα"),  ήμουν σίγουρη ότι θα εμπνεόντουσαν από την περιήγηση που εγώ βίωνα ως κομμάτι του θρίλερ που τεκμηριώνει την ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και  ότι κάπως, κάποτε θα αποδώσουν  και οι ίδιοι  ποιητικά ή συγγραφικά την ταξιδιωτική αυτή εμπειρία τους.  Η άλλη γυναίκα της παρέας, φυσιολάτρις επίσης και γνώστρια των περί της Ελένης/Αγιαλένης πονημάτων μου, είχε μεγάλο ενδιαφέρον να βιώσει από κοντά τον τρόπο που ακολουθώ τα χνάρια της. Όλοι μας λοιπόν είχαμε, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, τους λόγους μας να ευχαριστηθούμε αυτή την περιπλάνηση που γνωρίζαμε ότι θα ήταν κουραστική και με απρόοπτα. 
Όπως συνηθίζω στις αναζητήσεις μου στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης, προσωπικά ξεκίνησα την περιήγηση ως  "αθώα" και ταυτόχρονα "πονηρεμένη", κατά κάποιο τρόπο.   Δηλαδή με εφόδια τις πληροφορίες της Ανδρομάχης,  μια ματιά στο Google για την αρχαία Μέλαινα,  την προηγούμενη, μακρόχρονη επιτόπια εθνογραφική εμπειρία μου στην Αρκαδία αλλά και την ευρύτερη έρευνά μου για την Ελένη/Αγιαλένη, που μου επιτρέπει πλέον  να "οσμίζομαι" τα ίχνη της στο τοπίο όσο και να τα ανακαλώ στη μνήμη των ανθρώπων, επιτόπια. 


Ηραία Αρκαδίας, 1/6/2016





Χάρτης της Ηραίας με το φαράγγι της "Γκούρας" στα βόρεια, από ενημερωτικό φυλλάδιο του τοπικού Φυσιολατρικού-Ορειβατικού Ομίλου "Η Γκούρα"

Λουτρά Ηραίας 

Πήραμε το δρόμο που οδηγεί από την Αρχαία Ολυμπία προς τα λουτρά της Ηραίας περνώντας από τη γέφυρα του ποταμού Ερύμανθου, πλούσιου σε νερά τέτοια εποχή, σύνορο Ηλείας-Αρκαδίας σε αυτό το σημείο. Πρώτη στάση στα λουτρά, που με απογοήτευσαν. Το σύγχρονο κτίριο, τοποθετημένο στο κέντρο του σημερινού χωριού Ηραία με μια τσιμεντένια πλατεία εμπρός του, είναι χωρισμένο σε δωμάτια-μπανιέρες όπου διοχετεύεται το νερό των αθέατων ιαματικών πηγών για το λουτρό των λουόμενων. Ο τόπος δεν  δίνει την υδροχαρή και πλούσια σε βλάστηση εικόνα που έχει κανείς κατά νου όταν ακούει «λουτρά» αλλά και από άλλα του είδους, αυτά της Κυλλήνης π.χ.

Το κτίριο των λουτρών της Ηραίας (1/6/2016)



Ηραία 1/6/2016. Οι συνταξιδιώτες Δώρα και Χρήστος Ντάντου, δεξιά ο Διονύσης Κράγκαρης


Ένας ευγενικός νέος Τριπολιτσιώτης επιχειρηματίας έχει αναλάβει τη διαχείρισή τους και είχε το συγκρότημα καθαρό και περιποιημένο, έτοιμο για τη θερινή σεζόν, με τη βοήθεια νεαρής αλλοδαπής «λουτράρισσας», απ΄ ό,τι είδαμε. Ευελπιστώντας να έχει αρκετή προσέλευση λουόμενων κυρίως από την Τρίπολη και την Αρκαδία, βρισκόταν σε αναμονή πελατείας και μας έδωσε τις σχετικές πληροφορίες προμηθεύοντάς μας και διαφημιστικά φυλλάδια σχετικά με τα λουτρά αλλά και για τις φυσικές ομορφιές της περιοχής. Σε ένα από τα τελευταία, έκδοση του Φυσιολατρικού Ορειβατικού Ομίλου Ηραίας η «Γκούρα», που αφορά κυρίως τη διάβαση του φαραγγιού «Γκούρα» στα βόρεια του Δήμου Ηραίας, υπάρχει και λεπτομερής χάρτης της περιοχής, όπου με χαρά μου είδα να σημειώνεται κοντά στο χωριό Παλούμπα η θέση και το τοπωνύμιο «Λενικό» ως αρχαιολογικός χώρος. Ένοιωσα να έρχεται και πάλι το «θαύμα» της Ελένης/Αγιαλένης, καθώς τώρα συνειδητοποιούσα ότι το «Λενικό» είναι και αρχαιολογικά εντοπισμένος τόπος.




Φωτογραφία των κτιριακών εγκαταστάσεων των Λουτρών Ηραίας όπως ήταν προπολεμικά, αναρτημένη το χώρο υποδοχής των σύγχρονων  λουτρών


Παλούμπα 

Κατόπιν αυτού, προχωρήσαμε, εγώ έμπλεως ανυπομονησίας,  για το χωριό Παλούμπα. Το χωριό το γνωρίζω ως πατρίδα του Αρκάδα οπλαρχηγού Δημητράκη Πλαπούτα, εμβληματική και διφορούμενη μορφή του Αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης στο Μοριά, ο οποίος έγινε στρατηγός και μετά τον Αγώνα βουλευτής του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Η οικογένεια Πλαπούτα είχε συνάψει πολλαπλές σχέσεις αγχιστείας με άλλες τέτοιες μορφές στην Πελοπόννησο (Κολοκοτρωναίους, Δεληγιανναίους κ.ά) και η ιστορία της παρέχει πλούσιο υλικό τόσο για τον Αγώνα, όσο και για την προ-επαναστατική οικονομική, κοινωνική  και πολιτική κατάσταση στο Μοριά και τις αντιδικίες, συχνά αιματηρές, ανάμεσα στις οικογένειες των προυχόντων και των οπλαρχηγών.  Ένα, εξαιρετικό εκτιμώ,  βιβλίο για το βίο και την πολιτεία του Πλαπούτα, αυτό του αείμνηστου, τέως Διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας, Αγησίλαου Τσέλαλη, Πλαπούτας (χαρισμένο σε μένα  από την κόρη του και φίλη Γιώτα Τσέλαλη),  διάβαζα τούτο  το χειμώνα, ενόψει και της μελλούμενης επίσκεψής μου στην περιοχή και ιδιαίτερα στο «Λενικό», μήπως πέραν των άλλων, βρω και κάτι σχετικό με το τοπωνύμιο στο βιβλίο.


Μερική άποψη του χωριού Παλούμπα (1.6.2016)

 Φτάσαμε στο χωριό, το απλωμένο πάνω σε μια κατάφυτη από πυκνή βλάστηση πλαγιά, κοντά στο  μεσημέρι. Τα πρώτα σπίτια που συναντήσαμε ανήκουν  στην  παραδοσιακή αρχιτεκτονική των διώροφων πέτρινων σπιτιών της ορεινής Πελοποννήσου και δη της Αρκαδίας, όπως χτίζονταν στο κατωφερές έδαφος, συχνά σε περισσότερους των δύο ορόφους. Τα σπίτια, έρημα και κλειστά τα περισσότερα σήμερα να σου σφίγγουν την καρδιά,  δηλώνουν την πάλαι ποτέ ακμή του οικισμού και των κατοίκων του, ως κεφαλοχώρι της περιοχής που ήταν το Παλούμπα, που σήμερα κατοικείται από τους λίγους απομείναντες μόνιμους κατοίκους, ηλικιωμένους στην πλειονότητά τους. Ωστόσο ψυχή ζώσα δεν φαινόταν πουθενά, να ρωτήσω για το «Λενικό» και πώς θα το βρω..



Παλούμπα. μέρος της πλατείας, με την προτομή του Δ. Πλαπούτα κάτω από το δέντρο,  με φόντο το σπίτι του (1.6.2016)

Την έρημη, απλόχωρη, πλακοστρωμένη πλατεία που είναι ωσάν μπαλκόνι πάνω στην πλαγιά που βλέπει προς την κοιλάδα του Αλφειού ποταμού που κυλάει στα νοτιοδυτικά του Δήμου, στολίζει η  προτομή του Πλαπούτα αλλά και μια μαρμάρινη στήλη με εγχάρακτο το ποίημα του Αρ. Βαλαωρίτη για το θάνατό του.   Το καφενείο –εστιατόριο πάνω στην πλατεία ήταν κλειστό και το χωριό έμοιαζε ακατοίκητο.


Παλούμπα, πλατεία. Μαρμάρινη στήλη με εγχάρακτο το ποίημα του Α. Βαλαωρίτη για το θάνατο του Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)

Κάποιες οικοδομικές εργασίες στη νότια άκρη της πλατείας που την κλείνει ο τοίχος ενός πέτρινου σπιτιού και εργάτες που κουβαλούσαν αμμοχάλικο τράβηξαν την προσοχή μας και πλησιάσαμε. Οι οικοδόμοι εργάτες που δούλευαν εκεί μας πληροφόρησαν ότι πρόκειται για το σπίτι του Πλαπούτα, το οποίο ανακαινίζεται με κάποιο πρόγραμμα προκειμένου να γίνει μουσείο. 








Παλούμπα. Από πάνω προς τα κάτω: εξωτερικές όψεις του ανακαινιζόμενου πυργόσπιτου του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης , στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016) 

Την πληροφορία επιβεβαίωσε μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με το όνομα του παλιού ιδιοκτήτη του σπιτιού. Βγαίνοντας πίσω από τον ορατό από την πλατεία τοίχο του σπιτιού, βρεθήκαμε στην  περίκλειστη με πέτρινο τοιχίο κλιμακωτή αυλή του και μείναμε ευχάριστα κατάπληκτοι από το ότι το κτίριο είναι πολύ πιο μεγάλο απ’ ό,τι φαίνεται από την πλατεία. Στην αυλή ανοίγονται τρία συνεχόμενα κτίρια που σχηματίζουν ένα είδος «Π» με το αριστερό στον εισερχόμενο σκέλος του «Π» να είναι ένας ογκώδης, τριώροφος «πύργος» που σκιάζεται από ένα πανύψηλο δέντρο. Τρεις  φαρδιές, πέτρινες σκάλες, μια για κάθε πτέρυγα, «χύνονται» κατά ένα τρόπο στην αυλή από τον πρώτο όροφο. Κάτω από  αυτές, μια σειρά από καμάρες στεγάζει τα «λιακωτά» του α΄ ορόφου αποτελώντας και ένα είδος στοάς εμπρός από το εκτεταμένο κατώι. Ο μηχανικός  που έχει αναλάβει την ανακαίνιση μας ξενάγησε στους υπό κατασκευή χώρους του σπιτιού. 



Παλούμπα. Πάνω:  η ανακαινιζόμενη σάλα του πυργόσπιτου του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης, στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)


Παλούμπα. Πάνω:  το ανακαινιζόμενο κατώι  του πυργόσπιτου του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης, στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)


Πρώτα στην απέραντη «σάλα» που πιάνει όλο τον πρώτο όροφο του κεντρικού κτιρίου με τα παράθυρα στη σειρά να αγναντεύουν τα βουνά και την κοιλάδα του Αλφειού.  Φανταζόμουν τα στέρεα πατήματα των τσαρουχιών του Δημητράκη Πλαπούτα να βροντάνε στο ξύλινο πάτωμα, την πάλλευκη φουστανέλα του με τα λαγκιόλια της απλωμένα στο μιντέρι με τα υφαντά στρωσίδια και τις μαξιλάρες να υποδέχεται τους άλλους οπλαρχηγούς και να συνωμοτούν κατά των Τούρκων  -και όχι μόνο. Επίσης στους ιδιαίτερους χώρους κατοικίας, όπου «έβλεπα» να μπαινοβγαίνουν φουριόζες, πολυάσχολες  γυναίκες και πλήθος παιδιά. Κατόπιν στην υπόγεια κουζίνα με την πελώρια καμινάδα, όπου θα μαγειρεύονταν μεγάλες ποσότητες φαγητού για την πολυμελή, «διευρυμένου τύπου» οικογένεια και το βοηθητικό προσωπικό, τις υπηρέτριες/ψυχοκόρες, τους εργάτες και τους βοσκούς. Τέλος στον πύργο, όπου ένας «καταρράχτης» ανοίγεται σε μια καταπακτή μάλλον για έκτακτη διαφυγή, ενώ μια χτιστή, σκοτεινή τρύπα φαίνεται να εξασφάλιζε νερό σε περίπτωση αποκλεισμού από εχθρούς, από κάποια υπόγεια δεξαμενή ή πηγάδι. Στους σταύλους στο κατώι, όπου καμαρωτά χωρίσματα όριζαν το χώρο των αλόγων και των άλλων ζώων, ενώ στα ξύλινα αμπάρια  θα αποθήκευαν τα γεννήματα.


Παλούμπα.  καταπακτή στον πύργο του  σπιτιού του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης , στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)



Παλούμπα.  Πάνω και κάτω: πηγάδι μέσα  στον πύργο του  σπιτιού του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης , στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)

Σκεφτόμουν ότι αυτά τα παλιά, ερημωμένα σπίτια που ανακαινίζονται με δημόσιους πόρους για να αποδοθούν στο ευρύ κοινό ως μουσεία, πέρα από το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τους, αποκτούν την πραγματική τους αξία αν γνωρίζει κανείς τη χρήση τους όσο και το βίο αυτών που τα κατοίκησαν, ανδρών και γυναικών, μέσα στο τοπικό κοινωνικό/πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής τους και τα ιστορικά γεγονότα στα οποία είχαν τυχόν εμπλακεί. Μακάρι όταν ολοκληρωθεί το μουσείο να αναδεικνύει επάξια όλα αυτά, να φροντίζεται και να μην αφεθεί μετά στην τύχη του...



