Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας στο νομό Αρκαδίας αρ. 1: Κυνουρία (traveling in Arcadia-Kynouria. Ethnographic diary)
Ελένη
Ψυχογιού
ΕΠΙΤΟΠΙΑ ΕΡΕΥΝΑ «ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ/ΑΓΙΑΛΕΝΗΣ» -ΧΡΌΝΟΣ 5ος
25 Αυγούστου- 13 Σεπτεμβρίου 2003
ΝΟΜΟΣ
ΑΡΚΑΔΙΑΣ
ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΠΙΤΟΠΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΡ. 1- ΚΥΝΟΥΡΙΑ
Εισαγωγικά
γενικά για την Ελένη/Αγιαλένη
(επαναλαμβανόμενα
σε όλες τις επιμέρους σχετικές
αναρτήσεις των εθνογραφικών ημερολογίων «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» που δημοσιεύονται σε αυτόν τον στον ιστότοπο,
ως απαραίτητα για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις)
Καθώς η έρευνά
μου για την Ελένη-Αγιαλένη ως όψη της θεάς Μητέρας-Γης διαχρονικά κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα
―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με
αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια
της επιτόπιας έρευνας[1].
Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως
κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και
ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του
1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν φανταζόμουν το
πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το
χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος
των δεδομένων), ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία
των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης
δε και της ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των
συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική
διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση
της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει
τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να
είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά
τις πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά,
ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά,
παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
Μέσα από
αυτό το πρίσμα, η έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει
καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική
περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος
εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική
περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση, στους
μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις
παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν
αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους
σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας
στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και
τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας
να συγκροτώ συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να
επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και
τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας),
συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την
αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου
της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και
κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου, νέα
ερωτήματα. Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν
λοιπόν στο να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές
της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης
εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον―
συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου, εφόσον
εκτιμώ (όσο αυτό είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον
αριθμό των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις
επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα,
προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη
επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία
ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του
λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η
δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―
αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο
θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που
συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και
τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται και για
τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την
οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι, οι τρόποι που επιλέγει
να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του,
οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητών, ο
επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι
επιτυχίες και τα λάθη του. Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες
που περιέχονται σε αυτά τα ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα
και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά,
σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς,
ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία,
χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται
εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις
της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας
και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και
της όποιας ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο
τουλάχιστον διαρκεί χρονικά η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο,
όσο βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική
μου ικανότητα...
Εισαγωγή στην εντεταλμένη από την Ακαδημία Αθηνών «λαογραφική
αποστολή»/επιτόπια έρευνα στο νομό Αρκαδίας
Έχοντας «οργώσει» τα δύο
προηγούμενα χρόνια τους νομούς Μεσσηνίας (2001) και Λακωνίας (2002) με βάση τις
πληροφορίες από τα ερωτηματολόγια που
είχα αποστείλει μέσω της Ακαδημίας Αθηνών και των Μητροπόλεων στους κατά τόπους
ιερείς, ξεκινούσα και πάλι «λαογραφική
αποστολή» με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών
για την εξερεύνηση και του νομού Αρκαδίας «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης». Ενώ όμως στους άλλους νομούς είχα έναν
εξασφαλισμένο, εν πολλοίς, «οδηγό» για τους κατά τόπους ναούς, τα ξωκλήσια, τα
κοιμητήρια, τα τοπωνύμια κ. ά. που άμεσα ή έμμεσα αφορούν την Αγιαλένη και τους αγίους Κωνσταντίνο και
Ελένη από τις παραπάνω απαντήσεις στα ερωτηματολόγια, για την Αρκαδία δεν
διέθετα τέτοιον οδηγό. Και αυτό γιατί οι Μητροπολίτες Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
όσο και Μαντινείας και Κυνουρίας δεν είχαν προωθήσει τα σχετικά ερωτηματολόγια
προς τους τοπικούς ιερείς, οπότε δεν είχα απαντήσεις και σχετικές πληροφορίες.
Η Αρκαδία βεβαίως δεν μου ήταν
άγνωστη ερευνητικά αφού είχα πραγματοποιήσει επανειλημμένα ήδη από το 1981 εντεταλμένες «λαογραφικές αποστολές» αλλά γενικού
εθνογραφικού περιεχομένου, όσον αφορά το λαϊκό πολιτισμό και όχι σε σχέση με
την παρούσα έρευνα. Ωστόσο είχα εντοπίσει και επισκεφθεί κάποια από τα «ιερά»
της Ελένης/»Αγιαλένης» στην Αρκαδία, όπως αυτά στη Λυκόσουρα και το Βούτσι[2].
Η έλλειψη αυτού του «οδηγού» δυσκόλευε πολύ την έρευνά μου, γιατί σήμαινε ότι
θα έπρεπε να πηγαίνω σε κάθε χωριό και πόλη της Αρκαδίας στα τυφλά και να ρωτάω
για την ύπαρξη ή όχι ναών, ξωκλησιών, μονών κ.λπ. που να σχετίζονται με την
έρευνα… Πέραν αυτού, δεν θα ήταν το ίδιο προσιτή η προσέγγιση των ιερέων χωρίς
τα ερωτηματολόγια, όσο όσων είχαν τα προηγούμενα χρόνια ήδη πριν φτάσω σε
αυτούς ενημερωθεί για την έρευνα από αυτά
και είχαν ασχοληθεί με το θέμα για να στείλουν τις απαντήσεις, όπως
φαίνεται και στα δημοσιευμένα εδώ στον ιστότοπο
ημερολόγια της έρευνας στο νομό Λακωνίας[3].
Το πρόβλημα το έλυσα εν μέρει
χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που δίνει η «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της
Ελλάδος» στον ετήσιο τόμο «Δίπτυχα
της Εκκλησίας της Ελλάδος» (του 2001), όπου
αναφέρονται, κατά Μητροπόλεις, όλοι οι ναοί, οι μονές (όχι όμως και τα
ξωκλήσια), τα ονόματα και τα τηλέφωνα των ιερέων κ. ά. Στα «Δίπτυχα» τα χωριά
καταχωρούνται σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, οι οποίες δεν
συμπίπτουν πάντα με τις διοικητικές-αυτοδιοικητικές. Οι εκκλησιαστικές
περιφέρειες αλλάζουν με πιο δύσκολους και δυσχερείς ρυθμούς απ’ ό,τι οι
διοικητικές, αναδεικνύοντας και παλαιότερες θρησκευτικές σχέσεις και
λατρευτικές ενότητες στο χώρο. Χρησιμοποίησα επίσης τις πληροφορίες που παρέχει στο δίτομο έργο του
για την ιστορία της Μητρόπολης, ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας[4]. Πάρ΄όλ’
αυτά η πολύ σημαντική επαρχία της Γορτυνίας παρέμενε χωρίς πληροφορίες ως προς
τα τυχόν ξωκλήσια της Αγιαλένης και
των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και θα
έπρεπε να περιηγηθώ, το δυνατόν στο
χρόνο που είχα, ένα-ένα τα χωριά και να
αναζητώ αυτές τις πληροφορίες.
Ένα άλλο, όχι μικρό βεβαίως πρόβλημα, ήταν
ότι είχα μείνει χωρίς αυτοκίνητο. Και στα πρώτα δέκα χρόνια της εντεταλμένης
από την Ακαδημία Αθηνών επιτόπιας λαογραφικής έρευνάς μου δεν είχα αυτοκίνητο
ούτε δίπλωμα οδήγησης αλλά παρόλη την
ταλαιπωρία των μετακινήσεων, η έρευνα εντοπιζόταν σε συγκεκριμένα χωριά όπου
φιλοξενούμουν σε σπίτια, κυρίως των Προέδρων των χωριών του προ-καποδιστριακού
τύπου Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η έρευνα όμως «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» είναι αδύνατον να διεξαχθεί
χωρίς ιδιωτικό αυτοκίνητο λόγω των συνεχών μετακινήσεων από χωριό σε χωριό και
κυρίως λόγω της αναζήτησης δυσπρόσιτων ξωκκλησιών, μοναστηριών κ.ά. όπου
βεβαίως δεν προσεγγίζουν τα λεωφορεία. Το μεταχειρισμένο όταν το πήρα μικρό ΙΧ
οτομπιάνκι που είχα χρησιμοποιήσει τα προηγούμενα δέκα χρόνια της δουλειάς μου,
με δική μου ευθύνη (η Ακαδημία δεν παρέχει αυτοκίνητο για την επιτόπια έρευνα
και ναι μεν δεν απαγορεύει αλλά δεν
αναλαμβάνει την ευθύνη ασφάλειας, φθοράς, ατυχημάτων κ.λπ. της χρήσης ΙΧ
αυτοκινήτου, αποζημιώνοντας μόνο για τη βενζίνη με βάση τα βεβαιούμενα αρμοδίως
διανυόμενα χιλιόμετρα) είχε ξεχαρβαλωθεί σε σημείο που να μην φτιάχνεται, από
τις ταλαιπωρίες που το είχα υποβάλει σε βουνά και λαγκάδια ωσάν να ήταν τζιπ -για
να μην πω τρακτέρ. Δυνατότητα αγοράς ή
ενοικίασης άλλου αυτοκινήτου δεν είχα εκείνη την εποχή, οπότε το πρόβλημα ήταν
μεγάλο γιατί θα αδυνατούσα να εκτελέσω την επιτόπια έρευνά μου. Εν τέλει βρήκα
τη λύση για την πραγματοποίηση της επιτόπιας έρευνας στο νονό Αρκαδίας με το να
με συνοδεύσει την πρώτη εβδομάδα η αδελφή μου η Χλόη με το δικό της αυτοκίνητο, κάνοντας και η ίδια ένα είδος διακοπών και περιήγησης,
ενώ για την επόμενη εβδομάδα που δεν
μπορούσε εκείνη να με συνοδεύει, νοίκιασα αυτοκίνητο αφού εξασφάλισα τη χορηγία
μιας θείας μου, αδελφής του πατέρα μου –καλή της ώρα– που είχε τη δυνατότητα να
χρηματοδοτήσει την επιτόπια έρευνά μου –αλλά έμμεσα και την
«πολλή» Ακαδημία Αθηνών, αφανώς!
Αφού λοιπόν εξασφάλισα τα μέσα μετακίνησης, έφτιαξα «οδηγό» της περιήγησής μου με βάση τις παραπάνω πηγές, τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια, σημειώνοντας μέσα σε κύκλο τα χωριά που είχαν θέσεις σχετικές με τα «ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» πάνω στο χάρτη του νομού, τον οποίο και ακολουθούσα, ξεκινώντας από την παντελώς άγνωστή μου ως τότε επαρχία Κυνουρίας.
Δευτέρα, 25 Αυγούστου 2003
Η αδελφή μου η Χλόη κατέφθασε στο
σπίτι μου στο χωριό με το αυτοκίνητό της ελεγμένο στο συνεργείο και πλήρως
εξοπλισμένο «για εκστρατεία». Σαν πλήρως
οργανωτική που είναι (σε αντίθεση με
εμένα που κουβαλάω όλα αυτά τα χρόνια στην επιτόπια έρευνα μόνο τα στοιχειώδη -συχνά
απερίσκεπτα- όπως ήμουν συνηθισμένη από
τα πρώτα χρόνια των μετακινήσεών μου με λεωφορεία όπου μπορείς να κουβαλάς
ελάχιστα), αφού είχε ταξιδέψει πολύ με
ΙΧ την 6μελή οικογένειά της για χρόνια, είχε φορτώσει: κουβέρτες, σλίπινγκμπαγκ, μαξιλάρια, ομπρέλες,
ψάθες, κουρελούδες, θερμός, παγωνιέρα,
καλάθια με τρόφιμα φρέσκα και διατηρούμενα (κουλούρια, μπισκότα,
παξιμάδια κ.ά.), νερά, αναψυκτικά,
φαρμακείο πρώτων βοηθειών, φάρμακα, βαλίτσες με αλλαξιές ρούχων για κάθε
περίσταση, παπούτσια, μπότες, καπέλα…
Ξεκινήσαμε με οδηγό την Χλόη και
εμένα στη θέση του συνοδηγού, θέση που με έκανε να νιώθω κάπως περίεργα, μια
δυσφορία, μαθημένη καθώς ήμουν τόσα χρόνια να οδηγώ εγώ, σαν να μην είχα τώρα
τον άμεσο έλεγχο των διαδρομών, των καταστάσεων και να έπρεπε συνεχώς να τα
υποδεικνύω στην Χλόη …
Πήραμε τον πανέμορφο, δασωμένο δρόμο Πύργου-Ολυμπίας-Βυτίνας-Τρίπολης, με απώτερο προορισμό το χωριό Άγιος Ιωάννης Κυνουρίας από όπου θα ξεκινούσα την ερευνητική περιήγηση, καθώς στο χάρτη φαινόταν στο κέντρο περίπου της επαρχίας Κυνουρίας και διέθετε και συμπαθητικό ξενώνα, όπου θα διανυκτερεύαμε και από εκεί θα εξορμούσαμε καθημερινά για τα χωριά της Τσακωνιάς.
Κάναμε μια στάση στην ολόδροση Βυτίνα
για καφέ και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο να μην μπω στον πάντα ανοιχτό ενοριακό ναό του άη-Τρύφωνα για να αντικρίσω και πάλι
μετά από τρία χρόνια, την πανέμορφη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
πάνω στο τέμπλο του ναού. Ο αγαπημένος
των Βυτιναίων άγιος Τρύφωνας, το όνομα του οποίου φέρει η πλειονότητα των
αγοριών και των ανδρών του χωριού και κατά την πατρογραμμική κληρονομιά
ονοματοθεσίας από παππού σε εγγονό, που θρυλείται ότι έφθασε από την Μικρά
Ασία, είναι άγιος-γεωργός και προστάτης της γεωργίας και των σιτηρών , οπότε συμπέραινα ότι ήταν ταιριαστή, μη
συνειδητά ίσως, μια τόσο όμορφη και μεγάλη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης πάνω στο τέμπλο του ναού του, ανάμεσα σε δύο φτερωτούς αγίους.…
Η επόμενη στάση ήταν στην Τρίπολη
για να επισκεφθώ τη Νομαρχία, προκειμένου να πάρω από εκεί αρμοδίως επίσημη
βεβαίωση της χρονικής έναρξης της εντεταλμένης «λαογραφικής αποστολής» μου στο
νομό, κατά τα τυπικά, αλλά και την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να
εξαργυρώσω την επιταγή της Ακαδημίας για να μπορώ να αντιμετωπίζω τα προσωπικά
μου καθημερινά έξοδα (διαμονή, φαγητό, βενζίνη), η Χλόη θα πλήρωνε βεβαίως τα
δικά της. Η πολύβουη πρωτεύουσα της Αρκαδίας ήταν γνωστή μου από τις επιτόπιες έρευνες
προηγούμενων χρόνων αλλά πέραν των
χρονοβόρων διαδικασιών στη Νομαρχία, μας πήρε κάποιο χρόνο η παραμονή μας στην πόλη και για συμπληρωματικά ψώνια της
Χλόης στην παλιά αγορά.
Εικόνα από την google earth, όπου φαίνεται το εδαφικ ό ορεινό ανάγλυφο της Τσακωνιάς όπου πραγματοποιήθηκε η περιήγηση (πρόσβαση 9.12,2020)
Αφήσαμε πίσω μας το περίκλειστο
από τα βουνά οροπέδιο της Τρίπολης και ανηφορίσαμε προς τον ορεινό όγκο του
Πάρνωνα, κινούμενες προς τα νοτιοανατολικά. Μπαίνοντας στο βουνό, πυκνά δάση
από καστανιές σκοτείνιαζαν το δρόμο μας
ενώ η μπόρα που είχε δώσει ήδη προμηνύματα από την Τρίπολη, ξέσπασε δυνατή και
πορευόμασταν υπό βροχήν, αποδυναμωμένη μέσα από τα φυλλώματα, ενώ είχε και τη
σχετική ψύχρα. Ο βόρειος, δασωμένος Κυνουριακός Πάρνωνας που διέσχιζα τώρα ήταν
εντελώς διαφορετικός από τον νότιο, Λακωνικό Πάρνωνα που είχα περιηγηθεί και εξερευνήσει τον προηγούμενο
χρόνο. Ο τελευταίος, γυμνός σχεδόν από δάση, πετρώδης, με χαμηλή, ακανθώδη ως
επί το πλείστον, βλάστηση ανάμεσα στις αυχμηρές κοτρόνες, αραιοκατοικημένος. Αυτός
εδώ ο Κυνουριακός ήταν χωμάτινος, μαλακός, πυκνο-δασωμένος κυρίως από καστανιές,
κέδρους και άλλα μεγάλα δέντρα, με πλήθος χωριών να φωλιάζουν ανάμεσά τους.
Σταματήσαμε στο Δραγούνι σε ένα χάνι, το πρώτο που συναντήσαμε, για φαγητό, γιατί είχε περάσει πλέον και το μεσημέρι. ΄Ημασταν οι μόνοι πελάτες. Κουρασμένες από το ταξίδι και ολίγον τι παγωμένες από τη βροχή και τη δροσιά του βουνού, πέσαμε με μεγάλη όρεξη στο βραστό «χοντρό» κρέας με το παχύ ζουμί του, τις τηγανητές πατάτες και τη σαλάτα που παραγγείλαμε, οι ευωδιές των οποίων μας είχαν γαργαλίσει το στομάχι με το που μπήκαμε εκεί.
Μεσοράχη
Ξεκινήσαμε και πάλι, λίγο βαριές από το φαγητό. Το επόμενο χωριό, η Μεσόραχη (όνομα-και-πράγμα), ήταν σημειωμένο πάνω στο χάρτη μου μέσα σε κύκλο, που σήμαινε ότι εδώ υπήρχε ναός ή ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Για του σημαδιού το αληθές, ένα εικονοστάσι πάνω στο δρόμο στην είσοδο του χωριού με την εικόνα των δύο Αγίων πιστοποιούσε την ύπαρξή του κάπου εκεί κοντά σχετικά.
Μεσοράχη Κυνουρίας. Από πάνω προς τα κάτω: ξωκλήσσι αγίου Κωνσταντίνου
Μια μικρή οδική ταμπέλα λίγο πιο ‘κεί με την επιγραφή «Προς άγιο Κωνσταντίνο», το επιβεβαίωνε και μας έδειχνε το δρόμο. Ακολούθησα το μικρό δρομάκι δίπλα στο εικονοστάσι και σε λίγο βρεθήκαμε σε ένα απλόχωρο ξέφωτο σαν αλώνι, περιτριγυρισμένο με ψηλά πεύκα. Ένα ευμεγέθες εκκλησάκι στέκει στην ανατολική άκρη του. Κοντά του είναι χτισμένοι βοηθητικοί χώροι και κατασκευές που ορίζουν πανηγυρότοπους: κουζίνα, χοροστάσι, τραπέζια και πάγκοι. Προφανώς το ξωκκλήσι πανηγυρίζει με πλήθος κόσμου την ημέρα της γιορτής των δύο Αγίων, κάτι που δήλωνε και τη σπουδαιότητά του για τους ντόπιους. Ο ναός ήταν βεβαίως κλειδωμένος αλλά ευτυχώς είχε διαφανή τζάμια στις πόρτες και μπόρεσα να φωτογραφίσω κάπως το εσωτερικό του. Παρατήρησα ότι στην προσκυνηματική εικόνα των δύο Αγίων με το Σταυρό ανάμεσά τους πάνω στο ξύλινο στασίδι, η αγία Ελένη είναι ντυμένη στα κατάλευκα («Αχ Ελένη στα ολόλευκα ντυμένη…» λέει ένα δημοτικό τραγούδι) κάτι σπάνιο, απ’ όσο γνώριζα, καθώς συνήθως εικονίζεται με μεγαλοπρεπή, πολύχρωμα αυτοκρατορικά ρούχα. Πλησιάζοντας στο ανατολικό, πίσω μέρος του ναού είδα ότι η κόγχη του ιερού είναι σκεπασμένη με πλάκες και όχι με κεραμίδια, όπως η στέγη του, κάτι που δηλώνει ότι ίσως και όλος ο ναός ήταν παλιότερα στεγασμένος με πλάκες και επομένως να ήταν και η συνήθης πρακτική στέγασης στην περιοχή. Μέσα από τα πυκνά δέντρα διέκρινα πως ο ναός είναι χτισμένος στην κορυφή ενός λοφώδους εξάρματος του εδάφους που δεσπόζει πάνω από το χωριό Μεσόραχη, περιτριγυρισμένος από δέντρα ως ένα είδος τεμένους, όπως είχα παρατηρήσει να συμβαίνει για πολλά ξωκλήσια των δύο Αγίων. Φωτογράφισα το χώρο και κατευθυνθήκαμε προς το χωριό, παρά την προχωρημένη μεσημεριανή ώρα, μήπως βρω κάποιον και δη τον ιερέα, να πάρω περισσότερες πληροφορίες για το εκκλησάκι.
Το χωριό, όπως δηλώνει και το όνομά του, είναι χτισμένο πάνω σε μια ράχη στο κέντρο μιας συστάδας μερικών πολύ κοντινών του χωριών, ωσάν να συναποτελούν έναν οικισμό με πολλούς συνοικισμούς με κέντρο τη Μεσόραχη. Με οδηγό το προεξέχον καμπαναριό, εντοπίσαμε ανάμεσα στα παλιά, πέτρινα σπίτια την εκκλησία του χωριού που φαινόταν παλιά, χτισμένη στο άκρο της πλατείας, η οποία ήταν ανασκαμμένη για κάποια έργα διαπλάτυνσης, όπως φαινόταν. Η εκκλησία ήταν βέβαια κλειδωμένη και το χωριό σαν έρημο, τέτοια ώρα μεσημεριανής ξεκούρασης. Προσεγγίζοντας το βόρειο μέρος της πλατείας είδαμε να ανοίγεται κάτω από αυτήν μια χαράδρα. Με έκπληξη είδαμε να απλώνεται σε όλη σχεδόν την πλαγιά, ξεκινώντας ακριβώς κάτω από την πλατεία με μια μεγαλόπρεπη, πετροχτισμένη πύλη ένας περίτεχνα περιτοιχισμένος εξωτικός κήπος αναπτυγμένος σε βάθος σε διάφορα επίπεδα στηριγμένα με πέτρινες πεζούλες λόγω κατωφέρειας, όπου σε διάφορα περιτειχισμένα ή πλακόστρωτα κιόσκια ήταν φυτεμένα λουλούδια, θάμνοι και δενδρύλλια, άλλα τοπικής προέλευσης, άλλα εξωτικά και περίεργα, θαλερά και περιποιημένα. Ανάμεσά τους αγάλματα, κρήνες σκαλιστές σε πέτρα και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα, κάποια όχι και τόσο καλόγουστα. Στο βάθος του κήπου, χαμηλά στη χαράδρα δεσπόζει ένα πολυώροφο πετροχτισμένο σε διάφορα επίπεδα αρχοντικό. Καθώς ένθεν και ένθεν της αψίδας της μεγαλοπρεπούς, πέτρινης πύλης, ανέμιζαν, αν και βρεμένες από τη βροχή, μια ελληνική και μια βυζαντινοειδής/ορθόδοξη με το δικέφαλο αετό σημαίες, αναρωτήθηκα μήπως πρόκειται όχι για ιδιωτικό αλλά για κάποιο εκκλησιαστικό κτίσμα, γιατί δεν έβλεπα ναό ώστε να είναι μοναστήρι. Δεν απέκλεια βέβαια να ανήκει και σε κάποιον πλούσιο Ελληνοαμερικανό κάτοικο του χωριού που να έχει επιστρέψει μόνιμα ή για τα καλοκαίρια στο χωριό. Πάντως όλο αυτό το χτισμένο πάνω στην πλαγιά σύνολο, φαινόταν εντελώς παράταιρο με την παλιά εκκλησία και το σύνολο των σπιτιών του χωριού. Στον κήπο δούλευαν δύο εργάτες (Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες, όπως καταλάβαμε) και τους ρώτησα αν βρισκόταν κάποιος εκεί . Υπέδειξαν μια πόρτα σε ένα κομμάτι του μεγάλου κτίριου και χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε και βγήκε μια αρχοντική γερόντισσα η οποία φαινόταν να είναι ντόπια αλλά σαν να είχα ζήσει χρόνια έξω από το χωριό, αλλού. Σε ερώτησή μου, μετά τις εξηγήσεις για το ποια είμαι κ.λπ. σχετικά με το χωριό, την εκκλησία, το εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου, απάντησε ότι δεν γνώριζε πληροφορίες γιατί έλειπε χρόνια από το χωριό και μας παρέπεμψε να βρούμε τον ιερέα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε και ένας ψηλός, ηλικιωμένος άνδρας. Μας πληροφόρησε ότι δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, ότι είναι Ελληνο-Αμερικανός από το Σικάγο και ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του κήπου και του σπιτιού που έφτιαξε μετά από πολλά χρόνια ξενιτεμού. Έδειχνε κάπως μετανοιωμένος, γιατί αναφέρθηκε στην απίστευτη γραφειοκρατία και τις δυσκολίες που συνάντησε για να χτίσει το σπίτι αλλά κυρίως για την διαπλάτυνση της πλατείας του χωριού που γινόταν με χορηγία του. Τους ευχαρίστησα και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του παπά που μας υπέδειξαν ότι βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο, κοντά στην εκκλησία.
Εκεί ο ιερέας μας άνοιξε και μας πέρασε μέσα στο σπίτι παρόλο που τον βρήκαμε, δύο άγνωστες, να αποτελειώνει το γεύμα του, γιατί, όπως εξήγησε, επέστρεψε αργά από την Τρίπολη, όπου είχε πάει για δουλειές. Ηλικιωμένος και κάπως παχύς, λαλίστατος, είχε μια νεανική ζωηράδα (σε αντίθεση με την βαριά, δυσκίνητη και αμίλητη παπαδιά που τον σέρβιρε), μας κάλεσε να καθίσουμε. Μετά τις εξηγήσεις για το ποιες είμαστε και τι δουλειά είχαμε στο χωριό, η παπαδιά μας κέρασε καφέ και γλυκό του κουταλιού, αν και ο παπάς μας πρότεινε και να φάμε αλλά του είπαμε ότι είχαμε ήδη γευματίσει. Μείναμε εκεί τις επόμενες τρεις ώρες, καθώς ο παπάς απεδείχθη όχι μόνο λαλίστατος και διψασμένος για παρέα και κουβέντα αλλά και γνώστης πολλών πραγμάτων για το χωριό και την ιστορία του, ενώ δέχτηκε να καταγραφεί η συνομιλία μας στο μαγνητόφωνο. Για το ξωκλήσι του Αγιοκωσταντίνου που ρώτησα πρώτα βεβαίως, είπε ότι άρχισε να χτίζεται το 1865, ολοκληρώθηκε το 1890 και εγκαινιάστηκε το 1916. Επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι ο χώρος μπροστά του ήταν πριν αλώνι και συμπλήρωσε το -αναμενόμενο βεβαίως- ότι γύρω από το λόφο καλλιεργούσαν σιτάρι σε πεζούλες, το οποίο άλεθαν σε νερόμυλους που διέθετε τότε το χωριό. Ότι γίνεται μεγάλο πανηγύρι στη γιορτή των Αγίων και ότι ο χώρος εκεί εξωραΐζεται συνεχώς γιατί σέβονται πολύ τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Μια ακόμα περίπτωση συνδυασμού αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με αλώνι και σιταρότοπο λοιπόν, σκεφτόμουν, που προέκυπτε ήδη σαν κάτι τόσο τυπικό, συνδυασμός που δεν ήταν τυχαίος και αν μη τι άλλο, είχε να αφηγηθεί για τη σχέση των δύο Αγίων και δη της Ελένης με τα σιτηρά και την καλλιέργειά τους.
Ο παπα-Γρηγόρης Μάρος μας
αφηγήθηκε μεταξύ πολλών άλλων και για το πώς έτυχε να γίνει ιερέας, με το ζόρι,
όπως είπε, μετά τα 65 χρόνια του. Το επάγγελμά του τα προηγούμενα χρόνια ήταν
εργολάβος οικοδομών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού. Εξαιτίας της δουλειάς του
είχε πάθει μεγάλη ζημιά στην υγεία του, οπότε είχε συνταξιοδοτηθεί και αποσυρθεί στο χωριό του, τη Μεσοράχη.
Στο χωριό είχαν έλλειψη ιερέα για πολλά χρόνια και όταν εγκαταστάθηκε δεχόταν
αφόρητες πιέσεις από τους χωριανούς και την Εκκλησία να χειροτονηθεί ιερέας. Ο
ίδιος αντιστεκόταν στις πιέσεις αυτές προβάλλοντας λόγους ηλικίας, υγείας,
καθώς είχε και σοβαρό πρόβλημα με τα πνευμόνια του και δεν θα μπορούσε να
ψάλλει, όσο και συγκεκριμένους τυπικούς λόγους που απαγόρευαν τη χειροτονία
του. Ωστόσο, όπως έλεγε, η Εκκλησιαστική
εξουσία παρέκαμψε εν μιά νυκτί τους τυπικούς αυτούς λόγους, αγνόησε τους
υπόλοιπους και τον χειροτόνησαν με το ζόρι, όπως τόνισε, ιερέα και έτσι
διακονεί όχι μόνο στο χωριό αλλά και σε άλλα χωριά της περιοχής που δεν έχουν
ιερέα. «Και φαίνεται να έγινε κάποιο θαύμα», πρόσθεσε, «γιατί παρόλο το
πρόβλημα στα πνευμόνια μου, ψέλνω μια χαρά!» Φαινόταν παρόλ’ αυτά πολύ
ευχαριστημένος πλέον με την αποστολή του ως ιερωμένος. Σχολιάζοντας τη μεγάλη
έλλειψη παπάδων τότε στα ορεινά χωριά της περιοχής, είχε την άποψη ότι οι
Αρκάδες εν τέλει δεν είναι θρησκευόμενοι Χριστιανοί, γιατί έχουν βαθιές ρίζες
στην Ειδωλολατρεία, καθώς μάλιστα είχε διαβάσει ότι με βάση βυζαντινές
ιστορικές πηγές, τον Σταυρίκιο, οι Τσάκωνες και μάλιστα τελευταίοι από όλους οι
Καστρίτες, μόλις τον 9ο αι. μ.Χ. είχαν αρχίσει να εκχριστιανίζονται.
Άποψη που πάντως συμφωνούσε με τη δική μου υπόθεση, με βάση τα εθνογραφικά
ευρήματα, για τον χριστιανικό
μετασχηματισμό και τη διάρκεια της
λατρείας της Ελένης στη διαχρονία.
Η αδελφή μου η Χλόη, καθηγήτρια
φιλόλογος μεν πλην πρωτόπειρη στην
επιτόπια λαογραφική έρευνα, επιπλέον παρορμητική και πανέξυπνη, είχε
ενθουσιαστεί από τις διηγήσεις του παπά σε σημείο που να παρεμβαίνει στη συνομιλία με
ερωτήσεις και ερμηνευτικές υποθέσεις, παραβαίνοντας τη συμφωνία που είχαμε
κάνει να παραμένει αμέτοχη. Ωστόσο, παρόλο που σκόπευα να ξανα-τονίσω όταν θα
μέναμε μόνες ότι δεν έπρεπε να παρεμβαίνει,
εύρισκα ότι εντέλει και αυτός ο παρεμβατισμός είχε το ερευνητικό ενδιαφέρον του.
Ο παπάς ήθελε μετά από την
επίσκεψή του στην Τρίπολη και την πολύωρη αφήγησή του να αναπαυθεί, οπότε
τηλεφώνησε στη γυναίκα του Ελληνοαμερικάνου και μας παρέπεμψε σε αυτήν να μας
ανοίξει την εκκλησία, γιατί εκείνη είχε το κλειδί, τελικά. Τον θερμο-ευχαριστήσαμε
και επιστρέψαμε στην έπαυλη.
Μεσοράχη Κυνουρίας. Από πάνω προς τα κάτω: ναός Κοίμησης, εξωτερικά και εσωτερικά
Μας συνόδευσε στο ναό όχι η
γερόντισσα που μας είχε ανοίξει την πόρτα την πρώτη φορά αλλά μια μεσόκοπη,
ξανθιά γυναίκα ντυμένη με έντονα ροδί χρώματα, χαρακτηριστικός τύπος
Ελληνο-Αμερικάνας, όπως αποδείχθηκε και από τα σπασμένα Ελληνικά της. Μας
άνοιξε την εκκλησία σαν οικοδέσποινα του ναού, χρησιμοποιώντας πληθυντικό
ιδιοκτησίας, «εμείς» «μας», αναφερόμενη στην οικογένειά της όταν μιλούσε για το ναό, καθώς προφανώς θα
είχαν συμβάλει με διάφορους τρόπους στη συντήρηση και την ιστόρησή του. Καλή ξεναγός ωστόσο, μας πληροφόρησε ότι ο
ναός είναι αφιερωμένος στην κοίμηση αλλά γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής. Ότι χτίστηκε επί Βελή Πασά το 1811, κάηκε το
1833 από τον Ιμπραήμ και επαναλειτούργησε το 1865. Μας είπε επίσης ότι στο χώρο προϋπήρχε μικρό πέτρινο
εκκλησάκι αφιερωμένο στη Γέννηση της Παναγίας. Ο ναός, πρόσφατα ιστορημένος με
τη «βυζαντινοειδή» τεχνοτροπία (ίσως και με χορηγία της οικογένειάς της) είχε και την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης πάνω στο βόρειο τοίχο. Απέναντι από αυτή, πάνω στο νότιο τοίχο, δεν έλειπε και η -τόσο διαδεδομένη τις
τελευταίες δεκαετίες- τοιχογραφία της «τριάδας» άγιος Ραφαήλ-νεαρή κόρη
Ειρήνη-Νικόλαος, που υποστηρίζω, καθώς τη συναντώ συχνά συνδυασμένη με την
εικόνα των αγίων Κ+Ε, ότι παραπέμπει στην μυθική τριάδα Διόσκουροι +Ελένη. Είδα
επίσης πολλές ενδιαφέρουσες παλιές
κινητές εικόνες και τις φωτογράφισα, όπως και αυτές του τέμπλου. Η
ξεναγός μας μάς πληροφόρησε επίσης ότι ο ναός
αρχικά ήταν και κοιμητηριακός, καθώς ο χώρος κοντά του όπου η σημερινή
πλατεία (που διευρύνεται με χορηγία της οικογένειάς της) φιλοξενούσε το
νεκροταφείο του χωριού (αλλά και αλώνι, όπως μας είχε πει ο παπάς). Το
νεκροταφείο έχει μεταφερθεί από το 1950
χαμηλότερα, σε μια αναβαθμίδα της πλαγιάς, στα ΝΔ της εκκλησίας. Ο σημειολογικός
συνδυασμός γιορτή Γέννησης της Παναγίας (που ήταν αφιερωμένος ο
προϋπάρχων εδώ ναός) στις αρχές του
αγροτικού χρόνου και στα πρωτοβρόχια, συν κοιμητήριο, συν αλώνι με παρέπεμπε
συμβολικά σε πιθανή μνήμη που να σχετίζεται με την ιερή, Μεγάλη
Μητέρα-και-κόρη.
Ευχαρίστησα την τόσο πρόθυμη
ξεναγό μας και φύγαμε οδεύοντας προς το χωριό Άγιος Ιωάννης, εγώ μεν ευχαριστημένη
από τη «σοδειά» ήδη της πρώτης μέρας της έρευνας που προοιώνιζε ότι η
Κυνουρία θα είχε πολλά να αποδώσει -όπως
και το προσδοκούσα, άλλωστε- η δε Χλόη ενθουσιασμένη από τη πρωτόπειρη για
εκείνη διαδικασία της επιτόπιας έρευνας
και των απροσδόκητων συμβάντων που αυτή περιέχει…
Άγιος Πέτρος
Στη διαδρομή, περνώντας μέσα από
το χωριό Άγιος Πέτρος, ορεινό κεφαλοχώρι της Κυνουρίας, σταμάτησα για να δω τον
ομώνυμο ενοριακό ναό, δεδομένου μάλιστα του ότι τους ναούς τους αφιερωμένους
στους αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο ομού τους χαρακτηρίζω «διοσκουρικούς»,
λόγω του ότι στις εικόνες ιστορούνται οι άγιοι μαζί, ωσεί «δίδυμοι», όπως
φαίνεται να τους προσλαμβάνουν και οι πιστοί,
στο συν-κείμενο πάντα της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη. Εδώ βέβαια ο ναός ονοματίζεται μόνο στον άγιο
Πέτρο αλλά είναι σπάνιο να απεικονίζεται μόνος, χωρίς τον απόστολο Παύλο.
Άγιος Πέτρος Κυνουρίας. Από πάνω προς τα κάτω: ναός αγίων Αποστόλων, εσωτερικό, εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και "ως δίδυμων" αγίων
Είχα τη σπάνια τύχη να βρούμε όχι
μόνο το ναό ανοιχτό αλλά παρόντα και τον παπά εκεί. Η υπόθεσή μου περί του
«διοσκουρικού» χαρακτήρα του ναού ενισχύθηκε και εδώ όχι μόνο γιατί οι εικόνες απεικονίζουν τους Αποστόλους μαζί
αλλά και από το γεγονός ότι ο ιερέας μάς
πληροφόρησε ότι ο ναός είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος και σε άλλους ωσεί
«δίδυμους» αγίους, τους θεραπευτές αγίους Αναργύρους, όσο και στον άγιο Νείλο,
άγιο ιδιαίτερα σεβαστό στην Κυνουρία, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια. Φυσικά από
έναν «διοσκουρικό» ναό δεν γινόταν να λείπουν και οι άγιοι Κωνσταντίνος και
Ελένη, σε τοιχογραφία πάνω στο νότιο τοίχο όσο και μια άλλη μητέρα, η αγία
Σοφία, που εικονίζεται στο βόρειο τοίχο με τις τρεις κόρες της -όπως η λαϊκή
πίστη και λατρεία έχει συγκροτήσει φαντασιακά και εξανθρωπίσει θηλυκά την
αφηρημένη, φιλοσοφική και χριστιανικά δογματική έννοια της «αγίας του θεού
Σοφίας» και φαίνεται να την έχει επιβάλει εικονικά και στην Εκκλησία.
Φεύγοντας από το χωριό Άγιος Πέτρος, στον οποίο είχα σημειωμένο και την ύπαρξη ξωκκλησιού
«Αγιοκωσταντίνος» που σκόπευα να επισκεφθώ άλλη μέρα λόγω της προχωρημένης πια
ώρας, είδα στο χάρτη ότι το χωριό ανήκει μεν στην Κυνουρία που υπάγεται
διοικητικά στο νομό Αρκαδίας αλλά ότι γεωγραφικά είναι το αμέσως επόμενο χωριό
από τις Καρυές (πρώην Αράχοβα) που
ανήκουν στη Λακωνία, τις οποίες είχα περιηγηθεί κατά την επιτόπια έρευνά μου
τον προηγούμενο χρόνο. Στις όμορες Καρυές
είχα εντοπίσει ενοριακό ναό αφιερωμένο επίσης στους «διοσκουρικούς»
αγίους Αναργύρους αλλά και ξωκλήσι αφιερωμένο στον «Αγιοκωσταντίνο», λατρευτική
και συμβολική επανάληψη που δεν μπορεί
να είναι τυχαία, σκέφτηκα, συνδυαστικά και με το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου»
στη Μεσοράχη.
Άγιος Ιωάννης
Ακολουθώντας το δρόμο που
γεφυρώνει βαθιές χαράδρες στη καρδιά του βόρειου Πάρνωνα, φτάσαμε σούρουπο
σχεδόν στο χωριό ΄Αγιος Ιωάννης, όπου θα καταλύαμε σε ξενώνα και θα το είχα
ορμητήριο και επίκεντρο των ημερήσιων εξορμήσεων για την έρευνα της ευρύτερης
περιοχής για τις αμέσως επόμενες ημέρες. Ένα νεαρό ζευγάρι νιόπαντρων ντόπιων ήταν οι
ιδιοκτήτες του σχετικά νεόχτιστου ξενώνα, με οικογενειακή ατμόσφαιρα και
«παραδοσιακή» χωριάτικη διακόσμηση,
λειτουργούσε περισσότερο τους χειμερινούς μήνες για φίλους των
χιονισμένων βουνών και κυνηγούς, παρά το καλοκαίρι, όπως μας πληροφόρησαν, όσο
και για τους προσκυνητές στην κοντινή μονή της Παναγίας Μαλεβής που δεν χωρούν
στους ξενώνες της φημισμένης αυτής μονής. Δειπνήσαμε στο εστιατόριο του ξενώνα
και κατέστρωσα το εξοντωτικό, όπως φαινόταν επί χάρτου, πρόγραμμα περιηγήσεων
των επόμενων ημερών στην Κυνουρία πάνω
σε ένα λεπτομερή χάρτη του Πάρνωνα που μας δάνεισε η ξενοδόχος.
Καθώς έκανα ντους, όταν ανεβήκαμε
στο δίκλινο δωμάτιο, διαπίστωσα ότι μια ενόχληση που είχα μέρες πριν στην αριστερή
μασχάλη και χτυπούσε σαν ελαφρύς πόνος στο αντίστοιχο στήθος και δεν είχα δώσει
σημασία, είχε εξελιχθεί σε πρήξιμο, ένα είδος όγκου στη μασχάλη και πονούσε
περισσότερο όταν το πίεζα, οπότε ανησύχησα λίγο αλλά το αγνόησα. Ξαπλώσαμε στα
κρεβάτια κουρασμένες, ανάγνωσα δυνατά όσα αφορούν τα μοναστήρια που θα
συναντούσαμε τις επόμενες ημέρες από το δίτομο έργο «Ιστορία της Μητροπόλεως
Μαντινείας και Κυνουρίας» του Μητροπολίτη της ίδιας Μητρόπολης που κουβαλούσα
μαζί μου, ώστε να ενημερώνεται και η Χλόη αλλά λίγο μετά τα μεσάνυχτα μας πήρε
ο ύπνος…
Τρίτη,
26 Αυγούστου 2003
Μονή
Παναγίας «Μαλεβής»
Μας ξύπνησε το ρολόι που είχαμε ρυθμίσει στις 7.30 το πρωί και ξεκινήσαμε για το μοναστήρι της Παναγίας Μαλεβής[5]. Στη διαδρομή διασχίσαμε το «Ξεροκάμπι», μια γυμνή από δέντρα, σχεδόν καραφλή, κοιλάδα ανάμεσα στα χωριά Άγιος Ιωάννης και Άγιος Πέτρος «κεντημένη» με αναβαθμίδες με ξερολιθιά για την καλλιέργεια δημητριακών. Τα μόνα δέντρα ήταν μερικές «γκορτσές» (αγριαχλαδιές) φορτωμένες από τους ημι-ώριμους ακόμα μικρούς καρπούς τους στις άκρες των αναβαθμίδων. Εγκαταλειμμένες πλέον οι σιταρο-πεζούλες απλώνονταν σε πυκνές σειρές σε όλη αυτή την έκταση μέσα στο βουνό και με έκαναν να υποθέσω ποια θα ήταν η λατρευόμενη «πότνια σίτου», προκάτοχος ίσως της Παναγίας στη μονή, καθώς είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση αλλά γιορτάζει στα «Εννιάμερα», όπως πολλές από τις πιο παλιές μονές της Παναγίας με τις «μαύρες» εικόνες της που συνήθως αποδίδονται θρυλικά στο χέρι του Ευαγγελιστή Λουκά, όπως θρυλείται και για την «Μαλεβή» και αναρωτιόμουν αν θα εύρισκα κάποια έμμεσα ή άμεσα ίχνη της εκεί[6].
Ανηφορίζοντας προς τη μονή, το περιβάλλον άρχισε να είναι δασωμένο. Φτάσαμε στο
απλόχωρο ξέφωτο εμπρός στην είσοδο της μονής, όπου αν και είχαν περάσει ήδη
τρεις ημέρες από τη γιορτή που πανηγυρίζει η μονή (23/8), αρκετά πούλμαν
ξεφόρτωναν πλήθος προσκυνητών. Εικόνα
που ταίριαζε με τις πληροφορίες που είχαμε ότι η γυναικεία αυτή μονή, πέρα από
την προσκυνηματική, λατρευτική έλξη της
παλιάς εικόνας της Παναγίας που πιστεύεται
ως θαυματουργή και μυροβόλος, έχει αναπτύξει και έντονη επικοινωνιακή
πολιτική, καθώς συνδέεται με τοπικούς πολιτιστικούς και θρησκευτικούς
Συλλόγους, γραφεία ταξιδίων, Κ.Α.Π.Η., κ.λπ. που της εξασφαλίζει συνεχή ροή
επισκεπτών ολοχρονίς, ροή που εύλογα αποδίδει και σημαντικούς οικονομικούς
πόρους.
Μπήκαμε στον περίβολο χωρίς να χρειαστεί να περιβληθούμε κάποια από τις μακριές «φούστες» που διαθέτει η μονή για τους «άσεμνα» ενδεδυμένους (παντελόνια, σορτς, βερμούδες κ.λπ.), αφού η ενδυμασία και των δυο μας πληρούσε τις προδιαγραφές αυτές, ούτως ή άλλως! Το εσωτερικό του περίβολου καθαρό και περιποιημένο, με πολλά λουλούδια φιλοξενούσε πολλούς προσκυνητές, κυρίως γυναίκες. Το μικρό εκκλησάκι του καθολικού με συντηρημένη με αρμούς, όπως φαινόταν, την πέτρινη τοιχοδομή του βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του, περιβλημένο από τα κτίσματα των κελιών και άλλα.
Ο ιερός χώρος μου έδωσε ταυτόχρονα και την αίσθηση μιας ανοιχτής αγοράς, εξαιτίας μιας σειράς πάγκων εμπρός από τη νότια πλευρά των κελιών όπου μοναχές και άλλες ντόπιες γυναίκες εξέθεταν προς πώληση θρησκευτικά-λατρευτικά είδη (εικόνες, φυλαχτά, κομποσχοίνια κ.λ.π) οι πρώτες και τοπικά προϊόντα (χειροποίητα ζυμαρικά, μέλι, γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, βότανα κ. ά.) οι δεύτερες. Πολύς κόσμος μπαινόβγαινε και σε ένα στεγασμένο κατάστημα στη ΝΔ γωνία του περίβολου, όπου μοναχές πουλούσαν θρησκευτικά βιβλία, μεγάλες εικόνες και χειροποίητα εργόχειρα. Στο εσωτερικό του ναού μια αυστηρή, βλοσυρή (πλην με πολύ περιποιημένα φρύδια) καλόγρια στεκόταν στο παγκάρι παρακολουθώντας άγρυπνα τους προσερχόμενους αν είναι «σωστά» ντυμένοι, με βάση τις προδιαγραφές σεμνότητας της μονής, αν ρίχνουν χρήματα για τα κεριά, αν αγγίζουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αν θορυβούν. Η αυστηρότητά της με έκανε να ανησυχήσω πως δεν θα μου επέτρεπε τη φωτογράφιση, γι’ αυτό έβγαλα να έχω έτοιμο, καλού-κακού, το υπηρεσιακό χαρτί της Ακαδημίας μήπως και αποτρέψει την τυχόν απαγόρευση. Αρχικά περιεργάστηκα το εσωτερικό του ναού.
