Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά περιηγητικά "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης": πανηγύρι άη-Μάμα στο Βαλτέτσι Αρκαδίας, 2.9.2003. Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας. Traveling in Arcadia: Valtetsi, st. Mama's feast, ethnographic diary




Ελένη Ψυχογιού 

  Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης 





 Εισαγωγικά 
 (επαναλαμβανόμενα σε όλες τις επιμέρους σχετικές αναρτήσεις των εθνογραφικών ημερολογίων «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» που δημοσιεύονται σε αυτόν τον στον ιστότοπο, ως απαραίτητα μόνον για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά σε αυτές τις περιηγήσεις)


 Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της επιτόπιας έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων), ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση, στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να συγκροτώ συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου, νέα ερωτήματα. Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου, εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον. Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης― αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι, οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητών, ο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του. Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα... 

 Νομός Αρκαδίας, Λαογραφική αποστολή Αύγ.-Σεπτ. 2003
Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας  (απόσπασμα) 


 Βαλτέτσι. Πανηγύρι Άη- Μάμα στο Βαλτέτσι, 2/9/2003 
(πρώτη δημοσίευση)


 …Μετά το χωριό Αγιωργίτικα αποφάσισα να πάω στο Βαλτέτσι, χωριό σχετικά κοντινό στην Τρίπολη, στα ΝΔ, όπου είχα πληροφορία για εκκλησία αγίου Κωνσταντίνου, για να τελειώνω με τα κοντινά της χωριά. Πήρα τον παλιό δρόμο Τρίπολης-Καλαμάτας. Στο ύψος του δημόσιου Ψυχιατρείου της Τρίπολης και αφού προσπέρασα μια ταμπέλα που διαφήμιζε ένα χάνι-εστιατόριο με το όνομα «Μαηθανάσης» , όνομα που παραπέμπει στη μαγιάτικη γιορτή του αγίου Αθανασίου του εν Άθω στις 5 Μάη. Μετά μια οδική ταμπέλα έδειχνε ότι έπρεπε να στρίψω δεξιά, προς Βαλτέτσι .Διέσχισα μια διασταύρωση του δρόμου με τις γραμμές του τρένου Τρίπολη-Καλαμάτα, μετά πέρασα εμπρός από την πύλη του Ψυχιατρείου το οποίο δεν πολυ-φαινόταν μέσα στα πυκνά δέντρα του τεράστιου περιβόλου του με ένα σφίξιμο στην καρδιά και προχώρησα στο στενό δρόμο που έδειχνε να χώνεται σε ορεινή περιοχή, αφήνοντας πίσω μου την πεδιάδα-οροπέδιο της Μαντίνειας-Τεγέας. Σύντομα περνούσα από μια περιοχή που θύμιζε σεληνιακό τοπίο λόγω ενός ορυχείου εξόρυξης και επεξεργασίας της πέτρας που λειτουργεί εκεί και ο τόπος ήταν γεμάτος σωρούς χωμάτων και θηριώδη μηχανήματα. Ξαφνιάστηκα από μερικά πανύψηλα λυκόσκυλα-φύλακες του χώρου που άρχισαν αίφνης να τρέχουν δίπλα στο αυτοκίνητο γαβγίζοντας και χώνοντας σχεδόν το κεφάλι τους μέσα από το ανοιχτό τζάμι. Σε λίγο το τοπίο άλλαξε. Ο δρόμος ήταν ορεινός και ανηφόριζε στριφογυριστός μέσα σε μια κλεισούρα πλαισιωμένη από γυμνά, γκρίζα βουνά με μυτερές πέτρες που εξέπεμπαν μια απίστευτη αίσθηση αγριάδας. Η δραματική αυτή αλλαγή με ξένισε, 10 μόλις χλμ πό την Τρίπολη και το ομαλό οροπέδιό της. Σε λίγο φάνηκε το ηρωικό κατά την Ελληνική Επανάσταση χωριό, χτισμένο κλιμακωτά σε μια μικρή κοιλάδα περιτριγυρισμένη από τα κακοτράχαλα αυτά βουνά. 



Τα σπίτια πέτρινα, χαμηλά, πολλά από αυτά έδειχναν να μην έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές και φθορές, πέρα από αυτές του χρόνου, από τότε που χτίστηκαν, κάποιους αιώνες πριν, ‘όπως μου φάνηκε ενώ το σύνολο έδειχνε να ανήκει σε άλλη εποχή. Μπήκα στο χωριό και σταμάτησα στη μικρή σχετικά πλατεία που φαινόταν να δομείται χωροταξικά σε δύο επίπεδα. Το πιο χαμηλό πλακοστρωμένο και σκιασμένο καθ’ ολοκληρίαν από έναν τεράστιο πλάτανο στο κέντρο του. Μια επιμήκης πέτρινη σκάλα με μπόλικα σκαλοπάτια ανεβάζει στο άλλο, το υπερυψωμένο επίπεδο της πλατείας που ορίζει το χώρο εμπρός από τον μεγάλο, πέτρινο ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση, όπως γνώριζα ήδη από το ημερολόγιο της Αποστολικής Διακονίας. Το κάτω μέρος της πλατείας ήταν γεμάτο με πλαστικά τραπέζια και καρέκλες κάτω από τον πλάτανο ενώ στο ανατολικό μέρος της ήταν στημένη μια εξέδρα–πάλκο για ορχήστρα και τα τεράστια ηχεία που τοποθετούνται συνήθως σε ανοιχτούς χώρους στα πανηγύρια. 




Στη μικρή αυλή ενός σπιτιού κοντά στην πλατεία καθόταν μια παρέα, δυο-τρεις άντρες και μια γυναίκα, οπότε πλησίασα να ρωτήσω για τι πανηγύρι επρόκειτο αλλά και να ρωτήσω για το πώς να πάω στον ναό του άγιου Κωνσταντίνου, που αναζητούσα. Ως προς την πρώτη ερώτηση, για το πανηγύρι, μου απάντησαν ότι επρόκειτο για τη «Γιορτή του Τσοπάνη», μια που εκείνη την ημέρα, 2 Σεπτ., γιορτάζει ο άη-Μάμας, ο προστάτης των βοσκών και των ποιμνίων (κάτι που εγώ δεν είχα θυμηθεί), καθώς το χωριό είναι κτηνοτροφικό. Σκέφτηκα ότι αφού γίνεται ανήμερα του άη-Μάμα, δεν πρόκειται για κοσμική, τοπική γιορτή όπως αυτές που οργανώνονται χρόνια τώρα με βάση κάποιο τοπικό προϊόν («Γιορτή της Πατάτας», «της Σταφίδας» κ.ά.) για οικονομικούς κυρίως λόγους, αλλά για πανηγύρι θρησκευτικό, ιερό,  επ’ ονόματι του αγίου-προστάτη των κτηνοτρόφων, έστω και αν δεν υπάρχει εκκλησία του αγίου στο χωριό (θεωρητική προσέγγιση για τα θρησκευτικά πανηγύρια με ένα παράδειγμα από την Κεφαλονιά, βλ. το άρθρο του καθηγητή Βασίλη Νιτσιάκου στο https://mail.google.com/mail/u/0/h/76d31jujryv1/?&th=173cc360d771d5ef&v=c, πρόσβαση 8.8.2020).  Εξάλλου οι κτηνοτρόφοι, μεταβατικοί ημι-νομάδες ή πλανώμενοι «φερέοικοι»-σκηνίτες, δίνουν περισσότερη σημασία στο κοπάδι παρά στον τόπο, αφού οι μεν τελευταίοι «ούθε γης και τάφος» (όπως μου είχε πει ένας γέρο-τσέλιγκας) οι δε ημινομάδες έχουν τουλάχιστον δύο χωριά, ένα για το χειμώνα και ένα για το καλοκαίρι, όπου δηλαδή τους οδηγεί να παραμένουν ο «οικολογικός καταναγκασμός» της επιβίωσης του κοπαδιού –και κάτ’ επέκταση και της δικής τους. Ως προς το δεύτερο ερώτημα πληροφορήθηκα ότι ο ναός που ζητούσα είναι του νεκροταφείου. Όταν ρώτησα που είναι το νεκροταφείο και πώς να πάω ως εκεί, η γυναίκα της παρέας παραξενεύτηκε. Ήταν μια μεσόκοπη προς ηλικιωμένη, μαυροφορεμένη, ξύπνια και πολυλογού γυναίκα, ντόπια όπως έδειχνε η ομιλία, το ντύσιμο και όλη η ρητορική του σώματος και της όλης παρουσίας της. Αντίθετα, οι δύο, μεσόκοποι επίσης, άνδρες φαινόταν αμέσως πως ήταν Ελληνο-Αμερικάνοι Βαλτετσιώτες που παραθέριζαν στο χωριό τους. «Τι δουλειά έχεις εσύ να δεις το νεκροταφείο;» μου είπε η γυναίκα με καχυποψία. Καταλάβαινα την απορία της, μπαίνοντας στη θέση της, αν και είχα ήδη εξηγήσει ποια είμαι και τι κάνω στο χωριό. Επανέλαβα τις εξηγήσεις, όσο πιο απλά μπορούσα. «Τι να την κάνεις την εκκλησία», μου λέει, «δεν είναι παλιά να δεις τίποτα μέσα, την χτίσαμε εδώ και 100-150 χρόνια γιατί πριν, το νεκροταφείο ήτανε ‘δώ χάμου, δίπλα στην εκκλησία και είπανε να το πάνε εκεί γιατί δε χώραγε άλλους. Και είπανε όποιο όνομα έχει ο πρώτος που θα θάψουνε, αυτό τον άγιο να βάλουνε στην εκκλησία του νεκροταφείου. Και τον πρώτο τόνε λέγανε Κώστα, γι’ αυτό βάλανε άγιο Κωσταντίνο. Αυτά είναι. Δε χρειάζεται να πας εκεί να δεις!». Εγώ επέμενα φυσικά, ρωτώντας αν είναι ανοιχτή η εκκλησία και αν όχι, ποιος έχει το κλειδί. Η γυναίκα επέμενε απότομα και κατηγορηματικά να μην πάω και δημιουργήθηκε κάποια ένταση. Τελικά παρενέβη ο ένας από τους Ελληνο-Αμερικάνους και «άσε τη γυναίκα να κάνει τη δουλειά της», είπε στη συνομιλήτριά μου. «Κυρία μου, πηγαίνετε, μην ακούτε την αδελφή μου», είπε σε μένα ευγενικά, «θα πάρετε αυτό το δρόμο και θα προχωρήσετε όλο ίσια, δεν θα σταματήσετε πουθενά και θα το βρείτε μπροστά σας. Ανοιχτό είναι, δεν το κλειδώνουμε». Πήρα το δρόμο που μου υπέδειξε στα βόρεια της εκκλησίας της Παναγίας και προχώρησα κατηφορίζοντας. Ένθεν και ένθεν του δρόμου ήταν σπίτια του χωριού και κήποι. Σε λίγο βρέθηκα εκτός οικισμού, καθώς τα σπίτια τελείωναν με τελευταίο ένα πέτρινο διώροφο που έχασκε χωρίς σκεπή, ερειπωμένο, με τους τρεις μόνο τοίχους του όρθιους. 