Παλούμπα.   Το πυργόσπιτο του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης , στρατηγού Δ. Πλαπούτα (1.6.2016)


Η γράφουσα ερευνήτρια Ε.Ψ. στον πύργο του οπλαρχηγού Πλαπούτα (φωτ. Δώρα Ντάντου)

Θέλοντας να τραβήξω  μια φωτογραφία που να περιλαμβάνει το σύνολο των κτισμάτων του σπιτιού του Πλαπούτα, ανέβηκα στο β΄ όροφο του Δημαρχείου Ηραίας, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του δρόμου, με ένα μπαλκόνι απέναντι από την αυλή του. Μια εξυπηρετική υπάλληλος με οδήγησε στο μπαλκόνι και έβγαλα τη φωτογραφία. Μια που ήμουν μέσα στο Δημαρχείο, σκέφτηκα να την ρωτήσω μήπως ήξερε κάτι σχετικό με το «Λενικό» και πώς να βρούμε την τοποθεσία. Απάντησε ότι δεν ήταν ντόπια,  από το Παλούμπα, και δε γνώριζε κάτι σχετικό και με οδήγησε σε ένα  γραφείο όπου δύο άνδρες υπάλληλοι δούλευαν μπροστά στους υπολογιστές τους. Συστήθηκα και ρώτησα ό, τι είχα ρωτήσει και την γυναίκα υπάλληλο. Ο ένας με κοίταξε ωσάν να έβλεπε παρείσακτη και με ύφος αγενέστατο και όλο υποψία, μου απάντησε «τι σας νοιάζει εσάς για το Λενικό, τι θέλετε σε αρχαιολογικούς χώρους, δεν πρόκειται να το βρείτε». «Τι θέλετε να πάτε εκεί,  δεν υπάρχει περίπτωση να το βρείτε χωρίς να σας οδηγήσει κάποιος από εδώ», επιβεβαίωσε και ο άλλος υπάλληλος, με ανάλογο ύφος. Η φίλη συνταξιδιώτισσα, η Δώρα, που είχε ανεβεί μαζί μου στο Δημαρχείο, παρενέβη οργισμένη από την αγένεια και το ύφος των υπαλλήλων και τους είπε αυστηρά «η κυρία είναι λαογράφος της Ακαδημίας Αθηνών, δεν μπορείτε να την εξυπηρετήσετε;» πριν προλάβω να της κάνω νόημα να μην παρέμβει γιατί ήθελα να τους χειριστώ εγώ με τον τρόπο μου, όπως κάνω χρόνια τώρα σε ανάλογες περιπτώσεις. Οι υπάλληλοι δεν έδειξαν να πτοούνται από την ιδιότητά μου, μάλλον τσατίστηκαν περισσότερο,  και στην –ευγενική παρόλ’ αυτά- επιμονή μου μήπως υπήρχε κάποιος στο χωριό να μας πληροφορήσει πώς θα πάμε στο Λενικό μας υπέδειξαν εντέλει να πάμε στο σπίτι του πρώην Προέδρου του χωριού (μάλλον προ του Καποδιστριακού νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση). Κατεβήκαμε από το Δημαρχείο θυμωμένες με την απαράδεκτη συμπεριφορά των υπαλλήλων.
Προχώρησα περπατώντας προς τα εκεί που μου είχαν υποδείξει ότι είναι το σπίτι του πρώην προέδρου, ενώ οι φίλοι ακολουθούσαν με το αυτοκίνητο. Έξω από μια καγκελένια αυλόπορτα  ενός περιποιημένου κήπου, που σύμφωνα με τις οδηγίες ήταν το σπίτι του Προέδρου, άρχισα να φωνάζω δυνατά το όνομα του Προέδρου, όπως μου το είχαν πει οι υπάλληλοι, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα τον είχαν ειδοποιήσει εν τω μεταξύ τηλεφωνικά. Όσο κι αν φώναζα «κυρ-Παναγιώτηηη!», κυρ-Παμναγιώτηηηηηη!!», «κυρ-Παναγιώτηηηηηηηηηηη!!!!», όλο και πιο δυνατά,  δεν εμφανίστηκε κανείς. Προχώρησα πεζή παρακάτω, με το αυτοκίνητο των φίλων να με ακολουθεί, και είδα επιτέλους σε μια μικρή βεράντα λίγο υπερυψωμένη από το δρόμο να κάθεται ένα ζευγάρι γερόντων, που κοιτούσαν με ενδιαφέρον και περιέργεια τους επισκέπτες στο χωριό τους. Χαιρέτισα και τους ρώτησα αν ήξεραν πώς μπορούσαμε να πάμε στο «Λενικό». Απάντησαν προθυμότατα ότι δεν ήταν δύσκολο, αρκεί να ακολουθούσαμε έναν χωματόδρομο στο τέλος του δρόμου στα δεξιά μας  και ότι μετά από ένα διάστημα θα βλέπαμε το εκκλησάκι αλά και κάτι πέτρες,  «τεράστιες πέτρες, αρχαίες, πώς μπόρεσαν και τις κουβάλησαν αυτοί οι αρχαίοι;» αναρωτήθηκε η γερόντισσα. «Τι εκκλησάκι είναι εκεί;» ρώτησα εγώ,  περιμένοντας με αγωνία μήπως ακούσω «Αγιοκωνσταντίνος». «Ανάληψη», απάντησε η γερόντισσα. Το ύφος με το οποίο μιλούσαν για το «Λενικό» έδειχνε κάποιο δέος και σεβασμό για τον τόπο, που υποδείκνυε την ιερότητά του για τους Παλουμπιώτες. Αν και αυτή η διαπίστωση  με είχε χαροποιήσει, συνδυαστικά και με την αναφορά για τις «τεράστιες αρχαίες πέτρες», η  αφιέρωση του ξωκλησιού στην Ανάληψη με είχε απογοητεύσει και αναρωτιόμουν μήπως τελικά το «Λενικό» είναι μεν ιερός τόπος για τους ντόπιους αλλά δεν έχει σχέση με την Ελένη/Αγιαλένη. Ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι η αφιέρωση στην Ανάληψη δηλώνει ότι το «Λενικό» μάλλον είναι σε ύψωμα ή σε κορυφή λόφου, άρα ευδιάκριτο,  αλλά έλπιζα να μην είναι δύσβατο το μέρος και δεν μπορούσα να σκαρφαλώσω με τα πονεμένα, λόγω οστεοαρθρίτιδας, γόνατά μου.  Τους ευχαρίστησα θερμά και μπήκα στο αυτοκίνητο προκειμένου να πάμε στην κατεύθυνση που μας είπαν. Λίγο παρακάτω σε μια ανάλογη βεράντα, ήταν δυο γερόντισσες και άπλωναν ρούχα σε ένα σχοινί, κάτω από μια κληματαριά. Σταματήσαμε και κατέβηκα να διασταυρώσω τις πληροφορίες για το πώς θα πάμε στο Λενικό και μήπως μάθω και τίποτε περισσότερο. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα η μεγαλύτερη, απάντησαν προθυμότατα αν και με κάποια δυσκολία στην προφορά και στο να είναι σαφείς στις οδηγίες τους. Στο άκουσμα του «Λενικού», η αντίδρασή τους μου έδωσε την ίδια αίσθηση δέους και σεβασμού, όπως και των προηγούμενων γερόντων. «Θα το βρείτε, δεν είναι δύσκολο, θα στρίψετε στο τέλος του δρόμου, εδώ, δεξιά και θα προχωρήσετε ίσα, θα το δείτε, θα το βρείτε, εκεί στα αλώνια, στα κλαριά, στις πέτρες», ήταν περίπου οι οδηγίες της, με την αίσθηση και τη γνώση του χώρου και τα «σημάδια του τόπου»  που έχουν βιωμένα οι ντόπιοι, δύσκολα όμως αναγνωρίσιμα από τους ξένους. Ωστόσο η λέξη «αλώνια» χτύπησε ως καμπανάκι στα αυτιά μου, καθώς έφερνε και πάλι  την Ελένη/Λένη-«πότνια σίτου» στο προσκήνιο, σε συσχετισμό με το «Λενικό». Την ρώτησα λοιπόν αν είχε αλώνια στο Λενικό  και μου απάντησε περίπου «όχι τώρα, είναι άπλα, ανοιχτά, θα το δείτε εκεί στα κλαριά, που πάμε στο πανηγύρι». Η κάπως γριφώδης απάντησή της μου υποδείκνυε ότι τα αλώνια υπήρχαν μάλλον παλιότερα στο «Λενικό» (λογικό αφού η ημι-ερήμωση του χωριού και η πυκνή βλάστηση δηλώνει ότι δεν καλλιεργείται πλέον σιτάρι εδώ, καλλιέργεια «εκ των ων ουκ άνευ» μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ) και ότι ο τόπος είναι «ζωντανά» ιερός και επισκέψιμος από τους ντόπιους,  προφανώς στο πανηγύρι της Αναλήψεως όπου είναι αφιερωμένο το ξωκλήσι. Δηλαδή σε κινητή μεν -ανάλογα με το πότε πέφτει το Πάσχα-, πλην μέσα στον μήνα Ιούνιο/Θεριστή, που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με τα Δημητριακά και τον θερισμό γιορτή, και αναλόγως, λιγότερο ή περισσότερο, μακριά από τη σταθερή γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης , στις 21/5.



Παλούμπα. Η οδική ταμπέλα που δείχνει τον δρόμο προς την αρχαία ακρόπολη "Λενικό" (1.6.2016)

Λενικό

Προχωρήσαμε με το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση που μας είχαν υποδείξει και σε λίγο είδαμε στα αριστερά του δρόμου μια μεγάλη πινακίδα της αρχαιολογικής υπηρεσίας σε σχήμα βέλους με την επιγραφή «Αρχαία Ακρόπολη Λενικού», να δείχνει προς τα δεξιά μας, προς ένα χωματόδρομο που διασταυρωνόταν εκεί με τον κεντρικό  δρόμο του χωριού που ακολουθούσαμε. Αναφωνήσαμε όλοι χαρούμενοι, κυρίως  για τη βεβαιότητα που μας έδινε πλέον η επίσημη αυτή πινακίδα. Εμένα με χαροποίησε ακόμα περισσότερο, γιατί δηλώνει ότι το «Λενικό» είναι αναγνωρισμένος, με αυτό το τοπικό όνομα, αρχαιολογικός χώρος και μάλιστα ως ακρόπολη αρχαίου οικισμού. Άρα όντως ο αρχαιολογικός χώρος είναι σημαντικός, και σε ψήλωμα, ως αρχαία ακρόπολη, αναρωτιόμουν ποιας πόλης, ωστόσο. Ο Παυσανίας καταγράφει ότι στην περιοχή υπήρχε η πόλη «Μέλαινα» ή «Μελαινές».  Το όνομα της πόλης «Μέλαινα»(=Μαύρη) με παραπέμπει  σε θηλυκή ιερή μορφή που ίσως λατρευόταν εδώ (οι αρχαίες ακροπόλεις φιλοξενούσαν και τους πολιούχους τοπικούς θεούς σε ομώνυμους ναούς), πιθανόν η «Μέλαινα Δήμητρα», της οποίας η λατρεία είναι βεβαιωμένη στην Αρκαδία. Δηλαδή το επίθετο «μέλαινα», ως βασικό συμβολικό χαρακτηριστικό της θεάς που λατρευόταν εδώ, να έχει υποκαταστήσει το όνομα Δήμητρα (όπως π.χ. η «Μεσσήνη» στην ομώνυμη αρχαία πόλη Μεσσήνη) και η πόλη ονομαζόταν απλά  «Μέλαινα». Δηλαδή μια θεά Μέλαινα/μαύρη,  με χθόνιο συμβολισμό, κάτι ανάλογο με τη σύγχρονη «Μαυρηγή», όνομα που εξαρχής με οδήγησε, συνδυαστικά,  να εκτιμώ ότι και το «Λενικό» πιθανόν  να  σχετίζεται με τόπο όπου υπήρχε ιερό και λατρεία προς την Μητέρα-Γη-Μαυρηγή-Ελένη-Αγιαλένη. Από ό,τι είχα δει ωστόσο στο διαδίκτυο, η πόλη «Μέλαινα» ταυτίζεται με το γειτονικό χωριό «Κακουρέικα» και όχι με το Παλούμπα.  Ωστόσο το όνομα «Μελαινές» που επίσης παραδίδει ο Παυσανίας, παραπέμπει σε σύνολο σκόρπιων οικιστικών συνόλων (κάτι ανάλογο με το Αθήναι, Πάτραι, Θήβαι κ.λπ.) και μπορεί η ακρόπολη «Λενικό», πολύ κοντά στα Κακουρέικα εξάλλου, να αφορούσε όλους τους συνοικισμούς της «Μέλαινας».
Ιδιαίτερα με χαροποιούσε το γεγονός ότι το  «Λενικό» που είναι τοπικό τοπωνύμιο, είναι  γραμμένο επίσημα και επιστημονικά, κατά τεκμήριο, πάνω στην ταμπέλα.  Με απασχολούσε όμως και ένα άλλο ζήτημα. Ότι δηλαδή  θα μπορούσε ίσως το «Λενικό» να μην έχει σχέση με το όνομα Ελένη/Λένη αλλά να είναι παραφθορά του  τοπωνύμιου «Ελληνικό»  (Ελληνικό>Ληνικό>Λενικό, όπως υποστηρίζουν και οι αρχαιολόγοι)), τοπωνύμιο που κατά την ύστερη αρχαιότητα παρέπεμπε σε πληθυσμό «εθνικών», ειδωλολατρών, και όχι μόνον Ελλήνων με την εθνοτική σημασία του όρου, κάτι που θα μπορούσε να είναι πιθανό σε αρχαιολογικό χώρο.  Ωστόσο απορρίπτω αυτή την πιθανότητα,   γιατί εκτιμώ ότι αφενός είναι μάλλον δύσκολο γλωσσικά να προκύψει το «λενικό» από το «ελληνικό» και αφετέρου γιατί  υπάρχουν τοπωνύμια και χωριά στην Αρκαδία, και μάλιστα κοντινά, με το όνομα «Ελληνικό», χωρίς παραφθορά, οπότε γιατί θα συνέβαινε αυτή η παραφθορά του "Ελληνικό" σε "Λενικό " εδώ ακριβώς; Αντίθετα, εκτιμώ ότι γλωσσικά είναι πολύ πιο πιθανό το να προέλθει επίθετο ή τοπικός προσδιορισμός/ επίρρημα  από το υποκοριστικό του Ελένη, Λένη, με την κατάληξη –ικό, (Λένη/Λενικό, όπως  Βασιλικό, Γραμματικό, Σοφικό, Ελληνικό κ.ά.), ενώ το Λένη είναι  σύνηθες υποκοριστικό του ονόματος Ελένη στην περιοχή (Ελένη/Λένη/Λενιώ), και μάλιστα σε βάθος χρόνου, όπως προκύπτει και από την αναφορά του σε τοπικά δημοτικά τραγούδια. Ωστόσο αναρωτιόμουν κατά πόσο οι αρχαιολόγοι που έγραψαν τη λέξη στην ταμπέλα είναι σε θέση να υποθέσουν και τη σχέση του τοπωνύμιου με το Ελένη/Λένη και πολύ περισσότερο βέβαια με τα ιστορικά, συμβολικά, θρησκευτικά και παραγωγικά συμφραζόμενα που εγώ αποδίδω σε αυτό.