Το προσκυνητάρι με το κουβούκλιο που περιέχει την πιστευόμενη ως θαυματουργή εικόνα της Παναγίας «Μαλεβής» που ιστορεί την Κοίμηση, καλυμμένο με λευκή σατέν «ποδιά», με ένα χρυσό στέμμα και ένα άνθινο στεφάνι στην κορυφή, ήταν στημένο δίπλα στο παγκάρι, εμπρός από το βόρειο τοίχο. Η εικόνα είναι φορτωμένη με αναθήματα κοσμήματα και μεταλλικά, ανάγλυφα ομοιώματα ανθρώπων, μελών του σώματος και άλλες παραστάσεις από τάματα παράκλησης προς θεραπεία, ή επίτευξης σκοπών, ευχαριστίες που δηλώνουν την ευλάβεια των προσκυνητών και την πίστη τους στη θαυματουργή δύναμή της. Εννοείται ότι η εικόνα της Κοίμησης είναι αυτονόητα παρούσα σε καθολικό μονής αφιερωμένη σε αυτήν –και όχι μόνο- αλλά η εικόνα που με εντυπωσίασε μέσα στο μικρό σχετικά αυτό παλιό καθολικό (έχει κτιστεί με πέτρα και άλλη εκκλησία, νεότερη και μεγάλη) , είναι μια εντυπωσιακά μεγάλη, συγκριτικά, τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο νότιο τοίχο. Όσο και αν είναι «τυπική» η παρουσία εικόνας των κηρυγμένων ως Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στους χριστιανικούς ναούς, το μέγεθος και η θέση της μέσα στο ναό της θαυματουργής «Μαλεβής», αν μη τι άλλο, ενίσχυε για μένα την έντονη λατρευτική σχέση των Αρκάδων με τους δύο Αγίους,και ιδιαίτερα με την μητρική Ελένη, όπως την είχα παρατηρήσει ήδη και στη Λακωνία.
Δίπλα σε αυτή την τοιχογραφία, σε γωνία με αυτήν πάνω στο δυτικό τοίχο, είναι τοιχογραφημένη η εικόνα της αγίας Σοφίας με τις τρεις κόρες της, όπως προσλαμβάνεται στο λαϊκό φαντασιακό η ιδέα της «αγίας του Θεού Σοφίας» εικονικά/αναπαραστατικά, ως μητέρα με τρεις κόρες. Η συχνή τοποθέτηση αυτής της εικόνας δίπλα σε εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που έχω παρατηρήσει επανειλημμένα κατά την έρευνα, εκτιμώ ότι μάλλον οι εικόνες αυτές συνδέονται από τους πιστούς φαντασιακά με την έννοια της μητρότητας που φέρει και η αγία Ελένη, υπογραμμίζοντας ωστόσο, μη συνειδητά, στην περίπτωση της αγίας Σοφίας τη μητρογραμμή, κάτι που ίσως παραπέμπει συμβολικά και στην Μεγάλη Μητέρα-Ελένη, και την Δήμητρα ως Μάνα-και-Κόρη. Πόσο μάλλον που ο ναός πανηγυρίζει όχι ανήμερα της Κοίμησης, το 15Αύγουστο αλλά στις 23 Αυγούστου, «στα Εννιάμερα» της Παναγίας (όπως και πολλές από τις πιο παλιές μονές της Παναγίας), γιορτή που σχετίζεται περισσότερο με τη λαϊκή λατρεία και τις λαϊκές επιμνημόσυνες νεκρικές τελετουργίες και τις μεταθανάτιες αντιλήψεις, δεδομένου ότι κατά την Εκκλησία η Θεομήτωρ δεν είναι νεκρή αλλά «κεκοιμημένη»[7]. Καθώς η αυστηρή καλόγρια είχε βγει από το ναό για να υποδεχτεί μια νέα ομάδα προσκυνητών, βρήκα ευκαιρία να τραβήξω λίγες φωτογραφίες, λόγω και του ότι ο ναός ήταν άδειος σχεδόν εκτός από εμένα και την Χλόη, και βγήκαμε έξω.
στα δεξιά γυναίκα γεμίζει δοχείο με αγιασμένο νερό
Στα αριστερά της μοναδικής εισόδου στο ναό είναι τοποθετημένη
μια βρύση και κάτω από αυτήν ένα δοχείο όπου χύνεται το νερό. Από αυτό το
δοχείο είδα να προμηθεύονται οι πιστοί «αγίασμα» μέσα σε μπουκάλια που φέρουν
επί τούτου, κάνοντας «ουρά» και ρίχνοντας
τον οβολό τους σε ένα κουτί τοποθετημένο δίπλα στη βρύση. Παρακάλεσα μια μοναχή
, αφού της εξήγησα ποια είμαι και την ιδιότητά μου, να μου ανοίξει να δω και το
νέο, μεγάλο καθολικό της μονής που έχει
χτιστεί στο ανατολικό τμήμα του περίβολου για να διαπιστώσω αν, πέραν αυτών της
Κοίμησης, επαναλαμβάνονταν και οι
εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και της «αγίας» Σοφίας αλλά αρνήθηκε,
λέγοντας ότι είναι πολύ απασχολημένη με το πλήθος των προσκυνητών και ότι έτσι
κι αλλιώς δεν θα μου επέτρεπε να τραβήξω φωτογραφίες, οπότε χάρηκα ενδόμυχα που
είχα «αμαρτήσει» τραβώντας φωτογραφίες στο παλιό καθολικό χωρίς να πάρω άδεια…
Μετά από μια έρευνα στο
βιβλιοπωλείο της μονής για βιβλία σχετικά με τη μονή ή την ευρύτερη περιοχή και
αγορά κάποιων, φύγαμε με κατεύθυνση το χωριό ΄Αγιος Πέτρος, όπου εκκρεμούσε από
την προηγούμενη ημέρα που είχαμε περάσει από εκεί, η αναζήτηση και η επίσκεψη
στο ξωκκλήσι «Αγιοκωσταντίνος».
Βούρβουρα
Στην πλατεία του χωριού που ρώτησα κάποιον για το ξωκλήσι, με πληροφόρησε ότι βρίσκεται πιο κοντά στο δρόμο που οδηγεί στα Βούρβουρα. Παρόλο που δεν είχα πληροφορία για «Αγιοκωσταντίνο» στα Βούρβουρα, αποφάσισα να τα επισκεφθούμε, καθώς θυμόμουν ότι ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος είχε ευρήματα προϊστορικής εποχής (Μυκηναϊκά και παλιότερα) στην περιοχή τους, ευρήματα που συχνά συναντώ να γειτονεύουν με Αγιαλένες και «Αγιοκωσταντίνους» στην έρευνά μου αλλά και γιατί είχα σχετικά «σημάδια» τους για όλα σχεδόν τα γύρω χωριά. Δασωμένο, πανέμορφο το χωριό, είναι χτισμένο σε μια από τις πτυχές του Πάρνωνα με πέτρινα διώροφα σπίτια, τα περισσότερα ανακαινισμένα. Η εκκλησία, όπως παντού σχεδόν, ήταν κλειδωμένη οπότε βρήκαμε τη νεωκόρα σε ένα σπίτι κοντά στο ναό αλλά, παραδόξως, δεν είχε τα κλειδιά να μας τον ανοίξει και μας παρέπεμψε στον ιερέα, που ευτυχώς κατοικούσε στο χωριό. Χτύπησα το κουδούνι της αυλόπορτας στον τοίχο που περικλείει την αυλή του διώροφου σπιτιού και περιμέναμε να μας ανοίξουν. Μετά από αρκετή ώρα, όταν ετοιμαζόμασταν πια να φύγουμε άπραγες, άνοιξε ένα παράθυρο στον πάνω όροφο και πρόβαλε, κάπως σαν αγουροξυπνημένος, ο παπάς και ρώτησε τι ζητάμε. Του εξήγησα τα σχετικά και ανταποκρίθηκε αμέσως στην παράκληση να μας εξυπηρετήσει, ζητώντας μας να περιμένουμε λίγο μέχρι να ετοιμαστεί και να κατέβει. Καθώς περιμέναμε, τράβηξε την προσοχή μου μια συκιά στην κατωφερή πλαγιά κάτω από τον δρόμο και επιχείρησα να κόψω μερικά από τα λαχταριστά, μαύρα σύκα της, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστώ. Πάνω στην ώρα βγήκε και ο ιερέας, ο οποίος μου φώναξε να περιμένω μήπως πέσω και, εξυπηρετικός και επιδέξιος εκείνος, έκοψε μπόλικα σύκα με τη δροσιά του πρωινού ακόμα πάνω τους και μας τα πρόσφερε. Ανηφορίσαμε τρώγοντας τα υπέροχα σύκα και φτάσαμε στον μεγάλο, καλοχτισμένο με πέτρα ενοριακό ναό του αγίου Δημητρίου, στον οποίο μας ξενάγησε πρόθυμα ο ιερέας. Μας πληροφόρησε ότι μέχρι το 1957 υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι στα δυτικά του σημερινού ναού σε ένα επίπεδο κάτω από το σημερινό δρόμο, αφιερωμένο στον άγιο Δημήτριο επίσης. Ότι η νέα μεγάλη, πανύψηλη, πετρόχτιστη εκκλησία είναι χτισμένη με χορηγίες κυρίως των ξενιτεμένων στις Η.Π.Α. χωριανών.
Μέσα στο ναό, αφιερωμένο σε
στρατιωτικό άγιο καβαλάρη, εντόπισα έντονα τα σημάδια της Ελένης/Αγιαλένης, όχι μόνο γιατί η εικόνα των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης βρίσκεται σε εξέχουσα θέση, πάνω στο τέμπλο αλλά
και γιατί δίπλα της ακριβώς είναι η εικόνα των «ως δίδυμων» αγίων Αναργύρων και
καθώς τα δύο ζεύγη καλύπτουν μαζί εικονικά το βόρειο κομμάτι του τέμπλου,
μοιάζει ωσάν να αποτελούν ένα είδος παρεκκλησιού. Πέραν αυτών η παρουσία και
άλλων «ως δίδυμων» αγίων (Θεόδωροι, Ταξιάρχες) δήλωνε για μένα «Διοσκουρικά» μνημονικά ίχνη στον Πάρνωνα,
όπως είχα διαπιστώσει και στη Λακωνία. [Εκτίμηση που τεκμηριώθηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν συνάντησα έναν άνδρα από τα Βούρβουρα
παντρεμένο στην Κερασίτσα της Μαντίνειας, ο οποίος με πληροφόρησε ότι εκείνος
γνώριζε ότι στα Βούρβουρα υπήρχε τοπωνύμιο Αγιαλένη,
πληροφορία που ενίσχυσε και την παρατηρούμενη
σχέση αυτού του τοπωνύμιου με προϊστορικά ευρήματα!].
Μετά την ξενάγησή του, ο
ιερέας απέκλεισε την ύπαρξη ξωκλησιού ή τοπωνύμιου σχετικού με
Κωνσταντίνο ή/και Ελένη στα Βούρβουρα, πέρα από αυτό που ήταν πιο κοντά στον
Άγιο Πέτρο, που αναζητούσα. Μας πληροφόρησε δε
ότι παλιότερα γινόταν σε αυτόν τον «Αγιοκωσταντίνο» πολύ μεγάλο πανηγύρι στις 21 Μάη, με
πανηγυρική λειτουργία, φαγοπότι, μουσική με τοπικά όργανα και χορό που
συγκέντρωνε πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά αλλά ότι σήμερα γίνεται εκεί μόνο
λειτουργία ενώ τα όργανα, ο χορός και το
γλέντι έχουν μετατεθεί μέσα στο χωριό,
στον Άγιο Πέτρο, την ημέρα της γιορτής. Πληροφορία που ενίσχυε την
παρατηρούμενη έντονη σχέση των Κυνουρίων με το ζεύγος των Ισαποστόλων. Μου έδωσε και ακριβείς πληροφορίες για τη θέση
του ξωκλησιού του αγίου Κωνσταντίνου
προς το χωριό Άγιος Πέτρος, οπότε
αφού τον ευχαρίστησα θερμά, τον αποχαιρετίσαμε και αναχωρήσαμε.
Στο δρόμο, με βάση τις οδηγίες, συναντήσαμε εικονοστάσι-σήμα της ύπαρξης εκεί κοντά του αναζητούμενου ξωκλησιού, οπότε αφήνοντας σε ένα σημείο το αυτοκίνητο προχωρήσαμε με τα πόδια σε ένα χωματόδρομο μέσα στο δάσος, όπου πέσαμε σε ένα πυκνό σμήνος από μικροσκοπικές μύγες που κολλούσαν πάνω μας, μας τσιμπούσαν και έμπαιναν μέχρι και στα μάτια μας! Ευτυχώς σε λίγο απαλλαχθήκαμε από αυτές φτάνοντας σε ένα ξέφωτο, όπου είδαμε το ξωκλήσι σε ένα ανοιχτό χώρο διαμορφωμένο σε τόπο αναψυχής, με μόνιμα τραπέζια, παγκάκια, βρύσες, οπότε επιβεβαιωνόντουσαν και οι πληροφορίες του ιερέα για το μεγάλο πανηγύρι που γινόταν εδώ. Ασπροβαμμένο, με χαγιάτι κατά μήκος του νότιου τοίχου όπου και η μοναδική είσοδος, το εκκλησάκι έλαμπε κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Πλησίασα την πόρτα και παραδόξως –ω του θαύματος!- η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και μπήκαμε μέσα.
Μισοσκότεινο εσωτερικά,
καθαρό και φροντισμένο, έχει καμαρωτή
οροφή και ήταν απέριττα επιπλωμένο με
λιγοστές καρέκλες και ένα τραπέζι όσο και δύο ξύλινα προσκυνητάρια και μερικά
μανουάλια. Στους μακρούς τοίχους ήταν
αναρτημένες σχεδόν αποκλειστικά φτηνές, λαϊκές εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης σε διάφορα μεγέθη, μια-δυο από αυτές και με επένδυση
ψευτο-ασημοκάλυψης. Στη ΒΔ γωνία είδα και ένα χωνευτήρι. Το τέμπλο από σκούρο
ξύλο, φέρει τυπικά τις «δεσποτικές» εικόνες της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, του
Χριστού, του άη-Γιάννη του Προδρόμου και
τη μεγάλη αφιερωματική των δύο αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Σε αυτή την
εικόνα, στο κάτω αριστερό άκρο της κορνίζας, ήταν στερεωμένο ένα μικρό, χρυσαφί μεταλλικό ανάθημα που απεικόνιζε
ανάγλυφο ένα κορίτσι και αναρωτιόμουν σε τι να οφειλόταν άραγε το τάμα που είχε κάνει ο/η αφιερωτής
στους συγκεκριμένους -όχι και τόσο αγίους και θαυματουργούς- Αγίους: ικεσία/
ευχαριστία για θεραπεία ή για γάμο; Πάνω στο κατώφλι της «ωραίας πύλης» ήταν
τοποθετημένο ένα θυμιατό και καθώς το είχα συναντήσει και σε ναούς
«Παλαιοημερολογίτικους» αναρωτήθηκα μήπως το ξωκλήσι είχε σχέση με
Παλαιοημερολογίτες. Στο βόρειο τοίχο, ψηλά, είδα και μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με
την εξής επιγραφή: «Ο ιερός ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εξωραΐσθη
και υδρεύθη κατά τα έτη 1971-1972 δαπάναις Αγιοπετριτών τη επιμελεία του ιερέως
Χαρ. Δρακέα και του εκκλησιαστικού
συμβουλίου των αγίων Αποστόλων» (δηλαδή του ενοριακού ναού του χωριού
Άγιος Πέτρος).
Φωτογράφισα και ξεκινήσαμε για το
χωριό ΄Αγιος Πέτρος για να δω κάποια άλλα ξωκλήσια στην περιοχή.
Το ξωκλήσι του αγίου Αθανασίου («Μαηθανάσης» τοπικά, γιατί πανηγυρίζει στις 2 Μαΐου) είναι παλιό, με μικρό περίβολο και ένα τεράστιο, αιωνόβιο, όπως μου φάνηκε, δέντρο πίσω από το ιερό του, ανατολικά. Ήταν ευτυχώς ξεκλείδωτο . Στο ξύλινο, αετωματικό τέμπλο του οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας είναι, σύμφωνα με επιγραφές, ζωγραφισμένες σχετικά πρόσφατα από κάποια -ντόπια ίσως- ζωγράφο: «Ε. Φουρτούνη, 1973». Στο βόρειο τοίχο, μια εικόνα σύγχρονη, του εμπορίου απεικονίζει μαζί, δίπλα-δίπλα, την Παναγία και τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ένα πλαστικό τριαντάφυλλο τοποθετημένο στην κορυφή της εικόνας που έλειπε από διπλανές εικόνες, δήλωνε, για κάποιο θρησκευτικό λόγο, μια λατρευτική έμφαση και τιμή στη διπλή αυτή εικόνα.
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε ένα
ακόμα ξωκλήσι του αγίου Αθανασίου, αφιέρωση που δηλώνει κάποια ιδιαίτερη
λατρευτική σχέση των ντόπιων με τον συγκεκριμένο άγιο. Φτάνοντας, ένας
εκτεταμένος πανηγυρότοπος ανοίχτηκε μπροστά μας, με το εκκλησάκι στο βάθος του,
πολύ καλά οργανωμένος για το πανηγύρι του αγίου: μαγειρεία, αποθήκες, μόνιμα
τραπέζια και πάγκοι για τα συμπόσια, κυκλική τσιμεντένια πίστα για το χορό,
εξέδρα για την ορχήστρα, βρύσες. Οργάνωση που δηλώνει ιδιαίτερη λατρευτική
σχέση των κατοίκων με το συγκεκριμένο ξωκλήσι. Το εκκλησάκι φαινόταν σχετικά
νεόχτιστο ή πρόσφατα συντηρημένο. Τέσσερις
σταυροειδώς εντοιχισμένες πλάκες
πάνω στο βόρειο τοίχο πληροφορούν
–ευτυχώς- με επιγραφή τους επισκέπτες ότι ο ναός είναι αφιερωμένος από κοινού
στους αγίους Αθανάσιο και Παντελεήμονα και ότι χτίστηκε με δαπάνες του
«Θρησκευτικού Συλλόγου Καστρίου “Οι άγιοι Αθανάσιος και Παντελεήμων”, εις
μνήμην του Κωνσταντίνου Τριαντ. Τριανταφύλλου» αλλά και από προσφορές μερικών
ακόμα δωρητών, ενός από αυτούς στη μνήμη της μητέρας του Ελένης. Η δωρητές
προσδιορίζουν ότι το ξωκλήσι
ανήκει στην περιοχή του γειτονικού χωριού Καστρί παρά στον Άγιο Πέτρο. Ο ναός ήταν κλειδωμένος και τα
θαμπά τζάμια εμποδίζουν τη θέα στο εσωτερικό του, οπότε φωτογράφισα τον χώρο
και αναχωρήσαμε.
"Τριάδα" με την Παναγία ανάμεσα στους "ως δίδυμους" αγίους Αναργύρους
Προχωρώντας συναντήσαμε καθ’ οδόν ένα εικονοστάσι με την εικόνα των αγίων Αναργύρων, το οποίο, μαζί με ένα ανηφορικό δρομάκι δίπλα του, υποδείκνυε κάποιο σχετικό ξωκλήσι, αφιερωμένο στους «ως δίδυμους» αυτούς ιατήρες αγίους. Το βρήκαμε χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου απέναντι από το χωριό άγιος Πέτρος. Ένας όχι τόσο μεγάλος, όσο αυτός του προηγούμενου ξωκλησιού, αλλά καλά οργανωμένος επίσης πανηγυρότοπος απλώνεται μπροστά από το εκκλησάκι: μόνιμα τραπέζια και πάγκοι, μαγειρείο γύρω από ένα εξάπλευρο κτίσμα-δεξαμενή με ισάριθμες βρύσες σε κάθε πλευρά του. Αυτή τη φορά το εκκλησάκι ήταν ξεκλείδωτο και μπήκαμε. Η καμαρωτή οροφή του όσο και το περίτεχνα ξυλόγλυπτο σκούρο –σχεδόν μαύρο- τέμπλο του, δηλώνει παλαιότητα. Η αφιερωματική εικόνα των -αδελφών, κατά τη βιογραφία τους- Αγίων Αναργύρων πάνω στο τέμπλο, εικονίζει τους δύο «ανάργυρους» αγίους Κοσμά και Δαμιανό όχι μόνους αλλά με μια αγία γυναικεία μορφή (η Παναγία; η μητέρα τους;) ανάμεσά τους, ως «τριάδα», που ηγείται ενός πλήθους άλλων (ιατήρων;) αγίων σε βάθος πίσω τους. Στο κάτω μέρος αυτής της εικόνας πάνω στο τέμπλο, ήταν στηριγμένη πάνω στο σκαλοπάτι που ανυψώνει το ιερό από τον κυρίως ναό μια μεγάλη εικόνα των αγίων Αναργύρων, μόνων «ως δίδυμων», χωρίς τη γυναικεία μορφή ανάμεσά τους. Μια κινητή εικόνα της «τριάδας» (οι δύο άγιοι με την αγία γυναίκα) ήταν πάνω και στο βόρειο τοίχο του ναού, ενώ στο φαρδύ περβάζι ενός από τα παράθυρα η «τριάδα» έμοιαζε ωσάν κερματισμένη: οι «ως «δίδυμοι» άγιοι Ανάργυροι ομού σε μια εικόνα και απέναντί τους, σε μια άλλη εικόνα, γυναικεία ιερή μορφή[8]. Το ιερό αυτό «τρίο» που παρατηρώ συχνά, χρόνια τώρα, στην επιτόπια έρευνα στους ναούς συχνά συνδυασμένο με εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, εκτιμώ ότι (στο συν-κείμενο πάντα της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη) παραπέμπει στο μυθικό τρίο Ελένη+ Διόσκουροι και με βάζει πάντα σε συλλογισμούς, ως προς την τεκμηρίωση αυτής της υπόθεσης, καθώς μάλιστα στην περιοχή του χωριού Άγιος Πέτρος υπάρχουν τρεις ναοί αφιερωμένοι σε «ως δίδυμους», διπλούς αγίους (άγιοι Απόστολοι, άγιοι Ανάργυροι, άη-Θανάσης+αάγιος Παντελεήμων) και επιπλέον ένας στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Φωτογράφισα και αυτά τα ευρήματα και φύγαμε, ενώ μεσημέριαζε πλέον.
Καστρί
Κάθ΄οδόν προς το χωριό Καστρί,
περνώντας πάλι από το κεντρικό χωριό Μεσοράχη, πρόσεξα πάνω στο δρόμο ένα
ευμεγέθες εικονοστάσι: χτιστό, ολόλευκο
με αετωματική απόληξη στην κορυφή του και μια τζαμένια προθήκη με τις εικόνες
με το ξύλινο πλαίσιό της βαμμένο σε έντονο γαλάζιο χρώμα. Μια επιγραφή στο τύμπανο του μικρού αετώματος
πληροφορούσε «Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη». Στο εσωτερικό είχε δύο τυπικές
εικόνες των αγίων με το σταυρό ανάμεσά τους στη μία από τις οποίες η αγία Ελένη
φοράει ολόλευκη κάπα. Εμπρός από κάθε εικόνα υπήρχαν σβηστά δύο καντήλια και
δίπλα στο καθένα από ένα μπουκάλι λάδι, επανάληψη που με προβλημάτισε για
διαφορετικό ίσως αφιερωτή καθεμιάς από τις εικόνες αλλά αμφότερων με κάποια
σχέση με τους δύο αγίους, ονομαστική ή
άλλη.
Στο πλούσιο κεφαλοχώρι Καστρί που
έχει αρκετούς συνοικισμούς και μια δυναμική και ευκατάστατη ομάδα ομογενών στις
ΗΠΑ, ο ενοριακός ναός του αγίου Νικολάου
ήταν κλειδωμένος, οπότε αναζήτησα τον ιερέα, ρωτώντας (αφού τους εξήγησα τα
σχετικά με την ιδιότητά μου) τους άνδρες θαμώνες ενός καφενείου. Κάποιος από
αυτούς του τηλεφώνησε και σε λίγο ήλθε ένας νέος ιερέας ιδρωμένος, ενοχλημένος
που τον ενοχλούσα μεσημεριάτικα να ανοίξει το ναό. Αρνήθηκε να εξυπηρετήσει
αλλά εγώ έχοντας πλήθος ναών, ενοριακούς και ξωκλήσια ακόμα να επισκεφθώ, αναγκασμένη κάθε φορά να
αναζητώ απρόθυμους συνήθως ιερείς, επιτρόπους, νεωκόρες κ. ά. για να μου
ανοίξουν τους κατά κανόνα κλειδαμπαρωμένους –και δη τους ενοριακούς– ναούς, δεν μπορούσαν να είμαι υποχωρητική στην
όποια άρνηση, όσο κουραστικό για μένα και ενοχλητικό για αυτούς κι αν ήταν.
Πίεσα λοιπόν ευγενικά αλλά σταθερά τον παπά (που μισθοδοτείται από το κράτος,
όπως και εγώ) που ήταν εριστικός, παρακαλώντας τον ξανά και ξανά και εξηγώντας
την ιδιότητά μου ώσπου στο τέλος πείστηκε, δύσθυμος.
Ανηφορίσαμε προς το ναό που
βρίσκεται στο πάνω μέρος του χωριού, πάνω στο δημόσιο δρόμο Τρίπολη-Άγιος
Ανδρέας. Η εκκλησία τεράστια, πετρόχτιστη, μεγαλοπρεπής, φαινόταν σχετικά
καινούργια και περιβάλλεται από μεγάλο, πλακόστρωτο ανοιχτό περίβολο. Σε ένα
υπερυψωμένο επίπεδο φαινόταν και
νεκροταφείο, οπότε ο ναός είναι και κοιμητηριακός. Φαινόταν να έχει στοιχήσει
πολλά χρήματα η κατασκευή του ναού, που τα είχαν και πάλι προσφέρει ομογενείς
χωριανοί στις ΗΠΑ, όπως είπε ο παπάς, ο οποίος είχε εντωμεταξύ ηρεμήσει και
ήταν πιο πρόθυμος να με ξεναγήσει και να
με αφήσει να φωτογραφήσω. Στο
υπέρθυρο της δυτικής, κύριας εισόδου στο ναό είναι ιστορημένοι ο άγιος
Νικόλαος, ο άγιος Χαράλαμπος και η αγία Μαρίνα στους οποίους είναι και αφιερωμένος
ο τρισυπόστατος αυτός ναός, όπως μας επιβεβαίωσε και ο ιερέας. Οι ομογενείς
χορηγοί φαινόταν να μην έχουν τσιγκουνευτεί τα έξοδα ούτε για το εσωτερικό του
τρίκλιτου ναού, που έχει νέο, περίτεχνα
ξυλόγλυπτο τέμπλο καθώς και άμβωνα, στασίδια, προσκυνητάρια, όσο και πλούσια
εικονογράφηση στους τοίχους, ενώ το δάπεδο είναι στρωμένο με γκρι και άσπρες
μαρμαρόπλακες, ενώ δύο εικόνες με
επιγραφή «δια χειρός Κόντογλου» πάνω στο τέμπλο, ενίσχυαν την απλοχεριά των
ομογενών Καστρινών για την εκκλησία της πατρίδας τους. Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στον άγιο
Νικόλαο, το δεξιό, νότιο, στον άγιο Χαράλαμπο και το αριστερό, βόρειο, στην αγία Μαρίνα με την εικόνα της στη ΒΑ γωνία του ναού. Σε γωνία με αυτή την
εικόνα της αγίας Μαρίνας, πάνω στο βόρειο τοίχο, είναι ιστορημένη σε
τεράστια τοιχογραφία η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης έτσι
που το καντήλι της αγίας Μαρίνας να αντιστοιχεί και στους δύο αυτούς αγίους.
Αυτή η τοποθέτηση των εικόνων υποδηλώνει μια εξίσου έντονη λατρεία και σεβασμό
τόσο στη θηλυκή ιερή μορφή της δαιμονοκτόνου θεραπεύτριας αγίας Μαρίνας (παρόλο που ως γυναίκα,
υποβαθμίζεται κατά ένα τρόπο στο αριστερό, βόρειο κλίτος του ναού έναντι των
αρρένων αγίων) όσο και στους
Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και την μητέρα του Ελένη. Μια προσκυνηματική εικόνα
πάνω σε τεράστιο ξυλόγλυπτο στασίδι σε περίοπτη θέση μέσα στο ναό, με ασπροκεντημένη
«ποδιά» και μπρούτζινα ανθοδοχεία (από παλιές οβίδες) με φρέσκα λουλούδια στη βάση της, συν μια εικόνα με χρυσαφιά
γυναικεία μ9ρφή κάτω από την τριάδα, αναδείκνυε κάτ’ εμέ και πάλι την τιμή στην
«τριάδα» όσο και στην μητρότητα, αφού εικονίζονται οι «ως δίδυμοι» άγιοι Ανάργυροι με την μητέρα τους ανάμεσά τους.
Φωτογραφίζοντας συλλογιζόμουν, όλο και πιο πειθόμενη, το πώς η λαϊκή
θρησκευτική και λατρευτική μνήμη βρίσκει τρόπους να αναπαριστά –μη συνειδητά-
την ιερή «τριάδα» με διαφορετική διάταξη όσο και με διαφορετικά ιερά πρόσωπα,
διαιωνίζοντας με τρόπο λανθάνοντα τον μυθικό πυρήνα της, την Ελένη με τους
Διόσκουρους, εδώ στην Πελοπόννησο και δη στη Λακωνία και την Αρκαδία. Ο όψιμος
παπάς στη Μεσοράχη εξάλλου μας είχε πει πως θεωρείται ότι οι Καστριώτες ήταν οι
έσχατοι που ασπάστηκαν το Χριστιανισμό, μετά τον 9ο μ.Χ. αιώνα, ενώ
το όνομα «Καστρί» δηλώνει το ιστορικό βάθος και την αμυντική, καίρια θέση του
οικισμού διαχρονικά…
Δραγούνι
Αποχαιρετίσαμε τον παπά με
ευχαριστίες και ζητώντας του συγγνώμη για την απρόοπτη απασχόλησή του και
κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Δραγούνι, αφού είχαμε βρει
εστιατόριο εκεί την προηγούμενη μέρα, γιατί στο Καστρί δεν είχε. Σταματήσαμε σε ένα άλλο
χάνι του οποίου την αυλή σκίαζε και δρόσιζε ένα τεράστιο πλατάνι όπου και
βρήκαμε εξαιρετικό φαγητό και το απολαύσαμε
με όρεξη.
Δολιανά
Μετά το Δραγούνι και το φαγητό
κατευθυνθήκαμε προς τα κοντινά Άνω Δολιανά, παρόλο που δεν είχα κάποια
πληροφορία σχετική με την Ελένη/Αγιαλένη.
Πήραμε το δρόμο ανηφορίζοντας μέσα από
ένα υπέροχο δάσος με τροφαντές, πελώριες, καλλιεργημένες απ’ ό,τι φαινόταν,
καστανιές. Σε μια στροφή του δρόμου είδαμε κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές τους να απλώνεται στο
βάθος όλος ο κάμπος της Μαντίνειας με την Τρίπολη ξαπλωμένη στο κέντρο του και
σταματήσαμε ν’ απολαύσουμε τη θέα. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή, εμείς είχαμε βαρύνει
από το φαγητό, μια νύστα τριγύριζε στο κεφάλι μας, ενώ η σκιά κάτω από τις
καστανιές ήταν προκλητικά παχιά και δροσερή. «Δεν στρώνουμε κάτω από τις
καστανιές τα στρωσίδια που κουβαλάω, να πάρουμε έναν υπνάκο;», πρότεινε η Χλόη,
«κοίτα τι όμορφα που είναι, εξάλλου τέτοια ώρα όλοι θα κοιμούνται στα Δολιανά,
πάμε αργότερα!». «Ωραία ιδέα!», συμφώνησα εγώ, ενθουσιασμένη. Επιλέξαμε ένα
σημείο αθέατο από το δρόμο και τα περαστικά αυτοκίνητα και στρώσαμε κάτω από
μια από τις πελώριες καστανιές χάμω, πάνω στο κάπως κατωφερές έδαφος. Ήταν ξερό,
λίγο σβωλιασμένο χώμα, καθαρισμένο μεν από χορτάρια, πλην γεμάτο από τις ακανθώδεις
κάψουλες των καρπών της καστανιάς αλλά τις αγνοήσαμε και στρώσαμε κάτι λεπτά
αφρολέξ, τις κουρελούδες και το πάπλωμα που κουβαλούσε η Χλόη. Ξαπλώσαμε
ενθουσιασμένες, αγναντεύοντας στο βάθος
χαμηλά την Τρίπολη και καλά σκεπασμένες γιατί ένα πολύ δροσερό αεράκι ανάδευε
τα πυκνά φυλλώματα των καστανιών γύρω μας και αποκοιμηθήκαμε πανευτυχείς.
Ξυπνήσαμε ξεκούραστες και μαζεύοντας τα αφρολέξ λεπτά στρωσίδια που είχαμε βάλει κατάχαμα, διαπιστώσαμε ότι
τα αγκάθια από τις κάψουλες είχαν χωθεί παντού πάνω τους και ήταν αδύνατον να
καθαριστούν, οπότε τα βάλαμε σε σακούλες σκουπιδιών να τα πετάξουμε.
Φτάσαμε στα Δολιανά κατά τις
πέντε το απόγευμα. Πλησιάζοντας βλέπαμε τα πέτρινα σπίτια του όμορφου χωριού ν’ ασπρίζουν απλωμένα αμφιθεατρικά στην
πλαγιά του βουνού πνιγμένα στο πράσινο, με θέα προς το βόρειο μέρος του κάμπου
της Μαντίνειας και με την Τρίπολη στα πόδια τους, χτισμένα σε ένα στρατηγικό
σημείο. Διαβήκαμε ένα στενό γεφύρι πάνω από ένα ρέμα και προχωρώντας μέσα από
ένα είδος πράσινου τούνελ που σχηματίζουν τα πυκνά πλατάνια ριζωμένα στο νερό
του, προσεγγίσαμε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Βλέποντας κάποιες ηλικιωμένες
γυναίκες να κουβεντιάζουν δίπλα στο δρόμο, σταματήσαμε να ρωτήσω πώς θα βρω την
εκκλησία της Κοίμησης, ενοριακή του χωριού, να δω αν είχε εικόνα των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Μία από τις ηλικιωμένες αυτές γυναίκες, κοντή, λεπτή
με μυωπικά γυαλιά και ένα σακούλι στο χέρι, στεκόταν στην άκρη του δρόμου προς
την πλευρά μου και κουβέντιαζε με τις άλλες στην απέναντι πλευρά του δρόμου,
οπότε ρώτησα αυτήν πώς να πάω στο ναό της Κοίμησης. «Α, εκεί πάω κι εγώ!»,
απάντησε, «είμαι νεωκόρα και πάω ν’ ανάψω τα καντήλια, πάρτε με μαζί να γλυτώσω
την ανηφόρα και να σας δείξω και την εκκλησία, γυναίκες μου!» Τυχερές με τέτοια
συνάντηση με το που μπήκαμε στο χωριό, την πήραμε στο αυτοκίνητο και
ανηφορίσαμε προς την εκκλησία, στην κορυφή του χωριού. Η ηλικιωμένη αυτή
γυναίκα, η Ελένη Κανελλίδου, την οποία αποκαλούν, ανδρωνυμικά, «Κανέλλαινα» στο χωριό, όπως μας συστήθηκε,
αμέσως αποδείχθηκε λαλίστατη, πανέξυπνη,
αεικίνητη, το είδος της αλαφροΐσκιωτης, σοφής-μάγισσας/θεραπεύτριας, ιδανικής
συνομιλήτριας για τον λαογράφο ερευνητή.
Καθώς ανηφορίζαμε τον στριφογυριστό, στενό πλακόστρωτο δρόμο που διασχίζει το κλιμακωτά
χτισμένο χωριό, όταν περνούσαμε από τα καφενεία, η κυρά Κανέλλαινα-Ελένη καμάρωνε και χαιρετούσε υπεροπτικά, ωσάν
βασίλισσα σε άμαξα, τους άνδρες θαμώνες
των καφενείων, καθισμένων κάτω από τα πελώρια πλατάνια. Αυτοί της ανταπέδιδαν
τον χαιρετισμό, παραξενεμένοι για το πώς βρέθηκε μέσα σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο
μαζί με δύο άγνωστές τους γυναίκες. Με το αυτοκίνητο ν΄ αγκομαχεί, διασχίσαμε
όλο το χωριό και διαπιστώσαμε το ξακουστό έργο που έχει κάνει εκεί ο και
Δολιανίτης πρώην υπουργός Κώστας Λαλιώτης, ο οποίος έχει και το πατρικό του
σπίτι εκεί: δρόμοι και πλατείες πλακοστρωμένα,
καθαρά, ανακαινισμένα, καλο-συντηρημένα δίπατα ή τρίπατα -και λόγω
κατωφέρειας- πέτρινα σπίτια. Φτάσαμε στο
ψηλότερο σημείο του χωριού όπου δεσπόζει η πετρόχτιστη, πρόσφατα ανακαινισμένη,
όπως φαινόταν αλλά μας πληροφόρησε και η Ελένη, εκκλησία, με υπέροχη θέα τόσο
στα γύρω βουνά όσο και στον κάμπο της Μαντίνειας. Παρατήρησα ότι τόσο η πλαγιά
του βουνού πίσω από την εκκλησία όσο και οι πλαγιές των γύρω βουνών είναι
ζωσμένες με πέτρινες πεζούλες και ρώτησα την κυρά-Ελένη αν καλλιεργούσαν παλιότερα
εκεί σιτάρια, κριθάρια κ. ά. δημητριακά. Μου είπε ότι οι πλαγιές γύρω στα βουνά ήταν ο «σιτοβολώνας» του
χωριού. Μου έδειξε και το «Σουληνάρι» μια μονοκόμματη πλαγιά όπου ήταν ως πάνω
στην κορυφή δομημένες βαθμιδωτά με ξερολιθιά οι περισσότερες σιταροπεζούλες, όπου όπως είπε δούλευε και η
ίδια μεροδούλι στο θέρο για χρόνια. Έδειξε και ένα τεράστιο αλώνι σε ένα
προεξέχον πλάτωμα λίγο κάτω από την εκκλησία της Κοίμησης και συμπλήρωσε ότι
λίγο πιο πάνω βρίσκεται και η «Χορευταρού», ένα αλώνι όπου γινόντουσαν οι χοροί.
Ακούγοντάς την και βλέποντας τα αλώνια και τις σιταρο-πεζούλες απορούσα πώς και
δεν είχα σημάδια της Ελένης/Αγιαλένης στο
χωριό, σύμφωνα τουλάχιστον με τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια που είχα λάβει,
γιατί ο τόπος «βοούσε» την παρουσία της «πότνιας σίτου».
Στην πόρτα της εκκλησίας περίμενε
ένας άνδρας απροσδιόριστης ηλικίας που φαινόταν και από την ομιλία του να είναι
άτομο με ειδικές ανάγκες, με ένα είδος πνευματικής υστέρησης, τον οποίο η κυρά-Ελένη
μας τον σύστησε ως γιο της και μετά του είπε να πάει στο σπίτι, οπότε αυτός έφυγε.
Η νεωκόρα κυρά Ελένη-Κανέλλαινα
έβγαλε το κλειδί και ξεκλείδωσε την κύρια πόρτα του ναού, παρατηρώντας μάλιστα ότι και κάποιος άλλος
πρέπει να την είχε ανοίξει μετά την τελευταία φορά που την είχε κλειδώσει
εκείνη, ή ο παπάς ή κάποιος επίτροπος, εξηγώντας μας ότι κλειδώνουν και
προσέχουν πολύ, γιατί φοβούνται τους κλέφτες που αρπάζουν εικόνες. Μπαίνοντας
στο ναό, είδα αμέσως στα αριστερά της εισόδου ένα μεγάλο, ξυλόγλυπτο στασίδι-προσκυνητάρι με την εικόνα της ύψωσης
του Τιμίου Σταυρού από την αγία Ελένη! Σε συνέχεια της παραπάνω απορίας μου για
την έλλειψη «σημαδιών» της Ελένης/Αγιαλένης
εδώ, η εικόνα ήλθε σαν απάντηση! Τότε σκέφτηκα ότι το «σημάδι» είχε ήδη
δοθεί αμέσως, με τη συνάντηση της κυρά-Ελένης αλλά είχα αποφύγει να το «πιάσω», μήπως και είχα τρελαθεί εντελώς, αλλά αυτό είχε όντως δοθεί. Η κυρά
Ελένη, προς επιβεβαίωση των σκέψεών μου, μας πληροφόρησε ότι ο ναός είναι
τρισυπόστατος, αφιερωμένος στην Κοίμηση, στον καβαλάρη άγιο Δημήτριο και στην
ύψωση του Σταυρού. Κοίταζα με νόημα την αδελφή μου, η οποία βεβαίως είχε
«πιάσει» τη σκέψη μου και χαμογελούσε, συμφωνώντας. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι
υπήρχε στο χωριό Αγιαλένη, δεδομένου ότι η γιορτή της «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» εκτός
από το Σταυρό αναφέρεται στην αγία Ελένη η οποία «ανακάλυψε», ως
ανασκαφέας, το Σταυρό στους Αγίους
Τόπους, μόνη, χωρίς την παρουσία του γιου της Μ. Κωνσταντίνου. Το θρησκευτικό
αυτό «γεγονός» δεν τεκμηριώνεται ως ιστορικό αλλά ως Εκκλησιαστική κατασκευή ή θρύλος,
ενδεικτικό όμως του πώς η ιστορική Αυγούστα Ελένη επιβλήθηκε χριστιανικά πάνω στη λατρεία της Μητέρας-Γης-Ελένης,
όπως υποστηρίζω[9].
Απέναντι από αυτή την εικόνα της
«Υψώσεως» ήταν πάνω σε πολυτελές στασίδι πάντα, η εικόνα της Κοίμησης
και δίπλα της σε ένα άλλο στασίδι, δύο εικόνες του καβαλάρη άη-Δημήτρη
δίπλα-δίπλα, που εγώ βεβαίως δεδομένης της παρουσίας της Αγιαλένης στο ναό, τους έβλεπα ως «δίδυμο», «Διοσκουρικό» ζεύγος
ιερών μορφών σε φαντασιακή, συμβολική τριαδική σύνθεση με την μητέρα Ελένη/Αγιαλένη και σε συμβολική και αφηγηματική σχέση με την Κοίμηση της
Μητέρας Παναγίας, πόσο μάλλον που αυτές οι εικόνες
(Κοίμηση-Ελένη/Σταυρός-«δίδυμοι»άγιοι) επαναλαμβάνονται και πάνω στο τέμπλο σε
διαφορετική διάταξη. Αισθανόμουνα κάπως σαν ψυχαναλυτής ή μάντισσα που αναλύει
και διαβάζει τα σύμβολα γενικά και ειδικά στα όνειρα και τα «όνειρα» να μου
«βγαίνουνε» … Οι εικόνες του Δωδεκάορτου πάνω από το τέμπλο, έδειχναν παλιές,
παλιότερες από τον νέο σχετικά ναό και υπέθεσα ότι μάλλον θα ανήκαν στον
παλαιότερο ναό της Κοίμησης που ήταν στη θέση του σημερινού, όπως επιβεβαίωσε και η κυρά-Ελένη.
Βγαίνοντας από το ναό, τράβηξε
την προσοχή μας ένα μικρό εικονοστάσι πάνω σε ένα πεζούλι απέναντι από την
είσοδο και δίπλα του ακουμπημένα καντήλια και κεριά. Η Κανέλλαινα μας
πληροφόρησε ότι «α, επειδή κλειδώνουμε την εκκλησία, οι γυναίκες δεν μπορούν να
μπαίνουνε όποτε θέλουν και γι’ αυτό έχουνε φτιάσει εδώ απόξω αυτό το
εικονοστάσι για να ανάβουνε καντήλι και κεριά». Οπότε το εικονοστάσι αυτό
αντικαθιστά κατά έναν τρόπο το μεγαλόπρεπο ναό, σκέφτηκα, αφού το κλείδωμά του
αναιρεί σε μεγάλο βαθμό τον θρησκευτικό-λατρευτικό σκοπό της ίδρυσής του ναού, όπως διαμαρτυρόμουν σε
μητροπολίτες, ιερείς και εκκλησιαστικούς
επιτρόπους σε όλη τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνάς μου για την Ελένη/Αγιαλένη.
