Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: νομός Λακωνίας (Laconia, Greece, Ethnographic Diary 2002 -part 4)


Ελένη Ψυχογιού

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης

Νομός Λακωνίας 


[Επειδή η ημερολογιακή αφήγηση της περιήγησης είναι μακροσκελής και δύσχρηστη να αναρτηθεί ολόκληρη σε μια ανάρτηση, παρόλο που χάνεται η συνέχεια της αφήγησης και η αλληλλόδραση των εθνογραφικών ευρημάτων, αναρτώ αποσπάσματά της, όπως την αντιγράφω σταδιακά σε ηλεκτρονική μορφή από το χειρόγραφο ημερολόγιο.  Άλλες επιμέρους περιηγήσεις μου  στο νομό Λακωνίας "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης", βλ. για την αρχή της περιήγησης και τη  μονή της Έλωνας στο: 
και για το Παλιομονάστηρο στο Βρονταμά στο:  http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/01/blog-post.html

 -και έπεται συνέχεια...]


Εθνογραφικό ημερολόγιο  αρ. 4,  Σπάρτη-Βασσαράς



Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις στον ιστότοπο, ως απαραίτητα  για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης")

Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της  επιτόπιας  έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν  φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων),  ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της  ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις  πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
 Μέσα από αυτό το πρίσμα, η  έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση,  στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να  συγκροτώ  συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,  νέα ερωτήματα.  Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο  να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου,   εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό  είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό  των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία να γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―  αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται  και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι,  οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητώνο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του.  Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα  ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας  ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά  η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο  βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα...



Νομός Λακωνίας
Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας

 ( βλ. και τα προηγούμενα ημερολόγια στο νομό Λακωνίας:  https://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/11/2-laconia-greece-ethnographic-diary.htmlhttps://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/11/2-laconia-greece-ethnographic-diary.html, https://fiestaperpetua.blogspot.com/2015/08/traveling-on-th-marks-of-helensthelen.html

(Όλες οι φωτογραφίες τραβηγμένες από την γράφουσα, Ελένη Ψυχογιού, εκτός εάν αναγράφεται διαφορετικ'ά)


Διαδρομή Σπάρτη-Βασσαράς

Δευτέρα, 19 Αυγούστου 2002

Ξύπνησα στο ξενοδοχείο στη Σπάρτη στις 8.30, κάπως αμφίθυμη. Από τη μια ένοιωθα μοναξιά μετά την αναχώρηση και την απουσία της Αγγελικής που τόσο με είχε βοηθήσει τις προηγούμενες ημέρες, από την άλλη ένοιωθα πιο ελεύθερη και με μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων και πιο απερίσπαστη και συγκεντρωμένη, καθώς δεν είχα καταφέρει να μην έχω και την έγνοια της  ωσάν να ήταν κόρη μου (και με την ευθύνη των κινδύνων της οδήγησης με το σαράβαλο αυτοκίνητό μου), αφού έχει και την ηλικία της  μιας από τις θυγατέρες μου. Σκεφτόμουν όμως και πόσο μπορεί να με έχει κάνει μονόχνωτη  τελικά η μακροχρόνια μοναχική έρευνα πεδίου και ότι τώρα θα έπρεπε να ξαναγίνω μοναχικός ερευνητής και άνθρωπος-ορχήστρα, ως συνήθως: οδηγός, συνοδηγός, ηχολήπτης, κάμεραμαν, φωτογράφος, σχεδιάστρια, συνεντευξιάστρια, εξερευνήτρια κ.λπ. Απαριθμώντας τις δεξιότητες αυτές, σκεφτόμουν επίσης πόσο αρσενικού και μόνο γένους είναι οι περισσότερες. Επίσης σκεφτόμουν ότι η μοναχική έρευνα πεδίου καθώς  μάλιστα η ερευνητική μου υπόθεση υποδεικνύει σύντομα  «περάσματα» από οικισμούς, δυσκολεύει τους κατοίκους να δεχτούν πώς ένα μόνο άτομο, και δη γυναίκα, παρουσιάζεται ξαφνικά με μια «περίεργη» ιδιότητα και ζητάει να ανοίξουν ναοί, ξωκλήσια, μοναστήρια και μετά να εξαφανίζεται. Είναι λογικό λοιπόν να είναι φιλύποπτοι και διστακτικοί, ιδιαίτερα οι κληρικοί, με τόσα κρούσματα κλοπών εικόνων σε ναούς κ.λπ. που συμβαίνουν.  Παρόλ΄ αυτά, στην πλειονότητά τους είναι φιλόξενοι και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν.

Σπάρτη


Σπάρτη, 19.8.2002. Διασταύρωση οδού «Ωραίας Ελένης» και λεωφόρου «Λυκούργου».

Αποφάσισα να αφιερώσω -ως πιο ξεκούραστη και προσαρμοστική στη νέα μοναχική κατάσταση επιλογή-  το πρωινό στην περιήγηση της πόλης της Σπάρτης, στο αρχαιολογικό μουσείο, στους αρχαιολογικούς της χώρους,  σε εκκλησίες, πάντα υπό το πρίσμα της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη, βεβαίως, καθώς βρισκόμουν και τοπικά στον πυρήνα του μύθου της και της ιστορίας των Σπαρτιατών, όπως δηλώνουν και οι ονομασίες των δρόμων της πόλης.

Ιερό Ορθίας
Στο αρχαιολογικό μουσείο ατύχησα, γιατί τις Δευτέρες είναι κλειστό, οπότε ξεκίνησα πεζή για το ιερό της Ορθίας. Βρήκα τη σχετική ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας και πήρα το ελαφρά κατηφορικό δρομάκι που οδηγεί στο ιερό μέσα από πυκνή υδρόβια βλάστηση. Αν και έβλεπα στεγνό τώρα τον τόπο, αυτή η βλάστηση υπενθυμίζει  την «Εν λίμναις» ονομασία του  ιερού της Ορθίας στην Αρχαιότητα,  γιατί είναι χτισμένο σε υγρότοπο δίπλα στη δυτική όχθη του Ευρώτα, λίγο έξω από τη Σπάρτη. 


Σπάρτη, 19.8.2002. Είσοδος στο ιερό της "Ορθίας Αρτέμιδος" 

Είχα προμηθευτεί και ένα βιβλίο για την Αρχαία Σπάρτη και σκόπευα να στρωθώ εκεί σε καμιά πέτρα να το διαβάσω και να μάθω περισσότερα για το ιερό επιτόπου. Καθώς κατέβαινα το έρημο δρομάκι είδα να έρχεται από απέναντι μια νεαρή Ρομ γυναίκα, όπως κατάλαβα από τη μορφή της, το ντύσιμο και κυρίως γιατί κρατούσε περασμένα στο μπράτσο της μια αρμαθιά φρεσκοπλεγμένα, αν και κάπως κακότεχνα, μικρά καλάθια για πούλημα. Επειδή έχω αδυναμία στα καλάθια και επειδή σκέφτηκα ότι θα μου χρησίμευε ένα καλάθι στο ταξίδι για να τοποθετώ τα τρόφιμα μέσα στο αυτοκίνητο, αποφάσισα να αγοράσω. Προχώρησα λοιπόν προς το μέρος της για να της μιλήσω, όταν άκουσα εκείνη να μου μιλάει πρώτη, λέγοντας γελαστή «Ε, εσύ δεν ήσουν που φωτογράφιζες στην Έλωνα»; αφήνοντάς με άναυδη! Αναγνώρισα τότε τη μάνα του παιδιού του οποίου  είχα βιντεοσκοπήσει τη βάφτιση  στη μονή της ΄Ελωνας, στο πανηγύρι της Κοίμησης,  πριν τρεις ημέρες! Πιάσαμε κουβέντα και μου είπε ότι κατασκήνωναν εκεί γιατί είναι κοντά στην πόλη και στον Ευρώτα, όπου και έχει φυτά κατάλληλα για την κατασκευή των καλαθιών.  Μιλήσαμε και για το βαφτισμένο παιδί και της υποσχέθηκα να στείλω φωτογραφίες από τη βάφτιση στη νονά του, της οποίας είχα κρατήσει τη διεύθυνση, από όπου θα μπορούσε να πάρει και εκείνη κάποιες, αφού δεν είχε σταθερή διεύθυνση για να της τις στείλω. Αγόρασα και ένα καλάθι και πήραμε καθεμιά το δρόμο της προς αντίθετες κατευθύνσεις. Σκεφτόμουν ότι δεν ήταν τόσο απροσδόκητη η συνάντηση μας εντέλει, αφού τόσο εγώ όσο και εκείνη είμαστε πλάνητες μέσα στη Λακωνία, καθεμία στο είδος της!
Στο τέρμα του σύντομου αυτού δρόμου η βλάστηση ανοίγει και πάνω σε ένα καθαρισμένο από τους θάμνους  χώρο  κάποια ελάχιστα, απογοητευτικά για μένα,  απομεινάρια  τοίχων του αρχαίου ιερού δηλώνουν σήμερα την ύπαρξή του. Άλλους επισκέπτες δεν έβλεπα αλλά στην είσοδο του ιερού ο φύλακας και δύο εργάτες ετοιμαζόντουσαν να κόψουν τα χορτάρια, όπως κατάλαβα από τα χορτοκοπτικά μηχανήματα που κρατούσαν οι εργάτες. Ωστόσο δεν το έκαναν γιατί τους αποσπούσαν  ένα τσούρμο αγόρια Ρομά σε προεφηβική ηλικία που, έχοντας παραταχθεί  έξω από την περίφραξη, φώναζαν και πετούσαν πέτρες μέσα στο ιερό και προς τους παραπάνω, έχοντας προκαλέσει την οργή τους και η κατάσταση ήταν τεταμένη, άγνωστο σε μένα με ποια αφορμή. Όσο  ο φύλακας και οι εργάτες τα έβριζαν και τα απειλούσαν, τόσο τα παιδιά πετούσαν πιο πολλές πέτρες  και όλο και πιο μακριά. Η σκηνή μού φάνηκε να φέρει  κάτι από  τις αιματηρές διαβατήριες μυήσεις των εφήβων που γινόντουσαν στο αρχαίο ιερό.
Μπήκα απρόσκλητη στη διένεξη με ψυχραιμία απευθυνόμενη κατευναστικά και προς τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να τους ημερώσω και να μπορέσω να μπω στο ιερό –αλλιώς θα γινόμουν θύμα λιθοβολισμού αν το επιχειρούσα– και τα πράγματα προς  στιγμήν ηρέμησαν.  Πλην τα παιδιά που είχαν αποσυρθεί προσωρινά, επέστρεψαν αμέσως ανασυνταγμένα και ξανάρχισαν με περισσότερη ορμή τον πετροπόλεμο, μια πέτρα μάλιστα με χτύπησε στο στήθος, καθώς είχα προχωρήσει εντωμεταξύ μέσα από την είσοδο του ιερού. Και ενώ εγώ γελούσα και τους έλεγα ήρεμα να σταματήσουν, ο φύλακας εξαγριώθηκε και τα έβαλε μαζί μου, γιατί «αυτά» δεν παίρνουν από λόγια και ότι τους είχα δώσει θάρρος με τη στάση μου. «Περιθωριοποιημένα παιδιά είναι», του είπα, «πως θέλεις να αντιδράσουν όταν τους μιλάς έτσι»; Εκείνη τη στιγμή, ακούγοντας τις φωνές και τις απειλές  του φύλακα,  κατέφθασαν οι πατεράδες από τον καταυλισμό που ήταν πίσω από τους θάμνους  και πλακώνοντας στις σφαλιάρες τα παιδιά τα πήραν και έφυγαν, οπότε το επεισόδιο έληξε, βίαια για τα παιδιά, –για εκείνη την ώρα, τουλάχιστον.


Σπάρτη, 19.8.2002. Οι μικροί "φωτογράφοι" στο ιερό της "Ορθίας"

Ήμουν καθισμένη σε μια πέτρα και διάβαζα το βιβλίο μου, όταν είδα να τρυπώνουν  στον αρχαιολογικό χώρο από μια τρύπα στο σύρμα δύο λεπτά αγόρια  12-13 χρονών  –και αυτά από τον καταυλισμό των Ρομά, όπως κατάλαβα. Ήταν καλοντυμένα με μπλουτζίν και άσπρα μακό  και αφού  τρύπωσαν, άρχισαν να  σκαπετάνε σβέλτα πάνω στα ερείπια. Το ένα αγόρι κρατούσε πάνω στο στομάχι του φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη από το λαιμό του και έδινε οδηγίες στο άλλο για το πού να σταθεί και τι πόζα να πάρει και τον φωτογράφιζε σοβαρός, με ανάλογη πόζα φωτογράφου και ο ίδιος –ή παρίστανε ότι τον φωτογραφίζει αν τυχόν η μηχανή ήταν χαλασμένη, σκέφτηκα καχύποπτα.  Μου φάνηκε πολύ όμορφη η σκηνή  σε αντίθεση με τη σκηνή που είχα παρακολουθήσει προηγουμένως και σκέφτηκα ότι μάλλον αναπαριστούν αυτό που βλέπουν καθημερινά να κάνουν οι τουρίστες επισκέπτες στον αρχαιολογικό χώρο δίπλα στον οποίο διαμένουν, και  βλέποντάς το τώρα σαν αναπαράσταση, σαν καρικατούρα,  έβλεπα  πόσο ματαιόδοξο είναι αυτό που κάνουμε όλοι μας στους αρχαιολογικούς χώρους. Με αφορμή αυτή τη σκηνή έκανα και κάποιες σκέψεις περί αναπαράστασης και θεάτρου μέσα σε ένα ιερό χώρο όπου, απ’ ό, τι έβλεπα στο βιβλίο που κρατούσα, διατήρησε στον περίβολό του άμεσα συνδεδεμένο με το ναό της Ορθίας  ένα αμφιθέατρο για τα ιερά δρώμενα  μέχρι και τη Ρωμαϊκή  Περίοδο.   Ρώτησα τα παιδιά αν ξέρουν τι είναι αυτό το μέρος και το αγόρι  που κρατούσε την φωτογραφική μηχανή μου απάντησε αμέσως «αρχαιότητα!» Τον ρώτησα τι σημαίνει αυτό και ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες ακόμα αλλά ήταν πολύ επιφυλακτικοί και επέστρεψαν αυτοί στην φωτογραφική τους ενασχόληση και εγώ στο βιβλίο μου…



Σπάρτη, Αρχαιολογικό Μουσείο, Απρίλης 2009. Οι αναθηματικές πλάκες των εφήβων νικητών στους αγώνες προς τιμήν της θεάς "Ορθίας", με ενσωματωμένα μεταλλικά δρεπάνια.

Διαβάζοντας τα σχετικά με την Ορθία και τη λατρεία της, δεν άργησα, μέσα από τη δική μου πάντα οπτική, να καταλάβω επιτόπου ποια θεά ήταν στην πραγματικότητα η τρομερή αυτή θεά, η «Άρτεμις Ορθία», όταν μάλιστα είδα στο βιβλίο  σε φωτογραφία τα ένθετα δρεπάνια που κοσμούν τις αφιερωματικές πλάκες των εφήβων νικητών των αγώνων προς τιμήν της θεάς!
Τότε άρχισα να συλλογίζομαι τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το μυστηριώδες, δυσερμήνευτο επίθετο της Αρτέμιδος ως «Ορθία» που με είχε ήδη απασχολήσει και που συσχετίζεται γενικά με το ότι το άγαλμά της είναι σε όρθια στάση, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι επίθετο αλλά όνομα  τοπικής, αυτοτελούς προϊστορικής γυναικείας θεότητας….[1] 


"Άρτεμις Ορθία " (εικ. από το διαδίκτυο) 

Ο ιερός αυτός υγρότοπος, ο ναός της θεάς, οι μυητικές αιματηρές τελετουργίες που επιτελούνταν εδώ από τα βάθη των αιώνων, με αφορούσαν πλέον περισσότερο, ακουμπούσαν την ουσία της ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη/Αγιαλένη. Ύστερα από τριών χρόνων ερευνητική περιήγηση από τόπο σε τόπο έχω μαζέψει εμπειρία τοπίων και κάποιες γνώσεις που μου επιτρέπουν να ανιχνεύω, εκτιμώ τεκμηριωμένα, την Ελένη πίσω από υλικά και άυλα στοιχεία: σε ιερούς τόπους, οικοδομήματα, ονόματα, τοπωνύμια, μουσικές και άλλες αφηγήσεις… Αν οι υποψίες μου προέκυπταν βάσιμες, πατούσα μέσα στον πανάρχαιο  ναό  της Ελένης/Ορθίας στην Σπάρτη! (για το πώς διαμορφώθηκαν αυτές οι σκέψεις αργότερα, βλ.  αναλυτικά  στο: http://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html). Συσχέτισα με τα δρεπάνια της Ορθίας και τα παραδοσιακά τραγούδια του «κύκλου της Ελένης» που τραγουδιούνται στο θερισμό και στο αλώνισμα και ένιωθα ότι πατούσα σε σωστό δρόμο.  Ήμουν χαμένη στους συλλογισμούς μου και είχα αποσπαστεί από την γύρω μου πραγματικότητα μέχρι που με επανέφεραν σε αυτήν ένα βουητό και κάποιοι σβώλοι χώματος που είχαν πεταχτεί πάνω στο πρόσωπό μου  και με έκαναν να τιναχτώ απότομα! Τότε είδα έναν εργάτη που έκοβε τα χορτάρια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο  με βενζινοκίνητο χορτοκοπτικό από  το οποίο και πεταγόντουσαν μικρές πέτρες και σβώλοι χώματος.  Έτσι καθώς ο εργάτης είχε πολλή δουλειά για να τελειώσει όλο το χορτάρι, σηκώθηκα πια να φύγω και  να επιστρέψω στη Σπάρτη…


Πλησιάζοντας στον μητροπολιτικό ναό της Σπάρτης,  είδα ένα μαγαζί που πουλούσε εικόνες και μπήκα για να ρωτήσω σχετικά με την «περίεργη» εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είχα δει στο ξωκλήσι τους στο χωριό Φλόκα. Στο κατάστημα είδα αρκετές από τη γνωστή, κινητή  εικόνα των δύο αγίων με το Σταυρό αλλά δεν έβλεπα καμιά σαν αυτή που έψαχνα. Ο καταστηματάρχης που τον ρώτησα σχετικά, δεν γνώριζε εικόνα των δύο Αγίων τέτοιας μορφής και μου είπε ότι μπορεί να είναι εισαγωγής ή να τις φτιάχνουν σε κάποιο μοναστήρι, όπως είχα υποθέσει και εγώ συν την πιθανότητα να είναι χειροτεχνήματα κάποιων έγκλειστων σε φυλακές.

Μητρόπολη  Σπάρτης
Ο επιβλητικός μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, είναι χτισμένος στο κέντρο μιας απλοχωριάς πάνω σε ένα χαμηλό ύψωμα, κάπως έκκεντρα στον ιστό της πόλης.


 Ήταν ευτυχώς ανοιχτός  και τον επισκέφθηκα. Το νεοκλασικό εσωτερικό του με τη μεγαλοπρεπή πρόσταση με δύο μαύρους κίονες με χρυσοβαμμένα κορινθιακά κιονόκρανα εμπρός στην «ωραία πύλη», με έκανε να σκεφτώ πως ίσως αυτός ο ναός να έχει αποτελέσει πρότυπο και για άλλες εκκλησίες, όπως αυτή στο Σκούρα. Σε πρώτη ματιά, εικόνα μεγάλη των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης δεν έβλεπα, ούτε στο τέμπλο, ούτε σε τοιχογραφία. Τελικά είδα μία μικρή στη νότια  άκρη  της σειράς  των εικόνων με το  Δωδεκάορτο που συνήθως επιστέφουν ως ζωφόρος τα τέμπλα πολλών ναών και δίπλα της την εικόνα των «ως δίδυμων» Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εδώ σε χριστιανικά «ιστορική» απεικόνισή  τους ως συν-αποστόλων, ιδρυτών του Χριστιανικιής Θρησκείας. Καθώς σκεφτόμουν αυτά, μπήκε στο ναό η νεωκόρα και μου είπε ότι απαγορεύονται οι φωτογραφίες, με φλας ή χωρίς,  και μετά από λίγο βγήκα και κατευθύνθηκα προς τα γραφεία της Μητροπόλεως Λακωνίας που είναι απέναντι. Ήθελα να συναντήσω, αν ήταν εκεί, τον Μητροπολίτη για να τον ευχαριστήσω για την προώθηση στους ιερείς της δικαιοδοσίας του  των ερωτηματολόγιων που είχα στείλει σχετικά με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ο Μητροπολίτης απουσίαζε αλλά βρήκα εκεί τον Πρωτοσύγγελο, ο οποίος στην κουβέντα που κάναμε, φάνηκε καταρτισμένος στη Λαογραφία και μου έκανε καίριες ερωτήσεις, χωρίς προκαταλήψεις και χριστιανικές παρωπίδες, σχετικά με την έρευνά μου. Έτσι η συζήτησή μας ήταν ενδιαφέρουσα  και αμφίπλευρα ωφέλιμη, εκτιμώ.
Όταν έφυγα από τα γραφεία της Μητροπόλεως ήταν περασμένο μεσημέρι και καθώς είχα διασχίσει πεζή σταυρωτά σχεδόν όλη τη Σπάρτη, ήμουν αρκετά κουρασμένη και πεινασμένη. Γευμάτισα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και ανέβηκα στο δωμάτιο για μια σύντομη μεσημεριανή σιέστα, πρώτη φορά –και τελευταία, όπως αποδείχτηκε- από την αρχή αυτής της επιτόπιας έρευνας, έχοντας ωστόσο ενοχές ότι χάνω χρόνο…

Αμύκλες
Κατά τις τέσσερις ξεκίνησα να επισκεφθώ τις Αμύκλες, χωριό στα νότια και κοντινό στη Σπάρτη με όνομα που φέρει μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό βάρος,  όσο  και  τον μυκηναϊκό τάφο στο Βαφειό και άλλα χωριά, για τα οποία είχα βεβαίως (σχεδόν αυτονόητα, πλέον, για μένα) και πληροφορίες σχετικά με το θέμα της έρευνάς μου.
Οι Αμύκλες, 5 χλμ. περίπου από τη Σπάρτη,  είναι χωριό με δύο σειρές αντικριστών σπιτιών χτισμένων  κατά μήκος των δύο πλευρών του δρόμου Σπάρτης-Γύθειου, χωρίς άλλο βάθος στον οικιστικό ιστό, κάτι σαν τα νεόχτιστα σπίτια που βλέπουμε σε απεικονίσεις χωριών του φαρ-ουέστ της Αμερικής (!). Αποτέλεσμα αυτής της δόμησης είναι να κινδυνεύει η ζωή όσων περνούν από τη μια πλευρά του χωριού στην άλλη διασχίζοντας το δρόμο, λόγω της μεγάλης κίνησης αυτοκινήτων σε αυτόν και της ταχύτητας που αναπτύσσουν, φαινόμενο σύνηθες άλλωστε σε χωριά χτισμένα πάνω στις εθνικές οδούς. Ωστόσο με εντυπωσίασε η μορφή των σπιτιών. Διώροφες, καλοχτισμένες μονοκατοικίες τα περισσότερα, μερικά θα τα χαρακτήριζα επαύλεις, με όμορφους κήπους και περιβόλια γύρω τους, περιφραγμένα  με τοιχία και κάγκελα και καλο-συντηρημένα, που αναδεικνύουν οικονομική ευμάρεια. Κάτι σαν  «βόρεια προάστια» της Σπάρτης, κατ’ αναλογία με αυτά της Αθήνας, μόνο που εδώ είναι στα νότια της πρωτεύουσας του νομού.



Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο-μπακάλικο (είδος «παντοπωλείου» παλιού τύπου) πάνω στο δρόμο και ρώτησα πού είναι  η εκκλησία του «αγίου Κωνσταντίνου», σύμφωνα με την πληροφορία που είχα ότι θα την εύρισκα εκεί. Με πληροφόρησαν ότι και αυτή είναι επί της εθνικής οδού, στην έξοδο του χωριού προς το Γύθειο. Στη σύντομη κουβέντα μας για το λόγο που έψαχνα την εκκλησία, η γερόντισσα σύζυγος του μπακάλη πρόσθεσε ότι η εκκλησία χτίστηκε μετά από όνειρο μιας χωριανής, στο οποίο οι Άγιοι (χωρίς να ονοματίζει αν ο ένας από τους αγίους ή και οι δύο, ούτε στη σχετική ερώτησή μου, δεν είχε δει η ίδια το όνειρο, εξάλλου) την παρότρυναν να βρει την εικόνα τους και να χτίσει εκκλησία, πράγμα που και  έκανε. Ωστόσο ότι η ονειρευάμενη γυναίκα-ιδρύτρια  είχε μεν εντοπίσει την εικόνα στο σημείο που βρίσκεται ο ναός σήμερα, αλλά ότι είχε αρχίσει να τον χτίζει αλλού και επειδή η εικόνα έφευγε και ξαναγύριζε στο σημείο της «εύρεσης», αναγκάστηκε τελικά  να συμμορφωθεί και να τον χτίσει εκεί.  



Ο ναός με εντυπωσίασε όταν τον βρήκα, γιατί ενώ περίμενα κάποιο μικρό εκκλησάκι και καθώς  δεν είναι ο ενοριακός του χωριού, είναι αρκετά μεγάλος, επιμελημένα πετροχτισμένος με εμφανή, χωρίς σοβάτισμα,  τοιχοδομία, σταυροειδής, με δυσανάλογα μεγάλο τρούλο. Δυστυχώς ήταν κλειδωμένος και τα τζάμια των παραθύρων του θαμπά, οπότε δεν μπορούσα τα τον δω εσωτερικά. Μια πετρόχτιστη, τοξωτή, καλοχτισμένη  επίσης, βρύση στην αυλή του  φέρει στην τοιχοδομία της και κάποιες επεξεργασμένες πέτρες μάλλον αρχαίες, σε δεύτερη οικοδομική χρήση.  Περιηγούμενη το χώρο, σκεφτόμουν πόσο κοινή είναι η παράδοση για όνειρα (συνήθως σε άτομα, και δη γυναίκες, που διαβιούν σε τόπους με μακραίωνη ιστορία και αρχαιότητες) όπου υποδεικνύεται η «εύρεση» ιερής εικόνας και η επιμονή της εικόνας να μην τη μετακινούν  από το συγκεκριμένο σημείο της εύρεσης, όπου και να χτίζεται ναός ή μοναστήρι. Αν και τα τόσα επαναλαμβανόμενα τέτοια παραδείγματα τείνουν να με κάνουν σίγουρη, συλλογιζόμουν και πάλι αν στο όνειρο της Αμυκλιώτισσας γυναίκας «βγαίνει» κάποια πολιτισμική μνήμη για την ιερή παρουσία της Ελένης εδώ, στις Αμύκλες, σε αυτό τον τόπο τον  τόσο συνδεδεμένο με το μύθο της και μάλιστα στην προ-Δωρική περίοδο της Λακωνίας και μήπως η εκκλησία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σηματοδοτεί χριστιανικά σήμερα –όσο και διαχρονικά–  την ιερή θρησκευτική παράδοση που αφορά την Ελένη ως θεά και τον υποχθόνιο σύντροφο/εραστή της και αναρωτιόμουν αν θα απέδιδε κάτι μια επίσημη αρχαιολογική ανασκαφή στο συγκεκριμένο σημείο…

Βαφειό
Μετά από χρονοβόρα και άκαρπη προσπάθεια να βρω τον άνθρωπο που θα μπορούσε να μου ανοίξει την εκκλησία, ξεκίνησα για το κοντινό χωριό Βαφειό, οδηγώντας σε ένα στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο που είναι πνιγμένος ανάμεσα σε πυκνοφυτεμένα περιβόλια και ελαιώνες.  Συχνές οδικές ταμπέλες με οδήγησαν ευτυχώς με σιγουριά στον περίφημο θολωτό μυκηναϊκό τάφο, σε ξέφωτο μέσα σε έναν πυκνό ελαιώνα.




Πάνω και κάτω: τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα που μεταξύ άλλων κτερισμάτων βρέθηκαν στον θολωτό τάφο του Βαφειού και η σχετική λεζάντα , όπως είναι ετεθειμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (24/3/2019)

 Ο τάφος,  σε αντίθεση με αυτούς στην Πελλάνα, είναι περιφραγμένος με σύρμα και η είσοδος κλειδωμένη με λουκέτο. Σκαρφάλωσα πάνω στο κυκλικό, χωμάτινο λοφώδες πρανές που ίσως έχει δημιουργήσει  εκεί η ανασκαφή, για να δω το εσωτερικό τού πελώριου, κυκλικού τάφου, όσο σώζεται στο κατώτερο μέρος του,  ασκεπές. Η θέα του μου έφερε στο νου τον καθηγητή μου στην προϊστορική αρχαιολογία στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1960, τον αείμνηστο Σπ. Μαρινάτο, που με τον τόσο γλαφυρό, σαγηνευτικό λόγο του μας έκανε κοινωνούς των γνώσεών του και οπαδούς της προϊστορικής αρχαιολογίας, ελληνικής και Ανατολικής. Θυμήθηκα ότι ήταν τόση η κοσμοσυρροή στο μάθημά του το οποίο λάβαινε χώρα στην «παλαιά αίθουσα» του κεντρικού μεγάρου του ΕΚΠΑ,  ώστε είχα πέσει λιγόθυμη σε ένα από αυτά, σφηνωμένη ανάμεσα σε πλήθος ακροατών μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα!.. (ευτυχώς κοντά στην έξοδο της αίθουσας, ώστε με έσυραν έξω χωρίς να γίνει αντιληπτό το επεισόδιο από τον καθηγητή και να διακοπεί το μάθημα). Μελαγχόλησα κάπως σκεφτόμενη τα φοιτητικά χρόνια και τον καιρό που φεύγει μπροστά στην αιωνιότητα αυτών των μνημείων, βοηθούσης και της σχετικής σκοτεινιάς στο περιβάλλον καθώς εντωμεταξύ είχε πέσει βαριά συννεφιά που θύμιζε φθινόπωρο.



Στην επιστροφή από τον τάφο, μπερδεύτηκα  σε δρομάκια ανάμεσα στα πυκνά περιβόλια και τους ελαιώνες και βρέθηκα έκπληκτη μπροστά σε μια μεγάλη εκκλησία που μου φάνηκε χαμένη στο πουθενά. Είδα ότι ήταν ανοιχτή και κατέβηκα από το αυτοκίνητο να την επισκεφθώ. Μέσα δύο γυναίκες σκούπιζαν το δάπεδο της εκκλησίας από ρύζια, προφανώς ριγμένα εκεί από κάποιο πρόσφατο μυστήριο γάμου, κατά το έθιμο να ρίχνουν ρύζια στους νυμφευόμενους, αν και τελευταία έχει απαγορευτεί να γίνεται αυτό μέσα στους ναούς, για να μην τους λερώνουν και για τον κίνδυνο ατυχημάτων από γλιστρήματα πάνω στα ρύζια. Τις βοηθούσαν και δύο νεαρά κορίτσια, κόρες καθεμιάς όπως έμαθα όταν πιάσαμε κουβέντα. Η μία από τις δύο μανάδες από την ομιλία της μου φαινόταν να είναι ομογενής μάλλον από τις ΗΠΑ, παραθερίστρια στον τόπο καταγωγής της, αφού η Λακωνία έχει πλήθος μετανάστες εκεί, όπως φαίνεται και από τα αφιερώματά τους σε ναούς και κοινωφελή έργα, σχεδόν σε κάθε χωριό της. Έμαθα ότι είχα βρεθεί στον ενοριακό ναό των Αμυκλών, αφιερωμένο στην αγία Παρασκευή. Μετά και την ιστορία τής ίδρυσης του παρεκκλησιού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εδώ στις Αμύκλες, μου φάνηκε σαν αναμενόμενη και μια μεγάλη τοιχογραφία όπου εικονίζονται οι  άγιοι  Κωνσταντίνος και Ελένη, πάνω στο βόρειο τοίχο και επιπλέον οι δύο, ως «δίδυμοι» καβαλάρηδες άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος ιστορημένοι απέναντί της, σε τοιχογραφία που πιάνει όλο σχεδόν το μήκος του νότιου τοίχου του ναού! Για μένα ήταν πλέον σίγουρη σχεδόν η ιερή μνήμη της Ελένης και των Διόσκουρων σε αυτό τον τόπο.  Σκεφτόμουν λοιπόν ότι το περίεργο θα ήταν να έλειπαν από εδώ οι μεταμορφωμένες, λανθάνουσες απεικονίσεις τους ως τα ιερά πρόσωπα των χριστιανικών αγίων που έχουν κοινά σημεία με αυτούς…
Όταν βγήκα από το ναό η σκοτεινιά είχε ενταθεί και έπεφτε μια ήσυχη, σιγανή ψιχάλα. Οι γυναίκες με είχαν οδηγήσει πώς να βρω και τον ενοριακό ναό του χωριού Βαφειό, καθώς είχα αποπροσανατολιστεί μέσα στην πυκνή ζούγκλα από περιβόλια και ελαιώνες που περιβάλλουν τα δύο χωριά, όσο κι αν  είναι σταθερό και προεξέχον σημείο αναφοράς και φόντο της κοιλάδας του Ευρώτα ο ορεινός όγκος του Ταγετου στα δυτικά. Ανάμεσα στα λίγα σπίτια που είδα ν’ αποτελούν το χωριό, βρήκα το σπίτι του ιερέα ο οποίος όμως έλειπε, όπως με πληροφόρησε η μητέρα του. 


Έτσι ήρθε η ίδια μαζί μου με το κλειδί ως τον ενοριακό ναό και κοιμητήριο ταυτόχρονα, της «Σωτηρίτσας», όπως μου τον ονομάτισε (αφιερωμένος δηλαδή στη Μεταμόρφωση του Χριστού Σωτήρος:  του Σωτήρα/Σωτήρω>Σωτηρίτσα με το όνομα Σωτήρας να γίνεται εντέλει και να προσλαμβάνεται από τους πιστούς παντού σχεδόν στον ελληνικό χώρο  ως θηλυκό και να αφορά την «αγια-Σωτήρω», όσο κι αν στην εικόνα της Μεταμορφώσεως εικονίζονται τρεις ανδρικές ιερές μορφές). Θηλυκή λοιπόν για τους πιστούς και εδώ η αγια-Σωτήρα και πολύ οικεία τους, ως «Σωτηρίτσα», σκέφτηκα, αλλά και χθόνια, λόγω της παρουσίας του νεκροταφείου. Μπήκαμε και πάνω στο νότιο τοίχο του ναού είδα αναρτημένες αντικριστά ανάμεσα στα παράθυρα μόνο δύο μεγάλες εικόνες των ως «δίδυμων» αγίων Γεωργίου και Δημητρίου μέσα σε τοξωτές κόγχες. Να ‘τοι πάλι οι «Διόσκουροι» δίπλα στις Αμύκλες, σκέφτηκα, αλλά δεν έβλεπα και εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπως ανέμενα. Εν τέλει είδα μια μικρή της ύψωσης του Σταυρού από την αγία Ελένη πάνω στο δυτικό παράθυρο του νότιου τοίχου, κοντά στους παραπάνω «διοσκουρικούς» αγίους, δηλαδή.
Φεύγοντας από την εκκλησία αφού ευχαρίστησα την μητέρα του παπά, ανέβηκα στο λόφο όπου το ιερό/τάφος  του «Αμυκλαίου Απόλλωνα». Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είχε και πολλά να δω, αλλά την προσοχή μου τράβηξε το εκκλησάκι της αγίας Κυριακής  το οποίο είναι χτισμένο λίγο πριν το αρχαίο ιερό, δηλώνοντας ότι η μνήμη του χώρου ως ιερού τόπου δεν ξεχάστηκε από τους ντόπιους ούτε επί χριστιανικής θρησκείας. Παρά το γεγονός ότι το τόσο σπουδαίο αυτό ιερό είναι αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, σκέφτηκα μήπως θα πρέπει να προβληματίσει τους αρχαιολόγους το γεγονός ότι τόσο κοντά στο (με αρκετά επιστημονικά ερωτήματα περιβεβλημένο) ιερό,  κατοικεί μια θηλυκή χριστιανική αγία, αφιέρωση που ίσως μεταφέρει κάποια λατρευτική μνήμη για τους τιμώμενους και σε τούτο τον ιερό χώρο διαχρονικά, όπως έβλεπα επανειλημμένα να συμβαίνει με την αγία Ελένη. Έχοντας ελάχιστες πόζες στο τελευταίο από τα  φιλμ που είχα μαζί μου, δεν τράβηξα φωτογραφίες. Απ’ όσο πάντως μπόρεσα να δω μέσα από τα τζάμια, εκτός από την αφιερωματική της αγίας Αικατερίνης στο τέμπλο, δεν φαινόταν και κάποια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μέσα στο ναΐσκο.



Το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα. Στο βάθος, πίσω από τα δύο κυπαρίσσια, το εκκλησάκι της αγίας Κυριακής (πηγή: http://www.exploresparta.gr/tourism/iero-amiklaiou-apollona/)

Ανώγεια
 Η βροχή είχε σταματήσει και αποφάσισα να συνεχίσω την περιήγηση στα κοντινά χωριά, δυτικά από την εθνική  οδό Σπάρτης-Γυθείου, στις υπώρειες του  Ταγετου. Έφτασα σούρουπο σχεδόν στα Ανώγεια, το πρώτο από μια σειρά χωριών σκαρφαλωμένων στην ανατολική πλευρά του Ταγετου, νότια της Σπάρτης. Μέσα σε ένα καφενείο παλαιού τύπου, κάποιοι ασπρομάλληδες ηλικιωμένοι άντρες έπαιζαν χαρτιά. Ο καφετζής, πρόθυμος και ευγενικός, μετά τις συστάσεις με κέρασε καφέ και με παρέπεμψε σε ένα σιδεράδικο όπου ο μάστορας σιδεράς είχε το κλειδί για το εκκλησάκι του «αγίου Κωνσταντίνου» που αναζητούσα, όπως του είχα πει. 


Ευτυχώς βρήκα τον σιδερά και μου έδωσε το κλειδί μαζί με οδηγίες να πάω να βρω και να δω μόνη μου το εκκλησάκι, που δεν απείχε πολύ από εκεί εξάλλου, στις παρυφές του χωριού. Το παρεκκλήσι είναι νεόχτιστο, σύμφωνα με επιγραφή δωρεά μαζί με το οικόπεδο κάποιου ομογενούς από τις ΗΠΑ, με βαπτιστικό  όνομα Κωνσταντίνος. Ήταν περιποιημένο και καθαρό, με πλήθος εικόνων του ζεύγους των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μεγάλου μεγέθους. Φωτογράφισα, κλείδωσα  και γυρίζοντας  να επιστρέψω το κλειδί, είδα τον σιδερά να σπεύδει κάπως ανήσυχος προς το παρεκκλήσι και σκέφτηκα ότι θα είχε φαίνεται μετανιώσει και ανησυχήσει που μου είχε εμπιστευτεί το κλειδί, καθώς είχα παρατηρήσει όταν μου το έδινε  ότι η γυναίκα του είχε βγει στο μπαλκόνι στον όροφο πάνω από το  σιδεράδικο και με κοίταζε καχύποπτα, οπότε μάλλον θα του είχε μεταδώσει την ανησυχία της –δικαιολογημένη άλλωστε, καθώς της ήμουν μια άγνωστη και είχαν την ευθύνη του κλειδιού. Ο σιδεράς όταν με είδε να πηγαίνω προς το μέρος του με το  κλειδί, έκανε πως πήγαινε αλλού, να μη με προσβάλει. ‘Εκανα και εγώ ότι δεν το κατάλαβα και του επέστρεψα το κλειδί ευχαριστώντας τον.




Εντωμεταξύ είχε αρχίσει να βρέχει έντονα τώρα και επέστρεψα στο καφενείο, όπου με περίμενε ο ευγενικός καφετζής και πιάσαμε κουβέντα για την έρευνά μου. Μετά από λίγο με συνόδευσε με την ομπρέλα του ως τον γειτονικό ναό του αγίου Γεωργίου, τον οποίο άνοιξε ο ίδιος με το κλειδί. Μικρή σχετικά εκκλησία, με νεοκλασικά στοιχεία στο τέμπλο και τοίχους λευκούς, χωρίς εικονογράφηση, εκτός από μια τεράστια τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο βόρειο τοίχο! Αυτή την προβεβλημένη  εικόνα συμπλήρωνε για μένα «διοσκουρικά» η απεικόνιση των ως «δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων πάνω στο τέμπλο, στη ΝΑ γωνία του. Η βροχή δεν σταματούσε ενώ είχε πλέον σκοτεινιάσει πολύ κι έτσι αποχαιρέτισα τον καφετζή και επέστρεψα εκούσα-άκουσα στο ξενοδοχείο στη Σπάρτη με κάπως βαριά καρδιά. Έγραψα αρκετές σελίδες ημερολόγιου καθισμένη έξω, στο μπαλκόνι του δωματίου μου καθώς η βροχή είχε εντωμεταξύ σταματήσει και έκανε ζέστη. Από εκεί επόπτευα τη φωτισμένη πόλη ενώ έβλεπα άθελά μου και το δείπνο που είχαν κάποιοι φιλοξενώντας φίλους έξω, στη δροσιά της  απέναντι ταράτσας, χαμηλότερα από το μπαλκόνι μου. Ένιωσα κάπως μοναχικά βλέποντάς τους και μου έλειπε η παρέα της Αγγελικής, να ανταλλάξουμε εντυπώσεις από την περιήγηση, όπως τις προηγούμενες ημέρες.   Ανταλλάξαμε όμως μηνύματα στα κινητά μας αστειευόμενες και μου έφυγε  η μελαγχολία. Κατέβηκα όσο πιο αργά γινόταν για δείπνο και έκανα μια βόλτα στον πόλη μήπως ανακαλύψω κάποιο συμπαθητικό μέρος για φαγητό.  Μη θέλοντας όμως να φάω σουβλάκια ή άλλο κρεατικό, κατέληξα και πάλι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, το οποίο ήταν κατάμεστο από παρέες ομογενών Λακώνων στις ΗΠΑ,  όπως κατάλαβα από τις κουβέντες τους, στα «ελληνοαμερικάνικα», που είχαν έρθει στην πατρίδα για καλοκαιρινές διακοπές. Έδειχναν μεγάλη οικειότητα με τον πάντα κομψό, ηλικιωμένο σερβιτόρο, ο οποίος κατάλαβα ότι είχε κάνει αρκετά χρόνια μετανάστης στις ΗΠΑ και είχαν κοινά σημεία και θέματα για συζήτηση. Φαινόταν ότι δεν ερχόντουσαν πρώτη φορά στην Ελλάδα και στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Εκτός από τις κουβέντες για τα εξοχικά που έχτιζαν αρκετοί στα χωριά τους, τους κοινούς γνωστούς τους κ. ά., στη συζήτηση έμπαιναν και σχόλια για τους  τοπικούς υποψήφιους για τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές του προσεχούς Οκτώβρη. Μια ομάδα Γιαπωνέζων σε ένα από τα τραπέζια δυσκολευόταν να παραγγείλει φαγητό, καθώς ο εν λόγω σερβιτόρος δεν μπορούσε να τους εξηγήσει τι περιείχαν τα φαγητά που ήταν στον κατάλογο, ενώ τους ειρωνευόταν λιγάκι με τους φίλους του Ελληνοαμερικάνους. Έφαγα φρούτα και γιαούρτι και ανέβηκα στο δωμάτιο, όπου αποκοιμήθηκα διαβάζοντας ένα βιβλίο για την αρχαία Σπάρτη.

Τρίτη, 20.8.2002

Την επομένη ξύπνησα νωρίς για να συνεχίσω την περιήγηση στα χωριά νοτιοδυτικά  της Σπάρτης, στις υπώρειες και στις πλαγιές του Ταγετου., που είχα διακόψει ο προηγούμενο βράδυ.

Παλιοπαναγιά
Μετά τα Ανώγεια συνάντησα το χωριό Παλιοπαναγιά, το όνομα του οποίου μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Μια γυναίκα που βρήκα έξω από  ένα υπέροχο παλαιό διώροφο σπίτι με κλειστή, μαντρωμένη αυλή, χαγιάτια, φουρναριό κ.λπ., κοντά στην ομώνυμη εκκλησία, με πληροφόρησε ότι ο παπάς έλειπε και ότι η νεωκόρα ήταν στο περιβόλι της έξω από το χωριό. Αφού προς το παρόν δεν ήταν δυνατόν να δω εσωτερικά την μεγαλόπρεπη εκκλησία που ήταν στο κέντρο τής φυτεμένης με δέντρα πλατείας, αποφάσισα να αναζητήσω το ξωκλήσι του «αγίου Κωνσταντίνου» που είχα πληροφορία ότι είχε το χωριό, με την ελπίδα ότι εντωμεταξύ θα επέστρεφε κάποιος αρμόδιος να μου ανοίξει και την εκκλησία. Ρώτησα σχετικά με το πώς θα εύρισκα το ξωκλήσι σε ένα άλλο σπίτι και μου είπαν ότι βρίσκεται ψηλότερα από το χωριό, προς τον Ταγετο, όπου θα έβλεπα μια οδική ταμπέλα που δείχνει προς κάποιο κοντινό δάσος εξαιρετικού κάλλους, επισκέψιμο για πεζοπόρους και άλλους. Πήρα τον ανηφορικό, όλο στροφές χωματόδρομο που μου υπέδειξαν, ο οποίος, όσο ανέβαινα, μου αποκάλυπτε υπέροχη θέα προς την κοιλάδα της Σπάρτης στα δεξιά μου και κάποια στιγμή συνάντησα ένα μικρό εικονοστάσι-οδικό σήμα με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, παρήγορο σημάδι ότι πλησίαζα στο ξωκλήσι. 