Μπροστά μου απλωνόταν ένας μικρός κάμπος, κατηφορικός και επιμήκης, φυτεμένος πυκνά με καρυδιές. Μια ομάδα πλανώμενοι Ρομά, μεγάλοι και μικροπαίδια, που προφανώς είχαν έλθει για τη γιορτή, καθόντουσαν στον ήσκιο του παλιού σπιτιού και ετοίμαζαν μπουκέτα με τριαντάφυλλα, προφανώς για να τα πουλήσουν στους πανηγυριώτες. Το φορτηγό τους αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα, γεμάτο πραμάτειες, όπως φαινόταν από την ανοιχτή πόρτα της καρότσας. Μερικά από τα παιδιά, κάπου 8-10 χρονών, είχαν πάρει ένα μωρό μέσα στο καρότσι του και το έτρεχαν με αυτό πάνω-κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να το ρίξουν κάτω αλλά το μωρό, όπως και οι μεγάλοι, έδειχναν να το διασκεδάζουν. Τους χαιρέτισα πιάνοντας κουβέντα και αφού με ρώτησαν πού πάω, μου επιβεβαίωσαν ότι πάω καλά για το νεκροταφείο, κοιτώντας με ωστόσο παραξενεμένα. «Μοναχή σου θα πας;» με ρωτήσανε. «Ναι, γιατί, θέλετε να έρθετε;» απάντησα. «Τι λες! Τώρα σκοτεινιάζει, φοβόμαστε, ούτε ΄σύ να πας!» μου είπαν και με κοιτούσαν με κάποια τρομάρα, καθώς εγώ συνέχιζα να προχωρώ στο κάπως σκοτεινιασμένο τώρα από τις καρυδιές, δρομάκι. 



Καθώς περπατούσα, διέκρινα κάτω από τις καρυδιές χτιστές αναβαθμίδες και σκέφτηκα ότι θα τις είχαν χτίσει για να συγκρατήσουν χώμα για να φυτέψουν τις καλλιεργημένες, όπως έδειχναν, καρυδιές. Λιγάκι ταραγμένη ακόμα από την άρνηση και το ζοριλίκι της γυναίκας, σκεφτόμουν και τη «Γιορτή του Τσοπάνη», καθώς άκουγα κουδούνια και βελάσματα από αθέατα σε μένα ζώα, ενώ στον αέρα πλανιόταν η χαρακτηριστική μυρωδιά της σβουνιάς. Κολλημένη στην ανίχνευση των σημαδιών της Ελένης/Αγιαλένης και με το νου μου στην ηρωική ιστορία του χωριού, δεν είχα σκεφτεί την κτηνοτροφική διάσταση της οικονομίας του, που γνώριζα ήδη. Βεβαίως και γιορτάζει τον άγιο Μάμα το χωριό, σκέφτηκα, και τιμά τους τσοπάνηδες, αφού είναι από τα πιο γνωστά κτηνοτροφικά χωριά της Αρκαδίας με κατοίκους μεταβατικούς, ημινομάδες κτηνοτρόφους που παραχειμάζουν με τα κοπάδια τους κυρίως στις πεδιάδες της Αργολίδας, όπου γειτονεύουν και με τους «Σαρακατσάνους» νομάδες κτηνοτρόφους, τους οποίους είχα μελετήσει λίγα χρόνια πριν σε ένα σχετικό πρόγραμμα του ΚΕΕΛ  (.https://psychogiou.blogspot.com/2013/06/blogpost.htmlhttps://psychogiou.blogspot.com/2017/10/blog-post.html).  Γνώριζα μάλιστα από αφηγήσεις και από τη βιβλιογραφία ότι θεωρούνται από τους άλλους κτηνοτρόφους, τους γειτονικά με αυτούς παραχειμάζοντες στην Αργολίδα, σκληροτράχηλοι και εριστικοί προκαλώντας έριδες, ακόμα και σκοτωμούς, για τα βοσκοτόπια. Σκεπτόμενη αυτά, αισθάνθηκα το χωριό οικείο πολιτισμικά, κατανοώντας και την «αγριάδα» της γερόντισσας. Αποφάσισα λοιπόν να μην επιστρέψω αμέσως στην Τρίπολη αλλά να παραμείνω στο χωριό για να παρακολουθήσω και να καταγράψω τη γιορτή, να θυμηθώ και την «παλιά μου τέχνη» με τους αγαπητούς μου, οικείους κτηνοτρόφους. Σε λίγο βγήκα σε ένα ξάγναντο ίσιωμα που ήταν πιο φωτεινό. 





Στα δεξιά μου, σε μια μεγάλη επίπεδη έκταση ήταν το γήπεδο του χωριού, όπως φαινόταν από τα δίχτυα στα δύο άκρα του. Στα αριστερά ήταν η εκκλησία με το νεκροταφείο που το κοκκίνιζαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου που έπεφταν πάνω του καθώς έγερνε προς τη δύση του. Μαρμάρινοι σταυροί προεξείχαν από τον χαμηλό, χτιστό περίβολο. Μπήκα στην εκκλησία, που ήταν όντως ανοιχτή. Αρκετά μεγάλος, καθαρός και περιποιημένος ο ναός, εκτός από την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο τέμπλο, είχε ελάχιστες άλλες εικόνες, σχεδόν όλες των ίδιων αυτών Αγίων. Ήμουν λίγο απογοητευμένη, γιατί η εξήγηση της γυναίκας για την αφιέρωσή του στον άγιο Κωνσταντίνο δεν μου άφηνε περιθώρια να κάνω άλλες υποθέσεις, ούτε έβλεπα στον τόπο «σημάδια» που να δηλώνουν κάτι διαφορετικό. Φωτογράφισα και πήρα το δρόμο του γυρισμού, καθώς είχε πια σουρουπώσει για τα καλά, ανυπομονώντας τώρα για το πανηγύρι.
 Οι Ρομά με χαιρέτισαν ευχαριστημένοι καθώς περνούσα, που επέστρεφα σώα και αβλαβής πηγαίνοντας μόνη τέτοια ώρα στο νεκροταφείο. Στο τέλος του δρόμου μέσα στον οικισμό, λίγο πριν βγω στην πλατεία, είδα να κατεβαίνει από απέναντι ο ευγενικός Ελληνοαμερικανός που μου είχε πει πώς να πάω στο νεκροταφείο, που ανησυχούσε αν είχα φτάσει εκεί ασφαλώς, καθώς νύχτωνε. Πιάσαμε κουβέντα εκεί. Μου ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της αδελφής του και συνέχισε με τα του βίου του. Μου είπε πως ό ίδιος ζει από χρόνια στις ΗΠΑ, στο Σικάγο, από όπου έρχεται στο χωριό του αρκετά συχνά τα καλοκαίρια. «Εφέτος όμως ήρθα γιατί πέθανε η μάνα μας», είπε βουρκώνοντας, «και έμεινα να της κάνουμε τα Σαράντα [το 40νθήμερο μνημόσυνο]. «Τώρα μου φαίνεται πως ο τόπος ερήμωσε», συνέχισε, «χωρίς τη μάνα τίποτα δεν είναι ίδιο, δεν ξέρω αν θα ξανάρθω τώρα, αν και φτιάχνω το πατρικό, το επιδιορθώνω. Αλλά και όλοι τους έχουνε αλλάξει, έχουνε γίνει πιο περίεργοι, ιδιότροποι. Είδατε πώς σας φέρθηκε η αδερφή μου;» Του είπα ότι δεν πειράζει, πως είχε το δίκιο της η αδελφή του να είναι φιλύποπτη με άγνωστους που θέλουν να βλέπουν τις εκκλησίες γιατί γίνονται πολλές κλοπές εικόνων. Από την άλλη, του είπα, δεν είναι και ό,τι πιο φυσικό να παρουσιάζεται ξαφνικά μια ξένη, άγνωστη και να θέλει να πάει μόνη της στο νεκροταφείο το σούρουπο. Του ευχήθηκα να ολοκληρώσει την ανακαίνιση του σπιτιού και να συνεχίσει να έρχεται κάθε καλοκαίρι στο χωριό του, τον αποχαιρέτισα και συνέχισα για την πλατεία. 