Τουλάχιστον εδώ στα Δολιανά υπήρχε η
δικαιολογία της «διπλοκατοίκησης», όσο τουλάχιστον το χωριό ερήμωνε εντελώς το
χειμώνα, αλλά όπου η κατοίκηση είναι μόνιμη, οι κλειδωμένοι ναοί είναι κάτι
αδιανόητο για μένα…
Η κυρά-Ελένη, όταν τελείωσε η
ξενάγησή μας στην εκκλησία, επέμενε να μας δείξει το «τουριστικό χωριό», ένα
συγκρότημα ξύλινων «παραδοσιακών»
σπιτιών για παραθέρισμα ψηλά πάνω στο βουνό. Δεν είχα χρόνο για τέτοιου είδους
περιηγήσεις αλλά κατάλαβα ότι η κυρά-Ελένη επιθυμούσε πιο πολύ να το επισκεφθεί
η ίδια τώρα που είχε μέσο στη διάθεσή της παρά να το δείξει σε εμάς, οπότε δεν
μπορούσα να της αρνηθώ. Τα μικρά ξύλινα σπίτια είναι φτιαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε δύο
επάλληλες σειρές πάνω σε δύο αναβαθμίδες στην κάπως απότομη πλαγιά του βουνού. Η
κυρά-Ελένη καμάρωνε για το «χωριό», έργο του Κ. Λαλιώτη και αυτό, όπως μας
είπε, περήφανη και αισιόδοξη ότι θα προσελκύει πολύ κόσμο για χειμερινό
τουρισμό, αφού το χειμώνα εκεί έχει πολύ χιόνι. Προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα και
τόσο με τα πανομοιότυπα αυτά, τύπου «σαλέ» σπιτάκια αλλά δεν είπα βεβαίως
τίποτα στην κυρά-Ελένη, να μην σκιάσω την περηφάνεια της για αυτά…
Στη συνέχεια η κυρά-Ελένη ήθελε
να μας πάει και στο παλιό σχολείο των Δολιανών που έχει μετατραπεί, ελλείψει
μαθητών, σε εστιατόριο και ξενώνα. «Όπου κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια
φυλακή», λένε. Τα όμορφα πέτρινα,
μαστορικά χτισμένα κτίρια με τους βαθμιδωτούς προαύλιους χώρους που
συναποτελούσαν το πρώην σχολικό συγκρότημα του χωριού (Δημοτικό και
Γυμνάσιο!) που επισκεφθήκαμε μετά, δεν εγκαταλείφθηκαν να ερειπωθούν αλλά έχουν
μεταμορφωθεί σε έναν καλόγουστο και ευχάριστο τόπο αναψυχής για ντόπιους και
επισκέπτες, με υπέροχη θέα προς το χωριό και τον κάμπο της Μαντίνειας. Παρόλ’
αυτά δεν γινόταν να μη σφιχτεί η καρδιά
μου για την έλλειψη παιδιών και τη μείωση του πληθυσμού στο όμορφο αυτό ορεινό
χωριό το τόσο παραγωγικό, έστω με κόπους και βαριά χειρονακτική δουλειά παλιότερα …
Καθίσαμε σε ένα από τα τραπέζια
για ξεκούραση και για φαγητό και η κυρά-Ελένη
δεν σταμάτησε να μας αφηγείται τα του βίου της και όσα συνέβαιναν εδώ και χρόνια όσο και
σήμερα στο χωριό, χωρίς να έχει πρόβλημα να καταγράφονται στο μαγνητόφωνο.
Αναφερόταν συνεχώς στο «Γιαλό», δηλαδή στα παραλιακά Κάτω Δολιανά, όπου αιώνες τώρα
ανεβο-κατεβαίνουν οι Δολιανίτες το χειμώνα για παραχείμασμα. Όμως με τη
διάνοιξη δρόμων και την απόκτηση από την πλειονότητα των κατοίκων ιδιωτικών
ή/και αγροτικών αυτοκινήτων, υπάρχει πλέον μια ακατάπαυστη, ανεξαρτήτως εποχής,
κινητικότητα και δραστηριοποίηση των
Δολιανιτών στο «Άνω» και στο «Κάτω»
χωριό, το «Γιαλό», ολοχρονίς, ωσάν οι δύο οικισμοί, παρά το ότι απέχουν 40χλμ.
σε δρόμο και 1000 μ. σε ύψος, να συναποτελούν ένα ενιαίο χωριό, καθώς μάλιστα
όλοι σχεδόν οι κάτοικοι διαθέτουν σπίτια (ή/και μαγαζιά, σταύλους κ.λπ.) και
στους δύο οικισμούς, με τον ορεινό οικισμό
να θεωρείται πάντα το κατεξοχήν, κύριο χωριό Δολιανά. Η κυρά-Ελένη έλεγε ότι κατά
κανόνα θάβουν πλέον τους νεκρούς στο
«Γιαλό», στο νεκροταφείο του «αγίου Κωνσταντίνου», που είναι μεγάλο και σε
ίσιωμα, ενώ τα μνημόσυνα τα κάνουν στο πάνω, το ορεινό χωριό. Έτσι
πληροφορήθηκα ότι οι Δολιανίτες έχουν τοποθετήσει τον άγιο Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη και στο «Γιαλό», αναπόσπαστους
συμβολικά με τους ίδιους, και μάλιστα στο νεκροταφείο, με χθόνιο συμβολισμό,
αφιέρωση που δεν μπορεί να είναι τυχαία αλλά να υποδηλώνει την έντονη
λατρευτική σχέση των Δολιανιτών με αυτούς.
Φύγαμε νύχτα σχεδόν από τα
Δολιανά, καθώς η κυρά-Ελένη ήταν ανεξάντλητη αφηγήτρια για μας, ενώ για εκείνην
ήμασταν μια αναπάντεχη συντροφιά για κουβέντα[10],
για την οποία συντροφιά καμάρωνε μάλιστα στους λίγους ντόπιους θαμώνες του εστιατόριου. Αποχαιρετώντας την, δώσαμε
ραντεβού για την επόμενη ημέρα που ήταν παραμονή της γιορτής του Αποκεφαλισμού
«του άη-Γιάννη του Νηστευτή» για τον πανηγυρικό εσπερινό και το επακόλουθο
γλέντι που θα λάβαινε χώρα στο ξωκλήσι του αγίου στην είσοδο των Άνω Δολιανών, πάνω σε ένα ύψωμα, όπως μας
υπέδειξε, με την επιφύλαξη εκ μέρους μας μήπως η έρευνα μας ξεστράτιζε και δεν
γινόταν να πάμε πάλι εκεί, κάτι πολύ πιθανό, άλλωστε.
Φτάνοντας αργά τη νύχτα στον ξενώνα μας στο χωριό Άγιος Ιωάννης (τόσα χωριά με
ονόματα αγίων εδώ εκτός από την ευλάβεια των κατοίκων, αναρωτιόμουν αν σήμαιναν
ίσως μετονομασίες από «ξενικά» ονόματα ή αν δήλωναν κάποιου είδους χριστιανική
επιβολή στην παλιότερη, μη χριστιανική ίσως, λαϊκή θρησκεία και λατρεία) διαπίστωσα ότι το πρήξιμο στη μασχάλη μου που
με πονούσε όλη την ημέρα, είχε μεγαλώσει
και είχε γίνει ένας όγκος σαν καρύδι. Έχοντας ιστορικό σε καλοήθη όγκο
στο στήθος που είχα αφαιρέσει, ανησύχησα αλλά υποβάθμισα το πρήξιμο και στρώθηκα να καταστρώσω το πρόγραμμα της
επόμενης ημέρας, που περιλάμβανε
περιήγηση στη, μυθική για μένα, Τσακωνιά. Παρόλ’ αυτά, πείραζα μεταξύ
σοβαρού και αστείου την αδελφή μου, λέγοντάς της ότι θα βάλω όσα πιο πολλά χωριά
μπορώ μήπως πεθάνω και δεν προλάβω! «Έτσι που έχεις μπλέξει εσύ», μου απάντησε
γελώντας, «θα πεθάνεις σε βαθιά γεράματα κι ακόμα θα ψάχνεις την Αγιαλένη!... Ξαπλώσαμε πτώματα στην κούραση. Εγώ παρά τα
αστεία, ανησυχούσα γιατί πονούσα κιόλας και στριφογύριζα με κακές σκέψεις, άυπνη για ώρα…
Τετάρτη, 27/8/2003
Το πρωί στις οκτώ ήμασταν ήδη στο
μπαρ του ξενώνα για να φτιάξουμε τους καφέδες μας, να φάμε κάτι, αφού δεν
διέθετε πρωινό, και να ξεκινήσουμε. Είχαμε την ευχάριστη έκπληξη να βρούμε εκεί
την ξενοδόχο και τους καφέδες έτοιμους, να μας περιμένουν (ο αείμνηστος
καθηγητής Λαογραφίας, ο Δημήτρης Λουκάτος έλεγε «ο καφές πρέπει να είναι
ζεστός, χαριστός και κουβεντιαστός» και συμφωνώ!). Φαίνεται είχε ακούσει πόσο
αργά είχαμε επιστρέψει το προηγούμενο βράδυ ταλαιπωρημένες και μας είχε λυπηθεί! Πιάσαμε για λίγο κουβέντα μαζί της για τη
δουλειά μου κ.λπ. και τη ρώτησα εάν θα είχε την επομένη μέρα ανήμερα της
γιορτής του άη Γιάννη πανηγύρι στο χωριό, καθώς φέρει το όνομα του αγίου. Μας
είπε ότι παλιότερα γινόταν πανηγύρι με γλέντι, όργανα, χορό κ.λπ. αλλά ότι τα
τελευταία χρόνια εκτός από τη λειτουργία δεν γίνεται τίποτε άλλο, αφού μάλιστα
το χωριό συν-πανηγυρίζει κάπως στις 23 Αυγούστου με την Παναγία τη Μαλεβή.
Πήραμε το δρόμο κατευθυνόμενες
νοτιοανατολικά, προς την Τσακωνιά. Δεν είχα πληροφορία για κάποια Αγιαλένη εκεί ή έστω άγιο Κωσταντίνο,
ναό ή ξωκλήσι, αλλά είχα δει στο βιβλίο της Αποστολικής Διακονίας ότι το χωριό
Πλάτανος έχει ενοριακό ναό της αγίας Άννας (και της Παναγίας, επομένως), δηλαδή
ιερή Μητέρα-και-Κόρη, ενώ το όνομα του διπλανού του χωριού, το «Σίταινα» με
παρέπεμπε σε σιτάρι και δημητριακά, οπότε διέβλεπα, έστω έμμεση, σχέση με την
έρευνά μου, πέρα από την περιοχή αυτή καθεαυτήν αλλά και την ύπαρξη κάποιων σημαντικών μοναστηριών που ήθελα
να επισκεφθώ.
Τσακωνιά
Πλάτανος
Φτάσαμε στον Πλάτανο, ένα χωριό κρυμμένο στο βάθος μιας χαράδρας του Βρασιώτη (Βραστός/Πραστός) ποταμού, ο οποίος διαρρέει όλη την Τσακωνιά. Το χωριό δεν φαίνεται αν δεν πλησιάσεις κοντά στα σπίτια του. Σταματήσαμε στην πλατεία του χωριού. Δεξιά μας τα σπίτια σκαρφάλωναν κλιμακωτό στην πλαγιά του βουνού ενώ ένας υπέροχος καταρράχτης ενός παραπόταμου τού Βρασιώτη που διαρρέει το χωριό κατρακυλούσε τα νερά του πάνω σε ογκόλιθους με βουή. Νότια από το σημείο όπου στεκόμασταν, βλέπαμε σε ένα δυσθεώρητο ύψος την εκκλησία της αγίας Άννας (υπέθεσα) στην κορυφή μιας φαρδιάς πέτρινης σκάλας, που έχει μια χτιστή, πολύκρουνη βρύση στη βάση της.
Καθώς τραβούσα φωτογραφίες
τελείωσε το φιλμ και τοποθέτησα νέο στη μηχανή.
Όταν επιχείρησα να την κλείσω,
διαπίστωσα ότι το κλείστρο της είχε χαλαρώσει και δεν έκλεινε, οπότε είχε
αχρηστευθεί, γιατί τα φιλμ θα έπαιρναν φως… Απελπίστηκα, καθώς από τότε που
είχε χαλάσει η δική μου μηχανή από τα νερά κατά τη διάβαση τ0υ φαραγγιού της
Νέδας, δεν είχα μαζί μου άλλη μηχανή εκτός από αυτήν τη μία και μοναδική που
μας παρέχει η Ακαδημία για τη δουλειά[11]. Δεν γινόταν να συνεχίσω χωρίς φωτογραφική μηχανή,
περιοριζόμενη μόνο στη βιντεοκάμερα, και
αμφέβαλα εάν θα μπορούσα να βρω επιδιορθωτή φωτ. μηχανών στην Τρίπολη,
χάνοντας και χρόνο… Ευτυχώς όμως είχε η Χλόη την δική της φωτ. μηχανή και, αν
και δεν ήταν τόσο καλή όσο αυτή της δουλειάς, ήταν μια προσωρινή λύση.
Όσο ασχολούμασταν με το ζήτημα της μηχανής, το οποίο είχε στενοχωρήσει και την κοπέλα ξεναγό μας, μια άλλη γυναίκα, αδύνατη, κοντή, μαυροφορεμένη μπήκε στο ναό και μας συστήθηκε ως η μητέρα της κοπέλας που μας ξεναγούσε. Ήταν λίγο αγχωμένη και ανήσυχη, πολύ επιφυλακτική απέναντί μας, με το δίκιο της, καθώς είχε φαίνεται ειδοποιηθεί από τον ταβερνιάρη για να έλθει και έσπευσε, αναρωτώμενη μάλλον για το ποιες ήμασταν, τι να ζητούσαμε μέσα στο ναό μαζί με την κόρη της η οποία σε περίπτωση προβλήματος ή κινδύνου δεν θα μπορούσε να φωνάξει . Σύντομα όμως , όταν της εξηγήσαμε τα σχετικά, χαλάρωσε και απαντούσε σε ό,τι την ρωτούσα ενώ η κόρη συγκατένευε γελαστή, χαρούμενη που παίρναμε πλέον τις πληροφορίες που εκείνη, λόγω αφωνίας, δεν ήταν σε θέση να μας δώσει, αν και μας είχε ήδη «πει» αρκετά, με τον τρόπο της. Μάθαμε λοιπόν πως οι παλιές εικόνες ανήκαν οι περισσότερες στο ναό της «Σωτήρως» που είχε καταστραφεί. Την αφιέρωση ναού παλιότερα στην αγια-«Σωτήρω» (γενικευμένη εκθηλυσμένη, λαϊκή ονομασία της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρως», αν και στην εικόνα παριστάνονται βεβαίως τρία ανδρικά πρόσωπα) την εξέλαβα για μια ακόμα φορά στο πλαίσιο πάντα της έρευνάς μου, ως ενισχυτική του σεβασμού προς την Μεγάλη Μητέρα, στην ιδιότητά της της ως «Σωτήρω»-«Σώτειρα» που η λαϊκή πίστη βρήκε, μη συνειδητά, τρόπο να την εντάξει με αυτό τον παράδοξο τρόπο στο χριστιανικό αγιολόγιο.
Στη ΒΔ γωνία του ναού μια μικρή εικόνα ως «δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων που η θέση της μέσα στο ναό δεν επέτρεπε τον συμβολικό συνδυασμό της με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η προσκυνηματική εικόνα δεξιά της εισόδου στο ναό δείχνει παλαιά, ίσως προερχόμενη από τον προηγούμενο ναό και είναι πολυθεματική και πολυπρόσωπη, με την «Άμωμο σύλληψη» στο εικονογραφικό κέντρο τής πάνω ζώνης, την «Κοίμηση της αγίας Άννης» στο κέντρο της δεύτερης ζώνης , την Κοίμηση της Παναγίας στην κάτω ζώνη, αμφότερες πλαισιωμένες από δύο καβαλάρηδες αγίους.
Βγήκαμε από το ναό ευχαριστώντας
μάνα και κόρη (! άλλο «σημάδι» κι αυτό),
την κόρη και με κάποιο φιλοδώρημα που το δέχτηκε με χαρά, τις αποχαιρετίσαμε
και ξεκινήσαμε περιήγηση στο πανέμορφο, με τα δίπατα πέτρινα σπίτια και
υδατοβριθές αυτό χωριό, με τα ρυάκια να κελαρύζουν στις άκρες των πέτρινων
καλντεριμιών. Το ανηφορικό καλντερίμι μας έβγαλε στο πάνω μέρος του χωριού,
όπου μας περίμενε άλλος ένας δροσερός, βουερός πολύρρυτος καταρράχτης.
Απολαύσαμε τη δροσιά του και το θέαμα και πήραμε ένα κατηφορικό καλντερίμι που
υποθέσαμε ότι βγάζει κάτω, στην πλατεία όπου είχαμε το αυτοκίνητο. Λίγο πιο
κάτω, μέσα σε μια μικρή αυλή μια μαυροφορεμένη μεσήλικη γυναίκα μόλις
ξεφούρνιζε καυτές-καυτές κάτι τροφαντές φρατζόλες ψωμί, η μοσχοβολιά των οποίων
μας είχε ήδη σπάσει τη μύτη και κάνει την κοιλιά μας να γουργουρίζει. Σταθήκαμε
να φωτογραφίσω και η γυναίκα, ολοπρόθυμη, μας κέρασε μια ολόκληρη φρατζόλα ψωμί…
Την ευχαριστήσαμε και κατηφορίσαμε τσιμπολογώντας το ζεστό-ζεστό, μοσχοβολιστό
ψωμί, μια που ο καθαρός αέρας του βουνού και τα κρυστάλλινα νερά μας είχαν
ανοίξει την όρεξη, πέραν του ότι είμαστε και οι δυο «ψωμούδες». «Πραγματικά θείο
δώρο», είπα στη Χλόη γελώντας, «μας το στέλνει η Αγιαλένη, για να δηλώσει και εδώ την παρουσία της μέσω του ψωμιού,
αφού δεν έχει εκκλησία της εδώ»! «Καλά, έχεις ξεφύγει», μου λέει η Χλόη
γελώντας, «αν και εδώ που τα λέμε, δεν είδαμε αλλού γυναίκα να φουρνίζει»! «Κόλλησες Αγιαλένη!»
γέλασα εγώ καθώς είχαμε εντωμεταξύ σχεδόν μισάσει τη φρατζόλα.
Φτάσαμε σε ένα μικρό πλάτωμα με ένα μπακάλικο-καφενείο και μπήκαμε μέσα να πάρουμε νερό να πιούμε γιατί είχαμε «γκώσει» από το πολύ ψωμί και να πιούμε ένα καφεδάκι κάτω από τον βαθύσκιωτο πλάτανο πριν φύγουμε. Σε ένα από τα λιγοστά τραπέζια καθόντουσαν δύο γέροντες, ο ένας λεπτός και ήσυχος, ο άλλος πληθωρικός, ζωηρός, με φουσκωτή κοιλιά και γελαστό πρόσωπο με τεράστιο μουστάκι, που μας έπιασε αμέσως κουβέντα, κάνοντας «ανάκριση» για το ποιες είμαστε κλπ. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν να μείνουμε εκεί τις επόμενες 2.30-3.00 ώρες καθώς ο ίδιος αποδείχθηκε δεινός αφηγητής και συνομιλητής, λέγοντας πλήθος ιστοριών για το βίο του και το χωριό, οπότε μαγνητοφώνησα τη συζήτηση, με την άδειά του. Πρώην μυλωνάς του χωριού, αθυρόστομος, πανέξυπνος, καλαμπουριτζής, μας κατασυμπάθησε (μέχρι του να μας φλερτάρει!), όπως είπε, γιατί καλημερίσαμε όταν τους είδαμε, όχι όπως άλλοι τουρίστες που περπατάνε μέσα στο χωριό και δεν χαιρετάνε τους ανθρώπους,
Αν και του εξήγησα ότι εμείς δεν ήμασταν τουρίστριες αλλά έκανα δουλειά εκεί, οπότε δεν ήταν και τόσο «αθώο» το καλημέρισμα, δεν άλλαξε γνώμη. Μια από τις ιστορίες του αφορούσε το βιασμό από τον ίδιο μιας παντρεμένης γυναίκας της οποίας ανέφερε κα το όνομα, που είχε πάει μοναχή στο μύλο του. Έλεγε την ιστορία ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα, με περηφάνεια, χύνοντας μάλιστα στο χώμα λίγο από το ούζο του λέγοντας «αλήθεια λέω»! προς επιβεβαίωση, αν και τον άκουγαν και άλλοι θαμώνες χωρίς να θορυβούνται ή να τον διαψεύδουν, αλλά γελώντας (!). Μετά την κουβέντα μας οδήγησε στο μύλο του που υπάρχει ακόμα, καλοδιατηρημένος, στη διπλανή στο καφενείο πλατεία, που ήθελα να φωτογραφίσω. Δύο πολύκρουνες, χτιστές βρύσες πλαισιώνουν μπρος και πίσω το μύλο, εκτός από το μυλαύλακο. Εκεί επέμενε να κάνει και αναπαράσταση της σκηνής του διαπραχθέντος από τον ίδιο βιασμού, ευτυχώς όχι πάνω μας. Παρά τον αποτροπιασμό μου, σκεφτόμουν ότι είχα μια προσωπική μαρτυρία για το πόσο σύνηθες φαινόμενο πρέπει να ήταν κάποτε τέτοιοι βιασμοί από τον μόνο συνήθως διαμένοντα μυλωνά, λόγω του ότι οι γυναίκες πήγαιναν συχνά μόνες το σιτάρι για άλεσμα, λόγω της ερημιάς στο χώρο των μύλων, λόγω του πανέμορφου, υδροχαρούς τοπίου, ενώ η ιστορία μου έφερνε στο νου τα πολλά τραγούδια τα σχετικά με το μύθο του βιασμού στο μύλο μιας νυχτοπερπατούσας Ελένης ή Βελούδως-Λουλούδως, από κάποιον «μαύρο», «αράπη» μυλωνά, ή άλλον που εκτιμώ ότι ανήκουν στον «κύκλο της Ελένης»[12]: Πήραν τ’ απόσκια τις αυλές πήραν και λαγκάδια / μην πας Λένη μου μοναχιά γιατί ’ναι τουρκομαχαλάς / κ’ η Λένω πια δεν τ’ άκουσε της μάνας της τα λόγια / πιάνει φορτώνει τ’ άλογο στο μύλο για να πάει. / -Καλή σου σπέρα μυλωνά –Καλώς την[ε] τη Λένω ρίξε Λένω μ’ το άλεσμα στη δεξιά την πέτρα / κι ανέβα πάνω στον οντά να φάμε και να πιούμε… (Τζάζιος, Σαρακατσάνοι, 1928:50) ή : Πέρα στο ρέ —γεια σου Λένη μου― πέρα στο ρέμα στις ιτιές λευκαίναν πεντ’ εξι λυγερές /και παραπέρα στο βαθύ λευκαίν’ η Λένη μοναχή. /Στα κατσαρά σου τα μαλλιά ―άειντε γεια σου Λένη μου― λαλούν αηδόνια και πουλιά/και στα χρυσά σου γόνατα τσοπάνος με τα πρόβατα… (βλ.https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/01/water-in-greek-wedding-ritual-songs.html).
Αφήσαμε περασμένο μεσημέρι πια τον ερωτύλο μυλωνά και το καφενείο όπου είχαμε συμπληρώσει το χαριστό ψωμί με ελιές και ντομάτες ως προσφάι και πήραμε το δρόμο προς τη μονή «Σελάς», όνομα περίεργο, που ωστόσο μπορεί κάτι να το συνέδεε με την Ελένη/Αγιαλένη, υποψιαζόμουν. Ο δρόμος προς τη μονή πηγαίνει πάνω από το χωριό Πλάτανος, κατά μήκος της δεξιάς πλαγιάς της χαράδρας του Βρασιώτη ποταμού.
Στην έξοδο του χωριού μια πινακίδα σε σχήμα βέλους με την επιγραφή «Μάνα νερού-Άγιοι Θεόδωροι» στόχευε προς τ’ αριστερά, σ’ ένα μονοπάτι που ανοιγόταν ανάμεσα σε κάτι κήπους. Εννοείται ότι η επιγραφή με έκανε να πω στη Χλόη να σταματήσει το αυτοκίνητο, καθώς από μόνη της δήλωνε για μένα μια «τριάδα»: τη φαντασιακή/συμβολική «μάνα»[νερού] συν τους «ως δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι που μας έβγαλε σ’ ένα μικρό πλάτωμα πάνω από μια σκιασμένη με πανύψηλα πλατάνια ρεματιά. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλατώματος καταλαμβάνει ένας κεραμοσκεπής, πετρόχτιστος ναΐσκος. Εξωτερικά έδειχνε πρόσφατα συντηρημένος και με μαστοριά, οπότε υπέθεσα σωστική επέμβαση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που αναδείκνυε την σπουδαιότητα και την παλαιότητα του ναού, βυζαντινού ή μεταβυζαντινού. Η μοναδική πόρτα πάνω στο νότιο τοίχο ήταν ανοιχτή οπότε μπήκαμε μέσα.
Όταν συνήθισαν τα μάτια μου στο μισοσκότεινο, χωρίς παράθυρα εσωτερικό, είδα ένα πρασινοβαμμένο, φθαρμένο σανιδένιο τέμπλο που έφερε κάποιες πολύ φθαρμένες, αόρατες σχεδόν, ζωγραφισμένες μέσα σε πλαίσια εικόνες στη θέση των «δεσποτικών» του Χριστού και τις Παναγίας και δύο εικόνες εμπορίου στο δεξί άκρο με δύο καβαλάρηδες, ωσεί «δίδυμους», αγίους να καλπάζουν δίπλα-δίπλα, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ωσάν ένα σώμα ανθρώπων και αλόγων, οι άγιοι Θεόδωροι. Παρατηρώντας καλύτερα, πάνω στις φθαρμένες ξυλογραφίες στη μεν αριστερά της ωραίας Πύλης εκεί όπου κανονικά μπαίνει η δεσποτική εικόνα της «βρεφοκρατούσας» Παναγίας, μπόρεσα να διακρίνω και πάλι τους δύο καβαλάρηδες αγίους Θεοδώρους, ενώ δεξιά της ωραίας Πύλης όπου κανονικά μπαίνει η δεσποτική εικόνα του Χριστού, ήταν ο Χριστός μεν, πλην ολόσωμος ανάμεσα στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Παναγία, μια «τριάδα» ιερής θηλυκής μορφής δηλαδή με δύο ιερές ανδρικές! Εικόνες με τους «ως δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Θεοδώρους κρέμονταν και πάνω στο νότιο τοίχο του ναού. Η έντονη εικονική παρουσία «ως δίδυμων» ιερών μορφών και «τριάδων» μέσα στο ναό, έφερνε και πάλι στο προσκήνιο την Ελένη/Αγιαλένη.
Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να έχει άλλες
εικόνες ο ναός. Όμως πάνω στο βόρειο τοίχο και μέσα στο ιερό υπάρχουν
αποσπασματικά, λίγα κατάλοιπα από τις παλιές τοιχογραφίες που ιστορούσαν παλιά
το ναό. Πάνω στο βόρειο τοίχο πρόκειται για δύο ευμεγέθη κομμάτια τοιχογραφίας,
το ένα δίπλα στο άλλο με ένα κενό ασβεστωμένου τοίχου να τα χωρίζει μεταξύ
τους. Στο αριστερό, προς Δ κομμάτι, εικονίζονται δύο μορφές αγίων. Στα αριστερά
η μορφή φοράει ιερατικά άμφια και
δείχνει ηλικιωμένη, με λευκά μαλλιά και γένια και κρατάει στο αριστερό χέρι
βιβλίο. Στα δεξιά η μορφή φέρει κοσμικό,
πολυτελές ένδυμα, έχει πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα και σκούρα μαλλιά, σαφώς νεότερη.
Στο δεξί χέρι που είναι λυγισμένο πάνω στο στήθος κρατάει μικρό σταυρό, ενώ το
αριστερό δείχνει επίσης να είναι λυγισμένο δίπλα στο στήθος με την παλάμη προς
τα έξω σε χειρονομία ευλογίας. Κοιτώντας
καλύτερα, διέκρινα δύο σκουλαρίκια-κρίκους στα αυτιά αυτής της μορφής που με
παρέπεμψαν πιθανότατα μαζί με τα άλλα στοιχεία σε γυναίκα, ενώ μια κορόνα μόλις
που διακρινόταν πάνω στο κεφάλι της με έκανε να αναρωτηθώ για ποια εστεμμένη
αγία να πρόκειται. Ένας αδιόρατος
σχεδόν, λεπτογραμμένος μαύρος σταυρός ανάμεσα στις δύο μορφές με παρέπεμψε
στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Στο
διπλανό κομμάτι τοιχογραφίας, μετά το μικρό κενό ασβεστωμένου τοίχου που μεσολαβεί, διαγράφεται μέρος ενός
καβαλάρη άγιου που από το λευκό του άλογο (διακρίνεται μόλις) και από τον τρόπο
που σηκώνει προς τα πίσω το χέρι εμπρός από το αναπεπταμένο ιμάτιό του, τον
ταύτισα με τον άη-Γιώργη. Αν ήταν όντως ο άη-Γιώργης, η παρουσία του ενίσχυε
την ταύτιση τής παρακείμενης τοιχογραφίας με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη,
καθώς σε αρκετά μεταβυζαντινά, τοιχογραφημένα εκκλησάκια οι τοίχοι
κοσμούνται μόνο με ολόσωμες τοιχογραφίες των δύο Ισαποστόλων αγίων και με τους
ολόσωμους επίσης «ως δίδυμους» καβαλάρηδες άγιο Γεώργιο και άγιο Δημήτριο, είτε
δίπλα-δίπλα, είτε έναν σε κάθε αντικρινό τοίχο, σε συσχετισμό πάντα με την εικόνα
των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Εδώ έλειπε, κατεστραμμένη ίσως, η τοιχογραφία του αγίου Δημητρίου, είτε αυτή ήταν
ιστορημένη δίπλα στον άη-Γιώργη είτε στον απέναντι τοίχο, οπότε δεν μπορούσα να
είμαι σίγουρη, ωστόσο το «μήνυμα» της
Ελένης/Αγιαλένης μου είχε δοθεί και
εδώ…
Βγαίνοντας από το εκκλησάκι
έσκυψα πάνω απ’ το πεζούλι που το χωρίζει από τη γκρεμώδη πλαγιά στα νότια
και μέσα από τα πυκνά φυλλώματα διέκρινα
κάτω χαμηλά τη «μάνα νερού», το πλούσιο σε νερό κεφαλάρι που τροφοδοτεί με νερό
τους καταρράχτες, κινεί τους μύλους και
υδροδοτεί όλο το χωριό, σαν όντως τροφοδότρα μάνα, γιατί χωρίς νερό δεν υπάρχει
ζωή.
Μονή Σελάς
Ξεκινήσαμε για τη μονή Σελάς (ή Σέλας), την οποία βρήκαμε εύκολα χάρη στο λεπτομερή χάρτη πάνω σε κάποιες οδικές πινακίδες, παρόλο που είναι χωμένη στο βάθος μιας ρεματιάς με πυκνή βλάστηση[13]. Καθώς πλησιάζαμε, πρόσφατα σκουπίδια-υπολείμματα τροφών κ.λπ. διάσπαρτα μέσα στα δέντρα, μαρτυρούσαν το πανηγύρι που προφανώς είχε λάβει χώρα εκεί πριν λίγες ημέρες, καθώς οι πανηγυριστές φρόντισαν να αφήσουν πίσω τα απαράδεκτα, ρυπογόνα αυτά τεκμήρια της παρουσίας τους…
Στην πρώην μονή δεν υπάρχει παρά μόνο το παμπάλαιο, όπως
έδειχνε, ομορφοχτισμένο, σταυροειδές με τετράπλευρο «τρούλο» καθολικό, αφιερωμένο στην Παναγία, όπως
δηλώνει και η εικόνα της Βρεφοκρατούσας σε αβαθή κόγχη πλαισιωμένη με ανάγλυφη
κορνίζα πάνω από την είσοδο στο βόρειο
τοίχο του ναού. Το εκκλησάκι ήταν κλειδαμπαρωμένο, οπότε φύγαμε και συνεχίσαμε
το δρόμο μας.
Σίταινα
Μπαίναμε πια για τα καλά στην καρδιά της Τσακωνιάς. Περνώντας ένα γεφύρι πάνω σε κάποιον από τους παραπόταμους του Βρασιώτη που κυλάει στα πόδια του χωριού, βρεθήκαμε πάνω στην πλατεία της Σίταινας.
Επιμήκης η πλατεία, φέρει δύο εκκλησίες, μία στο δυτικό και μία στο ανατολικό άκρο της, του Ταξιάρχη Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, αντίστοιχα. Ρώτησα κάποιους σε ένα καφενείο για τον ιερέα και προθυμοποιήθηκαν να του τηλεφωνήσουν. Σε λίγο έφτασε μια όμορφη ηλικιωμένη γυναίκα με τα κλειδιά των ναών στο χέρι, λέγοντας πως είναι η παπαδιά, καθώς ο παπάς είχε πάει από το πρωί για δουλειά στην Τρίπολη και δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Ευγενέστατη με κάπως πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό της, μας ξενάγησε στο ναό του Ταξιάρχη. Δεδομένου του ονόματος του χωριού «Σίταινα» που αν και δεν γνώριζα την ετυμολογία του, παραπέμπει εμφανώς σε σιτάρι, όπως με διαβεβαίωσε και η παπαδιά λέγοντάς μου ότι το όνομα οφείλεται στα πολλά σιτάρια που είχε παλιότερα το χωριό. Περίμενα λοιπόν να βρω «σημάδια» της Αγιαλένης και εδώ, αν και δεν είχα τέτοια πληροφορία, για ναό ή τοπωνύμιο. Ο ναός είναι βεβαίως αφιερωμένος στον Ταξιάρχη, τον αρχάγγελο Μιχαήλ, όπως και εικονίζεται στην αφιερωματική εικόνα πάνω στο τέμπλο, στη ΒΑ γωνία του ναού, όπου είναι ιστορημένος ως ψυχοπομπός κρατώντας σπαθί-ρομφαία για τη θανάτωση και ζυγαριά για το ηθικό, αμαρτωλό ή μη, «ζύγισμα» των ψυχών.
Ωστόσο, όπως έχω δει επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια της έρευνας, όταν οι πιστοί λένε «Ταξιάρχης» έχουν κατά νου τους Ταξιάρχες, τους δύο αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ εικονιζόμενους μαζί «ως δίδυμους» αγίους, αντίληψη που επιβεβαιώθηκε επί τόπου, καθώς μια εικόνα με τους δύο Ταξιάρχες ως «δίδυμους» ήταν τοποθετημένη πάνω σε αυτό το ίδιο τέμπλο κάτω από τη διπλανή σε αυτή του Μιχαήλ εικόνα ενός ένθρονου αγίου ενώ και η μεγάλη προσκυνηματική εικόνα πάνω σε στασίδι αριστερά στον εισερχόμενο στο ναό, τους απεικονίζει μαζί, ως «δίδυμους». Και άλλα ζεύγη ως «δίδυμων» αγίων μέσα στο ναό, όπως οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, Γεώργιος και Δημήτριος, οι τελευταίοι μάλιστα κοντά σε εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μου έδωσαν, έμμεσα έστω, το «σημάδι» που αναζητούσα. Όσον αφορά το σκεπτικό της εικονογράφησης των ναών, παρατήρησα ότι στο νότιο βημόθυρο του ιερού εικονίζεται τυπικά ο αρχάγγελος Γαβριήλ ενώ στο βόρειο, αντί της κανονικά τοποθετούμενης εκεί εικόνας του Μιχαήλ, υπάρχει υφασμάτινο παραπέτασμα, προφανώς λόγω του ότι ο Μιχαήλ εικονίζεται παραπλεύρως αυτού του βημόθυρου στη μεγάλη αφιερωματική εικόνα πάνω στο τέμπλο και θα ήταν πλεονασμός να ξανα-ζωγραφιστεί.
Στη βορειοδυτική γωνία
του ναού ήταν τοποθετημένο το ξυλόγλυπτο κουβούκλιο του «Επιτάφιου» και
παρατήρησα δίπλα του, πάνω στο δυτικό τοίχο, μια στεφανοθήκη που έμοιαζε πολύ
με αυτή της γιαγιάς μου, υπέθεσα ανάθημα κάποιας πιστής, αλλά η παπαδιά που
ρώτησα σχετικά μου απάντησε «είναι της εκκλησίας», φαίνεται για όσους τυχόν δεν
έχουν στέφανα; Αναρωτήθηκα.
Μετά η παπαδιά μας οδήγησε στο
ναό του Ιωάννη του Θεολόγου όπου εντυπωσιάστηκα από μία τεραστίων διαστάσεων
εικόνα του αγίου, δυτικότροπη, όμορφη, κάπως αναγεννησιακής τεχνοτροπίας, απ’
όσο μπορούσα να κρίνω, αφιέρωμα του
Συλλόγου των Σιταινιωτών Αθηνών, κατά το Μεσοπόλεμο, σύμφωνα με την επιγραφή.
Καθώς επιστρέφαμε στην πλατεία
για να φύγουμε, μας πρόλαβε και ο παπάς, ο οποίος είχε φτάσει εντωμεταξύ από
την Τρίπολη. Ψηλός, λεπτός, ξερακιανός με γκρίζα μαλλιά και πανέξυπνα,
διαπεραστικά μάτια, ρώτησε βεβαίως ποιες
είμαστε και τι θέλουμε, ενώ η παπαδιά μάς αποχαιρέτισε και έφυγε βιαστικά. Ο
παπάς μας κάλεσε πάλι μέσα στο ναό του
Ταξιάρχη και μιλήσαμε αρκετά για το χωριό μαζί του, ηχογραφώντας με τη
συγκατάθεσή του τη συζήτηση. Ήταν πρόθυμος συνομιλητής και μάλιστα μας μιλούσε
για κάποιο διάστημα στα Τσακώνικα, προκειμένου να καταγραφεί το ιδίωμα στο
μαγνητόφωνο.
Καστάνιτσα
Αφήσαμε τον παπά να ξεκουραστεί και φύγαμε για το χωριό Καστάνιτσα, πιο βαθιά στην Τσακωνιά, πιο βαθιά και πιο ψηλά στον Πάρνωνα. Ο τόπος καθώς πηγαίναμε είναι πυκνο-δασωμένος κυρίως από αυτοφυείς καστανιές, όχι καλλιεργημένες όπως αυτές στο Καστρί, επομένως πιο ψηλόκορμες, πιο άγριες, επίσης και με καρυδιές. Σύντομα συναντήσαμε κέδρους και ψηλόκορμα, αιωνόβια έλατα. Η δροσιά του πυκνού δάσους μας ανακούφισε και καθώς προχωρούσαμε παράλληλα με τη βόρεια όχθη του Βρασιώτη ποταμού, απολαμβάναμε το τοπίο που κλείνεται από ψηλές βουνοκορφές.
Βγαίνοντας από μία στενωπό, αντικρίσαμε την όμορφη Καστάνιτσα, έναν οικισμό επιμήκη, χτισμένο κλιμακωτά σε μια έξαρση του εδάφους στη νότια όχθη του Βρασιώτη, με σπίτια κατάλευκα, ασβεστωμένα και σκεπασμένα με γκρίζες πλάκες του βουνού, κάτω από το κραταιό μεσαιωνικό (;) κάστρο που δεσπόζει στο άκρο του οικισμού, πάνω στην πλαγιά, βόρεια. Δύο πυργόσπιτα και το καμπαναριό της αγια-Σωτήρως προεξέχουν από τις στέγες των άλλων σπιτιών, δηλώνοντας, μαζί με το κάστρο, ότι πρόκειται για κεφαλοχώρι, ακμαίο κάποτε, και τη στρατιωτική, την κοσμική και τη θρησκευτική εξουσία στο χωριό. Συνάμα, σκεφτόμουν, και τη σπουδαιότητά του, τη στρατηγική θέση και κάποια κοινωνική και οικονομική δύναμη. Περάσαμε το γεφύρι του ποταμού, αφήσαμε το αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε με τα πόδια προς την εκκλησία μέσα από τα στενά λιθόστρωτα καλντερίμια. Η ώρα ήταν τέσσερις αλλά ευτυχώς στην πλατεία βρήκαμε ένα καφενείο-καφετέρια ανοιχτό. Καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ γιατί μας βάραινε λίγο η νύστα του απομεσήμερου και δεν άργησα να πιάσω κουβέντα με τον καφετζή και ένα-δυο άλλους θαμώνες του. Αφού έγιναν οι δέουσες συστάσεις και αναφέρθηκαν τα σχετικά με το σκοπό της παρουσίας μας εκεί, ρώτησα για τον παπά. «Τώρα μάλιστα», είπαν, «δεν πρόκειται να σας αφήσει να φωτογραφίσετε, είναι πολύ ιδιότροπος, τραγόπαπας. Πέρσι κοντέψαμε να μην κάνουμε Ανάσταση, τσακώθηκε όλο το χωριό μαζί του, ό,τι θέλει κάνει αυτός, νομίζει πως είναι δική του η εκκλησία, αμφιβάλλω αν θα ανοίξει να μπείτε». Ρώτησα αν παρόλ’ αυτά μένει στο χωριό ο παπάς και αφού απάντησαν θετικά, ζήτησα το τηλέφωνό του και κατά τις 5.30, να μην τον ξυπνήσω κιόλας και χειροτερέψω τα πράγματα, του τηλεφώνησα. Με το που του είπα ότι είμαι λαογράφος και έρχομαι με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών για μια έρευνα και θέλω να δω την εκκλησία και τον παρακάλεσα να μου την ανοίξει, άρχισε να μου φωνάζει πως αυτός δεν την ανοίγει σε κανέναν, πως έχει πολύτιμες εικόνες ο ναός και δεν μπορεί να ξέρει τι σκοπούς έχω, πως δεν επιτρέπει τη φωτογράφιση και άλλα, με ύφος αυταρχικό και θυμωμένο. Προετοιμασμένη για αυτού του είδους την υποδοχή, δεν πτοήθηκα και του απάντησα και εγώ σε αυστηρό τόνο πλην ευγενικά και σταθερά, ότι είμαι σε εντεταλμένη κρατική υπηρεσία, ότι έχω επίσημα χαρτιά που το αποδεικνύουν και ότι είναι υποχρεωμένος να μου ανοίξει, ότι ο ναός δεν είναι ιδιοκτησία του αλλά χώρος ιερός που ανήκει σε όλους και ανοιχτός για όσους θέλουν να τον επισκεφθούν, να προσευχηθούν ή ό,τι άλλο… Αφού διαπληκτιστήκαμε κάμποσο, «καλά», μου λέει τελικά, «πηγαίνετε στην εκκλησία και θα έρθω εκεί να σας βρω αλλά για φωτογράφιση ούτε κουβέντα, το απαγορεύει και η αρχαιολογική υπηρεσία». Τον ευχαρίστησα και ανηφορίσαμε προς το ναό, ενώ ψιχάλιζε. Φτάσαμε στον περιποιημένο, πλακοστρωμένο περίβολο του ναού, ο οποίος περιβάλλεται από ένα χτιστό πεζούλι το οποίο ήταν στρωμένο με κάτι πλάκες που είχαν επιγραφές. Διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για παλιές ταφόπλακες, του 18ου και του 19ου αι., κατά τις χρονολογίες που ανέγραφαν, οπότε συμπέρανα ότι παλιότερα δίπλα στο ναό (τον αφιερωμένο στη μεταμόρφωση του Σωτήρος που οι πιστοί τον ονομάζουν μόνον ως «Αγιασωτήρω») θα ήταν και το νεκροταφείο. Σε λίγο κατέφθασε και ο ο παπάς, φρέσκος-φρέσκος. Ψηλός, στητός, ζωηρός, με κόκκινο πρόσωπο και γκρίζα μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω στον αυχένα με ένα λαστιχάκι. Το κόκκινο, τριζάτο πρόσωπό του ερχόταν σε αντίθεση με το μαύρο καλημαύχι και το μαύρο ράσο του. Παρόλα όσα είχαν προηγηθεί, ήταν, τώρα που μας έβλεπε διά ζώσης, ευγενικός και κάπως απολογητικός για τη συμπεριφορά του, ρίχνοντας την ευθύνη στην πίεση που δέχεται από την αρχαιολογική υπηρεσία, η οποία τον καθιστά υπεύθυνο για την ασφάλεια των εικόνων ενώ από την άλλη δεν του επιτρέπει να κάνει καμιά επέμβαση στο ναό και πως είχε βρει άσχημα το μπελά του γιατί είχε προσθέσει ένα είδος τζαμαρίας έξω από τη νότια είσοδο του ναού για να μην κρυώνουν οι πιστοί το χειμώνα. Βεβαίως η αρχαιολογική υπηρεσία είχε δίκιο, δεν γίνεται να παρεμβαίνει κανείς κατά το δοκούν στα μνημεία, πέραν του ότι ήταν και εντελώς αταίριαστη η «τζαμαρία» αλλά σιώπησα για να μη χειροτερέψω την κατάσταση, αφού τουλάχιστον ήρθε να μας ανοίξει την εκκλησία. Του έδωσα μάλιστα δίκιο -και το πιστεύω- ως προς το ότι είναι επιφυλακτικός με τους άγνωστους επισκέπτες αφού έχει την ευθύνη αλλά εξαρτάται ποιοι είναι οι επισκέπτες και τι πειστήρια διαθέτουν για την ιδιότητά τους, γιατί και εγώ είμαι σε εντεταλμένη υπηρεσία και πρέπει να κάνω τη δουλειά μου. Κατόπιν αυτών τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει και τη φωτογράφηση αλλά ήταν ανένδοτος, οπότε δεν επέμεινα.
Μπήκαμε στο ναό της αγια-Σωτήρως. Πρόκειται
όντως για εξαιρετικό μνημείο, με πανέμορφες εικόνες αλλά εκείνο που είναι
απαράμιλλο, είναι το «ολόχρυσο», σκαλιστό τέμπλο του. Στην κορυφή του, πάνω από
τις «δεσποτικές» εικόνες και το «Δωδεκάορτο» υψώνεται ένα τεράστιο, ξυλόγλυπτο,
διάτρητο ανάπτυγμα-επίστεψη με τριγωνική απόληξη, στο οποίο σχηματίζονται
περιπλεγμένα κλαδιά με φύλλα, ανάμεσα
στα οποία μπλέκονται και στρογγυλά «μετάλλια» με εικόνες αποστόλων και αγίων.
Στο κέντρο του, σε ένα μεγάλο μετάλλιο, εικονίζεται η αγία Τριάδα, στην οποία
εικόνα, όπως έχω παρατηρήσει σε αρκετές περιπτώσεις ναών, οι πιστοί δεν βλέπουν
«Τριάδα» αλλά δύο άνδρες «ως δίδυμους» (εξάλλου και αυτό το ναό, όπου
βρισκόμασταν, αν και είναι αφιερωμένος
στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στη σχετική εικόνα ιστορούνται τρείς ανδρικές
μορφές, οι πιστοί την αποκαλούν αποκλειστικά ως «Αγια-Σωτήρω») και συχνά
τοποθετούν την εικόνα συνδυαστικά με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Στη συγκεκριμένη βέβαια δεν είχα λόγους να θεωρήσω ότι προσλαμβάνεται
διαφορετικά από ό,τι εικονίζει. Μια τοιχογραφία πάντως των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης βρίσκεται πάνω στο νότιο τοίχο. Το γεγονός ότι η «θηλυκή»
«αγια-Σωτήρω» ήταν πριν κοιμητηριακός ναός
και η πληροφορία του παπά ότι η εκκλησία του νεότερου, σημερινού νεκροταφείου είναι αφιερωμένη στους αγίους
Κωνσταντίνο και Ελένη, μου έδωσαν τα χθόνια συμβολικά σημάδια της παρουσίας της
Αγιαλένης κοντά σε ένα χωριό με το
όνομα Σίταινα, όπως ήταν για μένα αναμενόμενο να συμβαίνει.