Παλούμπα. Ψάχνοντας τα ίχνη του "Λενικού" μέσα στην πυκνή βλάστηση (1.6.2016) 

Προχωρούσαμε λοιπόν στον, ευτυχώς ομαλό, αν και χορταριασμένο, χωματόδρομο  που θα μας οδηγούσε στο Λενικό, με ασφάλεια, πλέον. Εγώ ωστόσο πέραν των συλλογισμών που  μου προκαλούσαν οι δικές μου ερευνητικές υποθέσεις, είχα και τη στενοχώρια, κάθε φορά που κάποια πέτρα χτυπούσε το κάτω μέρος του αυτοκινήτου ή το σύρσιμο των σκληρών χορταριών και των κλαδιών εκεί και στα πλευρά του, μήπως με την εμμονή μου για την Ελένη/Αγιαλένη είχα παρασύρει τους φίλους σε ατραπούς που θα τους κόστιζαν όχι μόνο σε κόπους αλλά και σε χρήμα, και μάλιστα στις σημερινές εποχές λιτότητας και οικονομικής δυσπραγίας, για όλους μας.  Κοιτώντας όμως τα πρόσωπά τους και ακούγοντας τη λαχτάρα τους για το πότε θα φανεί η αρχαία ακρόπολη με το χριστιανικό εκκλησάκι, σιγουρευόμουν ότι το απολάμβαναν, σαν να τους είχε «πιάσει» και αυτούς η «Αγιαλένη»! Άλλωστε είναι γνώστες των δυσκολιών και των περιπετειών που με οδηγούν στα ίχνη της αλλά και λάτρεις της περιπέτειας ούτως ή άλλως, πόσο μάλλον του περιπετειώδους «θρίλερ» της αναζήτησης της Ελένης/Αγιαλένης.
Ο δρόμος τραβούσε σε μάκρος, μέσα σε πυκνή, άγρια  βλάστηση αλλά Λενικό δεν φαινόταν πουθενά, και μάλιστα σε ένα σημείο διχαζόταν, κιόλας. Ποια κατεύθυνση να ακολουθούσαμε; Η πυκνή, ψηλή βλάστηση δεν μας επέτρεπε την ορατότητα σε βάθος και ο οδηγός, ο Χρήστος  –καθώς εμένα, όσο κι αν το «λέει η καρδούλα μου»,  τα γόνατά μου δεν μου επιτρέπουν πλέον τέτοιες παλικαριές–  αποφάσισε να προχωρήσει με τα πόδια στον ένα δρόμο για να δει σε βάθος μήπως φανεί το Λενικό, αλλιώς θα επέστρεφε για να συνεχίσουμε στην κατεύθυνση από όπου ερχόμασταν. Τον ακολούθησε και η Δώρα και σε λίγο χάθηκαν από τα μάτια των δύο που είχαμε παραμείνει μέσα στο αυτοκίνητο. Μετά από λίγο επέστρεψαν λέγοντας ότι δεν είδαν κάποιο «σημάδι» του Λενικού προς τα εκεί, αν και ο δρόμος λίγο παρακάτω φαινόταν πιο ομαλός και πιο χρησιμοποιούμενος από αυτόν που ακολουθούσαμε. Ωστόσο, επειδή είχαν εντοπίσει από εκεί έναν πυκνοφυτεμένο λοφίσκο στον οποίο ανέβαινε ένας δρομίσκος και ο οποίος ήταν προς την κατεύθυνση του δρόμου που ακολουθούσαμε, άρα πιθανόν να ήταν η αρχαία ακρόπολη, συνεχίσαμε στον ίδιο δρόμο, βάζοντας ως σημάδι και μια συστάδα φωτοβολταϊκών κυψελών παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που κάλυπταν ένα διπλανό χωράφι, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν, αν δεν ήταν ο λόφος η ποθητή μας ακρόπολη, να επιστρέφαμε για να ακολουθήσουμε την άλλη διαδρομή. 



Παλούμπα. Συναπαντήματα στο δρόμο αναζήτησης του "Λενικού" (1.6.2016)

Μετά από αρκετή ώρα (και ψιλο-τραντάγματα του αυτοκινήτου) φτάσαμε επιτέλους στη βάση του λόφου που αναζητούσαμε. Εκτός από έναν στενό χωματόδρομο που ήταν πρόσφατα, απ’ ό,τι φαινόταν, ανοιγμένος μέσα στην πυκνή βλάστηση που τον καλύπτει, δεν βλέπαμε άλλο «σημάδι» του Λενικού. Καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να ανεβούμε εποχούμενοι τον κακοτράχαλο, ανηφορικό δρομίσκο, κατεβήκαμε όλοι από το αυτοκίνητο να ξεμουδιάσουμε και να δούμε τι θα κάνουμε, είχε πάει ήδη δύο η ώρα.  Ήπιαμε νερό, φάγαμε μερικά από τα μοσχοβολιστά, ζουμερά πορτοκάλια που κουβαλούσε η Δώρα από το περιβόλι τους στα Λεχαινά, αποσυρθήκαμε για τις σωματικές ανάγκες μας στις πυκνές συστάδες των γειτονικών θάμνων (με το φόβο καμιάς ελλοχεύουσας στο πετρώδες έδαφος οχιάς)  και συσκεφθήκαμε. Ο Χρήστος πρότεινε, για να μην ταλαιπωρηθούμε όλοι άδικα, να ανεβεί εκείνος, ως ο πλέον «ορειβατικός» και από τους νεότερους της παρέας (εγώ η πρεσβυτέρα),  για  να δει αν υπήρχε ίχνος του Λενικού (εκκλησάκι, πέτρες) στην κορυφή -και αν ναι, τότε να μας φωνάξει να ανεβούμε και οι υπόλοιποι. Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς σινιάλο από τον Χρήστο, μέχρι που τον είδαμε να κατεβαίνει άπραγος: δεν υπήρχε ούτε εκεί ίχνος από  το Λενικό. Επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο και προχωρήσαμε στον ίδιο δρόμο, μέχρι που είδαμε ότι γινόταν κατωφερής και  οδηγούσε σε κάμπο, οπότε δεν υπήρχε πιθανότητα να είναι προς τα εκεί η λοφώδης ακρόπολη που αναζητούσαμε.




Παλούμπα. Ο λόφος της αρχαίας ακρόπολης του "Λενικού και ο δρόμος/μονοπάτι  που οδηγεί σε αυτήν (1.6.2016)



Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού". Ο πετρώδης δρόμος που οδηγεί στην κορυφή (1.6/2016)

Εγώ στενοχωριόμουν πολύ πλέον για την ταλαιπωρία των φίλων και τους πρότεινα να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, προσθέτοντας όμως ότι εγώ σίγουρα θα επέστρεφα σύντομα στο Παλούμπα έστω και μόνη μου, με το τζιπ, για να βρω οπωσδήποτε το Λενικό. Εκείνοι εξανέστησαν, ιδιαίτερα ο Χρήστος  που δήλωσε ότι πλέον ήθελε και προσωπικά να  το βρει και ότι και αυτός με την Δώρα, εάν δεν το βρίσκαμε σήμερα, θα επέστρεφαν, με ή χωρίς εμένα,  οπότε συνεχίσαμε.  Γυρίσαμε λοιπόν προς τα πίσω, προκειμένου να δοκιμάσουμε την τύχη μας και στον άλλο δρόμο που είχαν ανιχνεύσει πριν ο Χρήστος με την Δώρα. Τα φωτοβολταϊκά μάς βοήθησαν να τον εντοπίσουμε εύκολα και τον ακολουθήσαμε. Μετά από μικρό διάστημα, φάνηκε ότι όντως είναι κάπως πιο ομαλός, φαρδύτερος και πιο «πολυσύχναστος» (τρόπος του λέγειν)  δρόμος από τον προηγούμενο, οπότε οι ελπίδες μας αναπτερώθηκαν. Όσο προχωρούσαμε ο δρόμος ήταν άλλοτε ελαφρά ανηφορικός άλλοτε  κατηφορικός, η βλάστηση πυκνότερη έτσι που δεν μας επέτρεπε να δούμε κάποιο λόφο, αν υπήρχε, σε βάθος. Είχα αρχίσει πάλι να απελπίζομαι, όταν είδα «σημάδι»: μέσα στην πυκνότητα της βλάστησης των ακαλλιέργητων, κατηφορικών  πρανών του δρόμου που έπνιγε χωράφια,  δέντρα και εγκαταλελειμμένους ελαιώνες, διέκρινα κάποιες πεζούλες, χτισμένες ξερολιθιά, σημάδι παλιάς καλλιέργειας δημητριακών. Να μας έδινε άραγε το σημάδι της η Μέλαινα/Λένη; συλλογιζόμουν, ελπίζοντας και πάλι. Κάποια στιγμή, «είδα ένα εκκλησάκι»!, φώναξε ο Χρήστος με χαρά, καθώς οδηγούσε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και κοιτούσαμε όλοι να το δούμε, αλλά ήταν άφαντο. «Δεν μπορεί να ήταν η ιδέα μου», είπε, «το είδα!» και έβαλε όπισθεν, μήπως και το εκκλησάκι είχε προλάβει να κρυφτεί μέσα στην πυκνή βλάστηση, καθώς το αυτοκίνητο είχε προχωρήσει, έστω και λίγο. Και όντως, μετακινώντας το αυτοκίνητο λίγο πιο πίσω, είδαμε όλοι μας την άκρη από το αέτωμα μιας κεραμοσκεπούς στέγης να προβάλλει ανάμεσα στα δέντρα, κάπου στο βάθος. Ο τρόπος που πρόβαλε υποδήλωνε ότι ήταν σε κάποιο ύψωμα, οπότε αναθαρρήσαμε ότι μάλλον ήμασταν στο σωστό δρόμο, επιτέλους!



Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού". Ο πετρώδης δρόμος που οδηγεί στην κορυφή . Στο βάθος δεξιά διακρίνονται οι "πέτρες" και αριστερά το εκκλησάκι (1.6/2016)

Ο δρόμος έγινε πάλι κατηφορικός και το ίχνος του ξωκλησιού –αν ήταν ξωκλήσι τελικά και όχι κάποια αγροικία, γιατί το κομμάτι που είχαμε δει δεν περιλάμβανε και την χαρακτηριστική κόγχη ιερού ώστε να είμαστε σίγουροι–  χάθηκε από τα μάτια μας, ενώ δεν βλέπαμε ούτε κάποιο λόφο μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ωστόσο συνεχιζόντουσαν τα σημάδια από παλιές πεζούλες και τώρα και κάποια ερειπωμένα κτίσματα εδώ κι εκεί, πνιγμένα στα βάτα, σημάδια που σκεφτόμουν πως δήλωναν όχι μόνο καλλιέργεια σιτηρών -οπότε κάπου κοντά και αλώνια- αλλά και κατοικημένη περιοχή, με τα λιγοστά και ερειπωμένα κτίσματα να ήταν μάλλον πρώην  εξοχικές αγροικίες/μετόχια των Παλουμπιωτών ή άλλων,   κοντά στα χωράφια τους, εκτός κι αν εδώ ήταν κάποτε κάποιος μικρός οικισμός.
Ούτε εκκλησάκι, ούτε λόφος φαινόταν όμως πουθενά και αποφασίσαμε να κατεβούμε από το αυτοκίνητο και να ερευνήσουμε την περιοχή με τα πόδια. Εγώ «μύριζα» πλέον στον αέρα ότι κάπου εκεί ήταν το αναζητούμενο Λενικό,  είχα τη γνωστή μου ταραχή όταν φτάνω στους «Ελενότοπους» και, παρά τα πονεμένα μου γόνατα, τα πόδια μου έβγαλαν φτερά, ήθελα να ψάξω το χώρο να το εντοπίσω. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε ο Χρήστος και εγώ ένα ελαφρά ανηφορικό μονοπάτι μέσα στα δέντρα και, αν βρίσκαμε το ποθούμενο, να φωνάζαμε και τους άλλους να ακολουθήσουν.  Προχωρώντας, διαπιστώναμε ότι το χορταριασμένο μονοπάτι που ακολουθούσαμε ήταν ένας πετρώδης δρομίσκος, οι ριζιμιές πέτρες του οποίου φαινόταν να είναι κάπως δουλεμένες, ομαλοποιημένες, δημιουργώντας ένα είδος καλντεριμιού, σε αντίθεση με τους εντυπωσιακά μεγάλους, ριζιμιούς  ογκόλιθους  που βλέπαμε να στέκονται κατά τόπους ένθεν και ένθεν και που ανήκουν στο τοπικό πέτρωμα του βουνού.  «Καλά πάμε μάλλον», είπα του Χρήστου, «αυτός ο δρομίσκος δεν μπορεί να είναι τυχαία καλντερίμι, φαίνεται παλιός, περπατημένος και κάπου να οδηγεί, σε μέρος που παλιά θα είχε αρκετή επισκεψιμότητα». Η βλάστηση αραίωνε κάπως ένθεν και ένθεν του ανηφορικού δρομίσκου και σε λίγο είδαμε κάπου ψηλότερα να προβάλει και πάλι το κτίριο που είχαμε δει προηγουμένως και ότι ήταν όντως εκκλησάκι! «Ο δρόμος μας ανεβαίνει στην αρχαία Ακρόπολη, στο Λενικό!», είπα ενθουσιασμένη στον Χρήστο, καθώς βλέπαμε τώρα ότι ο ναΐσκος είναι χτισμένος στην κορυφή του λόφου όπου ανεβαίναμε.



Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού". Οι "πέτρες"  αρχαίου κτίσματος δεξιά του δρόμου, λίγο πριν την κορυφή (1.6/2016)












Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού".  Από πάνω προς τα κάτω: Οι "πέτρες". Τα ερείπια   αρχαίου κτίσματος δεξιά του δρόμου, λίγο πριν την κορυφή (1.6/2016)

 Για του λόγου το αληθές, στα δεξιά του δρόμου, λίγο πριν το εκκλησάκι της κορυφής, ένας σωρός από πεσμένους, πλην επεξεργασμένους ογκόλιθους στη σειρά, δήλωνε τις «πέτρες» που μας είχαν περιγράψει με τόσο θαυμασμό οι γέροντες στο Παλούμπα. Πλησιάσαμε και είδαμε ότι αποτελούσαν μέρος κτίσματος, όπως προέκυπτε όχι μόνο από την επεξεργασία τους αλλά και από το ότι κάτω από αυτούς ο τοίχος  στον οποίο ανήκαν στέκει ακόμα, θεμελιωμένος και χτισμένος με «ξερολιθιά» πάνω στην πέτρα του εδάφους, σχηματίζοντας μάλιστα μια από τις γωνίες του κτίσματος σε εκείνο το σημείο. Και άλλες τέτοιες ογκώδεις πέτρες ήταν σκόρπιες τριγύρω, δηλώνοντας κατά κάποιο τρόπο και την κάτοψη του χτίσματος. Σκεφτόμουν ότι μάλλον δεν θα είχε χρειαστεί να έχουν υπεράνθρωπες δυνάμεις για να τις κουβαλήσουν ως εδώ από αλλού οι αρχαίοι οικοδόμοι, όπως μας είχαν πει  με θαυμασμό οι γέροντες στο χωριό, αφού δεν θα είχαν παρά να μετακινήσουν από τριγύρω τους πελώριους φυσικούς βράχους, να τους σμιλέψουν και να τους οικοδομήσουν, έργο θαυμαστό, βεβαίως, επίσης. Φαινόταν ωσάν ένας σεισμός ή κάποια άλλη  βίαιη παρέμβαση να είχε ρίξει αυτές τις πέτρες  της δεύτερης σειράς της τοιχοδομίας  από τη θέση τους, καθώς πολλές από αυτές έχουν ακόμα τη μια από τις μακριές πλευρές τους ακουμπημένες λοξά στην άκρη του κατώτερου δόμου, ενώ η άλλη πλευρά τους στηρίζεται στο πετρώδες έδαφος, ωσάν να έχουν μόλις  γλιστρήσει. Ταραγμένη εγώ, «τι κτίριο να ήταν άραγε εδώ» αναρωτήθηκα, χωρίς βέβαια να μπορώ να δώσω απάντηση.  Η άφιξη των άλλων δύο της συντροφιάς,  που δεν χρειάστηκε να τους ειδοποιήσουμε καθώς μας είχαν ακολουθήσει από απόσταση και μας είχαν ήδη πλησιάσει, διέκοψε εγκαίρως την καλπάζουσα φαντασία μου και το να προβώ σε συμπεράσματα. Ενθουσιάστηκαν και αυτοί από την ανακάλυψη και προχωρήσαμε όλοι μαζί προς την κορυφή όπου το εκκλησάκι και όπου καταλήγει και ο πέτρινος δρομίσκος.






Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού". Πάνω και κάτω: μετά τις  "πέτρες"  (κάτω δεξιά της φωτ.),  ανάβαση προς την κορυφή και το εκκλησάκι της Ανάληψης  (1.6/2016)

Η κορυφή του λόφου είναι ένας επίπεδος, κυκλικός,  αρκετά μεγάλος ανοιχτός χώρος, στο ανατολικό άκρο του οποίου είναι χτισμένο το εκκλησάκι. Από εκεί η θέα ανοίγεται προς τα ΝΔ, προς την κοιλάδα του Αλφειού και τους κοντινούς οικισμούς, ενώ το χωριό Παλούμπα  φαίνεται αρκετά μακριά, σκαρφαλωμένο  ψηλά στην καταπράσινη πλαγιά του βουνού, πίσω από το εκκλησάκι, ανατολικά. Στα αριστερά  μας μια συστάδα από ψηλά και πυκνόφυλλα πουρνάρια, που φιλοξενούν κρεμασμένη στα κλαδιά τους και την καμπάνα, ίσως να δήλωνε τα «κλαριά» που είχαν αναφέρει οι γερόντισσες ως σημάδι του ιερού τόπου, ενώ το αεράκι που φυσούσε δήλωνε για μένα πως ίσως εδώ να υπήρχαν κάποτε και τα αλώνια ή το αλώνι που επίσης είχαν αναφέρει οι Παλουμπιώτισσες, αν και δεν   έβλεπα κάποιο ίχνος τους στο πετρώδες έδαφος.
Το εκκλησάκι είναι πετροχτισμένο, με ακανόνιστου μεγέθους, μικρές και μεγάλες πέτρες και έδειχνε να μην είναι πολύ παλιό, ενώ η κεραμοσκεπή του ανακαινισμένη σχετικά πρόσφατα. Πολλές από τις πέτρες της λιθοδομής, κυρίως στις γωνίες και στο πλαίσιο των θυρανοιγμάτων, είχαν παράταιρα μεγάλο μέγεθος και μερικές φαινόταν να ήταν σε δεύτερη οικοδομική χρήση, προφανώς από κτίσματα που προϋπήρξαν στο χώρο. Ωστόσο δεν έβλεπα οικοδομικά σημάδια, επιφανειακά τουλάχιστον,  από κτίρια είτε κάτω από το εκκλησάκι ή στο χώρο γύρω του.




Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού", κορυφή. Από πάνω προς τα κάτω:δυτική και νότια  όψη  του ναΐσκου της "Ανάληψης" (1.6/2016)



Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού", κορυφή. Η καμπάνα   του ναΐσκου της "Ανάληψης" (1.6.2016)



Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού", κορυφή. Η γράφουσα, Ε. Ψ.,  έξω από  το ναΐσκο της "Ανάληψης" Στο βάθος, πάνω στην δασώδη πλαγιά, διακρίνεται το χωριό Παλούμπα (1.6.2016, φωτ. Δ. Κράγκαρης )

Ευτυχώς ο ναΐσκος δεν ήταν κλειδωμένος και μπήκαμε μέσα. Φτωχικό, απέριττο το εσωτερικό, ασπροβαμμένο, με χτιστό τέμπλο που φέρει μόνο τις δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Αρκετές εικόνες με την παράσταση της Αναλήψεως του Χριστού στους ουρανούς που είναι κρεμασμένες στους τοίχους και τοποθετημένες στην κόγχη του ιερού, μας βεβαίωσαν ότι πρόκειται όντως για το εκκλησάκι της Ανάληψης, και ότι βρισκόμασταν πέραν πάσης αμφιβολίας  στο «Λενικό», επιτέλους! Καθώς οι φίλοι επέχαιραν για τον μετά τόσων κόπων εντοπισμό του, εγώ προβληματιζόμουν μέσα μου για την αφιέρωση του ναΐσκου στην Ανάληψη και όχι στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, όπως θα ήταν το πιο πιθανό, με βάση τα μέχρι τώρα, πολλά για να είναι τυχαία,  ευρήματα της σχετικής έρευνάς μου, αν βεβαίως το τοπωνύμιο «Λενικό» σημαίνει όντως «τόπος της Ελένης/Λένης», όπως υποθέτω. Ωστόσο σκεφτόμουν ότι στις περιπτώσεις που χτίζονται σε ανάλογους αρχαίους ιερούς τόπους λατρείας της Γης-Μητέρας εκκλησάκια αφιερωμένα στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, τους οδηγεί σε αυτή την αφιέρωση το προϋπάρχον τοπωνύμιο «Αγιαλένη», καθώς μόνο αυτή την αγία Ελένη, την εκχριστιανισθείσα και αγιοποιηθείσα Ρωμαία Αυγούστα και μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, μπορούν πλέον να  γνωρίζουν οι πιστοί. 




Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού", κορυφή. Πάνω και κάτω:ανατολική και βόρεια πλευρά του εσωτερικού του   του ναΐσκου της "Ανάληψης" (1.6.2016) 

Παρόλ’ αυτά, η ίδρυση του όποιου ξωκλησιού εδώ, δηλώνει την αντίληψη των ντόπιων για την ιερότητα του τόπου «Λενικό» ενώ ταυτόχρονα η πίστη ότι οι οικοδομημένοι εκεί ογκόλιθοι είναι «παλιές πέτρες που τις ανέβασαν οι αρχαίοι» υποδηλώνει την σε απροσδιόριστο βάθος μέσα στο χρόνο παλαιότητά του, για τους ντόπιους. Το όνομα «Λενικό» όμως παραμένει μεν στην τοπική μνήμη ως ιερό τοπωνύμιο, αλλά δεν παραπέμπει πλέον απευθείας σε αγιωνύμιο, πολύ περισσότερο δε σε «Αγιαλένη». Οπότε, όπως  συμβαίνει συνήθως πάνω σε αρχαίους ιερούς τόπους, οι κάτοικοι θέλησαν να «αγιοποιήσουν» τον ιερό τόπο χριστιανικά, χτίζοντας εκκλησάκι το οποίο, λόγω της  κορυφαίας θέσης του πάνω στο λόφο, το αφιέρωσαν στην Ανάληψη, καθώς όλοι οι ναοί της Αναλήψεως χτίζονται συνειρμικά σε κορυφές ή ψηλούς τόπους. Αυτοί οι συλλογισμοί με οδήγησαν και πάλι να υποθέσω ότι το τοπωνύμιο «Λενικό»,  ανεξίτηλο στην κορυφή του λόφου μέσω τη προφορικής παράδοσης και της λαϊκής μνήμης (και γραπτώς πλέον  ανεξίτηλο πάνω στην επίσημη ταμπέλα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας), είναι μεν  γριφώδες πλέον, αλλά δηλώνει την ιερότητα του ονόματος Ελένη/Λένη για τους ντόπιους (όπως φάνηκε και από το δέος με το οποίο αναφερόντουσαν σε αυτό οι γέροντες και γερόντισσες πριν λίγο)  ακόμα και όταν δεν φέρει ως πρώτο συνθετικό το επίθετο αγια-,  δηλαδή ως αγια-Λένη, διαπίστωση που εκτιμώ ότι ενισχύει  την υπόθεσή μου για την πίστη στην προ-χριστιανική Ελένη ως θεά, στη διάρκεια.




Παλούμπα, αρχαία ακρόπολη "Λενικού", κορυφή. Πάνω και  κάτω: η κόγχη του ιερού   του ναΐσκου της "Ανάληψης" με τις εικόνες του αγίου Γεωργίου (1.6.2016)

Αυτές οι σκέψεις  κράτησαν σταθερή την υπόθεσή μου ότι εδώ είχαμε λατρεία της Μέλαινας /Δήμητρας/Ελένης/Μαυρηγής/Αγιαλένης  και με οδήγησαν να ξαναδώ κάτω από άλλο πρίσμα κάποιες από τις εικόνες μέσα στο ναό, των οποίων την τοποθέτηση εδώ δεν είχα προσλάβει  ως ενισχυτική αυτής μου της υπόθεσης, όπως αλλού, καθώς η αφιέρωση είναι στην Ανάληψη και όχι στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Είχα παρατηρήσει λοιπόν ότι ανάμεσα στις λιγοστές, φτηνές φορητές εικόνες που έχουν αφιερώσει στο εκκλησάκι οι πιστοί, συνήθως γυναίκες,   δύο  εικόνες του καβαλάρη αγίου Γεωργίου τοποθετημένες πάνω  στο πεζούλι που σχηματίζεται στην  ημικυκλική κόγχη του ιερού εσωτερικά και που εδώ επιτελεί χρέη αγίας Τράπεζας, τοποθετημένες δίπλα-δίπλα, ωσάν ο άγιος να αναπαριστάνεται ως «δίδυμος», με τον εαυτό του, μαζί με την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και με την εικόνα της Αναλήψεως. Η διαπίστωση κατά την επιτόπια έρευνα του συνδυασμού  αυτών των εικόνων με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε πολλούς ναούς, με έκανε να διατυπώσω την υπόθεση ότι ίσως απηχούν μνήμες της λατρείας την Ελένης και των Διόσκουρων (βλ.  http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html). Μήπως λοιπόν η παρουσία τους και εδώ δήλωνε κάποια λατρευτική μνήμη σχετική με την Ελένη;  Απέρριψα όμως αυτή τη σκέψη ως τραβηγμένη μάλλον, δεδομένης της απουσίας της εικόνας των αγίων Κ+Ε κοντά τους.  Παρόλ’ αυτά η «διπλή», ως δίδυμη, τοποθέτηση δύο εικόνων του αγίου Γεωργίου,  ανάμεσα στις λιγοστές εικόνες του ναού, εξακολουθούσε να με προβληματίζει και κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν τυχαία, αλλά ότι σχετιζόταν, μη συνειδητά, με το όνομα «Λενικό» και τις λατρευτικές μνήμες που μεταφέρει η προφορική παράδοση ως ενσωματισμένη κοινωνική και πολιτισμική μνήμη, το habitus, σχετικά με την επιτελούμενη εδώ λατρεία.  Γιατί αν στο Λενικό υπήρχε αρχαία λατρεία στην Ελένη/Λένη ως αναβλαστικής θεάς της ζωής και του θανάτου, κάπως θα ήταν παρούσα και η λατρεία προς τους δίδυμους αδελφούς της, τους καβαλάρηδες Διόσκουρους, καθώς στη Λακωνία η λατρεία τους ήταν και κοινή. Πολύ περισσότερο που η λατρεία των Διόσκουρων και στην Αρκαδία ήταν έντονη και φανερή και όχι άρρητη και μυστική, όπως ήταν φαίνεται της Ελένης.