Είχε πια νυχτώσει, Σεπτέμβρη μήνα. Στην πλατεία οι καρέκλες και τα τραπέζια κάτω από τον πελώριο πλάτανο ήταν άδεια ακόμη, ενώ κάποιοι τεχνικοί ρύθμιζαν τις ηχητικές εγκαταστάσεις εκφωνώντας το γνωστό σε αυτές τις περιπτώσεις ένα-δύο-ένα-δύο… Τώρα πρόσεξα και ένα άγαλμα του Κολοκοτρώνη που είναι στημένο στο άκρο τής πάνω πλατείας και το έκρυβαν κάπως τα κλαδιά του Πλάτανου. Το μαυρισμένο, μπρούτζινο άγαλμα, κάπως διαφορετικό, αγνώριστο σε σχέση με τη γνωστή εικόνα του καβαλάρη αρχιστράτηγου του Αγώνα, παριστάνει τον ήρωα ολόσωμο, όρθιο, με τη γνωστή περικεφαλαία, τυλιγμένο σε ένα είδος μακριού παλτού, να δεσπόζει πάνω από την κάτω πλατεία. Εδώ στη σημαντική μάχη με τους Τούρκους πολεμιστές του Κεχαγιάμπεη (12-13 Μάη 1821), ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε και έδειξε για πρώτη φορά στον Αγώνα τις στρατηγικές γνώσεις και ικανότητές του, με τις οποίες και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και τους πολεμιστές οδήγησε στη νίκη που άνοιξε το δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς και τον ανέδειξαν αρχιστράτηγο. Το άγαλμα κοιτάζει έτσι προς την Τρίπολη, που τόσο αίμα Τούρκων έχυσε ο Κολοκοτρώνης για να την ελευθερώσει. Στην πάνω πλατεία που ανέβηκα κατόπιν, είδα ότι υπάρχουν προτομές και άλλων οπλαρχηγών στη μάχη, μεταξύ των οποίων και προτομή του ήρωα του Αγώνα Μητροπέτροβα, παρόμοια προτομή του οποίου γνώριζα ήδη από την έρευνά μου στην πατρίδα του, την Μεσσηνιακή Άνω Μέλπεια (πρώην Γαράντζα) , όπου είχα εντοπίσει μια «Αγιαλένη». Σε μια κωνική μαρμάρινη στήλη είναι χαραγμένα τα ονόματα των πεσόντων στη μάχη. Αγάλματα και στήλη μνημονεύουν και αναδεικνύουν τις θυσίες, την ιστορία και την ιερότητα του κακοτράχαλου αυτού τόπου, που όταν περιλάμβανε εδώ και το νεκροταφείο όπου θα είχαν ταφεί και κάποιοι από τους πεσόντες στη μάχη, θα ήταν ακόμα πιο έντονη. Απόψε μνήμη, ιστορία και ιερότητα συνδυαζόντουσαν και συνομιλούσαν με το πανηγύρι και τη συνέχεια της ζωής των κατοίκων του χωριού σε χώρα ελεύθερη και σε Δημοκρατία, που οι αγώνες των πολεμιστών αυτών εξασφάλισαν… Ο αρκετά μεγάλος ναός της Κοίμησης ήταν σκοτεινός και κλειστός, όχι ανοιχτός και φωτισμένος όπως συμβαίνει συχνά στα πανηγύρια κατά το νυχτερινό γλέντι, ίσως εδώ γιατί το πανηγύρι δεν αφορούσε τη γιορτή της Κοίμησης. Η βόρεια πόρτα του ήταν κλειδωμένη και πήγα να δοκιμάσω τη δυτική, αν ανοίγει. 
Καθώς δοκίμαζα, άκουσα λογομαχία και αντιλήφθηκα ότι σε ένα χαμηλό σπίτι κάτω από τον υπερυψωμένο, χτιστό περίβολο της εκκλησίας τα μέλη μιας οικογένειας καυγάδιζαν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους ανταλλάσσοντας βρισιές και βαριές κουβέντες μεταξύ τους, ιδιαίτερα με μια δυναμική γερόντισσα που ήταν η μάνα, όπως κατάλαβα από τα διαμειβόμενα. Απομακρύνθηκα γρήγορα να μην είμαι ακούσιος ωτακουστής και επέστρεψα κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, όπου τους άκουγα μεν αλλά δεν τους έβλεπα. 



Παρατηρούσα τα σπίτια του χωριού, τα απλωμένα κλιμακωτά βόρεια της εκκλησίας, στην πλαγιά, προστατευμένα από τους παγωμένους βοριάδες το χειμώνα. Το σύνολο του χωριού ακουμπάει τα πόδια του στην εύφορη μικρή κοιλάδα του νεκροταφείου ενώ η κεφαλή του φτάνει ως το ανεμοδαρμένο, βόρειο διάσελο. Σπίτια άλλα ερειπωμένα, άλλα διατηρημένα, τα παλιά πέτρινα, ισόγεια, χαμηλοτάβανα, με επιμήκη πρόσοψη με μια μόνο χαμηλή σχετικά πόρτα και ένα πολύ μικρό παράθυρο για φως και αερισμό που δεν έκλεινε με τζάμια και παντζούρια αλλά με ένα είδος ξύλινου κάγκελου. Δίπλα ο στάβλος και μπροστά η αυλή με χώμα και ριζιμιές πέτρες, στρωμένη σχεδόν με σβουνιά. Τα κεραμίδια της στέγης, σκούρα κόκκινα στο χρώμα της σκουριάς, μισοσπασμένα, μάλλον από τους πάγους και το χιόνι, ήταν στερεωμένα εδώ κι εκεί με κάτι κοτρώνες, για να μην τα σηκώνει ο δυνατός άνεμος. Ωστόσο στις σκεπές απαραίτητη η κεραία τηλεόρασης. Μου θύμιζαν κάπως νεολιθική εποχή και σπίτια σε ορεινά χωριά του Μοριά που είχα να δω από τη δεκαετία του 1970. Μερικά σπίτια φαινόντουσαν ανακαινισμένα, πιο περιποιημένα. Σκέφτηκα ότι η πλειονότητα αυτών των σπιτιών πρέπει να κατοικείται μόνο το καλοκαίρι, αφού οι κτηνοτρόφοι κάτοικοι, δηλαδή οι περισσότεροι, παραχειμάζουν στην Αργολίδα, οπότε δεν ασχολούνται και πολύ με τα σπίτια, καθώς η φροντίδα των ζώων είναι συνεχής, ολοήμερη και σκληρή και το καλοκαίρι. Η κατάσταση των σπιτιών και οι μνήμες που μου ανακάλεσαν με έκαναν να αναλογιστώ πόσα πολλά χρόνια τριγυρνάω μόνη στα βουνά του Μοριά –και όχι μόνο. 

Καθώς είχε πέσει σχεδόν το σκοτάδι στο περίκλειστο από βουνά και «βαρύ» σημειολογικά χωριό, η μνήμη της μάχης εδώ στην αρχή-αρχή της Επανάστασης, οι πεσόντες μαχητές και οι σφαγιασθέντες άμαχοι όχι μόνο εδώ και τότε αλλά σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα κατά των Τούρκων και στις εμφύλιες διαμάχες, η σφαγή μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, η οικογενειακή σκληρή λογομαχία που είχα άθελά μου ακούσει, οι απότομοι τρόποι της αδελφής τού Ελληνο-Αμερικάνου, έκαναν την καρδιά μου να σφιχτεί. Κατέβηκα γρήγορα στη φωτισμένη, ζωντανή, γεμάτη ήχους και φωνές, φουριόζικη πλατεία για ν΄ αλλάξω διάθεση και να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα. Ο πλάτανος, στολισμένος στα χαμηλά κλαδιά του με σειρές από λαμπιόνια με δυνατό φως, έφεγγε καταπράσινος σαν πελώριο φωτιστικό. Η δοκιμή του ήχου συνεχιζόταν. Πλησίασα στη βόρεια άκρη της πλατείας όπου ήταν ένα νεόχτιστο εστιατόριο-καφενείο--καφετέρια. Από την κινητικότητα μέσα και έξω από το μαγαζί, υπέθεσα ότι θα είχε αναλάβει την οργάνωση και την τροφοδοσία του γλεντιού. Μερικές όμορφες νεαρές κοπέλες πηγαινοέρχονταν με φούρια στρώνοντας τα χάρτινα τραπεζομάντηλα στα πλαστικά τραπέζια, μια μεσόκοπη, αδύνατη αλλά δυναμική γυναίκα μπαινόβγαινε σε μια διπλανή αποθήκη στο εσωτερικό της οποίας διέκρινα τις σουβλιστές γουρουνοπούλες και τα καζάνια με το «χοντρό» βραστό κρέας (γίδα ή ζυγούρι) να αχνίζουν. Ένας παχουλός άντρας γύρω στα πενήντα με ροδοκόκκινα μάγουλα και λευκό μακό μπλουζάκι έκοβε τις γουρουνοπούλες σε κομμάτια με ένα μπαλτά, κάποιοι νεαροί μέσα στο κυρίως μαγαζί έκοβαν τυριά και ψωμί, εν γένει επικρατούσε ένας πανηγυριώτικος πυρετός που μαζί με τις γαργαλιστικές μυρωδιές μου έφτιαξαν τη διάθεση. 