Βγαίνοντας από το ναό, παρακάλεσα τον παπά να μας οδηγήσει πώς να πάμε στον «Αγιοκωσταντίνο» του νεκροταφείου, αφού υπέθετα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μας συνοδεύσει εκείνος ή να μας δώσει τα κλειδιά, μετά τα όσα είχαν προηγηθεί, αν και κατά τη διάρκεια της ξενάγησής μας στο ναό είχε αλλάξει στάση, ήταν φιλικός και εξυπηρετικός. «Αποκλείεται, δεν μπορείτε να το βρείτε μόνες σας», απάντησε, «θα χαθείτε αν δεν έχετε κάποιον μαζί σας!» Οπότε, «ελάτε εσείς, μαζί μας τότε, παρακαλώ πολύ», τόλμησα να πω. «Τι λες χριστιανή μου», μου λέει, «είναι πολύ μακριά, δε μπορώ, έχω και άλλες δουλειές να κάνω!» «Θα πάμε με το αυτοκίνητο», συνέχισα εγώ τα παρακάλια, και με τα πολλά, αφού αρνιόταν, εντέλει δέχτηκε να μας πάει στο νεκροταφείο. Πήγαμε στην πλατεία, πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Η απόστασή του από το χωριό είναι όντως μεγάλη και αναρωτιόμουν πώς μετέφεραν τα φέρετρα τόσο μακριά πριν τη μεταφορά με νεκροφόρα, αφού ο παπάς μας πληροφόρησε ότι η μεταφορά εδώ του νεκροταφείου από την αγια-Σωτήρω έγινε αρχές του 20ού αιώνα, σε προϋπάρχον, μικρό κοιμητήριο, με παλιό εκκλησάκι του αγίου Κωνσταντίνου. Αναρωτήθηκα βεβαίως αν εκεί κοντά που ήταν χτισμένο από παλιά υπήρχαν σιτάρια και αλώνια αλλά το πυκνό δάσος το απαγόρευε και δεν ρώτησα, κακώς, αφού γνώριζα ότι στη Λάμπεια (Δίβρη) στην ορεινή Ηλεία το εκκλησάκι της Αγιαλένης είναι μέσα στα έλατα και οι παλιές σιταροπεζούλες δίπλα της φαίνονται ακόμα ανάμεσα σε αυτά, σε υψόμετρο 900μ. Φτάσαμε στο κοιμητήριο που είναι σε ένα ξέφωτο της ελατοβριθούς πλαγιάς κάτω από το δρόμο και κατηφορίσαμε πεζή προς την εκκλησία. Στη δυτική πλευρά του μικρού ναού υψώνεται ένας τεράστιος, πανύψηλος έλατος.
Καθώς ο παπάς ξεκλείδωνε την πόρτα μιλώντας μαζί μου, η Χλόη έριχνε μια ματιά τριγύρω,
εντυπωσιασμένη και από τον τεράστιο έλατο. «Ελένη, Ελένη, έλα να δεις!» μου
φώναξε ανυπόμονα και με ένταση και άφησα τον παπά και έσπευσα κοντά της να δω
τι είχε ανακαλύψει. «Κοίτα!!» μου είπε όταν πλησίασα, δείχνοντας με το χέρι της
τον κορμό του έλατου. Κοιτάζοντας, είδα πάνω στον κορμό του έλατου, σε ύψος 2μ.
περίπου από τη ρίζα, καρφωμένη τη γνωστή, τυπική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης με το σταυρό ανάμεσά τους, χωρίς κορνίζα, μόνο το χαρτί όπου είναι
τυπωμένες οι μορφές των δύο αγίων! Μου ήρθε στο νου η «δενδρίτις Ελένη» της
Ρόδου κατά τον αρχαίο μύθο και με εντυπωσίασε το ότι η εικόνα αν και ήταν από
χαρτί εκτεθειμένο στο υγρό, σκοτεινό ελατόδασος δεν είχε καταστραφεί, αν και φαινόταν να μην είναι
πολύ πρόσφατα καρφωμένη εκεί. «Παππούλη», ρώτησα τον ιερέα, «γιατί είναι αυτή η
εικόνα κρεμασμένη πάνω στο δέντρο;».
«Ποια εικόνα» απόρησε ο παπάς και του την δείξαμε όταν πλησίασε και
εκείνος. «Μπα, πρώτη φορά τη βλέπω» είπε
έκπληκτος «πότε τη βάλανε εκεί πέρα;» «Μα πρέπει να είναι καιρό εδώ» του είπε η
Χλόη, «πώς και δεν την είδατε;». «Ξερωγώ, δεν θα την πρόσεξα» είπε ο παπάς,
«φαίνεται κάποια γυναίκα την έφερε, βρήκε την εκκλησία κλειστή και την κρέμασε
εκεί, ό,τι θέλουνε κάνουνε αυτές, κρεμάνε τις εικόνες όπως να ’ναι». Πήγα να
του πω ότι οι γυναίκες ξέρουν πολύ καλά πώς και πού κρεμάνε τις εικόνες αλλά
κρατήθηκα να μην ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση και νευριάσει, ενώ εντωμεταξύ η
Χλόη επέμενε λέγοντας «καλά, και δεν
βρήκε ευκαιρία τόσο καιρό η όποια γυναίκα να την βάλει μέσα, μήπως συνηθίζεται εδώ να κρεμάνε
τις εικόνες στα δέντρα;» «Μπα, θα την ξεχάσανε», είπε ο παπάς κάπως τσιτωμένος
και εγώ της έκανα νόημα να σταματήσει τις ερωτήσεις, καθώς μάλιστα
ενθουσιάζεται με τέτοια ευρήματα της έρευνας και η φαντασία της οργιάζει. Το
ζήτημα βεβαίως με απασχολούσε και εμένα,
καθώς η εικόνα έδειχνε όντως να είναι πολύ καιρό εκεί, αφού είχε φύγει και η
κορνίζα της, ενώ το ύψος όπου ήταν καρφωμένη έδειχνε ιδιαίτερη προσπάθεια.. Σκεφτόμουν
ωστόσο (όσο κι αν ήθελα να πρόκειται για περίπτωση εθιμικά «δενδρίτιδας» εικόνας!) μήπως βρήκε κάποια γυναίκα την
εικόνα πεταμένη, αφού για κάποιο λόγο θα είχε σπάσει το τζάμι και η κορνίζα της
και από σεβασμό έβγαλε το χαρτί με την εικόνα και το καρφίτσωσε στο δέντρο
προκειμένου να μην καταλήξει στα σκουπίδια, καθώς μάλιστα θυμήθηκα ότι είχα
βρει το αντίθετο, κορνίζα από εικόνα πεταμένη έξω από το εκκλησάκι της
Αγιαλένης στη Λάμπεια που προανέφερα,
αφού φαίνεται είχαν φυλάξει κάπως το περιεχόμενο, την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση,
η διαφύλαξη της εικόνας εκεί, δήλωνε σεβασμό προς τους δύο αυτούς αγίους.
Μπήκαμε στο εκκλησάκι. Αρκετά
ευρύχωρο, με λευκούς τοίχους όπου, όπως σε τέτοια εκκλησάκια, ήταν κρεμασμένες
πολλές εικόνες των δύο αγίων. Κάπως περίεργο ήταν το ξύλινο, καφέ τέμπλο που
χωρίζεται σε τέσσερα κάθετα τμήματα με λευκά κολονάκια και με την ωραία πύλη ανάμεσά
τους και τα δύο βημόθυρα στις δύο άκρες.
Τα κάθετα αυτά χωρίσματα κόβονται οριζόντια από μια λευκή ταινία με αποτέλεσμα
να σχηματίζονται οχτώ «κορνίζες», τέσσερις στο πάνω μέρος και τέσσερις στο
κάτω, όπου είναι τοποθετημένες όχι μόνον οι τυπικές δεσποτικές αλλά και
διάφορες άλλες εικόνες και βέβαια η αφιερωματική των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης και μάλιστα πέραν αυτής και άλλες εικόνες τους σε πλεονασμό, καθώς και
των «ως δίδυμων» αγίων Αποστόλων. Ρώτησα τον παπά για το κάπως περίεργο αυτό
τέμπλο αλλά δεν ήξερε κάτι να μου απαντήσει.
Μονή
Κοντολινάς
Βγήκαμε από το ναό και ρώτησα τον
ιερέα να μου πει πώς να πάμε στη μονή Κοντολινάς που βρίσκεται σε αυτή την
περιοχή και της οποίας το όνομα μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον. «Αποκλείεται να το βρείτε, ό, τι και να σας
πω», είπε κατηγορηματικά, θα χαθείτε σίγουρα μέσα στο δάσος, εδώ χανόμαστε
εμείς, που λέει ο λόγος!», «Ναι, εσείς ξέρετε», του είπα, «αλλά εγώ πρέπει να πάω,
οπότε δείξτε μας σας παρακαλώ τη μονή
στο χάρτη και θα τη βρούμε», επέμεινα. «Άσε, θα ΄ρθώ μαζί σας, να σας
δείξω το δρόμο και γιατί είναι ευκαιρία και για μένα, έχω καιρό να πάω να δω τι
γίνεται εκεί, να ανάψω και τα καντήλια», είπε αναπάντεχα ο παπάς, προς μεγάλη
μου χαρά.
Ο ιερέας κάθισε στο αυτοκίνητο μπροστά, συνοδηγός στη Χλόη για να της δείχνει το δρόμο, εγώ στο πίσω κάθισμα αφού παραμέρισα μύρια πράγματα που κουβαλούσαμε και ξεκινήσαμε. Ο δρόμος, πότε ανηφορικός και πότε κατηφορικός, όλο στροφές, περνάει μέσα από το πυκνότατο δάσος από πανύψηλες καστανιές, κέδρους και έλατα που σκίαζαν τόσο πολύ τον τόπο, που νόμιζα ότι νύχτωσε ξαφνικά. Στο δρόμο-δρόμο συζητούσαμε συνεχώς με τον παπά, ο οποίος είχε τώρα ηρεμήσει και ήταν χαλαρός, πολύ φιλικός και λαλίστατος, αθυρόστομος και καλαμπουριτζής, καμία σχέση με θρησκόληπτο, τυπικό και σχολαστικό ιερέα, όπως είχε δείξει αρχικά. Τον ρώτησα τι σημαίνει το όνομα «Κοντολινά», γιατί ούτε ο Μητροπολίτης Κυνουρίας το εξηγεί στο βιβλίο του αλλά δεν γνώριζε ούτε αυτός. Στο λεπτομερή χάρτη του Πάρνωνα που μας είχε δώσει η ξενοδόχος, σημειώνεται πολύ κοντά στην Κοντολινά ένα ξωκλήσι «αγία Άννα» και (ξεθαρρεμένη από την προθυμία του) τον ρώτησα αν θα μπορούσαμε να πάμε και εκεί. Σε συνδυασμό με τον ενοριακό ναό της αγίας Άννας στη Σίταινα, δηλώνει μια έμφαση στη λατρεία της στην Τσακωνιά. Μου είπε ότι είναι ιδιωτικό το εκκλησάκι και κλειδωμένο, μέσα σε κλειστό περίβολο, ενώ οι ιδιοκτήτες δεν μένουν εκεί, οπότε δεν γινόταν να πάμε. Ο παπάς πρόσθεσε ότι πρέπει να υπήρχε κάπου εκεί και παλιότερη εκκλησία, γιατί κοντά υπάρχει τοπωνύμιο «Παλιά Αγιάννα» σε περιοχή που τη λένε «Πεντάλωνα» και λυπήθηκα που δεν θα πηγαίναμε γιατί ο τοπωνυμικός αυτός συνδυασμός ιερής μάνας-και-κόρης μαζί με σιτηρά, συν το νεκροταφείο του «Αγιοκωσταντίνου» στην Καστάνιτσα, δήλωνε για μένα συμβολική σχέση και με την Αγιαλένη στην καρδιά της Τσακωνιάς. Η υπόθεσή μου για τη συμβολική αυτή σχέση ενισχύθηκε όταν ο παπάς στην ερώτησή μου σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη η μονή της Κοντολινάς, εξέφρασε την απορία του γιατί να είναι αφιερωμένη σε δύο αγίους άσχετους μεταξύ τους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Παντελεήμονα. Ωστόσο η διπλή αυτή αφιέρωση εμένα με παρέπεμπε σε ιερό ανδρικό «ως δίδυμο» αλλά δεν του το είπα, βέβαια. Ο δρόμος τραβούσε σε μεγάλο μάκρος μέσα στο δάσος, στρίβοντας και ακολουθώντας πλήθος διακλαδώσεων, κάτι που δικαίωνε τον παπά που είχε πει ότι αποκλειόταν να βρούμε μόνες το δρόμο για τη μονή.
Πολλή ώρα αργότερα είδαμε ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα ένα πέτρινο ναό με σταυροειδή στέγη σκεπασμένη με σχιστολιθικές πλάκες, με πολυγωνικό «τρούλο» στο κέντρο. Πρόκειται για το αλώβητο καθολικό της πρώην μονής, ό, τι απομένει από αυτήν, καθώς τα κελιά και τα λοιπά κτίριά της έχουν εξαφανιστεί και μόνο κάποια λίγα απομεινάρια του πετρόχτιστου περίβολου δηλώνουν τα παλιά ίχνη της. Παρόλ’ αυτά ο προαύλιος χώρος του ναού κρατάει ακόμα τις πλάκες με τις οποίες ήταν στρωμένος, με ένα τεράστιο έλατο φυτρωμένο στο κέντρο του. Εμπρός από το καθολικό, στα δυτικά, χαμηλώνει η πλαγιά και τα δέντρα οπότε ανοίγεται μια υπέροχη θέα στο απέραντο δάσος και προς τις κορυφογραμμές του Πάρνωνα στο βάθος. Ο δυτικός τοίχος του ναού, όπου και η είσοδος σε αυτόν, ήταν ασβεστωμένος πάνω από την λιθοδομή μόνο ως το ύψος που πρέπει να έφτανε η βούρτσα του μπογιατζή ή όποιου την είχε ασπρίσει, ενώ ο υπόλοιπος τοίχος ήταν άβαφος. Και ευτυχώς, σκέφτηκα γιατί έτσι δεν έχουν καλυφθεί τα εντοιχισμένα πολύχρωμα πήλινα πιάτα που στολίζουν ψηλά, λίγο κάτω από τη στέγη τον τοίχο. Πάνω από την θύρα της εισόδου είναι εντοιχισμένη μια μαρμάρινη ενεπίγραφη πλάκα που δεν διέκρινα τι γράφει και λίγο πιο πάνω από αυτή σε δύο εσοχές στον τοίχο, είναι ζωγραφισμένες οι εικόνες των αγίων Νικολάου (λίγο μεγαλύτερη) και Παντελεήμονα (μικρότερη), στους οποίους είναι αφιερωμένο το καθολικό.
Περνώντας το πέτρινο κατώφλι και μπαίνοντας στο καθολικό από την ξεκλείδωτη πόρτα, το πόδι μου πάτησε πάνω σε μια άλλη ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα, μισο-λειασμένη από τα πατήματα αιώνων, με σκαλισμένα έναν δικέφαλο αετό στο κάτω μέρος της και από πάνω μια δυσανάγνωστη επιγραφή πλαισιωμένη με δέντρα και λουλούδια. Το εσωτερικό ήταν μεν σκοτεινό αλλά όχι τόσο που να μη δει κανείς ότι είναι ολοζωγράφιστο με μεταβυζαντινές, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, τοιχογραφίες. Μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή και τρούλο, του οικείου μου πλέον τύπου με τις δύο αβαθείς, ιστορημένες καμάρες στους δύο μακρούς, βόρειο και νότιο τοίχους. Το τέμπλο ξύλινο, ούτε πολύ παλιό ούτε πολύ σκαλισμένο, φέρει νεότερες εικόνες. Στη δυτική αβαθή καμάρα του βόρειου τοίχου είναι ιστορημένοι σε μια τεράστια τοιχογραφία οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη ανάμεσα στον προφήτη Ηλία στ’ αριστερά τους, δίπλα στον άγιο Κωνσταντίνο στη ΒΔ γωνία του ναού και τους αγίους Στυλιανό, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και τον κυνοκέφαλο άγιο Χριστόφορο στα δεξιά τους, προς την πλευρά της αγίας Ελένης. Η διάταξη των εικόνων δεν συνέθετε το γνωστό μου «δίδυμοι»+άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, χωρίς να το αποκλείει κιόλας...
Εκείνο που είναι απελπιστικό, είναι το ότι η ερήμωση του μοναστηριού συνέτεινε στον βανδαλισμό των τοιχογραφιών, αφού όλες από το ύψος που μπορούσε κάποιος να σταθεί όρθιος στα στασίδια και πάνω με σηκωμένα τα χέρια, ήταν όλες χαραγμένες/κατακρεουργημένες με κάθε είδους «ενθυμήματα», όπως αρχικά, ονόματα, ημερομηνίες, χρονολογίες κ. ά. που άφησαν πίσω τους πιστοί και επισκέπτες ανά τους αιώνες (διέκρινα κάπου τη χρονολογία 1902). Φαίνεται αυτή η καταστροφή να ήταν και ο λόγος που ο παπάς με άφησε να φωτογραφίσω. Η πλειονότητα πάντως των χαρακτών είχαν σεβαστεί τα πρόσωπα των αγίων, αν και όχι πάντα τα μάτια. Τούτα τα άπονα για την τέχνη χαράγματα καταστρέφουν μεν τις τοιχογραφίες, αφήνουν δε πίσω τους κάποιες μαρτυρίες, όχι μόνο τα ονόματα, τις ημερομηνίες κ.λπ. αλλά κυρίως δίνουν πληροφορίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με τον ιερό χώρο, τη θρησκευτικότητα, την πίστη, την τέχνη κ.λπ.
Η πάνω ζώνη της ιστόρησης που έχει κάπως
γλυτώσει από τα χαράγματα, είναι διαφορετικής τεχνοτροπίας από αυτή στην
κατώτερη, δεν γνωρίζω αν είναι και διαφορετικής χρονολόγησης. Ο παπάς μας
πληροφόρησε ότι στον χώρο εδώ της πρώην μονής
γίνεται μεγάλο πανηγύρι μόνο στη γιορτή του αγίου Παντελεήμονος στις 27
Ιουλίου που είναι καλοκαίρι, γιατί στη
γιορτή του αγίου Νικολάου στις 6 Δεκέμβρη, ο τόπος είναι αδιάβατος και παγωμένος
από τα χιόνια. Γίνεται αποβραδίς εσπερινός και ανήμερα το πρωί λειτουργία. Μετά
ο κόσμος τρώει ψητά στο προαύλιο και κάτω από τα έλατα και χορεύουν με τοπικά
όργανα, μέχρι το απόγευμα, καθώς μάλιστα η μονή έχει πηγή, οπότε δεν λείπει και
το νερό από τους πανηγυριστές.
Φύγαμε σούρουπο πλέον από τη
μονή για την Καστάνιτσα, που έμοιαζε με
νύχτα στη διαδρομή μέσα στο πυκνό δάσος. Όταν φτάσαμε στην πλατεία, ο παπάς
επέμενε όχι απλά να μας κεράσει κάτι αλλά να μας κάνει το τραπέζι, να μη φύγουμε νηστικές από το
χωριό. Είχαμε βέβαια γίνει φίλοι εντωμεταξύ ή τουλάχιστον οικείοι και είχε
εξαφανιστεί κάθε καχυποψία του. Καθίσαμε στο ίδιο καφενείο-καφετέρια που το
βράδυ λειτουργεί και ως ψησταριά. Ο καφετζής κοίταζε παραξενεμένος τη μεγάλη
μας οικειότητα με τον παπά, μετά τα όσα είχε ακούσει να διαμείβονται μεταξύ μας
στο τηλέφωνο το μεσημέρι, αφού το σταθερό τηλέφωνο από όπου είχα τηλεφωνήσει στον
παπά είναι μέσα στο μαγαζί, ενώ μετά είχε σχολιάσει δυσμενέστατα τον παπά μαζί
με μας, οπότε ένιωθα και εγώ κάπως αμήχανα.
Στην αρχή κάθισαν μαζί μας στο τραπέζι και ένας-δυο άλλοι αλλά τελικά
συνέφαγε μαζί μας εκτός από τον παπά και ένας στενός του φίλος. Με το φαγητό
και το κρασάκι ζεστάθηκε πιο πολύ το κλίμα μεταξύ μας, οπότε ο παπάς έγινε
ακόμα πιο «κοσμικός». Μεταξύ πολλών άλλων που έλεγε (το μαγνητόφωνο ήταν
ανοιχτό επάνω στο τραπέζι εν γνώσει του και κατέγραφε, ενώ όταν έλεγε κάτι off the record μού έλεγε και το έκλεινα),
μας είπε ότι ούτε αυτός είναι πολλά χρόνια παπάς και πως τον έκαναν ελλείψει
άλλου. Είπε επίσης ότι το κανονικό του επάγγελμα ήταν καρβουνιάρης, όπως οι
περισσότεροι στην Καστάνιτσα, πάππου-προς-πάππου και ότι γύριζαν σε πολλά μέρη με μπουλούκια καρβουνιαραίων
μαζί μάλιστα με τον συνδαιτυμόνα μας φίλο του, από μικρά παιδιά. Έτσι, ρωτώντας
τον παρέσυρα και μας αφηγήθηκε όλη τη διαδικασία κατασκευής κάρβουνου και την
καρβουνιάρικη ζωή, τις σχέσεις μαθητείας, τις οικονομικές ανταλλαγές, τις
εποχικές μετακινήσεις των μπουλουκιών και λοιπά, πολύ ενδιαφέροντα, μάλιστα με
έναν τρόπο γλαφυρό λόγω βιωμάτων, ενώ συμπλήρωνε και ο φίλος του που είχαν
κοινές εμπειρίες στο επάγγελμα, από 10 χρονών παιδιά. Στο τέλος μιλούσαν μεταξύ
τους όχι μόνον Τσακώνικα αλλά και στη συνθηματική γλώσσα των καρβουνιάρηδων,
για να καταγραφούν! Ήμουν βεβαίως πολύ
ικανοποιημένη από την αντιφατική εξέλιξη αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας
εθνογραφικά ημέρας, με όλα τα καλά και τα άσχημα απρόοπτα που μπορεί να
προκύψουν στην επιτόπια έρευνα. Αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας πλέον, πολύ
περισσότερο που έτυχε να γνωρίζει η Χλόη έναν γιατρό στον Πύργο από την Καστάνιτσα
που τον ήξεραν και μας έδειξαν και το
καινούργιο του σπίτι εκεί, οπότε προκύψαμε
ακόμα πιο οικείοι, σχεδόν σαν συμπατριώτες, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις που ανακαλύπτονται κοινοί
γνωστοί.
Αφήσαμε την Καστάνιτσα περασμένες
δέκα και φτάσαμε στον ξενώνα στον Άγιο Ιωάννη μετά τα μεσάνυχτα, οδηγώντας
νύχτα σε όχι και τόσο εύκολους δρόμους. Στο ντους διαπίστωσα ότι το πρήξιμο στη
μασχάλη μου είχε μεγαλώσει και με πονούσε πιο πολύ, αν και δεν του έδινα
σημασία όλη μέρα, οπότε αποφασίσαμε να βρούμε και κάποιο γιατρό την επομένη στο
αγροτικό ιατρείο στο Άστρος ή αλλού για να το δει. Προγραμμάτισα τις διαδρομές
της επόμενης μέρας, βάλαμε ξυπνητήρι νωρίς και ξαπλώσαμε ξερές στην κούραση
αλλά πλήρεις βιωμάτων ενώ εγώ και πλούσιων
εθνογραφικών καταγραφών.
Πέμπτη,
28/8/2003
Άστρος
Κυνουρίας
Ξεκινήσαμε κατά τις οκτώ το πρωί και προσπερνώντας το Άστρος, κατευθυνθήκαμε προς τον χωριό Άγιος Ανδρέας το οποίο, παραδόξως για μένα, αντί να έχει πολιούχο τον ομώνυμο άγιο, όπως συμβαίνει συνήθως, έχει τον άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη]. Σταματήσαμε σε ένα καφενείο που ήταν ανοιχτό και μπήκα να ρωτήσω για την εκκλησία. Πίσω από τον πάγκο με τα ποτήρια καθόταν μια μεσόκοπη μαυροντυμένη γυναίκα. Από την κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός νέου σχετικά άνδρα στον τοίχο πίσω της, συμπέρανα ότι θα είναι η χήρα του, που έχει αναλάβει το μαγαζί στη θέση του. Στην ερώτησή μου για την εκκλησία, μου απάντησε πως ο παπάς έλειπε και πως ο ένας επίτροπος που εκείνη γνώριζε κατοικεί στον παράλιο Άγιο Ανδρέα.
Μετά από μερικά τηλεφωνήματα όπου ο ένας επίτροπος παρέπεμπε στον άλλο, εντόπισα εν τέλει μέσω αυτών την νεωκόρα και κατευθύνθηκα προς το σπίτι της. Αντίκρισα ένα διώροφο σπίτι μέσα σε περιτοιχισμένο κήπο, η δίφυλλη αυλόπορτα του οποίου έφερε κατά μήκος του υπέρθυρου ένα μαύρο πανί, σημάδι πένθους, με τα χρυσαφένια αρχικά του/της εκλιπόντα, που είχα να δω από παιδί πάνω σε πόρτα, που η όψη του μου έσφιγγε πάντα την καρδιά. Το σκούρο σχετικά, μαύρο χρώμα αυτού του πένθιμου πανιού, παρά την έκθεσή του στις όποιες καιρικές συνθήκες, με έκανε να υποθέσω ότι ο θάνατος θα ήταν σχετικά πρόσφατος. Επίσης δήλωνε και κάποια συντηρητικότητα τουλάχιστον ως προς τα έθιμα του θανάτου, αφού αυτή η πρακτική της ανάρτησης μαύρου πανιού στις πόρτες αλλού έχει εκλείψει, απ’ όσο γνώριζα. Φώναξα δυνατά για ν΄ακουστώ έξω από την αυλόθυρα το όνομα της νεωκόρας που μου είχαν πει αρκετές φορές, γιατί δεν έβλεπα κάποιο ηλεκτρικό κουδούνι ή ρόπτρο για να χτυπήσω. Μετά από λίγο πρόβαλε σε ένα παράθυρο μια νεαρή κοπέλα μ’ ένα λευκό φανελάκι και ρώτησε ποιος είναι. Της εξήγησα τα σχετικά και μου απάντησε πως νεωκόρα ήταν η γιαγιά της, η οποία όμως έλειπε εκείνη τη στιγμή αλλά είχε τα κλειδιά και θα ερχόταν η ίδια να μου ανοίξει την εκκλησία.
Άγιος Ανδρέας Κυνουρίας. Ο ναός του αγίου Κωνσταντίνου πριν την ανακάινιση
Φτάνοντας στο ναό η κοπέλα μας είπε ότι είναι ο παλιότερος ναός, πρόσφατα ανακαινισμένος και με επεκτάσεις. Όταν ξεκλείδωσε και μπήκαμε, ο ναός ήταν σχεδόν σκοτεινός και είδαμε ότι ήταν ζωσμένος με σκαλωσιές στους τοίχους, το τέμπλο σκεπασμένο με διαφανές πλαστικό και έναν ζωγράφο-αγιογράφο καθισμένο ψηλά στη σκαλωσιά εμπρός στο βόρειο τοίχο να ιστορεί κάποιους ολόσωμους αγίους. Μου φάνηκε περίεργο να ζωγραφίζει έτσι κλειδωμένος μέσα σχεδόν στα σκοτάδια και του το είπα, μετά τις εξηγήσεις για το ποιες είμαστε, οι ξένες. Απάντησε ότι θέλει την ησυχία του αλλά δεν φάνηκε να τον ενοχλεί η παρουσία μας. Μας είπε ότι ο ναός είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος όχι μόνο στους αγίους κωνσταντίνο και Ελένη αλλά και στους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Αναργύρους. Συνδυασμός αγίων Κ+Ε και δύο ζεύγη «ως δίδυμων» αγίων δηλαδή, σκέφτηκα εγώ.
Τον ρώτησα αν θα τον
πείραζε να του κάνω μερικές ερωτήσεις: πώς τοποθετεί τους αγίους στις
τοιχογραφίες, αν υπάρχουν κανόνες, αν ακολουθεί τις επιθυμίες των αφιερωτών σε
εκπλήρωση τάματος ή ευχαριστίας, υπέρ υγείας, οι οποίοι και τις πληρώνουν, αν παίρνει δικές του πρωτοβουλίες.
Μου απάντησε ότι η δουλειά είναι συνδυασμός και των τριών αυτών παραγόντων όσο
και με άλλους που έχουν να κάνουν με το σχήμα και το μέγεθος των εικόνων, τη
χωροταξία του εσωτερικού του ναού. Καθώς απαντούσε ζωγράφιζε ταυτόχρονα το
πρόσωπο ενός αγίου. Τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος να
συνδυάζονται οι εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με «ζεύγη» ανδρικών
μορφών πεζών ή καβαλάρηδων, αρχικά μου απάντησε ότι συνήθως «τα ζεύγη πάνε με
τα ζεύγη». Όταν όμως του είπα ποια ζεύγη αγίων έχω παρατηρήσει και πόσο συχνά
σε σχέση με τους αγίους Κ+Ε, μου είπε ότι δεν γνωρίζει κάτι σχετικό, ούτε
μπορούσε να το εξηγήσει. Παρατηρώντας τι είχε ήδη ζωγραφίσει, τον ρώτησα γιατί
ζωγράφισε τον «νεο-άγιο» Ραφαήλ ως τριάδα με τον Νικόλαο και την κόρη Ειρήνη
ανάμεσά τους , σε τόσο μεγάλο μέγεθος
και πάνω στον ίδιο τοίχο με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Μου απάντησε ότι ζήτησε έτσι μεγάλη την εικόνα του Ραφαήλ-Νικολάου-Ειρήνης
ο αφιερωτής και ότι μπήκαν τυχαία σε
αυτή τη θέση, δεν υπάρχει κάποιος απαρέγκλιτος κανόνας.
Πάνω σε ένα προσκυνηματικό
στασίδι είδα μιαν «ασημοντυμένη», κινητή εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης φορτωμένη με αρκετά κοσμήματα-αφιερώματα των πιστών. Δεδομένου του ότι
οι δύο άγιοι ούτε τόσο «άγιοι» είναι ούτε θεωρούνται θαυματουργοί όπως
τουλάχιστον άλλοι, με πρώτη την
Παναγία, στους οποίους αφιερώνουν
πολύτιμα αντικείμενα οι πιστοί, μου φάνηκε παράδοξο και αναρωτήθηκα αν άραγε
απευθύνονταν, μη συνειδητά, κυρίως στην
αγία Ελένη ως μητρική μορφή-Μητέρα/Ελένη.
Αφήσαμε τον ζωγράφο να συνεχίσει
τη δουλειά του ανενόχλητος και βγήκαμε
στη μικρή πλατεία. Εκεί μια ταμπέλα δήλωνε ότι ήταν το αγροτικό ιατρείο που ήταν εκείνη την ώρα ανοιχτό. Μετά από πίεση
της Χλόης αποφάσισα να μπω να δει ο γιατρός το πρήξιμο στο χέρι μου που
εξακολουθούσε να με πονάει. Μπήκαμε και μας δέχτηκε αμέσως ο νεαρότατος
γιατρός που υπηρετούσε εκεί, απ’ ό, τι
φαινόταν μόνος, χωρίς κάποιον νοσοκόμο, νοσοκόμα ή άλλον βοηθό. Μας έβαλε στον προθάλαμο να περιμένουμε και
εκείνος συνέχισε την εξέταση του ασθενούς μέσα στο γραφείο του. Απ’ όσο
μπορούσαμε να ακούσουμε, άθελά μας, μέσα από την κλειστή πόρτα, ο ασθενής
πρέπει να ήταν ηλικιωμένος και μου έκανε εντύπωση ο υπομονετικός,
μειλίχιος και συνάμα επιστημονικός
τρόπος με τον οποίο ο γιατρός εξηγούσε στον ηλικιωμένο για τα φάρμακά του, πώς
και πότε να τα παίρνει κ.λπ. και αναθάρρησα ότι θα αντιμετώπιζε έτσι και το
δικό μου πρόβλημα και αναρωτιόμουν αν υπηρετούσε εκεί ολομόναχος μόνιμα ή αν
λόγω Αύγουστου, έλειπε σε άδεια κάποιος βοηθός νοσηλευτής ή νοσηλεύτρια.
Όταν ήλθε η σειρά μου, με εξέτασε
με μεγάλη προσοχή και με ρώτησε το
ιατρικό ιστορικό μου. Τελικά διέγνωσε ότι κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για
φλεγμονή κάποιου αδένα στη μασχάλη αλλά ότι συνιστούσε να με δει και κάποιος
χειρούργος στο νοσοκομείο στην Τρίπολη ή
στην Αθήνα, λόγω μιας προϊστορίας παλιάς χειρουργικής επέμβασης στο στήθος μου,
που ανησυχούσε και εμένα, εξάλλου. Μου έγραψε μια συνταγή για αντιβίωση να
αντιμετωπιστεί άμεσα η φλεγμονή. Συνέστησε και πάλι να με δει χειρούργος σε
νοσοκομείο, πράγμα που με άγχωσε περισσότερο, πέρα από το ότι θα έπρεπε να
διακόψω έστω για λίγες ημέρες την επιτόπια έρευνα και φύγαμε ανήσυχες.
Στο τοπικό φαρμακείο πήρα το
αντιβιοτικό φάρμακο, ήπια την πρώτη δόση και συμφώνησα με την Χλόη να πάω την Κυριακή
στην Αθήνα μαζί της αφού εκείνη θα επέστρεφε εκεί έτσι κι αλλιώς εκείνη την
ημέρα, να πάω στο νοσοκομείο να δουν το πρόβλημά μου και να παραλάβω και το νοικιασμένο αυτοκίνητο
με το οποίο θα συνέχιζα –καλώς εχόντων των πραγμάτων με την υγεία μου- την επιτόπια έρευνα στην
Αρκαδία, μόνη μου πλέον.
Μονή
Ορθοκωστά/Αρτοκωστά
Κατόπιν αυτών συνεχίσαμε κανονικά το πρόγραμμα περιηγήσεων
της ημέρας. Ξεκινήσαμε για την σχετικά κοντινή μονή της Παναγίας με το
περίεργο, γριφώδες όνομα «Ορθοκωστά» ή «
Αρτοκωστά». Η μονή είχε γίνει ευρύτερα γνωστή και από το ομώνυμο βιβλίο του
Θανάση Βαλτινού για επεισόδια του
Εμφύλιου στην περιοχή, το οποίο είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις και
αντιπαραθέσεις. Στο βιβλίο του μητροπολίτη Κυνουρίας Αλέξανδρου είχα διαβάσει
ότι η μονή είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση αλλά γιορτάζει στις 23 Αυγούστου στην
«Απόδοση» κατά την Εκκλησία, στο μνημόσυνο για τα «Εννιάμερα» από την Κοίμηση,
κατά τη λαϊκή παράδοση, λίγες μόλις ημέρες πριν δηλαδή, οπότε όπως έχω παρατηρήσει
κατά την έρευνα, γιορτάζουν και οι
πιο παλαιές μονές της Παναγίας από τις
αφιερωμένες στην Κοίμηση. Η «Ορθοκωστά» (ή
Αρτοκωστά) ιδρυμένη το 1617,
είναι νεότερη μονή σε σχέση με την πρώτη
εγκαταλελειμμένη, παλαιότερη μονή με το ίδιο όνομα σε κοντινή θέση. Είναι η
αρχαιότερη μονή στην Κυνουρία, σύμφωνα με τις κτητορικές επιγραφές του
καθολικού όσο και από επιγραφή πάνω στο «παλλάδιο» της μονής, όπως το ονομάζει
ο Μητροπολίτης, δηλαδή στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, εποχής τουλάχιστον
των Παλαιολόγων, την οποία είχε απαγάγει κάποιος Ενετός και μεταφέρει στη
Βενετία, όπου βρίσκεται ακόμα και σήμερα, στο ναό του αγίου Σαμουήλ. Στη φωτογραφία της εικόνας στο βιβλίο του
μητροπολίτη, είδα ότι ανήκει στις «Μαύρες»
Παναγίες, δηλαδή με το πρόσωπο της Παναγίας χωρίς συγκεκριμένο σχήμα
αλλά ως μαύρη επιφάνεια, είτε βαμμένη, είτε «καμένο» ξύλο είτε ως άλλο μαύρο
υλικό, όπως πολλές εικόνες της Παναγίας, που αποτελούν τα «παλλάδια» των πιο παλαιών μονών της και δη αυτών των αφιερωμένων στην Κοίμηση, που αποδίδονται θρυλικά στον
ευαγγελιστή Λουκά, όπως ακριβώς και η «Ορθοκωστά». Στη συγκεκριμένη εικόνα, καλυμμένη,
«ντυμένη» όπως λένε οι πιστοί, με περίτεχνα ασημένια πλακίδια, στο κενό όπου θα
έπρεπε να είναι κανονικά ζωγραφισμένη η μορφή της βρεφοκρατούσας Παναγίας, δεν
φαίνεται παρά ένα κατάμαυρο ξύλο. Ως προς το όνομα, Αρτοκωστά, που αναφέρεται στην
εικόνα, ο Μητροπολίτης θεωρεί ότι πρόκειται για παλιό τοπωνύμιο στην περιοχή,
που έδωσε το όνομα στην Παναγία και κάτ΄ επέκταση στη μονή. Στο
πλαίσιο της ερευνητικής μου υπόθεσης για την «Ελένη /Αγιαλένη», η μαύρη αυτή
απεικόνιση (όσο κι αν η Εκκλησία την εξηγεί, όχι πειστικά κάτ’ εμέ, ως φθορά ή
κάπνα από τα κεριά) σε συνδυασμό με το όνομα που αναγράφεται πάνω της,
«Αρτοκωστά», έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και τούτο γιατί αν τα δύο συνθετικά της
δυσερμήνευτης αυτής ονομασίας είναι άρτος+κωστά/κώστας (εάν βεβαίως δεν
αποτελούν άγνωστες σε μένα λέξεις του
πανάρχαιου Τσακώνικου ιδιώματος) αναρωτιέμαι μήπως η λέξη συνδέεται διπλά με
την Ελένη/Αγιαλένη, τόσο μέσω του
άρτου, όσο και μέσω του Κώστας, οπότε το παλαιότερο μοναστήρι της να συνδεόταν
με κάποιο αρχαίο ιερό της Μεγάλης Μητέρας/Ελένης, δεδομένου του ότι περιλαμβάνεται
και σε ευρύτερη λακωνική περιοχή κατά την Αρχαιότητα[14].
Όδευα λοιπόν προς την μονή με μεγάλο
ενδιαφέρον, μήπως και κάποια ευρήματα εκεί τεκμηρίωναν την υπόθεσή μου, αν και
αμφέβαλλα σχετικά, γιατί λόγω του ότι είναι νεότερη από την αρχική, ήταν
απίθανο να βρω επιτόπου οικοδομικά ή άλλα αρχαία ίχνη.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ’ ένα
πλάτωμα έξω από τη μονή διαμορφωμένο επί τούτου ως χώρος πάρκινγκ για τους
επισκέπτες, σκιασμένο από ψηλά δέντρα. Τριγύρω βουνά-βουνά-βουνά με χαμηλή
θαμνώδη βλάστηση. Κάτω από αυτήν τα ασκημένα σχετικά μάτια μου διέκριναν τις
παλιές, χτιστές αναβαθμίδες της καλλιέργειας των δημητριακών που
εγκαταλειμμένες, έχουν δασώσει και πάρ’ όλ’ αυτά μου έδιναν το πρώτο σημάδι της
σχέσης του πρώτου συνθετικού, του Αρτο-
στο όνομα της μονής, αν ίσχυε κάτι τέτοιο. Η καμαρωτή, πετροχτισμένη είσοδος, εν είδει μικρού τούνελ, της μονής ήταν ανοιχτή και διασχίζοντάς την μπήκαμε
μέσα. Ο σχετικά στενός περίβολος ήταν καθαρός,
περιποιημένος, με πολλά λουλούδια σε γλάστρες και θάμνους, σκιασμένος με
κληματαριές φορτωμένες σταφύλια και δήλωνε πως το μοναστήρι είναι γυναικείο. Τα
πετρο-χτισμένα σε δύο ορόφους κελιά περιβάλλουν, όπως σε όλες σχεδόν τις μονές,
το καθολικό δημιουργώντας με τους εξωτερικούς τοίχους τους το «περιτείχισμα»
της μονής, έδειχναν πρόσφατα ανακαινισμένα και συντηρημένα. Σε μια χτιστή σκάλα
που οδηγεί στον επάνω όροφο, ανέβαινε μια γυναίκα «λαϊκή», όχι μοναχή δηλαδή,
κρατώντας στοίβα από φρεσκο-σιδερωμένα σεντόνια στα χέρια της. Φαινόταν πολύ
οικεία και άνετη μέσα στη μονή, ένα είδος εθελοντικής διακόνισσας με
αρμοδιότητες αλλά και αποστασιοποιημένη, ως «κοσμική», ταυτόχρονα. Την
ενημέρωσα τα σχετικά με την παρουσία μας εκεί και ρώτησα αν ήταν δυνατόν να
επισκεφθούμε το καθολικό και να δούμε και την Ηγουμένη για να μας δώσει κάποιες
πληροφορίες σχετικά με τη μονή. Για το καθολικό, το ναό της Κοίμησης, είπε ότι ήταν ανοιχτό και ότι
μπορούσαμε να μπούμε ελεύθερα. Για την ηγουμένη, είπε ότι όχι μόνον εκείνη τη
στιγμή ήταν απασχολημένη να διαβάζει κάποιες ευχές σε προσκυνητές αλλά και
ότι δεν είχε χρόνο να μας μιλήσει, γενικότερα, γιατί ετοιμαζόταν να φύγει για το πανηγύρι του άη-Γιάννη στον
Πραστό, για τον πανηγυρικό Εσπερινό, λόγω της γιορτής του Αποκεφαλισμού του την
επομένη, 30/8. Ωστόσο μετά από κάποιο δισταγμό, συμπλήρωσε ότι πάρ’ όλ’ αυτά θα
ενημέρωνε την «Γερόντισσα» για το αίτημά μας και ότι μάλλον αυτή θα μας δεχόταν, μας παρακάλεσε όμως να μην την απασχολήσουμε πολύ, γιατί θα την καθυστερούσαμε
και θα αργούσε για τον Εσπερινό, καθώς
το μοναστήρι είναι μακριά από τη μονή. Την ευχαρίστησα δεόντως και
μπήκαμε στο καθολικό, εν αναμονή και της ενημέρωσης της «Γερόντισσας» από την
διακόνισσα.
Αμέσως μετά την είσοδό μας στο
ναό, πατήσαμε πάνω σε δύο πολυγωνικές, παμπάλαιες μαρμάρινες πλάκες, με τις
οποίες είναι στρωμένο όλο το δάπεδο του ναού. Η πρώτη μετά το κατώφλι της
εισόδου φέρει στο κέντρο της ένθετο ένα
κομμάτι από κεραμικό πλακάκι και η δεύτερη φέρει ένα ανάγλυφο λιοντάρι εμπρός από δέντρο.
Στο κέντρο του ναού, στο δάπεδο, είναι ένθετο ένα είδος «μωσαϊκού» από μάρμαρα
λευκά και πολύχρωμα. Τα λευκά, με
ανάγλυφες επιγραφές, σχηματίζουν μια τετράγωνη κορνίζα ενώ ένα άλλο κομμάτι κυκλικού
λευκού μάρμαρου είναι ένθετο στο κέντρο
αυτής της «κορνίζας», ως μετάλλιο, με
ανάγλυφο τον βυζαντινό δικέφαλο αετό, το οποίο περιβάλλεται από ένθετα
ασπρόμαυρα μάρμαρα και τέσσερα μικρά κομμάτια από πλακάκια, στο κέντρο κάθε πλευράς
του τετραγώνου. Κοιτάζοντας το σύνολο (φωτ.) αναρωτήθηκα για την προέλευση και
τη σημασία αυτών των ένθετων,
μικροσκοπικών πλακακιών, πολύ μικρών για να έχουν σημαντική διακοσμητική χρήση
και κάπως παράταιρων ανάμεσα στα μάρμαρα, χρήση που δηλώνει ίσως την
πολυτιμότητα των υαλωμένων, πολύχρωμων κεραμικών αυτού του είδους, όταν τοποθετήθηκαν. Όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος στο
βιβλίο του, η περιμετρική ανάγλυφη επιγραφή της κορνίζας αφορά τους δωρητές και
τον καλλιτέχνη που την σκάλισε στο μάρμαρο.
Ο χώρος ήταν μισοσκότεινος και
προσπαθούσα να διακρίνω το περιβάλλον με το τρεμάμενο φως λίγων κεριών που
είχαν μάλλον ανάψει οι πιστοί επισκέπτες στους οποίους διάβαζε ευχή η Ηγουμένη.
Οι τοίχοι (κάπως παράταιρα με την παλαιότητα του ναού κάτ’ εμέ) είναι ιστορημένοι πρόσφατα με τις γνωστές,
βυζαντινότροπες τοιχογραφίες που συναντώ σε τόσες πολλές εκκλησίες. Στο βόρειο
τοίχο, πάνω στην προεξοχή μιας παραστάδας, είδα την τοιχογραφία των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης, στην τυπική απεικόνισή τους με το σταυρό ανάμεσά τους
και -«τυπικά» πλέον κάτ’ εμέ-
πλαισιωμένους με «ζεύγη» αγίων. Η πρόσφατη, όπως φαινόταν, εικονογράφηση
του ναού, δεν μου επέτρεπε να αναγνωρίσω κάποια άλλη λανθάνουσα σημασία σε αυτό
το συνδυασμό εικόνων, ωστόσο η Ελένη/Αγιαλένη, είχε δώσει και εδώ το «σημάδι»
της.
Απέναντι από αυτή την
τοιχογραφία, εμπρός από τη δυτική πλευρά ενός από τους δύο ανατολικούς πεσσούς
που στηρίζουν τον τρούλο του ναού, στέκεται ένα στασίδι που φέρει μια όμορφη,
παλαιά εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό ολόσωμο, ως παιδί και όχι μωρό στην
αγκαλιά της, κάτ’ ενώπιον εμπρός από το στήθος της. Η αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης
πάνω στο τέμπλο, ζωγραφισμένη με έντονους τόνους του κόκκινου, είναι κατάφορτη
με μεταλλικά αφιερώματα με ανάγλυφες απεικονίσεις του τάματος και του
λόγου για τον οποίο τα είχαν αφιερώσει
κρεμασμένα σε σειρές από κλωστή, ενώ και
δύο ολόσωμα ομοιώματα παιδιών από κερί κρέμονται ένθεν και ένθεν της εικόνας.
Σκέφτηκα ότι η απουσία της ξενιτεμένης στη Βενετία «μαύρης» εικόνας της Παναγίας,
του «παλλάδιου» της μονής, είναι ο λόγος που τα τάματα τοποθετούνται πάνω στην
εικόνα του τέμπλου, ενώ συνήθως αφιερώνονται πάνω σε αυτά τα «παλλάδια» των
μονών, τις θεωρούμενες θαυματουργές
εικόνες της Παναγίας.