Αποχαιρετώντας  την αρχαία ακρόπολη του "Λενικού". Στο βάθος, στα δεξιά του δρόμου διακρίνονται οι "πέτρες" και ψηλότερα, στο κέντρο, μέρος από το εκκλησάκι της "Ανάληψης",  στην κορυφή  του λόφου (1.6/2016) 

Βγήκαμε έξω από το εκκλησάκι και απολαύσαμε τη θέα από το λόφο. Εκτός από την ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας στο Παλούμπα που μας είχε υποδείξει το δρόμο για την ακρόπολη του Λενικού, δεν φαινόντουσαν άλλα σημάδια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο χώρο, ωσάν να μην είχε πατήσει το πόδι του εδώ αρχαιολόγος, για ανασκαφή τουλάχιστον. Επιστρέψαμε στις «πέτρες» και τις περιεργαστήκαμε και πάλι, χωρίς βεβαίως να μπορέσουμε να μάθουμε κάτι περισσότερο από αυτές. 
Σιγά-σιγά πήραμε το δρόμο προς το χωριό Κακουρέικα, όπου εντοπίζεται κάποιος από τους συνοικισμούς της αρχαίας Μέλαινας, και για  να βρούμε κανένα  σκιερό και δροσερό μέρος να καθίσουμε να φάμε τα πρόχειρα φαγητά που κουβαλούσαμε στα εκδρομικά καλάθια μας,  γιατί ήταν περασμένες τρεις και μας είχε κόψει η πείνα.

Ράφτης 



Η διπλή βρύση στο Ράφτη (1.6.2016)

Το επόμενο χωριό, ο Ράφτης, χτισμένο στην ίδια πλαγιά λίγο πιο κάτω από το Παλούμπα, φαινόταν έρημο επίσης, αν και έχει σημάδια περισσότερης ζωντάνιας από αυτό και με νεόχτιστα σπίτια/βίλες.  Ίσως η εικόνα ερημίας να οφειλόταν στην προχωρημένη μεσημεριανή ώρα που ο κόσμος δεν κυκλοφορεί. Πλησιάζοντας να βγούμε από το χωριό, μια παλιά βρύση  στα δεξιά του δρόμου, μας έκανε να σταματήσουμε για να δροσιστούμε και να ανεφοδιαστούμε με φρέσκο νερό.  Η βρύση, με συνεχή φυσική ροή νερού, είναι πετρόχτιστη, βαθιά καμαρωτή με τοξωτή απόληξη, μεγαλοπρεπής, καλοχτισμένη, με εσοχές εν είδει ντουλαπιών στο τύμπανο της καμάρας και με ένα πέτρινο κορίτο  στο  κέντρο του να δέχεται το κρύο νερό της πηγής που αναβλύζει από την πλαγιά και κελαρύζει ολημερίς κι ολονυχτίς, καθώς τρέχει από την κούπα του  κορίτου  κάτω στην τετράπλευρη  γούρνα την  ανοιγμένη πάνω στο πετρο-στρωμένο έδαφος και μετά συνεχίζει με αυλάκια για το πότισμα των κήπων. 


Πάνω και κάτω: Η διπλή βρύση στο Ράφτη (1.6.2016)

Μια δεύτερη πηγή, ίσως παλιότερη,  έξω από το πλαίσιο της καμαρωτής στέγασης της βρύσης, στ’ αριστερά της,  σταλάζει το λιγοστό νερό της σε έναν άλλο κορίτο.  Ένας τεράστιος  γερο-πλάτανος, ριζωμένος στην απέναντι πλευρά του δρόμου, απλώνει τα κλωνάρια του πάνω από αυτόν και σκιάζει τη βρύση και όλο το φαρδύ πέτρινο πεζοδρόμιο από κάτω του.  Το κελάρυσμα της βρύσης, η δροσιά της κάτω από τον σκιερό πλάτανο, το θρόισμα των φύλλων του μέσα στην ησυχία του ζεστού απομεσήμερου όσο και  ένα παγκάκι τοποθετημένο στη βάση του κορμού του, μας έκαναν να δούμε ότι εδώ ήταν το ιδανικό μέρος για να μοιραστούμε τα φαγητά που κουβαλούσαμε και να καθίσουμε να φάμε, επιτέλους! Απλώσαμε τα στρωσίδια και τα τραπεζομάντηλα, ανοίξαμε τα καλάθια μας, βγάλαμε σάντουιτς, αβγά και πατάτες βραστά, ντομάτες, αγγούρια, ψωμί, τυρί και αρχίσαμε να τρώμε το λιτό, πλην χορταστικό γεύμα μας, πανευτυχείς, πίνοντας κρύο  νερό από τη βρύση. 
 Η έκπληξη ήταν μια μπύρα, κρυμμένη στο βάθος του καλαθιού που τη μοιραστήκαμε, πλην κάπως ζεστή, γιατί δεν είχαμε σκεφτεί να την βάλουμε μέσα στο κορίτο της βρύσης να κρυώσει. Τρώγοντας τέλος  τα ζουμερά πορτοκάλια σαν επιδόρπιο και καθώς ούτε ένα περαστικό αυτοκίνητο δεν είχε ταράξει την ηρεμία του χώρου, σχολιάζαμε ότι δεν θ’ ανταλλάσσαμε αυτό το υπαίθριο, πρόχειρο γεύμα ούτε με το πιο γκουρμέ φαγητό σε πολυτελές εστιατόριο! Καθώς σαν συμπατριώτες και με λίγη διαφορά ηλικίας τα άρρενα μέλη της παρέας και εγώ  είχαμε περίπου κοινές αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια μας στα Λεχαινά, θυμηθήκαμε ανάλογες στιγμές σε σχολικές εκδρομές και παλιές σχετικές ιστορίες…

Κοκοράς
Συνεχίσαμε το δρόμο μας και σταματήσαμε στο επόμενο χωριό, τον Κοκορά, χτισμένο λίγο  πιο χαμηλά, πάνω στην ίδια πάντα  πλαγιά. Αυτό κι αν φαινόταν έρημο… Τα πετροχτισμένα σπίτια του  κλειστά και σιωπηλά, οι δρόμοι άδειοι. Ένα από αυτά, στα αριστερά του ανηφορικού κεντρικού δρόμου του χωριού, πρόβαλε κατάκλειστο και έρημο, όπως έδειχνε και ο πνιγμένος στα αγριόχορτα κήπος του αλλά ήταν περιποιημένο, ωσάν οι κάτοικοί του να είχαν μόλις κλείσει τα γαλάζια του παραθυρόφυλλα και την πόρτα.  



Κοκοράς.  Από πάνω προς τα κάτω: Όψεις ακατοίκητου, παλιού πέτρινου σπιτιού, χαρακτηριστικού της περιοχής,  και  το υπέρθυρο της εισόδου (1.6.2016)



Κοκοράς. Παλιό πέτρινο σπίτι, κατοικούμενο (1.6.2016)

Η κληματαριά που, αψηφώντας την εγκατάλειψη, είχε φουντώσει τρυφερή-τρυφερή και καταπράσινη σκαρφαλώνοντας στην κρεβατίνα που σκιάζει το μπαλκόνι στο «καλοκαιρινό» (όπως υπέθεσα γνωρίζοντας, λόγω δουλειάς, την παραδοσιακή διαρρύθμιση του εσωτερικού αυτών των ορεινών σπιτιών) επέτεινε αυτή την εντύπωση ενώ ταυτόχρονα αυτή η αντίφαση σου έσφιγγε την καρδιά για τη ζωή που έχει χαθεί από τέτοιους ορεινούς και ξεχασμένους οικισμούς.   Σταθήκαμε να το φωτογραφίσουμε και ακούσαμε να μας απευθύνει το λόγο ένας ηλικιωμένος άνδρας που φάνηκε στην απέναντι αυλή. Μας ρώτησε ποιοι είμαστε, από πού,  και γιατί φωτογραφίζουμε το σπίτι. Του είπαμε τα σχετικά με εμάς και ότι μας άρεσε το σπίτι και γι’ αυτό το φωτογραφίζαμε. Μας πληροφόρησε ότι ανήκει στον πρώην δάσκαλο του χωριού που δεν κατοικεί πια εκεί,  ο οποίος  το πουλάει και μήπως ενδιαφερόμασταν να το αγοράσουμε. Του απαντήσαμε βέβαια αρνητικά και εκείνος μας έδειξε το δικό του πέτρινο, παλιό  σπίτι που όπως είπε είχε πριν χρόνια ξοδέψει πολλά χρήματα να το συντηρήσει και να κάνει μια σύγχρονη προσθήκη σε αυτό για να έρχεται ο ίδιος τα καλοκαίρια, αφού δεν μένει μόνιμα πλέον στο χωριό, αλλά και για να έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια του να παραθερίζουν, έστω για λίγες ημέρες. Παραπονέθηκε ότι πλέον με τις περικοπές της σύνταξής του λόγω Μνημόνιου και λιτότητας, δεν τον φτάνουν  τα χρήματα και τα καταφέρνει πολύ δύσκολα και κατηγόρησε την Κυβέρνηση ότι άλλα έταζε προεκλογικά και άλλα πράττει. Του είπαμε ότι τον νοιώθουμε, αφού και εμείς περνάμε τα ίδια, ως συνταξιούχοι. Όσο μιλούσαμε, φάνηκε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο που το οδηγούσε ένας κάπως περίεργος τύπος, ακαθόριστης ηλικίας, «νεάζων»,  με μακριά ξανθο-γκρίζα, κατσαρωμένα  μαλλιά που έφταναν ως την πλάτη του, ενώ το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό στο στήθος.  Μισο-σταμάτησε το αυτοκίνητο, μας κοίταξε περίεργα, είπε ένα «γεια» στον γέροντα με τον οποίο μιλούσαμε, επιτάχυνε σπινάροντας,  και χάθηκε στη στροφή του δρόμου.



 Το  γαϊδούρι βόσκει με φόντο το χωριό Κοκοράς (1.6.2016) 

Αποχαιρετήσαμε τον γέροντα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να συνεχίσουμε το δρόμο μας προς τα Κακουρέικα. Στο σταυροδρόμι μπερδευτήκαμε λίγο για το ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε και σταματήσαμε έξω από το καφενείο για να ρωτήσουμε έναν γέροντα που στεκόταν απ’ έξω. Έγιναν οι απαραίτητες ερωταποκρίσεις για το ποιοι είμαστε και πού πάμε. Όταν άκουσε για τα Λεχαινά, μας είπε ότι και αυτός έχει πάρει νύφη από τη Ροβιάτα της Αμαλιάδας, οπότε μας συνέδεε κάτι, και κατόπιν αυτού μας εξομολογήθηκε τον πόνο του για τη μοναξιά και την ανημπόρια του πλέον στο ερημωμένο σχεδόν χωριό του. Εγώ κοιτούσα ταυτόχρονα μια πετροχτισμένη εκκλησία στο βάθος με νεκροταφείο δίπλα της που φαινόταν παλιά. Τον ρώτησα λοιπόν σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη και μου απάντησε «στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Ελένη». Κατόπιν αυτού, κατευθυνθήκαμε πάραυτα προς το νεκροταφείο, εγώ ταραγμένη από  την απρόσμενη παρουσία της αγίας Ελένης τόσο κοντά στο Λενικό, και μάλιστα σε ναό νεκροταφείου, δηλαδή με χθόνιο συμβολισμό, ωσάν για να μου δώσει απαντήσεις στους συλλογισμούς που είχα κάνει εκεί σχετικά με την απουσία της Αγιαλένης, γιατί βεβαίως εκτιμούσα ότι δεν μπορεί να είναι τυχαία η αυτή η αφιέρωση. Εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση μπορεί ίσως να είχε ο Κοκοράς με τη λέξη κόκορας σε συνδυασμό και με την εδώ νεκροταφειακή εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης], αφού το υποκοριστικό  του κόκορα όσο και του Κωνσταντίνου είναι κότης αλλά και την πιθανή συμβολική σχέση τους με την «πουλάδα», ως γέννημα Κύκνου, Ελένη, όπως υποστηρίζω σε κάποια κείμενά μου.  Μας υποδέχτηκε μια γαϊδούρα που έβοσκε χορτάρι απέξω από τη μάντρα του νεκροταφείου αμέριμνη και ανυποψίαστη,  τόσο για τους τάφους όσο και για τις δικές μου ταραχές. Θυμηθήκαμε ωστόσο την ιστορία που μας είχε πει προ ημερών ένας άλλος φίλος για τη γαϊδούρα που είχε η μάνα του με την οποία πηγαινοερχόταν καθημερινά από το σπίτι τους στα Λεχαινά στα χωράφια τους στη Δροσελή και την οποία υπεραγαπούσε και που όταν ψόφησε την έθαψε κοντά στο χωράφι και πήγαινε και άναβε κεριά  στον «τάφο της γαϊδούρας»! 




Κοκοράς. ΝΑ και ΝΔ εξωτερική όψη του κοιμητηριακού ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (1.6. 2016)



Κοκοράς. ΒΑ και βόρεια πλευρά   του  εσωτερικού του κοιμητηριακού ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τις εικόνες των δύο αγίων (1.6. 2016)

Μπήκαμε στον περίβολο και είδα από τη λιθοδομή ότι η εκκλησία είναι όντως παλιά με ανανεωμένη πρόσφατα την κεραμοσκεπή. Μια επιγραφή χαραγμένη στο λίθινο υπέρθυρο της νότιας εισόδου με την χρονολογία κτίσης είναι πολύ δυσανάγνωστη και δεν μπορέσαμε να χρονολογήσουμε την εκκλησία με την ακρίβεια που θα μας επέτρεπε. Δυστυχώς η εκκλησία ήταν κλειδωμένη αλλά μπόρεσα κάπως να φωτογραφίσω το εσωτερικό  από το τζάμι της νότιας πόρτας. Απ’ όσο μπορούσα να δω, έχει λίγες εικόνες, με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης επανειλημμένα, σε διάφορα μεγέθη, αλλά δεν μπορούσαν να διαπιστώσω αν υπήρχαν και εικόνες ως «δίδυμων» αγίων. Το μέγεθος, το περιποιημένο χτίσιμο όσο και το εσωτερικό με ξυλόγλυπτο ταβάνι και πολυτελή πολυέλαιο αυτής της εκκλησίας, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως προϋπήρξε ενοριακός, εκτός και από κοιμητηριακός, ναός το χωριού, κάτι που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη λατρεία των δύο αγίων στην περιοχή -και στην "Αγιαλένη" ιδιαίτερα...