Μέλη της παρέας των Ρομά που είχα συναντήσει στο δρόμο για το νεκροταφείο είχαν λάβει θέσεις για το γλέντι: δυο-τρεις νεαρές κοπέλες καλοχτενισμένες και στολισμένες είχαν ήδη πλησιάσει τα τραπέζια με μπουκέτα λουλούδια ή σε καλάθια που ρίχνουν κατά παραγγελία και με πληρωμή στους τραγουδιστές και στους χορευτές κατά τα πρότυπα επίδειξης και σπατάλης των «σκυλάδικων», ενώ πιο μικρά αγόρια και κορίτσια κρατούσαν μεμονωμένα τριαντάφυλλα προς πώληση στα τραπέζια και οι μεγαλύτερες γυναίκες ήταν καθισμένες στα σκαλοπάτια προς την πάνω πλατεία κάτω από τον Κολοκοτρώνη παρακολουθώντας άγρυπνα τις νεαρές και τα παιδιά, με τους κουβάδες με λουλούδια σε νερό στα πόδια τους. Οι μεγαλύτεροι άνδρες Ρομά κρατούσαν τεράστιες δέσμες σαν μπουκέτα από πολύχρωμα και πολύμορφα πλαστικά μπαλόνια φουσκωμένα με ανυψωτικό αέριο που τα σήκωνε ψηλά και κυκλοφορούσαν στην πλατεία και ανάμεσα στα τραπέζια για να εκμαυλίσουν με την λαμπερή, παραμυθένια πραμάτεια τους τα παιδιά ώστε να ζητήσουν από τους γονείς και τους παππούδες να τους αγοράσουν το μπαλόνι της αρεσκείας τους. Κοντά στην είσοδο του εστιατόριου-καφετέριας καθόντουσαν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και μερικοί άλλοι άνδρες και γυναίκες και τους παρατηρούσα. Ο γέροντας λεπτός, λεβέντης, γκριζομάλλης, με τη γκλίτσα του σαν σκήπτρο στο χέρι μου φάνηκε χαρακτηριστικός τύπος κτηνοτρόφου, έξυπνος και πονηρός συνάμα, ευκίνητος και ικανός να χειρίζεται τις καταστάσεις, απέπνεε περηφάνεια και είχε άνεση ανάμεσα στους άλλους και στο χώρο. Η γερόντισσα ψηλή, στητή, με όμορφο πρόσωπο, σκούρα μάτια και γλυκό χαμόγελο απέπνεε γαλήνη και αυτοπεποίθηση ενώ παρακολουθούσε με έγνοια τα τεκταινόμενα στο μαγαζί και στην πλατεία.
 Πλησίασα και τους έπιασα κουβέντα, εξηγώντας ποια είμαι και τι κάνω στο χωριό. Έμαθα με τη σειρά μου ότι ήταν οι γονείς του νέου άνδρα που τεμάχιζε το κρέας, ο οποίος ήταν και ο μαγαζάτορας. Παρατηρώντας τον νέο αυτόν άνδρα να ανεβοκατεβάζει τον μπαλτά και να κομματιάζει το κρέας και αναλογιζόμενη την έρευνα για τους κτηνοτρόφους, συλλογιζόμουν ότι κτηνοτρόφος και σφαγέας-εκδορέας μέχρι πριν λίγα χρόνια, συχνά ακόμα και σήμερα, ήταν στενά συνδεδεμένες έννοιες και δράσεις. Δεδομένου του ότι προεπαναστατικά το επάγγελμα και του εποπτεύοντα από το βάθρο του την πλατεία του χωριού Κολοκοτρώνη ήταν «μακελλάρης», δηλαδή χασάπης, όπως και υπέγραφε συχνά, σκεφτόμουν ότι ενώ τόσα ανθρωπολογικά κείμενα έχουν γραφεί για την κτηνοτροφική ζωή και ενώ όλοι βεβαίως (πλην των χορτοφάγων, σχετικά πρόσφατα), απολαμβάνουμε το κρέας σε όλες τις μορφές του στη διατροφή μας, ειδικά το ιερό-ανίερο έργο και επάγγελμα του σφαγέα-χασάπη και ο ίδιος, ως μέλος της κοινωνίας και ως άτομο, λίγο, απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον, έχουν μελετηθεί, ακόμα και όταν ως δήμιος ιερουργεί κατά την τελετουργική επιτέλεση της ιερής θυσίας, η οποία έτσι κι αλλιώς τείνει να απαγορευθεί, υποκριτικά κάτ’ εμέ, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας… 
 Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα ψηλή και παχιά, ήρεμη και πανέξυπνη, όπως κατάλαβα από τις αντιδράσεις της, ήταν συμπεθέρα του ζευγαριού των γερόντων, μητέρα της νύφης τους, της γυναίκας του νέου μαγαζάτορα που βοηθούσε τον άντρα της, πουλώντας το κρέας που έκοβε εκείνος στους πανηγυριστές. Ρωτούσα, με βάση και τα όσα γνώριζα ήδη από την έρευνα στους νομάδες «βλάχους» της βόρειας Πελοποννήσου, για την κτηνοτροφία, για τα κοπάδια τους, για το παραχείμασμα στην Αργολίδα, τη σκληρή δουλειά των κτηνοτρόφων, ανδρών και γυναικών, κ.λπ. Ο γέροντας όταν αντιλήφθηκε από τη συνομιλία μας ότι δεν ήμουν άσχετη αλλά γνώριζα πολλά για την κτηνοτροφία και τη ζωή των κτηνοτρόφων, ενθουσιάστηκε. Όταν δε αναφέρθηκα σε ονόματα συγκεκριμένων κτηνοτρόφων «Σαρακατσαναίων» που είχα μελετήσει στην Ηλεία και στο Χελμό, αρκετοί από τους οποίους κατά καιρούς παραχείμαζαν στην Αργολίδα που γειτόνευαν τα κοπάδια τους με αυτά των Βαλτετσιωτών, με…λάτρεψε! Ήταν κατασυγκινημένος γιατί του θύμισα την παλιά ζωή του με τα πρόβατα, όπως είπε. Κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας νέος άνδρας που όλη αυτή την ώρα βοηθούσε στη ρύθμιση του ήχου στην εξέδρα με τα όργανα. Μου τον σύστησαν ως γιο της συμπεθέρας, αδελφό δηλαδή της γυναίκας του μαγαζάτορα. Όταν πληροφορήθηκε τη δική μου ιδιότητα, μου είπε ότι λέγεται Γιώργος Κουτσονίκας, ότι είναι καθηγητής φιλόλογος που αποποιήθηκε το διορισμό του σε σχολείο και κάνει ιδιαίτερα φροντιστήρια σε μαθητές Λυκείου, ταυτόχρονα δε είναι αγρότης στα χωράφια του στο διπλανό χωριό Δόριζα ενώ τα καλοκαίρια είναι τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών στα τοπικά πανηγύρια, με τοπικές ορχήστρες μουσικών. «Νομίζω ότι κάπου σας ξέρω», μου είπε, «κάπου σας έχω ξαναδεί, είμαι σίγουρος». «Ίσως σε κάποιο πανηγύρι», του απάντησα γελώντας, «αφού πολλά χρόνια τώρα κάνω λαογραφική έρευνα και δη στα πανηγύρια στην Αρκαδία και τους γειτονικούς νομούς, κάπου θα με έχετε πετύχει -κι εγώ νομίζω ότι κάπου σας έχω ξαναδεί». «Μπορεί», είπε εκείνος, «πάντως σίγουρα σας γνωρίζω». «Οπότε θα τραγουδήσετε απόψε, εδώ»; τον ρώτησα. Μου απάντησε θετικά και του ευχήθηκα καλή δύναμη και επιτυχία. Ένας νεότερος, ψηλός άνδρας πλησίασε γελαστός και άνετος την παρέα μας. «Τι κάνετε», μου λέει, «με θυμάστε»; Έκπληκτη εγώ τον κοίταξα και τον αναγνώρισα αμέσως! Δεν θυμόμουνα το μικρό του όνομα αλλά γνώρισα τον Κορίνθιο τραγουδιστή Παναγιώτη Λάλεζα, που τον είχα καταγράψει στο πανηγύρι του Σωτήρος στην Πέτρα της βόρειας, ορεινής Μεσσηνίας, τρία χρόνια πριν. Χαιρετηθήκαμε γελώντας με τη σύμπτωση και τον ρώτησα τι κάνει, πώς τα πάει με τη δουλειά του γιατί στην Πέτρα ήταν στην αρχή της καριέρας του και είχαμε κάνει μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με το δημοτικό τραγούδι, τις δυνατότητες που είχε σε αυτό το επάγγελμα, τα όνειρά του να τραγουδήσει με την Δόμνα Σαμίου και άλλα σχετικά και ήξερα ότι ήταν πλέον αρκετά γνωστός στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού. «Πώς βρέθηκες εδώ»; τον ρώτησα. «Εγώ πώς βρέθηκα εδώ;» μου απάντησε γελώντας, «η γυναίκα μου είναι Βαλτετσιώτισσα, αδελφή του μαγαζάτορα, ο γέροντας είναι πεθερός μου, να τη, εκεί είναι!» Μου έδειξε μια όμορφη νέα κοπέλα, η οποία, παρόλο που βρισκόταν σε πολύ προχωρημένη εγκυμοσύνη, «με την κοιλιά στο στόμα» που λένε, τριγυρνούσε σβέλτη και αεικίνητη ανάμεσα στα τραπέζια βοηθώντας στις ετοιμασίες. Θαύμασα την ενεργητικότητά της και ευχήθηκα «καλή της λευτεριά». Με ευχαρίστησε ενημερώνοντάς με ότι έχουν ήδη δύο κόρες και περιμένουν και την τρίτη, γνωρίζοντας προφανώς το φύλο του παιδιού. Μπράβο, του είπα, « είσαστε καρπεροί, πότε προλάβατε!» «Επομένως είσαστε συμπέθεροι και με τον άλλο τραγουδιστή», συμπλήρωσα. «Ναι», μου λέει, «έχω και ένα πολύ καλό κλαρίνο, τον Αρκαδόπουλο από την Αιτωλοακαρνανία, καλό παιδί, θα γίνει καλό γλέντι, ελπίζω να πάμε καλά». «Πάντως από την Αρκαδία δεν ξεφεύγετε», τους είπα, «αφού και ο κλαριτζής, αν και Ρουμελιώτης, λέγεται Αρκαδόπουλος» και γελούσαμε. 