Βγήκαμε από το ναό και ανεβήκαμε
στον πρώτο όροφο να δούμε την ηγουμένη, όταν τελείωνε το διάβασμα της ευχής. Η
γυναίκα που είχαμε μιλήσει μαζί της προηγουμένως, ως «διακόνισσα», μας έβαλε να καθίσουμε δίπλα σε ένα τραπέζι
στο περιμετρικό του πρώτου ορόφου
μπαλκόνι να περιμένουμε την «Γερόντισσα» και έφυγε να συνεχίσει τις
προετοιμασίες για την αναχώρηση, όπως είπε. Σε ένα διάδρομο ήταν ακουμπημένες
μερικές κορνίζες από φρέσκα λουλούδια σε διαφορετικά μεγέθη, υπέθεσα
απομεινάρια από το στολισμό των εικόνων στην πρόσφατη γιορτή της Παναγίας,
μάλλον παραγγελία σε ανθοπωλείο, όπως φαινόταν από την τυποποιημένη τοποθέτηση
των λουλουδιών σε αυτές. Όσο περιμέναμε,
από την ανοιχτή πόρτα ενός κελιού δίπλα μας ακουγόταν καθαρά η δυνατή φωνή
κάποιας άλλης γυναίκας που μιλούσε, όπως φάνηκε, στο κινητό της τηλέφωνο. Άθελά
μας λοιπόν, την ακούγαμε να συνομιλεί με κάποιον/αν σχολιάζοντας δυσμενώς
κάποια ηγουμένη κάποιας άλλης, άγνωστης σε μας, μονής, για κακοδιαχείριση και
αλαζονεία, ενώ και μια άλλη γυναικεία φωνή μέσα στο δωμάτιο, συμπλήρωνε τις επικρίσεις,
σχολίαζε δυσμενέστατα και έδινε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά, με έντονο
ύφος. Η ενδιαφέρουσα αυτή συνομιλία κράτησε πολύ, προσφέροντάς μας τη
δυνατότητα να μην πλήττουμε αναμένοντας την Ηγουμένη, αναμονή που κρατούσε εις
μάκρος, παρόλο που βιαζόντουσαν να φύγουν για το πανηγύρι. Εν τέλει βγήκε από
ένα από τα κελιά μια κοντή, παχουλή μεσόκοπη προς ηλικιωμένη, μοναχή που
καταλάβαμε ότι είναι η Ηγουμένη. Μας χαιρέτησε ευπροσήγορα, με χαμόγελο και μας
ρώτησε ποιες είμαστε και τι την θέλουμε και
της δώσαμε τις δέουσες εξηγήσεις. Εκείνη μας ρώτησε το τόπο της κοινής
καταγωγής μας, αφού είμαστε αδελφές. Της απάντησα γενικά, «από την Ηλεία».
«Ααα», είπε ενθουσιασμένη, «από ποιο χωριό;» «Από τα Λεχαινά», της απάντησα. «Μέσα από τα
Λεχαινά»; επέμεινε. «Ναι», της είπα,
«εμείς γεννηθήκαμε στα Λεχαινά αλλά οι γονείς μας κατάγονται από κοντινό χωριό,
κοντά στην Κυλλήνη, όπου και έχουμε εμείς τώρα σπίτια και ήρθαμε από εκεί». «Ποιο,
το Νιοχώρι μήπως;» μας ρωτάει, αφήνοντάς μας εμβρόντητες! «Ναι, το ξέρετε;» τη
ρωτήσαμε με τη σειρά μας… «Ε, κάτι ξέρω», μας απάντησε υπομειδιώντας, «από
‘κείνα τα μέρη είμαι κι εγώ!» «Ναι; από πού;» ρωτήσαμε έκπληκτες. «Από το
Βαρθολομιό, από του Βρανά», μας είπε
γελώντας, κάτι που την έκανε να φαίνεται πολύ μικρότερη. Κατόπιν αυτών, η κουβέντα στράφηκε στην περιοχή και στα χωριά μας, καθώς μάλιστα γνώριζε πολλούς
Νιοχωρίτες γιατί οι γονείς της είχαν κουμπαριά στο χωριό και ερχόταν συχνά εκεί
πριν μονάσει. Από την άλλη εγώ πέραν της
γειτνίασης του χωριού Βρανά με το Νιοχώρι, είχα κάνει και επιτόπια έρευνα στο
χωριό για τους κτηνοτρόφους, οπότε βρήκαμε και κοινούς γνωστούς, τόσο στο
Νιοχώρι όσο και στο χωριό Βρανά, για τους οποίους η «Γερόντισσα» μας ρωτούσε λεπτομέρειες
με ενδιαφέρον, αφού είχε πάνω από είκοσι χρόνια να επισκεφθεί το χωριό της,
όπως μας είπε, ευχαριστημένη για αυτή την απρόοπτη σύμπτωση. Αφού πέρασε η πρώτη αυτή έκπληξη,
«Βρε κορίτσια, ο θεός να με συχωρέσει
αλλά θα σας πω κάτι που μου συνέβη», είπε κάπως διστακτική η Γερόντισσα. «Τι
σας συνέβη;»; είπαμε εμείς με απορία αλλά και ενθαρρυντικά ώστε να μας πει.
«Να», συνέχισε αναθαρρημένη, «πριν σας βρω εδώ, χωρίς βέβαια να γνωρίζω ότι
εσείς βρισκόσασταν εδώ και με περιμένατε, διάβαζα τον «Εξάψαλμο» σε κάποιους προσκυνητές
που είχαν έλθει εδώ επιτούτου. Κάποια στιγμή –θέ μου συχώρεσέ με!- ο νους μου
έφυγε από τα λόγια που διάβαζα και στα καλά καθούμενα άρχισα να βλέπω το χωριό
μου, τους γονείς μου, το σπίτι μου, όλα εκεί κάτω… Προσπαθούσα μάταια να
συγκεντρωθώ στον ψαλμό, σκεφτόμουνα, τι ψαλμό διαβάζω τώρα στους ανθρώπους,
συχώρεσέ με Παναγία μου, αλλά τίποτα, το μυαλό μου εκεί, στου Βρανά και τώρα
βλέπω εσάς! Τώρα σκέφτομαι ότι εκείνη
την ώρα που μου συνέβαινε αυτό πρέπει να ήταν όταν μπαίνατε εσείς στο μοναστήρι, ήμαρτον Παναγία μου!» είπε και
σταυροκοπιόταν. Κόκαλο εμείς! Αφού απορώντας θαυμάσαμε τη μεταφυσική αυτή σύμπτωση, η κουβέντα πέρασε στο σκοπό της επίσκεψής μας, γιατί βιαζόταν
κιόλας να φύγει. Την ρώτησα για το μοναστήρι και για το όνομα «Αρτοκωστά»,
ζητώντας την άδειά της να ηχογραφώ την κουβέντα μας και δέχτηκε. Για το
μοναστήρι μας είπε ότι αρχικά, πολύ παλιά, ήταν χτισμένο πιο κάτω, στο δρόμο
που ανεβήκαμε. «πρέπει να είδατε μια πέτρινη παλιά βρύση που ήταν κάποτε στην
είσοδο εκείνου του μοναστηριού, μας είπε, «πολύ παλιό μοναστήρι, πριν ήταν
ανδρικό». Για το όνομα μας είπε ότι το πήρε από την κορυφογραμμή του βουνού
πάνω από τη μονή που στα Τσακώνικα λέγεται «Ορθόκωτσα», κατά πώς είχε ακούσει.
Πρόσθεσε ότι υπάρχει ένας τοπικός θρύλος, πως πέρασε από εκεί ένας Κώστας,
«Κώτσο» στα Τσακώνικα, ο οποίος ήταν πεινασμένος και ζήτησε άρτο, ψωμί από τους
καλογέρους για να φάει γιατί κόντευε να πεθάνει και αυτοί του έδωσαν και ότι από αυτό το γεγονός πήρε η
κορυφογραμμή και το μοναστήρι το όνομα «Ορθοκωστά» ή "Αρτοκωστά". Για τη θαυματουργή εικόνα
είπε πως βρίσκεται στη Βενετία και ότι παλιότερα γινόταν στη γιορτή, στα
«Εννιάμερα» μεγάλο πανηγύρι με φαγοπότι, όργανα και χορό από την παραμονή
ως ανήμερα το βράδυ. Αλλά ότι από τότε που έγινε η ίδια ηγουμένη, επειδή οι
πανηγυριώτες μεθάγανε και βλαστημάγανε και πρόσβαλλαν κατά τη γνώμη της τον
ιερό αυτό χώρο, κατάφερε σιγά-σιγά να απαγορεύσει το «κοσμικό» μέρος του
πανηγυριού και να γίνεται μόνον ο Εσπερινός, εγκοίμηση στη μονή από όσους το
επιθυμούν και θεία λειτουργία ανήμερα. Εγώ σκεφτόμουν βέβαια το πώς τέτοιες κοντόθωρες παρεμβάσεις καταργούν παμπάλαιες θρησκευτικές/λατρευτικές πρακτικές που συνδυάζουν τα χριστιανικά με τα μη ή προχριστιανικά δρώμενα στους πανηγυρότοπους των μοναστηριών...
Εντωμεταξύ η γυναίκα που είχαμε πρωτο-συναντήσει στη μονή, της έλεγε επίμονα
να βιαστεί γιατί αργούν για τον εσπερινό στον άη-Γιάννη, οπότε εμείς σηκωθήκαμε
να φύγουμε. «Δυο λεπτά», μας λέει εκείνη, «περιμένετε εδώ, μη φύγετε!». Έφυγε
και σύντομα επέστρεψε κρατώντας χριστιανικά κομποσχοίνια, εικονίτσες, βραχιόλια, φυλαχτά,
δώρα για μας, τα παιδιά μας αλλά και για το αυτοκίνητο, ζητώντας μας χίλια
συγγνώμη που δεν μας κράτησε για φαγητό και να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε
γιατί έπρεπε να φύγει για τον άη-Γιάννη στον Πραστό να κάνει τις προετοιμασίες
και να τελέσει τον Εσπερινό. Μας ασπάστηκε, μας ευλόγησε, μας έδωσε χίλιες
ευχές για το ταξίδι και για τους δρόμους που κάναμε, λέγοντας, βουρκωμένη, πως
ένοιωθε σαν να είδε τους δικούς της. Την ευχαριστήσαμε και βγήκαμε από τη μονή
να πάρουμε το αυτοκίνητο να φύγουμε. Καθώς μπαίναμε στο αυτοκίνητο, η
«Γερόντισσα» πρόβαλε σε ένα παράθυρο και μας φώναξε να περιμένουμε. Σε λίγο
ήρθε τρέχοντας η γυναίκα-διακόνισσα κρατώντας μια σακούλα με μισή «λειτουργιά»
(πρόσφορο, τελετουργικό ψωμί), κεφαλοτύρι, ντομάτες και σταφύλια για το δρόμο!...
Φεύγοντας σταματήσαμε λίγο πιο κάτω να φωτογραφίσω τη βρύση του παλιότερου
μοναστηριού που δεν την είχα προσέξει όταν ερχόμασταν και κάποια οικοδομικά
ίχνη του.
Κατευθυνθήκαμε πάλι προς το χωριό
Άγιος Ανδρέας με σκοπό να κατευθυνθούμε νότια, προς τον Τυρό. Καθ΄οδόν
σχολιάζαμε την σύμπτωση να είμαστε κοντοχωριανές με την Ηγουμένη και την
περίεργη, μεταφυσική της ενόραση όταν μπαίναμε στη μονή, όπως μας είπε.
Πειράζοντας την Χλόη, της έλεγα ότι μάλλον θα χρειαστώ τις ευλογίες και τις
ευχές της «Γερόντισσας», λόγω της ιστορίας με το χέρι μου και εκείνη μου έλεγε
να αφήσω τα αστεία και ότι δεν ήταν παρά μια φλεγμονή που θα έφευγε με την
αντιβίωση. «Πάει, δεν θα προλάβω να
τελειώσω την Ελένη/Αγιαλένη», επέμενα
εγώ μεταξύ σοβαρού και αστείου, «άσε που θ’ αφήσω στα παιδιά μου και χρέος το
δάνειο για το σπίτι στο χωριό»! «Μη λες σαχλαμάρες!», μου είπε η Χλόη και
έστρεψε την κουβέντα στο όνομα «Αρτοκωστά» και όσα μας είχε πει σχετικά η
Ηγουμένη. Και το πέτυχε, καθώς εγώ επεξεργαζόμουν ήδη νοερά αυτές τις πληροφορίες. Παρέμεναν σημειολογικά
τα «άρτος» και «Κώστας» στο όνομα και το τοπωνύμιο με βάση το θρύλο αλλά με
απασχολούσε και το εναλλακτικό «ορθο-κωστά».
Μήπως στα Τσακώνικα το –αρτ- μπορούσε να προφέρεται και –ορθ-; Μου ήρθε
στο νου και το Ορθία, το προσηγορικό όνομα της λακωνικής θεάς Αρτέμιδας στο Εν
Λίμναις ιερό της στη Σπάρτη, πίσω από την οποία υποστηρίζω, τεκμηριωμένα
εκτιμώ, ότι κρύβεται η θεά Ελένη[15].
Μήπως λοιπον το ορθο- (που ο
Μητροπολίτης Αλέξανδρος στο βιβλίο του το θεωρεί πιο σωστό από το αρτο-) είχε να κάνει με αυτή τη θεά που
σχετίζεται με τα δημητριακά; Γρίφος αλλά
είτε ορθο- είτε αρτο-κωστά, φαίνεται να υπάρχει σχέση με δημητριακά και ψωμί,
πάρ’ όλ’ αυτά, συνδυαστικά και με τις παλιές σιταρο-πεζούλες στις γύρω
πλαγιές.
Προσπερνώντας τον Άγιο Ανδρέα,
τρέχαμε κατά μήκος του πανέμορφου παράλιου δρόμου της Κυνουρίας παράλληλα με το Αιγαίο και το Μυρτώο Πέλαγος με τις
εσοχές και τις εξοχές της κρημνώδους αυτής
ακτής να βυθίζονται στα καταγάλανα νερά,
με κατεύθυνση τον Τυρεό, όπου είχα πληροφορία για ναό του αγίου Κωνσταντίνου
[και Ελένης]. Σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα να γευματίσουμε με τα καλούδια της
Γερόντισσας, γιατί είχε πάει τρεις η ώρα.
Τυρός-Σαπουνακέικα
Στον Τυρό πληροφορηθήκαμε ότι ο «Αγιος Κωσταντίνος» που αναζητούσα βρίσκεται στο «πάνω χωριό», στα Σαπουνακέικα, του οποίου είναι και πολιούχος. Δεύτερος «Αγιοκωσταντίνος» [και Ελένη] πολιούχος σε αυτή την ακτογραμμή της Κυνουρίας, σκέφτηκα εγώ. Ανηφορίσαμε τον φιδωτό δρόμο προς τα Σαπουνακέικα και σταματήσαμε σε μια μικρή πλατεία. Το χωριό σκαρφαλωμένο κλιμακωτά στη δασωμένη πλαγιά, είναι σαν μπαλκόνι πάνω από το Αιγαίο ενώ στο βάθος φαίνονται οι Σπέτσες και η Αργολίδα.
Σαπουνακέικα 28.8.2003. Λεπτομέρεια πέτρινου τοίχου με ένθετους διακοσμητικούς/αποτροπαϊκούς σταυρούς φτιαγμένους με κεραμίδια
Σαπουνακέικα 28.8.2003. Πέτρινος, "μαστορικός" φούρνος με εστία κάτω και καμινάδα και το ξύλινο φτυάρι για το φούρνισμα.
Τα σπίτια πέτρινα, ασβεστωμένα και όλα σχεδόν με γαλάζια παράθυρα, έμοιαζαν ακατοίκητα. Μερικά σπίτια έδειχναν σαν να είχε σταματήσει εκεί ο χρόνος, καθώς στις έρημες αυλές και στα κατώγεια στεκόντουσαν οι χτιστοί φούρνοι με εργαλεία του φουρνίσματος στη θέση τους, τα σκεπαστά χαγιάτια με διάφορα γεωργικά εργαλεία και αντικείμενα, σαν να περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τους νοικοκυραίους να τα χρησιμοποιήσουν. Αναζητήσαμε το ναό καθοδηγούμενες από το προεξέχον καμπαναριό του, καθώς δεν φαινόταν ψυχή, μάλλον λόγω μεσημεριού, για να ρωτήσω. Σκαρφαλώνοντας στα δαιδαλώδη, ανηφορικά μονοπάτια, τον φτάσαμε το ναό στην κορυφή του χωριού, χτισμένο μέσα σε έναν τσιμεντένιο περίβολο, φρεσκοβαμμένο και περιποιημένο εξωτερικά, πλην κλειδωμένο, βεβαίως. Μη μπορώντας να κάνω τίποτε άλλο μέσα στο ντάλα μεσημέρι μέχρι να ξυπνήσουν και να φανούν κάποιοι χωριανοί, αφού απολαύσαμε τη θέα από εκεί ψηλά, περιεργαζόμουν το χώρο και το ναό εξωτερικά. Κάποια στοιχεία στη λιθοδομή του περίβολου έδειχναν πως ο ναός παρόλη την φρεσκοβαμμένη σε ώχρα όψη του, πρέπει να είναι αρκετά παλιός, τουλάχιστον των αρχών του 20ού αιώνα. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε από κάποια παλιά, ξύλινα στασίδια κάτω από το χαγιάτι στη νότια πλευρά του ναού, που προφανώς θα είχαν αντικατασταθεί από καινούργια. Μια πύλη δυτικά του περίβολου που επιστέφεται από το καμπαναριό οδηγεί σε ένα δασύλλιο που πρέπει να ανήκει στο ναό. Ψηλότερα, σε μια άλλη βαθμίδα της πλαγιάς, διέκρινα μια άλλη εκκλησία με περίβολο, «μάντρα», απ’ όπου πρόβαλλαν σταυροί, το νεκροταφείο και αναρωτήθηκα σε ποιον άγιο ή αγία να ήταν αφιερωμένη η εκκλησία. Από ένα κοντινό σπίτι κάτω από τη νότια πλευρά του ναού ακουγόντουσαν ομιλίες. Πλησίασα και διαπίστωσα ότι επρόκειτο για ομιλίες από την τηλεόραση, από κάποια μεσημεριανή ριάλιτι εκπομπή. Φώναξα αλλά φαίνεται ότι όποιος έμενε εκεί κοιμόταν με την τηλεόραση ανοιχτή και δεν άκουγε . Ο ναός έχει μεν διαφανή τζάμια στα παράθυρα από όπου θα μπορούσα να δω στο εσωτερικό, ακόμα και να φωτογραφίσω, αλλά είναι σε αρκετό ύψος και δεν τα έφτανα.
Εν τέλει ανακαλύψαμε μια σκάλα που οδηγεί στον γυναικωνίτη, στη δυτική
πλευρά του ναού και μια τζαμόπορτα από την οποία μπορούσα να δω εσωτερικά.
Κατάλαβα ότι ο γυναικωνίτης καταλαμβάνει όλη τη δυτική πλευρά του ναού, υπερυψωμένος κατά δυο-τρία
σκαλοπάτια (όπως συμβαίνει σε πολλούς παλιούς ναούς και στη Μεσσηνία και τη
Λακωνία) και χωρίζεται από τον κυρίως ναό με ξύλινο στηθαίο ενώ έχει και την
σκάλα που οδηγεί στον γυναικωνίτη- υπερώο. Η τζαμόπορτα από όπου έβλεπα μέσα
στο ναό λοιπόν, αποτελεί την ξεχωριστή είσοδο του ναού για τις γυναίκες, από την οποία μπαίνουν (ή
έμπαιναν παλιότερα) κατ’ ευθείαν στον γυναικωνίτη, τόσο στο ισόγειο όσο και στο
υπερώο, χωρίς να έρχονται σε επαφή με τον κυρίως ναό, προορισμένο μόνο για τους
άνδρες. Και εδώ όπως και σε έναν γυναικωνίτη στη Λακωνία, υπάρχουν στο στο γυναικωνίτη και ανεξάρτητες προσκυνηματικές εικόνες με μανουάλι για να ανάβουν οι γυναίκες
κεριά, ώστε να μην προσκυνούν στις
εικόνες στον κυρίως ναό. Μέσα από το τζάμι της πόρτας έβλεπα το πίσω μέρος του
στηθαίου που χωρίζει τον υπερυψωμένο χώρο του γυναικωνίτη από τον κυρίως ναό
και τις ξύλινες κολώνες που στηρίζουν τον γυναικωνίτη-υπερώο, περιορίζοντας την
δυνατότητά μου να δω τον κυρίως ναό, αν και διέκρινα κομμάτι του τέμπλου με την
«ασημοντυμένη» αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δεν
μπορούσα όμως να δω αν η εικόνα δίπλα τους εικόνιζε «ως δίδυμους» αγίους. Παρόλ’
αυτά, ακούμπησα τον φακό της μηχανής στο τζάμι και τράβηξα μερικές φωτογραφίες (εικ.).
Δεν έβλεπα αν οι μακροί τοίχοι είχαν τοιχογραφίες, έβλεπα όμως κρεμασμένα πολλά
στεφάνια από ξερά λουλούδια στη σειρά.
Κάποια στιγμή φάνηκε στο δρόμο να
ανεβαίνει ένας γέροντας καβάλα σε γάιδαρο. Όταν πλησίασε, τον σταμάτησα, του
είπα ποια είμαι και τον ρώτησα σχετικά με το ναό. Μου είπε πρόθυμα ότι ο ναός χτίστηκε
το 1888 αλλά δεν γνώριζε γιατί είχε αφιερωθεί στον άγιο Κωνσταντίνο [και
Ελένη]. Είπε επίσης ότι ο ναός στο νεκροταφείο είναι του άγιου Σπυρίδωνα, ότι ο
παπάς δεν μένει στο χωριό και ότι μόνον αυτός είχε το κλειδί. Μια γυναίκα που
εντέλει ακούγοντας φαίνεται τις φωνές μας βγήκε από το σπίτι όπου έπαιζε η τηλεόραση,
ήταν δύσθυμη και απρόθυμη για κουβέντα, άλλος κανείς δεν φαινόταν στο χωριό,
οπότε φύγαμε.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας νοτιότερα
προς το Λεωνίδιο (Λενίδι κατά τους ντόπιους). Σε ένα βενζινάδικο κοντά στο
χωριό όπου σταματήσαμε για καύσιμα, μας είπαν πως το όνομα «Σαπουνακέικα»
οφείλεται σε κάποιον οικιστή του χωριού που λεγόταν Σαπουνάκης.
Φτάσαμε στο Λεωνίδιο, την όμορφη και αρχοντική παραθαλάσσια κωμόπολη
με νεοκλασικά και πετρόχτισα, διώροφα σπίτια-"καστρόσπιτα" που έχουν περίκλειστες με ψηλούς
μαντρότοιχους αυλές και κήπους, με
μεγάλες τοξωτές αυλόπορτες. Ήπιαμε έναν
καφέ στην πλατεία και ξανακοίταξα το δρομολόγιο που είχα καταρτίσει. Μέσα στο
ίδιο το Λεωνίδιο δεν είχα πληροφορία για ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ωστόσο είχα την άποψη ότι το Λεωνίδιο φαίνεται να έχει σχέση με την Ελένη,
αφενός λόγω της γειτνίασης με τη μονή της Έλωνας, όνομα μάλλον σχετικό με το
Ελένη και όχι με το Έλος και αφετέρου λόγω
του ότι οι ντόπιοι το λένε «Λενίδι»,
όνομα που συσχετίζω με το Ελένη/Λένη και
όχι με το λόγιο Λεωνίδιο που το συνδέει με τον Λεωνίδα ή με τον άγιο Λεωνίδη, , όπως υποστηρίζω σε άλλα
κείμενα[16].
Οπότε αν και δεν είχα, απ’ όσο γνώριζα, πληροφορία για ύπαρξη ναού, θεώρησα την
κωμόπολη «στιγματισμένη» από την Ελένη, δεδομένου ότι και η θέση της γειτνιάζει
με τη Λακωνία.
Πυργούδι
Είχα όμως πληροφορία για ναό
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα χωριά Τσιτάλια και Πελετά, στο έσχατο,
νοτιότατο άκρο της Κυνουρίας στο σύνορο με τη Λακωνία, όπως βλέπαμε στο χάρτη
του Πάρνωνα. Ακολουθήσαμε τις ταμπέλες με την ένδειξη «Τσιτάλια» στην παραλία του Λεωνιδίου και
πολύ σύντομα βρεθήκαμε να σκαρφαλώνουμε σε έναν ελικοειδή δρόμο που ανεβάζει
από τα παράλια ψηλά στο βουνό στα ΝΑ του Λεωνίδιου, το οποίο και βλέπαμε να
απλώνεται κάτω χαμηλά στα πόδια του βουνού. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε ένα
εκτεταμένο οροπέδιο με χαμηλή βλάστηση με ένα χωριό στο κέντρο του. Ένας βοσκός
που συναντήσαμε και τον ρώτησα για το ναό του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]
στα Τσιτάλια, με πληροφόρησε ότι το
χωριό που βλέπαμε ήταν μεν τα Τσιτάλια αλλά ότι η εκκλησία του αγίου
Κωνσταντίνου που ζητούσα βρίσκεται σε ένα άλλο, κοντινό χωριό, το Πυργούδι.
Προχωρήσαμε και εκεί που νομίζαμε
ότι προχωρούμε βαθιά μέσα στο βουνό, ξαφνικά είδαμε να απλώνεται κάτω μας το
νότιο μέρος του Αργολικού κόλπου και στο βάθος το Αιγαίο. Μια ταμπέλα έγραφε
«Πυργούδι» αλλά χωριό δεν βλέπαμε, εκτός από δύο ερειπωμένα κτίρια και μια
μικρή εκκλησία. Ρώτησα μια κοπέλα που έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα αν εκεί ήταν το
Πυργούδι και μας απάντησε καταφατικά. Πλησιάσαμε την εκκλησία που είναι
χτισμένη στην πλαγιά του βουνού με απέραντη θέα προς τη θάλασσα. Έχε πέτρινο
περίβολο χορταριασμένο στον οποίο υπήρχαν λίγα μνήματα. Ο ναός ήταν
ασβεστωμένος, περιποιημένος, σε αντίθεση μάλιστα με τα λίγα ερειπωμένα σπίτια. Η
κοπέλα δεν γνώριζε να μου πει και δεν ήμουν σίγουρη ότι πρόκειται για τον
«Αγιοκωσταντίνο» αλλά ευτυχώς τα τζάμια στα πορτοπαράθυρα είναι διαφανή, οπότε
μπόρεσα να δω το περιποιημένο εσωτερικό του και να βεβαιωθώ ότι πρόκειται για
αυτόν αλλά και να φωτογραφίσω. Οπότε σημείωνα άλλον ένα κοιμητηριακό ναό των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Κυνουρία. Ενόσω εγώ φωτογράφιζα μέσα από τα
τζάμια, ένα αυτοκίνητο είχε φθάσει εκεί και οι επιβάτες του είχαν βγει από αυτό
και κουβέντιαζαν με την Χλόη. Όταν πλησίασα, είδα ότι στεκόντουσαν πάνω σε ένα
σχετικά μικρό στρογγυλό και πλακοστρωμένο πλάτωμα κάτω από το ναό του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] στην άκρη
ενός γκρεμού που ανοίγεται ως κάτω στη θάλασσα και σκέφτηκα ότι αν δεν ήταν η
πλατεία του παλιού αυτού χωριού, τότε θα πρέπει να ήταν παλιό αλώνι –ή και τα
δύο. Αν το είχα προσέξει νωρίτερα το αλώνι, δεν θα είχα αμφιβολία για το ποιος
είναι ο ναός, καθώς «Αγιοκωσταντίνος» [και Ελένη] συν αλώνι είναι για μένα, καθώς τον συναντώ τόσο συχνά, ένας
σχεδόν τυπικός χωροταξικός συνδυασμός πλέον, που εκτιμώ ότι υποστηρίζει, όπως και εδώ σε
συνδυασμό μάλιστα με νεκροταφείο, και
την υπόθεσή μου για τη σχέση της Αγιαλένης
με την αρχαία, χθόνια Δήμητρα-Ελένη. Οι
νεοφερμένοι μάς πληροφόρησαν πως το Πυργούδι είναι πολύ παλιό χωριό, πως έχει
και έναν πύργο στην κορυφή του υψώματος πίσω από την εκκλησία (εξού και το
όνομα) και ότι μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ήταν ένα πολύ ζωντανό χωριό με αρκετά
σπίτια και κατοίκους, με ενοριακό ναό αυτόν του αγίου Κωνσταντίνου, πολιούχο του χωριού. Επίσης είπαν
ότι οι κάτοικοι είχαν μετοικήσει σιγά-σιγά αφήνοντας τα σπίτια τους να
ερειπωθούν και ότι είχαν στην πλειονότητά τους μετοικίσει στο χωριό Πούλιθρα
που το βλέπαμε κάτω χαμηλά στην παραλία με σπίτια πνιγμένα στο πράσινο, στη
ρίζα του βουνού όπου στεκόμασταν. Ότι το μόνο που εξακολουθούν να φροντίζουν οι
Πυργουδιώτες στο παλιό χωριό είναι η εκκλησία (όπως και φαινόταν) και πως εξακολουθούν
να κάνουν εδώ πάνω το πανηγύρι στη γιορτή των αγίων στις 21 Μάη.
Κατόπιν αυτών περιηγήθηκα όσο
γινόταν τα ρημαγμένα καλντερίμια, πνιγμένα στα ξερά αγριόχορτα και τα ερείπια των
σπιτιών του χωριού. Τα δύο κάπως σωζόμενα κτίρια, έδειχναν να ήταν κάποτε
μαγαζιά. Στη συνέχεια είδα ερείπια και
άλλων σπιτιών, όπου ξεχωρίζουν ακόμα πάνω
στο έδαφος τα περιγράμματα και τα εσωτερικά τους χωρίσματα, οι αυλές και οι κήποι, κάποια βοηθητικά
χτίσματα. Ήταν λυπηρό και συνάμα περίεργο να βλέπω το παλιό χωριό να
διαγράφεται σαν κάτοψη από τις πέτρες των σπιτιών του στο έδαφος και την
εκκλησία του να στέκεται όρθια και φροντισμένη, μα σιωπηλή και ολομόναχη… Παρόλ' αυτά, το χωριό κρατάει για μένα τα σημάδια της Ελένης/Αγιαλένης: το ναό και το αλώνι κάτω από
αυτόν. Αναρωτιόμουν πόσο παλιός να ήταν ο πύργος πάνω στο λόφο, σε τι κατάσταση να είναι και αν τυχόν υπήρχαν εκεί ίχνη από αρχαία
κτίσματα αλλά πύργος δεν πολύ-φαινόταν και η πρόσβαση ήταν τόσο δύσβατη και λογγωμένη,
που δεν επιχείρησα να ανεβούμε…
Πελετά
Συνεχίσαμε το δρόμο μας προς το
χωριό Πελετά. Μετά από λίγα χιλιόμετρα βρεθήκαμε σε ένα πολύ εκτεταμένο
οροπέδιο, μεγαλύτερο από αυτό στα Τσατάλια, στην επιφάνεια του οποίου ήταν
ακόμα εμφανή τα κατάλοιπα της καλλιέργειας των δημητριακών, όπως πρόδιδαν οι θερισμένες
καλαμιές στο εκτεταμένο αυτό υψίπεδο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι όντως ο κοντινός «Αγιοκωσταντίνος» [και Ελένη] έχει
σχέση με την Ελένη/Αγιαλένη. Κατόπιν αυτών αναρωτήθηκα αν το όνομα «Πελετά»,
εκτός από τη ρίζα πελ- που σημαίνει πέτρα (πελετά= πετρώδη), μπορεί να έχει
σχέση ετυμολογικά και με το «πελάνα» τα τελετουργικά ψωμιά που προσέφεραν οι
Αρχαίοι στη θεά Δήμητρα, την Γη-Μητέρα-Ελένη δηλαδή, δεδομένης και της
εκτεταμένης καλλιέργειας σιτηρών που
βλέπαμε αλλά μου φάνηκε προσώρας ατεκμηρίωτο.
Στο κέντρο του οροπέδιου
είδαμε χτισμένο ένα απρόσμενα μεγάλο
χωριό, προφανώς τα Πελετά, του οποίου όλα σχεδόν τα σπίτια είναι πέτρινα (εξού
ίσως και το όνομα), διώροφα, με κεραμοσκεπή και με περιτοιχισμένους κήπους.
Εκείνο που προκαλούσε εντύπωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια ήταν
ερμητικά κλειστά και έδειχναν ακατοίκητα, καθώς μάλιστα ελάχιστοι άνθρωποι
κυκλοφορούσαν σε μια μικρή πλατεία στην είσοδο περίπου του χωριού. Σε ένα
καφενείο η πλειονότητα των λίγων θαμώνων φαινόντουσαν Αλβανοί και ένα-δυο
ντόπιοι. Οι τελευταίοι, μετά τις συστάσεις,
σε σχετική ερώτηση μας πληροφόρησαν ότι το χωριό ήταν σχεδόν άδειο γιατί
οι περισσότεροι κάτοικοι διαμένουν,
κυρίως το χειμώνα, στα παραθαλάσσια
Πούλιθρα, όπως και πολλοί Λάκωνες από τον Βλαχιώτη, τους Μολάους κ.ά. χωριά,
που τα έχουν για θέρετρο. «Διπλοκάτοικοι» δηλαδή, και αυτοί, κατά το σύστημα
των ορεινών χωριών της Κυνουριακής αλλά και της ανατολικής Λακωνικής ακτής, να
μένουν οι κάτοικοι το χειμώνα στα παραλιακά «επίνεια» των χωριών τους και το καλοκαίρι στα ορεινά χωριά αλλά στην
περίπτωση των Πελετών φαίνεται να τους κερδίζει η παραλιακή διαμονή και το
καλοκαίρι. Βορειοανατολικά της πλατείας
μέσα σε ένα τεράστιο καγγελόφρακτο περίβολο υπάρχει ένας μάλλον νεόχτιστος ή
καλο-συντηρημένος ναός, πολύ μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος του χωριού,
αφιερωμένος στους αγίους Ταξιάρχες. Ένας ωσεί «διοσκουρικός», αφιερωμένος σε
«δίδυμους» αγίους ναός δηλαδή, τόσο κοντά στο ναό του «αγίου Κωνσταντίνου» [και
Ελένης] στο Πυργούδι, σύμφωνα με τη δική μου
σημειολογική προσέγγιση. Διαπίστωνα ότι ο «Αγιοκωσταντίνος» [και Ελένη]
αφορά εντέλει χωροταξικά, πληθυσμιακά και συμβολικά και τα τρία αυτά χωριά, το
Πυργούδι, τα Πελετά και τα Πούλιθρα , ενώ έβλεπα στο χάρτη πόσο κοντά τους
είναι και τα λακωνικά χωριά του Πάρνωνα, η Καρίτσα, η Κρεμαστή και άλλα
νοτιότερα μέχρι το Γεράκι, τα οποία είχαν σχεδόν όλα ξωκλήσια αφιερωμένα στον
άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη], όπως είχα εντοπίσει κατά την επιτόπια έρευνα στη
Λακωνία τον προηγούμενο χρόνο[17].
Ο ναός ήταν βεβαίως κλειδωμένος
και ο παπάς δεν διέμενε στο χωριό, όπως
πληροφορήθηκα από μια γυναίκα που συναντήσαμε και ότι στο βόρειο τοίχο του ναού υπάρχει μεγάλη τοιχογραφία των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Άλλος άνθρωπος δεν φαινόταν να συνομιλήσουμε, οπότε
αποφάσισα να επιστρέψουμε στο Λεωνίδιο, όμως μέσω των Πούλιθρων, να πάρουμε μια
ιδέα και από αυτό το χωριό καθώς κόντευε
πλέον να σουρουπώσει.
Πραστός-άη
Γιάννης στο «Γκλεισούρι»
Εν τω μεταξύ κάθ’ οδόν είχαμε αποφασίσει να πάμε και στο
πανηγύρι του άη Γιάννη στο «Γκλεισούρι», το ξωκλήσι στον Πραστό, ενόψει της
γιορτής του Αποκεφαλισμού του την επομένη, που μας είχε αναφέρει η Ηγουμένη
στην Ορθοκωστά, αν και ήταν αβέβαιο να προλάβουμε τον πανηγυρικό εσπερινό, αλλά τουλάχιστον το
γλέντι που επακολουθούσε επιτόπου. Έτσι
προσπεράσαμε βιαστικές τα Πούλιθρα και σούρουπο πλέον το Λεωνίδιο και πήραμε
τον παραλιακό δρόμο προς βορά, τώρα. Στον Άγιο Ανδρέα στρίψαμε αριστερά, προς
το βουνό όταν η νύχτα είχε πέσει πλέον για τα καλά, καθώς η μέρα είχε
μικρύνει αρκετά. Μπήκαμε λοιπόν νύχτα
στην παλαιά πρωτεύουσα της Τσακωνιάς, τον Πραστό, προκειμένου, αν βρίσκαμε
κάποιον, να ζητήσουμε οδηγίες για το πώς να πάμε στο ξωκλήσι του άη-Γιάννη «στο
Γκλεισούρι». Στο ερημωμένο πλέον χωριό έβλεπα με κάποιο δέος τους όγκους των μεγάλων, πέτρινων σπιτιών που
απομένουν στο κάποτε τόσο ζωντανό αυτό
χωριό, που φάνταζαν σκούροι, έρημοι και
σιωπηλοί μέσα στη σκοτεινιά και λυπόμουν που είχαμε φτάσει τόσο αργά για να
μπορέσουμε να το δούμε… Αναρωτιόμουν αν κάναμε καλά να χάσουμε χρόνο ερχόμενες
εδώ στο έρημο χωριό αλλά δεν είχαμε και άλλη λύση να μάθουμε πώς να πάμε στον
άη-Γιάννη. Ωστόσο πίσω από μια μεγάλη δίφυλλη, κλειστή ομηρική αυλόπορτα στον πανύψηλο
πέτρινο μαντρότοιχο ακουγόντουσαν γυναικείες φωνές, οπότε την χτύπησα μήπως την
ανοίξουν. Δύο ψηλές, αρχοντικές ηλικιωμένες γυναίκες άνοιξαν τη βαριά, δίφυλλη ξύλινη
πόρτα, οι οποίες, ευγενικές, μας έδωσαν μεν οδηγίες πώς να βρούμε το δρόμο για τον άη-Γιάννη αλλά
δεδομένου του δύσβατου και απομονωμένου σημείου του μοναστηριού, όπως το
αποκαλούσαν, αλλά -όπως και δηλώνει και
το τοπωνύμιο «στη Γκλεισούρα»- φοβόντουσαν πως δεν
θ΄ αναγνωρίζαμε μέσα στη νύχτα τα σημάδια του τόπου που μας έδωσαν και που θα μας οδηγούσαν εκεί, και πως θα χαθούμε.
Ξεκινήσαμε λοιπόν και σύντομα οι
φόβοι των γυναικών επαληθεύτηκαν γιατί όντως δεν μπορούσαμε μέσα στο βαθύ
σκοτάδι του βουνού να εντοπίσουμε το σημείο όπου μας είχαν πει πως έπρεπε να
στρίψουμε για να μπούμε στη βαθιά χαράδρα όπου είναι χτισμένο σαν σε αετοφωλιά,
όπως μας είπαν, το «μοναστήρι», ούτε φαινόταν μέσα στους σκοτεινούς όγκους του
βουνού κάποιο φως να μας βοηθήσει να το βρούμε.
Το πιο χαμηλό, κοντινό φως που βλέπαμε μέσα στο σκοτάδι και που προς
στιγμήν το περάσαμε για το ζητούμενο, ήταν αυτό του πλανήτη Άρη, όπως
αντιληφθήκαμε, που εκείνη τη χρονιά βρισκόταν στο πιο κοντινό προς τη Γη σημείο
της τροχιάς του, όπως ακούγαμε τους αστρονόμους να λένε στο ραδιόφωνο και
έλαμπε κόκκινος τόσο, που φαινόταν σαν να είναι πάνω στο βουνό. Έτσι κάναμε, απτόητες, αρκετές φορές
μπρος-πίσω τη διαδρομή από και προς τον Πραστό πάνω σε έναν δύσβατο όλο πέτρες
χωματόδρομο προσπαθώντας να βρούμε την ποθητή στροφή, σε σημείο που η Χλόη
άρχισε να ανησυχεί για τις ζημιές που θα πάθαινε το αυτοκίνητο. Είχε πάει δέκα
σχεδόν η ώρα πλέον, εσπερινό αποκλειόταν να προλάβουμε και τη
στιγμή που είχα αποφασίσει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να βρούμε το
μοναστήρι, είδαμε ένα φως αυτοκινήτου να έρχεται προς το μέρος μας. Ευτυχώς
όταν σταμάτησαν στο σήμα μας, είδαμε ότι ήταν μέσα μια οικογένεια που πήγαιναν
στο πανηγύρι και μας είπαν να τους
ακολουθήσουμε. Έστριψαν σε έναν στενό, ανώμαλο
δρόμο που χωνόταν στο βουνό και η Χλόη, με το δίκιο της, ανησύχησε μήπως
πάθει ζημιά το αυτοκίνητο και ξεμείνουμε εκεί. Τότε εγώ νοστάλγησα το καημένο
το οτομπιάνκι μου που δεν δίσταζα να το πηγαίνω παντού και που με κάτι τέτοια βεβαίως
είχε βγει εκτός λειτουργίας πλέον, αλλά
δεν υπήρχε περίπτωση να επιμείνω να
ακολουθήσουμε τον κακοτράχαλο αυτό δρόμο και της είπα να φύγουμε. Εκείνη όμως
αποφάσισε τελικά, αφού μετά από τόσους κόπους «είδαμε φως», να ακολουθήσουμε το προπορευόμενο αυτοκίνητο
και προχωρούσαμε για ώρα μέσα στα ολοσκότεινα, άγνωστά σε μας βουνά με τα
παρηγορητικά πίσω φώτα του για οδηγό μας, υποθέτοντας ότι παρά το προχωρημένο
της ώρας αυτοί θα γνώριζαν ότι το πανηγύρι δεν είχε τελειώσει.
Κάποια στιγμή πολύ ψηλά πάνω σε πλαγιά του φαραγγιού είδαμε κάτι αχνά, τρεμουλιαστά φώτα και ακούσαμε φωνές και γέλια. Είχαμε φτάσει. Το προπορευόμενο αυτοκίνητο σταμάτησε σε ένα πλάτωμα στη ρίζα ενός δυσθεώρητου, πανύψηλου και κάθετου βράχου από την κορυφή του οποίου ερχόταν το λιγοστό φως και όπου διακρινόντουσαν σαν σκιές και κάποιες ανθρώπινες φιγούρες, όπως μπορέσαμε να δούμε στο φως των προβολέων των αυτοκινήτων. Σταματήσαμε και εμείς σε μιαν άκρη και βγαίνοντας πρώτη από το αυτοκίνητο, τα παπούτσια μου βυθίστηκαν σε λάσπη, καθώς από κάπου εκεί έτρεχαν φαίνεται νερά και τα πολλά πατήματα των προσκυνητών είχαν λασπώσει τον τόπο. Τη στιγμή που έβγαινε από το αυτοκίνητο και η Χλόη, ένα δυνατό «γκουπ!» ακούστηκε πάνω στο καπό, γιατί μια πέτρα είχε προσγειωθεί εκεί πέφτοντας από το δυσθεώρητο ύψος του μοναστηριού ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν από εκεί ψηλά παιδικές ιαχές και γέλια. Βάλαμε τις φωνές «εεεε, άνθρωποι από κάτωωωωω, θα μας σκοτώσετεεε!» για να σταματήσουν , γιατί όντως αν η πέτρα μάς είχε βρει στο κεφάλι, θα μας σκότωνε. Τα παιδιά σταμάτησαν να ρίχνουν παίζοντας πέτρες αλλά η ευμεγέθης πέτρα είχε κάνει, λόγω και της πτώσης από τόσο ψηλά, ένα βαθύ βούλιαγμα στο καπό του αυτοκινήτου, όπως μπορέσαμε να δούμε… «Πωπωωωω, ο άγιος σας έσωσε!» είπαν σταυροκοπούμενοι οι συνταξιδιώτες μας. Στενοχωρήθηκα πολύ για τη ζημιά, όπως βέβαια περισσότερο και η Χλόη, αλλά παρηγορηθήκαμε, σκεπτόμενες ότι είχε κυριολεκτικά γλυτώσει η ζωή μας, αν η πέτρα δεν είχε πετύχει το αυτοκίνητο αλλά κάποια από εμας!
Απτόητες λοιπόν και ικανοποιημένες που φαινόταν ότι το πανηγύρι κρατούσε ακόμα, ζαλωθήκαμε τσάντες, φωτογραφική μηχανή, μαγνητόφωνο, ταινίες, φιλμ, ζακέτες κ.λπ. και πήραμε ν΄ανηφορίζουμε, όπως έκαναν και οι προπορευόμενοι, ψηλαφητά μέσα στο πηχτό σκοτάδι το στενό, ελικοειδές κλιμακωτό μονοπάτι που οδηγεί στην ωσάν μπαλκόνι προεξοχή κάτω από την κορυφή του κάθετου βράχου όπου είναι χτισμένο το εκκλησάκι του άη Γιάννη. Ανασηκώνοντας το βλέμμα προς το φως που είχαν ανάψει οι πανηγυριώτες, είδα να προβάλει πάνω στο βράχο τη σκιά του μικρού όγκου του ξωκλησιού. Ήταν ένα θέαμα απόκοσμο, καθώς το αχνό αυτό φως φώτιζε και τον κόκκινο σαν σκουριά βράχο που προεξέχει πάνω από το εκκλησάκι, όσο και το μικροσκοπικό του περίβολο/πανηγυρότοπο και ήταν ωσάν να αιωρούνται όλα μαζί στο μαύρο κενό της νύχτας, κάτω από τ’ αστέρια.
Σκαρφαλώναμε πολύ σιγά, ανιχνεύοντας με τη
μύτη του παπουτσιού μας μέσα στο πυκνό σκοτάδι το επόμενο σκαλοπάτι στις
στροφές του στενού πέτρινου μονοπατιού, προσέχοντας να μη γκρεμιστούμε στο
κενό. Εν τέλει φτάσαμε στο «μοναστήρι».
Ένα άνοιγμα σε ένα μισογκρεμισμένο,
χαμηλό πέτρινο τοιχίο μας έβγαλε σε μια
μικρή, πλακοστρωμένη αυλή. Στη βόρεια
πλευρά της κλείνεται από τον κόκκινο, κάθετο βράχο, στη νοτιοανατολική πλευρά,
σε ένα λίγο πιο ψηλό επίπεδο είναι το
εκκλησάκι του άη-Γιάννη και στη νοτιοδυτική πλευρά ένα διώροφο κτίσμα, μάλλον
κελί, που θα μόναζε κάποτε ένας ή περισσότεροι, λίγοι πάντως, μοναχοί και χαρακτηρίζει φαίνεται και τον μικρό αυτό ιερό τόπο ως «μοναστήρι».
Αυτός ο περίβολος φωτιζόταν με γιρλάντες από λάμπες που έπαιρναν ενέργεια από ηλεκτρική γεννήτρια και ήταν γεμάτος τραπέζια και καρέκλες όπου
καθόταν κόσμος και έτρωγαν, απ’ ότι είδαμε, γίδα βραστή και ψητή γουρουνοπούλα
σε λαδόκολλες ενώ έπιναν μπύρες και κρασί. Το «μαγειρείο» ήταν στημένο έξω από
την είσοδο στον περίβολο, δεξιά στον εισερχόμενο, απ’ όπου έπαιρναν οι
πανηγυριστές τα τρόφιμα και τα μετέφεραν στο τραπέζι τους. Καθώς ο χώρος είναι
μικρός και οι πανηγυριώτες συγγενείς ή
γνωστοί μεταξύ τους, από τα γύρω χωριά, η παρουσία της Χλόης και η δική μου ως
ξένων και άγνωστων, έγινε αμέσως αντιληπτή και μας κοιτούσαν με περιέργεια. Συστηθήκαμε
στις οικογένειες τις καθισμένες στα
πρώτα τραπέζια, ενώ άκουγαν βεβαίως και οι άλλοι, και αυτοί μας κάλεσαν φιλόξενα να καθίσουμε
μαζί τους, παίρνοντάς μας κατά ένα τρόπο υπό την «προστασία» τους. Μάθαμε ότι η
συμπατριώτισσά μας, η Ηγουμένη της Αρτοκωστάς, μετά τον Εσπερινό είχε φύγει για
το μοναστήρι οπότε δεν την προλάβαμε εκεί, ωστόσο η αναφορά και μόνο ότι την
γνωρίζαμε, μας έδωσε για αυτούς μια σχέση οικειότητας, δεν ήμασταν εντελώς
«ξένες».
Άφησα εκεί τα πράγματα και πήγα
προς την μικρή, ασβεστωμένη εκκλησία. Μικρά και μεγαλύτερα αγόρια και κορίτσια
έπαιζαν και τριγυρνούσαν εκεί γύρω, άλλα καθόντουσαν στο χαμηλό τοιχίο του
περίβολου, το οποίο είναι χτισμένο στο φρύδι του πλατώματος όπου το μοναστήρι,
πάνω από τον γκρεμό. Κατάλαβα ότι από εκεί έριχναν τα παιδιά τις πέτρες
παίζοντας επικίνδυνα, νομίζοντας ίσως ότι δεν θα υπήρχε προσέλευση και άλλων
προσκυνητών κάτω, λόγω προχωρημένης ώρας. Έξω από τη δυτική είσοδο της εκκλησίας
ήταν τοποθετημένο ένα στασίδι με την εικόνα με την Σαλώμη να κρατάει την κεφαλή
του αποκεφαλισμένου Ιωάννη επί πίνακι εμπρός στον Ηρώδη, στολισμένη με γιρλάντα
με λουλούδια για προσκύνημα και δίπλα της ένα μανουάλι για να ανάβουν κεριά οι
πιστοί. Τα παιδιά δεν φαινόταν να επηρεάζονται από την αποτρόπαιη εικόνα του αποκεφαλισμένου Ιωάννη, αν και δεν μπορούσα βέβαια να γνωρίζω τι ένοιωθαν. Μπήκα στο εκκλησάκι που φωτιζόταν αμυδρά από το φως λίγων κεριών. Στα
ψηλότερα μέρη των τοίχων διέκρινα με δυσκολία να σώζονται κάποιες από τις
μεταβυζαντινές, μάλλον, τοιχογραφίες που θα πρέπει να κάλυπταν όλο το εκκλησάκι
παλιότερα, δηλώνοντας και την παλαιότητα του ναού, συντηρημένες, όπως κατάλαβα,
πρόσφατα από την αρχαιολογική υπηρεσία, όπως φαινόταν από κάποια κομμάτια γάζας
κολλημένα πάνω τους. Ο ναός είναι μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή, με μια αβαθή
ψευδο-καμάρα στο δυτικό τμήμα των μακρών τοίχων του. Πάνω στο δυτικό τοίχο,
αριστερά στον εξερχόμενο, κρεμόταν μια από τις κοινές εικόνες του εμπορίου των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στολισμένη με φρέσκο βασιλικό, που δήλωνε κάποια
ιδιαίτερη ευλάβεια προς την εικόνα. Αναρωτιόμουν αν είναι πιθανό, όπως είχα δει ήδη σε πολλά μοναστήρια και εκκλησάκια, σε αυτό το σημείο να ήταν ιστορημένη και σε τοιχογραφία
που έχει καταστραφεί η εικόνα των δύο αγίων με τους ως «δίδυμους» καβαλάρηδες
αγίους Γεώργιο και Δημήτριο ιστορημένους μέσα στις ψευδο-καμάρες των Β και Ν
τοίχων αλλά φυσικά δεν μπορούσα να δώσω ούτε εγώ, ούτε άλλος απάντηση. Φωτογράφισα και βγήκα έξω.
Όλοι σχεδόν οι πανηγυριστές ήταν από τα γύρω χωριά και κυρίως τον Πραστό αλλά καθώς το χωριό έχει χρόνια τώρα ερημώσει, οι Πραστιώτες μένουν κυρίως στον Άγιο Ανδρέα, εξακολουθώντας κατά ένα τρόπο να είναι «διπλοκάτοικοι» αλλά με μόνιμη πλέον διαμονή στον παράλιο Άγιο Ανδρέα. Όπως μάθαινα, είχαν έλθει προσκυνητές επίσης από την Καστάνιτσα, τον Πλάτανο, το Άστρος όσο και από τα Γλυμποχώρια.
Στο λίγο υπερυψωμένο πεζούλι που χωρίζει το χώρο του περίβολου σε δύο επίπεδα, προς τη ΒΔ εξωτερική γωνία του ναΐσκου είχαν τώρα λάβει θέση τρεις ηλικιωμένοι, ντόπιοι μουσικοί. Ο ένας έπαιζε βιολί, ο άλλος κιθάρα και ο τρίτος κλαρίνο. Έπαιζαν τα προκαταρκτικά μουσικά κομμάτια και σε λίγο άρχισε ο χορός. Οι λίγοι, λόγω και του περιορισμένου χώρου, πανηγυριώτες σηκωνόντουσαν σε συγγενικές παρέες και παράγγελναν, ρίχνοντας χρήματα στην ορχήστρα, δημοτικά τραγούδια τσάμικα και καλαματιανά μέχρι να σύρουν μπροστά τον κύκλο του χορού όλα τα μέλη κάθε χορευτικής παρέας, κατά το τελετουργικό του χορού στα παραδοσιακά πανηγύρια. Οι οργανοπαίκτες μουσικοί εναλλάσσονταν και ως τραγουδιστές και είχαν πλούσιο ρεπερτόριο τραγουδιών και ανταποκρίνονταν σε κάθε παραγγελία τραγουδιού που δέχονταν για να παίξουν στους χορευτές.
Καθώς βιντεοσκοπούσα, συλλογιζόμουν
αυτά τα μικρά πανηγύρια στα απομονωμένα ξωκκλήσια που μια φορά το χρόνο, στη
μνήμη του αγίου που είναι αφιερωμένα, επανιδρύουν και ζωντανεύουν τελετουργικά τον
ιερό τόπο, συχνά δυσπρόσιτο και συνήθως εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, συγκεντρώνοντας τους κατοίκους των γειτονικών
τους περιοχών σε μια εορταστική, θρησκευτική μέθεξη και συντροφικότητα, αν και
είναι αόρατα για τον ξένο τα συγγενικά και κοινωνικά νήματα που συνδέουν τους
πανηγυριστές και τις συναισθηματικές, συγκρουσιακές ή μη, σχέσεις
τους. Μέσα από τον φακό της κάμερας
έβλεπα πόσο εξωπραγματικό ήταν αυτό εδώ το πανηγύρι. Αν μπορούσε κάποιος να το
παρατηρήσει από ψηλά, θα έβλεπε μια χούφτα ανθρώπων να χορεύουν και να γλεντούν
πάνω σε μια μικρή φωτεινή κηλίδα που κρεμόταν
πάνω από το χάος μέσα στο μαύρο σκοτάδι, κάτω από τ’ αστέρια και με τον
κόκκινο πλανήτη Άρη να είναι τόσο κοντά,
ωσάν ένα φωτεινό λυχνάρι.
΄Ενας εκατοντάχρονος, όπως πληροφορήθηκα,
γέροντας καθόταν «πρώτο τραπέζι πίστα» και σχεδόν χόρευε πάνω στην καρέκλα του,
κουνώντας τα πόδια του στο ρυθμό της μουσικής, ενώ τα κάπως θαμπά μάτια του
παρατηρούσαν άγρυπνα τα διαδραματιζόμενα. Κάπου-κάπου τον έπαιρνε και ο ύπνος
για λίγο και ξυπνώντας αναπηδούσε φωνάζοντας με ενθουσιασμό κάθε φορά που η
ορχήστρα έπαιζε καινούργιο τραγούδι, κατά την παραγγελία των χορευτών. Κάποια
στιγμή καθίσαμε και εμείς οι ξένες μετά από πρόσκληση στο τραπέζι και μοιραστήκαμε το βραστό κρέας που
είχε προμηθευτεί εντωμεταξύ η Χλόη. Κάποιοι από τους ηλικιωμένους γύρω μας
μιλούσαν Τσακώνικα αλλά μέσα στη μουσική και τις φωνές δεν ήταν δυνατόν να
καταγραφούν καθαρά, αν και το μαγνητόφωνο ήταν σε λειτουργία πάνω στο
τραπέζι.
Λόγω του περιορισμένου χώρου οι
χορευτικές παρέες, όπως ευνόητα και οι πανηγυριώτες εν γένει εκεί, δεν ήταν ούτε πολλές ούτε πολύ μεγάλες, οπότε
κατά τις 2 – 2.30 π.μ. είχαν όλες σχεδόν χορέψει και ο κόσμος είχε αραιώσει.
Τελευταία χόρεψε μια παρέα νέων 20-30 χρ. και των δύο φύλων. Χόρεψαν για πολλή
ώρα, καλαματιανά και τσάμικα με πολύ κέφι και ζωντάνια, ενώ φαινόντουσαν πολύ
δεμένοι μεταξύ τους , συγγενικά ή φιλικά. Μετά από αυτή την παρέα χορευτών, ο
πανηγυρότοπος ήταν σχεδόν άδειος και καθώς το κρύο ήταν αισθητό τέτοια ώρα και
σε τέτοιο ύψος μέσα στο φαράγγι, όσοι είχαν έλθει να ευλογηθούν και με
«εγκοίμηση» ή αγρυπνία στον ιερό τόπο,
είχαν ήδη μπει μέσα στο ναό και στο κελί, είχαν απλώσει τα πανέμορφα τσακώνικα
υφαντά στρωσίδια τους και είχαν ξαπλώσει
κουκουλωμένοι ζεστά ενώ άλλοι
κουβέντιαζαν, άλλοι κοιμόντουσαν ήδη.
Προς στιγμήν σκεφτήκαμε με την
Χλόη να μη φύγουμε για τον ξενώνα στον Άγιο Ιωάννη τέτοια ώρα αλλά να
ξενυχτίσουμε και εμείς, όπως-όπως, μέσα στην εκκλησία και να φύγουμε το πρωί.
Όμως αφενός οι διαθέσιμοι χώροι ήταν περιορισμένοι και ήδη κατειλειμμένοι,
αφετέρου θα ήταν μεγάλη ταλαιπωρία,
γιατί δεν είχαμε στρωσίδια ούτε αρκετά ζεστά ρούχα για την παγωνιά των πρώτων
αυτών πρωινών ωρών. Αποφασίσαμε λοιπόν να επιστρέψουμε στον Άγιο Ιωάννη μέσω
του Αγίου Ανδρέα Άστρους. Τη στιγμή που κατεβαίναμε τα πρώτα σκαλοπάτια του
ελικοειδούς μονοπατιού, είδαμε τον υπέργηρο, αιωνόβιο γέροντα να ανεβαίνει
σβέλτος, χωρίς μαγκούρα ή άλλη βοήθεια το πέτρινο αυτό μονοπάτι, έχοντας
προφανώς κάποια στιγμή κατέβει κάτω στο
ίσωμα με τα αυτοκίνητα και επέστρεφε για να ξενυχτίσει στη μονή και ντράπηκα
για τη δυσκολία με την οποία είχα ανέβει εγώ το μονοπάτι όταν ήρθαμε. Μπήκαμε
στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, έχοντας και για ένα διάστημα οδηγό μπροστά μας κάποια
άλλα αυτοκίνητα που έφευγαν εκείνη την ώρα. Βρήκαμε στο ραδιόφωνο του
αυτοκινήτου κρατικό σταθμό που έπιανε το σήμα του μέσα στα βουνά και είχε
τραγούδια, το βάλαμε δυνατά και τραγουδούσαμε στεντορεία τη φωνή για να μη μας
πάρει ο ύπνος, καθώς κουβαλούσαμε και την κόπωση της ολοήμερης περιήγησης στα
χωριά αλλά και λόγω του ότι είχαμε φάει αργά και είχαμε κατεβάσει και μερικά
ποτηράκια κρασί ντόπιο... Η Χλόη απορούσε πώς αντέχω σε όλο το διάστημα της
επιτόπιας έρευνας τέτοια ταλαιπωρία και τόσο σύνθετες καταστάσεις και
μάλιστα μόνη μου, χωρίς βοηθό ή συνοδηγό
και ανησυχούσε για όταν θα επέστρεφα από την Αθήνα όπου θα πηγαίναμε και για να
με δει γιατρός και μετά θα συνέχιζα τις περιηγήσεις στην Αρκαδία μόνη. Την
καθησύχαζα λέγοντάς της ότι έχω εξασκηθεί και συνηθίσει τόσα χρόνια πλέον.
Παρασκευή,
29 Αυγούστου 2003
Ξεκινήσαμε λίγο αργοπορημένες,
λόγω του ξενυχτιού, κατά τις 9.30 π.μ. για την Τρίπολη για ανεφοδιασμό σε
μπαταρίες, φιλμ κ.λπ. Απέφυγα το εκεί νοσοκομείο προκειμένου να έβλεπε κάποιος
γιατρός το πρήξιμο στη μασχάλη μου για να μην καθυστερήσουμε εκεί όλο το
πρωινό, και στις αντιρρήσεις της Χλόης απάντησα ότι αφενός έπαιρνα ήδη
αντιβίωση, αφετέρου θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς μαζί της στην Αθήνα, οπότε θα
πήγαινα εκεί σε νοσοκομείο να με εξετάσουν.
Στην Τρίπολη εκτός από τα άλλα απαραίτητα, αγόρασα και λευκοπλάστ μήπως αντί
του σελοτέιπ κολλήσει αυτό καλύτερα το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής μου,
γιατί δεν ήμουν σίγουρη τι φωτογραφίες θα είχε βγάλει η μηχανή της Χλόης και
πάει τόσος κόπος χαμένος. Επισκεφθήκαμε και το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο
ήταν κλειστό την ημέρα που είχαμε περάσει πάλι από την Τρίπολη. Δυστυχώς το
Μουσείο δεν διέθετε κάποιον έντυπο οδηγό
των εκθεμάτων του και γενικά για τις αρχαιότητες της Αρκαδίας, όπου έλπιζα να
έχει και χάρτη των αρχαιολογικών χώρων ώστε να γνωρίζω αν ταυτίζονται, όπως
αλλού, ή γειτνιάζουν με τους τόπους της
Ελένης/Αγιαλένης. Σημείωσα ωστόσο κάποιες θέσεις από τις λεζάντες των
εκτιθέμενων ευρημάτων, κυρίως τα προϊστορικά, στις βιτρίνες των οποίων υπήρχαν
και πήλινα γυναικεία ειδώλια που συχνά
αποδίδονται στη Μεγάλη Μητέρα, όπως στα Βούρβουρα (όπου είχα ήδη εντοπίσει "σημάδι" της), στο Γκορτσούλι, στον Αρκαδικό Ορχομενό, κ.α.
Ελαιοχώρι
Είχα πληροφορία για ναό αγίου
Κωνσταντίνου [και Ελένης] σε ένα χωριό σχετικά κοντά στην Τρίπολη,
βορειοανατολικά, προς την πλευρά του
Άργους, μεμονωμένο, δηλαδή δεν εντασσόταν
στις άλλες διαδρομές της έρευνας, το Ελαιοχώρι. Μια που είχε
μεσημεριάσει σχεδόν, σκέφτηκα να πάμε εκεί και κατόπιν επιστρέφοντας παραλιακά
να κάναμε επίσκεψη στη μονή Λουκούς, στο Άστρος
και στη Μελιγού. Πριν ξεκινήσουμε γευματίσαμε σε ένα χαρακτηριστικό
επαρχιακό μαγέρικο στην Τρίπολη, όπου κάτω από τους βουερούς ανεμιστήρες
έτρωγαν μάλλον οι εργένηδες υπάλληλοι που εργάζονται στην Τρίπολη.
Πήραμε έναν φαρδύ,
φρεσκοφτιαγμένο, όπως φαινόταν, δρόμο
που συνδέει την Τρίπολη με το Άργος και σε ένα σημείο, κατά την οδική ταμπέλα,
πήραμε ένα δρόμο που χάνεται μέσα στα βουνά, προς Ελαιοχώρι. Μετά από μια
σύντομη, ελικοειδή ανηφορική διαδρομή είδαμε τα σπίτια ενός χωριού αλλά και
κάτι μεγάλα κτίρια από τα οποία έβγαινε η χαρακτηριστική, έντονη μυρωδιά που
δήλωνε ότι ήταν ελαιοτριβεία και δικαιολογούν και το όνομα του χωριού.
Σταματήσαμε έξω από τον ενοριακό ναό, στον περίβολο του οποίου περιλαμβάνεται
και νεκροταφείο, ο οποίος, σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Αποστολικής Διακονίας
της Ελλάδος είναι αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο. Η ώρα ήταν πάλι ακατάλληλη και
δεν φαινόταν ψυχή μέσα στη μεσημεριανή ζέστη, οπότε καθίσαμε στη σκιά του
χαγιατιού στη βόρεια πλευρά του ναού μέχρι να περάσει η μεσημεριανή σιέστα των
κατοίκων. Καθώς περιμέναμε, η φιλανθής
Χλόη (όνομα-και-πράγμα) έσκυψε να εξετάσει κάτι ανθισμένους θάμνους, της ξέφυγε
από τα χέρια το μικρό κασετόφωνο της δουλειάς και καθώς χτύπησε πάνω στο
πλακόστρωτο, έσπασε. Eίχα
λοιπόν και δεύτερη ζημιά, μετά τη φωτογραφική μηχανή στα εργαλεία της δουλειάς
και το να πάω στην Αθήνα να αναπληρώσω και τις ζημιές ήταν πλέον επιτακτικό.
Ο κεντρικός δρόμος του χωριού χωρίζει τον περίβολο της εκκλησίας από μια πλατεία- πανηγυρότοπο, οργανωμένο με τραπέζια κ.λπ., όπου είναι χτισμένο και ένα μνημειώδες εικονοστάσι. Το πλησίασα και πίσω από το τζάμι είδα μια αρχαιοπρεπή, μαρμάρινη στήλη με ανάγλυφη την εικόνα του άη_Γιώργη καβαλάρη, εικόνα που παραπέμπει και στον ενοριακό ναό τον αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Στη βάση αυτής της ανάγλυφης πλάκας υπήρχαν διάφορες θρησκευτικές εικόνες, μεταξύ των οποίων μία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με φρέσκο κλωνί βασιλικού στο πάνω μέρος της και δίπλα της μία με τους «ως δίδυμους» αγίους Αναργύρους, στον γνωστό μου πλέον, σχεδόν αναμενόμενο, συνδυασμό . Η σύνθεση αυτών των εικόνων μέσα στο κεντρικό αυτό, μνημειώδες εικονοστάσι ήταν για μένα ενδιαφέρουσα, καθώς μαζί με τον πολιούχο άγιο του χωριού, τον άγιο Γεώργιο, δηλώνει και μια ιδιαίτερη ευσέβεια προς τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, συνδυασμένους μάλιστα και με «ως δίδυμους» αγίους.
Όταν άρχισαν να κυκλοφορούν στο
δρόμο αυτοκίνητα και μηχανάκια, σημάδι ότι το χωριό ξυπνούσε, μπήκαμε στο
αυτοκίνητο και προχωρήσαμε στον κεντρικό δρόμο να βρούμε καφενείο ανοιχτό όπου
κάποιοι θα έπαιρναν τον απογευματινό καφέ τους
να ζητήσω πληροφορίες. Τελικά συναντήσαμε δύο άνδρες έξω από ένα
λιτρουβειό και ρώτησα πού βρίσκεται ο ναός του αγίου Κωνσταντίνου. Μου
υπέδειξαν να προχωρήσουμε ως το τέλος του δρόμου, προς την έξοδο του χωριού όπου
θα βλέπαμε ένα παρεκκλήσι που χτιζόταν ακόμα, το οποίο θα αφιερωνόταν στον άγιο
Κωνσταντίνο [και Ελένη], όταν θα ολοκληρωνόταν. Ακολουθήσαμε τις οδηγίες και
προς το τέλος του χωριού, συναντήσαμε όντως το ευμεγέθες, νεόχτιστο παρεκκλήσι.
Στην αυλή ενός κοντινού σε αυτό σπιτιού, βγήκε ένας άνδρας και σταματήσαμε να
τον ρωτήσω τα σχετικά. Ο άνδρας αυτός
ήταν, όπως μας πληροφόρησε λαλίστατος, κατά ένα τρόπο ο «κτήτορας» του ναού.
Μας προσκάλεσε μέσα στο σπίτι του καθώς έξω δεν είχε κάποια σκιά να σταθούμε
και η ζέστη ήταν μεγάλη. Εκεί μας υποδέχθηκε και η ευγενική γυναίκα του,
κερνώντας μας αναψυκτικό και κρύο νερό.
Ο οικοδεσπότης μας, ο Χαράλαμπος Κατσιωρίμπας, ήταν ντόπιος συνταξιούχος, ο οποίος, όπως μας
πληροφόρησε, είχε φτιάξει πρόσφατα το σπίτι του στο χωριό, μετά την
συνταξιοδότησή του, και μένουν πλέον, μαζί με την γυναίκα του, σχεδόν μόνιμα.
Μας είπε ότι το Ελαιοχώρι ονομαζόταν
πριν Μάσκινα και ότι δεν υπήρχε ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ιδρύθηκε και κατοικήθηκε μετά, από Καστρίτες
της Κυνουρίας με πρώτο έναν Καστρίτη τσοπάνη μεταβατικό κτηνοτρόφο, ο
οποίος παραχείμαζε σταθερά περίπου στην περιοχή όπου είναι σήμερα ο
ενοριακός ναός του αγίου Γεωργίου. Ότι σιγά-σιγά παραχείμαζαν εκεί και άλλοι Καστρίτες
και σχηματίστηκε συνοικισμός, οι κάτοικοι του οποίου επέστρεφαν κάθε καλοκαίρι
στο Καστρί. Όταν το 1910 πέρασε από το
σημείο όπου ήταν ο συνοικισμός ο
σιδηρόδρομος, έγινε στάση του τραίνου, κάποιος άνοιξε και μαγαζί και έτσι συν
τω χρόνω ο κτηνοτροφικός συνοικισμός των παραχειμαζόντων εξελίχθηκε σε μόνιμα
κατοικούμενο χωριό και σε συγκοινωνιακό
σιδηροδρομικό κόμβο για όλη τη ΝΑ
Αρκαδία, την Κυνουρία. Στην αρχή ο οικισμός δεν είχε εκκλησία. Στο χωριό, είπε, υπήρχε από τον καιρό της Τουρκοκρατίας μια μικρή, μακρόστενη εκκλησία με καμάρες, αφιερωμένη στον άγιο
Νικόλαο. Κάποιος Καστρίτης ομογενής
έστειλε από την Αμερική (Η.Π.Α.) πολλά χρήματα αλλά και φορτηγό αυτοκίνητο για
τη μεταφορά των υλικών και γκρέμισαν την
παλιά εκκλησία και χτίστηκε η καινούργια που είχαμε δει στο χωριό, με σκοπό να
αφιερωθεί πάλι στον άγιο Νικόλαο. Όμως κάποιος κάτοικος ονόματι Μέγγος είδε σε
όνειρο τον άη-Γιώργη να έχει δέσει το άλογό του σε μια μουριά εκεί όπου είναι
σήμερα ο ναός του αγίου Γεωργίου, Το άλογο (στο όνειρο) είχε φάει τη μουριά και
είχε σκάψει με το πόδι του το έδαφος, υποδεικνύοντας, όπως ερμηνεύτηκε, πού
έπρεπε να γίνουν τα θεμέλια της εκκλησίας, η οποία ωστόσο καθυστερούσε να
χτιστεί. Κάποια στιγμή πέθανε η κόρη του ονειρευάμενου Μέγγου και ο θάνατός της
αποδόθηκε στο θυμό του άη-Γιώργη γιατί καθυστερούσαν το χτίσιμο της εκκλησίας
του. Στο σημείο όμως που είχε υποδείξει
ο άγιος στο όνειρο (μέσω του σκαψίματος του αλόγου του) να χτιστεί ο ναός, είχε
ταφεί προ 40νθημέρου μια κοπέλα [άρα ο παλιός ναός του αγ. Νικολάου θα ήταν και
νεκροταφείο, υπέθεσα], οπότε δεν μπορούσαν να ανοίξουν εκεί θεμέλια γιατί θα
ξέχωναν άλιωτη την κοπέλα. Όμως έπρεπε οπωσδήποτε να ανοίξουν εκεί τα θεμέλια
χωρίς καθυστέρηση γιατί φοβόντουσαν την
οργή του αγίου Γεωργίου και έτσι έσκαψαν και είδαν με έκπληξη ότι η κοπέλα μέσα
σε σαράντα ημέρες είχε λιώσει εντελώς! Έτσι έχτισαν το σημερινό ναό του αγίου
Γεωργίου, ο οποίος, όπως είπε ο κυρ-Χαράλαμπος,
είναι φύλακας του χωριού και το έχει προστατεύσει από Γερμανούς,
αντάρτες κ.λπ. και ότι έφτιαξαν εκεί και το νεκροταφείο. Μας πληροφόρησε επίσης
ότι στο χωριό υπάρχει και μια σπηλιά που την αποκαλούν «Μαύρη Τρύπα».
Για τον κτιζόμενο ακόμα ναό του
αγίου Κωνσταντίνου μας είπε ότι το οικόπεδο είναι δωρεά του Παν. Κουρλιμπίνη,
ομογενή στις Η.Π.Α., ο οποίος και στέλνει χρήματα για την κατασκευή του. Όμως ότι ο ίδιος ο κυρ-Χαράλαμπος είναι επίτροπος του ναού και ότι αυτός φροντίζει
για το χτίσιμο και για όλα. Στην ερώτησή μου γιατί αφιερώνεται ο ναός στον άγιο
Κωνσταντίνο, δεν γνώριζε να μου πει, καθώς το όνομα του δωρητή δεν είναι
Κωνσταντίνος, αν και μετά από σκέψη θυμήθηκε ότι κάποια νύφη στην οικογένειά
του ονομάζεται Ελένη αλλά δεν θεωρούσε ότι ήταν αυτός ο λόγος της
αφιέρωσης.
Βγήκαμε από το σπίτι για να μας
ξεναγήσει στο ναό. Παρατηρώντας γύρω διαπίστωσα ότι, αν και αρχικά το χωριό
ήταν χειμαδιό κτηνοτρόφων, υπήρχαν πολλές παλιές σιταρο-πεζούλες στις πλαγιές
και τον ρώτησα αν καλλιεργούσαν εκεί
κοντά δημητριακά. Μου απάντησε θετικά και ότι μάλιστα εκεί ακριβώς όπου
χτιζόταν ο ναός του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης] υπήρχαν δύο αλώνια! Σε
ερώτησή μου μήπως προϋπήργε εκεί κοντά κάποιο παλιό εκκλησάκι του αγίου,
απάντησε αρνητικά. Έχοντας δει κατά τη
διάρκεια της έρευνάς μου τόσους πολλούς ναούς των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
(ξωκκλήσια, παρεκκλήσια) δίπλα σε αλώνια και σιτάρια, αναρωτιόμουν και πάλι αν κάποια υπόγεια, μη συνειδητή
γνώση, ως habitus, οδηγεί
στο χτίσιμο ναών αφιερωμένων σε αυτούς
τους αγίους σε σχέση με αλώνια και σιτηρά.
Στο ημιτελές ακόμα, ως προς την
εικονογράφηση, εσωτερικό του ναού είχαν τοποθετηθεί ήδη οι δεσποτικές εικόνες
στο τέμπλο και η αφιερωματική, τυπική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Παρόλ' αυτά ήταν εντυπωσιακή η πολυτέλεια της εσωτερικής επένδυσης και μάλιστα για ένα παρτεκκλήσι και όχι ενοριακό ναό. Η μόνη εικόνα που είχε ήδη τοποθετηθεί στο νότιο τοίχο, ήταν
μία μεγάλη εικόνα της ιερής «τριάδας»: των Μυτιληνιών «ως δίδυμων,
διοσκουρικών» αγίων Ραφαήλ και μοναχού Νικολάου με την κόρη Ειρήνη ανάμεσά
τους. Εικόνα που τόσο συχνά βρίσκω συνδυασμένη με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης και εδώ μάλιστα πριν καν τοποθετηθούν άλλες εικόνες αγίων στο ναό… Ο
κυρ-Χαράλαμπος καθώς μας ξεναγούσε ήταν σκεφτικός και εν τέλει μου είπε να τον
πάρω μετά από λίγες ημέρες τηλέφωνο γιατί τον απασχολούσε και θα ρωτούσε και
άλλους να μάθει σχετικά με το αν προϋπήρχε εκεί κοντά παλιός ναός, αφιερωμένος στους δύο αυτούς Αγίους. Μου υπέδειξε και ένα βιβλίο σχετικό
με το Καστρί και τους Καστρίτες, του τοπικού λόγιου Βασίλειου Τόγια.
Ο ξεναγός μας μάς πληροφόρησε
επίσης ότι οι κάτοικοι του νέου χωριού συντωχρόνω φύτευαν πολλές ελιές, οι
οποίες αποτελούν σήμερα τη βασική καλλιέργεια και παράγουν πολύ λάδι, γι΄αυτό
και το χωριό ονομάστηκε Ελαιοχώρι.
Στη συνέχεια ο κυρ-Χαράλαμπος μας
συνόδευσε στον ενοριακό ναό του άη-Γιώργη, όπου και μας ξενάγησε υπερήφανος που
ήταν περιποιημένος, με χτιστό, νεοκλασικίζον τέμπλο και πρόσφατα ιστορημένος με τοιχογραφίες. Στο
βόρειο τοίχο ένθεν και ένθεν ενός μεγάλου παράθυρου βρίσκονται οι τοιχογραφίες
χωριστά του αγίου Κωνσταντίνου, στα δεξιά του, και της αγίας Ελένης στα
αριστερά και στη συνέχεια η τοιχογραφία των «ως δίδυμων» αγίων Αναργύρων μαζί
–για μια φορά ακόμα αυτός ο συνδυασμός, σκέφτηκα. Εδώ μάλιστα με πιο εμφανή
τρόπο σε σχέση με την ανεξάρτητα από τον άγιο Κωνσταντίνο ιστορημένη, αγία
Ελένη. Αυτός ο συνδυασμός, το νεόχτιστο παρεκκλήσι των δύο Αγίων πάνω σε
αλώνια, οι σιταροπεζούλες, το όνειρο με τον καβαλάρη άγιο και την «χωμένη»,
νεκρή κόρη, η ανάγλυφη μαρμάρινη εικόνα του άη-Γιώργη στο εικονοστάσι με έβαζαν
σε σκέψεις, αν και το χωριό ήταν ιδρυμένο σχετικά πρόσφατα για να φέρει μνήμες
σχετικές με την Ελένη/Αγιαλένη, εκτός
κι αν τις μετέφεραν οι έποικοι Καστρίτες από το Καστρί ή αν προϋπήρχε εκεί
ερημοκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου, καθώς τον μύθο δεν τον βρίσκεις, σε
βρίσκει... Η τοποθεσία αυτή εξάλλου
φαίνεται να ήταν ανέκαθεν κομβική συγκοινωνιακά προς Κυνουρία, Άργος και
Μυκήνες, εξού και ο σημερινός σταθμός
του τραίνου σε αυτό το σημείο.
Ο κυρ-Χαράλαμπος στη συνέχεια
ήταν ολοπρόθυμος να μας ξεναγήσει σε όλα
τα ξωκλήσια του χωριού (άγιος Δημήτριος, άγιοι Απόστολοι, αγία Τριάδα, Προφήτης
Ηλίας, Ζωοδόχος Πηγή, άγιος Νεκτάριος, αγία Ελεούσα) που είναι πολλά και δεν
γινόταν βεβαίως να πάμε σε όλα, καθώς και το απόγευμα είχε προχωρήσει και
είχαμε να δούμε και άλλους τόπους, οπότε επισκεφθήκαμε τα πιο κοντινά στους
γύρω από το χωριό λόφους και πλαγιές, από όπου απολαύσαμε και την πανοραμική
θέα στον Αργολικό κόλπο, με το Ναύπλιο να φαίνεται στο βάθος.
Αποχαιρετήσαμε με πολλές
ευχαριστίες τον τόσο πρόθυμο και εξυπηρετικό ξεναγό μας ο οποίος μας χάρισε και
από μια εικόνα του αγίου Γεωργίου για να
μας προστατεύει, όπως είπε, στις περιηγήσεις μας και για να τον θυμόμαστε.
Κάτω Δολιανά
Κατευθυνόμενες μετά προς το Άστρος, περάσαμε από τα Κάτω Δολιανά, το «Γιαλό» όπως το ονόμαζε η κυρά-Κανέλλαινα στα Άνω Δολιανά. Φτάνοντας στο χωριό, απορήσαμε πώς δεν έχει παρασυρθεί από το ποτάμι, τον Τάνο, σύρριζα στην όχθη του οποίου είναι χτισμένο. Βεβαίως το χωριό προστατεύεται, όπως βλέπαμε, από αναχώματα και άλλα αντιπλημμυρικά τειχίσματα, και αναρωτιόμασταν κατά πόσον είχε συμβάλλει και σε αυτά τα έργα και ο Δολιανίτης πρώην υπουργός κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Κώστας Λαλιώτης. Πάντως το χωριό είναι σίγουρα παραποτάμιο αλλά αν και σχετικά κοντά στη θάλασσα, δεν είναι ακριβώς παραθαλάσσιο τόσο, ώστε να δικαιολογείται η ονομασία «Γιαλός» που του απέδιδε η κυρά-Κανέλλαινα, προφανώς δηλώνοντας την αντίθεση της θέσης του σε σχέση με τα ορεινά Άνω Δολιανά. Μετά τη γέφυρα του Τάνου, πέσαμε σχεδόν πάνω στο ναό και το νεκροταφείο του «Αγιοκωσταντίνου» [και Ελένης].
Ο ναός ήταν βέβαια κλειδωμένος αλλά είδα και φωτογράφισα το εσωτερικό
μέσα από το διαφανές, ευτυχώς, τζάμι της δυτικής εισόδου κάτω από μια στοά με
καμάρες. Η εντοιχισμένη επιγραφή πάνω από την πόρτα της εισόδου δηλώνει ότι ο
ναός έχει κτισθεί πρόσφατα,, το 1990 καθώς και ότι χτίστηκε με δωρεά στη μνήμη
των γονέων των δωρητών, Παναγιώτου και
Κωνσταντίνας, χορηγία που εξηγεί και την αφιέρωση του ναού στον άγιο
Κωνσταντίνο, χωρίς να υπάρχει μάλλον κάποια άλλη συμβολική σχέση με την Ελένη/Αγιαλένη.
Προχωρήσαμε προς το Άστρος και μετά
από λίγο ένα περίκλειστο σύνολο κτιρίων λευκό εξωτερικά, με έκανε να
συμβουλευτώ το χάρτη για να βεβαιωθώ ότι είχαμε φτάσει στην περίφημη, βυζαντινή
μονή της Λουκούς, χτισμένη μέσα στην περιοχή του αρχαίου οικισμού Εύα. Νότια,
στον παράλιο κάμπο απλωνόταν το παράλιο Άστρος ενώ στ’ αριστερά του δρόμου ένας
περιφραγμένος αρχαιολογικός χώρος με ερείπια μεγαλοπρεπούς κτιρίου, είναι ό,τι
απέμεινε από την έπαυλη του Ηρώδου του Αττικού, σύμφωνα και με την εκεί
πινακίδα της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Μονή Λουκούς
Κατευθυνόμενες προς την είσοδο της μονής αντικρίσαμε ένα
περίεργο γεφύρι, όπως μας φάνηκε, που οι δύο καμάρες του ενώνουν εκεί τις όχθες
κάποιου παραπόταμου του Τάνου ή κάποιου
χείμαρου. Πλησιάζοντας διαπιστώσαμε ότι δεν πρόκειται για γεφύρι
αλλά για καμάρες αρχαίου υδραγωγείου που η φθορά του χρόνου και η ροή
των νερών έχει φθείρει τα τόξα και έχει εξαφανίσει τους αρμούς ανάμεσα στις
πέτρες κάνοντάς το να μοιάζει όχι με ανθρώπινη κατασκευή αλλά με βραχώδες
κατασκεύασμα της φύσης. Υπέθεσα εκείνη την ώρα ότι αρχικά θα τροφοδοτούσε με
νερό από το βουνό ίσως την πόλη Εύα ή/και την έπαυλη του πλούσιου Ηρώδη του
Αττικού και μετέπειτα τη μονή, αν και φαινόταν εγκαταλελειμμένο.
Ο ασβεστωμένος τοίχος του
περίβολου της μονής Λουκούς έχει μια τοξωτή είσοδο στα δυτικά η οποία ήταν
ανοιχτή και μπήκαμε στην αυλή του μοναστηριού, που απλώνεται αρκετά φαρδιά γύρω
από την εκκλησία του καθολικού στο κέντρο της περιστοιχιζόμενη από τα κελιά και
άλλα κτίρια, άλλα διώροφα και άλλα ισόγεια. Πνιγμένος στα πανύψηλα δέντρα, τους
καλλωπιστικούς θάμνους και τα λουλούδια ο πανέμορφος αυτός χώρος, προδίδει τη
φροντίδα γυναικών καλογραιών. Κομμάτια από αρχαία μαρμάρινα οικοδομικά και μη μέλη
(σπόνδυλοι κιόνων, κιονόκρανα, κομμάτια σαρκοφάγων) εδώ κι εκεί πάνω στο
πλακόστρωτο, όσο και οι αρχαίο κίονες που στηρίζουν το καμπαναριό πάνω από τη
δυτική είσοδο, δηλώνουν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης Εύας στον ίδιο αυτό τόπο ή
χρησιμοποιημένα εδώ απομεινάρια από την
έπαυλη του Ηρώδη.
Το βυζαντινό καθολικό,
ροδοκόκκινο στο φως του απογεύματος λόγω και του χρώματος της πέτρας που είναι
χτισμένο, στέκεται μεγαλόπρεπα και άνετα στο κέντρο του χώρου. «Εγγεγραμμένος σταυροειδής μετά [πολυγωνικού]
τρούλου», κατά την ορολογία της αρχαιολογικής, βυζαντινής εκκλησιαστικής
αρχιτεκτονικής, φέρει ανάκατα στη
λιθοδομή του καθώς και στα πλαίσια των παραθύρων και της περίτεχνης, τοξωτής
δυτικής κεντρικής πύλης, πολλά
αρχαία μαρμάρινα γλυπτά οικοδομικά μέλη,
σε δεύτερη χρήση, που με τη λευκότητά τους σπάζουν την ενιαία πέτρινη όψη του
ναού. Η αυλή είναι διευρυμένη εμπρός από
αυτή την κεντρική είσοδο με ένα αιωνόβιο, πανύψηλο πλατάνι στο κέντρο της που απλώνει
τα κλαδιά του καλύπτοντας όλο σχεδόν το
χώρο που τον σκιάζουν και τον δροσίζουν τα καλοκαίρια, όπως συνέβαινε και
εκείνη την ώρα. Την ειδυλλιακή αυτή εικόνα ενίσχυε μια σκηνή
πάνω σε μια κυκλική πεζούλα που είναι χτισμένη στη βάση του κορμού του πλάτανου
όπου καθόταν μια νεαρή, όμορφη καλόγρια τυλιγμένη στα μαύρα ράσα και στον μαύρο
κεφαλόδεσμό της και γύρω της 3-4 όμορφες κοπελίτσες, κοσμικές, με τις οποίες
συνομιλούσε η μοναχή ήρεμα κα ζεστά ενώ αυτές ξεσπούσαν σε γέλια και
φαινόντουσαν όλες μαζί σαν μικρές κούκλες σε σχέση με τον πανύψηλο πλάτανο. Τις
πλησιάσαμε και έγιναν οι συστάσεις.
Η νεαρή καλόγρια διέκοψε την κουβέντα της με τα κορίτσια και μας συνόδευσε προθυμότατη και γελαστή μέσα στο καθολικό, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά όπως γίνεται παντού με τη συγκεκριμένη αφιέρωση, οι ντόπιοι την ονομάζουν «αγια-Σωτήρα». Μπαίνοντας πατήσαμε πάνω στα αρχαία μάρμαρα που είναι δομημένα στο κατώφλι της εισόδου και σε ανάγλυφα θωράκια από αρχαίο κτίσμα που είναι ενσωματωμένα μέσα στο πλακόστρωτο δάπεδο του ναού. Οι τοίχοι του καλύπτονται με παλιές τοιχογραφίες. Στο δυτικό τοίχο εσωτερικά είναι ιστορημένοι οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, δεξιά της πόρτας εξόδου και αριστερά οι «ως δίδυμοι» άγιοι Απόστολοι. Από τα δύο αυτά ζεύγη, οι άγιοι που είναι ζωγραφισμένοι δίπλα στις παραστάδες της πόρτας, είναι πολύ φθαρμένοι, σχεδόν σβησμένοι, άγνωστο για ποιο λόγο. Έτσι αχνο-φαίνονται τόσο ο άγιος Κωνσταντίνος όσο και ο ένας από τους δύο Αποστόλους, ενώ η αγία Ελένη φαίνεται με ευκρίνεια να κρατάει τον Σταυρό, πάνω στο κάθετο στέλεχος του οποίου διακρίνεται και το χέρι μόνο του αγίου Κωνσταντίνου. Πάντως παρατήρησα ότι η έκταση του τοίχου στα δεξιά της εισόδου όπου ιστορούνται οι άγιοι Κ+Ε (όπως και αυτού με τους Αποστόλους), δεν είναι αρκετή για να χωρέσει και τους δύο αυτούς Αγίους και το Σταυρό, στην κλίμακα που ζωγραφίστηκαν, εκτός κι αν κάποτε ήταν πιο φαρδύς όλος ο δυτικός τοίχος και κάποια στιγμή περιορίστηκε η έκτασή του. Η φωτογράφιση εντός του ναού δεν επιτρέπεται αλλά μετά από τις παρακλήσεις και τις εξηγήσεις μου, η μοναχή μου επέτρεψε να φωτογραφίσω μόνο τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Ένας βασικός λόγος που ήθελα να
επισκεφθώ τη μονή Λουκούς, ήταν το ότι είχα διαβάσει ότι μέσα στο ναό υπήρχε
αρχαίο άγαλμα γυναικείας μορφής, το οποίο οι πιστοί, ιδιαίτερα οι γυναίκες, το
προσκυνούσαν σαν Παναγία, το στόλιζαν και του κρεμούσαν αφιερώματα, όπως στις
χριστιανικές εικόνες της Παναγίας, αν και ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος δεν
αναφέρει κάτι σχετικό στο βιβλίο του, όπως ούτε και για το όνομα «Λουκού» της
μονής. Ωστόσο δεν έβλεπα άγαλμα κάπου μέσα
στο ναό. Ρώτησα την μοναχή σχετικά και
μου επιβεβαίωσε ότι υπήρχε τέτοιο άγαλμα στο ναό αλλά ότι το είχαν
«σηκώσει» από εκεί οι αρχαιολόγοι και το είχαν μεταφέρει σε μουσείο. Οργίστηκα
μέσα μου σκεπτόμενη ότι αν δεν το είχε επιβάλει η Εκκλησία να φύγει το άγαλμα
από το ναό, κάτι που θα ήταν κατανοητό, έστω, αλλά ήταν πρωτοβουλία των αρχαιολόγων, ήταν
για μένα απαράδεκτη η καταστροφή αυτής της ζώσης δια-θρησκειακής επιτέλεσης της
λατρείας και της διάρκειάς της μέσα στο χρόνο. Αν το άγαλμα έχρηζε συντήρησης
και προστασίας θα μπορούσε να γίνει μέσα στο ναό και όχι να απομονωθεί μέσα σε μουσείο, απογυμνωμένο από
το διαχρονικό λατρευτικό του πλαίσιο…
Όταν τελειώσαμε την επίσκεψη στο
ναό, η καλόγρια μας οδήγησε στο «Αρχονταρίκι» για να μας κεράσει, όπως
συνηθίζεται στα μοναστήρια. Ο χώρος στο αρχονταρίκι τεράστιος, χωρισμένος σε
δύο διαφορετικά επίπεδα που ενώνονται με λίγα σκαλοπάτια. Πεντακάθαρο και
περιποιημένο, στρωμένο με χαλιά,
επιπλωμένο με τραπέζια, καναπέδες, μπουφέδες με γυαλικά, το αρχονταρίκι έχει
στους τοίχους μεγάλες κινητές εικόνες από την Καινή Διαθήκη, της Παναγίας και
άλλων αγίων, καδραρισμένα εργόχειρα-κεντήματα
προφανώς έργα των καλογραιών, μπακίρια και άλλα, όλα αντικείμενα
διαφόρων στυλ και χρονολόγησης, ενδεικτικά του μακρόχρονου βίου της μονής και
της φροντίδας των καλογραιών. Η μοναχή
μάς οδήγησε στο ανώτερο τμήμα του χώρου και καθίσαμε γύρω από ένα τεράστιο,
«μοναστηριακό», ξυλόγλυπτο τραπέζι. Μας
κέρασε κουραμπιέ χειροποίητο, δικό τους και κρύο νερό. Πιάσαμε κουβέντα,
καθώς και εκείνη έδειχνε πρόθυμη, μάλλον διψασμένη, για επικοινωνία και
συζήτηση. Ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον λεπτομέρειες για τη δική μου δουλειά αλλά
και της Χλόης και μιλήσαμε για πολλά και διάφορα θέματα από την πολιτική
επικαιρότητα και τον τουρισμό μέχρι και την οικονομία και άλλα. Ήταν λαλίστατη, ενήμερη και είχε διαμορφωμένη
άποψη για όλα, κάτι που φαινόταν κάπως αντιφατικό, όχι μόνο λόγω της μοναχικής
της ιδιότητας αλλά και του νεαρού της ηλικίας της. Το πιο ενδιαφέρον από όσα
μας είπε ήταν για μένα αυτό που αφορά την ιδιάζουσα λατρευτική συμπεριφορά των
πιστών ως προς την αφιέρωση της μονής
και στενοχωρήθηκα πολύ που είχε σπάσει το κασετόφωνο και δεν μπόρεσα να την
καταγράψω, αφού δεν δεχόταν βεβαίως να την τραβήξω με την κάμερα.
Εν ολίγοις, μας είπε ότι το μοναστήρι έχει
πάρα πολλούς επισκέπτες, ολοχρονίς. Αυτό που εκείνη έβρισκε περίεργο είναι ότι
ο κόσμος, οι προσκυνητές, παρόλο που γνωρίζουν ότι είναι αφιερωμένο στη
Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ουσιαστικά στον ίδιο τον Χριστό, δηλαδή σε έναν άνδρα,
όπως σημείωσε, οι πιστοί αποκαλούν τη μονή «αγια-Σωτήρα» και πιστεύουν
ακράδαντα πως είναι αφιερωμένο στην Παναγία! Και μάλιστα, πρόσθεσε με έμφαση,
ενώ γνωρίζουν όλοι ότι το μοναστήρι πανηγυρίζει στις 6 Αυγούστου, στη γιορτή
της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ο πιο πολύς κόσμος δεν έρχεται τότε για να
πανηγυρίσει αλλά το 15Αύγουστο, επιμένοντας ότι γιορτάζει στην Κοίμηση της
Παναγίας! «Κόοοοσμος να δείτε!» πρόσθεσε με έμφαση και έκπληξη μαζί. «Και ενώ
το εξηγούμε, το λέμε και το ξαναλέμε ότι η μονή γιορτάζει στις 6 Αυγούστου,
αυτοί επιμένουν και έρχονται στις 15, στην Κοίμηση!»
Αυτή η αφήγηση και μάλιστα από το
στόμα μιας μοναχής, συμπλήρωνε αυτό που συμβαίνει ανά την ορθόδοξη
επικράτεια: να ονομάζουν και να
λατρεύουν οι πιστοί τις εκκλησίες και
τις μονές της μεταμορφώσεως του Σωτήρος (με μια εικόνα στην οποία εικονίζονται μάλιστα
τρεις ανδρικές μορφές) ως «αγια-Σωρήρω», «αγια-Σωτήρα», ή και σκέτο «Σωτήρα»,
«Σωτηρούλα», «Σωτηρίτσα». Και ενώ αλλού
δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποια είναι, η μορφή και ο βίος της, η αγια-Σωτήρω,
εδώ έχουμε ταύτισή της με την Παναγία (με την προσωνυμία «Σωτήρα»/Σώτειρα) και
την Κοίμησή της αλλά φαίνεται εικονικά και με το γυναικείο αρχαίο άγαλμα που
λάτρευαν και προσκυνούσαν για αιώνες οι ντόπιοι Κυνούριοι μέσα στο ναό, ταύτιση
που καθιστούσε για μένα ακόμα πιο ανίερη την απομάκρυνσή του και την τοποθέτησή
του σε Μουσείο. Γιατί εδώ γίνεται εναργές το ότι άλλο πολιτισμικό και ιστορικό επίπεδο
είναι η εκάστοτε επίσημη θρησκεία και άλλο η «λαϊκή» καλούμενη, η άγραφη
θρησκευτική παράδοση και λατρεία που μεταφέρεται ως «habitus», «κοινωνική έξη», μη συνειδητά,
από γενιά σε γενιά μέσα στο χρόνο, με επίκεντρο την Μεγάλη Μητέρα-Παναγία-Δήμητρα-Ελένη-Αγιαλένη.
Φύγαμε από τη μονή Λουκούς καθώς σουρούπωνε και κατευθυνθήκαμε προς το παράλιο Άστρος. Εκεί, όπως και είχα πληροφορία, εντοπίσαμε τον ευμεγέθη, πέτρινο ναό-παρεκκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τέτοια ώρα ήταν βεβαίως κλειστός αλλά μια ηλικιωμένη γυναίκα ήρθε εκείνη τη στιγμή και άναψε το καντήλι στο μικρό εικονοστάσι έξω από τη βόρεια είσοδο στο ναό. Της έπιασα κουβέντα και με πληροφόρησε ότι στη θέση του μεγάλου αυτού παρεκκλησιού προϋπήρχε ένα πολύ παλιό, μικρό εκκλησάκι, «καλύβι» όπως το αποκάλεσε, που το γκρέμισαν. Την ρώτησα αν υπάρχει ναός Αγίου Κωνσταντίνου και στο διπλανό χωριό Μελιγού, όπως είχα πληροφορία. Μου απάντησε ότι επρόκειτο για αυτό τον ίδιο ναό που ανήκει και στα δύο χωριά γιατί βρίσκεται πάνω στο σύνορό τους, που είναι ο ποταμός Τάνος, όπως και διαπιστώσαμε επιτόπου. Ενδιαφέρον έχει και το ότι εκεί κοντά υπάρχει και τοπωνύμιο «Καστράκι», όπως βεβαίως και αρχαιολογικός χώρος στην περιοχή του Άστρους. Τράβηξα φωτογραφία του ναού αν και δεν ήμουν σίγουρη τι θα βγει, γιατί είχε πια νυχτώσει.
Ξεκινήσαμε για το χωριό ΄Αγιος Ιωάννης, στο οποίο κατά τις
γραφές, ανήκει και η μονή Λουκούς. Δειπνήσαμε στον ξενώνα μας και πέσαμε για
ύπνο γύρω στα μεσάνυχτα. Το πρήξιμο στο χέρι μου, παρόλη την αντιβίωση,
εξακολουθούσε να με πονάει.
Σάββατο,
30 Αυγούστου 2003
Ξυπνήσαμε νωρίς και ξεκινήσαμε με
προορισμό το Παλαιοχώρι και τα αρχαία Γλυμπιά, κοντά στο Λεωνίδιο/Λενίδι.
Πριν πάρουμε αυτή την κατεύθυνση, πήγαμε
σε ένα χωριό κοντινό στον άγιο Ιωάννη,
το Ελληνικό. Το όνομα χωριών ως
«Ελληνικό» μπορεί να δηλώνει όχι εθνοτική αλλά κυρίως θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων, ανάλογα με το πόσο
παλιά είναι αυτή η ονομασία, ότι δηλαδή πρόκειται
για πληθυσμιακές ετερότητες Ελλήνων παγανιστών, «ειδωλολατρών» μέσα στη γενική,
επικρατήσασα χριστιανική θρησκεία.
Ελληνικό
Ως εκ τούτου, αν και δεν είχα
πληροφορία για ύπαρξη ναού ή τοπωνύμιου σχετικού με την έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη, θέλησα να το επισκεφθώ,
δεδομένου ότι διαθέτει και αρχαιότητες. Ένας στενός δρόμος οδηγεί από την
κεντρική οδική αρτηρία προς το Άστρος, στο Ελληνικό. Φτάνοντας διαπιστώσαμε ότι
επί της ουσίας δεν πρόκειται ακριβώς για χωριό αλλά περισσότερο για τοπωνύμιο,
αφού ο οικισμός αποτελείται από ελάχιστα, ένα-δύο σπίτια κτηνοτρόφων. Μερικοί
χαμηλοί τοίχοι θεμελίων αρχαίων κτισμάτων ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν
σκάμματα παλιότερων ανασκαφών αποτελούν τον αρχαιολογικό χώρο του Ελληνικού.
Καθώς δεν υπήρχε και κάποιος να ρωτήσω τα σχετικά, φύγαμε και κατευθυνθήκαμε
προς την κοντινή μονή της
«Παλιοπαναγιάς» του Άστρους.
Μονή
«Παλιοπαναγιάς»
Σύμφωνα με τα γραφόμενα στο βιβλίο του Μητροπολίτη Κυνουρίας Αλέξανδρου, η μονή της «Παλιοπαναγιάς» («Παναγία Ελεούσα») ήταν ανταγωνιστική της μονής Λουκούς. Είναι χτισμένη χαμηλά, στο μυχό μιας κατάφυτης ρεματιάς εκεί όπου αρχίζει να απλώνεται το εκτεταμένο πεδίο του παράλιου Άστρους. Περιτειχισμένη με πέτρινο, παλιό τοίχο, έδειχνε εκ πρώτης όψεως μικρότερη από τη Λουκού και κατεστραμμένη, με το τείχος σε πολλά σημεία και τα περισσότερα κελιά γκρεμισμένα.
Από την ανοιχτή, πέτρινη, καμαρωτή πόρτα στα δυτικά του περίβολου, μπήκαμε στον σχετικά μικρό χώρο της αυλής, γύρω
από το καθολικό, σκεπασμένης στο τμήμα μπροστά από το ναό εξ ολοκλήρου από μια
τροφαντή, δροσερή κληματαριά, φορτωμένη
σταφύλια. Κάτω από τη σκιά της, γύρω από ένα πλαστικό τραπέζι καθόντουσαν μια
ηλικιωμένη μοναχή καθώς και ένας άνδρας και δύο γυναίκες «κοσμικοί» και
κουβέντιαζαν. Μια άλλη γυναίκα κυκλοφορούσε τακτοποιώντας πράγματα στην αυλή
και καθαρίζοντας, αφού έπαιρνε νερό από
μια χτιστή πηγή/ροοκρήνη στη νότια πλευρά της αυλής. Η κρήνη πρόσθετε ομορφιά
και δροσιά στον κάπως ακατάστατο, μισο-ερειπωμένο χώρο της μονής. Τα παμπάλαια,
όπως έδειχναν, κελιά που περιβάλλουν και περιτειχίζουν το χώρο είναι
πετροχτισμένα, διώροφα, με τον πάνω όροφο να στηρίζεται σε καμάρες που προεξέχουν εμπρός από τα χτίσματα του
ισόγειου με σημαντικές φθορές στη λιθοδομή. Γενικά ο δομημένος χώρος είναι
επιβλητικός αλλά έμοιαζε να έχει έντονα προβλήματα συντήρησης και εικόνα
κάποιας ερήμωσης, αν και τα κελιά ήταν ασβεστωμένα πάνω από την πέτρα.
Στα περίεργα βλέμματα για την
απρόσμενη είσοδό μας στη μονή τόσο της μοναχής όσο και των συνομιλητών της,
απαντήσαμε χαιρετώντας και εξηγώντας ποιες ήμασταν και τι ζητούσαμε εκεί. Η μοναδική καλόγρια/Ηγουμένη μας επέτρεψε να μπούμε στο καθολικό μόνες και
συνέχισε την αγχωτική, όπως φαινόταν, συζήτηση με τους άλλους, που απ’ ό,τι κατάλαβα
αφορούσε οικονομικά θέματα, την ανάγκη να συγκεντρώσουν χρήματα από τους
πιστούς και από θρησκευτικούς και δημόσιους φορείς για τη συντήρηση της μονής.
Δυστυχώς η ολο-ζωγράφιστη κάποτε
εκκλησία έχει τώρα τοίχους γυμνούς ενώ έλειπε και ολόκληρο το ξυλόγλυπτο τέμπλο
για συντήρηση και στη θέση του υπήρχε ένα κόκκινο βελούδινο παραπέτασμα, με
μικρές, κινητές εικόνες κρεμασμένες ένθεν και ένθεν στους τοίχους. Πάνω στην
μία, αριστερή πέτρινη κολώνα εμπρός από ιερό από τις τέσσερις συνολικά στο κέντρο του ναού, ήταν ακουμπημένη για
προσκύνημα μια μεγάλη εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας, σύγχρονη. Η
τεχνοτροπία της έμοιαζε κάπως σαν ινδική, καθώς το γαλαζωπό χρώμα του προσώπου
της Παναγίας με παρέπεμπε στο χρώμα των Ινδουιστικών θεών. Εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου
και Ελένης δεν έβλεπα, υπήρχε όμως εικόνα της «τριάδας» Ραφαήλ και Νικολάου με
την κόρη Ειρήνη ανάμεσά τους. Παρατηρώντας
τον παλαιό αυτό ναό σκεφτόμουν ότι η ονομασία κάποιων παλαιών
μοναστηριών ή ναών, βυζαντινής συνήθως εποχής 10-11 αι., ως «Παλιοπαναγιά» με προβληματίζει, καθώς φρονώ ότι δεν αφορά
την παλαιότητα των κτιρίων αλλά αυτή καθεαυτή την ιερή μορφή της Παναγίας, ως
«παλιά». Όχι βεβαίως γιατί μπορεί να αφορά μια «παλιά» έναντι κάποιας «νέας» χριστιανικής
Παναγίας αλλά ότι στη θέση που κατέχουν τα χριστιανικά ιδρύματα, μονές ή/και
ναοί, να προϋπήρχε κάποιο αρχαίο ιερό αφιερωμένο σε μια μη χριστιανική
γυναικεία θεότητα, μία «παλιά», παλιότερη «παναγιά» με τα μητρικά και τα άλλα
χαρακτηριστικά της χριστιανικής Παναγίας[18].
Ενισχυτικό αυτής της υπόθεσης είναι και τα
αρχαία, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά
κομμάτια εντοιχισμένα στο καθολικό και σε κτίρια της εν λόγω μονής, όπως είχα
δει. Το ζήτημα βεβαίως είναι και γλωσσικό, δηλαδή από πότε συναντούμε τη λέξη
«άγιος/αγία» με τη σημερινή θρησκευτική έννοια, οπότε να μπορούμε να
υποστηρίξουμε ότι υπήρχε και ο όρος «παναγία» για κάποια εξέχουσα γυναικεία
θεότητα, καταγραμμένος ή παραδιδόμενος μέσω της προφορικής λατρευτικής παράδοσης,
όσο και το πότε πρωτο-παρουσιάζεται η
προσωνυμία της Παρθένου Μαρίας ως «Παναγία» στην Ορθόδοξη παράδοση, ως όνομα που
έχει υποκαταστήσει πλήρως το όνομα Μαρία για την χριστιανική Θεομήτορα. Όσον
αφορά τη λέξη «άγιος», στην Ηθική και χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται ότι
συναντάται με την έννοια του ιερού, σεβαστού, θείου προσώπου τουλάχιστον από
τον 6ο αιώνα π. Χ. , δεν γνωρίζω ωστόσο αν ως λέξη «παν-αγία»
αφορούσε κάποια εξέχουσα γυναικεία θεότητα, και δη την Μεγάλη Μητέρα, οπότε δεν
μπορώ να τεκμηριώσω -με βάση όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω- αυτή την πολύ
ενδιαφέρουσα, εκτιμώ, ερευνητική μου υπόθεση περί της «Παλιοπαναγιάς» [19].
Η εν λόγω μονή «Παλιοπαναγιά» που επισκεπτόμασταν, δίνει ενδιαφέρον υλικό ως
προς αυτή την ερευνητική υπόθεση. Σκεφτόμουν την ανταγωνιστική, κατά τον
μητροπολίτη Αλέξανδρο, σχέση της με την μονή της Λουκούς, την αφιερωμένη μεν σε
ανδρικό ιερό πρόσωπο και δη στην Μεταμόρφωση του Χριστού, ωστόσο είναι
ενδεδυμένη με θηλύτητα ονομαστικά και συμβολικά στη λαϊκή πίστη και λατρεία,
είτε ως «Λουκού», είτε ως «αγια-Σωτήρα», πόσο μάλλον ως Παναγία, κατά την λατρευτική
πρακτική των πιστών, σύμφωνα με τα λεγόμενα της μοναχής παραπάνω. Ονόματα που δηλώνουν λόγω και του
αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας πόλης Εύα πάνω στον οποίο έχει κτισθεί η μονή,
ότι εκεί φαίνεται ότι λατρευόταν προ-χριστιανικά κάποια σημαντική γυναικεία
θεότητα, δεδομένου και του αρχαίου γυναικείου αγάλματος που λάτρευαν οι ντόπιοι
ως «Παναγία» μέσα στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη μονή της Λουκούς. Η έντονη αντιδικία λοιπόν ανάμεσα στις
γειτονικές μονές «Λουκού» και «Παλιοπαναγιά» που αναφέρει διά μακρών ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος παραθέτοντας και
σχετικά έγγραφα, μπορεί, εκτός από
εδαφικές και άλλες οικονομικές διεκδικήσεις (η Παλιοπαναγιά διαθέτει
μεγάλη κτηματική περιουσία, πολλά χωράφια και
μύλο, άρα και σιτηρά) να αφορούσε και ζητήματα σύγκρουσης θρησκειών,
αρχαίας και χριστιανικής. Αναρωτιέμαι αν οι «ξένοι και αλλόφυλοι» που
καθημερινά («κάθ’ εκάστην») «επήρχοντο» στη μονή της Παλιοπαναγιάς, να μην ήταν
μόνον πειρατές από το Αιγαίο ή άλλοι «αλλόφυλοι» αλλά ίσως και κάποιοι οπαδοί
της αρχαίας θρησκείας και της «Παλιοπαναγιάς»
(το «Ελληνικό» εξάλλου δεν είναι μακριά από εκεί) που διεκδικούσαν το δικό τους,
και δικό Της, ιερό, δεδομένου και του ότι οι Τσάκωνες άργησαν να δεχτούν τον
Χριστιανισμό, η βίαιη επιβολή του οποίου
ολοκληρώθηκε τον 11ο αι[20]
Αυτό ίσως να δικαιολογεί και το
χαρακτηρισμό της διαμάχης ανάμεσα στις δύο μονές «σκάνδαλον» από το
Πατριαρχείο (σύμφωνα με τα γραφόμενα του μητροπολίτη Αλέξανδρου, πάντα) και το να απειλούνται οι
μοναχοί της Παλιοπαναγιάς με αφορισμό και καθαίρεση. Για μια ακόμα φορά
συνειδητοποιούσα πόσο λίγα και μονόπλευρα γνωρίζουμε για τους τρόπους και τη
διάρκεια της συσκοτισμένης μετάβασης από
την αρχαία θρησκεία στον χριστιανισμό και με τη συνέργεια όχι μόνο της θρησκευτικής
ιστορίας αλλά δυστυχώς και πολλών
χριστιανών ιστορικών γενικότερα…
Δεν μπορούσα βεβαίως να
τεκμηριώσω αυτές τις υποθέσεις και καθώς δεν είχαμε και πολλά να δούμε στο υπό
ανακαίνιση καθολικό, βγήκαμε στην αυλή και καθίσαμε μαζί με τους άλλους. Η
μοναδική μοναχή που έχει απομείνει στη μονή και ως Ηγουμένη του εαυτού της,
παραπονιόταν για την μοναξιά της (αντιφατικά με τον όρο «μοναχή») αλλά ως προς
την ερημία, τη μη ύπαρξη κοινοβιακού βίου ελλείψει άλλων μοναχών και την προϊούσα κατάρρευση της μονής, συν
την προχωρημένη ηλικία της και τα προβλήματα της υγείας της που καθιστούσαν αυτή την μοναξιά της και επικίνδυνη.
Μας αφηγήθηκε την ιστορία για την «εύρεση» της πηγής που κελάρυζε εκεί
δίπλα μας, μετά από όνειρο κάποιας
παλιάς μοναχής. Η ίδια θεωρούσε την εύρεση της πηγής ως και την κύρια αιτία που
χτίστηκε εκεί η μονή, όσο και το ότι η κρήνη διατηρείται στους αιώνες
καλοχτισμένη, με μνημειώδη, ναόμορφο τρόπο και προσεγμένη, όπως και την βλέπαμε
να αστράφτει στον ήλιο
φρεσκο-ασβεστωμένη, με το περίγραμμά της
βαμμένο έντονο γαλάζιο. Μετά, όταν
έφυγαν οι άλλοι επισκέπτες, μας ξενάγησε
η ίδια στα παμπάλαια μαγειρεία και φουρναριά της μονής, σε αχρησία πλέον, καθώς
και σε υπόγεια, άδεια πλέον κελάρια κάτω από τη βόρεια πτέρυγα, όπου μπαίνει
κανείς μέσα από ένα είδος τούνελ με
ξύλινα δοκάρια-στηρίγματα της οροφής.
Μετά καθίσαμε μαζί της στη σκιά της κληματαριάς τρώγοντας τα γλυκά,
τροφαντά σταφύλια της και πίνοντας κρύο
νερό από την πηγή, που μας προσέφερε η Ηγουμένη. Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, μας αποχαιρέτισε
πολύ λυπημένη που θα έχανε την παρέα μας και θα έμενε πάλι ολομόναχη, όπως είπε,
μεταδίδοντας και σε εμάς τη λύπη της.
Φτάσαμε πάλι στο Άστρος και
σταθμεύσαμε έξω από τον κλειδωμένο ακόμα ναό του αγίου Κωνσταντίνου. Αναζήτησα
μαγαζί ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, προς αναζήτηση κασετόφωνου, γιατί
δεν γινόταν να συνεχίσω την έρευνα χωρίς κασετόφωνο, είχα ήδη χάσει την
μαγνητοφώνηση των συνομιλιών με τις καλόγριες στην Λουκού και την Παλιοπαναγιά
και είχα στενοχωρηθεί. Ευτυχώς βρήκα ένα κατάστημα που πουλούσε και κασετόφωνα
και αγόρασα ένα και μάλιστα πιο βελτιωμένο τεχνικά από το σπασμένο, έναντι 60
ευρώ, τιμή όχι ευκαταφρόνητη για μένα.
Από το Άστρος ξαναπήραμε το δρόμο
νότια, προς το Λεωνίδιο/Λενίδι (και Αγιαλίδι
στα Τσακώνικα, κατά μία εκδοχή από τη λέξη αιγιαλός>αγιαλός>Αγιαλίδι
ως παράλιο) ακολουθώντας τον υπέροχο παραλιακό δρόμο της
Κυνουρίας κατά μήκος της οποίας και τα παράλια, «διπλά» χωριά της. Ήπιαμε καφέ σε ένα καφενείο στο τόσο όμορφο Λεωνίδιο/Λενίδι, απολαμβάνοντας τη θέα της θάλασσας όσο και τα
πανέμορφα πυργόσπιτα και νεοκλασικά αρχοντικά του, τώρα μάλιστα που είχαν
αποχωρήσει τα πλήθη των τουριστών του καλοκαιριού. Δυστυχώς δεν είχα χρόνο να
περιηγηθούμε την κωμόπολη και σύντομα
φύγαμε για τα απομονωμένα μέσα στις βουνοπλαγιές του Πάρνωνα, «Γλυμπιά», όπου
και θα ολοκλήρωνα την περιήγηση της Κυνουρίας[21].
Οδηγώντας προς τα δυτικά μέσα στη στενή
κλεισούρα στο απότομο, βραχώδες κόκκινο
βουνό, πήραμε το στριφογυριστό δρόμο που οδηγεί από το Λεωνίδιο/Λενίδι στη μονή της Έλωνας και στον Κοσμά, που τα είχα επισκεφθεί στο πανηγύρι του
15Αύγουστου τον προηγούμενο χρόνο.
Λίγο πριν τη μονή της Έλωνας στρίψαμε αριστερά και μπήκαμε σε μια ακόμα πιο
στενή κλεισούρα μέσα στο βουνό. Αφού περάσαμε ένα πέτρινο γεφύρι πάνω από ένα μικρό σχετικά ποτάμι και ακολουθώντας το
δρόμο δίπλα στην κοίτη του, βγήκαμε σε ένα ξάγναντο, κάπως κοίλο τοπίο, ωσάν κρυφή, μυστική λεκάνη, περιβαλλόμενη από ψηλές βουνοκορφές του
Πάρνωνα. Βγαίνοντας από την κλεισούρα ένας κάθετος, βραχώδης ορεινός όγκος στα βόρεια είναι διάτρητος από
σπηλαιώδη ανοίγματα ένα από αυτά τεράστιο, έμοιαζε σκαλισμένο, ωσάν είσοδος σε
κάποιο ιερό ή ταφικό μνημείο. Η όψη αυτού του ξέφωτου, κοίλου πεδίου κρυμμένου μέσα στους άγριους,
κατάφυτους με έλατα και κέδρα ορεινούς όγκους του Πάρνωνα στα νότια της Κυνουρίας, έκανε πιο έντονη την
αγωνία μου για το τι να με περίμενε εκεί σε σχέση με την Ελένη/Αγιαλένη. Ψυχανεμιζόμουν ότι θα με εύρισκε και εδώ το γνωστό
μου, ωσάν «θαύμα» εθνογραφικό εύρημα που λανθάνει αναπάντεχα σε κάποιους τόπους
σχετικό με την Ελένη/Αγιαλένη. Πόσο
μάλλον που πέρα από την πληροφορία που είχα για «άγιο Κωνσταντίνο [και Ελένη]»
και από την εγγύτητα της μονής της Έλωνας (/Ελένης κάτ’ εμέ), στο χάρτη έβλεπα αρχαιολογικό χώρο «Γλυμπιά», ένα
«Παλαιοχώρι», μια ακόμα «Παλιοπαναγιά».
Παλαιοχώρι
Φτάνοντας στο Παλαιοχώρι με τα πέτρινα σπίτια
του απλωμένα στην πλαγιά του βουνού, αναρωτιόμουν αν αυτό το όνομα παραπέμπει
στη θέση του αρχαίου οικισμού Γλυμπιά, που η τοπική συλλογική μνήμη κρατάει την
προηγούμενη θέση του, όπως στην Ηλεία το χωριό πρώην Παλιόπολη (σήμερα Αρχαία
Ήλιδα) είναι χτισμένο πάνω στην πόλη της αρχαίας Ήλιδας. Στην πλακοστρωμένη πλατεία του χωριού που
σταματήσαμε, κελάρυζε μια χτιστή βρύση. Κάτω από τα Πλατάνια που σκιάζουν εν μέρει την
πλατεία, μια αντροπαρέα από μεσόκοπους και νεαρούς καθόντουσαν στα τραπέζια
μιας ψησταριάς συζητώντας έντονα. Η
γαργαλιστική μυρωδιά των ψητών πλανιόταν στον αέρα κάνοντας τα άδεια στομάχια
μας να σφιχτούν, γιατί είχε ήδη περάσει το μεσημέρι. Πλησιάσαμε την παρέα και
εξήγησα ποιες είμαστε και τι ζητούσα στο χωριό, ενώ αυτοί κοίταζαν έκπληκτοι
δύο ξένες γυναίκες «μόνες» να εμφανίζονται μέσα στο μεσημέρι στο όχι και τόσο πολυσύχναστο, φαίνεται,
χωριό τους. Μας κάλεσαν να καθίσουμε στο τραπέζι τους και βεβαίως δεχτήκαμε ευχαρίστως, πιάνοντας
κουβέντα. Στην ερώτησή μου σχετικά με το ξωκλήσι του «Αγιοκωνσταντίνου» οι
μεγαλύτεροι άνδρες, παραθεριστές στο χωριό τους από κάποιο αστικό κέντρο όπου
κατοικούν μόνιμα, όπως κατάλαβα, δήλωσαν άγνοια. Ωστόσο ένας από τους νεαρούς
που έδειχνε να είναι αγρότης και μόνιμος κάτοικος του χωριού, πανέξυπνος και
ομιλητικός, είπε απευθυνόμενος στους
άλλους, «βεβαίως και υπάρχει, ρε, είναι στους μύλους, κάτω από το κάστρο». Και
μόνο αυτή η φράση έκανε τη δική μου καρδιά να σκιρτήσει από χαρά, καθώς όχι
μόνο επιβεβαίωνε την ύπαρξη του ξωκλησιού αλλά και το συμβολικό, το παραγωγικό
και το ιστορικό πλαίσιό του: εκκλησάκι Κωνσταντίνου και Ελένης, σιτάρια, μύλοι/νερό, κάστρο-αρχαιολογικός
χώρος! Ρώτησα τον νεαρό περισσότερες λεπτομέρειες και μου είπε ότι το μέρος
όπου βρίσκεται το εκκλησάκι, είναι
δύσβατο και δυσπρόσιτο, σχεδόν ξεχασμένο, δίπλα σε παλαιούς μύλους που έχουν σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια να
δουλεύουν. Όταν ρώτησα πώς να πάμε εκεί, μου απάντησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση
να το βρω, αν δεν ερχόταν κάποιος ντόπιος που να ξέρει μαζί μας. Εγώ επέμενα
και κουβέντιασε με τους υπόλοιπους το ζήτημα και αποφάσισαν να φωνάξουν μια
γυναίκα που ασχολιόταν με τα Πολιτιστικά του χωριού που θα είχε πολλά να μας
πει για την ιστορία του χωριού και να μας δώσει περισσότερες οδηγίες. Παρά τις
αντιρρήσεις μου να μην την ενοχλήσουν μεσημεριάτικα, εκείνοι της τηλεφώνησαν,
εξηγώντας της ποιες την ζητούν και τι θέλουν. Εν τω μεταξύ εμείς είχαμε
παραγγείλει φαγητό και τρώγαμε.
Σε λίγη ώρα κατέφθασε στην πλατεία μια ώριμη γυναίκα, ψηλή, όμορφη, καλοβαλμένη,
πρόσχαρη. Κάθισε στο τραπέζι μας ολοπρόθυμη να μας βοηθήσει, χαρούμενη που
κάποιοι, και μάλιστα λαογράφος από την Ακαδημία Αθηνών, όπως της εξήγησα,
ενδιαφέρθηκαν για το απομονωμένο χωριό τους. Αν και είμαι κάπως επιφυλακτική να
παίρνω πληροφορίες από τοπικούς «πολιτιστικούς φορείς» που συνήθως έχουν
διαμορφωμένη γνώμη και άποψη για τα τοπικά θέματα, αυτή η γυναίκα φαινόταν
παθιασμένη με το χωριό της και την
ιστορία του, κέρδισε την εμπιστοσύνη μου και θεώρησα ότι θα ήταν πολύτιμη η βοήθειά της. Μας είπε
ότι έχοντας συμπληρώσει έναν κύκλο του βίου της στην Αθήνα, έχει πλέον
εγκατασταθεί και πάλι σχεδόν μόνιμα στο χωριό της το Παλαιοχώρι όπου ασχολείται και με την τοπική ιστορία και
παράδοση, ακολουθώντας και τα ίχνη του πατέρα της, ο οποίος έχει συγγράψει
βιβλίο μες ενθυμήματα από τη ζωή του στο χωριό καθώς και ιστορικά και άλλα
στοιχεία του τόπου. Μόλις αποφάγαμε, χωρίς να υπολογίζει το ότι την ξεσηκώσαμε
μεσημεριάτικα, μας πήρε, ζωηρή και ολοπρόθυμη, για να περπατήσουμε και να μας ξεναγήσει σε αυτά που θεωρούσε τα
σημαντικά του χωριού.
Μας οδήγησε πρώτα σε ένα κτίριο
που έχει κτιστεί για εκκλησία αλλά δεν είχε
ποτέ εγκαινιαστεί. Ένα εικονοστάσι αφιερωμένο στον άγιο Δημήτριο στη ΒΔ
γωνία του δηλώνει την ιερότητα του χώρου. Για κάποια χρόνια το κτίριο είχε
στεγάσει το τοπικό Ειρηνοδικείο, η έδρα του οποίου εξακολουθεί να παραμένει
κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, στο
εσωτερικό του κτιρίου. Σήμερα το ίδιο κτίριο στεγάζει το τοπικό Μουσείο, κιβωτό
της τοπικής μνήμης, βίου και ιστορίας, κυρίως
«λαογραφικό», με τη συνήθη μορφή των τοπικών λαογραφικών μουσείων, που περιέχει πολλά και ενδιαφέροντα αντικείμενα
του «υλικού βίου» αλλά και ιστορικά και
άλλα ντοκουμέντα, φωτογραφίες, βιβλία, έγγραφα κ. ά., ιδρυμένο κυρίως με
πρωτοβουλία και τη φροντίδα της ξεναγού μας. Τα αντικείμενα του Μουσείου είναι
δωρεά των κατοίκων του χωριού, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν εδώ και
χρόνια μετεγκατασταθεί στο Λεωνίδιο/Λενίδι, στην Αθήνα ή μεταναστεύσει τις Η.Π.Α. και αλλού. Η ξεναγός
μας μάς πληροφόρησε ότι πρώτος ο αρχαιολόγος Δέφνερ όταν ερευνούσε για την Τσακώνικη
διάλεκτο, είχε εντοπίσει μυκηναϊκούς τάφους κοντά στο Παλαιοχώρι, και κατόπιν ο
Κωνσταντίνος Ρωμαίος, ο οποίος είχε ασχοληθεί και με την ονομασία
Γλυμπιά-Γλυμποχώρια, που από κάποιους κατέληξαν να ονομάζονται
«Ολυμποχώρια». Έξω από τη νότια πλευρά
του κτιρίου είναι στημένη μια επιβλητική σε μέγεθος στήλη με τα ονόματα όλων
των απόδημων Παλαιοχωριτών κυρίως στις Η.Π.Α., οι οποίοι στέλνουν χορηγίες για
έργα στο χωριό, όπως για το γεφύρι που
είχαμε διαβεί πριν λίγο, μπαίνοντας στην περιοχή των Γλυμπιών.
Μετά το μουσείο κατευθυνθήκαμε προς τον ενοριακό ναό της Κοίμησης της Παναγίας, τον οπίοι είχε εντωμεταξύ ανοίξει ο Επίτροπος, ειδοποιημένος από την ξεναγό μας. Η κτητορική επιγραφή πάνω από την βόρεια είσοδο γράφει ότι ο ναός ανακαινίστηκε το 1872, άρα είναι πολύ παλιότερος, όπως φανερώνει και το εξαιρετικό, ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Εντυπωσιακές και ενδιαφέρουσες μου φάνηκαν δύο όμορφες προσκυνηματικές εικόνες της Παναγίας ένθρονης με τον Χριστό-παιδί όρθιο μπροστά στο στήθος της ειδικά η μία από αυτές όπου ιστορούνται ένθεν και ένθεν της Παναγίας στριμωγμένοι όρθιοι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, σχηματίζοντας «τριάδα», μάλλον λόγω και της ύπαρξης της παλιάς μονής του Ταξιάρχη πολύ κοντά στο Παλαιοχώρι. Ο επίτροπος δεν έδειχνε και τόσο ευχαριστημένος που τον είχαμε ξεσηκώσει μεσημεριάτικα, ούτε πρόθυμος με τρόπο που με υποψίασε για κάποιες τοπικές αντιπαλότητες, οπότε φύγαμε γρήγορα.
Μετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο
προκειμένου να μας οδηγήσει η ξεναγός μας στον «Αγιοκωσταντίνο», αφού πρώτα
κάναμε στάση στη βυζαντινή μονή του
άη-Ταξιάρχη, που ήταν στο δρόμο μας, όπως είπε. Σε μένα η ύπαρξη εδώ τόσο
παλιάς μονής με αυτή την αφιέρωση, έδινε «διοσκουρικό» συμβολικό σημάδι, καθώς
ο «Ταξιάρχης» εννοείται και
προσλαμβάνεται κατά κανόνα διπλός, ως οι «δύο» Ταξιάρχες αλλά για να βεβαιωθώ
θα περίμενα να δω και τις εικόνες στο καθολικό της μονής. Βγαίνοντας από το χωριό έβλεπα τις πλαγιές
καλυμμένες από τις παλιές, εγκαταλελειμμένες σιταρο-πεζούλες. Η ξεναγός μας με
διαβεβαίωσε ότι το χωριό είχε παλιότερα μεγάλη παραγωγή σε δημητριακά και ως εκ τούτου διέθετε και πολλούς νερόμυλους, κάποιοι δίπλα στον
«Αγιοκωσταντίνο», που ήταν ο προορισμός μας.
Στην καμένη από τον Ιμπραήμ κατά
την Επανάσταση μονή, τα πετρόχτιστα
κελιά και οι εξωτερικοί τοίχοι μισο-γκρεμισμένοι, ο χώρος ερημωμένος. Η συνοδός μας μάς είπε να πατάμε προσεκτικά
γιατί ο χώρος βρίθει από φίδια. Μπήκαμε στο μικρό, πέτρινο καθολικό του
άη-Ταξιάρχη, που έδειχνε πρόσφατα συντηρημένο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Στο δάπεδο μετά την είσοδο μας υποδέχθηκε μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφο το γνωστό μας πλέον, από τις
άλλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές μονές, λιοντάρι μπροστά από ένα δέντρο. Το
ξύλινο τέμπλο, όχι πολύ σκαλισμένο ούτε πολύ παλιό, φέρει τις δεσποτικές
εικόνες και την αφιερωματική του Αρχάγγελου Μιχαήλ μόνου, χωρίς τον Γαβριήλ
αλλά σε αρκετές άλλες εικόνες μέσα στο ναό, ο αρχάγγελος εικονίζεται μαζί, «ως
δίδυμος» με τον Γαβριήλ, ως φτερωτοί στρατιώτες. Οι τοίχοι του ναού ολοζωγράφιστοι
αλλά οι αγιογραφίες αχνές και φθαρμένες, μόλις που διακρίνονται. Στο δυτικό τμήμα του ναού που ξεχωρίζει κάπως
από τον υπόλοιπο σαν ένα είδος νάρθηκα, πάνω στο βόρειο τοίχο μόλις που
διέκρινα την τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με τον Σταυρό
ανάμεσά τους. Ο άγιος Κωνσταντίνος πολύ αχνός, σχεδόν σβησμένος, ενώ η αγία
Ελένη αρκετά ευκρινής. Δίπλα στην αγία Ελένη, στη συνέχεια, μέσα σε μια τυφλή, αβαθή καμάρα πάνω στο βόρειο
τοίχο είναι ιστορημένοι αντωπά οι «ως δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, εικονική
σύνθεση πολύ οικεία πλέον, σχεδόν τυπική
για μένα, που κάθε φορά ενισχύει την
υπόθεσή μου για τη «διοσκουρική» μνήμη που φέρει, συνδυαστικά με την αγία Ελένη.
Την υπόθεσή μου ενίσχυσε η πληροφορία της συνοδού μας ότι η μονή δεν
πανηγυρίζει στις 8 Νοεμβρίου, στη γιορτή των Ταξιαρχών αλλά την Πρωτομαγιά και
στις 5 Σεπτέμβρη. Η συνοδός μας δεν γνώριζε να μου εξηγήσει το λόγο, που
πάντως, όπως είπε, δεν οφείλεται στον καιρό αφού στην εποχή της γιορτής το κρύο
του χειμώνα δεν είναι ακόμα τόσο βαρύ. Εμένα βέβαια πήγε ο νους μου ότι κάποια παλιά
μνήμη κουβαλούσε εδώ ο πανηγυρισμός «του Ταξιάρχη» σε γιορτή της φύσης, την Πρωτομαγιά. Η ημερομηνία 5
Σεπτέμβρη μου έφερε στο νου τον εορτασμό των Ταξιαρχών αρχές Σεπτέμβρη και στο
ερημωμένο χωρίο Πέντε Πηγάδια, στον Ταΰγετο, που
είχα παρακολουθήσει το 2001 αλλά εκεί απέδιδαν τον πρόωρο εορτασμό τους στον
πολύ κρύο καιρό το Νοέμβρη πάνω στο βουνό. Ωστόσο πολύ κοντά σε αυτές τις ημερομηνίες,
στις 8 Σεπτέμβρη, γιορτάζεται η Γέννηση της Παναγίας από την αγία Άννα, μορφές
παραπέμπουν σε ιερές Μάνα-και-Κόρη, δηλαδή την Μητέρα-Γη Δήμητρα και Κόρη, αλλά
ίσως να είναι τυχαία η γειτνίαση αυτή των δύο γιορτών. Η ξεναγός μας μας κάλεσε
να πάμε στο πανηγύρι που θα γινόταν σε λίγες ημέρες αλλά μετά λύπης μας δεν
ήταν δυνατόν, αφενός γιατί η Χλόη την επομένη θα έφευγε για Αθήνα ενώ εγώ θα
είχα απομακρυνθεί από αυτή την περιοχή, συνεχίζοντας την επιτόπια έρευνα σε
άλλη περιοχή της Αρκαδίας και δεν γινόταν να επιστρέψω εκεί.
Γλυμπιά-Αγιοκωσταντίνος
Αφήσαμε το παλαιό μοναστήρι στην
ερημιά και τη σιωπή του, όμως μέσα στην ηχητική υπόκρουση των τζιτζικιών και
κατευθυνθήκαμε προς τα βορειοδυτικά. Σε λίγο αριστερά του δρόμου, στα
νοτιοανατολικά, είδαμε να ανοίγεται μέσα
στις δασωμένες κορυφές μια χρυσαφένια, λοφώδης κοιλάδα, καθώς οι πλαγιές της
ήταν γεμάτες με μυριάδες, κλιμακωτές σιταρο-πεζούλες, πάνω στις οποίες το
αγριεμένο, αθέριστο σιτάρι φυτρώνει τώρα εκεί ακαλλιέργητο δίνοντας χρυσό χρώμα
στην κοιλάδα, παρόλο που γινόταν φανερή και η εισβολή της άγριας βλάστησης στις
εγκαταλελειμμένες πλέον πέτρινες πεζούλες. Στο βόρειο άκρο αυτής της κοιλάδας
ορθώνεται κάθετα ένας μεγάλος, τραπεζοειδής πετρώδης λόφος με επίπεδη κορυφή
περιτριγυρισμένη κάποτε με τείχος, το χαμηλό απομεινάρι του οποίου τον στέφει
ακόμα. Στη ΒΑ γωνία του σώζεται σε μεγάλο ύψος ένας τετράγωνος πύργος,
κατασκευή των Ενετών. Οι ντόπιοι αποκαλούν «Κάστρο», το σύνολο του βραχώδους
αυτού λόφου με τα οχυρωματικά Ενετικά κτίσματα, όπως μας πληροφόρησε η ξεναγός
μας. Το τοπίο ήταν επιβλητικό, άγριο, με τις πανύψηλες, δασωμένες κορυφές του Πάρνωνα να κλείνουν γύρω τον
ορίζοντα και την ερημιά που επικρατούσε εκεί, καθώς οι καλλιέργεια των σιτηρών
έχει σταματήσει εδώ και χρόνια. «Ο άγιος Κωνσταντίνος [και Ελένη] είναι ακριβώς
πίσω από το βράχο του Κάστρου», είπε η ξεναγός μας, «αν προσέξετε καλά, φαίνεται λίγο μία γωνία του ξωκλησιού, από εδώ
που στεκόμαστε δεν είναι εύκολο να το δείτε εσείς που δεν ξέρετε τον τόπο, το
κρύβουν σχεδόν τα δέντρα». Το Κάστρο
είναι τα αρχαία Γλυμπιά, η ακρόπολη», συνέχισε, «εδώ μπροστά μας όμως, εκεί που
είναι τα κυπαρίσσια κάτω από το Κάστρο, είναι το μοναστήρι της Παλιοπαναγιάς,
να τη η εκκλησία, φαίνεται!» Πράγματι, ένας ασβεστωμένος, επιμήκης ναός
φαινόταν από κάτω μας, κάτω από τον βράχο του Κάστρου, αριστερά από τον δρόμο. Κατόπιν
αυτών, εγώ παρατηρώντας το τοπίο, έβλεπα ήδη το «θαύμα»: ο «Αγιοκωσταντίνος»
ιδρυμένος κάτω από την ακρόπολη της αρχαίας πόλης με το περίεργο Τσακώνικο όνομα
«Γλυμπιά», το οποίο, δυσερμήνευτο, έχει απασχολήσει γλωσσολόγους και
αρχαιολόγους, χωρίς, όπως συμβαίνει και με το όνομα «Έλωνα» του γειτονικού εκεί
μοναστηριού, να έχουν καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για την ετυμολογία και τη
σημασία του[23].Τα
Α[γ]λυμπιά στα Τσακώνικα (με δασεία, κατά τον αρχαιολόγο
Κ. Ρωμαίο) ο αρχαίος οικισμός και
με πελασγικό τείχος και ευρήματα μυκηναϊκής εποχής, έχει κάτω από την
ακρόπολή της καταμεσής στη σιτόεσσα κοιλάδα δύο χριστιανικά ιερά κτίσματα στα
οποία υπολανθάνει, σύμφωνα με την ερευνητική
μου υπόθεση, συνδυαστικά η Μεγάλη Μητέρα-Γη-Δήμητρα-Ελένη: η «Παλιοπαναγιά» και
το ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Με χτυποκάρδι που νόμιζα ότι
ακούγεται και έξω από το σώμα μου, περνώντας το γεφύρι του μικρού ποταμιού που
περιτρέχει την αρχαία ακρόπολη, είδα την ταμπέλα που γράφει: «Ι.Ν. Αγίου
Κωνσταντίνου-Νερόμυλοι-Βυριά-Βάθρες». Η επιγραφή δηλώνει, όπως και βλέπαμε στο
τοπίο γύρω μας, ότι το μικρό, απέριττο
ερημοκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι λοιπόν ιδρυμένο μέσα σε υγρότοπο με τους παλιούς μύλους,
στους οποίους η δημοτική ποίηση τοποθετεί συμβολικά μια κόρη Ελένη ή Βελούδω να έρχεται σε ακούσια ή εκούσια ευγονική συνουσία με τον
«μαύρο» μυλωνά που «παίρνει για ξάι φίλημα»[24]. Για μένα, είχε συμβεί το «θαύμα»: ήταν η «επιφάνεια» της θεάς μέσα στις άγριες
βουνοκορφές του Πάρνωνα, στην αρχαία σιτόεσσα εδώ γη της νότιας Τσακωνιάς, σύρριζα στην προϊστορική ακρόπολη με το Ενετικό
Κάστρο, στα αρχαία «Γλυμπιά», δομημένη με πολλαπλούς συμβολικούς τρόπους…
Μετά το γεφύρι ακολουθήσαμε πεζή τη δεξιά όχθη του ποταμιού στη σκιερή ρεματιά. Ο χωματόδρομος ήταν ανασκαμμένος και μέσα στα χώματα φαινόντουσαν διάσπαρτα πολλά θραύσματα κεραμικών, καθώς και μερικές πέτρες που έδειχναν έντεχνα επεξεργασμένες, σαν να προέρχονται από κτίρια, σημάδι ότι ίσως περπατούσαμε στο χώρο του αρχαίου οικισμού «Γλυμπιά», στα ΝΔ της ακρόπολης. Μετά από λίγο στη ρίζα του βραχώδους λόφου της ακρόπολης στη στενή, δασωμένη ρεματιά που μας χώριζε από αυτόν, στην άκρη ενός πλακοστρωμένου πλατώματος που έμοιαζε με αλώνι, είδαμε το ερημοκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου [και Ελένης]. Λίγο πιο δεξιά από το σώο εκκλησάκι, η συνοδός μας μάς έδειξε δίπλα στο ποτάμι κάποιους ερειπωμένους τοίχους, κατάλοιπα των δύο παλιών νερόμυλων. Διασχίσαμε το άπλωμα που έμοιαζε με αλώνι και προσεγγίσαμε τον μικρό ναό, χτισμένο με γκρίζες πέτρες ίδιες με τα βράχια της υπερκείμενης ακρόπολης, ώστε δύσκολα να ξεχωρίζει από απόσταση. Η σκεπή του δίρριχτη από τσιμέντο, χωρίς κεραμίδια, έχει φαίνεται αντικατασταθεί σχετικά πρόσφατα, οπότε τα διάσπαρτα κεραμικά μπορεί να είναι κατάλοιπα από τα κεραμίδια της στέγης, εάν βέβαια δεν ήταν σκεπασμένη με σχιστόπλακες, όπως συνήθιζαν παλιότερα στην ορεινή Τσακωνιά.