Κοκοράς. Το υπέρθυρο της νότιας εισόδου του κοιμητηριακού ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (1.6. 2016)


Κακουρέικα 
Φωτογραφίσαμε και πήραμε το δρόμο για τα Κακουρέικα, όπου εντοπίζονται και οι αρχαίες Μελαινές, προτελευταίος σταθμός της περιήγησής μας. Φτάνοντας είδαμε ότι είναι όμορφο χωριό, με πετρόχτιστα παλιά σπίτια και αρκετά νεότερα, καλοφτιαγμένα.  Παρόλο που τέτοια ώρα δεν κυκλοφορούσε κανείς, έδειχνε πιο ζωντανό από τα προηγούμενα χωριά. Χτισμένο στην ίδια πλαγιά αλλά πολύ πιο χαμηλά από αυτά, πάνω στο φρύδι του βόρειου πρανούς  της καλλιεργημένης κοιλάδας που διαρρέει ο Αλφειός ποταμός, έχει υπέροχη θέα προς αυτήν και ίσως να είναι και δροσερός τόπος παραθερισμού. Είδαμε ένα μαγαζί λίγο υπερυψωμένο από το δρόμο που έμοιαζε σαν καφενείο-καφετέρια (απ’ όσο μπορούσαμε να καταλάβουμε από τα διάφορα μπερδεμένα κτίσματα και προσκτίσματα που το αποτελούσαν) και σταματήσαμε για καφέ και να πάρουμε πληροφορίες για το πώς θα πάμε στον αρχαιολογικό χώρο όπου οι Μελαινές, αν υπήρχε τέτοιος βεβαίως, και ό, τι άλλο σχετικό μπορεί να μαθαίναμε. Σε έναν μικρό εξώστη σκιασμένο από ένα πανύψηλο πουρνάρι και καλαμωτές, είχε λίγα τραπέζια  και ανεβήκαμε να καθίσουμε. Σε ένα από τα τραπέζια καθόταν αραχτός, με τα πόδια απλωμένα σε δύο καρέκλες, ένας νέος, κοκκινομάλλης και πρασινο-μάτης άντρας, ντυμένος με ρούχα αγρότη φθαρμένα και λερωμένα με χώματα, με λασπωμένες μπότες, ωσάν να είχε βγει μόλις από το χωράφι και έπινε το φραπέ του με καλαμάκι από ένα πλαστικό ποτήρι. Δεν έκανε κάποια κίνηση όταν είδε ότι ανεβήκαμε και εμείς τον ρωτήσαμε αν ήταν ανοιχτό το μαγαζί και αν μπορούσαμε να πιούμε καφέ. Μας κοίταξε βαριεστημένα και,  χωρίς να αλλάξει στάση, μας  ρώτησε τι καφέ θέλουμε, βγάζοντας με νωχέλεια τις κουβέντες από το στόμα του. Του είπαμε τι καφέ θέλαμε ο καθένας αλλά δεν έκανε κάτι που να μας δώσει να καταλάβουμε αν και ποιος θα τον έφτιαχνε, καθώς εκείνος δεν έδειχνε διάθεση να σηκωθεί. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε μπροστά στο μαγαζί ένα αυτοκίνητο, οδηγός του οποίου ήταν ο περίεργος οδηγός του αυτοκινήτου που είχαμε δει προηγουμένως στον Κοκορά! Έπιασαν κουβέντα για μια «μπαλιάστρα», το μηχάνημα που κάνει μπάλες το ξεραμένο χορτάρι για ζωοτροφή, σχετικά με το πότε θα «μπάλιαζε» του καθενός το χορτάρι, που ήταν έτοιμο στο χωράφι. Τότε βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω αν ήξεραν κάτι για τις αρχαίες «Μελαινές», αν υπήρχαν αρχαία ερείπια και πώς θα μπορούσαμε να πάμε εκεί. Σταμάτησαν την κουβέντα τους και μας κοιτούσαν κάπως περίεργα. «Τις Μελανές Πολιτείες, θέλετε;» είπε αναπάντεχα ο οδηγός από τον Κοκορά! «Ναι», του είπα εγώ, εντυπωσιασμένη από το ότι γνώριζε τις «Μελανές Πολιτείες», όπως τις αποκάλεσε, και μου άρεσε πολύ αυτή η ονομασία. «Δεν  θα δείτε τίποτα, είναι όλα κατεστραμμένα», απάντησε, «δεν μπορείτε να πάτε μόνοι σας». «Θέλουνε να πάνε στο Μπεργορίζι και στα Βαρκούλια φαίνεται», είπε ο άλλος απευθυνόμενος στον οδηγό του αυτοκινήτου  και, γυρίζοντας σε εμάς, είπε «δεν πηγαίνει το δικό σας αυτοκίνητο,  εκεί!»  «Πείτε μας εσείς πώς πάνε εκεί και θα δούμε τι θα κάνουμε», είπα εγώ αλλά αυτός επέμενε ότι δεν γίνεται. Ο οδηγός από τον Κοκορά (ένα είδος αυτού που αποκαλούν λαϊκά «κλαρινο-γαμπρός») έφυγε και ο άλλος σηκώθηκε απρόθυμα να μας φτιάξει τους καφέδες, λέγοντας ότι το μαγαζί έχει και παγωτά και αν θέλουμε να πάμε να διαλέξουμε από το ψυγείο. Φτιάχτηκαν οι καφέδες, πήραμε και παγωτά να δροσιστούμε. Η θέα από το ταρατσάκι-καφενείο είναι πανέμορφη. Σαν μπαλκόνι πάνω από την πλαγιά, αφήνει το βλέμμα να πλανηθεί στην καταπράσινη κοιλάδα του Αλφειού ο οποίος κυλάει στο βάθος της πλαισιωμένος από πανύψηλα υδροχαρή δέντρα που τον κρύβουν, αλλά και στην καταπράσινη, απέναντι πλευρά της κοιλάδας. Εμείς σχολιάζαμε την ομορφιά του τοπίου και λέγαμε ότι δεν ήταν τυχαίο που άκμαζαν εδώ οι αρχαίες Μελαινές, με τόσα νερά και την εύφορη, καλλιεργημένη  κοιλάδα. Εγώ σκεφτόμουν ότι δεν είναι τυχαίο επίσης που ονόμαζαν την πόλη Μέλαινα, δηλαδή κατ’ εμέ ως αφιερωμένη στη Μέλαινα Δήμητρα (Μαύρη Γη-Μητέρα), τη χθόνια θεά που παρέχει τόσο απλόχερα  τα πλούσια αγαθά των σπλάχνων της σε τούτο τον τόπο.  Έλεγα λοιπόν τι κρίμα ήταν που δεν θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε το μέρος όπου ήταν χτισμένη η Μέλαινα, έστω κι αν δεν υπήρχαν ερείπια. 



Κακουρέικα. Το "Μεγαλόβρυσο" (1.6.2016)

Τότε ο νεαρός άφησε τη ραστώνη του και μπήκε στην κουβέντα ζωηρά, λέγοντάς μας ότι ο τόπος έχει όντως πάρα πολλά νερά, ότι εκτός από τον Αλφειό, η πλαγιά του χωριού έχει πολλές πηγές με άφθονα νερά, που δεν στερεύουν χειμώνα-καλοκαίρι και από όπου ποτίζουν καλαμπόκια  που είναι η κύρια καλλιέργεια, εκτός από τις ελιές και άλλα. «Εγώ θα πάω τώρα προς το Κεφαλόβρυσο», συνέχισε, «και μετά θα πάω να αλλάξω το νερό, στο Μπεργορίζι και στα Βαρκούλια που λένε ότι είναι τα αρχαία, εκεί είναι τα χτήματά μου, αλλά κάτι λίγες πέτρες και κεραμίδια φαίνονται, δεν θα δείτε τίποτα. Πολλοί εδώ πάνε και σκάβουνε μήπως βρούνε τη χρυσή άμαξα, που λένε ότι είναι κάπου χωμένη, αλλά δεν βρίσκουνε τίποτα. Εγώ λέω ότι αν είναι να βρεθεί κάτι, θα σου βγει μόνο του, αλλιώς  όσο και να ψάχνεις, δεν θα βρεις. Αν θέλετε, μπορεί να έρθετε ως το Κεφαλόβρυσο με το αυτοκίνητό σας, αξίζει να δείτε τι πολύ νερό έχει αλλά μετά μόνο το δικό μου μπορεί να πάει». «Α, ωραία». είπα εγώ, «να έλθουμε τότε ως το Κεφαλόβρυσο όλοι με το δικό μας αυτοκίνητο και μετά θα μπορούσα, αν δεν σε πειράζει να έρθω εγώ μόνο μαζί σου, με το δικό σου αυτοκίνητο,  να δω έστω το μέρος;». «Εντάξει», είπε πρόθυμα και, όταν σε λίγο ήρθε μια μεσόκοπη γυναίκα που μας την σύστησε ως μητέρα του να πάρει τη θέση του στο καφενείο, πληρώσαμε και σηκωθήκαμε. Ακολουθήσαμε το σαράβαλο αλλά δυναμικό παλιό αυτοκίνητο του ξεναγού μας και φτάσαμε γρήγορα σε ένα πλάτωμα πιο χαμηλά από το χωριό. Το μεγαλύτερο μέρος του το καλύπτει μια μεγάλη, πετροπελεκητή δεξαμενή, από τις δύο πλευρές της οποίας πηγάζουν ανά τρεις πλούσιοι κρουνοί νερού που χύνονται ορμητικά, με ακατάπαυστο βουητό, σε κοινό αυλάκι και συνεχίζουν για το πότισμα κήπων και χωραφιών. Μια συστάδα πανύψηλων δέντρων απέναντι από την πηγή συμπλήρωναν με το πυκνό φύλλωμά τους τη δροσιά από το νερό στο χώρο. Κατεβήκαμε και θαυμάσαμε την πλούσια πηγή και το δροσερό περιβάλλον.




Κακουρέικα. Πάνω και κάτω: Το εικονοστάσι του άη-Γιάννη δίπλα στο Μεγαλόβρυσο, με την οδική ταμπέλα πάνω στο νότιο τοίχο του (1.6.2016)

 Απέναντι  από το Κεφαλόβρυσο, στα δεξιά του δρόμου που μας είχε οδηγήσει ως εκεί,  είναι ιδρυμένο ένα κάπως μεγάλο εικονοστάσι ωσάν πολύ μικρό, καμαροσκεπές εκκλησάκι, με την εικόνα του άη-Γιάννη, που είναι και ο πολιούχος του χωριού. Μια επιγραφή στο εσωτερικό του γράφει «Δωρεά Γ. Μητρόπουλου εκ Καναδά, 1958». Στο νότιο τοίχο του εικονοστασιού, εξωτερικά, υπάρχει καρφωμένη μια μεγάλη, μεταλλική ταμπέλα-οδοδείκτης με τη λευκή επιγραφή πάνω σε μπλε φόντο: ΟΔΟΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΕΛΑΙΝΩΝ (!), αλλά "οδό" δεν έβλεπα, μάλλον "πλατεία" θα έπρεπε να γράφει, ίσως.  Είναι  κι αυτός ένας τρόπος να δηλώσουν οι ντόπιοι την ιστορία του τόπου τους, σκέφτηκα,  συνδέοντας τον άη-Γιάννη, το Μεγαλόβρυσο  και τις αρχαίες Μελαινές. «Εδώ ήταν οι Μελαινές;» ρώτησα τον ξεναγό μας. «Όχι εδώ ακριβώς, λίγο πιο πέρα, εκεί που είναι τα χτήματά μου και θα σας πάω», είπε εκείνος. Στο Μεγαλόβρυσο συναντήσαμε και μια ξερακιανή, λίγο καμπουριασμένη γερόντισσα με μαντήλι σφιχτοδεμένο στο πηγούνι της που πότιζε τα ζωντανά της, στηριζόμενη σε μια μαγκούρα αλλά με πολύ ζωηρό ταμπεραμέντο. Μας καλωσόρισε, δήλωσε θεία του αγρότη συνοδού μας και ζήτησε να μάθει ποιοι ήμασταν και τι ζητούσαμε εκεί. Είπαμε τα σχετικά και, λαλίστατη,  όταν άκουσε ότι είχαμε πάει στο Παλούμπα και ότι είχαμε δει και το σπίτι του Πλαπούτα, μας είπε ότι τα χωράφια που έχει αυτή σήμερα εκεί, κοντά στον Αλφειό, τα είχε αγοράσει ο πατέρας της από τους Πλαπουταίους και τα είχε πάρει η ίδια προίκα. Έτσι κατάλαβα ότι η περιουσία των ισχυρών Πλαπουταίων δεν ήταν μόνο στα κατσάβραχα γύρω από το ορεινό Παλούμπα αλλά ότι είχαν ποτιστικά χωράφια και εδώ, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, όπως και άλλες ισχυρές οικογένειες, ίσως. 