 Με όλα αυτά, σε συνδυασμό και με τη μαγική ατμόσφαιρα του πανηγυριού , ένοιωθα πλέον πολύ οικεία στο χώρο και χαρούμενη που θα κατέγραφα με βίντεο το απρόβλεπτο για μένα αυτό πανηγύρι, ίσως να ήμουνα τυχερή και να έπαιζαν κανένα τραγούδι «του κύκλου της Ελένης»! Με την ευκαιρία, ρώτησα τον γέροντα αν ξέρει κανένα τραγούδι «της Ελένης». Αφού σκέφτηκε λίγο, μου είπε θα σου πω αλλά όχι τραγουδιστά: ΄..-Τι της τάζεις της Ελένης κουμπάρα θεια-Βασίλαινα; / -Το χωράφι στη Σπαρτιά μια γαϊδούρα στα παλιά / πέντε μάλλινες ποδιές πέντε γάτες [;] κολοβές / το τηγάνι το βαθύ μια κοτούλα λαθουρή…. Το είπε γελώντας σαν σατιρικό που είναι αλλά εγώ σκέφτηκα ότι και σε αυτό η Ελένη συνδέεται με χωράφι και σιτηρά, σπαρτά, οπότε ικανοποιήθηκα και τον ευχαρίστησα θερμά. Ο γέροντας όσο μιλούσαμε στην παρέα τόσο με συμπαθούσε και με κάλεσε επιτακτικά να μείνω το βράδυ φιλοξενούμενη στο σπίτι τους, παρόλο που έβλεπα ότι δεν θα είχαν χώρο με τόσους συγγενείς που θα έμεναν εκεί. Τον ευχαρίστησα και του εξήγησα ότι δεν γινόταν να μείνω, ότι είχα αυτοκίνητο και θα επέστρεφα μετά το γλέντι στην Τρίπολη. «Που θα πας μέσ’ στη νύχτα μοναχή σου;» εξανέστη εκείνος και επέμενε ότι έπρεπε να κοιμηθώ στο σπίτι τους, μέχρι που η γυναίκα του τον κοίταξε περίεργα και «άσε τη γυναίκα ήσυχη!» του είπε αυστηρά και εκείνος δεν επέμενε άλλο. Μετά τους ρώτησα για την εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου. Μου είπαν και αυτοί ότι χτίστηκε πριν 150 χρόνια αλλά σαν να θυμόντουσαν ότι εκεί που χτίστηκε προϋπήρχε κάτι σαν εικονοστάσι, σαν ξωκλήσι, δεν ήξεραν ακριβώς. Είπαν επίσης ότι στο μικρό κάμπο που είναι τώρα φυτεμένες οι καρυδιές που είχα δει έσπερναν πριν τα κριθάρια και τα στάρια τους και πως εκεί που είναι τώρα το γήπεδο, βόρεια του νεκροταφείου και του τωρινού ναού του αγίου Κωνσταντίνου, ήταν τα αλώνια του χωριού (άρα οι πεζούλες που είχα δει ήταν παλιές, των σιτηρών)! Επομένως, σκεφτόμουν, και εδώ οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη σχετίζονται με σιτηρά και αλώνια από πολύ παλιά, αφού προϋπήρχε εκεί και κάποιο ιερό κτίσμα, μάλλον αφιερωμένο από τότε σε αυτούς και όχι γιατί ο πρώτος που θάφτηκε είχε αυτό το όνομα, ή/και συνδυασμός τους… Ο κύριος σκοπός της επίσκεψής μου στο χωριό «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» είχε λοιπόν ευοδωθεί, με επιπλέον καταγραφή και του πανηγυριού και ήμουν ενθουσιασμένη με το πώς εκμαιεύονται οι ζητούμενες πληροφορίες αλλά και με απρόοπτα της επιτόπιας έρευνας. 
Σηκώθηκα να πάω στο αυτοκίνητο που είχα παρκάρει στην άλλη άκρη της πλατείας για να φέρω προμήθειες σε φιλμς, ταινίες, μπαταρίες και την κάμερα γιατί κρατούσα μόνο τη φωτογραφική μηχανή και το κασετόφωνο, ενώ η νύχτα προβλεπόταν μακρά και ενδιαφέρουσα, θα κατέγραφα πολλά. «Να ΄ρθείς πάλι εδώ!» μου είπε ο γέροντας, «να φας, να σε περιποιηθούμε, να καθίσεις στο τραπέζι μας!». Τον ευχαρίστησα και του το υποσχέθηκα. Στο αυτοκίνητο, άνοιξα πρώτα το πορτ-μπαγκάζ και ακούμπησα μέσα τα κλειδιά για να βγάλω τα φιλμς, ταινίες, που έκλεινα εκεί για ασφάλεια, γιατί ανήκαν στην Ακαδημία Αθηνών. Τα πήρα και…γκάπ! έκλεισα την πόρτα του, που ασφάλιζε αυτόματα, αφήνοντας μέσα τα κλειδιά του αυτοκινήτου! Καθώς και οι μπροστινές πόρτες ήταν κλειδωμένες, όπου είχα μέσα και την κάμερα αλλά και την τσάντα μου, συνειδητοποιούσα ότι ήμουν σε ένα σχετικά απομονωμένο χωριό, χωρίς αστυνομική ταυτότητα, τηλέφωνο, χρήματα, κάμερα για να κάνω τη δουλειά μου αλλά και χωρίς αυτοκίνητο, αφού είχα κλείσει μέσα τα κλειδιά! Πέραν αυτών, εκείνη τη χρονιά είχα νοικιάσει αυτοκίνητο για την επιτόπια έρευνα (με τη χορηγία μιας θείας μου, καλή της ώρα!) γιατί το καημένο το οτομπιάνκι μου το οποίο χρησιμοποιούσα για την έρευνα (με ευθύνη μου, χωρίς, εκτός από τη βενζίνη, αποζημίωση για τυχόν ζημιές, φθορές ή ατυχήματα από την Ακαδημία) για μια δεκαετία, είχε βγει εκτός μάχης από τις ταλαιπωρίες στις οποίες το είχα υποβάλει ωσάν να ήταν τζιπ (να μην πω και τρακτέρ) και δεν ήμουνα σε θέση να αγοράσω άλλο, μεταχειρισμένο ή καινούργιο. Οπότε θεωρούσα ότι δεν μπορούσα να το παραβιάσω, και… τι θα έκανα; Κόντευα να πάθω εγκεφαλικό από την αφηρημάδα μου, δεν ήμουν και συνηθισμένη σε τέτοιου είδους όχημα,  και στεκόμουν δίπλα στο κλειδωμένο αυτοκίνητο απελπισμένη, ενώ γύρω μου βούιζε το πανηγύρι, καθώς πλήθος πανηγυριστών είχε εντωμεταξύ πλημμυρίσει τα τραπεζοκαθίσματα στην πλατεία ενώ προσέρχονταν διαρκώς και άλλοι, κατά οικογενειακές και φιλικές ομάδες και παρέες με γέλια, χαιρετισμούς, χαρές. Νέοι, γέροι, παιδιά, μωρά και των δύο φύλων κατέφθαναν στολισμένοι με τα καλά τους ρούχα, κεφάτοι, σε αντίθεση με τη δική μου μοναχική απελπισία. Σύντομα ενεργοποιήθηκα, παρά την απελπισία μου. Απομνημόνευσα το τηλέφωνο της Εταιρείας από όπου είχα νοικιάσει το αυτοκίνητο από ένα αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι του και κατευθύνθηκα προς το μαγαζί. Βλέποντάς με τόσο ταραγμένη ο γέροντας νοικοκύρης που με περίμενε όλο χαρά με το μεζέ στο χέρι να με κεράσει, με ρώτησε ανήσυχος τι μου συμβαίνει. Του εξήγησα πολύ στενοχωρημένη για το κλειδωμένο αυτοκίνητο και πώς συνέβη. «Και γι΄ αυτό στενοχωριέσαι;» μου λέει γελαστός, «κάτσε εδώ μαζί μας να γλεντήσεις και είσαι και τυχερή (!) , γιατί αφού δεν έχεις αυτοκίνητο, θα κοιμηθείς στο σπίτι μας, όπως σου είχα πει, και αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε!». Καθώς εγώ τον κοιτούσα άναυδη, «βρε, η γυναίκα έπαθε ζημιά», του λέει αυστηρά η γυναίκα του, «τι είν’ αυτά που της λες;». Και γυρίζοντας προς εμένα, «πάντως, μη στενοχωριέσαι, κάπου θα σε ταχτοποιήσουμε και σένα στο σπίτι να κοιμηθείς, άσε που θα το ξενυχτίσουμε ‘δώ πέρα» μου είπε. Τους ευχαρίστησα για την παρηγοριά και την ευγενική πρόταση φιλοξενίας αλλά εγώ βέβαια ήμουν πολύ αγχωμένη, κυρίως για την έλλειψη της κάμερας, και ήθελα να βρω πάση θυσία τρόπο να ανοίξω το αυτοκίνητο. Μπήκα στο μαγαζί και παρακάλεσα τον γιο τους να μου επιτρέψει να χρησιμοποιήσω το σταθερό τηλέφωνο του μαγαζιού, για να πάρω την Εταιρεία ενοικίασης. Ευτυχώς απάντησε κάποιος στο τηλέφωνο εκεί και μου είπε ότι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να στείλουν με κούριερ το δεύτερο κλειδί που κρατούσαν αυτοί την επομένη το μεσημέρι, ή και αργότερα. Απελπίστηκα και από αυτή την προοπτική. Τι περίμενα εξάλλου, λύση αυτοστιγμεί αλλά ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, ως γνωστόν…Βγήκα από το μαγαζί πολύ στενοχωρημένη. Ένας συγγενής του νοικοκύρη, παχουλός, με παχύ μουστάκι, γελαστός και καλοσυνάτος, πλακατζής και ήδη σε πανηγυριώτικο κέφι, που είχε πληροφορηθεί το πάθημά μου, μόλις με είδε, «άσε», μου λέει, «μη στενοχωριέσαι, κάνε υπομονή, σε λίγο θα έρθει κάποιος που ξέρει πώς ν’ ανοίγει αυτοκίνητα, θα το δει και θα μας πει τι μπορεί να γίνει, φάε τώρα, ησύχασε και άμα έρθει αυτός θα του το πούμε». Παρόλο που σκεφτόμουν πώς άραγε να ξέρει αυτός πώς ανοίγουν αυτοκίνητα, άρχισα να ελπίζω ότι μπορούσε να βρεθεί λύση...




Κάθισα λοιπόν στο τραπέζι μαζί με τους νοικοκυραίους και την παρέα τους και τρώγαμε το υπέροχο βραστό κρέας, να λιώνει στο στόμα, το οποίο μάλιστα πρόσφερε το μαγαζί δωρεάν στους πανηγυριστές, που αγόραζαν μόνο τη σουβλιστή γαλοπούλα στημένοι σε μεγάλη ουρά για να πάρουν σειρά. Η δωρεάν παροχή βραστού κρέατος, υπέθεσα λόγω της κτηνοτροφικής παράδοσης του χωριού γιατί δεν το είχα δει να συμβαίνει σε άλλα πανηγύρια, φαίνεται ότι ήταν πολύ ισχυρό δέλεαρ για την προσέλευση στη γιορτή, όπως και άκουγα να σχολιάζουν. Η ορχήστρα είχε ήδη αρχίσει να παίζει από ώρα και έβαλα το κασετόφωνο να καταγράφει, το οποίο ευτυχώς ήταν έξω από το αυτοκίνητο όπως και η φωτογραφική μηχανή, με λίγες ακόμα πόζες διαθέσιμες, ενώ ο κόσμος έτρωγαν ακόμα στα τραπέζια και ο χορός δεν είχε αρχίσει. 



Τα τραπέζια ήταν γεμάτα και η προσέλευση του κόσμου συνεχιζόταν, όχι μόνο από το ίδιο το χωριό και τα γειτονικά αλλά και από την Τρίπολη, ακόμα και από Βαλτετσιώτες της Αθήνας και τους ξενιτεμένους σε Η.Π.Α κυρίως, όπως καταλάβαινα από τους χαιρετισμούς και τις κουβέντες με αποτέλεσμα να στέκονται όρθιοι ή να συνωστίζονται στα τραπέζια μαζί με γνωστούς στριμωχτά. Ο καθηγητής-αγρότης-τραγουδιστής Κουτσονίκας μετά τα προκαταρκτικά μουσικά κομμάτια που έπαιξε η ορχήστρα με πρωταγωνιστή το κλαρίνο, πήρε κάποια στιγμή το μικρόφωνο και τραγουδούσε τραγούδια «της τάβλας» και αργά κλέφτικα, όπως άρμοζε στη φάση της γιορτής. Καθώς ο τραγουδιστής είπε, εύλογα, και ένα τραγούδι του κύκλου των «Κολοκοτρωναίων», κοίταξα τον Κολοκοτρώνη σφιγμένο στον μανδύα του να «παρακολουθεί» στητός και σοβαρός από το άγαλμά του τη γιορτή.  Παραπέρα, αν και στραμμένος νότια, έστεκε και ο Μητροπέτροβας και μου φάνηκε,  με το πανηγύρι να εκτυλίσσεται στα πόδια τους, ότι σα να τους άρεσε που η "κλεφτουριά" και οι αγωνιστές της Επανάστασης ήταν ωσάν να συμμετέχουν στο πανηγύρι, παρόντες  εδώ όχι μόνον ως αγάλματα αλλά και μέσα από τα τραγούδια,  γιατί οι αγώνες  όλων τους  δεν πήγαν χαμένοι, όσο τουλάχιστον μπορούμε να το πούμε αυτό…Έτσι κι αλλιώς, στην παραδοσιακή κοινωνία η στοχαστική μνεία του  θανάτου αλλά και οι εκλιπόντες είναι ωσεί παρόντες και δεν λείπουν από καμία γιορτή και γλέντι, οικογενειακό ή κοινοτικό. 
 Κοιτώντας το άγαλμα πρόσεξα και μια μεγάλη ομάδα από παιδιά, κυρίως αγόρια, παραταγμένα κάτω από το μνημείο των πεσόντων στη μάχη του Βαλτετσίου με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των μουσικών της ορχήστρας, τα οποία χάζευαν τα τεκταινόμενα. Μερικά μιμούνταν τους τραγουδιστές με το χέρι στο στόμα σαν μικρόφωνο, άλλα κουβέντιαζαν και γελούσαν, ενθουσιασμένα με την πανηγυριώτικη, μαγική ατμόσφαιρα, μυούμενα ταυτόχρονα στην όλη διαδικασία του πανηγυριού.




 Οι παιδικές παρέες εκεί πάνω δεν ήταν μόνιμες. Στη διάρκεια της νύχτας άλλα παιδιά έφευγαν για άλλες παρέες που είχαν στήσει παιχνίδια στις παρυφές της πλατείας ή γιατί τα καλούσαν οι γονείς τους για φαγητό, άλλα ερχόντουσαν. Τελικά το περίοπτο αυτό θεωρείο δεν έπαψε να έχει τη νεαρή «πελατεία» του μέχρι τα ξημερώματα που τελείωσε το γλέντι, αφού τα περισσότερα παιδιά δεν έφευγαν από εκεί παρά μόνο όταν έφευγαν και οι γονείς τους, όσο περασμένη κι αν ήταν η ώρα. Στο τραπέζι απέναντί μου καθόταν τώρα και μια μεσόκοπη προς ηλικιωμένη, γλυκύτατη γυναίκα, την οποία μου σύστησαν ως την μάνα του τραγουδιστή Λάλεζα –και συμπεθέρα των νοικοκυραίων, βεβαίως– η οποία ασχολιόταν με προσήλωση να ταΐζει και να φροντίζει τις δύο κόρες του και εγγόνες της, ενώ η σε προχωρημένη εγκυμοσύνη μάνα των παιδιών βοηθούσε απερίσπαστη και ακούραστη τις άλλες τρεις αδελφές της και τα δύο αδέλφια της στο σερβίρισμα του πλήθους που πλημμύριζε την πλατεία. Η παρέα στο τραπέζι μας είχε μεγαλώσει πολύ συν τω χρόνω με προσερχόμενους συγγενείς και φίλους των οικοδεσποτών, χωριανούς και από αλλού και πρόσθεταν τραπέζια για να χωρέσουμε, στριμωχτά.





 Εν τω μεταξύ είχαν σηκωθεί στην πίστα και κάποιες παρέες για χορό. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο τραπέζι μας και ένας άλλος γερο-μουστακαλής με τη γκλίτσα στο χέρι, η άφιξη του οποίου προκάλεσε κραυγές χαράς, χαιρετισμούς, ευχές, πειράγματα, αστεία, γέλια μεταξύ του νεοαφιχθέντα και των λοιπών συνδαιτημόνων, μεγάλων και νεότερων. Ιδιαίτερα ο γέροντας οικοδεσπότης έκανε μεγάλες χαρές και τον υποδέχτηκε ενθουσιωδώς. Πληροφορήθηκα ότι ήταν ένας κτηνοτρόφος από τα Τρόπαια, ο οποίος είχε φτάσει μόλις από εκεί για το πανηγύρι. Κοτσονάτος, κοκκινομάγουλος, γλεντζές, φάνηκε ότι δεν τον γνώριζαν μόνο οι οικοδεσπότες μου αλλά όλο σχεδόν το χωριό (υπέθεσα πιθανόν λόγω γειτνίασης των κοπαδιών τους στα χειμαδιά), γιατί μετά τους χαιρετισμούς όχι μόνο μπήκε μπροστά στο χορό μιας παρέας που ήταν εκείνη τη στιγμή στην πίστα και έσυρε τον κύκλο του χορού με την γκλίτσα σηκωμένη σα λάβαρο με το ένα του χέρι, επευφημούμενος, αλλά μετά πήρε και το μικρόφωνο από τους τραγουδιστές και τραγούδησε κανα-δυο δημοτικά τραγούδια. Αν και η φωνή του ήταν κάπως ραγισμένη λόγω ηλικίας και τα τραγούδια που διάλεξε να πει ήταν από τα αργόσυρτα, λεγόμενα «βαριά» κλέφτικα, τα τραγούδησε με πάθος και με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο (όπως τον γνώριζα από τις ζωντανές καταγραφές μου τόσων χρόνων), ξεσηκώνοντας χειροκροτήματα. Όλα αυτά μου τραβούσαν το –και επαγγελματικό– ενδιαφέρον και τα παρατηρούσα αλλά δεν με άφηνε η στενοχώρια και το άγχος για το κλειστό αυτοκίνητο, πόσο μάλλον που τα διαδραματιζόμενα έκαναν πιο αισθητή την απουσία της κλειδωμένης βιντεοκάμερας για να τα καταγράφω. Έκανα ωστόσο υπομονή, μήπως και φανεί ο «ειδικός στο άνοιγμα αυτοκινήτων»… 




Εν τω μεταξύ ο χορός είχε πάρει τον δρόμο του και οι οικογενειακές παρέες ανέβαιναν με τη σειρά της καθεμιά στην πίστα κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με την παραγγελία που είχαν κάνει στην ορχήστρα, όπως γινόταν παλιότερα και γίνεται ακόμα και σήμερα σε πολλά ορεινά κυρίως χωριά, όταν το γλέντι και ο χορός δεν διοργανώνονται από τοπικούς Πολιτιστικούς Συλλόγους, οπότε σηκώνονται όλοι ανάκατα σε ενιαίους ή επάλληλους κύκλους στο χορό: σηκωνόταν μία-μία παρέα αποτελούμενη από συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας και φίλους και ο πρώτος τη τάξει άνδρας, είτε ηλικιακά είτε ιεραρχικά, αναλόγως (παππούς, πατέρας, σύζυγος, αρραβωνιαστικός, αδελφός) έριχνε ένα χρηματικό ποσό, το κατά δύναμη ή για λόγους «τελετουργικής σπατάλης» και επίδειξης (είχε-δεν-είχε) περισσότερα, στην ορχήστρα και παράγγελνε τραγούδια της επιλογής του ταιριαστά με την περίσταση και με εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες, εμφανείς ή ανομολόγητους ( νιάτα ή γεράματα, καημός ή χαρά αγάπης, λύπη θανάτου κ.λπ.), ένα τσάμικο και ένα συρτό, για να σύρει πρώτος το χορό και μετά επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία για όλα τα μέλη της παρέας που χόρευε, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και τα νεαρά μέλη της. Ωστόσο κατά κανόνα τα χρήματα τα έριχναν και για τις γυναίκες οι άνδρες της παρέας στην ορχήστρα. Χρήματα μπορούσαν να ρίξουν και άλλοι άνδρες από τους παρακαθήμενους αναλόγως της σχέσης που τους συνέδεε με τον πρωτο-χορευτή, φιλική ή επαγγελματική, για να τον τιμήσει ή (κατά τις καινοφανείς μπουζουκο-συνήθειες) να δώσουν χρήματα για να ράνουν τον χορευτή ή τον τραγουδιστή με λουλούδια οι Ρομά κοπέλες. Η χορευτική αυτή διαδικασία, ανάλογα και με τη δεξιότητα και τις φιγούρες κάθε πρωτο-χορευτή και τον αριθμό των μελών της χορευτικής παρέας, απαιτεί αρκετό, συχνά και πολύ χρόνο, δεδομένου του ότι χορεύουν όχι μόνο ένα τραγούδι έκαστος αλλά ένα σε τσάμικο και ένα σε καλαματιανό ρυθμό. Όσο η ώρα προχωρούσε και έβλεπα να εναλλάσσονται οι παρέες στο χορό και το πανηγύρι κορυφωνόταν, παρόλο που κατέγραφα στο κασετόφωνο και τραβούσα λίγες φωτογραφίες εγώ όλο αγχωνόμουν, έσκαγα, γιατί δεν είχα και τη βιντεοκάμερα να καταγράφω και ζωντανά τα διαδραματιζόμενα. 
Ο συγγενής των οικοδεσποτών που μου είχε μιλήσει για αυτόν που θα μπορούσε να ανοίξει το αυτοκίνητο, ήταν πιωμένος, από ώρα στο τσακίρ κέφι, συνεχώς πάνω στην πίστα και χόρευε, όσο περνούσε η ώρα παραπατώντας και προσαρτώμενος σε διάφορες χορευτικές παρέες, καθώς είχε φαίνεται πολλούς συγγενείς ή φίλους και ήταν και δημοφιλής. Κάθε φορά που μετέχοντας στον κύκλο του χορού περνούσε κοντά από εκεί όπου καθόμουν, αδιάκριτη εγώ και άσπλαχνη, του υπενθύμιζα να έχει το νου του μήπως φανεί ο άνθρωπος-«διαρρήκτης» του αυτοκινήτου. Αυτός, μεταρσιωμένος, μου απαντούσε «μην ανησυχείς, παιδάκι μου, θα το ανοίξουμε, αλλιώς θα κοιμηθείς εδώ!», λες και η αγωνία μου αφορούσε το πού θα κοιμηθώ ή όχι, χωρίς βεβαίως να με κάνει να ησυχάζω. Κάποια στιγμή, μετά από ώρα, «α, νάτος, έρχεται!» μου λέει, καθώς παρόλο το μεθύσι του είχε και το νου του, αφού δεν τον άφηνα να το ξεχάσει. Ήρθε μαζί μου και πλησιάσαμε τον υποψήφιο «διαρρήκτη» και του εξήγησε το πάθημά μου, οπότε αυτός ήρθε μαζί μου στο αυτοκίνητο να το εξετάσει. «Είσαι τυχερή», μου είπε μετά την αυτοψία, «γιατί έχεις αφήσει το εμπρός τζάμι λίγο ανοιχτό, μάλλον θα τα καταφέρουμε να το ανοίξουμε, χωρίς να κάνουμε ζημιά, θέλω μόνο μια τανάλια και ένα χοντρό και αρκετά μακρύ σύρμα». Δεν έγινε πάραυτα η διάρρηξη βεβαίως, όπως ανυπομονούσα εγώ να γίνει, αλλά δεν είπα τίποτα γιατί ο άνθρωπος μόλις είχε φτάσει με την οικογένειά του και κάθισε σε ένα τραπέζι να φάνε και να διασκεδάσουν, κάποια στιγμή αργότερα θα το άνοιγε… Εγώ έπρεπε να αναζητήσω και να βρω τανάλια και το συγκεκριμένο σύρμα μέσα στο χαμό του πανηγυριού και τα κατάφερα, με τη βοήθεια του χορευταρά μουστακαλή γέροντα, όταν κάποια στιγμή έκανε διάλειμμα και βγήκε από την πίστα του χορού. Πολύ αργότερα, ο «διαρρήκτης» έκανε με την τανάλια μια θηλειά στη μια άκρη του σύρματος και το κατέβασε μέσα από το μικρό άνοιγμα στο τζάμι. Έπιασε με τη θηλειά την ασφάλεια της πόρτας, ανασήκωσε το σύρμα, η ασφάλεια ανασηκώθηκε και… η πόρτα άνοιξε! [οδηγίες προς υποψήφιους διαρρήκτες!]. Μόνο που δεν έστησα δικό μου χορό εγώ εκεί δίπλα στο αυτοκίνητο από τη χαρά μου! Ουφ, επιτέλους! Ήμουν ελεύθερη από την αγωνία και το άγχος και θα κατέγραφα, έστω ό,τι προλάβαινα ακόμα, με τη βιντεοκάμερα! Χιλιο-ευχαρίστησα τον νέο άνδρα που είχε ανοίξει το αυτοκίνητο αλλά και τον μουστακαλή γέροντα για τη βοήθειά του και επιστρέψαμε όλοι στο τραπέζι, εγώ αγκαλιά με την περιπόθητη κάμερα. Έκτοτε δεν κάθισα βεβαίως στο τραπέζι. Άφησα το κασετόφωνο εκεί να καταγράφει, ό, τι και όπως έπιανε, και με τη φωτογραφική μηχανή και την κάμερα ανά χείρας περιφερόμουν γύρω από την πίστα και το χορό, φωτογραφίζοντας και κυρίως βιντεοσκοπώντας ταυτόχρονα τους χορευτές, την ορχήστρα, τους πανηγυριστές κ.λπ., προσπαθώντας να μη μου ξεφύγει κάτι, κερδίζοντας και τον χαμένο χρόνο… 
 Βιντεοσκοπούσα με την παλιά, αν και μικρή, αναλογική κάμερα που με υποχρέωνε να έχω το ένα μου μάτι κολλημένο πάνω στο «στόχαστρο» μέσα στο οποίο έβλεπα να καδράρεται μικρούτσικη και ασπρόμαυρη η εικόνα την οποία επέλεγα να σκοπεύσω, οπότε μετακινούμουν σχεδόν χωρίς να βλέπω που πατώ και που βρίσκομαι, καθώς με το άλλο μάτι έπρεπε να σκοπεύω κάθε τόσο μέσα στη φωτογραφική μηχανή, για να τραβώ και φωτογραφίες, ως άνθρωπος-ορχήστρα. Έτσι έπεσα πάνω σε ένα τραπέζι όπου καθόντουσαν μια ολιγομελής παρέα που από το ντύσιμο και τους τρόπους των μελών της δεν φαινόταν να είναι ντόπιοι Βαλτετσιώτες. Καθώς τους κοίταξα για να ζητήσω συγγνώμη, «Ελένη»! ακούω να μου λέει μια ξανθή συμπαθητική γυναίκα της παρέας που με κοίταζε κατάπληκτη με τα μεγάλα μάτια της . «Άννα»! φώναξα και εγώ μετά από έναν δισταγμό, όταν αναγνώρισα μια συμπατριώτισσα μου από τα Λεχαινά, συμμαθήτρια της μικρότερης αδελφής μου. Καθηγήτρια στην Μέση Εκπαίδευση η ίδια, παντρεύτηκε Τριπολιτσιώτη, καθηγητή επίσης, και μένει μόνιμα στην Τρίπολη. Ανταλλάξαμε αγκαλιές και φιλιά και πληροφορίες για το πώς βρεθήκαμε αμφότερες στο Βαλτέτσι, αλλά καθώς δεν με έπαιρνε ο χρόνος να καθυστερώ μετά το πάθημά μου, της είπα σε ποιο ξενοδοχείο έμενα στην Τρίπολη να έλθει εκεί να τα πούμε –και αποδείχτηκε ότι το ξενοδοχείο μου ήταν ακριβώς δίπλα στο σπίτι τους, οπότε ορίσαμε ραντεβού να πάω εγώ να τους επισκεφθώ! 


Μετά τις 2.30 π.μ., ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να αραιώνει, ενώ ο χορός στην πίστα καλά κρατούσε. Τώρα μάλιστα με περισσότερη ένταση καθώς έχοντας πλέον μεθύσει ή έλθει στο κέφι οι περισσότεροι, άνδρες κυρίως, οι παρέες χόρευαν με περισσότερο πάθος και διάρκεια, ιδιαίτερα ο κάθε πρωτοχορευτής. Έτσι ο χορός μιας παρέας μπορούσε να διαρκέσει μια ώρα σχεδόν ή και περισσότερο, μέχρι να χορέψουν όλα τα μέλη της. Η χαρτούρα στην ορχήστρα έπεφτε βροχή και οι μουσικοί, ιδιαίτερα ο κλαριτζής στον οποίο κολλούσαν και ιδιαίτερη «χαρτούρα» πάνω στο κλαρίνο και οι τραγουδιστές, ο Λάλεζας και ο Κουτσονίκας, διαλεγόμενοι και με τους επιδέξιους χορευτές, μεταρσιωμένοι διαδραστικά και οι ίδιοι, «τα έδιναν όλα», επιτελώντας με κέφι και δεξιοτεχνία τα τραγούδια, σχεδόν όλα δημοτικά, που τους παράγγελναν να παίξουν, βοηθούντος και του αλκοόλ που τους κερνούσαν. Ο Λάλεζας ειδικότερα, όντας και στο γυναικοχωριό του σε τόσο οικείο περιβάλλον, περιβεβλημένος και με την έγνοια και την αγάπη των παρόντων οικείων του, μου φαινόταν πιο ώριμος τραγουδιστής τώρα, πιο χαλαρός και αυθόρμητος απ’ όσο τον είχα παρατηρήσει στο πανηγύρι του Σωτήρος στην Πέτρα Μεσσηνίας, στην αρχή της καριέρας του. Ο πλάτανος έσκεπε, τύλιγε σχεδόν, με το φύλλωμά του ορχήστρα και χορευτές προστατεύοντάς τους από την πρωινή δροσιά, η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη έσταζε από τις δροσοσταλίδες ενώ έμοιαζε σαν έτοιμος να πηδήξει από το βάθρο του μέσα στο χορό, ο βλοσυρός ήρωας Μητροπέτροβας με τα πλούσια γένια του υγρά κοιτούσε σοβαρός το μνημείο των πεσόντων, ενώ οι ψυχές όλων τους θα αναγάλλιαζαν με τη γιορτή και το πανηγύρι, αφού λίγο πολύ όλοι αυτοί ήταν και κτηνοτρόφοι πριν «βγουν στο κλαρί» και πάρουν τα όπλα για την Επανάσταση… Η παρέα του οικοδεσπότη μου με τους γιους, τις κόρες, τους γαμπρούς, τις νύφες, τους συμπέθερους, τα εγγόνια, τους φιλοξενούμενους είχαν ήδη χορέψει, πολλή ώρα μάλιστα, προσκαλώντας δεόντως και εμένα, ως κατά ένα τρόπο φιλοξενούμενή τους, να μπω στον κύκλο του χορού τους αλλά εγώ ως «ερευνητής σε πανηγύρι» μετά μάλιστα το πάθημά μου, δεν άφηνα την κάμερα για να συμμετέχω στο χορό. Μετά τις 3.30-4.00 π.μ., τα περισσότερα τραπέζια είχαν αδειάσει από κόσμο και οι όμορφες κουνιάδες του Λάλεζα, του τραγουδιστή, είχαν αρχίσει σβέλτες και ακούραστες να μαζεύουν τα αποφάγια και τα άπειρα άδεια κουτιά μπύρας από τα τραπέζια και να τα στοιβάζουν λίγα-λίγα σε μιαν άκρη, μαζί με τις καρέκλες, πλαστικά όλα και ελαφριά. Ήταν οι «μικρές ώρες» του πανηγυριού, η ώρα του χορού από πολύ μερακλωμένες, να μην πω μεθυσμένες, αντροπαρέες, όπως γνώριζα και από άλλα ορεινά πανηγύρια. Όντως, μια πολύ μεγάλη αντροπαρέα είχε σηκωθεί και είχε μπει στην πίστα. Από την άφθονη «χαρτούρα» στα όργανα, τη ρητορική των σωμάτων, τα κέφια και τον αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτή ανδρών, υποψιάστηκα ότι μάλλον με αυτούς θα το ξημερώναμε το πανηγύρι. Παράγγελναν «βαριά» τσάμικα κλέφτικα τραγούδια και τα χόρευαν αργά, με σοβαρότητα και κατάνυξη, θα έλεγα. 
Κάποια στιγμή μπήκε πρώτος στον χορευτικό κύκλο ένας νέος σχετικά προς μεσόκοπο άνδρας, λεπτός, κομψός, με λευκό πουκάμισο, γκριζαρισμένα, φουντωτά σγουρά μαλλιά μακριά ως τους ώμους, που δεν έμοιαζε να είναι τουλάχιστον μόνιμος κάτοικος του χωριού αλλά σαν Βαλτετσιώτης κάτοικος κάποιου αστικού κέντρου μάλλον, απ’ όσο έκρινα από την οικειότητα που είχε με τους Βαλτετσιώτες. Έριξε 50 ευρώ στην ορχήστρα (όταν, απ’ όσο είχα δει, το σύνηθες ήταν 20 ευρώ) και παράγγειλε ένα τσάμικο, «βαρύ» κλέφτικο τραγούδι για να χορέψει. Μετά, χόρευε για περίπου μιάμιση ώρα μπροστά στον κύκλο του χορού, με το περισσότερο από αυτό το χρονικό διάστημα να «χορεύει» σχεδόν αμετακίνητος. Σταματώντας επανειλημμένα σε κάποιο σημείο του τραγουδιού τον χορευτικό βηματισμό του κύκλου, ακινητοποιώντας τα υπόλοιπα μέλη του κύκλου, χόρευε στατικά, με τις κινήσεις του σώματος, των ποδιών και των χεριών, δίνοντας ρεσιτάλ από «φιγούρες». Φιγούρες όμως έρρυθμες, παρόλη τη «στασιμότητα», αργές, λεβέντικες, άλλοτε στριφογυρίζοντας το σώμα, άλλοτε «πετώντας» κάπου ένα μέτρο ψηλά από το έδαφος, άλλοτε παραμένοντας σχεδόν ακίνητος, σαλεύοντας με ήσσονες, ανεπαίσθητες σχεδόν, κινήσεις ώμους και κεφάλι στο ρυθμό της μουσικής, χωρίς μετακινείται ούτε βήμα. Θαύμαζα τη δύναμη και την αντοχή αυτού που, δεύτερος στη σειρά του κύκλου, «του έδινε χέρι», τον κρατούσε/συγκρατούσε με μαντήλι από το χέρι για να μπορεί κρεμασμένος σχεδόν από αυτόν, να κάνει αυτές τις φιγούρες , επί τόση πολλή ώρα. Ο χορός του είχε συνεπάρει όχι μόνο τους συν-χορευτές του και όσον κόσμο είχε απομείνει στα τραπέζια αλλά κυρίως την ορχήστρα, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, καθώς μάλιστα όσο χόρευε ανανεωνόταν η «χαρτούρα» όχι μόνον από τον ίδιο αλλά και από άλλους συν-χορευτές, φίλους και συγγενείς του. Ο Αρκαδόποπουλος, ο κλαριτζής, συνεπαρμένος και αυτός από τον χορευτή σε μια ρυθμική και μουσική «συνομιλία» μαζί του, είχε απογειωθεί επίσης παίζοντας το κλαρίνο του στα μακρά, περίτεχνα μουσικά ιντερμέδια του τραγουδιού, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους καθηλωμένους. Τα μάγουλά του είχαν μετατραπεί σε φουσκωμένα ασκιά που κόντευαν να εκραγούν καθώς, κυκλοφορώντας τον αέρα μέσα τους χωρίς να πάρει αναπνοή, επιδίωκε να βγάλει «μονορούφι», χωρίς διακοπή, τα μακρόσυρτα έρρυθμα μουσικά «γυρίσματα» που θηλύκωναν με τις μακρόσυρτες και στατικές φιγούρες του χορευτή. Δεν είμαι μουσικολόγος και δεν ξέρω πώς να περιγράψω σωστά αυτή τη μουσική συνομιλία αλλά παρόλο που παρακολουθούσα μέσω της κάμερας, ήμουν γοητευμένη, μαγεμένη, όλο χαρά που είχα επιμείνει να έχω τώρα τη βιντεοκάμερα και να καταγράφω. Ετσι κι αλλιώς τα γραμμένα δεν είναι βεβαίως παρά λόγια χωρίς ήχο και μουσική, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για πανηγύρι… Οι εναπομείναντες πανηγυριώτες είχαν σηκωθεί όλοι όρθιοι και παρακολουθούσαν άφωνοι, αν και φαινόταν να γνωρίζουν όλοι αυτόν τον πρωτο-χορευτή και υπέθεσα ότι δεν θα ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπαν να χορεύει. Ακόμα και οι κοπέλες που μάζευαν τα άδεια τραπέζια και καθάριζαν, είχαν παρατήσει κάτω τις σκούπες και είχαν καθηλωθεί άφωνες. Μετά από αυτόν τον χορευτή μπήκαν μπροστά και άλλοι, καλοί χορευτές αλλά χωρίς τη δική του χορευτική δεινότητα, ωστόσο ο χορός αυτής της παρέας δεν τελείωνε και το ρόδινο χρώμα της αυγής, ανεπαίσθητο ακόμα, άρχισε να ζώνει τα βουνά ανατολικά. Μετά από αυτήν σηκώθηκε και άλλη, η τελευταία, αντροπαρέα. Παρατήρησα ότι παρά την προχωρημένη αυτή ώρα και το ότι συμμετείχαν μόνο άντρες, ντόπιοι κτηνοτρόφοι απ’ όσο έκρινα και δη μάλλον μεθυσμένοι, μπήκε στο χορό και ένα κορίτσι 10-12 χρονών και, απ’ ‘ότι φάνηκε, κόρη ενός από αυτούς. Αυτό που με εντυπωσίασε δεν ήταν το γεγονός ότι μπήκε το κορίτσι στο χορό, έστω και μοναδικό, αλλά ο τρόπος που συμμετείχε, αναρωτώμενη αν είχε μάθει χορό σε κάποιο χορευτικό σύλλογο ή αν ο χορός της ήταν βιωμένη εμπειρία στα τοπικά πανηγύρια και τις γιορτές. Λεπτή και όμορφη με άγουρη θηλυκότητα, φορούσε ίσια παπούτσια, μπλουτζίν παντελόνι και ένα στενό, κοντό ροζ μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη τη μέση της. Τα μακριά μαλλιά της πιασμένα χαμηλά στον τράχηλο με μια μπαρέτα, έπεφταν απλωτά πάνω στην πλάτη της. Πιασμένη ανάμεσα στους άντρες, κάποιας ηλικίας, χορευτές, έλαμπε από νιάτα και ακολουθούσε τα βήματα του χορού με σοβαρότητα, ρυθμό, κέφι και ζωντάνια, ισότιμα. Όταν ήλθε η σειρά της να χορέψει πρώτη, ο πατέρας της, ρίχνοντας 20 ευρώ στην ορχήστρα, παράγγειλε ένα δημοτικό τραγούδι που επέλεξε εκείνη, συρτό. Κρατημένη από το μαντήλι που της έδινε ο πατέρας της, χόρεψε όμορφα, με ρυθμό και σοβαρότητα, χωρίς πολλές φιγούρες αλλά και με κέφι και ζωντάνια. Ο πατέρας της καμαρώνοντας τα νιάτα και τη χάρη της, την ενθάρρυνε με επιφωνήματα θαυμασμού και αγάπης, περήφανος. Μετά το συρτό, το κορίτσι παράγγειλε στην ορχήστρα και ένα τσάμικο, το οποίο το χόρεψε μερακλίδικα και επιδέξια, αποσπώντας χειροκροτήματα από όλους. Όταν και αυτή η παρέα ολοκλήρωσε το χορό της, μας είχε πάρει το ξημέρωμα πια. Τα κορίτσια του μαγαζιού είχαν τοποθετήσει τρία-τέσσερα τραπέζια κοντά στην είσοδό του, πάνω στα οποία είχαν σερβίρει σε βαθιά πιάτα και προσέφεραν ζεστό-ζεστό, υπέροχο τραχανά σούπα, πεντανόστιμο καθώς ήταν βρασμένος μέσα στο ζουμί της γίδας, βάλσαμο για μένα και για όλους τους μεθυσμένους ξενύχτηδες μέσα στην πρωινή παγωνιά. Κατά τις πέντε το πρωί, σχόλασε το πανηγύρι και ετοιμάστηκα πλέον να φύγω για την Τρίπολη. Ο γερο-κτηνοτρόφος οικοδεσπότης μου, άγρυπνος ακόμα στις επάλξεις του πανηγυριού, παρόλο που εντωμεταξύ είχαν προστεθεί και άλλοι συγγενείς για να κοιμηθούν –αρκετοί κοιμόντουσαν ήδη- στο σπίτι του, επέμενε να μη φύγω τέτοια ώρα οδηγώντας μόνη μου μετά από τόση κούραση και ξενύχτι. Αν και ίσχυε η κούραση, φυσικά δεν δεχόμουν με τίποτα να μείνω. Τους αποχαιρέτισα με θερμές ευχαριστίες για την φιλοξενία, τη φροντίδα και τη βοήθεια και έφυγα. Ευτυχώς στον στριφογυριστό ορεινό δρόμο προς την Τρίπολη συνταξίδευαν και άλλοι πανηγυριώτες, οπότε οδηγούσαμε όλοι σιγά, προσεκτικά και συντροφευμένα. 
 Ακολουθώντας "τα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης" είχα -απρόοπτα, οπως συμβαίνει στην επιτόπια έρευνα-  για μιαν ακόμα φορά την ευκαιρία να συμμετέχω σε ένα παλιού τύπου πανηγύρι και παρά τη μικρή περιπέτειά μου με το κλείδωμα του αυτοκινήτου, έφτασα ασφαλής στο ξενοδοχείο και έπεσα στο κρεβάτι ξερή από την κούραση αλλά πλήρης και ευχαριστημένη…

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]

Σημείωση: Οι βιντεοταινίες, οι μαγνητοταινίες, οι φωτογραφίες κατατίθενται στα σχετικά Αρχεία του  ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και το πρωτότυπο χειρόγραφο ημερολόγιο της επιτόπιας έρευνας στο νομό Αρκαδίας, όταν ολοκληρώσω την ηλεκτρονική αντιγραφή του.
Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.