Έσπρωξα πρώτη την ξεκλείδωτη, σιδερένια πόρτα και μπήκα, με μεγάλη εσωτερική ταραχή κατόπιν των όσων είχα βιώσει ήδη, στο σκοτεινό, αραχνιασμένο, ημι-εγκαταλελειμμένο ερημοκλήσι, με έντονα σημεία φθοράς και υγρασίας στους ασβεστωμένους, γυμνούς τοίχους του. Είκοσι τουλάχιστον χρόνια αλειτούργητο, όπως μας πληροφόρησε η συνοδός μας, γιατί το χωριό Πλατανάκι στο οποίο ανήκει το εκκλησάκι δεν έχει παπά ούτε για την ενοριακή εκκλησία του, η οποία δεν λειτουργείται ούτε στις μεγάλες γιορτές, πόσο μάλλον το αυτό το ξωκλήσι. Παρόλη την έλλειψη ιερέα, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ το πόσο η εγκατάλειψη της καλλιέργειας δημητριακών και η συνακόλουθη μετατροπή των νερόμυλων σε ερείπια με τις συνέπειες που έχουν αυτά και στις αλλαγές στο τοπίο, που όσο πάει και «αγριεύει», συμβάλλουν μαζί και με άλλους παράγοντες και στην προϊούσα εγκατάλειψη της λατρείας στα ιερά κτίσματα που συμβολοποιούν επιτόπου στη θεϊκή «επιφάνειεα» της Μεγάλης Μητέρας μαζί με τον ιερό της σύνευνο, αυτές τις παραγωγικές δράσεις…
Το τέμπλο του ναού χτιστό,
ασβεστωμένο έχει χώρο μόνο για τις δεσποτικές εικόνες
(Χριστό-Παναγία-άη-Γιάννη) ενώ η αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης ήταν αναρτημένη στην ανατολική
άκρη του βόρειου τοίχου, στη ΒΑ γωνία του ναού. Οι άγιοι ιστορούνται κατά τον
τυπικό τρόπο, όρθιοι με τον σταυρό ανάμεσά τους. Όμως ο μεν άγιος Κωνσταντίνος εικονίζεται όχι
ως αυτοκράτορας όπως συνήθως αλλά ντυμένος
σαν Ρωμαίος στρατιώτης, χωρίς να κρατάει τα σύμβολα της βασιλικής
εξουσίας του, το στέμμα και το σκήπτρο, τα οποία είναι ακουμπημένα σε ένα
μαξιλάρι στη βάση του σταυρού. Η αγία Ελένη εικονίζεται στα αριστερά, με στέμμα,
ντυμένη με λευκή κεντημένη εσθήτα και κρατώντας στο λυγισμένο αριστερό της χέρι
τον δίσκο με τα καρφιά με τα οποία είχαν καρφώσει τον Χριστό πάνω στο Σταυρό,
ενώ το δεξί είναι απλωμένο με την παλάμη ανοιχτή εμπρός από το κάθετο στέλεχος
του Σταυρού. Στο σημείο όπου διασταυρώνονται η οριζόντια και η κάθετη
κεραίες του σταυρού, εικονίζεται ένα
φωτεινό, λευκό φεγγάρι (ή ήλιος;) με χρυσό περίγραμμα και ακτίνες κυκλικά, να φωτίζει
κάτι δαντελωτά λευκά σύννεφα. Στο ίδιο σημείο, πάνω στο ξύλο του σταυρού,
φέγγει ένας ένας χρυσός σταυρός. Δύο
ακόμα κινητές, μικρές εικόνες των αγίων Κ+Ε πάνω στο βόρειο τοίχο, παλιά
μανουάλια σε αχρησία εδώ και χρόνια μαζί με
μια-δυο σκούπες εμπρός από τον
δυτικό, ήταν όλα τα αντικείμενα μέσα στο καμαροσκεπές εκκλησάκι. Ο χώρος του ιερού
άδειος, χωρίς εικόνες, με μόνη την αγία τράπεζ στη θέση της καλυμμένη με μια
παλιά, κάποτε ολόλευκη, δαντέλα,
σκονισμένη τώρα από τους ραγισμένους από
την υγρασία σοβάδες της κόγχης. Βγήκαμε και περπάτησα γύρω από το εκκλησάκι. Στο πίσω, το ανατολικό μέρος, η κόγχη του
ιερού φαίνεται κάπως παράταιρη με την λιθοδομή του υπόλοιπου ναΐσκου, χτισμένη
με πέτρες παλαιές, κάπως χαλαρές, ωσάν να είναι ξερολιθιά. Εκεί πίσω, ανατολικά
του ναού, είδα και εμφανή ίχνη από κάποιο πολύ παλαιότερο τοιχίο που δηλώνει
ότι κάποιο παλαιότερο, πιο μεγάλο κτίσμα ή μάνδρα προϋπήρχε εδώ. Στη συνέχεια,
πέτρινες πεζούλες σιτηρών κατεβαίνουν ως το -με αρκετό νερό να τρέχει σε αυτό- ποτάμι,
όπου έβλεπα και διάσπαρτα κεραμικά όστρακα. Η πρόσβαση στους δύο ερειπωμένους
νερόμυλους ήταν αδύνατη από τα πυκνά βάτα, τα πουρνάρια και την υδροχαρή
βλάστηση του ποταμιού που έχουν κατακλύσει όλο το χώρο μέχρι αυτούς και τα
ερείπιά τους, όπως εξάλλου και την πρόσβαση στην κορυφή της αρχαίας ακρόπολης.
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο και βαδίζοντας δίπλα στην κοίτη
του ποταμιού, βλέπαμε σε αρκετή έκταση κατάλοιπα τοίχων και κεραμικά όστρακα,
πιθανότατα δηλωτικά του εδώ αρχαίου οικισμού. Ξεκινήσαμε για το Παλαιοχώρι για να αφήσουμε
την τόσο πρόθυμη και εξυπηρετική συνοδό μας, ευχαριστώντας την θερμά γιατί όπως
είχαμε διαπιστώσει, δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε τον «Αγιοκωσταντίνο» χωρίς
την πολύτιμη και πολύτροπη βοήθειά της
και τις πληροφορίες της. Αποχαιρετιστήκαμε με εκατέρωθεν υποσχέσεις να βρεθούμε
και στην Αθήνα.
Επιστρέφοντας προς τα Γλυμπιά,
κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Άγιος Βασίλειος, μήπως βρούμε εκεί τον ιερέα να
μας ανοίξει το ναό της «Παλιοπαναγιάς» και εν συνεχεία να πάμε στο χωριό
Πλατανάκι όπου ανήκει το εκκλησάκι
«Αγιοκωσταντίνος» μήπως βρω κι άλλες σχετικές πληροφορίες.
Άγιος
Βασίλειος
Φτάσαμε προχωρημένο απόγευμα στον Άγιο Βασίλειο (ένα ακόμα χωριό με αγιωνύμιο
στην Κυνουρία), μικρό, ήσυχο χωριό και σταθμεύσαμε στην πλακοστρωμένη πλατεία
πάνω από μια βουερή, πολύκρουνη χτιστή βρύση που ποτίζει και το πανύψηλο
πλατάνι που την σκιάζει. Πλησιάσαμε στο καφενείο έξω από το οποίο καθόταν μια
παρέα ανδρών και έπαιζαν χαρτιά. Καθίσαμε και εμείς σε ένα ελεύθερο τραπέζι και
παραγγείλαμε καφέ. Μας σερβίρισε μια νέα γυναίκα που φαινόταν έξυπνη και
καλωσυνάτη που μετά το σερβίρισμα συνέχισε να καθαρίζει φασολάκια και της
έπιασα κουβέντα, αρχίζοντας από τις απαραίτητες συσττάσεις. Μάθαμε ότι σε λίγες
ημέρες, περί τα μέσα Σεπτέμβρη, το χωριό θα άδειαζε από κατοίκους γιατί είναι
και αυτοί «διπλοκάτοικοι» παραλίας ή κάμπου και βουνού, και το εγκαταλείπουν
τον χειμώνα. Οι Αγιοβασιλιώτες παραχειμάζουν στο χωριό Βλαχιώτης της Λακωνίας,
όπου κατοικούν πολλοί χωριανοί και όπου και η ίδια διαθέτει σπίτι όπως είπε, αλλά
και στο Βρονταμά της Λακωνίας επίσης, τόπο καταγωγής της, καθώς και στο
Λεωνίδιο/Λενίδι. «Έχω πέντε σπίτια και κατοικώ», μας είπε γελώντας, «είμαστε
τρελοί εμείς εδώ!». Μιλήσαμε λίγο σχετικά με αυτό το θέμα της διπλο-κατοίκησης
και την ρώτησα πώς είναι να διαβιούν σε διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα και πώς προσδιορίζουν
τους εαυτούς τους ως προς την τοπική τους ταυτότητα, Αρκάδες ή Λάκωνες. «Εμείς
δεν έχουμε δουλειά με την Αρκαδία», μου είπε, «απορώ γιατί μας έχουνε βάλει σε
αυτό το νομό». «Εμείς είμαστε Τσακωνιά», συνέχισε, «και ακόμα και σήμερα για
Δικαστήρια πάμε στο Άργος και στο Ναύπλιο, όχι στην Τρίπολη». Συνειδητοποιούσα
για μια φορά ακόμα, όπως και σε σχέση με τον Κοσμά και την Έλωνα τον προηγούμενο
χρόνο και άλλα, ότι οι διοικητικές
διαιρέσεις πάνω στο χάρτη δεν
αντιπροσωπεύουν και τις τοπικές, εθνοτικές,
πολιτισμικές κ.ά. ταυτότητες όπως
τις βιώνουν και τις φέρουν αυτοπροσδιοριζόμενοι οι κάτοικοι.
Ως προς τον ιερέα μας είπε ότι
μένει στο χωριό και του τηλεφώνησε για
να έλθει να μας συναντήσει. Μας ενημέρωσε
ότι δέχθηκε να έλθει και να τον συναντήσουμε στην εκκλησία του χωριού,
τον άγιο Βασίλειο. Την ευχαριστήσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το ναό που ήταν
εξάλλου ακριβώς κάτω από το μαγαζί. Μπήκαμε στον πλακοστρωμένο περίβολο μιας
ομορφοχτισμένης, πέτρινης εκκλησίας. Βρήκαμε την πόρτα στη νότια πλευρά της
ανοιχτή και μπήκαμε μέσα. Μας υποδέχθηκε
ένας μεσόκοπος, γκριζομάλλης παπάς-αγρότης, όπως δήλωνε το ηλιοκαμένο, σκαμμένο
από τη δουλειά στο ύπαιθρο πρόσωπό του. Λεπτός και αεικίνητος έδειχνε να
ασφυκτιά μέσα στο σχεδόν καινούργιο, ατσαλάκωτο μαύρο ράσο του, που φαίνεται το
είχε φορέσει για την περίσταση, ενώ συνήθως θα φορούσε το καθημερινό του,
συνήθως φθαρμένο, γκρίζο «αντερί» που πιο άνετο φοριέται κάτω από το
ράσο, ή απλά πανταλόνια, όπως έχω δει αρκετούς παπάδες να φορούν στις
καθημερινές τους αγροτικές δουλειές στα χωριά. Ομιλητικός και πρόθυμος μας
ξενάγησε στο ναό, δείχνοντάς μας και κάποιες παλαιές εικόνες κρεμασμένες πάνω
στο βόρειο τοίχο και στο στηθαίο του γυναικωνίτη που έχουν μεταφερθεί εδώ από
την «Παλιοπαναγιά» εξαιτίας του φόβου κλοπής τους εκεί, όπως μας εξήγησε.
Ωστόσο δεν φαινόντουσαν και συντηρημένες από τη φθορά και την υγρασία. Μας είπε
ότι παρόλο που ο ναός είναι αφιερωμένος στον άγιο Βασίλειο, παλιότερα, όταν το χωριό είχε περισσότερο κόσμο, πανηγύριζε,
της Ζωοδόχου Πηγής. «Αλλά τώρα», πρόσθεσε, «καταργήθηκε και αυτό και
πανηγυρίζουμε μόνο στις 23 Αυγούστου, στα Εννιάμερα της Παναγίας, που
πανηγυρίζει η Παλιοπαναγιά». Τον παρακάλεσα να έλθει μαζί μας στην Παλιοπαναγιά
να μας ανοίξει και την εκκλησία αλλά δίσταζε γιατί ήταν Σαββατόβραδο και έπρεπε
σε λίγο να κάνει τον Εσπερινό. Το κατανοούσα μεν αυτό αλλά έδειξα μεγάλη στενοχώρια
που δεν μπορούσε να έλθει μαζί μας. Σε λίγο, αφού το σκέφτηκε, «έτσι κι αλλιώς,
δεν πρόκειται να έρθει κανένας στον
Εσπερινό», είπε αποφασιστικά, «είναι ούλοι κουμμουνιστές εδώ, δεν πατάνε σε
εκκλησία, οπότε άντε, πάμε εκεί, το ίδιο είναι, σα να κάνω Εσπερινό!». Πήρε
μαζί του ένα μεγάλο φακό και φύγαμε με το αυτοκίνητο ενώ άρχιζε πλέον να
σουρουπώνει.
Παλιοπαναγιά
Σε λίγο φτάσαμε κάτω από τη
βόρεια πλευρά του βράχου της αρχαίας ακρόπολης, με τον ενετικό ή φράγκικο
πύργο, όπου μέσα σε μια συστάδα από ψηλόκορμα κυπαρίσσια φαίνεται η παλαιά μονή
της «Παλιοπαναγιάς», δηλαδή η εκκλησία, το πρώην καθολικό της, αφού όλα τα άλλα
κτίσματα της πρώην μονής έχουν ερειπωθεί και διακρίνονται μόνον κάτι χαμηλοί,
πεσμένοι τοίχοι γύρω από τον πρώην περίβολό της. Όπως συλλογιζόμουν και για την Παλιοπαναγιά
του Άστρους, φαίνεται και εδώ η
«Παλιοπαναγιά» να συμβολίζει την Μεγάλη Μητέρα ενδεδυμένη χριστιανικό μανδύα,
την «Παλαιά» προχριστιανική «Παναγιά», αφιερωμένη στην Κοίμηση (και στην
Ζωοδόχο Πηγή), η οποία, όπως όλες σχεδόν οι παμπάλαιες, «Παλιοπαναγιές», πανηγυρίζει
όχι το 15Αύγουστο αλλά στα λαϊκά, επιμνημόσυνα «Εννιάμερα» στις 23/9, όπως
εκτιμώ ότι φαίνεται να τα έχει επιβάλει στην Εκκλησία η λαϊκή λατρεία, ως
διαχρονική μνήμη ανάλογης γιορτής σε προχριστιανική «κεκοιμημένη» Μητέρα-Παν-αγία. Γιορτή πιο κοντινή σε αυτή της ετήσιας
ανα-Γέννησης της Παναγίας, ως ιερής Κόρης από ιερή Μητέρα, στις 8/9. Είναι ενδεικτικό σχετικά με τη σημασία της Παλιοπαναγιάς και
αυτό που μας ανέφερε ο παπάς, ότι ενώ έχουν εκλείψει τα πανηγύρια στο χωριό
Άγιος Βασίλειος, το πανηγύρι της είναι το μόνο που δεν ξεχνιέται αλλά
εξακολουθεί να επιτελείται κάθε χρόνο. Η
συνύπαρξη της Παλιοπαναγιάς, που ο ανασκαφέας των Γλυμπιών-Λιππίων αρχαιολόγος
Κωνσταντίνος Ρωμαίος θεωρεί χτισμένη
πάνω σε αρχαίο ναό, με το ξωκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε κοντινή
απόσταση, μέσα σε αυτό το χρυσό από τις καλαμιές των σιτηρών τοπίο και τον
υγρότοπο της απομονωμένης, κρυφής σχεδόν, κοιλάδας μέσα στα βουνά, κάτω από τη
διαχρονική, οχυρωμένη ακρόπολη των
Γλυμπιών, σκεφτόμουν ότι υποστηρίζει
αμφίδρομα αυτή μου την ερευνητική υπόθεση. [σημείωση: ο αναγνώστης της περιήγησης "Αρτεμίδωρος" με πληροφορεί ότι ο Τούντας αναφέρει ότι ο αρχαίος ναός που ήταν στη θέση της Παλιοπαναγιάς, ήταν αφιερωμένος στη Δήμητρα, ενισχύοντας τις παραπάνω υποθέσεις μου σχετικά με την παρουσία της Ελένης/Αγιαλένης εδώ... Ευχαριστώ πολύ!]
Προχωρήσαμε προς το ναό πατώντας
πάνω σε μια πέτρινη καμάρα, τμήμα κάποτε των κτισμάτων της μονής που τώρα κάνει
χρέη γεφυριού πάνω από τα χαλάσματα και κατεβαίναμε προς τον περίβολο, η παλαιά
πλακόστρωση του οποίου είναι τώρα πνιγμένη στα χορτάρια. Η μικρή σχετικά εκκλησία, ασβεστωμένη,
τριγυρισμένη από δέντρα μέσα σε ένα μικρό ξέφωτο, είναι σκεπασμένη με
σχιστολιθικές πλάκες και σκέφτηκα ότι δεν είναι απίθανο να ήταν και ο
«Αγιοκωσταντίνος» σκεπασμένος με αυτές, πριν την τσιμεντένια σήμερα στέγη οι
οποίες με το βάρος τους και το χιόνι να είχαν προκαλέσει το πέσιμό της αν και
αυτές της Παλιοπαναγιάς βρίσκονται ακόμα στη θέση τους. Ο
παπάς, σβέλτος και άνετος, εξοικειωμένος με τον ιερό αυτό χώρο, ροβόλησε ξαφνικά βιαστικός με μεγάλες
δρασκελιές πάνω από τα χαλάσματα και προσπερνώντας μας, σταμάτησε απότομα μπροστά στη μικρή πόρτα στο νότιο τοίχο του
ναού, που αποτελεί και τη μόνη είσοδο σε αυτόν. «Ρε, κοίτα να δεις που τα
πήρανε! Πάει! Πώς τα σηκώσανε;» μονολογούσε με απορία και απελπισία μαζί,
κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια του. Τον
ρωτήσαμε τι συνέβη. «Εδώ ήτανε δύο αρχαία αγάλματα, μέχρι προχτές που πέρασα
πάλι από ‘δώ και τώρα λείπουνε, κάποιοι τα κλέψανε!» είπε απελπισμένος,
ανήσυχος και οργισμένος συνάμα. «Α, μη
στενοχωριόσαστε», τον καθησύχασα, συναινούσης και της Χλόης, «στο Παλαιοχώρι μάθαμε ότι ήλθαν χτες
αρχαιολόγοι από το αρχαιολογικό Μουσείο του Άστρους και τα σήκωσαν από εδώ με
ειδικό μηχάνημα και τα μετέφεραν στο Μουσείο!» «Μπααααα! , και δεν μου είπανε
τίποτα, τρόμαξα ο άνθρωπος, αφού μέχρι προχτές ήτανε ‘δώ!» είπε ανακουφισμένος
και παραπονούμενος μαζί ο παπάς, «βλέπετε εδώ τα σημάδια στο χώμα; φαινόνται!
Ήτανε κάτι θερία πράματα, αφού ήτανε μόνο το πανωκόρμι και φτάνανε ίσα με μένα,
σκεφτείτε!». Εγώ κοιτώντας τα σκούρα, υγρά ακόμα σημάδια που είχαν αφήσει τα
αρχαία γλυπτά στο χώμα, ένθεν και ένθεν της πόρτας, ήμουν αντίθετη με την
αφαίρεσή τους, καθώς τα αρχαία γλυπτά είχαν παραμείνει εκεί απείραχτα επί
αιώνες και μάλλον σχετικά χωρίς μεγάλες φθορές, και μάλιστα θυμωμένη που δεν
είχαν καν μπει στον κόπο μα ενημερώσουν τον ιερέα, που κοιτούσε τα σημάδια
σοκαρισμένος, σαν να είχε χάσει δικούς του ανθρώπους από εκεί. Όπως είχε συμβεί και με το -πιο προστατευμένο
μάλιστα εκεί- άγαλμα μέσα στο καθολικό της μονής Λουκούς και σε άλλες περιπτώσεις, εκτιμώ
ότι η αφαίρεσή τους αναιρεί και αφανίζει τον επιτόπιο, ορατό από ντόπιους και
περαστικούς συγκρητισμό θρησκειών, λατρειών και πολιτισμών στο φυσικό και το δομημένο
περιβάλλον τους. Η αφαίρεση των αγαλμάτων στερεί από τους ντόπιους τη διαλεκτική σχέση με αυτά και τις αφηγήσεις
με τις οποίες περιβάλλουν οι περίοικοι τέτοιες συνυπάρξεις αρχαίων και νεότερων στοιχείων «συνομιλώντας»
με αυτά, ιδιαίτερα μέσα σε ιερούς,
λατρευτικούς τόπους. Πολύ πιθανό, σκεφτόμουν, είναι να συντηρηθούν και αντί να ξανα-τοποθετηθούν εδώ, εάν βεβαίως δεν
έχουν κάποια εξαιρετική καλλιτεχνική και αρχαιολογική σημασία, να μπουν σε
κάποια αποθήκη του Μουσείου, χρήσιμα μεν για την έρευνα (θα μπορούσαν να μελετηθούν και επιτόπου) πλην άφαντα για τους μη
αρχαιολόγους διά παντός…
Μπήκαμε μέσα στον κατασκότεινο
ναό Κοίμησης-Ζωοδόχου Πηγής κατά τα γραφόμενα του Μητροπολίτη Αλέξανδρου, αφού πέραν
του ότι είχε σουρουπώσει, δεν διαθέτει άλλα ανοίγματα πλην της μίας πόρτας και
ενός μικρού και στενού, ωσάν πολεμίστρα, ανοίγματος ψηλά από πάνω της στον νότιο τοίχο και δεν
έχει ηλεκτρικό ρεύμα. Ευτυχώς ο δυνατός φακός που είχε προνοήσει να πάρει μαζί
του ο παπάς, μάς φώτιζε να βλέπουμε και να φωτογραφίζω, το κατά δύναμη.
Μονόχωρος, με καμάρα στην οροφή, ο βυζαντινών ή μεταβυζαντινών χρόνων αυτός
ναός, παρόμοιος με αυτόν του Ταξιάρχη στο Παλαιοχώρι, είναι του τύπου που τόσο
συχνά έβλεπα στην έρευνα σε ξωκλήσια ή παρεκλήσια, με τις δύο αβαθείς,
τυφλές καμάρες στους μακρούς, βόρειο και
νότιο, τοίχους. Στη σκοτεινιά συνέτειναν και οι σκουρόχρωμες τοιχογραφίες, σε
γκρι-μπλε φόντο με τα σκοτεινά, καφετιά
πρόσωπα των αγίων μορφών με τις οποίες είναι ιστορημένοι και καλύπτονται όλοι
οι τοίχοι. Και εδώ δεν λείπουν τα χαράγματα πάνω στις πολύ φθαρμένες,
ξεθωριασμένες τοιχογραφίες, λιγότερα πάντως από αυτά στο καθολικό της μονής
Κοντολινάς, ενώ σε πολλά σημεία το
κατώτερο μέρος των τοίχων είναι ασβεστωμένο, κρύβοντας πιθανότατα τις εκεί
τοιχογραφίες. Τις τοιχογραφίες καλύπτουν
επίσης στο κάτω μέρος κατά μήκος των τοίχων τα συνεχόμενα ξύλινα
στασίδια-καθίσματα για αυτούς που λειτουργούνται, τοποθετημένα φαίνεται πολύ
αργότερα από την ιστόρηση του ναού. Δεν λείπουν όμως και τα –αναμενόμενα από
εμένα μέσα στο όλο αρχαιολογικό, παραγωγικό, συμβολικό πλαίσιο των Γλυμπιών–
εικονικά «σημάδια» της Ελένης/Αγιαλένης: όπως βλέπω και σε αρκετούς άλλους
αυτής της εποχής (τέλη βυζαντινής-μεταβυζαντινής) και όμοιας αρχιτεκτονικής
ναούς στο Μοριά, στη δυτική καμάρα του βόρειου τοίχου ιστορούνται σε μια πολύ
φθαρμένη πλέον τοιχογραφία, ο άγιος Κωνσταντίνος και η αγία Ελένη τυπικά, με το
Σταυρό ανάμεσά τους. Ο άγιος Κωνσταντίνος φαίνεται και εδώ αχνά, η αγία Ελένη
λίγο πιο καθαρά. Στις άλλες δύο ιστορημένες αβαθείς καμάρες των βόρειου και
νότιου τοίχου (η τέταρτη καμάρα στο νότιο τοίχο φέρει το άνοιγμα της εισόδου
στο ναό), είναι ζωγραφισμένοι και κάπως
καλύτερα συντηρημένοι ανά ένας δύο «διοσκουρικοί» καβαλάρηδες άγιοι, Γεώργιος
και Δημήτριος, απέναντι ο ένας στον άλλο στον βόρειο κα νότιο τοίχους,
γεμίζοντας μαζί με αυτή των αγίων Κ+Ε τις επιφάνειες των τοίχων και
κυριαρχώντας εικονικά μέσα στο ναό, αν και υπάρχουν και άλλες αγιογραφικές
εικονογραφήσεις στα ψηλότερα σημεία των τοίχων. Δεν γνωρίζω αν ο συγκεκριμένος
συνδυασμός αγίων και η τόσο συνηθισμένη διάταξη αυτών των εικόνων στους τοίχους σε τέτοιους ναούς υπακούει σε κάποιο
επίσημο δογματικό ή τυπικό εκκλησιαστικό κανόνα, ειδικά για αυτούς. Επειδή
προσωπικά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κάποια λογική ή ιστορική/αγιολογική σύνδεση αυτών των εικόνων και δη ως κυρίαρχη
εικονογράφηση στους συγκεκριμένους ευάριθμους ναούς, η ερευνητική μου υπόθεση
και τα ευρήματά της με οδηγούν να την
συσχετίζω με μνήμη του ζεύγους
Ελένης με τον σύνευνό της και τους
Διόσκουρους, όπως εικονίζονται σε πολλά αρχαία ανάγλυφα, κυρίως στη Λακωνία και αλλού.
Το ξύλινο τέμπλο του ναού απλό, φαινόταν όχι πολύ παλιό και έφερε δεσποτικές εικόνες νεότερες, αφού τις παλιές τις έχουν μεταφέρει στον Άγιο Βασίλειο για ασφάλεια, όπως είχαμε δει. Στο ψηλότερο, ΒΑ σημείο του βόρειου τοίχου, μόλις που διέκρινα τοιχογραφημένη μια ξέθωρη εικόνα της της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Κάτω από αυτή την τοιχογραφία που αν και δεν είναι πάνω στο τέμπλο ενέχει θέση της αφιερωματικής εικόνας του ναού, πάνω στο ασβεστωμένο, χαμηλό κομμάτι του τοίχου, κρεμόταν, ωσάν ίσης συμβολικής αξίας, μια ευμεγέθης εικόνα με τη γνωστή μου «τριάδα» των «ως δίδυμων» ανδρών με μία κόρη ανάμεσά τους: ο Λέσβιος άγιος Ραφαήλ με τον μοναχό Νικόλαο και την κόρη Εΐρήνη ανάμεσά τους, ενισχύοντας και πάλι εικονικά την ερευνητική μου υπόθεση περί Διόσκουρων+Ελένης μέσα στον ίδιο ιερό χώρο. Ψηλά, πάνω στην καμάρα της οροφής διέκρινα επίσης τοιχογραφίες με την Γέννηση της Παναγίας καθώς και της «Ζωοδόχου Πηγής», στην οποία είναι συν-αφιερωμένος ο ναός, μαζί με την Κοίμηση. Η εικόνα της Παναγίας "Ζωοδόχου Πηγής" που την δείχνει μπούστο με τον Χριστό στην αγκαλιά μέσα σε μια κρήνη-λεκάνη με πόδι, πάντα μου θυμίζει ως σχηματικό περίγραμμα όσο και ως ιερή, βρεφοκρατούσα μορφή τα "φιόσχημα" πήλινα προϊστορικά ειδώλια που αποδιδονται στην θεά-Μητέρα.
Ήμουν συγκινημένη και ταραγμένη
από τα εικονογραφικά και τα άλλα ευρήματα
στα Γλυμπιά που ενίσχυαν για μένα την υπόθεση για το ποια είναι επί της ουσίας η «Παλιοπαναγιά»,
όσο και τη σχέση της με την Ελένη/Αγιαλένη. Βγήκαμε από τον εντελώς σκοτεινό
πλέον ναό και καθίσαμε μαζί με τον παπά στο πέτρινο πεζούλι που είναι χτισμένο
κατά μήκος του νότιου τοίχου, δίπλα στην είσοδο στο ναό. Γύρω μας το σκοτάδι
πύκνωνε σιγά-σιγά αλλά στήσαμε κουβέντα
με τον ορεξάτο και πρόθυμο για συζήτηση παπά, την οποία και ηχογραφούσα, με την
άδειά του. Μεταξύ άλλων με πληροφόρησε
ότι το χωριό Πλατανάκι στο οποίο ανήκει
το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» (επιβεβαίωσε
ότι είχε πολλά χρόνια να λειτουργηθεί) έχει ενοριακό ναό αφιερωμένο στη Γέννηση
της Παναγίας (φέρνοντας και πάλι στο προσκήνιο την Μάνα-και-κόρη για μένα) και
ότι ελλείψει άλλου παπά λειτουργεί και εκεί ο ίδιος. Είπε επίσης ότι την ημέρα
της γιορτής στις 8/9, που έχει πανηγύρι
το χωριό, οι γυναίκες παίρνουν μόνες αυτές την εικόνα της Γέννησης και την
κάνουν περιφορά στα σπίτια του χωριού. «Ελάτε την άλλη ’βδομάδα που είναι το
πανηγύρι να δείτε!» μας προσκάλεσε και αν και το περιηγητικό πρόγραμμά μου θα
με είχε (δυστυχώς για την τόσο ενδιαφέρουσα αυτή τελετουργική πρακτική) απομακρύνει από την περιοχή, δεν το
απέκλεισα. Μας είπε επίσης ότι παλαιά από την περιοχή εκείνη των Γλυμπιών πέρναγε πεζή όλη η Τσακωνιά για να πάνε στο
πανηγύρι της Έλωνας και επειδή τα πλήθη δεν χωράγανε στο μοναστήρι, πολλοί
διανυχτερεύανε στο Παλιοχώρι. Πληροφορία ενδιαφέρουσα για μένα και λόγω του ότι
συνδέει και με αυτό τον τρόπο την Έλωνα[/Ελένη] με τα Γλυμπιά. Πέραν αυτού,
έχοντας συνειδητοποιήσει κατά την επιτόπια έρευνα στη Λακωνία τον προηγούμενο
χρόνο πόσο «δική» τους θεωρούν την Έλωνα και οι Λάκωνες συρρέοντας στο πανηγύρι
της από άκρου εις άκρον του νομού, έβλεπα τώρα πώς η ιερή συμβολική,
δια-θρησκειακή μορφή της Έλωνας[/Ελένης] είναι κυρίαρχη και πόσο ενοποιεί λατρευτικά τους Λάκωνες και τους Τσάκωνες.
Μας αφηγήθηκε επίσης τα του βίου
του, λέγοντας ότι και ο ίδιος είχε γίνει παπάς μόλις πριν πέντε χρόνια «με το
ζόρι», μετά από πίεση των τοπικών
εκκλησιαστικών κύκλων και κυρίως του «πρώην του», του ιερέα που λειτουργούσε
πριν από αυτόν, μακαρίτη πλέον. Και πως η υπόσχεση που είχε δώσει στον «πρώην»
να γίνει ιερέας στον άγιο Βασίλειο, είναι το μόνο που τον εμποδίζει να δεχτεί
την πρόταση να φύγει από εκεί και να γίνει ιερέας στο ναό των («διοσκουρικών»
κάτ’ εμέ) αγίων Αναργύρων στο σχετικά γειτονικό χωριό Κοσμάς. Είπε επίσης ότι ο Δεσπότης για να τον πείσει
του είπε «Γίνε, βρε, παπάς, δεν θα έχεις πολλή δουλειά, οι Αγιοβασιλίτες είναι
αριστεροί, δεν πατάνε σε εκκλησία!». Και ότι αυτός του απάντησε, «Σεβασμιότατε,
ο θεός δεν κάνει διακρίσεις σε δεξιούς και αριστερούς!» (βέβαια και ο ίδιος τον
όρο «κουμμουνιστές» είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως για την απροθυμία των
Αγιοβασιλιωτών να εκκλησιάζονται). Προς επίρρωση των λεγομένων του, πρόσθεσε
ότι ο Άγιος Βασίλειος, όπως και το
γειτονικό Παλαιοχώρι είναι τα μόνα χωριά που οι ξενιτεμένοι του δεν στέλνουνε
λεφτά για χτίσιμο ή ανακαίνιση ναών, όπως γίνεται σε όλη την Κυνουρία και όπως είχαμε
και εμείς διαπιστώσει εκείνες τις ημέρες, ενίοτε και κάθ’ υπερβολήν. Εγώ βεβαίως ακούγοντάς τον και φέρνοντας στο
νου και την άλλη, ανάλογη περίπτωση χειροτονίας ιερέα δια της βίας σχεδόν στην
Κυνουρία, που υποδηλώνουν απροθυμία των κατοίκων για ανάληψη θρησκευτικού
λειτουργήματος, επίσης την εκ των άνω
μάλλον ονοματοθεσία τόσων πολλών χωριών με αγιωνύμια, αναρωτιόμουν, στο πλαίσιο
και της δικής μου ερευνητικής υπόθεσης,
κατά πόσο η μη ένθερμη χριστιανική
θρησκευτικότητα των Αγιοβασιλιτών
οφείλεται στην αριστεροσύνη τους ή αν, ίσως και συνδυαστικά, είναι και
λανθάνουσα προέκταση της αργοπορημένης
και βίαιης ένταξής τους στο Χριστιανισμό, όπως και όλης της Τσακωνιάς, άλλωστε…
Ο ιερέας πέρασε και σε αφηγήσεις
του βίου του, βασανισμένου από την παιδιόθεν αθεράπευτη ασθένεια του
μονάκριβου, 28χρονου γιού του. Καθώς
αναφερόταν απαρηγόρητος στο επώδυνο αυτό θέμα, άθελά του τραβολογούσε με τα
χέρια του το ράσο του μέχρι σημείου να το σχίσει, ενώ έβγαλε ένα τσιγάρο και το
έβαλε ταραγμένος στο στόμα του χωρίς να το ανάψει… Η ώρα ήταν μαγική, «ανοιχτή»
και για οδυνηρές εξομολογήσεις από έναν
ιερωμένο σε δύο γυναίκες «κοσμικές» μέσα στο επερχόμενο σκοτάδι που ενέτεινε ο όγκος του
σκούρου βράχου της αρχαίας ακρόπολης μπροστά μας και η απόλυτη ησυχία μέσα στον ιερό αυτό τόπο, που την έσπαζε μόνο το ήσυχο κελάρυσμα του
ποταμιού στα πόδια του. Τα ερείπια του παλιού μοναστηριού γύρω μας σκούραιναν
όσο σκοτείνιαζε ενώ τα αστέρια είχαν
αρχίσει να αχνοφαίνονται στο στερέωμα. Η ατμόσφαιρα βάρυνε κατόπιν αυτών των
αφηγήσεων και σωπάσαμε.
Καθώς σηκωθήκαμε πλέον να
φύγουμε, ο παπάς πλησίασε τα χαλάσματα
στη νοτιοανατολική πλευρά του περίβολου της πρώην μονής και δείχνοντάς μας κάτω
στην πνιγμένη στην οργιώδη βλάστηση και
τα ψηλά δέντρα ρεματιά όπου κυλάει το ποτάμι ανάμεσα στο μοναστήρι και τον βράχο της αρχαίας ακρόπολης, «εδώ είναι το λουτρό της βασίλισσας, έτσι το λέγανε οι παλαιοί», μας λέει. «Ποιανής
βασίλισσας;» τον ρώτησα αμέσως, έκπληκτη για την απρόσμενη αυτή πληροφορία, που
ωσάν να είχε «ψυλλιαστεί» από τη συνομιλία μας ότι θα μας ενδιέφερε, την
θυμήθηκε τελευταία στιγμή. «Ξέρω ’γώ; Αυτηνής
που έμενε στο κάστρο! Εδώ που είναι το μοναστήρι, ήτανε πριν το παλάτι
της και κατέβαινε εδώ κάτου στο ποτάμι και είχε λουτρά και πλενότανε»,
απάντησε. Κόκαλο εγώ! Τέτοιος επίλογος στην περιήγηση στα Γλυμπιά, με τοπωνύμιο-κλειδί και τη
συνακόλουθη ιστορία -από το στόμα ενός ιερέα- με μια «βασίλισσα» που κατοικούσε
εκεί ακριβώς όπου η «Παλιοπαναγιά» και η οποία λουζόταν στο ποτάμι κάτω από την αρχαία
ακρόπολη, τόσο κοντά στο ξωκκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» και τους μύλους, με
είχε καθηλώσει, φέρνοντάς μου στο νου και τα «λουτρά της ωραίας Ελένης» στα
Ίσθμια, τη σχέση της Ελένης με τα ποτάμια, τα νερά και τους μύλους στα δημοτικά τραγούδια αλλά και το τραγούδι των "Γενίτσαρων" στο ομώνυμο απκριάτικο δρώμενο στα Λεχαινά: "με τα μάτια μου την είδα την Ελένη στο λουτρό / που 'πλενε τα δυο βυζιά της και τον άσπρο της λαιμό...". Στενοχωρήθηκα πιο πολύ για την αφαίρεση των αγαλμάτων από την Παλιοπαναγιά…
Καθώς ο
παπάς είχε ήδη δρασκελίσει τα ερείπια των τοίχων της μονής και πήγαινε
προς το αυτοκίνητο, τον ακολουθήσαμε με την Χλόη χωρίς να προλάβουμε να
σχολιάσουμε και ξεκινήσαμε νύχτα πια για τον Άγιο Βασίλειο , καθώς δεν είχαμε
πλέον χρόνο για να πάμε στο χωριό Πλατανάκι. Αφήσαμε τον παπά στη δημοσιά, λίγο
έξω από το χωριό Άγιος Βασίλειος όπως
επέμενε θέλοντας να ανηφορίσει στο χωριό με τα πόδια. Επιστρέψαμε αργά στον
Άγιο Ιωάννη μέσω Λεωνίδιου και Άστρους, συζητώντας στο δρόμο-δρόμο για τις
εμπειρίες της ημέρας και δη για την έκπληξη με την ιστορία της βασίλισσας που
μας επεφύλασσε ο παπάς για το τέλος της ημέρας. «Έτσι μου ‘ρχεται να μείνω κι
άλλο, τι ωραίο πράγμα που είναι η έρευνα!» είπε η Χλόη τελικά, καθώς την
επομένη θα φεύγαμε για Αθήνα όπου εκείνη θα παρέμενε ενώ εγώ θα επέστρεφα τη
Δευτέρα στην Αρκαδία να συνεχίσω τις περιηγήσεις μου. «Αλλά, βρε παιδάκι μου»
«συνέχισε, «πώς θα τα καταφέρεις μόνη σου τις υπόλοιπες η μέρες; Τι θα
πρωτο-κάνεις; Δεν φοβάσαι μόνη στις ερημιές με άγνωστους ανθρώπους; Τώρα ήμουνα
εγώ μαζί σου!» «Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια», της ξαναείπα χαμογελώντας, «τώρα
που γέρασα σχεδόν και έχω και αυτοκίνητο, ανησυχείς; Έκανα όλα αυτά όταν ήμουν
και νέα κοπέλα μόνη και χωρίς αυτοκίνητο, αναγκασμένη να ανεβαίνω σε τρακτέρ,
να μπαίνω σε αγροτικά και φορτηγά αυτοκίνητα προκειμένου να φτάσω σε μέρη που
δεν γινόταν χωρίς αυτοκίνητο και επί πλέον, καθώς δεν υπήρχαν ξενοδοχεία
βεβαίως στα χωριά, ούτε μπορούσα διανυκτερεύσω
σε πόλη, κοιμόμουνα στα σπίτια
που είχαν την καλοσύνη να με φιλοξενούν χωρίς να με ξέρουν, τώρα θα φοβηθώ;» Τα
επιχειρήματά μου δεν την έπειθαν εντελώς. Και εμένα θα μου έλειπαν η συντροφιά
και η βοήθειά της αλλά δεν είχα και
άλλον τρόπο να κάνω την έρευνα…
Πέσαμε ξερές για ύπνο το
τελευταίο μας βράδυ μαζί στον ξενώνα. Ευτυχώς το πρήξιμο και ο πόνος στο χέρι
μου είχαν κάπως υποχωρήσει με την αντιβίωση και ήμουνα πιο ήσυχη που την
επομένη θα πήγαινα στην Αθήνα στο νοσοκομείο να το δουν…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
[1] Βλ.
Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη.
Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και
μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου
Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ.28, Αθήνα 2008.
[2] Βλ. σχετικά
στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/05/blog-post.html,
πρόσβαση 4.12.2020
[3] Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Μητροπολίτης
Μαντινείας και Κυνουρίας, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών αρ. 10, τ. Α΄ - Β΄, Αθήναι
2000.
[4] Βλ. τα εθνογραφικά
ημερολόγια των περιηγήσεων τα προηγούμενα χρόνια με τίτλο «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά
στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης», σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο, fistaperpetua.blogspot.com.
[5] Για τη
μονή βλ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE_%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%B2%CE%AE%CF%82_%CE%91%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82
(πρόσβαση 2.9.2020)
[6] Για τις
«μαύρες» εικόνες της Παναγίας και τη συμβολική
σχέση τους με την «Μαυρηγή» και την «Μέλαινα» Δήμητρα, βλ. Ε. Ψυχογιού,
«”Μαυρηγή ” και Ελένη…», ό. π.
[7] Βλ. Ε.
Ψυχογιού, «“Μαυρηγή” και Ελένη…» ό. π.
[8] Σχετικά
με την ερευνητική μου υπόθεση για τους «ως δίδυμους», «διοσκουρικούς» αγίους
και τη σχέση των εικόνων τους με αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, βλ. https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html
(πρόσβαση 4.12.2020).
[9] Βλ. Ε.
Ψυχογιού, «“Μαυρηγή” και Ελένη…», ό. π.
[10] Οι
μαγνητοταινίες με τις συνεντεύξεις και τα βίντεο καθ’ όλη την επιτόπια αυτή
έρευνα, έχουν κατατεθεί στο ΚΕΕΛ.
[11] Για τη
διάβαση του φαραγγιού, βλ. https://www.blogger.com/blog/posts/532136745385105400
(πρόσβαση 4.12.2020.
[13] Για τη
μονή Σελλά βλ. και https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE_%CE%A3%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%82_%CE%91%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82
(πρόσβαση 7/10/2020)
[14] Από
τους εκκλησιαστικούς κύκλους όταν τα προσηγορικά, λαϊκά ονόματα της Παναγίας είναι ή δυσερμήνευτα ή δεν
συνάδουν με χριστιανική προέλευση και ερμηνεία, συνηθίζεται να προβαίνουν σε
αστήρικτες, κατασκευασμένες ετυμολογίες
και λέξεις, έτσι μάλλον πρόσφατα το Αρτοκωστά ετυμολογείται και αποδίδεται ως
«Εορτοακουστή»! (βλ. και το Παναγία «Ελεήστρια» από το «Ελενίστρα» στην ομώνυμη μονή στο κάστρο της Κορώνης ). Για τη
μονή Αρτοκωστά βλ. και https://astrosparalio.gr/2020/08/14/3845/
(πρόσβαση 28.10.2020)
[15] Βλ.
σχετικά στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html.
[16] Για την
Έλωναhttps://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/08/traveling-on-th-marks-of-helensthelen.html για τον άγιο Λεωνίδη: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/12/traveling-in-east-argolisgreece.html
[17] Βλ. https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/11/2-laconia-greece-ethnographic-diary.html
[18] Βλ. και https://fiestaperpetua.blogspot.com/2012/12/blog-post_19.html.
[19] Παρόλο που οι Τσάκωνες στην καθομιλουμένη δεν
χρησιμοποιούν το όνομα «Παναγία» αλλά
το «α Δέσποινα» όταν θέλουν να αναφερθούν σε αυτήν («μα τα Δέσποινα!»=μα
την Παναγία!), με λανθάνουσα αναφορά στην θεά Δήμητρα, κατά τους Τσάκωνες
συγγραφείς. Βλ. https://www.tsakonianarchives.gr/xronika-e-panagia/
(πρόσβαση 21.11.2020)
[20]Σε
σημείο που να παραδίδεται η φράση «Τσάκωνας ή Χριστιανός;», όπου
Τσάκωνας=πιστός της αρχαίας θρησκείας,
παγανιστής, «ειδωλολάτρης: https://www.tsakonianarchives.gr/xronika-e-panagia/.
[21] Για τα Γλυμπιά βλ. http://leonidiog.blogspot.com/2014/02/blog-post.html
[23] Διακινδυνεύω
εδώ υποθετικά ίσως και μια σχέση του
ονόματος Γλυμπιά με το όνομα Ελένη ως προς τη ρίζα fωλ- γωλ-γλυ--
βλ. σχετικά στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html
.