Κακουρέικα. Η γερόντισσα, θεια του ξεναγού μας, στο Μεγαλόβρυσο (1.6.2016)

Μετά από λίγο εγώ επιβιβάστηκα στο παλιό, σαράβαλο, παν-βρώμικο από χώματα, με ξεσχισμένα καθίσματα και χωρίς πινακίδες αυτοκίνητο του νέου αγρότη για να με ξεναγήσει στη Μέλαινα, όταν η Δώρα δήλωσε ότι ήθελε να έλθει και εκείνη μαζί, οπότε επιβιβάστηκε στο πίσω κάθισμα και ξεκινήσαμε, αφήνοντας τους δύο άντρες της παρέας μας να απολαμβάνουν τη δροσιά της πολύκρουνης βρύσης και την κουβέντα με την γερόντισσα, καθισμένοι σε ένα πεζούλι κάτω από τα δέντρα. Παρ’ όλο το χάλι του, το αυτοκίνητο κινούνταν μουγκρίζοντας μεν, πλην ακάθεκτο πάνω στο δύσβατο, στενό  χωματόδρομο που ελισσόταν ανάμεσα σε πυκνή, άγρια  βλάστηση και μισο-κρυμμένα λιοστάσια, πότε ανηφορικός και πότε κατηφορικός. Ο  ξεναγός  μας μάς είπε ότι αυτό το αυτοκίνητο το έχει μόνο για να κινείται εκεί, μέσα στα χωράφια του, γιατί οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο θα καταστρεφόταν σε αυτούς τους –τρόπος του λέγειν– δρόμους.
 Πιάσαμε κουβέντα και μάθαμε ότι τον λένε Π., ότι είναι τριάντα χρονών, παντρεμένος, πατέρας ενός δίχρονου κοριτσιού και ότι μένει μόνιμα στη γειτονική  Μεγαλόπολη  από όπου πηγαινο-έρχεται στα Κακουρέικα, όπου μένει μόνιμα η μητέρα του και κρατάει και το καφενείο,  για να καλλιεργεί τα χωράφια του. Μας είπε ότι είχε αναζητήσει την τύχη του και στην Αθήνα, όπου είχε ζήσει οκτώ χρόνια αλλά δεν άντεξε τη ζωή και τη δουλειά στην  πόλη και ότι γύρισε στο χωριό να ασχοληθεί με την περιουσία του, ως αγρότης, ότι πουλάει τα προϊόντα του μόνος του, με το φορτηγό του σε δρόμους κ. ά. και ότι είναι πολύ ευχαριστημένος που επέστρεψε.  Από ένα σημείο και μετά, ένα τσιμεντένιο αυλάκι με ορμητικό, πλούσιο νερό κυλάει παράλληλα με το δρόμο-μονοπάτι που ακολουθούσαμε και το γάργαρο βουητό του νερού συνόδευε το μούγκρισμα της μηχανής του τρανταζόμενου σε κάθε μέτρο αυτοκινήτου. 

Κακουρέικα. Το τσιμεντένιο αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται  νερό από το ρέμα "Γκολέμας" στα χωράφια για πότισμα (1.6.2016)

Μας πληροφόρησε ότι το αυλάκι αυτό, έργο του πατέρα του, ποτίζει τα χωράφια του  και ότι προέρχεται από ένα βαθύ ρέμα με πολύ νερό που δεν στερεύει ποτέ, τον «Γκολέμα», που χύνεται στον Αλφειό, και πως η περιοχή έχει πολλές πηγές και ρέματα.  Μας είπε επίσης ότι όλη αυτή η καταπράσινη σήμερα περιοχή είχε γίνει κάρβουνο στις καταστροφικές πυρκαγιές που είχαν πλήξει Ηλεία-Αρκαδία το 2007. Και όντως, μέσα από την πυκνή βλάστηση πρόβαλλαν εδώ κι εκεί κατάμαυροι κορμοί δέντρων, σαν σκέλεθρα, και ήταν να θαυμάζεις το αναβλαστικό-αναγεννητικό έργο που είχε επιτελέσει η φύση (η συμβολική "Μέλαινα"-Γη) στην περιοχή αυτή μέσα σε εννιά χρόνια, με τη βοήθεια και των πλούσιων νερών της βέβαια! Εντωμεταξύ είχαμε μπει  σε ένα πυκνό λιοστάσι που, όπως μας είπε ο Π., είναι δικό του, της οικογένειάς του. Το λιοστάσι ήταν φροντισμένο και κατάφορτο από νεογέννητες ελίτσες, αλλά το οργωμένο έδαφος κάτω από αυτές ήταν γεμάτο μικρές πέτρες και κυρίως θραύσματα παλιών κεραμικών. «Εδώ λένε ότι ήταν οι Μελαινές», μας είπε ο Π. και σταμάτησε το αυτοκίνητο να κατεβούμε. 


Κακουρέικα. Πάνω και κάτω: η βλάστηση, αναγεννώμενη από τις στάχτες,  τείνει να εξαφανίσει τα ίχνη της καταστροφικής πυρκαγιάς του 2007 (1.6.2016)

  Κανα-δυο μέτρα παραπέρα το λιοστάσι άνοιγε και κάτω χαμηλά απλωνόταν η καλλιεργημένη, ποτιστική κοιλάδα του Αλφειού, όπου μας έδειξε και τις δικές του καλλιέργειες σε χορτάρι και αραποσίτι. Ένας κατάφυτος χαμηλός λοφίσκος πρόβαλε ανάμεσα στην πλαγιά και στην όχθη του Αλφειού και μου φάνηκε πιθανό να αποτελεί ίσως αρχαίο τύμβο με τάφους.  

Κακουρέικα. Ίχνη από παλιά κεραμίδια και πέτρες στο οργωμένο λιοστάσι στη θέση "Μπεργορίζι" όπου εντοπίζεται περίπου η  αρχαία πόλη Μέλαινα (1.6.2016).

«Εδώ, στο λιοστάσι και τριγύρω ψάχνουνε χρόνια, σκάβουνε οι χωριανοί πως κάτι αρχαίο θα βρούνε, αλλά τίποτα, μόνο αυτά τα κεραμίδια. Εγώ δεν ψάχνω, σκέφτομαι πως αν είναι να βρω κάτι, θα φανεί από μόνο του.  Όπως ο παππούς  μου, τη δεκαετία του ’50, όταν όργωνε εδώ, στο λιοστάσι, είχε βγει ένα σαν αγαλματάκι, όχι από πέτρα, από πηλό και είχε κεφάλι γυναίκας και κορμί και ουρά πουλιού! Του είπανε και το πήγε σε κάποιον στην Ανδρίτσαινα, μορφωμένο, δεν ξέρω το όνομά του, που μόλις το είδε, του έδινε ένα χιλιάρικο να το πάρει! Ένα χιλιάρικο!! [δραχμές]. Με ένα χιλιάρικο, τότε, αγόραζες χωράφι, ήτανε πολλά τα λεφτά. Όμως ο παππούλης μου, πονηρός, δεν του το έδωσε, «άστονε», είπε, «θα έρθει αυτός γυρεύοντα και θα του πάρω περισσότερα».  Πράγματι, μετά από κάμποσο καιρό, ήρθε αυτός από την Αντρίτσαινα εδώ και παρακάλαγε τον παππούλη μου να του το δώσει με το χιλιάρικο,  τίποτα εκείνος. Τελικά το πήρε, με πέντε χιλιάρικα!! Πολλά λεφτά τότε και γύρευε πόσα περσότερα θα έκανε! Με εκείνα τα λεφτά αγόρασε ο παππούλης μου τα χωράφια από τους Πλαπουταίους που σας έλεγε πριν η θεια μου, η κόρη του, και τα πήρε προίκα! Γι’ αυτό και εγώ δεν ψάχνω, αν είναι, κάτι θα βγει από μόνο του!». Εγώ σκεφτόμουν ότι αν ο αγοραστής από την Ανδρίτσαινα ήταν κάποιος γνωστός που έβαζα με το νου μου, πεθαμένος χρόνια πλέον, δεν θα είχε αγοράσει το κεραμικό για λογαριασμό του αλλά για να το παραδώσει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ή για τη συλλογή της Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας. Σκεφτόμουν επίσης πως η θαμμένη και άφαντη "χρυσή άμαξα" ίσως να απηχεί στην τοπική προφορικότητα μνήμες του κλέους της αρχαίας πλούσιας πόλης ενώ τα θραύσματα αρχαίων κεραμικών ή άλλων αντικειμένων, αξιοποιήσιμα, με νόμιμο ή μη τρόπο,  ωσεί "χρυσά" κατά την εκτίμηση των ντόπιων,  τους φέρνουν με απτό τρόπο  σε επαφή με αυτή... 
Δεν είχε κάτι άλλο να δούμε εκεί και ξεκινήσαμε να φύγουμε.



Κακουρέικα, 1/6/2016. Ο "Γκολέμας" 

«Τώρα θα σας πάω να δείτε την πηγή, τον Γκολέμα», είπε συγκινημένος κατά κάποιο τρόπο, και περήφανος, ο Π. , ωσάν να μιλούσε για κάποιο δικό του, αγαπημένο πρόσωπο. Αγκομαχώντας, το αυτοκίνητο μάς  οδήγησε σε μια πυκνοφυτεμένη ρεματιά με πανύψηλα δέντρα και θαμνώδη βλάστηση, υγρή και σχεδόν σκοτεινή, που αντιβούιζε από τον ήχο ορμητικού, τρεχούμενου νερού, αόρατου πίσω από την πυκνή βλάστηση. Ο Π. σταμάτησε σε ένα άνοιγμα της βλάστησης, όπου ήταν ορατό ένα κομμάτι του «Γκολέμα». Το νερό του πλούσιο, πεντακάθαρο, ορμητικό έτρεχε περιδινιζόμενο  με μικρούς αφρούς στην επιφάνειά του και με  μεγάλο βουητό. «Τι ρέμα μας λες Π.;», είπα εγώ θαυμάζοντας, «αυτό είναι ποτάμι!». «Ναι, δεν στερεύει ποτέ, χειμώνα-καλοκαίρι», επανέλαβε ο Π., καμαρώνοντας σαν να ήταν δικό του δημιούργημα. 




Κακουρέικα, 1/6/2016. Από πάνω προς τα κάτω: Ερείπια νερόμυλων στο ρέμα "Γκολέμας" 

«Εδώ είχε και νερόμυλους που δούλευαν από τον Γκολέμα», πρόσθεσε, και έδειξε με το χέρι του προς έναν ακαθόριστο όγκο μπερδεμένων αναρριχητικών φυτών. Όταν συνήθισαν τα μάτια μου στο σχεδόν μισοσκόταδο που δημιουργούσαν τα πανύψηλα δέντρα, είδα ένα ψηλό, πετρόχτιστο, ερειπωμένο κτίριο που οι εναπομείναντες τοίχοι του καλύπτονται από βάτα, κισσούς, αγράμπελη κ.ά. φυτά. Πλησίασα, όσο γινόταν, και είδα πάνω στο μόνο ορατό τοίχο του παλιού νερόμυλου μια πόρτα και την αψιδωτή «χούρχουρη» από όπου έβγαινε το νερό επιστρέφοντας στο ποτάμι, αφού είχε γυρίσει τις βαριές μυλόπετρες πέφτοντας με μεγάλη πίεση από το ξύλινο «βαγένι» όπου οδηγούσε το νερό του ποταμού ένα «μυλαύλακο», όπως γνώριζα από άλλους νερόμυλους. Μετά ο Π. μας έδειξε άλλο ένα απομεινάρι τοίχου από νερόμυλο πάνω από την απέναντι όχθη του Γκολέμα, πνιγμένου επίσης στα βάτα.  Ο τόπος ήταν υγρός, δροσερός, σχεδόν σκοτεινός και ενέπνεε μια αίσθηση  μυστήριου, που ενέτειναν οι ερειπωμένοι νερόμυλοι με τις ιστορίες για νεράιδες, δαίμονες, λάμιες και ξωτικά που συνόδευαν παλιά όλους τους νερόμυλους όσο και το βουητό του ποταμιού. Ταυτόχρονα σε έκανε να νιώθεις και μελαγχολία για την ερήμωση των χωριών και την, καλώς ή κακώς, εγκατάλειψη ενός πολιτισμού και ενός τρόπου ζωής που κράτησε αιώνες και που χρειάστηκαν κάποιες δεκάδες χρόνια για να εξαφανιστεί, αφήνοντας –για πόσο άραγε ακόμα;–  τα σημάδια του στο τοπίο και στη μνήμη των ανθρώπων του τόπου.



Κακουρέικα, 1.6.2016. Βαδίζοντας στο μονοπάτι παράλληλα με τον Γκολέμα.

Δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε από εκεί αλλά «πάμε να σας δείξω και τις πηγές του Γκολέμα», είπε ο Π., ενθουσιασμένος από την ικανοποίηση που δείχναμε για την ξενάγησή του. Η αλήθεια είναι πως αφενός είχαμε αφήσει τους άλλους της συντροφιάς αρκετή ώρα τώρα και θ’ αναρωτιόντουσαν τι να είχαμε γίνει, αφετέρου τα γόνατά μου είχαν αρχίσει να με πονούν πολύ και να με κάνουν να κουτσαίνω παρά το μπαστούνι μου, αλλά ο ενθουσιασμός του Π. και η προθυμία του για τη συνέχιση της ξενάγησης ήταν τόσος, που δεν γινόταν να αρνηθώ, ούτε και η Δώρα, βέβαια.  Μπήκαμε στο αυτοκίνητο ευχαριστώντας τον για το υπέροχο, μυστικό σχεδόν πλέον,  αυτό τοπίο που μας είχε δείξει. Σκεφτόμουν πόσο λάθος εντύπωση μπορεί να σχηματίσει κανείς για τους ανθρώπους εκ πρώτης όψεως. Πού να φανταζόμουν ότι ο αραχτός, βαριεστημένος, λιγομίλητος νέος που είχαμε πρωτο-δεί στο καφενείο ήταν τέτοιος θησαυρός, τη γνώση του για  τον τόπο, τις αρχαιότητες,  τη σχέση και την αγάπη του για τη γη που τη δουλεύει και τον θρέφει, την προθυμία του να μοιραστεί τις γνώσεις και την εμπειρία του με άγνωστους ανθρώπους, χωρίς να φείδεται χρόνου και κόπου.




Κακουρέικα, 1.6.2016.  Πάνω και κάτω: η "μάνα" από όπου ξεκινάει ο αύλακας με το νερό του Γκολέμα για το πότισμα (φωτ. Π.)