Όντως, πίσω του, ψηλά στο βάθος, πάνω σε μια πλαγιά ζωσμένη με παλαιές  χτιστές σιταρο-πεζούλες που ωστόσο τώρα φιλοξενούσαν λιόδεντρα, έβλεπα ένα ξωκλήσι που τα «σημάδια» μού έδειχναν ότι πρέπει να ήταν το ζητούμενο. Πώς όμως θα έφτανα ως εκεί; Δρόμος να το προσεγγίζει άμεσα δεν φαινόταν  ενώ έβλεπα ότι ανάμεσα σε εκείνο και στο σημείο που βρισκόμουν, μεσολαβούσε μια μικρή αλλά βαθιά χαράδρα. Γύρισα πίσω μήπως βρω τον δρόμο αφού προς τα εμπρός δεν πήγαινε και βρέθηκα σε ένα  ξωκλήσι που όμως ήταν της Ζωοδόχου Πηγής. Πισωγύρισα το αυτοκίνητο, ανέβηκα πιο ψηλά και… βρήκα ένα ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου! Απελπίστηκα και αναγκάστηκα να επιστρέψω στο χωριό για να ξαναρωτήσω στο ίδιο σπίτι για το δρόμο  προς τον «Αγιοκωσταντίνο», τώρα που είχα και μια ιδέα του τοπίου που ίσως με βοηθούσε να καταλάβω καλύτερα. Οι άνθρωποι στο σπίτι με λυπήθηκαν για την ταλαιπωρία μου και μου είπαν να περιμένω λίγο γιατί θα ανέβαιναν και οι ίδιοι στα χτήματά τους που έχουν στο βουνό, οπότε θα με οδηγούσαν οι ίδιοι στον «Αγιοκωσταντίνο».  Χάρηκα και τους ευχαρίστησα δεχόμενη την προσφορά τους, ενώ μέχρι να ετοιμαστούν εκείνοι για την αναχώρησή μας, πήγα εντωμεταξύ και πάλι να δω μήπως είχε επιστρέψει η νεωκόρα ή ο παπάς αλλά μάταια.





Ξεκινήσαμε με τους οδηγούς μου, εγώ μπροστά με το οτομπιάνκι και συνοδηγό τον μεγάλο γιο της οικογένειας και πίσω μας ο πατέρας του με το τρακτέρ. Όταν φτάσαμε με τις οδηγίες του νεαρού συνοδού μου  σε ένα πλάτωμα πολύ πιο ψηλά πάνω στο βουνό από το σημείο όπου εγώ είχα εγκαταλείψει προηγουμένως την προσπάθεια, σταματήσαμε και περιμέναμε και τον πατέρα να μας φτάσει με το τρακτέρ.  Όταν ήρθε, κατεβήκαμε από τα οχήματα και πήραμε όλοι μαζί ένα ανηφορικό μονοπάτι που σύντομα μας οδήγησε σε ένα ξωκλήσι μέσα σε ψηλά δέντρα,  στην κορυφή μιας βαθιάς, δασωμένης και με άγρια ομορφιά, χαράδρας. Οι οδηγοί μου με ενημέρωσαν ότι είναι το εκκλησάκι που αναζητούσα, μόνο που είναι αφιερωμένο όχι μόνο  στο ζεύγος των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αλλά μαζί και στους αγίους  Θεοδώρους! Μπήκαμε μέσα και είδα τις ψευτο-ασημωμένες, φτηνές εικόνες των δύο αυτών ιερών ζευγών κρεμασμένες δίπλα-δίπλα πάνω στο λευκό βόρειο τοίχο, στη  ΒΑ γωνία του μικρού ναού, σε γωνία με το απέριττο, βαμμένο με έντονο μπλε χρώμα, χτιστό τέμπλο. Ήταν κρεμασμένες εκεί ως αφιερωματική εικόνα –ως μία, αν και είναι δύο εικόνες, όπου εικονίζονται διαφορετικά ζεύγη αγίων– καθώς  δεν χωρούσε να μπει στην αρμόζουσα τυπικά θέση της πάνω στο στενό τέμπλο.  Η διπλή αφιέρωση τού απομονωμένου, ορεινού αυτού ξωκλησιού σε δύο ζεύγη αγίων, το ένα με παρούσα την ιερή μορφή της Ελένης και το άλλο με τους ως «δίδυμους», Διοσκουρικούς καβαλάρηδες Θεοδώρους, αφηγούνταν για μένα ποιοι λανθάνουν μεταμορφωμένοι πίσω  από τα χριστιανικά πρόσωπα των αγίων και  σε τούτο τον τόσο κοντά στις Αμύκλες  τόπο –και όχι μόνο, αλλά εδώ τεκμηρίωναν  κατ’ εμέ και τις άλλες περιπτώσεις! Πάνω από το τέμπλο, εκεί που τυπικά μπαίνουν εικόνες με το «Δωδεκάορτο», ήταν τοποθετημένες εναλλάξ εικόνες των αγίων Κων/νου και Ελένης και των αγίων Θεοδώρων, του αγίου Νικολάου και της αγίας Παρασκευής. Στο ιερό, μία  τραπεζοειδής εσοχή μέσα στην ανατολική κόγχη του ναού, ενείχε θέση και  αγίας τράπεζας. Εκεί ήταν τοποθετημένες αντικριστά και μοναχικά δύο εικόνες των σχεδόν αγκαλιασμένων, «ως δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Θεοδώρων. Πάνω στο περβάζι αυτής της εσοχής ήταν περιττώματα μικρών ζώων και σπόρια, που δήλωναν τον άμεσο διάλογο του μικρού, μοναχικού  ναού με το φυτικό και ζωικό περιβάλλον γύρω του, που η κλειστή πόρτα δεν κατάφερνε να εμποδίσει. Παρόλα όσα είχαν δει τα μάτια μου σε αυτή την έρευνα και ιδιαίτερα εδώ στη Λακωνία, μου ήταν αδύνατον να μη συγκινούμαι, να μην ταράζομαι με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο παρατηρώντας αυτά τα τόσο καλά κρυμμένα, λανθάνοντα μπροστά στα μάτια όλων μας,   μυστικά και να μη νιώθω, παρόλη τη χαρά της ανακάλυψης, ένοχη και βέβηλη που αποτολμώ να τα ανασύρω  από την επιφανειακή λήθη τους αφαιρώντας το χριστιανικό προσωπείο που τους έχουν φορέσει, να τραβώ τον πέπλο του μυστηρίου…
Όταν βγήκα έξω, ταραγμένη ακόμα, οι συνοδοί μου μού πρότειναν να πάω μαζί τους ως την Τόριζα, ένα σχεδόν ερημωμένο χωριό πιο πάνω στο βουνό, του οποίου οι κάτοικοι έχουν εποικήσει το χωριό της Παλιοπαναγιάς, όπως μου είπαν. «Εκεί έχει μια εκκλησία που δεν έχεις ξαναδεί», μου είπε με θαυμασμό ο πατέρας, «αυτό εδώ τι είναι, ένα απλό εκκλησάκι με κάτι καινούργιες εικόνες, εκεί να δεις τοιχογραφίες! Θα χάσεις αν δεν το δεις, δεν το ξέρει αυτό κανένας!» Παρόλο που θα παρέκκλινα από το δρομολόγιό μου ενώ κόντευε ήδη και μεσημέρι, τα λόγια του με παρακίνησαν να τους ακολουθήσω, όταν δε μου είπε ότι ο ναός είναι αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο, το αποφάσισα!

Τόριζα
Αφήσαμε τον «άγιο Κωσταντίνο» στη μοναξιά του και πήραμε (με την ίδια σύνθεση οχημάτων, οδηγών και συνοδηγών) τον ασφαλτοστρωμένο, ανηφορικό δρόμο που μου φαινόταν να οδηγεί στις κορυφές του Ταγετου. Σε ένα σημείο του δρόμου στρίψαμε αριστερά σε έναν απότομο ανήφορο και είδα κάποια σπίτια του χωριού Τόριζα, όπως με ενημέρωσε ο συνοδηγός, ερημωμένα και καλυμμένα με κισσό και αγράμπελη. Σταματήσαμε σε  ένα πλάτωμα, σαν «πεζούλα» πάνω στην πλαγιά,  όπου είναι χτισμένος ναός του αγίου Γεωργίου. Πετρόχτιστος αλλά ασβεστωμένος, υπέθεσα ότι είναι  βυζαντινός ή μεταβυζαντινός, κρίνοντας από τις τρεις πέτρινες αντηρίδες που έβλεπα να στηρίζουν το βόρειο τοίχο του με αυτήν προς τη δύση να έχει μετατραπεί πρόσφατα σε καμπαναριό με κάτι τσιμεντένιες κολώνες. Η μοναδική είσοδος του ναού είναι σε αυτή, τη βόρεια πλευρά ανάμεσα στις αντηρίδες, αφού ο νότιος τοίχος του ακουμπάει πάνω στην πετρώδη πλαγιά του βουνού.   Η μέρα ήταν λαμπρή, η ατμόσφαιρα διάφανη εκεί ψηλά και μου φαινόταν πως αν άπλωνα το χέρι μου θα ακουμπούσα τις κορυφές του βουνού. Ο πατέρας του συνοδηγού μου, που μας έχε φτάσει εντωμεταξύ, μου έδειχνε με δέος και καμάρι την περίφημη «πυραμιδοειδή», πανύψηλη κορυφή του Ταγετου που έστεκε ψηλά στο βάθος, στα βορειοδυτικά, όχι πολύ μακριά μας, σκεπασμένη από λευκά σύννεφα.



Άνοιξε την πόρτα του ναού με το κλειδί που ήταν κρυμμένο κάπου εκεί κοντά και μπήκαμε στο σκοτεινό, χαμηλοτάβανο εσωτερικό του που μύριζε λίγο υγρασία και κλεισούρα. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν μετά το λαμπρό φως του εξωτερικού χώρου στο λιγοστό φως που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα στο εσωτερικό, είδα πως ενώ απέξω η κεραμοσκεπής στέγη είναι δίρριχτη, αετωματική, από μέσα η οροφή  είναι πέτρινη, καμαρωτή και σκεπασμένη με παλαιές, ξεθωριασμένες και μαυρισμένες από την υγρασία   τοιχογραφίες, όπως και όλοι οι τοίχοι.

 Απέναντι στην είσοδο, το πρώτο που έβλεπα να φωτίζεται καλά από το φως της ανοιχτής πόρτας, ήταν ένα μεγάλο, ξύλινο προσκυνηματικό «στασίδι» τοποθετημένο εμπρός στο νότιο τοίχο, καλύπτοντας τις τοιχογραφίες πίσω του. Αν και είναι μονοκόμματο, ενιαίο, χωρίζεται σε δύο τοξωτά μέρη που έχουν ενσωματωμένες δίπλα-δίπλα δύο μεγάλες εικόνες που απεικονίζουν δύο αγίους καβαλάρηδες, πάνω σε λευκά άλογα. Υπέθεσα βεβαίως, πριν  διαβάσω τις επιγραφές,  ότι η μία σίγουρα θα ήταν του αγίου Γεωργίου, αφού σε αυτόν είναι αφιερωμένος ο ναός. Η άλλη όμως; Μήπως του αγίου Δημητρίου, αναρωτήθηκα, ώστε να έχουμε πάλι το «δίδυμο» άγιος Γεώργιος-Δημήτριος; Όμως το λευκό άλογο και του άλλου αγίου δήλωνε πως μάλλον δεν ήταν ο άγιος Δημήτριος, αφού το άλογό του εικονίζεται σε καφέ χρώμα. Πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι και οι δύο αυτές εικόνες απεικονίζουν τον άγιο Γεώργιο, κυριολεκτικά «δίδυμο» με τον εαυτό του! Κατάπληκτη,    αλλά και υποψιασμένη και ταραγμένη για το ποιο συμβολισμό είχα μπροστά μου, ρώτησα τον πατέρα του συνοδηγού να μου επιβεβαιώσει ότι δεν έβλεπα λάθος και να μου πει αν γνώριζε  γιατί είχαν βάλει δύο αγίους Γεώργιους να προσκυνούνται έτσι,   δίπλα-δίπλα, σαν να είναι ένας. «Α, δεν ξέρω, έτσι θέλανε να το φτιάσουνε, κάποιος το αφιέρωσε έτσι», μου απάντησε.





Περιεργάστηκα το ναό.  Οι  τοιχογραφίες, μεταβυζαντινές τουλάχιστον, που καλύπτουν όλους τους τοίχους και το ταβάνι  παντού, μέχρι και το τελευταίο εκατοστό της επιφάνειας του ναού, ήταν ξεθωριασμένες, ασυντήρητες, περισσότερο ή λιγότερο φθαρμένες και δυσδιάκριτες κατά τόπους, μερικές και μαυρισμένες από την υγρασία, ιδίως στο ταβάνι και χαμηλά στο νότιο τοίχο που ακουμπάει στο βουνό, να σου καίγεται η καρδιά.  Αυτός φαίνεται να είναι και ο λόγος της διαφοράς στα χρώματα και στην ευκρίνεια των τοιχογραφιών ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τοίχο, που παρατηρούσα. Πάνω από την είσοδο υπάρχει κτητορική επιγραφή αλλά ήταν δυσδιάκριτη ώστε να την διαβάσω. Όλο το κάτω μέρος του (καλύτερα διατηρημένου) βόρειου τοίχου ιστορείται με  συνεχή εικονογραφική ζώνη χωρισμένη σε τετράγωνα που αφηγούνται το βίο και το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου με υπέροχες σε κίνηση και χρώματα τοιχογραφίες, παρά τις φθορές τους. Άλλες παραστάσεις με βίους αγίων και επεισόδια από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη καθώς και μεμονωμένων αγίων γεμίζουν τους τοίχους. Το τέμπλο είναι χτιστό, ένας πολύ παχύς τοίχος ολοζωγράφιστος, και προς την όψη του προς τον κυρίως ναό και προς το εσωτερικό του ιερού,  στην πρόσθια όψη του οποίου είναι τοιχογραφημένες οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού,  της Παναγίας, του άη-Γιάννη του Προδρόμου και αριστερά η αφιερωματική του αγίου Γεωργίου, καβαλάρη, εδώ μόνου, ενώ πάνω από αυτές φέρει και τη «ζωφόρο» με τις εικόνες του δωδεκάορτου. Το τέμπλο έχει τρία τοξωτά ανοίγματα επιζωγραφημένα επίσης,  που οδηγούν στο ιερό. Η επίστεψη τού χτιστού αυτού τέμπλου που γεμίζει το άνοιγμα ανάμεσα σε αυτό και στην καμαρωτή οροφή, είναι ξύλινη με σκαλισμένους δύο αντωπούς δράκοντες, ένθεν και ένθεν ενός ξυλόγλυπτου επίσης,  τεράστιου αναλογικά, σταυρού καθώς και δύο εικόνες με ανδρικές μορφές, κατά το σύνηθες τυπικό στους βυζαντινούς και  μεταβυζαντινούς ναούς.  Εσωτερικά στο ολοζωγράφιστο επίσης ιερό, στο πάνω μέρος της ανατολικής κόγχης δεσπόζει, κατά το τυπικό πάντα, η τοιχογραφία της «Πλατυτέρας» βρεφοκρατούσας Παναγίας.
 Δύο ακόμα τεράστιες φορητές εικόνες, με τον άη-Γιώργη καβαλάρη  ασημοντυμένες, ήταν ακουμπημένες αντικριστά  δεξιά και αριστερά του τέμπλου, πάνω στο νότιο και το βόρειο τοίχο, αντίστοιχα, ωσάν «δίδυμες» και πάλι.   Λίγες  ακόμα μικρότερες κινητές εικόνες της Παναγίας και ως «δίδυμων» αγίων και άλλων ήταν τοποθετημένες πάνω στα σκαλοπάτια του ιερού και πάνω στο «στασίδι» με την διπλή εικόνα του άη-Γιώργη. Εντυπωσιασμένη από την ομορφιά των τοιχογραφιών, δεν χόρταινα να τις κοιτάζω, ωστόσο κάπως απογοητευμένη γιατί δεν έβλεπα κάπου σε φορητή εικόνα ή σε τοιχογραφία, αυτήν  που ήταν αναμενόμενο, κατ’ εμέ, να υπάρχει, μετά τη «διοσκουρική» απεικόνιση του αγίου Γεωργίου στο στασίδι-αφιέρωμα ενός πιστού, δηλαδή αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η παρουσία της οποίας και θα επιβεβαίωνε και θα ενίσχυε  το «Διοσκουρικό» συμβολισμό της διπλής εικόνας του άη-Γιώργη.



Αφού τελείωσα την περιήγησή μου στο ναό και τον φωτογράφισα χωρίς φλας, προχώρησα απογοητευμένη προς την έξοδο, όπου με περίμεναν οι συνοδοιπόροι μου. Βγαίνοντας στάθηκα με απογοήτευση, να ξαναδώ την απίστευτη διπλή, «Διοσκουρική», κατ’ εμέ, απεικόνιση του άη-Γιώργη, παρόλο που δεν  μπορούσα να το επιβεβαιώσω και με την όποια παρουσία της ιερής Ελένης μέσα στο ναό.  Τότε πρόσεξα πάνω στον τοιχογραφημένο νότιο τοίχο, αριστερά και πίσω από αυτό το μεγάλο ξύλινο στασίδι με τη διπλή εικόνα,  να προεξέχει κομμάτι επιγραφής με τα γράμματα νι και ήτα, -ΝΗ, το υπόλοιπο της οποίας ήταν καλυμμένο από αυτό το στασίδι. Ανατρίχιασα και αμέσως μονολόγησα νοερά, «Αμ, έπρεπε να το περιμένω ότι εδώ, πίσω από τον «Διοσκουρικό», ως δίδυμο, διπλό καβαλάρη αη-Γιώργη θα είσαι κρυμμένη, Κυρά μου!», καθώς ήμουν βέβαιη ότι το υπόλοιπο της κρυμμένης επιγραφής  θα ήταν ΑΓΙΑ ΕΛΕ-ΝΗ! Υπόθεση που επιβεβαιώθηκε αμέσως, όταν με τη βοήθεια των συνοδοιπόρων μου τραβήξαμε λίγο το βαρύ στασίδι για να δούμε την τοιχογραφία πίσω από αυτό. Έκραξα  σχεδόν «εδώ είσαι!» μπροστά στους έκπληκτους ανθρώπους που με βοήθησαν, όταν όντως είδα ιστορημένη πάνω στον τοίχο την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ένθεν και ένθεν του σταυρού, πλαισιωμένων από τον αρχάγγελο Μιχαήλ στα δεξιά της Ελένης και τον καβαλάρη άγιο Δημήτριο στ’ αριστερά του Κωνσταντίνου,  δύο ανδρικές ιερές μορφές και πάλι, δηλαδή. Φωτογράφισα όσο γινόταν την τοιχογραφία και σπρώξαμε το στασίδι πάλι στη θέση του, να φυλάει μυστική την παρουσία και της Ελένης εδώ, σκεφτόμουν, μυστική για τους ανίδεους, γιατί οι ντόπιοι πιστοί «γνωρίζουν», έστω μη συνειδητά, όπως αποδείκνυε η εικονική σύνθεση που είχα μπροστά μου. Γιατί τι άλλο πέραν αυτής της λανθάνουσας πολιτισμικής και λατρευτικής μνήμης εδώ στη Λακωνία που «θέλει» μαζί δύο καβαλάρηδες και μιαν Ελένη συντροφευμένη από ανδρική μορφή, θα είχε άραγε  κάνει τον πιστό αφιερωτή τής εικόνας του άη-Γιώργη να την παραγγείλει έτσι, παράλογα και πλεονασματικά «διπλή» και μετά να την τοποθετήσει ακριβώς μπροστά από την τοιχογραφία του ιερού ζεύγους Κωνσταντίνου και Ελένης;

Σωτηρίτσα
Δεν μπορούσα καλά-καλά να οδηγήσω από το σοκ και την ταραχή μου, όταν ξεκινήσαμε πάλι και οι τρεις μαζί, καθώς κατόπιν αυτού του «θαύματος» δεν αρνήθηκα βεβαίως την πρότασή τους να επισκεφθώ και μια άλλη εκκλησία σε ένα άλλο ερημωμένο χωριό, πιο ψηλά, ονόματι «Σωτηρίτσα», ευχαριστώντας τους, ευγνωμονούσα,  για τους θησαυρούς που μου αποκάλυπταν, της ανίδεης. Πόσο μάλλον που το «Σωτηρίτσα» παρέπεμπε και πάλι, όπως είχα δει την προηγούμενη μόλις ημέρα να ονομάζουν και την εκκλησία του Βαφειού, παράλογα, σε γυναικεία ιερή μορφή, όσο κι αν η λέξη  είναι παραφθορά της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» και υπέθεσα ότι σε αυτή τη γιορτή θα ήταν αφιερωμένος ο ναός που θα έβλεπα.



Σε πολύ σύντομο χρόνο, φτάσαμε στη «Σωτηρίτσα» και σταματήσαμε σε ένα σημείο του δρόμου κάτω από τον οποίο, σε ένα χαμηλότερο, στενό  πλάτωμα της πλαγιάς, έβλεπα έναν παρόμοιο με αυτόν της Τόριζας μικρό, παλαιό ναό, πετρόχτιστο και ασβεστωμένο, με αντηρίδες, μάλλον της ίδια ηλικίας, υπέθεσα. Οι κορυφές του Ταγετου φαινόντουσαν ακόμα πιο κοντά μας. Δεν έβλεπα πουθενά «χωριό», εκτός από ένα-δυο ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια, καθώς  ήταν και αυτό ερημωμένο από κατοίκους. Οι συνοδοί μου με πληροφόρησαν ότι αρχικά και αυτός ο ναός ήταν αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο αλλά ότι τώρα (χωρίς να προσδιορίσουν χρονικά το «τώρα»)  τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Κατεβήκαμε στο εκκλησάκι και αναρωτιόμουν τι «θαύμα» να με περίμενε άραγε και εδώ. Ένα χαγιάτι καλύπτει τις τρεις αντηρίδες που στηρίζουν και εδώ το βόρειο τοίχο του ναού και την είσοδό του που επίσης έβλεπα ανάμεσά τους.  


Ο ναός εσωτερικά είναι όμοιος καθ΄όλα με αυτόν του άη-Γιώργη της Τόριζας, μονόχωρος με καμαρωτή οροφή και χτιστό τέμπλο,  τοιχογραφημένος επίσης με περίπου ίδιας τεχνοτροπίας  και ηλικίας τοιχογραφίες, απ’ όσο μπορούσα βέβαια να κρίνω. Φαινόταν πιο «κατοικημένος» από αυτόν της Τόριζας, ωσάν να λειτουργείται και να καθαρίζεται συχνότερα, όμως οι τοιχογραφίες του, αν και φαίνεται να κάλυπταν όλους τους τοίχους, έχουν υποστεί μεγάλη καταστροφή καθώς είναι στην πλειονότητά τους ασβεστωμένες, εκτός από την πρόσοψη του τέμπλου και την κεντρική, φαρδιά ζώνη εικονογράφησης πάνω στους μακρούς τοίχους, όμως φθαρμένες και αυτές. Δεν γνωρίζω βέβαια εάν κάτω από το ασβέστωμα υπάρχουν κάποιες από τις τοιχογραφίες ή αν έχουν καταστραφεί. Η τεχνοτροπία είναι διαφορετική από αυτή της Τόριζας με μεγαλόσωμες εδώ αναπαραστάσεις των αγίων μορφών και κάπως πιο ζωηρά χρώματα.

Στάθηκα δυσάρεστα έκπληκτη κάτω από  την τοιχογραφημένη εικόνα  του «Παντοκράτορα» στο κέντρο της καμαρωτής οροφής που περίκλειστη μέσα σε ενεπίγραφο κύκλο, έχει -μόνη αυτή πάνω  στην πρώην συνολικά ιστορημένη οροφή- γλυτώσει από το ασβέστωμα. Δυσάρεστα και με κάποια θυμηδία, διαπίστωσα ότι κάποιος ή κάποια μη ειδικός, πιστός έχει καλόπιστα μεν πλην βέβηλα, επιχειρήσει να «συντηρήσει» τον «Παντοκράτορα», επιζωγραφίζοντάς τον πάνω στην αρχική, φθαρμένη εικόνα του  με σκούρα χρώματα με αποτέλεσμα όμως να έχει προκύψει ένας μουστακαλής, συμπαθητικός κύριος που ευλογεί! Φαίνεται για να επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται όντως για τον Παντοκράτορα, έχει μπει και η επιγραφή «Παντοκράτωρ» πάνω από τους ώμους της μορφής. Ευτυχώς δεν έχουν καταστρέψει και την περιμετρική, αρχική επιγραφή. Στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου που είναι και εδώ πιο καλά διατηρημένος, είναι ιστορημένος ο καβαλάρης άγιος Γεώργιος, κάτι που επιβεβαιώνει μάλλον ότι ο ναός ήταν πριν αφιερωμένος σε αυτόν, αφού έχει μπει στη θέση της αφιερωματικής εικόνας που δεν χωράει στο στενό τέμπλο και ζωγραφίστηκε δίπλα του και δίπλα του ένα ανδρικό ζεύγος αγίων. Ο νότιος τοίχος είναι και εδώ διαβρωμένος από την υγρασία αλλά οι τοιχογραφίες σε αυτόν σχεδόν εντελώς κατεστραμμένες και δεν ξεχώριζα τι ιστορούσαν, σαν να ήταν κομμάτια παζλ που είχαν αποσυναρμολογηθεί. 


Μετά από μεγάλη προσπάθεια θεώρησα  (ή φαντάστηκα;) ότι αναγνώρισα την τοιχογραφία με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη πίσω από το ψαλτήρι και αριστερά τους τον αρχάγγελο Μιχαήλ, αφού ξεχώριζα κάτι φτερά. Στην αναγνώριση αυτή βοήθησε και η όμοια διάταξη των συγκεκριμένων αγίων πάνω στο νότιο τοίχο του άη-Γιώργη στην Τόριζα.
Οι συνοδοί μου είχαν δουλειές να κάνουν και ήρθε η ώρα να χωριστούμε. Γράφω συνεχώς «οι συνοδοί» μου αναφερόμενη στους δύο τόσο πρόθυμους συνομιλητές και ξεναγούς μου, γιατί ο πατέρας είχε όλη αυτή την ώρα αρνηθεί πεισματικά να μου αποκαλύψει τα ονόματά τους, φοβούμενος, όπως είπε, ότι θα τους «βγάλω στην τηλεόραση» και εγώ βέβαια δεν επέμεινα. Τη στιγμή που έφευγα για να πάρω το αυτοκίνητο, ο πατέρας μου φώναξε από μακριά το όνομά του, γιατί «ήμουνα εντάξει», όπως είπε, και κυρίως γιατί ήθελε έτσι να μου υποδείξει και το όνομα του αδελφού του στη Σπάρτη ώστε να πάω να τον βρω γιατί αυτός είχε τα βιβλία σχετικά με την Τόριζα και την Σωτηρίτσα που έχει γράψει κάποιος ονόματι Κατσαφάρας. Τους αποχαιρέτισα ευχαριστώντας τους ακόμα μία φορά και επέστρεψα στην Παλιοπαναγιά για να συνεχίσω από εκεί την περιήγησή μου. Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ένας τοπικός σταθμός έπαιζε κάποιο λαϊκό τραγούδι που ένας  στίχος του έλεγε «…δρόμο παίρνω δρόμ’ αφήνω…» και το αφιέρωσα γελώντας μόνη μου στον εαυτό μου…

Ξηροκάμπι
Στο Ξηροκάμπι όπου ήταν η επόμενη στάση μου γιατί είχα πληροφορία για εκκλησάκι αγίου Κωνσταντίνου, βρήκα σχετικά εύκολα το σπίτι του παπά. (Παρεμπιπτόντως, έχω παρατηρήσει ότι όλα σχεδόν τα σπίτια των ιερέων, εδώ και σε άλλους τόπους της έρευνας, είναι μεγάλα, συχνά διώροφα, καλοχτισμένα, καθαρά με περιποιημένες αυλές και κήπους,  αρκετά  και με καλά αυτοκίνητα παρκαρισμένα  σε αυτούς. Η συνήθης φράση που μου λένε όταν ζητώ να μάθω πού είναι το σπίτι του παπά, είναι «θα δεις ένα σπίτι με μαύρα κάγκελα», προκειμένου να το εντοπίσω, ακόμα και αν και το διπλανό σπίτι από αυτό που αναζητώ έχει «μαύρα κάγκελα», γιατί όντως τα περισσότερα έχουν μαύρες καγκελένιες αυλόπορτες).  Το σπίτι του ιερέα στο Ξηροκάμπι ήταν διώροφο και έδειχνε νεόχτιστο, με ολοκληρωμένο και κατοικημένο τον δεύτερο όροφο, ενώ το υπερυψωμένο ισόγειο ήταν άχτιστο, μόνο με τις κολώνες του μπετόν. Χτύπησα το κουδούνι δίπλα στη «μαύρη καγκελένια αυλόπορτα» και μετά από λίγο κατέβηκε από την εξωτερική σκάλα μια ευγενική γυναίκα, η παπαδιά. Μου είπε ότι ο παπάς έλειπε στη Σπάρτη και πως θα αργούσε να γυρίσει, ίσως το απόγευμα, γιατί θα πήγαινε και σε κάτι παιδικές κατασκηνώσεις της Εκκλησίας.  Την ρώτησα αν γνωρίζει πού είναι η  εκκλησία του «αγίου Κωνσταντίνου» και μου απάντησε ότι αυτή δεν βρίσκεται στο Ξηροκάμπι αλλά σε ένα ερημωμένο επίσης χωριό ψηλά στο βουνό, τα Κουμουστά, του οποίου οι κάτοικοι έχουν μετοικίσει εκεί, στο Ξηροκάμπι. Την παρακάλεσα  να με καθοδηγήσει πώς να πάω εκεί αλλά μου είπε ότι αφενός το κλειδί της εκκλησίας το έχει μόνον ο απών παπάς μαζί του οπότε δεν θα μπορέσω να την δω και ότι πάντως δεν γινόταν να πάω μόνη μου εκεί πάνω χωρίς οδηγό, γιατί θα χανόμουν μέσα στον Ταγετο. «Τότε» της είπα, «θα πάω σε κάποια άλλα χωριά τώρα και θα επιστρέψω το απόγευμα μήπως τον βρω».
Δίπλα στον κήπο του παπά, στα ΝΑ και μεσοτοιχία με τη μάντρα του, βρίσκεται ένας περιμαντρωμένος χώρος με ένα πέτρινο εκκλησάκι στο κέντρο του, το οποίο είχα ευχηθεί και ελπίσει πως θα ήταν ίσως το ζητούμενο του Αγίου Κωνσταντίνου. Ρώτησα λοιπόν την παπαδιά σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένο το εκκλησάκι και μου είπε ότι είναι το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου, βυζαντινό, αναστηλωμένο από την αρχαιολογική υπηρεσία. Την παρακάλεσα να το δω (κι άλλος άη-Γιώργης στην περιοχή, σκέφτηκα), αν είχε αυτή το κλειδί. Το είχε και με συνόδευσε πρόθυμα στο γειτονικό της εκκλησάκι. 




Ο ναός είναι πετρόχτιστος, πιο μικρός από τους ναούς του αη-Γιώργη που είχα δει στην Τόριζα και στην Σωτηρίτσα. Εσωτερικά μοιάζει με αυτούς, μονόχωρος και με καμαρωτή οροφή ενώ οι δύο μακροί τοίχοι του φέρουν από δύο μεγάλες ρηχές, τυφλές καμάρες, ιστορημένες με φθαρμένες (πλην συντηρημένες) τοιχογραφίες με τους («διοσκουρικούς» κάτ΄εμέ) καβαλάρηδες αγίους Γεώργιο και Δημήτριο. Αρκετές άλλες κινητές εικόνες με τους δύο καβαλάρηδες αγίους ήταν στο χώρο.
Ευχαρίστησα την ευγενική παπαδιά και έφυγα, ενημερώνοντάς  την ότι σκόπευα να  επιστρέψω για να συναντήσω τον ιερέα.  Διέσχισα την κωμόπολη που φαινόταν πολυάνθρωπη σε σχέση με τα άλλα χωριά ενώ η πλατεία της είναι σκεπασμένη με πλατάνια και γεμάτη τραπεζοκαθίσματα (και μάλιστα όχι πλαστικά) και προχώρησα προς το χωριό Δάφνη.

Δάφνη
Μπαίνοντας στο χωριό, είδα μια οδική ταμπέλα στα δεξιά του δρόμου που έγραφε «Προς ιερά μονή Ζερμπίτσης 3 χλμ». Κράτησα την πληροφορία και το σημείο γιατί σκόπευα να επισκεφθώ τη μονή στο πανηγύρι της για τα Εννιάμερα  της Παναγίας.
Σε ένα καφενεδάκι σταμάτησα και ρώτησα μια νέα γυναίκα που φαινόταν να είναι και η ιδιοκτήτρια, για το εκκλησάκι του «άγιου Κωνσταντίνου». Μου έδειξε προς το δρόμο που οδηγεί ψηλότερα, προς στην κατεύθυνση της  μονής Ζερμπίτσας και αφού ρώτησα και κάποιους ακόμα καθ΄οδόν, τελικά βρήκα το ξωκλήσι στην κορυφή ενός λόφου πάνω από το χωριό μέσα σε ένα αλσύλλιο, πετρόχτιστο, ασβεστωμένο και …ξεκλείδωτο! 



Είναι νεότερο εκκλησάκι, καθαρό και περιποιημένο εσωτερικά και έχει απέριττο, σανιδένιο  τέμπλο με νεότερες εικόνες. Στο καφενείο κάποιος μου είχε πει ότι εκτός από τη γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης το γιορτάζουν και στη γιορτή του προφήτη Ηλία. Εκτός από την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κ+Ε στο τέμπλο, είχε αρκετές ακόμα εικόνες τους σε διάφορα σημεία και δύο εικόνες των «καβαλάρηδων» αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, «ζευγαρωτά»  πάνω στο νότιο τοίχο, κοντά στο τέμπλο, αντικριστά με μια μεγάλη εικόνα των αγίων Κ+Ε πάνω στο βόρειο τοίχο. Η εικόνα του άη-Λια ήταν όντως εδώ, πάνω σε ένα μικρό ξύλινο στασίδι στο κέντρο του ναού με ένα μανουάλι δίπλα της.



Επιστρέφοντας στο χωριό, επισκέφθηκα και τον ενοριακό ναό του αγίου Γεωργίου. Με εντυπωσίασε το πανέμορφο, ξυλόγλυπτο και καλοδιατηρημένο τέμπλο του, πάνω στο οποίο είναι ιστορημένοι και οι δύο "διοσκουρικοί" καβαλάρηδες άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος. Τη "διοσκουρική" και εδώ, για μένα,  ουσία των δύο καβαλάρηδων την υποδεικνύει  μια μεγάλη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη ΒΑ  γωνία του ναού, δίπλα στο τέμπλο, στηριγμένη πάνω σε μια ανάγλυφη βάση.
  
Πολοβίτσα
Συνέχισα για το χωριό Πολοβίτσα, ανηφορίζοντας όλο και πιο ψηλά στην ανατολική πλευρά του Ταγετου, νότια της Σπάρτης, περίπου πάνω από τις Αμύκλες. Αναρωτιόμουν πώς ξέφυγε το όνομα του χωριού και δεν άλλαξε, αφού η κατάληξη σε -ίτσα θεωρείται σλαβικής προέλευσης (και μάλιστα εδώ με ιστορικά μαρτυρημένη έντονη παρουσία Σλάβων) με αποτέλεσμα να έχουν μετονομαστεί πλήθος  χωριών με «φτιαχτά» ονόματα («Κρυόβρυση», «Δροσιά» κ.λπ.), επινοημένα σε γραφεία κυρίως του Υπουργείου Παιδείας στις αρχές του 20ού αι.  
Ήταν περίπου 1.30 μ.μ. η ώρα όταν έφτασα σε ένα πλάτωμα που φαινόιταν να είναι η πλατεία του χωριού. Γύρω ερημιά. Τα καφενεία κλειστά και δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά. Θα είχαν ήδη όλοι πέσει για μεσημεριανό ύπνο, σκέφτηκα, ή θα έλειπαν στα χωράφια. Η εκκλησία του χωριού, πέτρινη και παράταιρα με το χωριό μεγαλοπρεπής, ήταν εκεί, μπροστά μου αλλά βεβαίως κλειστή.  Απογοητεύτηκα γιατί εκτός του ότι δεν θα εύρισκα κάποιον να μου την ανοίξει και να με οδηγήσει να βρω και τον ζητούμενο «Αγιοκωσταντίνο», δεν θα εύρισκα και κάτι για μεσημεριανό φαγητό, αφού θα είχα τελειώσει με την τοπική περιήγησή μου.  Περπατώντας στο χωριό σε ένα δρόμο σκαλωτό πίσω από ένα καφενείο-καφετέρια, βρήκα μια λεπτή, μεσόκοπη γυναίκα να σπρώχνει κάτι νερά με μια σκούπα. Της εξήγησα τα σχετικά με το ποια είμαι και τι ζητάω και προθυμότατη έκανε κάθε προσπάθεια να βρει τον γέροντα επίτροπο ο οποίος και ήρθε να μου ανοίξει το ναό. 



Και εσωτερικά με εξέπληξε ο ναός σε σχέση πάντα με την εντύπωση ερημιάς που μου είχε δώσει το χωριό.  Τρίκλιτη βασιλική με έντονα νεοκλασικά στοιχεία, όμορφο χτιστό τέμπλο με αετωματική απόληξη και τοξωτά τελειώματα στις μεγάλες δεσποτικές εικόνες, που ήταν όλες  «ασημοντυμένες» με χρυσαφιά, λαμπερά φωτοστέφανα γύρω από τα καλοζωγραφισμένα πρόσωπα  των ιερών μορφών.  Οι τοίχοι φαινόντουσαν πρόσφατα ιστορημένοι με ολόσωμες μορφές αγίων κάπως παράταιρες με το νεοκλασικίζον στυλ του ναού, όπως  είχα παρατηρήσει σε πολλούς ναούς και εδώ στη Λακωνία αλλά και στη Μεσσηνία τον προηγούμενο χρόνο.  Είναι –και αυτός- αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο και αναρωτιόμουν γιατί αυτή η προτίμηση στον συγκεκριμένο άγιο σε τόσους ναούς στην περιοχή –μήπως είχε να κάνει με το ότι είναι καβαλάρης; Η «διοσκουρική» αυτή υποψία μου ενισχύθηκε όταν, παρά την αφιέρωση του ναού στον άη-Γιώργη, είδα πάνω στο τέμπλο στο νοτιοανατολικό άκρο του, μια μεγάλη, ασημοντυμένη εικόνα των αγίων Κ+Ε και μια ακόμα τεράστια τοιχογραφία τους πάνω στο βόρειο τοίχο. Υπερβολή που, αν μη τι άλλο, δηλώνει μια ιδιαίτερη τιμή και προτίμηση στο ζεύγος αυτό των αγίων. Τα πρόσωπα των δύο αγίων, της  μάνας Ελένης και γιου της Κωνσταντίνου, ομορφοφτιαγμένα, έδειχναν ωστόσο τη γερόντισσα κατά τεκμήριο μητέρα Ελένη (80χρονη κατά την παράδοση όταν βρήκε τον Σταυρό ένθεν και ένθεν του οποίου εικονίζεται μαζί με το γιο της) ως νέα και όμορφη γυναίκα,   συνομήλικη, αν όχι και μικρότερη από τον Κωνσταντίνο! Η απεικόνιση αυτή δήλωνε για μια ακόμα φορά  τη συγκεχυμένη εικόνα που έχουν οι λαϊκοί πιστοί για το ιερό αυτό ζεύγος, ηλικιακά και ως προς τη συγγενική τους σχέση όπως αποτυπώνεται και σε πολλές άλλες εικόνες αλλά και όπως μου έχουν απαντήσει πολλές φορές στην έρευνα σε σχετική ερώτηση: ότι  οι περισσότεροι και οι μη γνωρίζοντες ιστορία βλέποντας την εικόνα τους τούς προσλαμβάνουν ως ζευγάρι (ακόμα και ως αδέλφια) και οι λιγότεροι ως μάνα και γιο. Ο επίτροπος, όταν τον ρώτησα γιατί έχει δύο τόσο μεγάλες εικόνες των δύο αγίων, «τις τάζουν», μου απάντησε λακωνικά. Στο θαυμασμό μου για το μέγεθος και την σχετική «πολυτέλεια» του ναού, ο ίδιος μου είπε ότι το χωριό άκμαζε παλιότερα και ότι έχει πολλούς ξενιτεμένους, κυρίως στις ΗΠΑ, οι οποίοι στέλνουν συνεχώς εμβάσματα για κοινωφελείς σκοπούς και ότι μάλιστα είχαν συμβάλει οικονομικά και στην πρόσφατη εικονογράφηση του ναού με τις τοιχογραφίες  (και θυμήθηκα  το γνωστό τραγούδι: https://www.youtube.com/watch?v=viapFvT4ce4).


Βασιλική
Ευχαρίστησα τον ευγενικό επίτροπο και έφυγα από την Πολοβίτσα νηστική και πεινασμένη, καθώς ήταν πλέον 3 μ.,μ. η ώρα. Κατευθύνθηκα στο επόμενο, κοντινό χωριό, την Βασιλική, ένα μικρό χωριό ακόμα πιο ψηλά στην πλαγιά του  Ταγετου, γιατί είχα πληροφορία για ξωκλήσι του «Αγιοκωνσταντίνου» και εκεί. Η πλατεία με την εκκλησία ήταν επίσης  έρημη αλλά άκουγα κουβέντες και γέλια και κυρίως κρότους από μαχαιροπήρουνα να βγαίνουν μέσα από ένα καφενείο-ψησταριά και χάρηκα ότι μπορεί και να εύρισκα κάτι να γευματίσω. Μπήκα στο καφενείο όπου σε ένα τραπέζι μια αντροπαρέα τρωγόπιναν και ήταν στο τσακίρ κέφι. Όταν με είδαν να μπαίνω ενθουσιάστηκαν, ενώ η γυναίκα που τους σέρβιρε με κοίταζε κατάπληκτη για το πώς ξεφύτρωσα, γυναίκα μόνη και άγνωστη τέτοια ώρα μέσα στο καφενείο. Αμέσως με πλησίασε ο άντρας της, όπως φάνηκε, και του εξήγησα ποια είμαι και τι θέλω στο χωριό, όσο καλύτερα μπορούσα να του δώσω να καταλάβει. Η αντροπαρέα που τρωγόπινε στο τραπέζι με κάλεσαν πιεστικά, τραβώντας με σχεδόν, να καθίσω μαζί τους να με κεράσουν. Τους είπα ότι ευχαρίστως θα καθίσω μαζί τους αν θα είναι ακόμα εκεί όταν επιστρέψω αφού τελειώσω τη δουλειά για την οποία είχα έλθει. Η μικρή κόρη των ιδιοκτητών του μαγαζιού με κοίταζε όλο περιέργεια, πίσω από τη φούστα της μαμάς της. Αναζήτησα τουαλέτα και όταν επέστρεψα στο μαγαζί, είχε έλθει ένας μεσόκοπος άνδρας που μου συστήθηκε ως ο Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου και πρώην Πρόεδρος-Κοινοτάρχης του χωριού που υπέθεσα ότι είχε ειδοποιηθεί εντωμεταξύ από τον μαγαζάτορα. Αφού ενημερώθηκε σχετικά με το τι ζητούσα στο χωριό, προσφέρθηκε να με συνοδεύσει στις εκκλησίες και φύγαμε μαζί, αφού παράγγειλα να μου ετοιμάσουν κάτι πρόχειρο για φαγητό μέχρι να επιστρέψω.



Ο «άγιος Κωνσταντίνος» είναι ο κοιμητηριακός ναός του χωριού και συστεγάζεται με την αγία Παρασκευή. Όπως με πληροφόρησε ο Πρόεδρος, το εκκλησάκι είναι παλιό και είχε ανακαινιστεί το 1962 με δωρεές των αποδήμων του χωριού στις ΗΠΑ, όπου είχε ζήσει και ο ίδιος μετανάστης για πολλά χρόνια και επέστρεψε μόνιμα στην πατρίδα του. Μου είπε επίσης ότι το χωριό παλιά ονομαζόταν «Κουτσούνα» και το άλλαξαν σε «Βασιλική», κάτι που με έβαλε σε σκέψεις, γιατί άραγε να το άλλαξαν αφού το «κουτσούνα» δεν είναι ξενικό και σημαίνει κούκλα.  Το «κούκλα» κατ΄επέκταση μπορεί να σημαίνει ξύλινο ή ζυμαρένιο κ.λπ.  θηλυκό (ίσως και λατρευτικό)  ειδώλιο ενώ  το «βασιλική» είναι σαν να προσδιορίζει την κούκλα: «βασιλική κούκλα/ειδώλιο». Να σήμαιναν κάτι άραγε όλα αυτά σε σχέση με την έρευνά μου; Ο Πρόεδρος δεν ήταν σε θέση να με διαφωτίσει επ΄αυτού και όταν τελείωσα με τη φωτογράφιση, επέμενε να πάμε να δούμε και την «Παναγίτσα» ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στην Κοίμηση όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι το 15Αύγουστο.  Αναρωτήθηκα μήπως η «κοιμώμενη» Παναγίτσα είχε κάποια σχέση με προ-χριστιανική «Κουτσούνα» εδώ.  Αυτή τη σκέψη ενίσχυσε  και το γεγονός ότι ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στους επίσης «ως δίδυμους» αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο των οποίων οι μεγάλες εικόνες εκτός από την αφιερωματική πάνω στο τέμπλο, δέσποζαν και πάνω στο νότιο και το βόρειο τοίχο.
Ο Πρόεδρος φαινόταν πολύ δραστήριος και με όρεξη να κάνει πράγματα για το χωριό αλλά όπως έλεγε δεν είχε πολλές δυνατότητες λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, είχε μάλιστα βάλει και πάλι υποψηφιότητα για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Με συνόδευσε ως το μαγαζί, με αποχαιρέτισε και έφυγε γιατί είχε κάποια κοινοτική δουλειά.


Στο μαγαζί βρήκα λαχταριστές τηγανητές πατάτες και αβγά μάτια έτοιμα να με περιμένουν να φάω μαζί με τοματοσαλάτα, τυρί και ζυμωτό ψωμί, το καλύτερό μου! Η αντροπαρέα ήταν ακόμα εκεί και ακόμα στο κέφι, οπότε δεν μπορούσα να αποφύγω να καθίσω μαζί τους, αφού το είχα υποσχεθεί.  Στην παρέα είχε προστεθεί και η νεαρή αδελφή της μαγαζατόρισσας και έλεγαν αστεία και γελούσαν, καλόκαρδοι, ανοιχτοί άνθρωποι που λαχταρούσαν να δουν και κάποιον επισκέπτη στο χωριό τους. Τα μάγουλά τους ήταν κατακόκκινα από το υπέροχο, κόκκινο κρασί του μαγαζιού από το οποίο ήπια και εγώ, συντηρητικά, γιατί είχα να οδηγήσω. Έμεινα αρκετά στην παρέα τους και όταν σηκώθηκα να φύγω διαμαρτυρήθηκαν καλώντας με να μείνω και άλλο στην παρέα αλλά εγώ είχα δρόμο ακόμα να διανύσω και έφυγα, χωρίς να με αφήσουν να πληρώσω ή να τους κεράσω.
Ήθελα να πάω μετά και στο τελευταίο, το πιο ψηλό χωριό, τη Σπαρτιά. Είχα πληροφορία μόνο για μια εικόνα των αγίων Κ+Ε εκεί αλλά μου κινούσε το ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί το όνομά του παραπέμπει σε άφθονα ίσως σιτηρά αλλά και γιατί ο Πρόεδρος της Βασιλικής μου είχε πει ότι το όνομα αυτού του χωριού ήταν πριν «Κωνσταντίνα»[2] και απορούσα γιατί αυτό το συγκεκριμένο όνομα (που με παρέπεμπε βεβαίως και στο Ελένη), γιατί θηλυκού γένους  και γιατί τάχα να το είχαν αλλάξει, αφού όχι μόνο δεν είναι ξενικό όνομα αλλά και κοινότατο και προσφιλές. Όμως ήθελα να πάω οπωσδήποτε στα Κουμουστά που είχα αφήσει σε εκκρεμότητα και πιθανόν να είχε δεσμευτεί ο παπάς στο Ξηροκάμπι να με περιμένει και δεν θα προλάβαινα και τα δύο αυτά χωριά. Άφησα πίσω λοιπόν -με βαριά καρδιά- τη Σπαρτιά και το μυστήριο πού ίσως να έκρυβε για την έρευνά μου και ξεκίνησα με απώτερο προορισμό τα Κουμουστά.

Κουμουστά
Ευτυχώς ο παπάς με περίμενε όντως στο Ξηροκάμπι. Νέος, δραστήριος, χαλαρός στην επικοινωνία μας και ενημερωμένος για λαογραφικά θέματα ο παπάς (και με πάθος για τα παλιά αυτοκίνητα, όπως μου είπε, όταν είδε το οτομπιάνκι σαραβαλάκι μου), κατανόησε κάπως τι ζητούσα, μάλλον και κατόπιν ενημέρωσης από την παπαδιά, οπότε με περίμενε με ενδιαφέρον να μάθει περισσότερα.
Ξεκινήσαμε για τα Κουμουστά με το δικό μου βεβαίως αυτοκίνητο, όπως επέμεινα εγώ όταν πρότεινε να πάμε με το δικό του,  επιμονή που σαν να τον ανακούφισε, γιατί είδα ότι το δικό του ήταν καινούργιο και καλό αυτοκίνητο και πιθανόν να μην ήθελε να το ταλαιπωρήσει στα ορεινά. Ωστόσο αυτή η ανακούφιση του παπά με έκανε να με ζώσουν εμένα τα φίδια μήπως ο ανηφορικός, ούτως ή άλλως, δρόμος ήταν πολύ κακοτράχαλος και είχαμε προβλήματα με το δικό μου αυτοκίνητο, όπως είχε συμβεί τις προηγούμενες ημέρες, και μάλιστα εδώ με περισσότερο βάρος αφού εκτός από τον παπά θα ερχόταν μαζί μας και η δεκατετράχρονη κόρη του. Όντως η διαδρομή ήταν δύσκολη, ανηφορική, μέσα από στενά φαράγγια και βαθιούς γκρεμούς αλλά υπέροχη, μέσα σε ένα άγριο, απίστευτα όμορφο τοπίο στην καρδιά του Ταγετου. Ήταν και η απογευματινή ατμόσφαιρα διαυγής, λαμπρή, ενώ ευτυχώς το αυτοκίνητο τα κατάφερνε μια χαρά.




Φτάσαμε στα Κουμουστά. Είδα ένα μικρό, ερημωμένο χωριό με πέτρινα καλοχτισμένα σπίτια, που το περιβάλλουν πετρώδεις βουνοκορφές. Μερικά από τα σπίτια φαινόντουσαν πρόσφατα ανακαινισμένα, φροντίδα που έδειχνε ότι κάποιοι έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στο χωριό, έστω για λίγες ημέρες το καλοκαίρι. Ο «άγιος Κωνσταντίνος» είναι η ενοριακή εκκλησία του χωριού, χτισμένη σε ένα πλάτωμα στο κέντρο του με έναν ογκώδη βράχο να ακουμπάει σχεδόν στο νότιο τοίχο του. Είναι χτισμένος σε ρυθμό βυζαντινού «σταυροειδούς» με τετράπλευρο, κεραμοσκεπή «τρούλο» και με καμαρωτές τις απολήξεις των κεραιών του σταυρού, εξωτερικά καλο-διατηρημένος, με εμφανή την καλοδουλεμένη, πέτρινη τοιχοποιία του. 



Εσωτερικά φαίνεται ότι κάποτε θα ήταν ολοζωγράφιστος με τοιχογραφίες, τώρα όμως είναι αβεστωμένος, είτε γιατί είχαν καταστραφεί οι τοιχογραφίες είτε γιατί κάποιοι το επέλεξαν ή τους το επέβαλαν, γιατί λίγες από αυτές, όμορφες και συντηρημένες,  σώζονται στα κατώτερα σημεία των παχύτατων τοίχων και μαρτυρούν και για προϋπάρχουσες άλλες. Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη στους οποίους είναι αφιερωμένος ο ναός, σώζονται σε μια από αυτές τις τοιχογραφίες, ιστορημένη πάνω στο βόρειο τοίχο, δίπλα στο τέμπλο. Αριστερά τους παραστέκει ο άγιος Ιωάννης και στη συνέχεια ο καβαλάρης άγιος Γεώργιος. Το ασβέστωμα του τοίχου δεν επέτρεπε να δω τι ήταν ιστορημένο στη συνέχεια  αλλά με βάση τα όσα είχα δει μέχρι τώρα, μπορούσα (και μάλλον θα ήθελα) να υποθέσω τον «ως δίδυμό» του καβαλάρη άγιο Δημήτριο. Υποψία που επιβεβαιώθηκε, όταν παρατήρησα μια ημι-ορατή, μισοσβησμένη  τοιχογραφία και αυτού του καβαλάρη Άγιου, πάνω από αυτή των αγίων Κ+Ε. Το χτιστό  τέμπλο είναι ασβεστωμένο επίσης με σωσμένη την παλιά, ξυλόγλυπτη επίστεψή του με το σταυρό, τους δράκοντες και τις δύο εικόνες στην κορυφή της,  ενώ οι δεσποτικές εικόνες στο κάτω μέρος είναι νεότερες, φορητές. Το δυτικό τμήμα (η δυτική κεραία του σταυρόσχημου ναού) της εκκλησίας είναι υπερυψωμένο, απομονωμένο  από την  υπόλοιπη με τοξωτά ξύλινα χωρίσματα, προσβάσιμο με δύο σκαλοπάτια, ο πρώην γυναικωνίτης, υπέθεσα, όπως μου επιβεβαίωσε και ο παπάς.
Όταν τελείωσα την παρατήρηση του εσωτερικού του ναού  και τη φωτογράφιση, βγήκαμε έξω και ο παπάς συνέχισε την ξενάγηση. Μας έδειξε (στην κόρη του και σε εμένα) στην απέναντι πετρώδη βουνοκορφή κάτι σχηματισμούς πάνω στο πέτρωμα που ο ίδιος τους  βλέπει και τους εξηγεί θεολογικά ως  σταυρό, κάτι που θεωρεί χριστιανικό  σημάδι και καλό οιωνό για το χωριό, όπως είπε.
Μετά από αρκετή ώρα πήραμε  τον δύσκολο  δρόμο της επιστροφής πριν σουρουπώσει και φτάσαμε αργά το απόγευμα πίσω στο Ξηροκάμπι. Λίγο πριν μπούμε στο χωριό, δεξιά, πάνω σε ένα παλιό μονοπάτι που οδηγούσε στα Κουμουστά, μου έδειξαν το πετρόχτιστο, αρχαίο γεφύρι των ελληνιστικών χρόνων που σώζεται εκεί και πάνω από το οποίο θρυλείται ότι πέρασε το παράνομο, κατά το Έπος και τον μύθο,  ζεύγος του απαγωγέως Πάριδος-Αλέξανδρου με την μοιχαλίδα  Ελένη, προς το Γύθειο και από εκεί προς την  Τροία. Το γεφύρι δηλώνει, κατά τεκμήριο,  σήμερα και έναν από τους αρχαίους δρόμους που οδηγούσαν  από τη Σπάρτη προς το Γύθειο και η θέα του με έκανε για μια ακόμα φορά να νιώσω ζωντανή την παρουσία εδώ της χθόνιας, σκοτεινής θεάς Ελένης και του ιερού απαγωγέα και σύνευνου/εραστή  της  αλλά και ταραχή για το ότι ακολουθώ κατά πόδας -και παρακινδυνευμένα επιστημονικά-  τα επισφαλή, μυστικά ίχνη τους λανθάνοντα, όπως υποστηρίζω,  στη λαϊκή προφορική και λατρευτική παράδοση διαχρονικά πίσω από τους χριστιανικούς αγίους Κ+Ε … Δυστυχώς είχα ελάχιστα ακόμα καρέ στο φιλμ και έπρεπε να τα φυλάξω για τη συνέχεια της περιήγησης και δεν το  φωτογράφισα. 


Το θρυλούμενο ως  το γεφύρι από όπου πέρασαν ο Πάρις και η ωραία  Ελένη, φυγάδες  καθ' οδόν από τη Σπάρτη προς το Γύθειο, κοντά στο Ξηροκάμπι Λακωνίας, στη θέση "Ελληνικό" 
 ( πηγή: http://spartorama.gr/articles/2715/) 

Στο Ξηροκάμπι επισκεφθήκαμε με τον παπά και τον ενοριακό ναό της αγίας Τριάδας. Με βάση τα εικονικά ευρήματά μου σε πολλούς ναούς  κατά τα οποία  η εικόνα της αγίας Τριάδας μπαίνει συνήθως δίπλα σε αυτή των αγίων Κ+Ε, υποστηρίζω ότι και αυτή έχει «Διοσκουρικό» χαρακτήρα, καθώς οι μη θεολογικά επαΐοντες πιστοί βλέπουν πάνω στην εικόνα όχι τρεις αλλά δύο, ωσεί «δίδυμες» ανδρικές ιερές μορφές[3]. Αυτή η υπόθεση με έφερε και πάλι εδώ στα ίχνη της Ελένης. 



Μεγαλοπρεπής, νεοκλασικού στυλ εσωτερικά, ο ναός, είναι τρίκλιτη βασιλική με τοξωτές καμάρες να χωρίζουν τα κλίτη μεταξύ τους. Τοιχογραφίες σχετικά πρόσφατες ιστορούν και εδώ όλες τις επιφάνειες όχι μόνο των τοίχων αλλά και των τετράπλευρων πεσσών που χωρίζουν τα κλίτη. Οι κρυστάλλινοι τεράστιοι πολυέλαιοι που κρέμονται στο κεντρικό κλίτος και το  μαρμάρινο γλυπτό τέμπλο φωτίζουν με τη λευκότητά τους και μόνο το πολύχρωμο, λίγο σκοτεινό  από τις τοιχογραφίες αυτό περιβάλλον ενώ αναδεικνύουν και την ευμάρεια των κατοίκων του χωριού όσο πιθανόν και των ξενιτεμένων χορηγών του ναού. Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη  δεσπόζουν στο χώρο, καθώς είναι ιστορημένοι χωριστά ο καθένας σε μεγάλες, στενόμακρες τοιχογραφίες πάνω στους δύο κεντρικούς από αυτούς τους πεσσούς, δυτικά, απέναντι στους  εισερχόμενους στην εκκλησία. Στον επόμενο πεσσό δεξιά από αυτόν όπου ιστορείται η αγία Ελένη και ο οποίος ακουμπάει πάνω στο νότιο τοίχο, είναι ιστορημένο ένα ζευγάρι «ως δίδυμων» στρατιωτικών αγίων, συνδυασμός που μαζί με την τόσο τιμητική θέση των αγίων Κ+Ε στο ναό, ενίσχυσε και πάλι για μένα την παρουσία της «Ελένης/Αγιαλένης» και εδώ.
Μετά την ξενάγηση στο ναό, ο ιερέας με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι του για κέρασμα και τον ακολούθησα εκεί. Έμεινα αρκετή ώρα και συζητούσαμε με τον ιερέα για την έρευνά μου, τη δουλειά του και άλλα. Μου είπε ότι τόπος καταγωγής του είναι τα Βρέσθενα και ότι ετοιμαζόταν να πάει εκεί αυτές τις ημέρες για να λειτουργήσει για τα «Εννιάμερα» της Παναγίας σε ένα εκκλησάκι που πανηγυρίζει εκεί και με κάλεσε να πάω και εγώ μαζί. Συμπλήρωσε ότι η παπαδιά, η οποία δεν είχε εμφανιστεί  όσο μιλούσαμε, ζύμωνε κουραμπιέδες για να τους μοιράσουν σε όλους τους πανηγυριώτες εκεί. Τον ευχαρίστησα για την πρόσκληση και του είπα ότι θα πήγαινα ευχαρίστως αν δεν είχα κανονίσει να παραβρεθώ για να καταγράψω το μεγάλο πανηγύρι στη γειτονική μονή της Ζερμπίτσας , στην ίδια αυτή γιορτή, οπότε δεν επέμεινε.

Παλιοπαναγιά-2
Ήταν προχωρημένο απόγευμα όταν έφυγα από το Ξηροκάμπι αλλά στάθηκα και πάλι στο χωριό Παλιοπαναγιά, που ήταν πάνω στο δρόμο μου, μήπως τυχόν και εύρισκα αυτή τη φορά τη νεωκόρα να μου ανοίξει την ενοριακή εκκλησία της Κοίμησης. και όντως την βρήκα εμπρός από την εκκλησία βουτηγμένη μέσα στα νερά να πλένει με το λάστιχο κάτι τεράστια σαν βαριά σεντόνια αντικείμενα που έμοιαζαν με  λιόπανα. Την καλησπέρισα και δεν αρνήθηκε στην παράκληση να μου ανοίξει την εκκλησία.


 Ο ναός εσωτερικά ήταν ακόμα στολισμένος πανηγυρικά με γιρλάντες από τριγωνικές μικρές σημαίες,  απομεινάρια από τον πρόσφατο εορτασμό του 15Αύγουστου. Στο βόρειο τοίχο έχει μια τοιχογραφία των αγίων Κ+Ε  και όταν την εντόπισα, η νεωκόρα άρχισε να κοιτάζει τριγύρω στο ναό λέγοντάς μου ότι θυμόταν να υπάρχει και άλλη μεγάλη εικόνα των δύο αγίων εδώ αλλά δεν την έβλεπε πουθενά. Μετά θυμήθηκε ότι την είχαν μεταφέρει στην παλιά εκκλησία της Κοίμησης, στο νεκροταφείο. 


Παλιοπαναγιά Λακωνίας, 20.8.2002. Εικόνα της Κοίμησης στον ενοριακό ναό της Κοίμησης

Πάνω στο μεγάλο στασίδι με την εικόνα της Κοίμησης ήταν ακουμπημένη μια μικρή σχετικά εικόνα της Κοίμησης επίσης αλλά με την περίεργη τεχνοτροπία που είχα δει στην εικόνα των αγίων Κ+Ε στο ξωκλήσι τους στο χωριό Φλόκα, δηλαδή με ζωγραφισμένα τα πρόσωπα των αγίων και τα ρούχα με ύφασμα που κάνει ανάγλυφο πάνω στην εικόνα, πούλιες κ.λπ.  με υφάσματα. Ρώτησα τη νεωκόρα πώς θα πάω στην κυριολεκτική «Παλιοπαναγιά», δηλαδή την παλιά εκκλησία της Κοίμησης στο νεκροταφείο που προφανώς έχει δώσει και το τωρινό όνομα στο χωριό   και μου έδειξε ένα μονοπάτι μέσα από μια συστάδα δέντρων στη ΒΔ πλευρά της εκκλησίας το οποίο και ακολούθησα μόνη. Βρέθηκα έτσι στο νεκροταφείο ενώ είχε σχεδόν σκοτεινιάσει πια, παρόλ’ αυτά αρκετές γυναίκες ήταν εκεί και φρόντιζαν τα μνήματα των δικών τους εκλιπόντων. 


Παλαιοπαναγιά Λακωνίας, 20.8.2002. Κοιμητηριακός ναός της Κοίμησης, το τέμπλο


Παλαιοπαναγιά Λακωνίας, 20.8.2002. Κοιμητηριακός ναός της Κοίμησης,. Εικόνα των αγίων Κ+Ε στο ΒΔ άκρο του ναού

Ο ναός ήταν ανοιχτός και μπήκα μέσα. Παλιά, μονόχωρη εκκλησία με καμαρωτή οροφή και με ένα παλιό ξυλόγλυπτο, βαμμένο με πρασινωπά χρώματα τέμπλο, με τους δράκοντες και το σταυρό στην κορυφή του. Η καμαρωτή οροφή είναι βαμμένη με αχνό γαλάζιο χρώμα πάνω στο οποίο αχνοφέγγουν διάσπαρτα ασημί αστεράκια, δεν έβλεπα σημάδια παλιότερης ιστόρησης με τοιχογραφίες στους λευκούς τοίχους. Το δυτικό τμήμα του ναού είναι υπερυψωμένο κατά 3-4 σκαλοπάτια από τον υπόλοιπο και χωρίζεται με ένα ξύλινο κιγκλίδωμα, ο παλιός γυναικωνίτης. Στο νότιο τοίχο του ναού εκεί που αρχίζει ο γυναικωνίτης, ήταν τοποθετημένη μια τεράστια εικόνα των αγίων Κ+Ε, προφανώς αυτή στην οποία είχε αναφερθεί η νεωκόρα. Η παράταιρη τοποθέτησή της σε εκείνο το σημείο, η τοξωτή απόληξη τής πάνω πλευράς της και το μέγεθός της με υποψίασαν ότι μάλλον θα ήταν ενσωματωμένη  κάποτε σε κάποιο τέμπλο ναού, άγνωστο σε μένα ποιού. Δίπλα της μια μικρότερη λίγο εικόνα με τρεις ολόσωμους αγίους  που στην αρχή απ’ το πλάι κοιτώντας μου φάνηκαν σαν δύο  «διοσκουρικοί», με προβλημάτισε, καθώς είναι οι μόνες εικόνες, στριμωγμένες η μια δίπλα στην άλλη σε εκείνο το χώρο και αναρωτιόμουν μήπως είχε μπει ελλείψει εικόνας με «δύο» αγίους αλλά ωσάν «δύο» (!).
Όταν βγήκα από την «Παλιοπαναγιά» είχε σχεδόν σουρουπώσει πια. Επιστρέφοντας στην ενοριακή εκκλησία βρήκα εκεί τη νεωκόρα να πλένει ακόμα τα λιόπανα, την ευχαρίστησα και έφυγα για την Σπάρτη. Ήταν μια ακόμα μακριά, πλούσια σε εμπειρίες και εθνογραφικά ευρήματα ημέρα και ήμουν εξουθενωμένη. Οδηγώντας σκεφτόμουν αυτά τα ερημωμένα χωριά, χωμένα μέσα στους απόκρυφους κόλπους του Ταγετου με τις παμπάλαιες, ολοζωγράφιστες  εκκλησιές, τις εικόνες των αγίων Κ+Ε συνδυασμένες με τους «ως δίδυμους αγίους» και αν όντως μας τεκμηριώνουν  τη  λανθάνουσα παρουσία της Λακωνίδας-Τυνδαρίδας Ελένης εδώ, στην πηγή του αρχαίου μύθου της… Σκεφτόμουν επίσης, με αφορμή και πάλι το αρχαίο γεφύρι που φυγάδευσε την Ελένη με τον Πάρη, πόσο διαφορετικές είναι συχνά σήμερα οι διαδρομές μέσω των οποίων επικοινωνούσαν αυτά τα χωριά πριν ανοιχτούν οι σύγχρονοι, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και ότι δεν έπρεπε να το ξεχνώ αυτό κατά τις περιηγήσεις μου και μάλιστα την επομένη που σκόπευα να περιηγηθώ ανατολικά του Ευρώτα και βόρεια, χωριά πάνω στον Πάρνωνα.

Δαφνί
 Η σκέψη στο το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας με έκανε, όταν βγήκα στην εθνική οδό Σπάρτης-Γύθειου αντί να στρίψω αριστερά, προς τη Σπάρτη, να στρίψω δεξιά, ώστε να τελειώνω με τα χωριά νότια της Σπάρτης που ήταν πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόμουν. Βρέθηκα λοιπόν στο Δαφνί, όπου είχα πληροφορία για ξωκλήσι του «αγίου Κωνσταντίνου». Εκεί ρωτώντας στο καφενείο πληροφορήθηκα ότι ο παπάς έλειπε ταξίδι  ενώ η κόρη τού Επίτροπου που βρήκα μετά, μου είπε ότι ο πατέρας της ήταν ακόμα στα χωράφια και δεν μπορούσε να μου ανοίξει την εκκλησία του χωριού. Μέχρι να επιστέψει ο επίτροπος, πήρα πληροφορίες  για το πώς θα βρω το ζητούμενο ξωκλήσι μαθαίνοντας επίσης ότι ήταν και ανοιχτό. Ξεκίνησα λοιπόν για εκεί, κατά τις οδηγίες, ενώ είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Δεν μπορούσα να βρω το δρομάκι που θα με οδηγούσε στον «Αγιοκωσταντίνο» και τριγύριζα σε εξοχικά δρομάκια ψάχνοντας ενώ η βροχή είχε δυναμώσει. Απτόητη εγώ, πήρα εντέλει ένα ανηφορικό δρομάκι ελπίζοντας ότι θα με βγάλει στο ξωκλήσι αλλά το βρεμένο χώμα του δρόμου ήταν μαλακό και το αυτοκίνητο άρχισε να ντελαπάρει, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, μέχρι που κόλλησε στις λάσπες! Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει και εγώ ήμουν μόνη μέσα στην ερημιά, κολλημένη στη λάσπη… Με μανούβρες του τιμονιού και μαρσαρίσματα, κατάφερα εντέλει να βγω από τη λάσπη με την όπισθεν, αλλά όλο το αυτοκίνητο αποκάτω ήταν καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα λάσπης και οι τροχοί κινούνταν με δυσκολία. Βρήκα εκεί κοντά ένα μεγάλο και χοντρό ξύλο με το οποίο προσπάθησα και  αφαίρεσα τη λάσπη τουλάχιστον γύρω από τους τροχούς και επέστρεψα στο Δαφνί.  Βρήκα τώρα ανοιχτή την ενοριακή εκκλησία, την οποία είχε ανοίξει ο ψάλτης και δάσκαλος ταυτόχρονα του χωριού, για δικούς του λόγους.




Η εκκλησία είναι αφιερωμένη –και αυτή– στον άγιο Γεώργιο, νεοκλασικού στυλ με μαρμάρινο τέμπλο και πρόσφατες τοιχογραφίες, του γνωστού μου πλέον στυλ. Μια τεράστια των αγίων Κ+Ε είναι ιστορημένη πάνω στο νότιο τοίχο ενώ υπάρχει μια ακόμα πάνω στο τέμπλο, δίπλα στην αφιερωματική εικόνα με τον καβαλάρη άη-Γιώργη, πλεονασμός που δηλώνει και πάλι κάποια ιδιαίτερη τιμή στους δύο αγίους. Όσο εγώ περιεργαζόμουν τις εικόνες, έφτασε και ο επίτροπος, φρέσκος-φρέσκος και αλλαγμένος, όπως φαινόταν, από τη δουλειά του στα χωράφια. Συστηθήκαμε και λυπήθηκε που έλειπε και δεν μπόρεσε να με συνοδεύσει ο ίδιος στο ξωκλήσι ώστε να είχα γλυτώσει την ταλαιπωρία που του αφηγήθηκα. Δεν γινόταν πλέον να πάμε στο ξωκλήσι αλλά υποσχέθηκε να με συνοδεύσει εκεί μια άλλη μέρα που θα περνούσα από εκεί.
Έφυγα νύχτα πλέον από το χωριό για τη Σπάρτη, ενώ η βροχή είχε σταματήσει. Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι καθώς το όνομα του χωριού «Δαφνί» θεωρείται παραφθορά του αρχαίου «Αφίδναι», μάλλον είναι ευνόητο το να τιμούν εδώ τους αγίους Κ+Ε και κυρίως την «Αγιαλένη». Ο επίτροπος μου είχε πει ότι -όπως ήταν για μένα αναμενόμενο- το ξωκλήσι των αγίων βρίσκεται ανάμεσα στα παλιά σιταροχώραφα, οπότε η επιστροφή μου στο Δαφνί μια άλλη μέρα ήταν αναπόφευκτη…

Τετάρτη, 22 Αυγούστου 2002

Σηκώθηκα νωρίς γιατί το δρομολόγιο θα ήταν και σήμερα μακρινό, προς τα ΒΑ της Σπάρτης για μια αλυσίδα χωριών πάνω στον Πάρνωνα, μέχρι τα σύνορα με Αρκαδία-Κυνουρία.
Βγαίνοντας από την πόλη έκανα πρώτα στάση σε ένα βενζινάδικο να φουλάρω το ντεπόζιτο αλλά και για να ρίξουν νερό με πίεση στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου ώστε  να φύγουν οι λάσπες που είχαν κολλήσει εκεί την προηγούμενη ημέρα, στο Δαφνί. Μετά πέρασα και από ένα ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων για να ελέγξουν την ασφάλεια του ανεμιστήρα να μην έχω προβλήματα πάνω στο βουνό, μακριά από συνεργεία . Η ασφάλεια που είχε βάλει πριν δύο ημέρες ο παπάς κρίθηκε εντάξει και άλλαξαν μόνο την τρόμπα παροχής νερού στο ψυγείο, διαβεβαιώνοντάς με ότι δεν θα είχα πρόβλημα.

Βρέσθενα
Ξεκίνησα λοιπόν αισιόδοξη και αφού πέρασα τη γέφυρα του Ευρώτα, ακολούθησα το δρόμο Σπάρτης-Τριπόλεως από όπου μετά από λίγο έστριψα δεξιά και άρχισα να ανηφορίζω στη δυτική πλαγιά του Πάρνωνα, κατευθυνόμενη προς τα Βρέσθενα και στη συνέχεια σε μια αλυσίδα χωριών σχεδόν στη σειρά, που είναι χτισμένα το ένα μετά το άλλο πάνω σε αυτή την πλαγιά. Ο Πάρνωνας σε αυτή την πλευρά είναι δασωμένος, καταπράσινος και η διαδρομή υπέροχη, αν και ανηφορική και όλο στροφές. Καθώς η μέρα ήταν διαυγής και ζεστή χωρίς να είναι καυτή, η ανάβαση ήταν πολύ ευχάριστη.


Στα Βρέσθενα σταμάτησα στην όμορφη πλατεία με το ναό της Γέννησης της Θεοτόκου στο κέντρο και την πολύκρουνη βρύση που τρέχει ασταμάτητα, προσφέροντας δροσιά και συνεχή, κελαριστή  ηχητική υπόκρουση στο χώρο. Ρώτησα κάποιον που μιλούσε τα Ελληνικά με έντονη αμερικάνικη προφορά (άρα, υπέθεσα, θα είναι ομογενής) για το πού θα βρω τον ιερέα ή τον επίτροπο της εκκλησίας. Με πληροφόρησε ότι ο  μεν ιερέας δεν κατοικεί στο χωριό, ο δε επίτροπος είχε κατέβει στη Σπάρτη για δουλειές και ότι θα επέστρεφε το απόγευμα. Τζίφος! Είχα πληροφορίες για εικόνα των αγίων Κ+Ε στο ναό αλλά και για ξωκλήσι των δύο Αγίων, οπότε  δεν γινόταν να παραβλέψω τα Βρέσθενα. Αποφάσισα για να μη χάνω χρόνο να συνεχίσω την πορεία μου και να σταθώ και πάλι στα Βρέσθενα στον γυρισμό μου προς τη Σπάρτη, μήπως τότε σταθώ πιο τυχερή.

Μεγάλη Βρύση
Είδα το επόμενο χωριό, τη Μεγάλη Βρύση, χτισμένο κλιμακωτά πάνω στην πλαγιά μιας στενής κοιλάδας (το όνομα του χωριού με έκανε να αναρωτηθώ μήπως είναι αλλαγμένο, «ελληνοποιημένο» σε αντικατάσταση άλλου προγενέστερου «ξενικού»  ονόματος). Όσο πλησίαζα φαινόταν όμορφο, δροσερό χωριό μέσα στη δασωμένη πλαγιά, με πετρόχτιστα σπίτια αλλά κάπως έρημο. Φτάνοντας στην είσοδο του οικισμού, είδα σε ένα επίπεδο ακριβώς κάτω από το δρόμο μερικούς μαστόρους που ανακαίνιζαν τη σκεπή ενός σπιτιού. Συστήθηκα και τους ρώτησα τα σχετικά με την εκκλησία, πού θα έβρισκα τον ιερέα και λοιπά. Προς έκπληξή μου ο μεγαλύτερος από αυτούς σε ηλικία μάστορας, άφησε τη δουλειά του και με οδήγησε στην πλακόστρωτη και σκεπασμένη με αιωνόβια πλατάνια πλατεία του χωριού, πλακοστρωμένη με δαπάνες του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου, του οποίου μια πρόσκληση των κατοίκων σε τσάι (!) ήταν κολλημένη πάνω στον κορμό ενός πλάτανου. Μια πολύκρουνη επίσης βρύση μουρμουρίζει  ασταμάτητα συνοδεύοντας το θρόισμα των φύλλων των πλατάνων. 




Στο ΝΔ άκρο της πλατείας  είναι και ο ενοριακός ναός αφιερωμένος στη Γέννηση   του άη-Γιάννη του Πρόδρομου, όπως με πληροφόρησε ο μάστορας. Πετρόχτιστος, «σταυροειδής μετά τρούλου» φαινόταν πολύ παλιός, ίσως και Βυζαντινής ή Μετα-βυζαντινής εποχής. Μπήκαμε στον κλειστό, ωσάν δωμάτιο πρόναο. Σε μια μεγάλη, προσκυνηματική εικόνα τοποθετημένη πάνω σε στασίδι, ιστορείται η γέννηση του αγίου, με τον ίδιο βρέφος μέσα σε κούνια, εικόνα που δεν είχα ξαναδεί και που αρχικά νόμισα ότι εικονίζει τη γέννηση της Παναγίας.



 Μέσα σε ένα κλειστό με τζαμένιες πόρτες ντουλάπι, στη μια πλευρά του, αριστερά ήταν τοποθετημένες  κινητές εικόνες του εμπορίου με τη βάφτιση και τον αποκεφαλισμό του αγίου Ιωάννη ενώ  στη δεξιά πλευρά,  στο πάνω ράφι ήταν η εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, συνδυασμένη στο κάτω ράφι με την «τριάδα» των νεο-αγίων της Μυτιλήνης Ραφαήλ, Νικολάου, Ειρήνης. Συνδυασμός που με παρέπεμψε και πάλι στη θεωρία μου περί «διοσκουρικής» εικονικής ιστόρησης της Ελένης/Αγιαλένης, επιβεβαιώνοντάς την για μια ακόμα φορά (βλ. σχετικά https://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html).
Προχωρήσαμε στον κυρίως ναό, ιστορημένο σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό τών σε σχήμα σταυρού τοίχων του με παλιές (μάλλον μεταβυζαντινές), καλοδιατηρημένες και συντηρημένες τοιχογραφίες.  Με εντυπωσίασε μια τοιχογραφία με την Κοίμηση της Παναγίας που καταλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν το ανατολικό κομμάτι του βόρειου τοίχου αριστερά του τέμπλου, από το έδαφος ως την καμάρα της οροφής.  Πάνω από τη γνωστή σκηνή της κεκλιμένης, «Κεκοιμημένης Παναγίας» με τον Υιό Χριστό, τους Αποστόλους κ.λπ. πίσω από την κλίνη της,  πάνω σε μπλε φόντο ιστορούνται μέσα σε συννεφάκι ο καθένας, οι προτομές πλήθους αγίων με επιστέγασμα την ολόσωμη «ψυχή» της Παναγίας ανάμεσα σε δύο αγγέλους στην κορυφή της σύνθεσης. Απέναντί της , πάνω στο νότιο τοίχο, δεσπόζουν μεγάλες τοιχογραφίες με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη συνδυαστικά με αυτή των «ως δίδυμων» αγίων Αποστόλων –αμφότερων ως Αποστόλων και Ισαποστόλων της ίδρυσης του Χριστιανισμού–  και τον αρχάγγελο Μιχαήλ, σε μια τυπική απεικόνιση, που την παρατηρούσα σε πλήθος  βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών ιστορημένων «δογματικά» με τοιχογραφίες. Ευχαρίστησα τον ξεναγό μου και έφυγα, κατευθυνόμενη προς το επόμενο χωριό, την Βαμβακού.

Βαμβακού
Καθώς οδηγούσα, το όνομα του χωριού με προβλημάτιζε ως προς το τυχόν συμβολικό νόημά του. Απ’ όσο μπορούσα να γνωρίζω, η ορεινή, πετρώδης διαμόρφωση του εδάφους δεν μου φαινόταν  κατάλληλη για φυτείες βαμβακιού, ώστε το όνομα να αποδίδει την έντονη παραγωγή του εδώ. Έχοντας κατά νου και την «Αλευρού»  και το μύθο της στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας του Ευρώτα καθώς και το συμβολισμό της νύφης ως «άσπρη μπαμπακιά» σε παραδοσιακά γαμήλια τραγούδια[4], αναρωτιόμουν μήπως και εδώ το όνομα «Βαμβακού» παραπέμπει, συνειδητά ή μη, σε ιερή λευκοντυμένη θηλυκή  μορφή.  Με επανέφεραν στην πραγματικότητα μια ομάδα νέων που μου έμοιαζαν φοιτητές, οι οποίοι έκοβαν τα χορτάρια στην άκρη του δρόμου στην είσοδο του χωριού, σαν να εκτελούσαν εθελοντική περιβαλλοντική εργασία. Μετά όταν έφτασα στην πλακόστρωτη πλατεία του πολύ όμορφου και καλο-συντηρημένου αυτού χωριού με τα πετρόχτιστα σπίτια, είδα αναρτημένη μια μεγάλη ταμπέλα με ευρωπαϊκά προγράμματα που αφορούσαν το χωριό και με χορηγίες του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος». Συνέδεσα νοερά τους εθελοντές, τα προγράμματα και τη χορηγία  και αναρωτήθηκα γιατί άραγε τόση φροντίδα για το συγκεκριμένο χωριό και μήπως είναι πατρίδα του γνωστού ευεργέτη  μεγαλοεφοπλιστή.


Στο καφενείο που ρώτησα για τον ιερέα και τον επίτροπο.  Ένας κάπως συρρικνωμένος γέροντας μου συστήθηκε ως  επίτροπος του ναού αυτοπροσώπως.  Όταν του συστήθηκα και εγώ και του είπα ότι θέλω να μου ανοίξει το ναό και να φωτογραφίσω, συμπεριφέρθηκε πολύ αυστηρά απέναντί μου και με κατακεραύνωσε ενώπιον και άλλων χωριανών εκεί γιατί θεωρούσε ύποπτα όλα αυτά, κάπως δικαιολογημένα, εκ μέρους του. 




Εν τούτοις με συνόδευσε, άνοιξε το ναό και με ξενάγησε ευγενικά μέσα σε αυτόν. Ο ναός είναι μεγαλοπρεπής, τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και νεοκλασικίζων εσωτερικά, με χρυσοποίκιλτο, χτιστό τέμπλο και ιστορημένος με σύγχρονες, σχετικά πρόσφατες τοιχογραφίες από πάνω μέχρι κάτω, σε όλους τους τοίχους. Τρισυπόστατος, είναι αφιερωμένος βασικά στην Κοίμηση αλλά και στον άγιο Χαράλαμπο (το βόρειο κλίτος) και στον άγιο Παντελεήμονα (το νότιο). Η αναζητούμενη τοιχογραφία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι ιστορημένη στη βόρεια κεραία του εγκάρσιου σκέλους  του σταυρού. Ο επίτροπος (Γ. Λ.) είχε αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μου από τη στιγμή που μπήκαμε στο ναό και ήμασταν μόνοι, χωρίς την παρουσία άλλων χωριανών, και ήταν εξυπηρετικός και ομιλητικός. Μου εξομολογήθηκε δε ότι ο ίδιος «βλέπει» τον άγιο Χαράλαμπο ο οποίος τον βοηθάει σε κάθε βήμα της ζωής του και κυρίως στις αρρώστιες. Μου ζήτησε συγγνώμη που ήταν τόσο αυστηρός απέναντί μου και μου εξήγησε ότι το έκανε για να δείξει στους άλλους παρόντες χωριανούς ότι δεν αφήνει εύκολα ξένους και άγνωστους να μπαίνουν στο ναό  και ότι είναι πολύ προσεκτικός, από φόβο μήπως και του αφαιρέσουν την ιδιότητα του νεωκόρου-επιτρόπου στην εκκλησία που του αρέσει πολύ και δίνει νόημα στη ζωή του. Επίσης και κυρίως  γιατί το να έχει συνεχή πρόσβαση στην εκκλησία, του επιτρέπει να εκφράζει καθημερινά την ευγνωμοσύνη του στον άγιο Χαράλαμπο, που τον έχει προστάτη του. «Φωτογράφισε ό,τι θες», πρόσθεσε, «δεν μας βλέπει κανένας τώρα!».


Οι «διοσκουρικοί δίδυμοι», ως άγιοι Ανάργυροι, ήταν ιστορημένοι σε μια μεγάλη προσκυνηματική εικόνα στον πεσσό δεξιά της εισόδου και δίπλα της με όψη προς το κεντρικό κλίτος του ναού μια τεράστια, προσκυνηματική επίσης, εικόνα με την Κοίμηση. Αυτή, της Κοίμησης,  φέρει επιγραφή που λέει ότι είναι δωρεά της Ευγενίας Νιάρχου, αφιερωμένη το 1907. Ρωτώντας και τον επίτροπο σχετικά, επιβεβαιώθηκε η υποψία μου ότι το χωριό είναι πατρίδα του εφοπλιστή και ευεργέτη. Δεν έμαθα κάτι όμως σχετικά με το όνομα του χωριού και την τυχόν σύνδεσή του με κάποια «λευκή» ή γνέστρα/υφάντρα[5] συμβολική θηλυκή μορφή…
Βγαίνοντας από την εκκλησία αποχαιρέτισα τον κυρ-επίτροπο και έφυγα.

Βαρβίτσα
 Στο δρόμο φωτογράφισα την Βαμβακού από το βάθος της κοιλάδας σε μια πλαγιά της οποίας είναι χτισμένη και προχώρησα κι άλλο μέσα στη δασωμένη καρδιά του δυτικού Πάρνωνα προς τα ΒΑ, με προορισμό το χωριό Βαρβίτσα.
Όπως όλα τα χωριά σε αυτή τη διαδρομή, έτσι και η Βαρβίτσα είναι πνιγμένη στο πράσινο με όμορφα και καλοσυντηρημένα πέτρινα, παλιά  σπίτια. Η πλατεία του επίσης μεγάλη, πλακοστρωμένη, σκεπασμένη με πλατάνια. Αρκετοί θαμώνες καθόντουσαν στα καθίσματα των καφενείων και των ξκαφετέριων κάτω από αυτά και αφού συστήθηκα, τους ρώτησα για τον παπά και την εκκλησία και με παρέπεμψαν για τη νεωκόρα σε ένα μικρό μαγαζί πάνω στην πλατεία.  Στο άδειο εσωτερικό του καθόντουσαν μόνο δυο γυναίκες και έπιναν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας. Η μία πιο ηλικιωμένη, ευτραφής και μαυροφορεμένη, η άλλη κάπως πιο νέα, με πρόβλημα βαρυκοΐας, όπως φάνηκε μετά. Με συνόδευσαν και οι δυο ως τον ενοριακό ναό του αγίου Δημητρίου. Ναός διπλός κατά ένα τρόπο, αφού συνυπάρχουν ο παλιός και ο καινούργιος με την ίδια αφιέρωση στον άγιο Δημήτριο και στέκουν δίπλα-δίπλα ο ένας στα ανατολικά του άλλου, αντίστοιχα. 



Μπήκαμε πρώτα στον καινούργιο, νέο-κλασικίζοντα άη-Δημήτρη σταυροειδή βασιλική με τρούλο, ο οποίος εσωτερικά στηρίζεται σε  ραδινούς, κορινθιακού ρυθμού αράβδωτους, μαρμάρινους κίονες.  Δεν είχε μεν τη ζητούμενη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αλλά μερικές μεγάλες με «δίδυμους», κάτ’ εμέ, αγίους (Αναργύρους, αγ. Τριάδα) αν και η μη γειτνιασή τους εδώ με εικόνα των αγίων Κ+Ε, δεν τεκμηριώνει αυτή την ιδιότητα.



Ο παλιός άη-Δημήτρης, βυζαντινός ή μετα-βυζαντινός, σταυροειδής με τετράγωνο τρούλο, είναι πέτρινος με περιποιημένη, εμφανή τοιχοποιία και πολύ μικρότερος από τον καινούργιο. Εσωτερικά είναι ιστορημένος με καλοδιατηρημένες, όμορφες τοιχογραφίες παντού, σε όλους τους τοίχους και την οροφή, εκτός από μερικά ασβεστωμένα μπαλώματα σε φθορές στο κάτω μέρος και σε άλλα σημεία των τοίχων. 




Φαίνεται ότι λόγω της παλαιότητάς του, ανακρατάει τον «διοσκουρικό» χαρακτήρα, αφού οι δύο καβαλάρηδες άγιοι, Δημήτριος και Γεώργιος, ιστορούνται εραλδικά σε δύο μεγάλες τοιχογραφίες ένθεν και ένθεν του τέμπλου πάνω στο βόρειο και το νότιο τοίχο, όπως σε τόσους άλλους ναούς στη Λακωνία. Οι Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου, παλιές επίσης, μάλλον συνομήλικες με τις τοιχογραφίες, με τα πρόσωπα όμως των ιερών προσώπων του Χριστού και του άη-Γιάννη ξυσμένα. Η εικόνα της Παναγίας στ’ αριστερά τής ωραίας πύλης που μου φάνηκε να εικονίζεται εδώ παράτυπα ωσάν «Πλατυτέρα μάλλον παρά «Βρεφοκρατούσα», χωρίζεται κατά ένα περίεργο τρόπο σε δύο κομμάτια με ένα είδος κορνίζας.
Αποχαιρέτισα τις δύο ξεναγούς μου με ευχαριστίες και συνέχισα το δρόμο μου.  Υπέθετα ότι το χωριό θα ήταν η πατρίδα της πολιτικής οικογένειας Βαρβιτσιώτη και αναρωτιόμουν τι άραγε να σημαίνει το όνομα «Βαρβίττσα» και αν είναι σλάβικο, όπως φαίνεται, γιατί άραγε να μην αντικαταστάθηκε από άλλο, ελληνικό, όπως τόσα άλλα και δη το επόμενο χωριό όπου κατευθυνόμουν που από Αράχοβα έγινε Καρυές.  

Καρυές (Αράχοβα)
Αντίκρισα το χωριό από μακριά να καμαρώνει χτισμένο αμφιθεατρικά στο μυχό μιας ακόμα κοιλάδας του Πάρωνα, στα σύνορα με την Αρκαδία. Έδειχνε μεγάλο και όμορφο, το τελευταίο χωριό αυτής της διαδρομής προς το βορά, όπου και είχα πληροφορία για ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου».



Μπαίνοντας στις Καρυές συνάντησα αμέσως σχεδόν μια οδό «Αγίου Κωνσταντίνου» και υπέθεσα ότι το ξωκλήσι θα είναι προς εκείνη την κατεύθυνση. Προχώρησα και σταμάτησα στη μεγάλη, όμορφη πλατεία του Αγίου Ανδρέα που έσφυζε από ζωή μέσα στο λαμπρό φως του μεσημεριού με τον κόσμο να κάθεται στα τραπέζια κάτω από τα  δροσερά πλατάνια, τα μαγαζιά ανοιχτά, πολλά παιδιά να παίζουν θορυβώδικα. Μετά τα ολιγάνθρωπα χωριά που είχα περάσει, με εντυπωσίασε η ζωντάνια αυτού του κεφαλοχωριού, αν και πολλοί από τους θαμώνες έδειχναν ομογενείς καλοκαιρινοί επισκέπτες-παραθεριστές  και όχι μόνιμοι κάτοικοι.
Εκεί ρώτησα για τον ιερέα ή την νεωκόρα και μου υπέδειξαν το σπίτι της τελευταίας, προς το πάνω μέρος του χωριού. Ανηφόρισα πεζή τα καθαρά, στενά καλντερίμια θαυμάζοντας και τα μεγάλα, διώροφα πέτρινα σπίτια που διατηρούνται σε καλή κατάσταση, χωρίς νεοτερικές παρεμβάσεις.


Μετά από σχετική αναζήτηση βρήκα τη νεωκόρα, την κυρά-Αμαλία, η οποία  ήρθε πρόθυμα μαζί μου στον ενοριακό ναό του αγίου Ανδρέα, όπου φωτογράφισα την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ιστορημένη  πάνω στο βόρειο τοίχο του. Ο ναός, σχετικά νέος,  σύμφωνα και με επιγραφές είναι χτισμένος και με προσφορές των ομογενών ξενιτεμένων του χωριού.
Η νεωκόρα, καθώς πηγαίναμε μετά μαζί στο λόφο με το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» μου μίλησε για τις γύψινες «Καρυάτιδες», αντίγραφα αυτών του Ερέχθειου στην Ακρόπολη των Αθηνών και τώρα στο μουσείο της, που είδαμε στημένες λίγο έξω από το χωριό, στις αρχαίες Καρυές, από όπου λέγεται ότι πήραν και το όνομα «Καρυάτιδες». Η παρουσία εδώ ομώνυμου αρχαίου οικισμού με ναό αφιερωμένο στην Άρτεμι Καρυάτιδα, με έκανε να αναρωτιέμαι αν σήμαινε κάτι σχετικό και με την αφιέρωση του αναζητούμενου από μένα ξωκλησιού στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.




Ένας λόφος στα ΝΑ του χωριού είναι κατάφυτος με πεύκα και  φιλοξενεί στην κορυφή του το εν λόγω ξωκλήσι, κρυμμένο σχεδόν μέσα σε αυτά. Το εκκλησάκι είναι νεότερης κατασκευής, σε ανακαίνιση παλιότερου στην ίδια θέση, κατά τη μαρτυρία της κυρά-Αμαλίας, και αρκετά μεγάλο για ξωκλήσι. Περιποιημένο και καθαρό εσωτερικά, φέρει εκτός από τη μεγάλη αφιερωματική πάνω στο τέμπλο και αρκετές εικόνες των δύο αγίων, ευνόητα, λόγω της αφιέρωσης, κυρίως μικρές φορητές,  προσφορές πιστών.



Φεύγοντας από το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» η κυρά-Αμαλία με οδήγησε και στο παρεκκλήσι της Κοίμησης στις παρυφές του χωριού, την «Παναγιά» γιατί, όπως είπε, «άξιζε να το δω».  Επρόκειτο για ένα εκκλησάκι στο βάθος ενός στενόμακρου περίβολου, πνιγμένο μέσα στα φυλλώματα των δέντρων που το περιβάλλουν ωσάν τέμενος. Είδα μια ταμπέλα στην είσοδο του μικρού αυτού τεμένους  να γράφει: «Αιωνόβια πλατάνια Μενελάου - Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου». Κόκαλο εγώ!... Ενώ  αναζητούσα την Ελένη στο ξωκλήσι του  «Αγιοκωσταντίνου», να την η μνήμη της και εδώ, σκεφτόμουν,  υπονοούμενη, ως ιερό ζευγάρι πάντα, πλην  εδώ  με τον   «δενδρίτη» Μενέλαο αλλά και πίσω  από την χθόνια, «κεκοιμημένη» Παναγία, τόσο κοντά  στο ξωκλήσι αλλά και στην αρχαία πόλη[6]! Αναρωτιόμουν πόσο πολύ να είχε μπει στο νόημα της ερευνητικής αναζήτησής μου η κυρά-Αμαλία, ώστε να θέλει να με οδηγήσει εδώ, ή αν απλά γιατί είναι αξιοθέατο του χωριού…


Λαρυές Λακωνίας, 21.8.2018, παρεκκλήσι Κοίμησης. "Τα πλατάνια του Μενελάου"

 Τα «πλατάνια του Μενελάου», είναι τέσσερα αιωνόβια, αρχαία  δέντρα με τεράστιους, κουφωμένους κορμούς που καλύπτουν με τα κλαδιά τους τον περίβολο και το μικρό ναό και που θεωρείται ότι είναι αυτά που φύτεψε εδώ ο ίδιος ο Μενέλαος, κατά τη μαρτυρία του αρχαίου περιηγητή Παυσανία[7]. Από τα αριστερά της εισόδου στον περιτοιχισμένο, πλατανοσκέπαστο, καθαρό και ασβεστωμένο  περίβολο, άκουγα το κελάρισμα τρεχούμενου νερού που πρόδιδε και την πηγή της «Παναγιάς» που πηγάζει από τα υπόγεια του ναού και από όπου πίνουν νερό για αιώνες, ίσως και χιλιετηρίδες τώρα, τα θαλερά πλατάνια και οι κάτοικοι, βεβαίως. Ένα τσούρμο παιδιά έπαιζαν με φωνές και γέλια στη σκιά των πλατανιών. Σούζες με τα ποδήλατα, κυνηγητό, κρυφτό μέσα στις ωσάν μικρά δωμάτια κουφάλες των υπεραιωνόβιων δέντρων, μου έφεραν στο νου τη μαρτυρημένη θεραπευτική σχέση της αρχαίας Ελένης με τα παιδιά -όπως και της Παναγία, βεβαίως.  Στο εσωτερικό του απέριττου αυτού παρεκκλησιού είχαν απομείνει στολισμένα τα πανηγυρικά σημαιάκια από την πρόσφατη  γιορτή του 15Αύγουστου. Η παρουσία εικόνων των ως «δίδυμων» καβαλάρηδων αγίων Γεωργίου και Δημητρίου καθώς και αυτής την αγίων Κ+Ε, ενίσχυαν, μαζί με τον Μενέλαο βεβαίως, τη μνήμη και της Ελένης εδώ.
Μετέφερα ευγνωμονούσα την τόσο ευγενική και εξυπηρετική νεωκόρα, την κυρά-Αμαλία, πίσω στο σπίτι της και την αποχαιρέτισα. Πήρα το δρόμο του γυρισμού πίσω, προς τα Βρέσθενα, παρατηρώντας τώρα ανάποδα τη διαδρομή που είχα διανύσει. Προσπέρασα την Βαρβίτσα και την Βαμβακού, όπου οι πλατείες ήταν έρημες, καθώς είχε μεσημεριάσει πλέον και ο κόσμος είχε αποσυρθεί στα σπίτια του για φαγητό.
 
«Παναγία της Ρεματιάς»

Όταν είχα περάσει προηγουμένως από το χωριό Κρύα Βρύση, ο άνθρωπος που μου είχε ανοίξει εκεί την εκκλησία μου είχε μιλήσει και για την «Παναγία της Ρεματιάς» και ότι άξιζε τον κόπο να την δω. Είχα δει τότε και την οδική ταμπέλα που δείχνει προς αυτήν πριν φτάσω στην Βαμβακού αλλά επειδή δεν ήξερα τι θα συναντήσω μέχρι να φτάσω στις Καρυές όπου είχα μαρτυρία τουλάχιστον για τον «Αγιοκωσταντίνο» ούτε πόσο χρόνο θα μου έπαιρνε η περιήγηση, την είχα προσπεράσει. Καθώς ήταν νωρίς ακόμα, όταν ξανασυνάντησα τώρα την ταμπέλα έστριψα το αυτοκίνητο σε ένα δρομάκι στα δεξιά του κεντρικού δρόμου, όπως υποδεικνύει.


Ακολούθησα ένα αρχικά κατηφορικό, βατό χωματόδρομο σκιασμένο με πλατάνια και άλλη πυκνή βλάστηση που πηγαίνει δίπλα στην κοίτη ενός μικρού ποταμιού, με ελάχιστο νερό τέτοια εποχή. Μετά από λίγο ο δρόμος ανηφορίζει και έφτασα  σε ένα μικρό πλάτωμα που έδειχνε πως ήταν τεχνητά διαμορφωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται παρκαρισμένα αρκετά αυτοκίνητα, προφανώς για τις ανάγκες του πανηγυριού της Παναγίας.  Επρόκειτο εν τέλει για μονή -και όχι για κάποιο μικρό ξωκλήσι όπως είχα υποθέσει- όπως και την έβλεπα να  ορθώνεται ψηλότερα, με τον πέτρινο τοίχο του καστρο-περιβόλου της ωσάν να κρέμεται πάνω στην απέναντι, κάθετη πλαγιά.
  Άφησα το αυτοκίνητο στο πλάτωμα και ανηφόρισα πεζή προς την είσοδο όπου μια ταμπέλα ενημερώνει –παραδόξως, από την εμπειρία μου- ότι η μονή είναι ανοιχτή. Μπήκα στον περίβολο που τον στόλιζαν μεν ακόμα πανηγυρικά σημαιάκια-απομεινάρια της γιορτής του 15Αύγουστου (δηλωτικά της αφιέρωσης στην Κοίμηση) αλλά ήταν έρημος και σιωπηλός. Μια σειρά από λίγα πετρόχτιστα, καλοσυντηρημένα, πλην έρημα  κελιά στα νότια και το πέτρινο επίσης καθολικό στο βάθος, ανατολικά, όσο και το πλακόστρωτο δάπεδο πρόδιδαν μεγάλη ευλάβεια,  σεβασμό και φροντίδα για τον ιερό αυτό, πλην ερημωμένο, όπως έβλεπα,   τόπο. Την ερημία και τη σιωπή έσπαζε ο ήχος του νερού μιας πηγής που αναβλύζει από ένα  βράχο στη βόρεια πλευρά του περίβολου. Κάποιες ταμπέλες πληροφορούν τον ξένο και μοναχικό, όπως εγώ, επισκέπτη ότι η φροντίδα της μονής οφείλεται στον «Πολιτιστικό Σύλλογο της Καλής Βρύσης» και τις δωρεές των  ξενιτεμένων και μη χωριανών.


Το εκκλησάκι του καθολικού παμπάλαιο, εσωτερικά ιστορημένο με τοιχογραφίες διατηρημένες στα ψηλότερα κυρίως σημεία των τοίχων, προς την οροφή και συντηρημένες. Μέσα στο ιερό, πάνω στο περβάζι του μικρού παράθυρου που κάνει και χρέη αγίας τράπεζας, ήταν τοποθετημένη και μια ωσεί «διοσκουρική» κατ’ εμέ, μικρή εικόνα: οι καβαλάρηδες άγιοι Θεόδωροι (λογικά, με βάση και άλλες τέτοιες απεικονίσεις τους) με τα κεφάλια τους σμιχτά-σμιχτά, σφιχταγκαλιασμένα, όπως και τα άλογά τους, σχεδόν σαν μια φιγούρα, καλπάζουν έχοντας ένα δράκοντα στα πόδια τους, κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως εικονίζουν τους άγιους Γεώργιο και Δημήτριο τελικά, όπως έχω ξαναδεί σε εικόνα.
Άφησα τη μονή στην ερημία της, συντροφευμένη από τους ήχους της ρεματιάς που την περιβάλλει. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πάρω τον χωματόδρομο που σαν συνέχεια αυτού από όπου είχα έρθει, ανηφορίζει και, περνώντας μέσα από το ποτάμι, οδηγεί προς τα Βρέσθενα, περνώντας κοντά από το εκεί ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» όπως μου είχαν πει στα Βρέσθενα και που δεν το είχα  επισκεφτεί ακόμα.  Εγκατέλειψα όμως σχεδόν αμέσως αυτή την ιδέα μήπως μπλέξω σε δύσβατους, άγνωστους σε μένα δρόμους και χαθώ ή και να κολλήσω με το αυτοκίνητο.  Επέστρεψα λοιπόν στον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση στα Βρέσθενα μήπως και βρω εκεί τώρα τον επίτροπο της εκκλησίας να με οδηγήσει ως εκεί.

Βρέσθενα, 21.8. 2002. Πάνω ψηλά στο λόφο, προς το κέντρο, διακρίνεται το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου 

  Λίγο πριν τα Βρέσθενα, συνάντησα ένα ευμεγέθες  εικονοστάσι αφιερωμένο, όπως διαπίστωσα σταματώντας, στους αγίους Κ+Ε, ορίζοντας προφανώς την παρουσία του ομώνυμου ξωκλησιού εκεί κοντά. Καθώς φωτογράφιζα, ένας κτηνοτρόφος που είχε μαντρί με γίδια πάνω από το δρόμο, με ρώτησε ποια είμαι και τι ζητάω. Του εξήγησα όσο καλύτερα μπορούσα  και εκείνος μου έδωσε οδηγίες για το πώς να πάω στο ξωκλήσι, το οποίο δεν φαινόταν από εκείνο το σημείο. Παρόλο που ακολούθησα τις οδηγίες του δεν κατάφερα να το βρω και έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια εκεί και κατευθύνθηκα στα Βρέσθενα μήπως με βοηθήσει ο επίτροπος σχετικά, ο οποίος ωστόσο και στην περίπτωση που είχε επιστρέψει στο χωριό, υπέθετα ότι θα κοιμόταν,  τέτοια μεσημεριανή ώρα του Αυγούστου περασμένες οι τρεις μ. μ. και θα έπρεπε να τον περιμένω να ξυπνήσει. Έφτασα στην έρημη πλατεία όπου οι μόνοι θαμώνες ήταν δύο παιδιά, αγόρι και κορίτσι, που έπαιζαν κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι, μιλώντας αγγλικά. Υπέθεσα παιδιά ομογενών από ΗΠΑ, δεύτερης ή και τρίτης γενιάς, σε καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό των γονιών ή των παππούδων τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν φαίνεται παραδομένοι στον μεσημεριανό ύπνο, καθώς επικρατούσε ησυχία. Στρώθηκα  και εγώ κουρασμένη σε ένα τραπεζοκάθισμα να περιμένω μήπως ξυπνήσει ο επίτροπος, με την κοιλιά μου να γουργουρίζει από την πείνα αφού δεν είχα φάει κάτι από το πρωί αλλά δεν έβλεπα γύρω και κάποιο εστιατόριο ή ψησταριά ανοιχτά για να γευματίσω, έστω πρόχειρα.



Κάποιοι θόρυβοι που ακούγονταν από το πλάι του ενοριακού ναού  με έκαναν να σηκωθώ και να πάω προς τα εκεί και -ω του θαύματος- βρήκα μέσα στο ναό τον επίτροπο και την νεωκόρα να καθαρίζουν. Αφού τους εξήγησα τα σχετικά με το λόγο της επίσκεψής μου, και δη τέτοια ώρα, φωτογράφισα το ναό, με την άδειά τους. Αφιερωμένος στη γέννηση της Θεοτόκου ο ναός, είναι σταυροειδής βασιλική με τρούλο, με νεοκλασικά στοιχεία, κρυστάλλινους πολυέλαιους και με ασημένια (ή τύπου ασημένια) επένδυση των εικόνων πάνω στο τέμπλο. Σε ό,τι αφορά τη δική μου αναζήτηση, εκτός από το ότι αυτή τούτη η αφιέρωση στη Γέννηση της Παναγίας  παραπέμπει σε ιερές Μάνα-και-κόρη και στα σιτηρά, αφού εορτάζεται και ως "Παναγία Μεσοσπορίτισσα,  είδα να έχει μια εικόνα Ύψωσης του Σταυρού από την  αγία Ελένη και δύο μεγάλες, όμοιες  εικόνες του καβαλάρη άη-Γιώργη τοποθετημένες αντωπά πάνω στους βόρειο και νότιο τοίχο του ναού δίπλα στις αντίστοιχες εισόδους σε αυτόν.  Συνδυασμός που μου θύμισε τη διπλή εικόνα του άη-Γιώργη στην Τόριζα και που καθιστούσε για μένα  τη διπλή αυτή, περίεργη απεικόνιση του ίδιου αγίου, ως δύο «διοσκουρικούς δίδυμους» καβαλάρηδες. Και αυτός ο ναός, όπως και τόσοι άλλοι που είχα δει στη Λακωνία, είναι χτισμένος και συντηρημένος με δωρεές των απόδημων Βρεσθενιτών στη Βοστώνη των ΗΠΑ, με τελευταία ανακαίνισή του το 1972, σύμφωνα με μαρμάρινη, ενεπίγραφη πλάκα.
Μετά ο επίτροπος και εγώ φύγαμε με το αυτοκίνητο για τον «Αγιοκωσταντίνο», αφού εκείνος πήρε μαζί του το κλειδί για να ανοίξουμε το κλειδωμένο ξωκλήσι. Πηγαίνοντας, κάποια στιγμή  ο επίτροπος μου έδειξε το ξωκλήσι που φαινόταν τώρα να δεσπόζει στην κορυφή του ορεινού πέταλου μιας κοιλάδας του Πάρνωνα, η οποία, όπως είπε, ήταν παλιότερα ο σιταρότοπος του χωριού. Οι πλαγιές της κοιλάδας ήταν όντως ζωσμένες με πέτρινες πεζούλες, μισο-κρυμμένες πλέον από τα φυτρωμένα πάνω τους πουρνάρια και από τις καλλιεργούμενες σε μερικές από αυτές ελιές, .επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά τη σχέση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με τα σιτηρά αλλά και την παρατημένη πλέον καλλιέργειά τους εδώ. 




Φτάσαμε στο περίοπτο, ολόλευκο ερημοκλήσι μέσα από ένα δύσκολο, ανηφορικό  δρόμο όλο πέτρα. Μια μαρμάρινη πλάκα πάνω από τη δυτική είσοδό του πληροφορεί ότι και εδώ έχουν συμβάλει οι ομογενείς Βρεσθενίτες της Βοστώνης για τη συντήρησή του. Καθαρό και περιποιημένο εσωτερικά με χτιστό ασβεστωμένο τέμπλο, περιέχει, όπως τα περισσότερα ξωκλήσια, τα στοιχειώδη για την τέλεση της λατρείας. Εκτός από την αφιερωματική εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω στο τέμπλο και μία ακόμα  προσκυνηματική ήταν δεξιά της εισόδου πάνω σε ένα ξύλινο στασίδι, ενώ δίπλα της σε ένα μικρότερο στασίδι, ήταν τοποθετημένη η «διοσκουρική»,  κατ΄εμέ, εικόνα της «τριάδας» του λέσβιου  νέο-αγίου Ραφαήλ με τον Νικόλαο και ανάμεσά τους την μικρή κόρη Ειρήνη, που τόσο συχνά βλέπω να την συνδυάζουν οι πιστοί με την εικόνα των αγίων Κ+Ε.   Δύο ακόμα εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  είδα  τοποθετημένες σε μια  μικρή, καμαρωτή κόγχη μέσα στο ιερό: μία κρεμασμένη πάνω στον τοίχο της κόγχης και μία πάνω  στο πεζούλι της. Η εικόνα με τρεις  όρθιες ανδρικές μορφές (Τρεις Ιεράρχες;) δίπλα σε αυτή την τελευταία, με προβλημάτισε ως προς το συνδυασμό της με αυτή αλλά δεν βρήκα απάντηση. 
Φεύγοντας από εκεί επέστρεψα στα Βρέσθενα και άφησα  με ευχαριστίες τον ευγενέστατο, εξυπηρετικό επίτροπο στον ενοριακό ναό, να συνεχίσει την ενασχόλησή του που η επίσκεψή μου είχε διακόψει και συνέχισα στον κεντρικό δρόμο προς την κατεύθυνση της Σπάρτης.  

Βασσαράς
Λίγο πριν τη διασταύρωση με τον εθνικό δρόμο Σπάρτης-Τριπόλεως, έστριψα το αυτοκίνητο αριστερά, προς το χωριό Βασσαράς και τη μονή των αγίων Αναργύρων. 
Βλέποντας και τη σχετική οδική πινακίδα, αναρωτιόμουν τι μπορεί άραγε να σημαίνει -αν σημαίνει κάτι γλωσσικά και εθνολογικά- το γεγονός ότι τα περισσότερα χωριά σε αυτή την πλευρά του Πάρνωνα, αρχίζουν με το γράμμα Βήτα: Βρέσθενα, Βαμβακού, Βαρβίτσα, Βασαράς, Βέροια.
Το να επισκεφθώ το μοναστήρι των αγίων Αναργύρων εδώ το είχα κατά νου σε όλη την προηγηθείσα περιήγηση, καθώς οι δύο αυτοί άγιοι «γιατροί», όπως έχω προαναφέρει,  απεικονίζονται «ως δίδυμοι» ενώ η εικόνα τους τοποθετείται από τους πιστούς –πολύ συχνά για να είναι τυχαίο- κοντά ή σε σχέση με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, τοποθέτηση που κατ’ εμέ τους αποδίδει και «διοσκουρικό» χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο που είχα λάβει απάντηση στο ερωτηματολόγιο που είχα αποστείλει μέσω της Ακαδημίας Αθηνών και του Μητροπολίτη μεταξύ άλλων και στον ηγούμενο αυτής της μονής, ο οποίος με είχε πληροφορήσει ότι εκτός από εικόνα των αγίων Κ+Ε στο καθολικό, παλιότερα υπήρχε και παρεκκλήσι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη μονή, πληροφορία πολύ σημαντική για μένα βεβαίως, σε συνδυασμό με την αφιέρωση της λακωνικής αυτής μονής σε «ως δίδυμους» αγίους. Στο χάρτη το μοναστήρι είναι σημειωμένο σαν  χαμένο μέσα στον ορεινό όγκο του Πάρωνα σε μια περιοχή αραιοκατοικημένη, όπως και την έβλεπα κατευθυνόμενη προς τη μονή, πολύ πετρώδη και με αραιή βλάστηση, σε σχέση με την προηγούμενη διαδρομή μου εκείνο το πρωί. 



Μια οδική ταμπέλα δήλωνε ότι είχα κάμποσα χιλιόμετρα να κάνω στο βουνό και ότι ο δρόμος οδηγούσε,  πριν φτάσω στη μονή, στο χωριό Βασσαράς. Σε λίγο το είδα  χτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά μιας ανοιχτής, εκτεταμένης κοιλάδας του βουνού. Πυκνοχτισμένο με όμορφα, πέτρινα διώροφα σπίτια το χωριό, έχει στενά σοκάκια όπου μόλις χωρούσε το μικρό αυτοκίνητό μου να περάσει. 


Στην είσοδο ενός μαγαζιού που έδειχνε να είναι τύπου παλιού παντοπωλείου, καθόντουσαν δύο ηλικιωμένες γυναίκες και συζητούσαν. Πλησίασα και τους έπιασα κουβέντα για το ποια είμαι και το σκοπό της επίσκεψής μου στο χωριό. Η μια από τις δύο, η κυρά-Ελένη, προθυμοποιήθηκε να με οδηγήσει στο σπίτι του παπά, που ευτυχώς έμενε μέσα στο χωριό. Φτάνοντας, χτυπήσαμε τραβώντας με το σχοινί,  τη  βαριά, ποιμενική μεταλλική  κουδούνα  που κρεμόταν πάνω από την τοξωτή, πέτρινη  αυλόπορτα του σπιτιού του παπά και περιμέναμε. Ένας ηλικιωμένος άνδρας πρόβαλε από την ταράτσα και μας είπε ότι ήταν ο πεθερός του παπά, ο οποίος κοιμόταν εκείνη την ώρα και ότι θα αργούσε να ξυπνήσει.
Αποχωρώντας ρώτησα την κυρά-Ελένη αν το μοναστήρι των αγίων Αναργύρων είναι πολύ μακριά και αν θα προλάβαινα, μέχρι να ξυπνήσει ο παπάς, να το επισκεφθώ εντωμεταξύ. Εκείνη μου είπε ότι προλαβαίνω και μάλιστα θέλησε να με συνοδεύσει ως εκεί γιατί είχε καιρό να πάει και της δινόταν ευκαιρία να ανάψει ένα κερί στους Αγίους. 



Φύγαμε λοιπόν μαζί με την κυρά-Ελένη και περνώντας μέσα από τα Βέροια (κι άλλο  χωριό που αρχίζει από βήτα, σκέφτηκα), χωριό που μου φάνηκε σχεδόν ερημωμένο εκείνη την ώρα, προχωρήσαμε βαθιά μέσα στην καρδιά του βουνού, ανηφορίζοντας όλο και ψηλότερα. Έλατα έντυναν τώρα το τοπίο και δεν αργήσαμε να αντικρίσουμε το μοναστήρι, χτισμένο μέσα σε ένα χαμηλό ξέφωτο  περιβαλλόμενο από τις ελατοσκεπείς βουνοκορφές. Μέσα από τον στιβαρό, μνημειώδη  πέτρινο περίβολο που περιβάλλει τη  μονή,  βλέπαμε να προεξέχει ο τρούλος του βυζαντινού καθολικού, αφιερωμένου στους αγίους Αναργύρους. Χτυπήσαμε το ηλεκτρικό κουδούνι δίπλα στην κλειστή, επιβλητική αυλόπορτα η οποία άνοιξε με ένα δυνατό κλικ και διασχίσαμε το πλακόστρωτο προαύλιο, μέχρι που ένας ευγενικός νεαρός μοναχός μας καλωσόρισε και μας οδήγησε αμέσως στο χώρο υποδοχής της μονής. Εκεί του εξήγησα τα σχετικά με εμένα και τη δουλειά μου και του ανέφερα ότι ο ηγούμενος είχε απαντήσει στο ερωτηματολόγιο που είχα απευθύνει στη μονή. Ο μοναχός μου είπε ότι ο Γέροντας (ο ηγούμενος) αναπαύεται και ότι θα πήγαινε εκείνος να τον ρωτήσει αν δίνει άδεια να φωτογραφίσω μέσα στο ναό.
Ο μοναχός έφυγε και μείναμε οι δυο μας με την κυρά-Ελένη σιωπηλές και εμείς  μέσα την απόλυτη ηρεμία και τη σιωπή που υπέβαλε ο ιερός αυτός χώρος. Ο νεαρός καλόγερος επέστρεψε σε λίγο και μας είπε ότι ο Γέροντας θυμήθηκε το ερωτηματολόγιο που είχε λάβει και ότι έδωσε την άδεια να φωτογραφίσω μόνο τη συγκεκριμένη εικόνα των αγίων Κ+Ε, ζητώντας και συγγνώμη γιατί ήταν αδιάθετος και δεν μπορούσε να μας συνοδεύσει αυτοπροσώπως στο ναό. Ο μικρός πετρόχτιστος ναός, το «καθολικό» της μονής, είναι χαρακτηριστικός βυζαντινός,  σταυροειδής με τρούλο, η στέγη του οποίου είναι καλυμμένη με πέτρινες πλάκες και όχι με κεραμίδια, υλικό αποσπασμένο μαστορικά μάλλον από το ίδιο το βουνό,  που δηλώνει την παλαιότητα του ναού όσο και τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες σε αυτό το υψόμετρο. Εσωτερικά, η σταυροειδής τοιχοποιία είναι εμφανής με την εγκάρσια κεραία  να καταλήγει σε κόγχες, βόρεια και νότια. Είναι ιστορημένη με υπέροχες, καλοδιατηρημένες και συντηρημένες τοιχογραφίες πάνω σε όλες τις επιφάνειες των τοίχων, καλλιτεχνικά έργα του 14ου αι., όπως μας πληροφόρησε ο καλόγερος και έχει εξίσου μάλλον παλαιό,  ξυλόγλυπτο τέμπλο. Η αφιερωματική εικόνα των αγίων Αναργύρων που τοποθετείται τυπικά πάνω στο τέμπλο,  μου φάνηκε νεότερης κατασκευής και περίεργη ως προς τα πρόσωπα που απεικόνιζε. Εικονίζονται όπως συνήθως οι δύο άγιοι όρθιοι  δίπλα-δίπλα με τα κουτιά των γιατρικών στα χέρια αλλά εδώ ανάμεσά τους και λίγο πίσω από τις πλάτες τους εικονίζεται και μία ψηλότερη από αυτούς, επιβλητική γυναικεία μορφή, η οποία ακουμπάει προστατευτικά τα δύο χέρια της πάνω στον δεξιό και τον αριστερό, αντίστοιχα,  ώμους των δύο αγίων.  Πρώτη φορά έβλεπα σε τέτοια απεικόνιση τους δύο αγίους και η «τριάδα» αυτή μου έφερε στο νου και άλλες ιερές «τριάδες», αρχαίες και νεότερες,  με «ως δίδυμους» άνδρες και μια γυναίκα ανάμεσά τους (όπως αυτή με την «τριάδα» Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης που είχα δει πριν λίγο στο ξωκλήσι του Αγιοκωσταντίνου στα Βρέσθενα) που τονίζει κατ΄εμέ το «διοσκουρικό» τους συμβολισμό, καθώς συνήθως σχετίζονται και με εικόνες των αγίων Κ+Ε. Η έκπληξή μου ενισχύθηκε όταν είδα στη ΒΑ γωνία του ναού, δίπλα στο τέμπλο  μια τοιχογραφία των δύο αγίων στην τυπική τους απεικόνιση. Συμπέρανα λοιπόν ότι όποιος είχε φιλοτεχνήσει την εικόνα των δύο αγίων  πάνω στο τέμπλο, που φαινόταν νεότερη, είχε για κάποιο λόγο ακολουθήσει άλλη εικονιστική παράδοση, μάλλον όχι τυπική. Ρώτησα σχετικά τον μοναχό, ο οποίος μου είπε ότι η εικόνα είναι σύγχρονο έργο ενός από τους μοναχούς, γιατί στη μονή λειτουργεί και εργαστήριο αγιογραφίας, χωρίς να γνωρίζει να μου πει γιατί ο καλλιτέχνης μοναχός την είχε ζωγραφίσει με αυτό τον τρόπο. Δεν μου επιτρεπόταν να φωτογραφίσω την εν λόγω εικόνα και ρώτησα μήπως τυχόν υπήρχε και άλλη όμοια με αυτή, φτιαγμένη από τον  μοναχό, που θα μπορούσα να την αγοράσω και μου απάντησε ότι θα ρωτούσε τον ηγούμενο σχετικά.
Στο δυτικό τοίχο του ναού στη νότια γωνία του και στη χαμηλή ζώνη της εικονογράφησης,  ιστορείται σε τοιχογραφία η ζητούμενη από μένα εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αρκετά ξεθωριασμένη με τη σπάνια (όπως είχα ήδη παρατηρήσει και σε δύο ακόμα εικόνες τους, μία στη Μυρτιά Πύργου και μία στη μεσσηνιακή Μάνη)  ιδιαιτερότητα: μόνον η αγία Ελένη και όχι ο άγιος Κωνσταντίνος να έχει υψωμένο το αριστερό της χέρι και να ευλογεί με υψωμένα δάχτυλα, στη γνωστή χειρονομία, που εικονίζονται να επιτελούν μόνον οι σημαντικοί άγιοι και πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως άνδρες. Η χειρονομία αυτή απέδιδε έντονη ιερότητα μόνο στη μορφή της αγίας Ελένης, φορτισμένη κατ’ εμέ όχι μόνο με τη χριστιανική και ιστορική βαρύτητα της μορφής της αλλά –μη συνειδητά– και με τη διαχρονική ιερότητα της θεάς Ελένης, ιδιαίτερα εδώ στη Λακωνία. Κρατώντας αυτή τη σκέψη για μένα, ρώτησα τον μοναχό σχετικά, που όμως  δεν γνώριζε να μου εξηγήσει και αυτή την εικονική ιδιαιτερότητα και μου επέτρεψε, σύμφωνα με την άδεια του ηγούμενου, να φωτογραφίσω μόνο τη συγκεκριμένη τοιχογραφία.
Βγήκαμε από το ναό στον σιωπηλό, άδειο, λίγο σκοτεινιασμένο τώρα  περίβολο και ο μοναχός μας οδήγησε εσπευσμένα στον χώρο υποδοχής και πάλι, αφού, όπως μας είπε, δεν επιτρεπόταν, ως γυναίκες, να κυκλοφορούμε μέσα στην ανδρική αυτή  μονή σε μη γιορτινή, πανηγυρική  για τη μονή ημέρα, οπότε επιτρεπόταν και στις γυναίκες να μπαίνουν στη μονή. Οι τοίχοι του καθιστικού ήταν φορτωμένοι με πλήθος εικόνων «ως δίδυμων» αγίων, όχι μόνο των αγίων Αναργύρων, ενώ και το μικρό παρεκλήσι το εντοιχισμένο πάνω από την είσοδο της μονής μάθαμε ότι είναι αφιερωμένο στους «ως δίδυμους» επίσης, αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Ο καλόγερος μας  κέρασε λουκούμι και νερό και έφυγε να ρωτήσει για την εικόνα που του είχα πει. Επέστρεψε σε λίγο κρατώντας μια πολύ μικρή εικόνα των αγίων Αναργύρων, με την γυναίκα (μάλλον την Παναγία) ανάμεσά τους, ίδια με αυτή πάνω στο τέμπλο (ζωγραφισμένη από τον ίδιο μοναχό, υπέθεσα), λέγοντας ότι μου την στέλνει ο Γέροντας ως δώρο. Ρώτησα και για το εκκλησάκι του «Αγίου Κωνσταντίνου» που είχα καταλάβει ότι ήταν στη μονή και ο μοναχός μου είπε ότι δεν υπάρχει εκεί στη μονή τέτοιο εκκλησάκι και ότι ο ηγούμενος θα εννοούσε το ομώνυμο ξωκλήσι κοντά στο χωριό Βασσαράς, όπου και σκόπευα να πάω μετά.
Επιστρέψαμε στο Βασσαρά προχωρημένο απόγευμα πλέον και αναζητήσαμε τον παπά και πάλι.  Ένας γέροντας προβάλλοντας από τον πάνω όροφο του σπιτιού  μας ενημέρωσε ότι ο παπάς αναπαυόταν ακόμα αλλά μας άνοιξε να ανεβούμε πάνω στο σπίτι, ένα παλιό αρχοντόσπιτο,  και  να τον περιμένουμε να ξυπνήσει.  Μπήκαμε σε ένα ισόγειο, μεγάλο χώρο που μου φάνηκε ότι κάποτε πρέπει να ήταν αυλή με ψηλό μαντρότοιχο που κάποια στιγμή είχε στεγαστεί με τσιμεντένια πλάκα και είχε γίνει δωμάτιο, καθώς εδώ στεγαζόταν και η παλιά πέτρινη σκάλα του σπιτιού που έδειχνε ότι κάποτε πρέπει να ήταν εξωτερική. Σε μιαν άκρη του ασβεστωμένου, κατάλευκου και πεντακάθαρου αυτού χώρου ήταν ποστιασμένα τακτικά από το δάπεδο ως την οροφή ξύλα κομμένα ομοιόμορφα, έτοιμα για την «στόφα»/θερμάστρα-κουζίνα ή το τζάκι, δεδομένου ότι ήταν τέλος Αυγούστου και τα ορεινά χωριά ετοιμάζονται από τώρα που έχει ακόμα καλοκαιρία για την κοπή ξύλων για το χειμώνα. Ο χώρος μοσχοβολούσε ξύλο ενώ η εικόνα ομορφο-ποστιασμένων με τάξη και πολλών ξύλων προκαλεί  πάντα σε μένα μια αίσθηση νοικοκυροσύνης, σχετικής ευμάρειας, ζεστασιάς και ασφάλειας, πολύ περισσότερο που  δίπλα στη σκάλα ήταν ένας μεγάλος χτιστός, «μαστορικός» φούρνος, ασβεστωμένος επίσης και με το μεταλλικό «φουρνόκλεισμα» πάνω στο στόμιό του.
Ανεβήκαμε την πέτρινη σκάλα και καθίσαμε σε έναν μικρό χώρο σαν προθάλαμο τού κυρίως σπιτιού, που έδειχνε ότι κάποτε πρέπει να ήταν το φαρδύ εξωτερικό πλατύσκαλο-ταράτσα όπου κατέληγε η πρώην εξωτερική επίσης σκάλα και που τώρα είχε μετατραπεί σε δωμάτιο, με τζαμαρία.  Εκεί μας υποδέχτηκαν οι γονείς, όπως είπαν, του παπά και πιάσαμε κουβέντα. Μάθαμε ότι είχαν ζήσει πολλά χρόνια  μετανάστες στις ΗΠΑ και ότι είχαν επιστρέψει κάποια χρόνια πριν μόνιμα στο χωριό. Δηλαδή εγώ το έμαθα, γιατί η συνοδός μου, η κυρά-Ελένη το ήξερε βέβαια, ως συγχωριανή τους. Ήταν μάλιστα μητέρα του Πρόεδρου του τοπικού Συμβούλιου του χωριού και μετά τις εξηγήσεις για το ποια είμαι εγώ και τι θέλω στο χωριό, μιλούσαν και  για τοπικά ζητήματα και μάλιστα για ένα γλέντι που είχε οργανώσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού το προηγούμενο βράδυ με χορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών, λαϊκή ορχήστρα με τραγουδιστή τον θρακιώτη Χρόνη Αηδονίδη και ήταν όλοι ενθουσιασμένοι από τη γιορτή.
Ο παπάς αργούσε ωστόσο, περιέργως, να ξυπνήσει (μάλλον εξαιτίας του χθεσινοβραδινού γλεντιού, σκέφτηκα),   και έτσι τηλεφώνησαν στον Επίτροπο της εκκλησίας να έρθει να με οδηγήσει στο ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» και να μου ανοίξει και την εκκλησία του χωριού. Σε λίγο ήρθε ένας λεπτός, ευγενικός γέροντας και αφού κάθισε λίγο εκεί μαζί με όλους συζητώντας και αφού του εξήγησα ποια ήμουν και τι ήθελα, δέχτηκε ευχαρίστως  να με συνοδεύσει στον «Αγιοκωσταντίνο». Όταν βγήκαμε από το σπίτι είδαμε ότι ψιλόβρεχε οπότε οι νοικοκύρηδες μας δάνεισαν μια ομπρέλα κάτω από την οποία βαδίσαμε μαζί ως το αυτοκίνητο. Ξεκινήσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το ξωκλήσι, στα νότια του χωριού, ενώ η βροχή είχε ήδη σταματήσει. Φτάσαμε στο περίβλεπτο, ασπροβαμμένο  ερημοκλήσι, χτισμένο πάνω  σε ένα χαμηλό ύψωμα στο κέντρο περίπου ενός είδους γυμνής από δέντρα,   «λάκας» που απλώνεται ανάμεσα σε χαμηλούς, δασωμένους λόφους, πρώην σιταρότοπος του χωριού και εδώ, όπως με πληροφόρησε ο γέροντας επίτροπος.  




Ξεκλείδωσε τη σκούρα σιδερένια πόρτα και μπήκαμε στο εκκλησάκι που ήταν εσωτερικά  απέριττο, καθαρό και περιποιημένο με ξύλινη δίρριχτη οροφή και χτιστό βαμμένο  γαλάζιο τέμπλο με τις δεσποτικές εικόνες και  ελάχιστες άλλες εικόνες να κρέμονται στους τοίχους. Εκτός από την αφιερωματική πάνω στο τέμπλο, άλλη μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, [σαν] ασημοντυμένη, ήταν τοποθετημένη πάνω σε στασίδι με πολυτελή «ποδιά» στο κέντρο του ναού, για προσκύνημα. Όσο εγώ φωτογράφιζα ο ευσεβής γέροντας  επίτροπος  άναβε τα καντήλια και ταυτόχρονα μου μιλούσε για το εκκλησάκι, το χωριό και την οικογένειά του.  Έμαθα λοιπόν ότι το εκκλησάκι είναι νεότερο, χτισμένο –όπως τόσα άλλα- γύρω στο 1960 πάνω σε παλιότερο ναΐσκο που είχε ερειπωθεί, με δαπάνη κάποιου χωριανού που ζει τώρα στην Αυστραλία. Στο νότιο τοίχο, γωνία με το τέμπλο, δίπλα σε μια ακόμα εικόνα των αγίων Κ+Ε, είδα μια ακόμα «ως δίδυμων», «διοσκουρικών» αγίων, όπως είχα παρατηρήσει επανειλημμένα: την εικόνα της αγίας Τριάδας.
Επιστρέφοντας στο Βασσαρά, με συνόδευσε και στον ενοριακό ναό του αγίου Γεωργίου. Η εκκλησία είναι παλιά, αρκετά φθαρμένη εσωτερικά με τοιχογραφίες θαμπές και καπνισμένες, αφού, όπως έλεγε ο επίτροπος, άρχισε να χτίζεται το 1823 και εικονογραφήθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Πάνω στο βόρειο τοίχο είδα τοιχογραφία των αγίων Κ+Ε ενώ μια ακόμα εικόνα τους ήταν τοποθετημένη πάνω σε στασίδι εμπρός από το τέμπλο, αριστερά, δίπλα στο βημόθυρο με την εικόνα του αρχάγγελου Μιχαήλ. Στις τοιχογραφίες όσο και σε κινητές εικόνες, παρατήρησα και αρκετές με ως «δίδυμα» ζεύγη αγίων.
Όταν βγήκαμε από την εκκλησία ήταν πλέον σούρουπο. Ευχαρίστησα τον τόσο ευγενικό ξεναγό μου και καθώς τον αποχαιρετούσα, με κάλεσε να επιστρέψω στο χωριό την επομένη, 23 Αυγούστου, γιορτή των «Εννιάμερων» της Παναγίας που θα είχαν γιορτή στο χωριό. Του είπα ότι ήταν μάλλον δύσκολο γιατί ήθελα να παρακολουθήσω το πανηγύρι στη Ζερμπίτσα και έφυγα, παραλείποντας να τον ρωτήσω το λόγο που γιόρταζαν εκείνη την γιορτή αφού ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στον άη-Γιώργη…
Έφτασα νύχτα στη Σπάρτη, κουρασμένη και νηστική (εκτός από το λουκούμι του καλόγερου και ένα γλυκό του κουταλιού στο σπίτι του παπά δεν είχα φάει τίποτα άλλο όλη μέρα) και αφού «ξεπέζεψα»  στο ξενοδοχείο, βγήκα για φαγητό. Τρώγοντας μόνη σε ένα εστιατόριο, έκανα νοερά τον απολογισμό της περιήγησης εκείνης της ημέρας. Συλλογιζόμουν ότι και σε αυτή, τη βορειοδυτική, λακωνική  πλευρά του Πάρνωνα είναι «παρούσα» με διάφορους,  λανθάνοντες και μη,  τρόπους, η λατρεία και η μνήμη της Ελένης, είτε ως χριστιανικής αγίας στο πλευρό του Κωνσταντίνου, είτε ως αρχαίας θεάς και βασίλισσας στο πλάι του Μενέλαου. Πότε με ξωκλήσια μέσα σε σιταρότοπους ή κοντά σε αρχαίους ναούς, πότε με την ενισχυμένη παρουσία εικόνων των αγίων Κ+Ε συνδυαστικά και με αυτές «διοσκουρικών», ως δίδυμων αγίων, πότε με την προφορική αφήγηση για τον Μενέλαο φαινόταν να μην είναι και τόσο  «λησμονημένη» θεά η Ελένη, έστω και μέσα από έμμεσα, κρυμμένα  τεκμήρια.
Όπως ερχόμουν από τον Βασσαρά πριν λίγο, στη διασταύρωση με την εθνική οδό Τρίπολης-Σπάρτης όπου σμίγουν σχεδόν ο Πάρνωνας με τον Ταγετο αφήνοντας ένα σχετικά στενό άνοιγμα ως «πύλη» ανάμεσα σε Λακωνία και Αρκαδία  αλλά και στον άνω ρου του Ευρώτα, προσπέρασα την πινακίδα που σηματοδοτούσε το σημερινό χωριό Σελλασία, όνομα που πήρε προφανώς από τον αρχαίο, γνωστό σπαρτιατικό οικισμό σε αυτή τη θέση. Σκέφτηκα λοιπόν ότι δε γινόταν να μην επισκεφθώ και αυτό το χωριό, ολοκληρώνοντας την περιήγηση σε όλα σχεδόν τα χωριά ανατολικά και δυτικά του άνω ρου του Ευρώτα. Καθώς βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από τη Σπάρτη κατέστρωσα πρόγραμμα  να επισκεφθώ και τη συγκεκριμένη περιοχή την επομένη το πρωί, πριν πάω στη μονή Ζερμπίτσας αφού ο εκεί πανηγυρικός εσπερινός  και το πανηγύρι  θα «ξεκινούσε» το απόγευμα…

(συνεχίζεται) 








[1]Τις σχετικές, περαιτέρω ετυμολογικές και θρησκειολογικές αναζητήσεις μου όπου υποστηρίζω ότι μπορεί να την ταυτίζουν και με την Ελένη ως θεά, βλ.  στο: http://fiestaperpetua.blogspot.com/2017/03/blog-post.html).
[2] Αργότερα που αναζήτησα το χωριό στην  google είδα ότι το παλιό όνομα ήταν «Κωτσαντίνα» και όχι Κωνσταντίνα, όπως μάλλον είχα παρακούσει εγώ. Ωστόσο πρόκειται για το ίδιο όνομα γιατί ένα από τα υποκοριστικά του Κωνσταντίνος είναι «Κώτσος», οπότε Κωνσταντίνος>Κωνσταντίνα>>Κώτσος>Κωτσαντίνα και λυπήθηκα πιο πολύ που δεν το επισκέφθηκα γιατί είδα στις φωτογραφίες ότι είναι όμορφο και αρκετά μεγάλο χωριό, μέσα σε υπέροχο φυσικό περιβάλλον κάτω από τις κορυφές του Ταγετου.
[3] Βλ. σχετικά στο http://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/10/icons-of-saints-constantine-and-helen_27.html
[4] Είναι χαρακτηριστικό το παραδοσιακό τραγούδι που επιτελείται κατά  το στόλισμα και την αναχώρηση της νύφης από το πατρικό της σπίτι, το  …΄Ασπρη μπαμπακιά είχα στην πόρτα μου…: https://www.youtube.com/watch?v=Cx88HBRtXg (το άκουσα  και το αντέγραψα στις 13/11/2018)
[5] Σύμφωνα με άλλο γαμήλιο τραγούδι που αναφέρεται σε κόρη που γνέθει βαμβάκι: …-Πού πας Ελένη από βραδιού που πας τώρα το βράδυ;/ -Πάου στη θειά μου τη Γιαννού πάου να νυχτονέσω / να νέσω τα βαμβάκια μου να ξάνω τα μαλλιά μου / να φτιάσω μπόλια του γαμπρού… ( σχετικά με το τραγούδι βλ. στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2013/01/blog-post.html)
[6] Αργότερα έμαθα ότι ο ναός φέρεται να είναι χτισμένος πάνω στον αρχαίο ναό της «Αρτέμιδος Καρυάτιδος», αρχιτεκτονικά μέλη του οποίου αποκαλύφθηκαν εντοιχισμένα στο εκκλησάκι σε μεταγενέστερες εργασίες συντήρησής του, πληροφορίες που ενίσχυσε βεβαίως αυτές τις επιτόπου υποθέσεις μου.
[7] Βλ. Παυσανίας….

Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.