Το σαράβαλο, πλην δυναμικό,  αυτοκίνητο μάς οδήγησε παράλληλα με την κοίτη του αθέατου πίσω από τη βλάστηση Γκολέμα  σε ένα υπερυψωμένο, ανοιχτό χώρο, όπου ακουγόταν και πάλι κοντά μας  η βουή του ποταμιού αλλά δεν το βλέπαμε. Πανύψηλοι κορμοί και κλαδιά καρβουνιασμένων από την πυρκαγιά δέντρων υψώνονταν εδώ στον ουρανό, ωστόσο καλυμμένα ως πάνω από τη μέση με τη νεαρή, αναγεννημένη από τις στάχτες,  βλάστηση. Ο χορταριασμένος δρομίσκος στένευε πολύ έτσι κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε με τα πόδια. Ποτάμι ακούγαμε αλλά ποτάμι δεν βλέπαμε, βλέπαμε όμως ένα τσιμενταύλακο γεμάτο ορμητικό νερό που τρέχει στην άκρη του ανηφορικού, χορταριασμένου μονοπατιού. «Ο παππούς μου το έφτιαξε» είπε ο Π., από εδώ ξεκινάει το νερό και ποτίζουμε τα χωράφια μας». «Δεν τα ποτίζετε από το νερό του Αλφειού;» ρώτησα εγώ. «Όχι, έχουμε πολλές πηγές και τον Γκολέμα εδώ, πιο κοντά», είπε ο Π. Ο δρομίσκος κατηφόριζε απότομα σε αρκετό μήκος και ο Π. είπε να κατεβούμε να δούμε το νερό. Εγώ όμως ήταν αδύνατον πλέον να περπατήσω και αυτή την κατηφόρα (και μετά ανηφόρα) και του είπα ότι δεν γίνεται. «Τότε, να σας δείξω τη “μάνα”, την πηγή  από όπου βγαίνει το νερό που παίρνουμε με το αυλάκι», είπε ο Π. και μας έδειξε ένα στενό πέρασμα μέσα σε μια πυκνή βατουλιά, από όπου ερχόταν το νερό του αυλακιού.  «Χμ, αποκλείεται να μπορέσω να χωθώ εκεί μέσα πλέον», είπα στον Π. και τον παρακάλεσα, αν μπορούσε, να μου κάνει τη χάρη να πάει εκείνος και να τραβήξει φωτογραφίες με τη μηχανή μου. «Πανεύκολο, βεβαίως, αν και δεν ξέρω τι φωτογραφίες θα είναι αυτές που θα βγάλω», είπε ο Π. και εξαφανίστηκε μέσα στα βάτα με τη μηχανή μου έτοιμη για σκόπευση. Σε λίγο επέστρεψε και εκείνη τη στιγμή ένα μαύρο σύννεφο που μας ακολουθούσε από ώρα, άρχισε να ψιχαλίζει. «Ωχ! Έχω τις μπάλες στο χωράφι», είπε ο Π., «ελπίζω να μη βρέξει τελικά, αλλά ας βιαστούμε, να πάω να σκεπάσω το μπαλιασμένο χορτάρι  και να αλλάξω το νερό». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του και απ’ ό,τι μας είπε αφού μίλησε, ήταν η μητέρα του, που ανησύχησε για τη βροχή και για το αν θα σκέπαζε το χορτάρι. Η ψιχάλα σταμάτησε σχεδόν αμέσως αλλά εμείς πήραμε το δρόμο του γυρισμού κάπως εσπευσμένα.



Κακουρέικα, 1.6.2016. Βαδίζοντας στο μονοπάτι παράλληλα με τον Γκολέμα, με ξεναγό τον Π. (φωτ. Δώρα Ντάντου)

Επιστρέψαμε στο Μεγαλόβρυσο όπου βρήκαμε τους δικούς μας να έχουν στήσει κουβεντολόι με τη γερόντισσα, τη θεια του Π., ενώ στην παρέα τους είχε προστεθεί και ένα κοπάδι πρόβατα που έπινε νερό από την πηγή. Αποχαιρετίσαμε με πολλές ευχαριστίες τον Π., ο οποίος έφυγε γρήγορα για το χωράφι του. Καθώς επιβιβαζόμασταν στο δικό μας αυτοκίνητο, η θεια μάς παρακάλεσε να την πάρουμε μαζί μας μέχρι λίγο έξω από το χωριό, όπου είχε τα γουρούνια της, να τα φροντίσει για τη νύχτα γιατί είχε πλέον αρχίσει να σουρουπώνει, ώστε να γλυτώσει λίγο ποδαρόδρομο. Φυσικά την πήραμε στο αυτοκίνητο και, λαλίστατη, σε όλη τη σύντομη διαδρομή μάς αφηγούνταν τα του βίου της. Ότι είναι 80 χρονών και φροντίζει μόνη της τον ανήμπορο, 85χρονο άντρα της, τα χωράφια και τα ζωντανά, κάνοντας με τα πόδια πολλές φορές την ημέρα την ανηφορική διαδρομή που κάναμε τώρα με το αυτοκίνητο και άλλες, ότι ζει πολλά χρόνια τώρα με ένα νεφρό και άλλα, τα οποία καταλάβαμε ότι οι δικοί μας που μιλούσαν μαζί της τόση ώρα στο Μεγαλόβρυσο, τα είχαν ξανακούσει και μάλλον όχι μία μόνο φορά. Παρόλ’ αυτά η θεια δεν μεμψιμοιρούσε για τα βάσανα του δύσκολου βίου της, τα αφηγούνταν με κέφι, χιούμορ και δυναμισμό, θαυμαστό για την ηλικία της, χαρούμενη που είχε βρει ευήκοους ακροατές. Την αφήσαμε στο σημείο που μας υπέδειξε και η λεπτή, καμπουριαστή φιγούρα της χάθηκε σβέλτη πίσω από κάτι πουρνάρια με ένα κομμάτι ξύλου αντί μαγκούρας στο χέρι, στο οποίο ωστόσο δεν στηριζόταν για να περπατήσει.
(Για τις Αρχαίες Μελαινές και την περιοχή τους ,βλ .http://arcadia.ceid.upatras.gr/pausanias/place.php?id=22 ). 

Καρατζάς



Καρατζάς, η τοποθεσία "Αγιοκωσταντίνος" με το ομώνυμο εκκλησάκι (1.6.2016)

Συνεχίσαμε την πορεία μας κατηφορίζοντας στην ίδια πάντα πλαγιά και σύντομα φτάσαμε στη θέση «Καρατζά», μόλις 3-4 χλμ. πιο κάτω από τα Κακουρέικα, τελευταίο σταθμό ως προς τα, εντοπισμένα τουλάχιστον,  «ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» για μένα. Σε μια απλωσιά δίπλα σε ένα γεφυρωμένο σε εκείνο το σημείο του δρόμου ρέμα, στέκεται το εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, δίπλα στο δρόμο.  Πανύψηλα πλατάνια με κουφωμένους, παμπάλαιους κορμούς σκεπάζουν με τα κλαδιά τους το γεφύρι και βρέχουν τις ρίζες  τους  στο λιγοστό νερό του ρέματος, λιγοστό σε σχέση με το ορμητικό νερό του Γκολέμα. Σύμφωνα και με όσα μας είχε πει και ο Π., εδώ πρέπει παλιότερα να υπήρχε κάποιος οικισμός ή κάποιο μικρό οικιστικό σύνολο, με νερόμυλο και κάποια κτίσματα από τα οποία ένα στέκεται ακόμα πάνω από τη γέφυρα, στην άλλη όχθη του ρέματος, λίγο πάνω από το δρόμο.  Πρόκειται για ένα πλατυμέτωπο, στενό κτίριο, όχι πολύ παλιό, ωσάν χάνι ή κάτι τέτοιο, που στην πρόσοψή του γράφει με μεγάλα γράμματα «πωλείται». Άλλο κτίσμα ή ίχνη του νερόμυλου δεν έβλεπα. Παρόλο που ο τόπος φαίνεται σήμερα ερημικός, εκτός από τον δρόμο και τα περαστικά αυτοκίνητα,  ωστόσο αυτό το μέρος πρέπει κάποτε να ήταν σημαντικό,  κομμάτι των Μελαινών, κατά τους αρχαιολόγους, ίσως γιατί είναι στη γωνία όπου ο Λάδωνας ποταμός χύνεται σε οξεία γωνία στον Αλφειό αλλά και στη βάση της πλαγιάς την οποία είχαμε μόλις κατεβεί, ξεκινώντας από το Παλούμπα, το ψηλότερο χωριό πάνω σε αυτή. 



Καρατζάς. Το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης], ανατολική και δυτική όψη (1.6. 2016)

Το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης], ανάμεσα στο ρέμα και στον δρόμο, χωρίς περίβολο,  δεν δείχνει σαν ερημοκλήσι. Φαίνεται όχι πολύ παλιό, εκτός κι αν έχει χτιστεί στη θέση παλιότερου, είναι αρκετά μεγάλο για ξωκλήσι, πετροχτισμένο, φροντισμένο εξωτερικά  ενώ μια επίσημη, μεταλλική ταμπέλα  δίπλα στο δρόμο δηλώνει επιγραφικά την αφιέρωση στους δύο αγίους, κάτι σπάνιο, ωσάν να πρόκειται για αρχαιολογικό μνημείο. Μια φαρδιά, άσπρη γραμμή ζωγραφισμένη με ασβέστη πάνω στο τσιμέντο που περιβάλλει την εκκλησία ορίζει το χώρο του, ίσως φτιαγμένη εξωραϊστικά για το πανηγύρι των δύο αγίων λίγες μέρες νωρίτερα, στις 21/5. Μια σειρά από τριγωνικές σημαίες περασμένες σε ένα κορδόνι που κρεμόταν πάνω από την είσοδο, επιβεβαίωνε τα ίχνη του πρόσφατου εορτασμού εδώ, σε αντίθεση με τον νεκροταφειακό άγιο Κωνσταντίνο στον Κοκορά, που δεν έφερε σημάδια εορτασμού. Το εκκλησάκι ήταν κλειδωμένο ενώ στις πόρτες  και στα παράθυρα τα τζάμια είναι αδιαφανή, ώστε δεν μπορούσα να δω το εσωτερικό του, ούτε να φωτογραφίσω. 



Καρατζάς.  Πάνω: το εικονοστάσι έξω από το εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, εξωτερικά. Κάτω: οι εικόνες των αγίων Κ+Ε στο εσωτερικό του. Κάτω δεξιά, οι ως "δίδυμοι" άγιοι Ανάργυροι (1.6.2016)

Πλησίασα ένα εικονοστάσι στα βορειοδυτικά του ναού, δίπλα στο δρόμο, που τελεί χρέη «σήματος» για αυτόν, αλλά και προσκυνήματος, κάτι που ενισχύει τη σπουδαιότητα που του αποδίδουν.  Μέσα στο εικονοστάσι είναι τοποθετημένες δύο εικόνες του ζεύγους των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και… μία με τους ως «δίδυμους» άγιους Αναργύρους, ακουμπημένη πάνω σε μία από αυτές.  Να τη πάλι η Ελένη/Αγιαλένη, σκέφτηκα, συνδυασμένη με ως «δίδυμους» αγίους! Αυτός ο συνδυασμός εικόνων εδώ, τόσο κοντά στο Λενικό, μπορεί να υποστήριζε  και τις σκέψεις που είχα κάνει εκεί, στο ξωκλήσι της Ανάληψης, σχετικά με τις δύο εικόνες του αγίου Γεωργίου που είναι τοποθετημένες δίπλα-δίπλα, ωσάν να είναι «δίδυμοι» και τη σχέση τους με την Ελένη/Αγιαλένη (βλ. και στο  http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html).   Η παρουσία δύο ναών αφιερωμένων στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, ο ένας μάλιστα σε νεκροταφείο που συνδέει τους αγίους συμβολικά με τη χθονιότητα και τον θάνατο και ο άλλος με κάποια ιδιαίτερη λατρευτική αξία κοντά σε νερά και νερόμυλο, αμφότεροι δε όσο κοντά στο «Λενικό» αλλά και στα χωρικά πλαίσια της  αρχαίας Μέλαινας, συνδυαστικά, δηλώνει για μένα την έντονη παρουσία των ιχνών της Ελένης/Αγιαλένης και εδώ, σε μια ευρύτερη γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική περιοχή στην κεντρική, ορεινή Πελοπόννησο, που βρίθει από τα ίχνη της. Το "Λενικό" έπαιρνε τώρα εξέχουσα τεκμηριωτική  θέση στην ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη όσον αφορά την Αρκαδία, μετά την "Αγιαλένη" της  Λυκόσουρας. 




Καρατζάς. Πάνω: το γεφύρι του ρέματος δίπλα στο εκκλησάκι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κάτω: το ρέμα και αιωνόβια πλατάνια στις όχθες του (1.6.2016).

Μετά τη γέφυρα του Ερύμανθου, ξαναμπήκαμε στην Ηλεία, ακολουθώντας τον πανέμορφο, φιδωτό και κατάφυτο δρόμο που οδηγεί στην Αρχαία Ολυμπία. Στην αυλή μιας απομονωμένης αγροικίας παρακάτω, δίπλα στο δρόμο, ήταν στημένοι οι μικροί λόφοι δύο καμινιών για ξυλοκάρβουνο: το  ένα, κατάμαυρο,  έκαιγε ήδη και ο καπνός του ανέθρωσκε λευκός-λευκός από την κορυφή του ενώ το άλλο ήταν στο στάδιο της προετοιμασίας, με τα προς καύση ξύλα του καλυμμένα με  άχυρο και  πηλό.  Την παρουσία των καρβουνο-καμινιών εδώ  (με σχετική άδεια, σκεφτόμουν) φαίνεται να δικαιολογούν τόσο τα γειτονικά δάση όσο και οι εναπομείναντες κορμοί από την πυρκαγιά του 2007. 




Πάνω και κάτω: καμίνια ξυλοκάρβουνου (1.6.2016)

Καθώς ο ήλιος όδευε μαζί μας προς τη Δύση για να να βουτήξει στο Ιόνιο, σκεφτόμουν πως το ταξίδι  άξιζε τον κόπο.  Μερικά ακόμα κομμάτια του παζλ που αφορά το διαχρονικό μύθο της Ελένης είχαν μπει στη θέση τους. Οι συνταξιδιώτες μου ήταν επίσης ενθουσιασμένοι με την  περιήγηση και τα ευρήματά της, πλην αρκετά κουρασμένοι και εκείνοι, από την 9ωρη περιπλάνησή μας... 


Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια