Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του κύκλου του χρόνου και της βλάστησης. Ο ολονύχτιος αγερμός της "Λαζάρας" στη Βόνιτσα ("Lazara": a hole night long, male ritual in Vonitsa, Greece)


Μέρος Α΄

(το  μέρος Β΄, με τα τραγούδια, συνέχεια, μετά τις υποσημειώσεις του Α΄Μέρους)


Εδώ διαβαίν’ ο Λάζαρος με δώδεκ’ αποστόλους…: 
η Λαζάρα , ένα  εαρινό, ανδρικό αγερμικό δρώμενο


Βόνιτσα. Οι καλαντιστές ψάλλουν τη "Λαζάρα" στη νοικοκυρά του σπιτιού τη νύχτα της 21ης προς 22 Απριλίου 2000

[Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο: Ελένη Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και Αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ 24, Αθήνα 2008, σ. 248-281, 443-449, όπου  και οι πλήρεις τίτλοι των εδώ βιβλιογραφικών αναφορών ((Βλ. http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?TEMPORARY_TEMPLATE=10&image=/media/gallery/high/2232/images/big/eksofyllo_ghs.jpg) 

Πρώτη δημοσίευση, βλ : Ελένη Ψυχογιού, «Η πόλη θυμάται αγρυπνώντας. Εαρινά δρώμενα στη Βόνιτσα: λατρευτικές πρακτικές και συλλογική μνήμη», στο Μπάδα Κωνσταντίνα (επιμέλεια), Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, (Πρακτικά Ημερίδας, 23 Σεπτεμβρίου 2000), έκδοση Παν/μιο Ιωαννίνων-Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου, Αγρίνιο 2003, σ.  77-115)].

Βλ. και τοπικές μαρτυρίες σχετικά με τη Λαζάρα  στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/04/1.html

Οι φωτογραφίες τραβηγμένες κατά το 1999 και κατά την επιτέλεση του αγερμού στις 21-22.4.2000,  από την γράφουσα, Ε.Ψ.

Στις υποσημειώσεις όχι μόνο βιβλιογραφικές αναφορές αλλά και κείμενα συμπληρωματικά του κυρίως κειμένου. 


Βόνιτσα. Θέα του  Αμβρακικού  από το κάστρο. Στο βάθος η νήσος Κορωνησία (Μάης 1999)




Βόνιτσα. Πάνω και κάτω: άποψη του λιμανιού και  της κωμόπολης από το Ενετικό κάστρο . Στο βάθος το βουνό "Ορνός" πληγωμένο από το  το νταμάρι πέτρας (Μάης  2000)



Βόνιτσα 1999. Η παραλιακή πρόσοψη της πόλης, το λιμάνι και το ενετικό κάστρο πάνω στο λόφο

Τα δρώμενα  που σχετίζονται με τη γιορτή του Λαζάρου είναι γνωστά και μελετημένα στον κεντρικό και βορειοελλαδικό χώρο περισσότερο, κυρίως ως παγανιστική, εαρινή αγερμική ή και θεατρική νεκραναστάσιμη τελετουργία παιδιών[1] με μαγικό, λατρευτικό, ευετηρικό, γονιμικό περιεχόμενο και έντονα κοινωνικό και παιδευτικό χαρακτήρα αλλά και ως μυητικό δρώμενο κοριτσιών στην εφηβεία[2]. Λαζαρικός παιδικός αγερμός τελείται και σε όλο το Ξηρόμερο, παλιότερα σχεδόν αποκλειστικά από αγόρια που τα φιλοδώριζαν με αβγά και χρήματα και σήμερα από παιδιά και των δύο φύλων.[3] 


 Χάρτης της ευρύτερης περιοχής της ΒΔ Αιτωλοακαρνανίας (Ξηρόμερο) με την Βόνιτσα στο ΝΔ άκρο του Αμβρακικού κοντά στο Άκτιο, στην Πρέβεζα και στη νήσο Λευκάδα στο Ιόνιο  
(πηγή: https://www.google.gr/search?q=βόνιτσα+χάρτης&espv=2&tbm=isch&tbo=u&source=univ&sa=X&ved=0ahUKEwjh1vSsxPvSAhVHuhoKHfYd)

Αυτοί που δεν είναι εξίσου γνωστοί, είναι οι ανδρικοί λαζαρικοί αγερμοί. Στη Δυτική Ελλάδα (η οποία, με σχετικό σύνορο τον ορεινό όγκο της Πίνδου και της παραφυάδες του στην Πελοπόννησο, αποτελεί ιδιαίτερο, ενιαίο γεωπολιτισμικό χώρο) ο αγερμός του Λαζάρου επιτελείται και στο πλαίσιο μιας μουσικής επαιτείας από ομάδες ανδρών, από τις αρχές του 19ου αι. τουλάχιστον, όπως προκύπτει από τις σχετικές γραπτές και προφορικές μαρτυρίες αλλά έμμεσα και από τις αποθησαυρισμένες παραλλαγές του τραγουδιού στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (στο εξής ΚΕΕΛ)[4]. Ο εκχρηματισμός του δώρου −σε συνδυασμό με το status και την ηλικία των τελεστών (ηλικιωμένοι, που συνήθως ανήκουν σε οικονομικά ασθενείς ή/και σχετικά περιθωριακές κοινωνικές ομάδες)− και η προσωπική ιδιοποίησή του συμβάλλει στη χρήση των αγερμών για την κατά ένα τρόπο «ανακατανομή» του πλούτου με τη μορφή τελετουργικών απολαβών, εν όψει μάλιστα της σπατάλης που απαιτείται στις γιορτές που αφορούν αλλά και την ευσπλαχνία που αυτές κινητοποιούν (βλ. και μαρτυρία αρ. 2, στην ανάρτηση με τις τοπικές μαρτυρίες).[5] Η δράση αυτών των κοινωνικών ομάδων σε ρόλους τελετουργικούς, αφορά και τη διαβατήρια εποχική και κοινωνική ανατροπή, αφού κατά ένα τρόπο οι υποβαθμισμένες στην καθημερινότητα παρουσίες τους αναβαθμίζονται μέσα από μια αντιστροφή ρόλων και γίνονται φορείς ιερότητας και μαγικής δυναμικότητας επ’ αγαθώ ή/και, δυνητικά, επί κακώ. (βλ. και τους "Γενίτσαρους", ανάλογο ανδρικό αποκριάτικο δρώμενο  στη ΒΔ Ηλεία, στο http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2015/02/blog-post.html).


Βίνιτσα. Οι καλαντιστές ψάλλουν τη "Λαζάρα" στη νοικοκυρά και στο νοικοκύρη του σπιτιού τη νύχτα της 21ης προς 22 Απριλίου 2000

 Ως τέτοιο ανδρικό δρώμενο επιτελείται −για τρίτη τουλάχιστον γενιά τελεστών− ο αγερμός του Λαζάρου και στη Βόνιτσα. Κατά τις μαρτυρίες, το εισήγαγε και το επιτελούσε για χρόνια μαζί με ομάδα ενήλικων καλαντιστών ένας ντόπιος Γύφτος κατά τις πρώτες δεκαετίες του λήξαντα αιώνα (βλ. την ανάρτηση με τις τοπικές  μαρτυρίες, αρ. 2).[6] Η πληροφορία είναι σημαντική, τόσο ως προς το οικονομικό, επαιτικό νόημα του αγερμού αλλά και όσον αφορά τη συμβολή της συγκεκριμένης εθνοπολιτισμικής ομάδας στη διάδοση και τη μουσική επιτέλεση των εθίμων μέσα από τα επικοινωνιακά πολιτισμικά δίκτυα γενικότερα.[7]
Οι επαιτικοί αγερμοί, που παλιότερα γίνονταν με περιήγηση σε περισσότερα του ενός χωριά, απαιτούν τη συμμετοχή ανδρών, ομαδικότητα, συλλογικότητα, αντοχή στις κακουχίες και την ανάδειξη ενός άτυπου «αρχηγού», ο οποίος πρέπει, πέρα από την καλή γνώση του εθίμου και την ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό, να διαθέτει και άλλα ανάλογα προσόντα: να είναι επικοινωνιακός, να έχει σχετικό κύρος, καλή γνώση της περιοχής και των κατοίκων και να είναι διπλωματικός και ευαίσθητος ως προς το τραγούδισμα των στίχων που αφορούν τον καθένα προσωπικά. Δεδομένου και του οικονομικού χαρακτήρα του εθίμου, χρειάζεται δεξιότητα στην αντιμετώπιση απρόοπτων ή και επικίνδυνων ακόμα καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν κατά την περιήγηση καθώς και των δύσκολων ενίοτε χειρισμών που απαιτούν, που βαρύνουν κυρίως τον επικεφαλής (π.χ. επίθεση σκύλων ή παλιότερα και ληστών κλπ.). Και οι ίδιες οι αγερμικές παρέες όμως δημιουργούν κάποτε προβλήματα με ανάρμοστη συμπεριφορά: διαφωνίες, καυγάδες ως προς τη μοιρασιά των υλικών ή χρηματικών απολαβών ή, όταν ήταν περισσότερες της μιας και ανταγωνιστικές, ακόμα και μάχες μεταξύ τους (πέραν των τελετουργικά δραματοποιημένων αψιμαχιών). Σε δύσκολες ιστορικές και κοινωνικές περιόδους (κατοχές, πολεμικές συγκρούσεις, αστάθεια, φτώχεια) οι ανδρικοί αγερμοί μπορεί να μεταβληθούν και σε πλιάτσικο[8]. Αυτές οι παραβατικές συμπεριφορές –που εντάσσονται εξάλλου τελετουργικά στην ιερότητα του αγερμού− σε συνδυασμό και με τις σε πολλά μέρη ζωόμορφες ή τερατόμορφες μεταμφιέσεις των τελεστών, τονώνουν την αμφιθυμία που καθιστά αυτά τα έθιμα ευετηρικά επιθυμητά αλλά και δεισιδαιμονικά τρομερά ταυτόχρονα και ενίοτε ανεπιθύμητους τους καλαντιστές [9].
Το δρώμενο της Λαζάρας στη Βόνιτσα τελείται σήμερα δημόσια ως ένας ολονύχτιος αναστάσιμος αγερμός, κατά τον οποίο τετραμελής ομάδα ανδρών περιφέρονται σε σπίτια της πόλης και τραγουδούν αρθρωτά λατρευτικά άσματα που συναποτελούν ένα ενιαίο μουσικό και ποιητικό σύνολο, την ομώνυμη Λαζάρα, ξεσηκώνοντας ταυτόχρονα απ’ τον ύπνο τους καλαντιζόμενους[10]. Το τραγούδι ψάλλεται εδώ με έντονη αναφορά στο ύφος και την τεχνοτροπία της παραδοσιακής εκκλησιαστικής μουσικής, πράγμα που συνάδει με τον θρησκευτικό χαρακτήρα της τελετουργίας[11]. Η Λαζάρα −όπως όλα τα αντίστοιχα εορτάσιμα (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς κλπ.) κάλαντα− περιέχει στίχους εισαγωγικούς που αφορούν, εξαγγέλλοντάς την, τη συγκεκριμένη χριστιανική γιορτή, λόγω της εορταστικής συγκυρίας του δρώμενου με τη νεκρανάσταση του αγίου Λαζάρου. Ταυτόχρονα όμως οι αρχαϊκοί στίχοι της αφορούν και τις προχριστιανικές  δοξασίες για την ενιαύσια νεκρανάσταση του νεαρού θεού ή δαίμονα της βλάστησης που σχετίζονται με την εαρινή χρονική συγκυρία που αφορά ο αγερμός. Με αυτούς αρθρώνονται άλλα σύνολα στίχων που, παραλλασσόμενοι κατά περίπτωση, αφορούν τα βιοτικά επεισόδια ή/και απευθύνονται στα μέλη της κάθε οικογένειας ατομικά, επαινώντας τα ή και περιπαίζοντάς τα, προβάλλουν κανονιστικά και ευλογούν την κοινωνική ευταξία, απαξιώνουν τις παραβάσεις και εκφράζουν ευχές για γονιμότητα, υγεία, καλοχρονιά και ανανέωση, προκαλώντας επί τούτου μαγικά τη δύναμη της αναστάσιμης τελετουργίας και λατρευτικά την αρωγό παρουσία του θείου ή δαιμονικού προσώπου που αυτή αφορά (βλ. τα τραγούδια και σχετικά σχόλια πάνω στους στίχους στο Επίμετρο Α΄, αρ. 1) [12].
Το συγκεκριμένο εισαγωγικό ποιητικό κείμενο του τραγουδιού που κατέγραψα και δημοσιεύεται εδώ (βλ.παρακάτω,  Μέρος Β΄, αρ. 1) φαίνεται να επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Ελλάδα. Μια παραλλαγή από τη Λευκάδα (η οποία γεωπολιτισμικά έχει στενή συγγένεια με την περιοχή του Ξηρομέρου) καταγραμμένη το 1875, αναδεικνύει μεταφορικά, όπως και της Βόνιτσας, τη νεκρανάσταση του θείου προσώπου αλλά με πρόσθετα πολιτισμικά στοιχεία ως προς τον τρόπο και τον τόπο: Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας / να πούμετε το Λάζαρο εδώ στ’ αρχοντικό σας / εδώ διαβαίν’ ο Λάζαρος με δώδεκ’ αποστόλους / και πάλε ματαγύρισε με δεκατρεις αγγέλους / όθεν περάσει και διαβεί πουγάδια φανερώνει / πουγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες…[13] Εδώ η λέξη πουγάδια και μάλιστα πετροπήγαδα, πρέπει να σημαίνει τους ανοιγμένους τάφους δεδομένης της νεκραναστάσιμης σημασίας του δρώμενου και σε συνδυασμό με το ότι αυτά τα πουγάδια φανερώνονται ταυτόχρονα με την «νεκραναστημένη» παρουσία του «Λάζαρου» σε «αυλές μαρμαρωμένες» (που υποδηλώνουν μάλλον το χώρο του νεκροταφείου). Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι ανάλογοι στίχοι −που εκφωνεί ο Χάρος− περιέχονται στον «Πανάρατο», θεατρικό έργο που παίζεται τις Απόκριες, και επιχωριάζει στην ίδια γεωπολιτισμική περιοχή, τη δυτική Στερεά και την Ήπειρο: «…Κόκκαλα, κόκκαλα, αστραπές βροντές ομάδι / την γην εκατατάραξα και βγήκα από τον Άδη…».[14] Οι στίχοι υπονοούν και εδώ ομαδικό άνοιγμα τάφων ταυτόχρονα με την νεκρανάσταση φονευθέντων εραστών, ενώ είναι αξιοσημείωτο το ότι το έργο στα Γιάννενα παιζόταν στα «Εβραίικα Μνήματα».[15] Η σύμπτωση αυτή είναι νομίζω αποκαλυπτικά σημαίνουσα για τη διάδοση στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου των αναστάσιμων αυτών δοξασιών, καθώς θυμίζει και το σχετικό χωρίο από την Καινή Διαθήκη για το άνοιγμα των τάφων με τη νεκρανάσταση του Χριστού: «…και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνημεία ηνεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν αυτού…» (κατά Ματθαίον, 27. 52-54) ή και βεβαίως για το πόσο μπορεί το χωρίο αυτό της Καινής Διαθήκης να έχει επηρεάσει τα εν λόγω λαϊκά δρώμενα, αν και οι στίχοι του τραγουδιού δείχνουν να είναι αρχαϊκοί.
 Το τραγούδισμα του συνόλου του τραγουδιού, εδώ και αλλού, αποτελεί τελετουργικά ένα είδος επικήδειου θρήνου (έναν από όλους που τελούνται κυρίως από γυναίκες στις σχετικές τελετουργίες αυτή την εποχή αλλά εδώ τον «χειρίζονται» άνδρες), σαν αυτούς συνθέτουν και επιτελούν οι μοιρολοΐστρες για τον ανθρώπινο θάνατο[16]. Όμως σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στους θρήνους για τους θνητούς, όπου η ανάκληση του νεκρού στον επάνω κόσμο είναι δεισιδαιμονικά και τελετουργικά απαγορευμένη ως μιαρή, εδώ, επειδή πρόκειται για θρησκευτική τελετουργία που αφορά τη διάβαση και αναγέννηση του θείου προσώπου −και συμβολικά την ανακύκλωση και ανανέωση της φυσικής, πανανανθρώπινης αλλά κατ’ επέκταση και της κοινωνικής ζωής− ο «νεκρός» ανακαλείται με μαγική επιτακτικότητα και δραματική παραστατικότητα πίσω στη ζωή. [17] Η –αέναη− αυτή επιστροφή, που σημαίνει τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, αναιρεί εν τέλει το θεατρικό θρηνητικό χαρακτήρα και καθιστά την τελετουργία αναστάσιμα και αναγεννητικά  γιορταστική.


Οι "γέροι" λένε τον Λάζαρο και στην περιοχή των Ιωαννίνων. Εδώ σε αναπαράσταση του πώς  οι καλαντιστές έφεραν το καλάθι με τα λουλούδια και τα κουδούνια παλιότερα, από τις ειδήσεις στο κανάλι ITV των Ιωαννίνων, 19.4.2019

Οι άνδρες «λαζαριστές» περιηγούνται ολονυχτίς[18], σε μια μαγική αγρυπνία, συγκεκριμένα σπίτια της πόλης κάνοντας μια τελετουργικά και κοινωνικά σημαίνουσα επιλογή, δεδομένου ότι το τραγούδισμα της Λαζάρας απαιτεί πλήρη γνώση της κατάστασης της εκάστοτε οικογένειας και όλων των μελών της, αφού το τραγούδισμά της απευθύνεται ειδικά στο καθένα απ’ αυτά, ως προς το φύλο, την ηλικία, το status, το επάγγελμα και άλλες κοινωνικές παραμέτρους[19]. Αφορά δηλαδή τη σωματική και πνευματική υγεία αλλά και το μαγικά δεσμευόμενο, επιθυμητό και πρέπον, προσωπικό και κοινωνικό, παρόν και μέλλον κάθε ατόμου, ως προς το ρόλο του ως ενεργού μέλους της κοινότητας. Έτσι η τελεστική ομάδα επισκέπτεται τα σπίτια ντόπιων, παλιών και γνώριμων σ’ αυτή Βονιτσάνων, ψάλλοντας στίχους παμπάλαιους και δεόντως ταιριαστούς στον καθένα χωριστά[20]. Αυτοί περιμένουν –κατά κανόνα κοιμισμένοι− τους καλαντιστές με αντιφατικά, διφορούμενα συναισθήματα: χαρά και σεβασμό για την απρόσκοπτη συνέχεια της επιτέλεσης του έθιμου με την ευετηρική-ευχετική του σκοπιμότητα αλλά και δεισιδαιμονικό φόβο και μεταφυσική αγωνία για την οικογενειακή υγεία και την καλοχρονιά[21]. Ξυπνώντας και εγειρόμενοι με το άκουσμα του τραγουδιού (πράγμα που τους κάνει να συμμετέχουν μιμοδραματικά στην αναστάσιμη τελετουργία, έστω ασυνείδητα, ως «θεατές» και τελεστές ταυτόχρονα) δέχονται τις ευχές και κερνούν (οι οικοδέσποινες κυρίως) τους καλαντιστές με ποτά ή γλυκά και οπωσδήποτε χρήματα.[22] Κατά τις μαρτυρίες, την αγερμική παρέα των μεσήλικων ή και γερόντων ανδρών συνόδευε −ως την προηγούμενη γενιά καλαντιστών αλλά και πιο πρόσφατα ενίοτε− ένα νεαρό αγόρι το οποίο κρατούσε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια (ρόλο που είχε διαδραματίσει για χρόνια και ο σημερινός «αρχηγός», ως έφηβος, στην «παρέα» του πατέρα του), όπου συγκεντρώνονταν τα αβγά που έδιναν τότε, επιπλέον των χρημάτων, ως αντιδώρισμα οι νοικοκυρές.[23] Η συμμετοχή του νεαρού αγοριού (που εφέτος ενσαρκωνόταν στο πιο νέο απ’ τα μέλη της ομάδας, ψάλτη στην εκκλησία του αγ. Σπυρίδωνα), πέρα από τη σκηνική και πρακτική της σκοπιψχμότητα, συνδέει την ανδρική αυτή τελετουργία με την παιδική, της οποίας η τέλεση από νεαρά αγόρια έχει να κάνει και με τον αναγεννητικό συμβολισμό της (βλ. και παρακάτω, μέρος Β΄ την εισαγωγή, και στην ανάρτηση με τις μαρτυρίες τις αρ. 1 και 2). Κουδούνια, που φέρονται ως μουσικά όργανα σε πολλές λαϊκές τελετουργίες, συνόδευαν ως την προηγούμενη γενιά καλαντιστών και εδώ τον αγερμό[24].



Βόνιτσα. Ο βυζαντινός ναός της "Παναγίας στη Χώρα" κάτω από το ενετικό κάστρο στα  δυτικά (Μάης 1999)


Βόνιτσα. Η "περαταριά", στενή λωρίδα θάλασσας δυτικά του κάστρου όπου αράζουν  ψαρόβαρκες. Στο βάθος δεξιά  η  βυζαντινή "Παναγία της Χώρας" (Μάης 1999)

Το τραγούδισμα της Λαζάρας, δεν μαγεύει επ’ αγαθώ τα μέλη της κοινότητας μόνο σε οικογενειακό και ατομικό επίπεδο αλλά και σε συλλογικό. Απλώνει τη μαγική του δύναμη σ’ όλη την κοιμισμένη αυτή την ώρα πόλη και τον περιβάλλοντα χώρο, καθώς οι καλαντιστές περιηγούμενοι τη διατρέχουν τελεστικά, ενώ η βροντόφωνη ψαλμωδία, ευάκουστη μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά, διαχέεται παντού: πάνω απ’ τα τείχη του παλιού Κάστρου −πηγαίνοντας και πίσω, στη βυζαντινή Χώρα−, στις γειτονιές, τους δρόμους και τα σοκάκια, πάνω απ’ τις εκκλησιές, τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια, στις λουλουδιασμένες υγρές αυλές και τους κήπους και χάνεται προς το λιμάνι, αιωρούμενη πάνω απ’ τη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας, ενώ κατά τις μικρές πρωινές ώρες σμίγει με το πρώτο κελάδημα των αγουροξυπνημένων πουλιών[25]. Δένει έτσι μαγικά, ως επωδή και ευλογεί τους ανθρώπους (καλαντιστές, καλαντιζόμενους και μη, αγρυπνούντες και κοιμισμένους, παρόντες και ξενιτεμένους) αλλά και ό,τι συνιστά την ίδια την πόλη ως φυσικό, δομημένο, κοινωνικό (αλλά και ιστορικό) περιβάλλον, ασφαλίζοντας την απρόσκοπτη ροή και την ανανέωση της κοινότητας.
Η επιτέλεση της Λαζάρας αποτελεί κάθε φορά ένα νέο, ανεπανάληπτο μουσικό γεγονός μέσα στη συγκυρία της εκάστοτε ζωντανής προφορικής πραγματοποίησής της που χάνεται άμα τη τελέσει του. Μέσα από τη φθορά της μακραίωνης προφορικής παράδοσης, την κινητικότητα, τις κατά τόπους αλληλεπιδράσεις, τους νεωτερισμούς, την ώσμωση με χριστιανικά, λόγια και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, τα τραγούδια προκύπτουν συχνά ως μια αφαιρετική κωδικοποίηση. Έτσι παραδίνονται από γενιά σε γενιά μέσω της ελληνικής γλώσσας, της τελετουργικής μνήμης αλλά και της αναπαραγωγής τους στο πλαίσιο της συνολικής κάθε φορά επιτέλεσης του δρώμενου. Έχουμε την τύχη ωστόσο να διαθέτουμε για συγκριτική μελέτη κάποιες «ακινητοποιημένες», δηλαδή παραδομένες μέσω της γραπτής παράδοσης, παλιότερες πολύστιχες παραλλαγές, πλούσιες σε αφηγηματικούς και κυρίως σε επαινετικούς-κανονιστικούς στίχους που αφορούν μια ποικιλία προσώπων σε σχέση με το κατά φύλο, ηλικία, συγγένεια, κοινωνικό και θεσμικό status, μερικές και από την ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και της Δυτικής Ελλάδας γενικότερα[26].
Η δυνατότητα παρατήρησης τόσο των τελεστών και των τελετουργικών δράσεων, όσο και της ακρόασης των τραγουδιών σε συνθήκες ζωντανής επιτέλεσης σε συνδυασμό και με τη συγκριτική μελέτη τους με το σύνολο των αποθησαυρισμένων παραλλαγών (με έμφαση στην ευρύτερη κάθε φορά τοπικότητα) και τη δομολειτουργική τους ανάλυση σε σχέση με το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί να είναι αποκαλυπτική ως προς πολλά ζητήματα [27]. Εν προκειμένω, στην περίπτωση της Λαζάρας, σχετικά με τη θρησκευτική σημασία της, αφού “…δεν υπάρχει παρά ένας τρόπος για να προσεγγίσει [ο ερευνητής] τη θρησκεία: η προσήλωση στα θρησκευτικά συμβάντα…”[28]. Μέσα από μια τέτοιου είδους προσέγγιση και συγκριτική μελέτη προκύπτει, νομίζω, πως όχι μόνο πίσω από τους εισαγωγικούς-«ιστορικούς» αλλά επίσης και πίσω από τους τυπικούς στίχους με επαινετικό-κανονιστικό περιεχόμενο που αφορούν τα πρόσωπα του σπιτιού, προβάλλουν υπολανθάνοντα και κάποια συμβολικά γεγονότα φάσεων του κύκλου της ζωής (γέννηση, ανατροφή-παιδεία, ενήβωση, γάμος, θάνατος-ανάσταση κ.ά) του ιερού θεϊκού προσώπου που αφορά η τελετουργία −και ό,τι αυτά αναπαριστούν− ως τα μυθικά επεισόδια μιας υποβαθμισμένης, ως προς τη θρησκευτική σημασία της, αρχαϊκής συνολικής μουσικής και λατρευτικής παράδοσης.[29] Πράγμα που υποδηλώνεται και από την τελετουργική στερεοτυπία, τον παραμυθιακό, πλουσιότατο συχνά σε αφηγηματικά, όσο και μαγικά στοιχεία λόγο και το λογοτεχνικό ποιητικό κάλλος των τραγουδιών, όπως φαίνεται ιδιαίτερα σε μερικές από τις παλιότερα καταγραμμένες πολύστιχες συγγενείς παραλλαγές από τη Δυτική Ελλάδα (πβ. και υποσημ. αρ. 21): …Κυρά μου τον υιόκα σου κυρά μου τον ακριβό σου / πέντε μικρές τον αγαπούν και δεκοχτώ μεγάλες / και μια ν την άλλη λέγανε και μια ν την άλλη λένε / −Ελάτε να τον πάρωμε κομπί και δαχτυλίδι / το δαχτυλίδι να φορεί και το κομπί να παίζει / να τ’ αγοράσωμ’ άλογο σέλα και σαλιβάρι / να περβατεί να χαίρεται στους κάμπους καβαλάρης / στους κάμπους πιάνει τους λαγούς στα πλάγια τα περδίκια / κι αυτού στα χαμολάγκαδα τα τρία παλιομόσκια / το ’να το πάει της μάνας του, τ’ άλλο της αδερφής του / το τρίτο το καλύτερο της αγαπητικής του… [30] ή: .. Πολλά ειπαμε και της κυράς, να ειπούμε και του γιού της / −Καλότυχη εσύ κυρά με τους υγιούς απ’ έχεις / - Κ’ εγώ πολλούς υγιούς εχω για ποιόν υγιόν μου λέτε; / −Για τούτον τον μικρότερο τον πολυθαυμαντάρη / οπού διαβαίνει ρίχνοντας στις έμορφες αγάπη / και στα κλωθογυρίσματα ρίχνει την αρραβώνα / πέντε μικρές την αγαπούν και δεκοχτώ μεγάλες / −Ελάτε να τον πάρωμε κομπί και δαχτυλίδι / το δαχτυλίδι ανήφορο και το κομπί να πέσει / να πέσει να διαλέγεται στου Δράκου τα λιβάδια / κι ο Δράκος τον αγνάντευε από ψηλό παλάτι / −Τ’ έχασες νιούτσικε αυτού και τι καλά γυρεύεις; / −Έχασα το δοξάρι μου με δυο με τρεις παγίδες / αν του ’βρε νιος ας το χαρεί κι αν του ’βρ’ η κόρ’ ας το ’χει / αν του ’βρ’ ο μέγας ’πίσκοπος να μου το προβοδίσει/ την Κυριακή και τη Λαμπρή με τον καλό το λόγο / με τ’ άσπρα με τα κόκκινα και με τα λουλουδάτα…[31]
Η τυποποίηση των επαινετικών-ευχετικών στίχων αφορά δηλαδή κυρίως το ότι λέγονται περισσότερο για να προκαλέσουν μαγικά και να προβάλλουν τα κοινωνικά επιθυμητά, δέοντα πρότυπα, σε αναλογία με τα θεϊκά, παρά για να περιγράψουν την ευμορφία ή και το status του συγκεκριμένου προσώπου που αφορούν τη στιγμή της επιτέλεσης.[32] Οι εν λόγω στίχοι εμπεριέχουν εν πολλοίς τα θεϊκά βιοτικά επεισόδια εκκοσμικευμένα πλέον, πράγμα που δημιουργεί την εντύπωση ότι αφορούν αποκλειστικά και μόνον το status των μελών της οικογένειας ή θεσμικά πρόσωπα της κοινότητας, ως προς τους συγγενικούς, κοινωνικούς και παραγωγικούς ρόλους τους (πράγμα που επίσης συμβαίνει βεβαίως).[33] Αδόμενοι ωστόσο ως ευχετικοί-επαινετικοί στίχοι περίπου στερεότυπα στις αντίστοιχες τελετουργίες όλων σχεδόν των κρίσιμων χρονικών καμπών (σε συνδυασμό με τους εκάστοτε εισαγωγικούς-εξαγγελτικούς στίχους, ανάλογα με την εορταστική συγκυρία, πχ. Χριστούγεννα, 1η Μαρτίου κλπ.) επαναλαμβάνουν αφηγούμενοι και φάσεις του βιοτικού κύκλου του εν λόγω θεϊκού προσώπου καθώς και τα σχετικά μυθικά γεγονότα που τις αφορούν, «αναπαριστώντας», όπως σε όλες τις τελετουργίες, με λόγο ό,τι δραματοποιούν εν πολλοίς οι πρακτικές σε επίπεδο εικόνας (δηλαδή συμβολικά τον κύκλο του ήλιου/χρόνου ή τον κύκλο της βλάστησης −όσο και της ανθρώπινης ζωής− με αφετηρία και σε αναφορά με τη συγκεκριμένη κάθε φορά κρίσιμη φάση τους[34]).



Βόνιτσα . Οι καβαλάρηδες σε τελετουργικό καλπασμό γύρω από το ξωκλήσι του άη Γιώργη, ανήμερα της γιορτής του (2/5/2000 βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/04/blog-post_21.html)

Σχετικό με τις συμβολικές αυτές αναπαραστάσεις, και μάλιστα ως προς την ιππευτική δεινότητα θεϊκού προσώπου ως «υιού» ή/και «αφέντη» (όπως −ως καβαλάρης− αναφαίνεται με σχετική επιμονή στις παραλλαγές της Βόνιτσας, της Λευκάδας και της λοιπής .Δυτ. Ελλάδας) είναι το έθιμο των «καβαλάρηδων» που επιτελούν νέοι ή/και ακμαίοι άνδρες στην εαρινή επίσης γιορτή του αγίου Γεωργίου, έθιμο που τελείται και στη Βόνιτσα σε ομώνυμο ξωκκλήσι· αυτή η ιερή ιδιότητα του «γιου»/«αφέντη» και η συμβολική σχέση του με τον άη-Γιώργη γίνεται νομίζω περισσότερο εμφανής σε απόσπασμα τοπικής παραλλαγής, από την Ήπειρο[35]: Καλότυχη εγώ η κυρά με τον υγιόν οπό’ ’χω / για τούτον το μικρότερο τον πολυθυαμαχτάρη / διαβαίνει ρίν’ θυμιάματα διαβαίνει ρίν’ αγάπες / που νίβεται χτενίζεται στο δάσκαλο πηγαίνει / τον καρτερεί ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα / τον καρτερεί η δασκάλισσα μ’ ένα κλωνάρι μόσκο / με μόσκο και με λίβανο και με βαριαθυμιάμι / −Παιδί παιδί μ’ τα γράμματα παιδί μου που είν’ ο νους σου; / −Τα γράμματά ειναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα πέρα / πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες / πό’ ’χουν το μάτι σαν ελιά το φρύδι σαν γαϊτάνι / πό’ ’χουν και τα ξανθόμαλλα σαρανταπέντε πήχες / −Αθέ[36] μου πού τα ήγιαζαν, Αθέ μου πού τ’ αγιάζουν[37]; / −Στους ουρανούς τα ήγιαζαν στους κάμπους τα λευκαίνουν / στην άκρη από τη θάλασσα τα λευκοκοπανίζουν / στη μέση γράφουν το Χριστό στην άκρη τ’ άη Θοδώρου / και στα κλωθογυρίσματα γράφουν τον άη Γιώργη / −Αγιώρ’ Αγιώργη φοβερέ και γρίβα καβαλάρη / για βόηθα κι αποσκέπασε το νιο το παλικάρι / να περπατεί να χαίρεται στους κάμπους καβαλάρης…[38] (πβ. και τα τραγούδια στο Επίμετρο Α΄, αρ. 1). Οι στίχοι αυτοί είναι αποκαλυπτικοί επίσης και ως προς την ως ένα βαθμό γριφώδη, πλην σημαίνουσα και επίμονη παρουσία των όρων δάσκαλος, και ιδιαίτερα δασκάλισσα, σε αρχαϊκά λατρευτικά τραγούδια που ψάλλονται στην εν λόγω, όπως και σε άλλες σχετικές τελετουργίες. Οι όροι αναφέρονται βεβαίως και στους γνωστούς επαγγελματικούς φορείς της εκπαίδευσης που επιτελούν τόσο σημαντικό κοινωνικό ρόλο (συχνά μάλιστα αποδίδονται από τους τραγουδιστές και σε συγκεκριμένα, υπαρκτά άτομα) και στο σπίτι των οποίων, εκτός από των παιδιών, μπορεί και να ψάλλεται εν προκειμένω η Λαζάρα. Ωστόσο δεν πρέπει ν’ αφορούσαν καταρχάς μόνον τη συγκεκριμένη αυτή επαγγελματική ιδιότητα (δεδομένου και του ότι η εκπαίδευση ως γυναικεία επαγγελματική απασχόληση είναι νεότερο πολιτισμικό φαινόμενο, ενώ ο γυναικείος όρος στους στίχους φαίνεται ότι είναι τουλάχιστον εξίσου αρχαϊκός με τον ανδρικό) αλλά πρέπει ν’ αναφέρονται και σε πρόσωπα και ρόλους που συνδυάζουν κάποια μυητική-παιδευτική και ιερατική αρμοδιότητα ταυτόχρονα −επίσημα ή ανεπίσημα− όπως μάλλον προκύπτει και από τους παραπάνω στίχους της ηπειρώτικης παραλλαγής, με την αναφορά της χρήσης θυμιαμάτων, και μάλιστα βαριών (ανάρμοστων μάλλον για σχολιαρούδια) εκ μέρους της δασκάλισσας, πράγμα που αποκωδικοποιεί και την περίεργη χρήση της λέξης μόσχος στις άλλες παραλλαγές (πβ. εδώ και στο Επίμετρο Α΄, αρ. 1, το τραγούδι στο σπίτι αρ. 4κε). [39]
Τα μυθικά αυτά θεϊκά βιοτικά επεισόδια, εκφερόμενα μουσικά κατά το λαζαρικό αγερμό, προβάλλονται και ταυτίζονται κατά ένα τρόπο θεατρικό-μιμητικό και επωφελώς μαγικό πάνω σε/και με τα αντίστοιχα θνητά πρόσωπα στα οποία απευθύνονται (άρα και τις ανάλογες τελετουργικά φάσεις της ανθρώπινης ζωής). Μέσα από τα ίδια τα πρόσωπα των καλαντιζόμενων μελών της κοινότητας συνολικά (τα φύλα, την ποικιλία των ηλικιών, των συγγενικών, κοινωνικών και παραγωγικών ρόλων και σχέσεων) αλλά και μέσα από τον ανάλογο λόγο που τα αφορά σχετικά, αναδεικνύεται ταυτόχρονα τόσο η συμβολική, μυθική πορεία της ζωής του θείου προσώπου και όσων σχετίζονται με αυτήν (προσώπων και δράσεων) όσο και, κατ’ αναλογία αντικατοπτριζόμενη, η ζωή των θνητών καθώς εμπλέκεται τελετουργικά το θείο με το ανθρώπινο.
 Έτσι στη Λαζάρα, στην οριακή, κρίσιμη συγκυρία που αυτή αφορά, προβάλλεται και ευλογείται η επιθυμητή και επιδιωκόμενη μαγικά εικόνα της κοινότητας ως −μεταφυσικό και εγκόσμιο− σύνολο αλλά και ως διαλεκτικό φυσικό, ανθρώπινο, δομημένο, κοινωνικό, παραγωγικό και συμβολικό σύστημα και επαναπροσδιορίζεται η θέση του ατόμου σε αυτό και το σύμπαν.[40]




[1] Πβ. Κακούρη 1965· Πούχνερ 1989: 42· πβ. και Ψυχογιού 1982, χ/φο 4192: 86-87, 235· βλ. και  http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/04/1.html, μαρτυρία αρ. 1.
[2] Βλ Λουκάτος 1998: 43-53· Πούχνερ 1989: 39-45. Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο δρώμενο που ονοματίζεται κατά τόπους Λαζαρίνες (προσωποποιούμενο ως προς τα δρώντα πρόσωπα που αφορά), εμπεριέχει σύνθετες διαδικασίες, στις οποίες εντάσσεται και ο ανάλογος αγερμός, ενώ ο τελεστικός λόγος αναδεικνύεται μέσα από ένα ευρύτατο φάσμα τραγουδιών, τα οποία εκφέρονται κατά την επιτέλεση ανακαλούμενα στην τελεστική μνήμη ανάλογα με την τελετουργική φάση, τις πολύσημες δράσεις και τις συμβολικές, μυητικές, κοινωνικές και μαγικές σημασίες της τελετουργίας. Δεν υπάρχει παρόλ’ αυτά εθνογραφική μελέτη που να εντάσσει το έθιμο στο εκάστοτε συγκεκριμένο τοπικό, κοινωνικό και συμβολικό του περιβάλλον στο πλαίσιο μιας διαβατήριας ή/και μυητικής τελετουργίας. Επιλεγμένα σχετικά τραγούδια και έθιμα που αφορούν το «Λάζαρο» γενικά, κυρίως ως γυναικείο μυητικό δρώμενο, ενταγμένο στο σύνολο των γυναικείων ανοιξιάτικων νεκραναστάσιμων τελετουργιών πρωτότυπα, σε σχέση με την τελετουργική, μουσική, ποιητική και χορευτική του διάσταση, βλ. Τερζοπούλου 1998· Μάργαρη 1998.
[3] Σήμερα παιδικός αγερμός εξακολουθεί να τελείται και στη Βόνιτσα (σε περιορισμένη κλίμακα, σε λίγα σπίτια ή μαγαζιά.) από μια-δυό το πολύ ομάδες αγοριών ή/και κοριτσιών, που περιφέρονται ανήμερα της γιορτής το πρωί στα σπίτια και. φιλοδωρούνται πλέον μόνο με χρήματα. Τέτοιος αγερμός πραγματοποιήθηκε, όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, και εφέτος σε λίγα σπίτια, στη γειτονιά του Κόκκινου και στο Παζάρι το Σάββατο το πρωί, ανήμερα της γιορτής. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να τον παρακολουθήσω, γιατί γίνεται απρογραμμάτιστα και αυθόρμητα, ανάλογα με τη συγκυρία και τη δυνατότητα συνταιριάσματος της παιδικής αγερμικής παρέας, έτσι δεν πληροφορήθηκα την τέλεσή του έγκαιρα. Αλλά και να το είχα πληροφορηθεί, ήταν ανέφικτη η καταγραφή του, αφού περίπου συνέπεσε με τις τελευταίες φάσεις της ολονύχτιας Λαζάρας, Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες στο Παράρτημα, σελ.
[4] Βλ. και Πούχνερ 1989: 41-42. Για την ύπαρξη τέτοιων ανδρικών αγερμικών ομάδων («μητραγύρτες» ή «μηναγύρτες») και στην αρχαιότητα αλλά και το βυζάντιο, βλ. Πετρόπουλος 1969· πβ. και Chavarria 1999 για ένα μυθιστορηματικό σχετικό πρόσωπο. Η κατανομή των παραλλαγών όπως προκύπτει από τους φακέλους του ΚΕΕΛ, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν αποτελεί βεβαίως τεκμηριωμένη βεβαιότητα ως προς τη γεωγραφική τυπολογική διάδοση, αλλά ωστόσο μια σίγουρα ενδεικτική τάση. Ως προς την εξάπλωση της συγκεκριμένης μορφής επιτέλεσης του δρώμενου στη Δυτική Ελλάδα, σημειώνω πως υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες, καταγραμμένες και μη, για τέτοια μουσική επαιτεία και σε χωριά της Boρειοδυτικής Πελοποννήσου, (συγκεκριμένα στον κάμπο της Γαστούνης -τέως δήμος Μυρτουντίων- του νομού Ηλείας και της Δύμης Αχαΐας). Τελούνταν παλιότερα (μέχρι τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον) από ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που έκαναν τον αγερμό του Λαζάρου τη νύχτα της παραμονής περιφερόμενοι από χωριό σε χωριό καβαλάρηδες, προερχόμενοι κυρίως από τα Αρβανιτοχώρια του τέως Δήμου Δύμης Αχαΐας (βλ. Καράμπελας 1951· Ψυχογιού 1989, χ/φο 4400: 514). Στα Λεχαινά ο σχετικός ανδρικός αγερμός γινόταν (ή και) την Πρωτομαγιά. (Παπαδημητρακόπουλος 1888· Καρκαβίτσας 1973, Δ΄: 461-463,509…· Ψυχογιού.). Στον ίδιο χώρο του τέως δήμου Μυρτουντίων επιχωριάζει και μια ανάλογη ανταγωνιστική αγερμική τελετουργία, ο γενιτσαρίστικος χορός, η οποία τελούνταν (πριν τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο) από συγκροτημένες ομάδες χορευτών από διαφορετικά χωριά που περιφέρονταν στους οικισμούς του κάμπου τις Απόκριες (σήμερα τελείται μόνο στα Λεχαινά, στο πλαίσιο των οργανωμένων εκδηλώσεων του σύγχρονου καρναβαλιού· βλ. Ψυχογιός 1951· Ψυχογιού 1975, χ/φο 3805: 402-406· 1987: 68-75· Ζωγράφου 1996: 130· πβ. και Δρανδάκης 2000).
[5] Βλ. Mauss 1979: 86κε· πβ. και Turner 1969: 132, 134· αντίθετη άποψη -ως προς τον παιδικό αγερμό- βλ. Λουκάτος 1979: 45.
[6] Στη συγκεκριμένη ευρύτερη περιοχή, όπως και αλλού, οι Γύφτοι (κατά τον τοπικό ετεροπροσδιορισμό τους,πρόκειται για τοπικές ομάδες τους Τσιγγάνων ή Ρομά) παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ως προς τη μουσική επιτέλεση εθίμων, όπως π.χ. οι Αρματωμένοι του άη Συμιού στο Μεσολόγγι, τα πανηγύρια κλπ. · βλ. Αικατερινίδης 1965-1966· Μπάδα 1996: 203· σημειώνω επιπλέον σχετικά πως στο πλαίσιο της εν λόγω πασχαλινής έρευνας, μουσική κομπανία ντόπιων Γύφτων έπαιξε με όργανα και τραγούδησε δημοτική μουσική στο συμποσιακό γλέντι και το χορό των καβαλάρηδων του άη Γιώργη.
[7] Η πληροφορία είναι ενδεικτική επίσης ως προς τη διαπολιτισμική κινητικότητα και αφομοίωση των εθίμων μέσα στην ίδια την κοινότητα: δηλαδή έχουμε εδώ ένα έθιμο το οποίο θεωρείται ότι εισήγαγε στην πόλη ένας «Γύφτος» (Ρομά), σήμερα επιτελείται από και απευθύνεται σε «Βονιτσάνους», μεταξύ των οποίων, π.χ., και σε μια γυναίκα μικρασιατικής καταγωγής η οποία την έχει εσωτερικεύσει ως «δική της» παράδοση (βλ. και μαρτυρία αρ. 1, στο Επίμετρο Β΄ για τη σχετική ώσμωση των εθίμων στη δυτική Στερεά και την Ήπειρο και τη συμβολή των πολιτισμικών ομάδων σ’ αυτή, βλ. Καμηλάκη 1998, όπου και λεπτομερής τοπική βιβλιογραφία. Δεν έχει μελετηθεί η σημαντική συμβολή της επαιτείας στον τόπο μας στη διάδοση και ανταλλαγή προϊόντων της προφορικής παράδοσης και μάλιστα των τραγουδιών, κατά τους νεότερους χρόνους (βλ. και Πετρόπουλος 1969: 111).

[8] Βλ. και Ψυχογιός 1951· Αικατερινίδης 1966: 18· πβ. και Πετρόπουλος 1969: 107.
[9] Για αυτή την αμφισημία βλ. Τερζάκης 1997: 45.
[10] Το έθιμο είχε καταγράψει στη Βόνιτσα και ο μουσικολόγος Σπ. Περιστέρης κατά τη διάρκεια μουσικών συνεντεύξεων το 1966, στο πλαίσιο των εντεταλμένων «λαογραφικών αποστολών» του ΚΕΕΛ, ως μουσικός ερευνητής του (βλ. Περιστέρης 1966, χφ/ο 3037: 23-33· στον ίδιο, 1966: 347-348, 355· Ψυχογιού 2002). Πλην των τελετουργιών που αφορά η παρούσα εργασία, οι άνδρες στη Βόνιτσα διεκπεραιώνουν και άλλες πασχαλινές τελετουργίες, όπως τον αγερμό της Μεγάλης Πέμπτης, τη θυσία και το ψήσιμο του πασχαλινού αμνού, το έθιμο των καβαλάρηδων του αη-Γιώργη κ.ά.
[11] Βλ. Περιστέρης 1967: 347-348, 355· ευχαριστώ τον συνάδελφο μουσικολόγο Στάθη Μακρή για τη βοήθειά του στις μουσικολογικές παρατηρήσεις και των δύο δρώμενων. Η ομάδα έψαλλε χορωδιακά το τραγούδι σε κάθε σπίτι υπό την αδιόρατη μαεστρία του «αρχηγού» ( βλ. φωτ. αρ. 1: ο «αρχηγός» Τάσος Λουριώτης, δεύτερος από αριστερά). Παλιότερα το τραγούδισμα γινόταν αντιφωνικά, όπως περιγράφεται και στη μαρτυρία του Τάσου Λουριώτη, στο Παράρτημα, σελ. …. (για τη σημασία της αντιφώνησης στους θρήνους βλ. και Σερεμετάκη 1994· Ψυχογιού 1998).
[12] Βλ. ενδεικτικά Λουκάτος 1979: 44-51· Πούχνερ 1989: 27-76· Τερζοπούλου 1998. Πλούσιος σχετικός φάκελος με θησαυρό από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ποιητικά κείμενα παραλλαγών του τραγουδιού και ηχογραφημένες παραλλαγές σε ταινίες απ’ όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο, των εκατόν πενήντα περίπου τελευταίων χρόνων, υπάρχουν στο αρχείο της Εθνικής Μουσικής Συλλογής του ΚΕΕΛ. Για τη σχετική και κατά τόπους βιβλιογραφία, βλ. στα κεφάλαια που αφορούν τα τραγούδια και τη λαϊκή λατρεία στη βιβλιογραφία που δημοσιεύεται στους τόμους της Επετηρίδας του ΚΕΕΛ.

[13] Σταματέλλος: χ/φο 353: 5-7· βλ. και Γουρζής 1953: 52. Είναι ενδιαφέρουσα αυτή καθεαυτή αλλά και ως προς την πολιτισμική συνάφεια του δυτικοελλαδικού χώρου (επίσης και τον συμβολικό –ή/και κυριολεκτικό- πολεμικό χαρακτήρα τέτοιων δρώμενων αλλά επιπλέον ίσως και για την κινητικότητα και την πολιτισμική ταυτότητα των καλαντιστών) η αντιπαραβολή με τους στίχους της παραλλαγής που αφορούν τον «αφέντη» του ανάλογου ανδρικού αγερμού της Πρωτομαγιάς στα Λεχαινά Ηλείας (βλ. και παραπάνω, υποσημ. αρ. 12: …·Αφέντη αφεντάκη μου πέντε βολές αφέντη / πέντε βολές αφέντεψες και πάλ’ αφέντης είσαι / σιντάς φορείς τα κόκκινα κόκκινος πύργος είσαι / σίντας φορείς τα πράσινα η θάλασσα θαμπώνει / ουθέ πατήσει τ’ άτι σου πηγάδια φανερώνει / πηγάδια ξεροπήγαδα και βρύσες μαρμαρένιες / κι όλες οι βάγιες τ’ αφεντός εκεί πάν’ και γιομόζουν / και μια βαγιά κοντοβαγιά δεν θέλει να γιομώσει. / Βαγιές βαγιές την ερωτάν βαγιά για δε γιομόζεις; / -Τίγαρις για νερό ’ρθα ’γώ τίγαρις να γιομώσω; / ΄Ηρθά να διω τον αφέντη μου πώς στρώνει πώς κοιμάται / πώς πέφτουν τ’ άνθια απάνου του τα ρόδια στην ποδιά του / και τα λαμπρά τριαντάφυλλα φιλιούν τα μάγουλά του. / Το’ ’κόπη το σκαλόλουρο και το’ ’φυγ’ ο πετρίτης / μαειδέ σε πέτρα έκατσε μαειδέ σ’ ελιάς κλωνάρι / παρά ν’ επήγε κι έκατσε σε κοπελιάς αγκάλες. / -Πετρίτη πού ’ν’ αφέντης σου και ’μέναν’ ο καλός μου; / -Πέρα τους κάμπους έρχεται μαζώνει παλικάρια / μαζώνει νιους για πόλεμο και γέρους για ορμήνια / να πάνε να πατήσουνε δυο τρεις μεγάλες χώρες / την Πρέβεζα για το φλωρί την Άρτα για τ’ ασήμι και την Κωσταντινούπολη για τη χριστιανοσύνη… (Παπαδημητρακόπουλος 1888, χ/φο αρ. 431: 1-2· βάγιες=υπηρέτριες αλλά και τελετουργικοί ρόλοι και που σχετίζονται και με τη γιορτή των Βαΐων και τη λατρευτική σημασία της·βλ. και Ψυχογιού).
[14] Βλ. Πολυμέρου-Καμηλάκη 1998: 132 . Η συγγραφέας, που το πρωτοδημοσίευσε, το εντάσσει στις επιχώριες μιμοδραματικές νεκραναστάσιμες τελετουργίες της Αποκριάς. Πβ. και Κακούρη 1965.
[15] Βλ. Πολυμέρου-Καμηλάκη 1998: 25· πβ. και Πούχνερ 1985: 64-67· Μπάδα 1996: 204-205.
[16] Βλ. και Λουκάτος 1988: 45-46· Τερζοπούλου 1998. Στην ευρύτερη περιοχή του Ξηρομέρου, δεδομένων και των κοινωνικών δομών με έμφαση στην πατριαρχικότητα, υπάρχει έντονη προγονολατρική-νεκρολατρική παράδοση και οι γυναίκες τελούν τα έθιμα του θανάτου ευλαβικά ενώ θρηνούν τελετουργικά τους νεκρούς και σήμερα (κατέγραψα πλήρεις, συγκροτημένους θρήνους σε ζωντανή επιτέλεση το 1999 και το 2000· πβ. και Αικατερινίδης 1969· Ψυχογιού 1982, χ/φο 4192). Στη Βόνιτσα οι γυναίκες μοιρολογούν στους τάφους στη συγκεκριμένη χρονική και εορταστική συγκυρία τη μεγάλη Πέμπτη το πρωί.
[17] Για το «ανακάλημα» του νεκρού καθώς και τον τρόπο που δομούνται τα μοιρολόγια  των μοιρολογιών μέσα στο θρήνο βλ. Ψυχογιού 1998·(εδώ στο Δεύτερο κεφάλαιο).
[18] Για τη σημασία της νυχτερινής τελετουργίας, βλ. παρακάτω, στα σχετικά με τις Αγραπνιές. Περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο και τις συνθήκες της συγκεκριμένης επιτέλεσης της Λαζάρας, βλ. στο Μέρος Β΄, αρ. 1, την οικεία εισαγωγή.
[19]Βλ. και Επίμετρο Β΄, μαρτυρία αρ.2. Δίνεται μεγάλη σημασία και από τις δύο πλευρές που αφορά ο αγερμός (αυτών που ψάλλουν και των αποδεκτών του τραγουδιού) σ’ αυτές τις ευαίσθητες λεπτομέρειες. Παλιότερα, πριν την εισροή νέων εποίκων από την περιφέρεια και αλλού, όταν επίσης οι κοινωνικές δομές και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν περισσότερο συμβατά με το πολιτισμικό περιεχόμενο των τραγουδιών, η διαδικασία αυτή ήταν πιο εύκολη και ο αγερμός γινόταν σε όλα σχεδόν τα σπίτια. Έχουν ενδιαφέρον, σχετικά με τη γνώση των συνθηκών σε κάθε οικογένεια και την τελετουργική σημασία της, τα παρακάτω περιστατικά που συνέβησαν κατά την εφετινή επιτέλεση. Στους καταληκτικούς ευχετικούς στίχους που ψάλλουν και οι οποίοι αφορούν το ίδιο το σπίτι ως σύμβολο και δοχείο της οικογενειακής ζωής και τον νοικοκύρη ως αυτονόητα ιδιοκτήτη του σπιτιού, αρχηγό και εκπρόσωπο της διευρυμένης οικογένειας, σε μερικά σπίτια, αντί του τυπικού … σ’ αυτό το σπίτ’ απού ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει / κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει…, έψαλλαν: … σ’ αυτό το σπίτ’ απού ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει / κι ο νοικοκύρ’ς πού κάθιτι χίλια χρόνια να ζήσει…(βλ. και το τραγούδι στο σπίτι αρ. 32, στο Μέρος Β΄, αρ. 1). Η εξήγηση ήταν πως στη μεν πρώτη περίπτωση ο νοικοκύρης είναι και ιδιοκτήτης του σπιτιού, ενώ στη δεύτερη μένει εκεί με ενοίκιο. Αυτό, ενδεικτικά ως προς τη σημασία που δίνουν οι καλαντιστές στις λεπτομέρειες. Την ίδια και μεγαλύτερη, όπως είναι ευνόητο, σημασία δίνουν και αυτοί που δέχονται τις ευχές. Έτσι σ’ ένα σπίτι, καθώς η ώρα ήταν πολύ προχωρημένη, οι νοικοκυραίοι δεν άνοιξαν την πόρτα (όπως συνέβη και με μερικούς άλλους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η Λαζάρα δεν ήταν ευπρόσδεκτη, αφού τελέστηκε κανονικά σε αυτά και η τελεστική αμοιβή δόθηκε συμβατικά την επομένη μέρα). Η παρέα, γνωρίζοντας, έψαλλε μεταξύ άλλων τους στίχους που αφορούν μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά σε σχολική ηλικία (βλ. μέρος Β΄, αρ. 1, τραγ. στα σπίτια αρ. 8 και 30) και τελειώνοντας προχώρησε στο επόμενο, κοντινό σπίτι. Στο γυρισμό απ’ αυτό, η νοικοκυρά του προηγούμενου σπιτιού μας περίμενε αγουροξυπνημένη, με το νυχτικό, στην αυλόπορτα λέγοντας με παράπονο και σχεδόν αγανάκτηση στον αρχηγό της παρέας: «…−Ρε Τάσο, ο …. [γιος της] τελείωσε φέτος το σχολείο και ’σύ μου ’πες να τον στείλω στη δασκάλα! Και κείνος: −Ε, έκανα λάθος, ρε θεια. Πού να θυμάμαι και ποιο παιδί τελειώνει το Λύκειο, στείλτον στο Πανεπιστήμιο!..». Τα επεισόδια αυτά αναδεικνύουν βεβαίως και τη ζωντανή, διαλεκτική διαπλοκή του παλαιού έθιμου με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
[20] Αποφεύγονται τα σπίτια που έχουν πένθος, παρόλο που η Λαζάρα, λόγω του μαγικοθρησκευτικού χαρακτήρα της, δεν θεωρείται «γλεντικό» τραγούδι για ν’ αφορά το πένθος και μόνο η αποφυγή αυτή. Άρα φαίνεται ότι η εξαίρεση των πενθούντων έχει να κάνει κυρίως με την αναστάσιμη, αναγεννητική ουσία της τελετουργίας και τον δεισιδαιμονικό φόβο του θανάτου.
[21] Όσοι, ξένοι ή νεότεροι, δεν γνωρίζουν το έθιμο και δεν τους επισκέπτονται οι καλαντιστές, ακούνε ωστόσο μέσα στη νύχτα στον ύπνο τους την ψαλμωδία, καταλαμβάνονται, κατά τις δηλώσεις τους, από μεταφυσικό δέος. Πάντως η επίσκεψη των «λαζαριστών» θεωρείται τιμητική, ευλογητική εύνοια και από αυτούς που τη δέχονται αλλά και από αυτούς που εξαιρούνται, ως προς τους πρώτους, γι’αυτό και συχνά εκφράζουν σχετικά παράπονα προς τον «αρχηγό».
[22] Μερικές φορές, στην αρχή και το τέλος της περιήγησης, οπότε μερικοί ήταν ακόμα ξύπνιοι ή είχαν μόλις ξυπνήσει, αντίστοιχα, κάλεσαν την παρέα μέσα στο σπίτι για το κέρασμα. Στον εφετινό αγερμό συγκέντρωσαν ένα σχετικά σεβαστό χρηματικό ποσό, το οποίο και μοιράστηκαν στο τέλος της περιήγησης τελετουργικά, μετά την καταμέτρηση που έλαβε χώρα μεταξύ τους, στο μαγαζί του αρχηγού, πίνοντας τον πρωινό καφέ.
[23]Βλ. και Περιστέρης 1966, χ/φο 3037: 29. Σύμφωνα με αυτή την καταγραφή αλλά και τις σημερινές μαρτυρίες (βλ. Επίμετρο Β΄) τα λουλούδια ήταν στολισμένα πάνω στο καλάθι ή πλεγμένα πάνω σε δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού. Το τελευταίο παραπέμπει στα ανθρωπόσχημα φυτικά λατρευτικά και σκηνικά αντικείμενα που κρατούν και χειρίζονται συμβολικά σε ανάλογες τελετουργίες στην Ήπειρο και αλλού (βλ. Κακούρη 1965: 28· Πούχνερ 1989: 61-76· Τερζοπούλου 1998). Μέσα σε ίδιο περίπου τελετουργικό σκεύος, συγκέντρωναν αβγά στον αγερμό και οι Λαζαρίνες αλλά και άλλες αγερμικές ομάδες την ίδια εποχή.
[24] Βλ. Περιστέρης 1966, χ/φο 3037: 29· για τον ευρύτερο χώρο της Δυτ. Ελλάδας βλ. και Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 2· Παπανικολάου 1953, χ/φο 1911: 94· Φίλιος 1959: 69-70· Κακούρη 1965.
[25] Για την τελετουργική κινητικότητα στο χώρο, σωματική και τοπική, βλ. Parkin 1992· Ψυχογιού 2000. Δεν κατάφερα να εξακριβώσω, λόγω και των συγκεκριμένων συνθηκών (βλ. στο Μέρος Β΄ αρ. 1) αν το δρομολόγιο που ακολουθήθηκε στον εν λόγω αγερμό είχε και κάποια συγκεγριμένη μαγική ή άλλη σημασιοδότηση.
[26] Από τις αρχειοθετημένες σχετικές παραλλαγές ποιητικών κειμένων τραγουδιών από τη δυτική Ελλάδα στην ΕΜΣ του ΚΕΕΛ, βλ. Σταματέλλος 1875, χ/φο 353· Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976· Παναγιωτίδης 1902, χ/φο 414· Παίξος 1954, χ/φο 2120· Παπανικολάου 1953, χ/φο 1911· Γουρζής 1954, χ/φο 2008· Φίλιος 1959, χ/φο 2315· Περιστέρης 1966, χ/φο 3037· για σχετική τοπική βιβλιογραφία βλ. και Πούχνερ 1989: 41· πβ. και Παπαδημητρακόπουλος 1888, χ/φο 431· Καρκαβίτσας 1899, χ/φο 747.
[27]Πβ. και Σηφάκης 1988· Κάβουρας 1993: 190· Τερζοπούλου και Ψυχογιού 1993, 2000, 2004. Ξεφεύγει από τους σκοπούς της παρούσας μελέτης η συνολική παρουσίαση εδώ και η δομολειτουργική ανάλυση του συνόλου των γνωστών σχετικών παραλλαγών· για τη μέθοδο αυτή ως προς τους μύθους καθώς και σχετική βιβλιογραφία βλ. Αλεξάκης 2000.
[28] Ελιάντ 1994: 39-40, τα πλάγια του συγγραφέως. Για το ζήτημα της ζωντανής καταγραφής και της μελέτης των τραγουδιών ως συνολικών πολιτισμικών φαινομένων σε αναφορά μάλιστα με την Εθνική Μουσική Συλλογή του ΚΕΕΛ, βλ.Τερζοπούλου και Ψυχογιού 1993, 2000, 2004.

[29] Είναι εξάλλου γνωστό πως η μουσική και η ποίηση (και η τέχνη γενικότερα) αρχικά αφορούσαν -και σε μερικές κοινωνίες αφορούν ακόμα- τις λατρευτικές τελετουργικές ανάγκες, πράγμα που έχει να κάνει και με πτυχές της διαχρονικής συζήτησης σχετικά με το «ομηρικό ζήτημα»· βλ. επιλεκτικά Lord 1984· Πούχνερ 1985: 41, 57 (σημ. αρ.174)· Ong 1997: 102-104, 199-211· Vernant 2000: 24-25· πβ. και Τερζοπούλου 1999: 132-133· Ψυχογιού 2000: 202-206).
[30] Λευκάδα. Βλ. Σταματέλλος 1875, χ/φο 353.
[31] Ηπείρου, Παραμυθιά. Βλ. Παναγιωτίδης 1902, χ/φο 414: 53· τα ποιητικά αυτά κείμενα έχουν σχετική μετρική -αλλά εν μέρει και λεκτική- ομοιότητα με το «μοιρολόι της Παναγίας», όπως μάλιστα το απήγγειλε για την έρευνα στη Βόνιτσα η Ρ. Κουτσούμπα το 1999.
[32] Πέρα απ’ αυτή την τυποποίηση όμως, μέσα από την αυτοσχεδιαστική παραλλαγή των στίχων -την οποία κατευθύνει αδιόρατα ο επικεφαλής της ομάδας κατά την επιτέλεση-, δίνεται ευκαιρία στους καλαντιστές ν’ αναφερθούν στα ιδιαίτερα (σωματικά ή άλλα) χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου καλαντιζόμενου προσώπου, ενίοτε και περιπαικτικά ή σκωπτικά, και μάλιστα σε αντίφαση με την προβαλλόμενη τελεστικά ιδανική εικόνα, δακωμωδώντας, πράγμα που συμβαδίζει και εδώ με το ανατρεπτικό νόημα της τελετουργίας (βλ. π.χ. το τραγούδι στο σπίτι αρ. 14, στο Επίμετρο Α΄).
[33] Ο Β. Πούχνερ παρατηρεί πως «η εκκοσμίκευση δεν αναιρεί το τελετουργικό πλαίσιο, απλώς το κάνει πιο ελαστικό και δεκτικό για αποκλίνουσες συμπεριφορές…» (1985: 57). Ο ίδιος επισημαίνει την προσωποποίηση της ανανεωμένης βλάστησης στο «Λάζαρο», ιδιαίτερα στις βορειότερες χώρες των Βαλκανίων και λιγότερο στον ελληνικό χώρο, όπου είναι έντονα τα χριστιανικά αποτυπώματα στο δρώμενο (1988: 39-40). Ωστόσο και ο ίδιος αναγνωρίζει και περιορίζει αυτή τη θρησκευτικότητα μόνο στους εισαγωγικούς στίχους, ενώ θεωρεί τους επαινετικούς-ευχετικούς αποκλειστικά κοσμικούς (1988: 31-32· πβ. και 1985: 57). Ο τρόπος που συγκεντρώνονταν -δι’ αλληλογραφίας ή με συνεντεύξεις- τα τραγούδια για πολλές δεκαετίες, δηλαδή εκτός ζωντανής επιτέλεσης, η κατηγοριοποίησή τους χωρίς να λαμβάνεται πάντα υπόψη η λειτουργία τους στην εκάστοτε τελετουργία -πράγμα που τα κατακερμάτισε σε επί μέρους «άσματα»- αλλά και η μελέτη τους αποκλειστικά από τις γραπτές πηγές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία της επιτόπιας έρευνας, δημιουργεί συχνά τέτοιου είδους ζητήματα και προβληματισμούς (βλ. Τερζοπούλου και Ψυχογιού 1993· Κάβουρας 1992· Ψυχογιού 1998, 2000· Saunier 2000· Ήμελλος 2000).
[34] «Η άνοιξη είναι σαν τον άνθρωπο στα νιάτα του…» είπε κάποτε ένας συνομιλητής μου σε έρευνα στην ορεινή Ηλεία. Φράση που υποδηλώνει την ταύτιση του βιοτικού κύκλου του χρόνου και της βλάστησης με αυτόν της ανθρώπινης ζωής στο λαϊκό φαντασιακό. Είναι εύγλωττοι σχετικά οι στίχοι της λευκαδίας παραλλαγής (Σταματέλλος, 1875, χ/φο 353, ό. π.) που αφορούν το θείο αυτό πρόσωπο και αντανακλώνται τελεστικά στο νοικοκύρη: -Αφέντ’ αφέντ’ ολάφεντε πέντε βολές αφέντη / πέντε βολές αφέντεψες και πάλ’ αφέντης είσαι / αφεντοκαβαλίκεψες αστέρινο μουλάρι / οπόχ’ αστέρι στην κορφή κι αστέρι στα καπούλια / κι οπίσω στην ορίτσα του ο ήλιος βασιλεύει / και κάτ’ από τη χήτη του ο ήλιος αναπεύει…ή και της Ηπειρώτικης: ...Καλώς μας ήρθε ο Λάζαρος το φέτο και του χρόνου…( Καλέντζι Ιωαννίνων, Φίλιος 1959: 69), όπου είναι εμφανής στη μεν πρώτη η σύνδεση με τον ήλιο, στη δε δεύτερη η ενιαύσια αέναη επιστροφή, όπως προκύπτει και από την απαραίτητη, σε όλα τα σπίτια, ευχή και του χρόνου! (βλ.παρακάτω τα τραγούδια στο Μέρος Β΄ αρ. 1). Για απόπειρα τεκμηρίωσης ερευνητικής υπόθεσης για άλλα τραγούδια που αναφέρονται σε βιοτικά επεισόδια, ως λατρευτικών που αφορούν ανάλογα θεϊκά πρόσωπα, βλ. Ψυχογιού 2000: 199-206· πβ. και Ελιάντ 1994: 45-50· Τερζάκης 1997: 109-168.
[35] Το έθιμο των καβαλάρηδων κατέγραψα ζωντανά στη γιορτή του αγίου Γεωργίου στην ίδια ερευνητική συγκυρία, την επομένη του Πάσχα, που συνέπεσε και με την Πρωτομαγιά (βλ. και φωτ. αρ. 3· πβ. Μέγας 1957: 179-184· Αικατερινίδης 1977· Λουκάτος 1988: 128-132, 147-154· επίσης Μάργαρη 1998:86, 88-89, 96-99·).
[36] Η λέξη μπορεί και να μην είναι απλά τρυφερότητας σημαντική, αν αναλογισθούμε τους σχετικούς με την εν λόγω τελετουργία φυτικούς συμβολισμούς.
[37] Η λέξη ήγιαζαν, από τα συμφραζόμενα μακριά μαλλιά και την επεξεργασία τους, παραπέμπει σε παραφθορά (ή και τοπικό ιδιωματισμό) του ίδιαζαν (από το ιδιάζω-διάζω), που αφορά συγκεκριμένη, (εξειδικευμένη μάλιστα και κατά κάποιο τρόπο μυστική) πρακτική στη διαδικασία της υφαντικής τέχνης. Το μοτίβο στους ουρανούς το ίδιαζαν είναι εξάλλου τυπικό στα δημοτικά τραγούδια. Εδώ, εάν είναι παραφθορά, μπορεί να προέκυψε και συνειρμικά, λόγω του θρησκευτικού περιεχόμενου της τελετουργίας.
[38] Σούλι Ηπείρου. Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 61.
[39] Επειδή βεβαίως δεν μπορώ να ξέρω πώς μπήκαν και τι ακριβώς αφορούσαν οι συγκεκριμένες αναφορές την εποχή που τραγουδήθηκαν –όταν μάλιστα αφορούν μια μόνον παραλλαγή-, καταθέτω τη σκέψη ως ερευνητική υπόθεση και μόνον, σε συσχετισμό με τα συμφραζόμενα. Είναι εξάλλου γνωστή η μυητική-παιδευτική αρμοδιότητα για συγκεκριμένα παιδιά, αρσενικού ή θηλυκού γένους, που είχαν και στους αρχαίους ναούς οι ιέρειες (βλ. ενδεικτικά Burkert 1994: 122).
[40] Πβ. Τurner 1969: 112-118· Νιτσιάκος 1991: 39-64.


Μέρος Β΄

Η ΕΠΙΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ "ΛΑΖΑΡΑΣ" - ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

 (νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, 21-22 Απριλίου του 2000 ).


Βόνιτσα . Η 4μελής ομάδα των ανδρών που θα ψάλλει τη "Λαζάρα" στην είσοδο του ναού του πολιούχου αγίου Σπυρίδωνα, πριν ξεκινήσουν την περιήγηση στα σπίτια (21.4.2000)



Βόνιτσα . Η 4μελής ομάδα των ανδρών  ψάλλει τη "Λαζάρα" στην είσοδο σπιτιού  (21-22.4.2000)


Η Λαζάρα: επιτέλεση 21-22/4/2000

(βλ. και το πολυήμερο δρώμενο "Αγραπνιές" που ακολουθεί αυτό της Λαζάρας την Μ. Εβδομάδα στη Βόνιτσα στο: http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html)

Παρακολούθησα τη Λαζάρα στη γιορτή του Λαζάρου, τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, 21-22 Απριλίου του 2000. Η τελετουργική περιήγηση διήρκεσε από τις 11μ.μ. της παραμονής, μέχρι τις 7.30 π.μ. του Σαββάτου, ανήμερα της γιορτής. Εκτός από τον «αρχηγό» Τάσο Λουριώτη, στην ομάδα εφέτος συμμετείχαν και οι: Παντελής Γιωργαλής, Χρήστος Ντάρδας, Νίκος Μπακογιώργος (βλ. φωτ. αρ. 1: πρώτος, τρίτος και πέμπτος, από δεξιά, αντίστοιχα). Είναι αξιοσημείωτο ως προς τη σχέση του εθίμου με τη θρησκευτικότητα, πως ο τελευταίος (ο και νεότερος της τετραμελούς αγερμικής παρέας) είναι ψάλτης και μάλλον προορίζεται για παπάς (βλ. και υποσημ. αρ. 96). Ο καιρός ήταν ζεστός, λόγω της προχωρημένης Άνοιξης με την οποία συνέπεσε εφέτος η γιορτή και η νύχτα ανέφελη και φεγγαρόλουστη.
Ο αγερμός ξεκίνησε από ένα ουζάδικο της κεντρικής πλατείας, στο Παζάρι, που είχε οριστεί από τον επικεφαλής της ομάδας ως τόπος συνάντησης. Εκεί, σ’ ένα από τα τραπέζια που λόγω εποχής, ήταν έξω, έτυχε να κάθεται, ως θαμώνας και όχι επί τούτου, ο Δήμαρχος της πόλης, με τον οποίο αντάλλαξαν ευχές και αστεϊσμούς. Τα μέλη της ομάδας μπήκαν επίσης −σποραδικά και όχι σε πομπή− στο συγκεκριμένο ναό (ο οποίος βρισκόταν σε ανακαίνιση και ήταν γεμάτος σκαλωσιές και κουτιά με μπογιές σε πλήρη αταξία αλλά και σπουδή αφού έπρεπε να είναι έτοιμος τη Μ. Πέμπτη, όπως και έγινε) και προσκύνησαν πριν ξεκινήσουν. Τελικά δεν ήταν άνευ τελετουργικού νοήματος, όπως μου φάνηκε αρχικά, το ότι ορίστηκε το συγκεκριμένο ουζερί ως σημείο εκκίνησης της πομπής, αφού βρίσκεται στην πλατεία, σε κομβικό σημείο της πόλης, εμπρός από τη δυτική είσοδο του ναού του πολιούχου Αγ, Σπυρίδωνα, πέρα από το ότι αποτελεί και γνωστό στέκι του Δήμαρχου. Έτσι δηλαδή τελέστηκε κατά κάποιο τρόπο άτυπα η παλιά συνήθεια να ξεκινούν οι αγερμοί και μάλιστα των ενηλίκων (ως τελετουργίες με συλλογικό θρησκευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα) με την ευχή και την άδεια του θρησκευτικού ή/και κοινοτικού άρχοντα του τόπου (πβ. Δρανδάκης 2000: 34).
 Σημειώνω εδώ και ένα γεγονός που έχει ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο συγκρότησης της ομάδας αλλά και ως προς την επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της και τους αποδέκτες του τραγουδιού: οι τελεστές αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή και ενός άλλου μεσήλικα άνδρα που βρισκόταν στο ουζάδικο πριν ξεκινήσουν, παρόλο που τους το ζήτησε επίμονα, άλλοτε παρακαλεστικά, επιδεικνύοντας μάλιστα τραγουδιστά και τη γνώση του αγερμικού ψαλμού, άλλοτε απειλητικά, αλλά και με βωμολόχους αστεϊσμούς, με κίνδυνο να προκληθεί σύρραξη (η άρνηση αυτή ίσως να οφείλεται και στην αποφυγή του μοιράσματος της «πίτας» των εισπράξεων σε περισσότερα άτομα βλ. και τραγ. στο σπίτι αρ. 14).
Στη συνέχεια ανέβηκαν ανά δύο σε μηχανάκια και ξεκίνησαν την αγερμική περιήγηση, πράγμα που δυσκόλευε τη δική μου συμμετοχή, αφού αναγκάστηκα να τους ακολουθώ με το αυτοκίνητο, πράγμα που δεν με καθιστούσε τόσο ευκίνητη (δεδομένου ότι κουβαλούσα και τα μηχανήματα που έπρεπε να χρησιμοποιώ) ενώ, λόγω του ότι ήταν πιο ευέλικτοι από μένα και το δρομολόγιό τους δεν ήταν προκαθορισμένο, τους έχανα. Σύντομα το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει, αφού ένα μέλος της ομάδας πρότεινε να να γίνει συνοδηγός μου.
Ο αγερμός τελέστηκε συνολικά χωρίς την παρουσία άλλων συμμετεχόντων, πλην των καλαντιστών και των κατοίκων του συγκεκριμένου κάθε φορά σπιτιού και βεβαίως και της γράφουσας. Η δική μου παρουσία, απροσδόκητη για τους καλαντιζόμενους (οι οποίοι, όσο προχωρούσε η νύχτα, όποτε άνοιξαν την πόρτα ήταν κατά κανόνα με ένδυμα ύπνου ή και μισόγυμνοι, λόγω εποχής), όταν γινόταν αντιληπτή, αντιμετωπιζόταν αρχικά με κάποια αμηχανία (μερικοί μάλιστα, λόγω του σκότους και του σκούρου, ποδήρους και φαρδιού ρούχου μου με εξέλαβαν προς στιγμήν για τον παπά) αλλά και αστεϊσμούς και γινόταν αποδεκτή πιο πολύ με την ιδιότητά μου ως στενής συγγενούς διακριτού μέλους της βονιτσάνικης κοινωνίας.
Ακολουθούν επιλεγμένα ποιητικά κείμενα[1] της Λαζάρας, όπως τραγουδήθηκαν κατά την αγερμική περιήγηση, τα οποία απομαγνητοφώνησα από τις ταινίες video που μαγνητοσκόπησα σε τριάντα πέντε (από τα σαράντα περίπου συνολικά που επιτελέστηκε) σπίτια της Βόνιτσας, επιλογή που γίνεται προκειμένου να καταγράφονται οι διαφορετικοί για κάθε σπίτι στίχοι, όπως τραγουδήθηκαν, προκειμένου ν’ αποδοθεί η ποικιλία των οικογενειακών περιπτώσεων ή/και οι παραλλαγές των στίχων, κατά περίπτωση. Σχόλια για το περιεχόμενο των στίχων και την επιτέλεση, στις οικείες υποσημειώσεις.[2]. Επειδή οι εισαγωγικοί για τη γιορτή στίχοι τραγουδιούνται σχεδόν οι ίδιοι σε όλα τα σπίτια (μέχρι και το στίχο: …αφέντης αποκ’μιέτι ή, συνηθέστερα, το: …τρεις Φραγκοπούλες παίζουν), για οικονομία χώρου τους παραθέτω δυο φορές, όπως τους τραγούδησαν στο πρώτο και στο τελευταίο σπίτι. Στα υπόλοιπα, ενδιάμεσα τραγουδίσματα παρατίθεται μόνο το πρώτο ημιστίχιο του πρώτου εισαγωγικού στίχου ακολουθούμενο με αποσιωπητικά, τα οποία υποκαθιστούν τους ελλείποντες στίχους.
Προτείνω ως απαραίτητη και την ανάγνωση των υποσημειώσεων στο τέλος του κειμένου όπως παραπέμπουν οι εκθέτες, γιατί είναι επεξηγηματικές και συμπληρωματικές ως προς την επιτέλεση των τραγουδιών .


[1ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει[3] ο Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους
και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους[4].
Το έλινο προσέλινο το χαλινό μουλάρι[5]
πό’ ’χ’ την ελιά στο μάγουλο φεγγάρι στα καπούλια
πίσ’ από τα καπούλια του τρεις Φραγκοπούλες παίζουν[6]
η μια βαρεί τον ταμπουρά κι η άλλη το μπουζούκι
κι η τρίτη η καλύτερη παίζει με τον αφέντη
παίζοντις και γλεντίζοντις αφέντης αποκ’μιέτι[7].
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι[8].
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι[9]
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια[10]
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος[11] και σύρουν τα λαγκάδια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Καλό Πάσχα! [12]


[2ο σπίτι:]

Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια[13]
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι[14].
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι[15]
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ μπάρμπα Μήτσο, καλό Πάσχα κι ο Παναθηναϊκός με το κύπελο!



Ακόμα και αν οι νοικοκυραίοι κοιμούνται, η Λαζάρα επιτελείται "για το καλό" έξω από την κλειστή πόρτα και δίνουν τα χρήματα στους καλαντιστές την άλλη μέρα


[3ο σπίτι:]

Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ιγώ πατώ την αρριβώνα σου στη βέργα ν αποκάτου[16]
για ν’ αγναντέψω τ’ς έμορφες πώς στρώνουν πώς κοιμούνται
πώς ρίχνουν τ’ άνθη πάνω τους τριγύρω στο λαιμό τους.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…

[4ο σπίτι:]

Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μου τα εγγόνια σου τα μουσκαναθρεμένα
για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε
τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.[17]
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Χρόνια πολλά, κι τ’ χρόνου, καλό Πάσχα!



[5ο σπίτι:]
(η νοικοκυρά:) −Καλώς τους, σας περιμέναμε, έφερα και την κουμπάραμου να ντ’ ακούσ’!
(οι καλαντιστές:)

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Παλληκαράκι ν όμουρφο με το στριφτό μουστάκι
σου παραγγέλν’ η λυγερή σου παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρεις το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Σήκω κορή μου κι άλλαξε κι προξενιές θα ν’ έρθουν[18]
θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα.
 −Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα
Μόν’ θέλω τα’ αρχοντόπουλο πού ειναι το ριζικό μου.
 −Μα ’κείνο τ’ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει
γυρεύει μύλους εκατό μ’ όλους τους μυλωνάδις
γυρεύ’ αμπελοχώραφα μ’ όλους τους θεριστάδις.
Ν ιδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
-Και τ’ χρόν’, καλό Πάσχα!



Μερικοί νοικοκυραίοι, αν και αγουροξυπνημένοι, προσκαλούν τους καλαντιστές μέσα στο σπίτι και τους κερνάνε



[6ο σπίτι:]


Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και των παδιών μας
παλικαράκια ν έμορφα με το στριφτό μουστάκι
σας παραγγέλν’ η λυγερή σας παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρτε το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια
αν βρέξει βρέξει βρέχομαι κι ανεί χιονίσει χιονιούμαι
κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
-Κι τ’ χρόν’, χρόνια πολλά, καλό Πάσχα!

[8ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.[19]
Κυρά μου τα παιδάκια σου τα μουσχαναθρεμένα
για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε
τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.
-Χρήστο[20] μου πού ’ν’ τα γράμματα, Χρήστο μου πού ’ν’ ο νους σου;
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα
πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες
κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’, καλό Πάσχα! −Φχαριστούμι, κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά!



[12ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Σήκω κυρά μου[21] κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο Αυγερινό βάλ’ τονε δαχτυλίδι.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά, καλό Πάσχα!

[13ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μ’ τις θυγατέρες σου τις μουσχαναθρεμένες[22]
για λούσε τις για χτένισ’ τις και στο σχολειό να πάνε
τις καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τις καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
 κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά, καλό Πάσχα!


[14ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και του παιδιού μας
παλικαράκι ν έμορφο με το στριφτό μουστάκι[23]
σου παραγγέλν’ η λυγερή σου παραγγέλν’ η κόρη
να πά’ να πάρεις το φιλί τα δυό της μαύρα μάτια.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Χίλιες φορές αρχόντεψες και πάλι γύφτος είσαι![24]
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
 κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Χρόνια πολλά, κι τ’ χρόν’! −Χρόνια πολλά, παιδιά, κι τ’ χρόν’ νά ’στι καλά!

 [15ο σπίτι:]

 Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μου τον υγιόκα σου σου τον μουσχαναθρεμένο
που τον ταΐζεις ζάχαρη που τον ταΐζεις μέλι
για λούσε τον για χτένισ’ τον και στο σχολειό να πάει
τον καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τον καρτερεί ’ δασκάλα του με δυο κλωνάρια μόσχους.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
 κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Και του χρόνου, καλό Πάσχα!

[17ο σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…[25]
−Κι τ’ χρόνου κυρά Μαρία! −Κι τ’ χρόνου παιδιά, καλή Ανάσταση να ’χουμι, ά’στε στο καλό, στο καλό! Ευχαριστώ πιδιά μ’!


[30ό σπίτι:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος ………………………
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Κυρά μου τον υγιόκα σου σου τον μουσχαναθρεμένο
για λούσε τον για χτένισ’ τον και στο σχολειό να πάει
τον καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τον καρτερεί ’ δασκάλα του με δυο κλωνάρια μόσχους.
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Σήκω κορή μου κι άλλαξε κι προξενιές θα ν’ έρθουν[26]
θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα.
−Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα
Μόν’ θέλω τ’ αρχοντόπουλο πού ειναι το ριζικό μου.
−Μα ’κείνο τ’ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…
−Κι τ’ χρόνου!

[32ο σπίτι, στο οποίο μένει ο παπάς της ενορίας του αγ. Σπυρίδωνα και συμπέθερος του αρχηγού της ομάδας:]

Ν εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους
και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς αγγέλους.
Το έλλινο προσέλλινο το χαλινό μουλάρι
πό’ ’χ’ την ελιά στο μάγουλο φεγγάρι στα καπούλια
πίσ’ από τα καπούλια του τρεις Φραγκοπούλες παίζουν
η μια βαρεί τον ταμπουρά κι η άλλη το μπουζούκι
κι η τρίτη η καλύτερη παίζει με το μπουρέντι [27].
Άλλαξε γλώσσα μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας.
Κυρά μου τα εγγόνια σου τα μουσκαναθρεμένα
για λούσε τα για χτένισ’ τα και στο σχολειό να πάνε
τα καρτερεί ν ο δάσκαλος με μια χρυσή βιργούλα
τα καρτερεί ’ δασκάλα τους με δυο κλωνάρια μόσχους.
Ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρ’ς που κάθεται χρόνια πολλά να ζήσει…[28]



Η Λαζάρα ως δρώμενο αποτελεί κάθε φορά ένα νέο, ανεπανάληπτο μουσικό, αφηγηματικό και μαγικο-θρησκευτικό γεγονός μέσα στη συγκυρία της εκάστοτε ζωντανής προφορικής επιτέλεσής της, που χάνεται άμα τη τελέσει της...



[1] Για την τελετουργική κινητικότητα στο χώρο, σωματική και τοπική, βλ. Parkin 1992· Ψυχογιού 2000. Δεν κατάφερα να εξακριβώσω, λόγω και των συγκεκριμένων συνθηκών (βλ. στο΄Μέρος Β΄ αρ. 1) αν το δρομολόγιο που ακολουθήθηκε στον εν λόγω αγερμό είχε και κάποια συγκεγριμένη μαγική ή άλλη σημασιοδότηση.
[2] Από τις αρχειοθετημένες σχετικές παραλλαγές ποιητικών κειμένων τραγουδιών από τη δυτική Ελλάδα στην ΕΜΣ του ΚΕΕΛ, βλ. Σταματέλλος 1875, χ/φο 353· Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976· Παναγιωτίδης 1902, χ/φο 414· Παίξος 1954, χ/φο 2120· Παπανικολάου 1953, χ/φο 1911· Γουρζής 1954, χ/φο 2008· Φίλιος 1959, χ/φο 2315· Περιστέρης 1966, χ/φο 3037· για σχετική τοπική βιβλιογραφία βλ. και Πούχνερ 1989: 41· πβ. και Παπαδημητρακόπουλος 1888, χ/φο 431· Καρκαβίτσας 1899, χ/φο 747. 






[1] Το τραγουδισμένο κείμενο δεν διαφέρει σχεδόν από το απομαγνητοφωνημένο ποιητικό, πλην του ότι περιέχει ανάμεσα στις συλλαβές μερικών λέξεων κάθε στίχου το ευφωνικό γράμμα -ν- , το οποίο συνδυαζόμενο με το φωνήεν της προηγούμενης συλλαβής, σχηματίζει νέα, ομόηχη συλλαβή που παρεμβάλλεται στη λέξη, όπως: …με δώδεκ’ Α-να-ποστόλους…, …με δεκατρεί-νει-ς αγγέλους…, … αφέντης α-να-ποκ’μιέτι… κλπ. (τη μουσική μεταγραφή των στίχων με τα συλλαβικά αυτά προσφύματα στις λέξεις, βλ. Περιστέρης 1976: 348,355).
[2] Επέλεξα να απομαγνητοφωνήσω από τις videoταινίες και όχι από τις ταινίες μαγνητοφώνου, στις οποίες επίσης κατέγραψα -αν και οι δεύτερες περιέχουν πληρέστερη καταγραφή από άποψη διάρκειας- γιατί η ταυτόχρονη μελέτη της εικόνας και του ήχου λειτούργησε κατά τη συγγραφή υποβοηθητικά ώστε ν’ ανακαλέσω στη μνήμη μου πρόσωπα και γεγονότα, να δω τα δρώμενα συνολικά και με χρονική απόσταση, να παρατηρήσω διαλαθούσες κατά την καταγραφή λεπτομέρειες, πράγματα που συνέβαλαν στο να κατανοήσω και να προσπαθήσω να ερμηνεύσω τα διαδραματισθέντα.
[3] Το εναρκτήριο επίρρημα εδώ, γραμματικά είναι τοπικός και χρονικός προσδιορισμός·σημασιολογικά λειτουργεί υποδηλώνοντας την τελετουργική διαδικασία, αποδίδοντας με μια αφαιρετική πυκνότητα τις αγερμικές συντεταγμένες: την επιτελούμενη τελετουργία, τον τόπο και τη χρονική εορτάσιμη συγκυρία· το ρήμα διαβαίνει υποδηλωτικό και του διαβατήριου χαρακτήρα της τελετουργίας, όσον αφορά το ιερό πρόσωπο.
[4] Ο θάνατος του Λαζάρου υποδηλώνεται μεταφορικά με τους δύο αυτούς εισαγωγικούς στίχους.
[5] Η στερεότυπη φράση το έλινο προσέλινο, ως προσδιορισμός που αφορά το θεϊκό μουλάρι, ιδιάζει στις παραλλαγές της Δυτικής Ελλάδας της ΕΜΣ του ΚΕΕΛ ως εξής: …Αφέντης καβαλίκεψε σε σέλινο μουλάρι / σε σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / και πίσω τα καπούλια του τρεις φραγκοπόύλες παίζουν …(Λευκάδα, Σταματέλλος, 1875, όπ.) · …Αφέντης καβαλίκεψε σε σέλινο μουλάρι / σε σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / και πίσω τα καπούλια του τρεις φραγκοπόύλες παίζουν….(Παραμυθιά, Παναγιωτίδης 1892, χ/φο 414: 152) ·…Βρ’ αφέντη καβαλίκεψε το σέλινο μουλάρι / το σέλινο προσέλινο, κι ασημοσελωμένο / πό ’χει τη σέλα από φλωρί, τα πέταλα απ’ ασήμι / έχει και τα καρφάκια του σπειρί μαργαριτάρι…(Σούλι, Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 61) ·…Αφέντη καβαλίκα / στα σέλινα προσέλινα τ’ αργυροκουδουνάτα…(Ζαγόρι, Παπανικολάου 1953, χφο 1911: 94) · …κι άλλοι πέντε παρακαλούν Αφέντη καβαλίκα / κι Αφέντης καβαλίκεψε το σέλινο μουλάρι…(Κόνιτσα, Ρεμπέλης 1929, χ/φο 1569: 100)· …Αφέντη καβαλίκα / στο σέλινο προέλινο στο κάλιο το μουλάρι / οπώχ’ ήλιο στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια…(Πάργα, εφημ. Βραδυνή 28/11/1929) ή, στην παραφθορά τους: …Αφέντη καβαλίκα / στο μπροστινό, στο πισινό, στο Κάλλιο το μουλάρι…(Καλέντζι Ιωαννίνων, Φίλιος 1959, χ/φο  2315: 69)· πβ. επίσης … Σεΐζη σέλωσ’ τ’ άλογο σελοκαλίγωσέ το βάλ’ του τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια… (Λεχαινά Ηλείας· Καρκαβίτσας 1974: 509). Η αινιγματική φράση έλινο προσέλινο στην πλήρη, μη φθαρμένη ή παραλλαγμένη διατύπωσή της, είναι ασέλινο προσέλινο (βλ. σχετική ηπειρωτική παραλλαγή στην ωστόσο μη αξιόπιστη, ως προς τις παρεμβάσεις του συγγραφέως στο ποιητικό κείμενο, συλλογή του Αραβαντινού, 1880) και σημαίνει, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα (λέξη: προσέλλινος) στα αποθησαυρισμένα δελτία του αρχείου του Κέντρου Ερεύνης Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, το ασέλωτο-πρωτόσελο μουλάρι (άλογο κλπ.), δηλαδή το αδάμαστο, που εδώ δαμάζεται και σελώνεται σύμφωνα με τελετουργικό τυπικό, προκειμένου να το πρωτοκαβαλικέψει ο «αφέντης». Αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο εν λόγω «αφέντης» είναι ιερό πρόσωπο με θρησκευτική σημασία, δεδομένου ότι σε όλες τις ανάλογες τελετουργίες τα ζώα που αφορούν το θεϊκό πρόσωπο, θυσιαζόμενα ή άλλα, πρέπει να έχουν αυτές τις «παρθενικές» ιδιότητες (βλ. ενδεικτικά Μέγας 1912). Ως προς το ιστορικό βάθος αυτών των τραγουδιών, η φράση μας παραπέμπει τουλάχιστον στο βυζάντιο, αφού σε λαϊκά στιχουργήματα του τέλους του 13ου-αρχές 14ου αιώνα, που αφορούν ζώα, έχουμε παρόμοιες εκφράσεις: ..με σέλας χρυσοκόλλητας και αργυροδεμένας / χαλιναροκαπίστελα αργυροχρυσωμένα / με εντελιμπροστέλλινα με το χρυσοπετάλιν…(βλ. Tsiouni 1972: 97, στιχ. αρ. 759-761· σε σχετική υπόδειξη της συγγραφέως και συναδέλφου οφείλω και την αρχή του μίτου για την ερμηνεία της φράσης στο τραγούδι και την ευχαριστώ). Η φράση ενίοτε προσλαμβάνεται από τους σημερινούς τελεστές, ίσως λόγω ομοηχίας, και ως: το Έλληνο προσέλληνο. Δηλαδή -ως ερμηνεία ή φαντασιακή κατασκευή- ότι το έθιμο προέρχεται και αφορά τη συγκεκριμένη, ελληνική εθνοπολιτισμική παράδοση (και θρησκευτική, με την έννοια ότι παραπέμπει στην αρχαία παγανιστική-ειδωλολατρική) διαχρονικά, σε μια αναπομπή πολύ βαθιά στο παρελθόν, κατ’ αναλογίαν ίσως προς το: πάππου προσπάππου, δηλωτικό αντίστοιχης διαχρονικής οικογενειακής καταγωγής (πβ. Κακριδής 1997· Λεοντή 1998).
[6]Ο στίχος με τον εθνοπολιτισμικό όρο Φραγκοπούλες αναπέμπει στο Φραγκικό ιστορικό παρελθόν αλλά κυρίως (όπως συμβαίνει και με άλλες τέτοιες ομάδες) αναδεικνύει την ανάλογη, ως προς τη συγκεκριμένη κάθε φορά σημασιοδότηση, παραβατική, κατά κανόνα λόγω ετερότητας (κατά τα συγκεκριμένα πολιτισμικά πρότυπα), συμπεριφορά. Στα λατρευτικά τραγούδια όμως αυτή η εθνοπολιτισμική ετερότητα χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ταυτόχρονα και μεταφυσική ετερότητα, δηλαδή δαιμονικά ή θεϊκά όντα, αρσενικού ή θηλυκού γένους, με τελετουργικά παραβατική συμπεριφορά (βλ. και Ψυχογιού 1998: 105, σημ. αρ.20, 2000: 203, σημ. αρ.96).
[7]Τραγουδιέται: α-να-ποκ’μιέτι= αποκοιμιέται, τον παίρνει ο ύπνος. Ο στίχος αφορά τον τελετουργικό/μυητικό ύπνο-θάνατο του ιερού θεϊκού προσώπου, όπως προκύπτει και από άλλη παραλλαγή από τη Δυτική Ελλάδα (Σούλι Ηπείρου, Λουκόπουλος 1933, χ/φο 976: 61): …για παίζοντας, για νεύοντας, αποκοιμήθ’ Αφέντης. / -Για σήκω, σήκ’ Αφέντη μου και μη βαριά κοιμάσαι / η μια σου παίρνει τ’ άλογο, η άλλη…….[λείπει] κι η τρίτη κ’ η καλύτερη, επαίρει τον Αφέντη… όπου αναδεικνύεται και η τελετουργική, μέσω της ερωτικής, γονιμικής πράξης ή ιερογαμίας (που εδώ υποδηλώνεται με το επαίρει τον Αφέντη) ανάστασή του. Η χρήση λέξεων όπως Αφέντης (ή και δεσπότης, κυρά κ.ά. δηλωτικά ιεράρχησης αλλά και κάποια κύρια ονόματα προσώπων) στα τελετουργικά λατρευτικά τραγούδια πρέπει να μας υποψιάζει πως μπορεί να μην αφορά κοινωνική (ή μόνο κοινωνική) αλλά και ιερατική διάκριση με θρησκευτική, μεταφυσική σημασία. Εύγλωττοι εξάλλου, ως προς το θείο πρόσωπο που αφορούν, είναι και οι στίχοι του σχετικού παιδικού αγερμού που γίνεται στη Βόνιτσα και αφορούν τον «Λάζαρο» ως το συγκεκριμένο θείο ή δαιμονικό όν που προσωποποιεί μάλλον το χωμένο στη γη σπόρο: Ήρθ ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια / ήρθι η γιορτή μεγάλη κι άγια./ -Πού ’σουν Λάζαρι, στη γη κρυμμένους / κι στου χώμα ανακατεμένους…. Ο συγκεκριμένος στίχος με τον ύπνο του αφέντη στις επόμενες επιτελέσεις συχνά παραλείφθηκε, χάριν συντομίας ίσως -ιδιαίτερα προς το τέλος της περιήγησης- για εξοικονόμηση δυνάμεων λόγω κόπωσης (ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν μπόρεσα ακόμα να διερευνήσω, αφού οι αλλαγές στη ζωντανή επιτέλεση των τραγουδιών δεν στερούνται τελετουργικής σημασίας· βλ. π.χ. υποσημ. αρ. 96· βλ. και Ψυχογιού 1998: 104, σημ. αρ.17).
[8] Τυπικός, επαναλαμβανόμενος περιοδικά, στίχος στα αρθρωτά πολύστιχα τελετουργικά τραγούδια που υποδηλώνει αλλαγή θεματικής ενότητας ή προσώπου (είτε τελεστή είτε αυτού που αφορά η τελετουργία), συνήθης στους θρήνους (πβ. …ας το γυρίσω κι ας το ειπώ κι αλλιώς το μοιργιολόι… βλ. Ψυχογιού 1998: 92, 82-91).
[9] Στην οικογένεια υπάρχουν περισσότερα από ένα αγόρια σε ηλικία γάμου.
[10] Οι συμβολικές φράσεις παίρνω ή φιλώ τα μαύρα μάτια (αναφορικά με τους άντρες) και δίνω τα μαύρα μάτια (αναφορικά με τις γυναίκες) στα δημοτικά τραγούδια, κωδικοποιούν την ερωτική συνουσία (βλ. και Ψυχογιού 1999: 52, σημ. αρ. 34, 2004Α).
[11] Ίσως παραφθορά του Τούρναβος (χωριό στην ΄Ηπειρο, κοντά στην Πυρσόγιαννη) ή του ποταμού Δούναβη.
[12] Πρόκειται για τις ευχές που λένε οι καλαντιστές και έχουν ηχογραφηθεί. Οι νοικοκυραίοι =όταν είναι ξύπνιοι και ανοίξουν την πόρτα- αντεύχονται.
[13] Το σπίτι έχει περισσότερα του ενός παιδιά «στα ξένα». Όπου «ξένα» μπορεί να είναι π.χ. η Αυστραλία αλλά και το κοντινό Αγρίνιο, τελετουργικά σημασία έχει δηλαδή η απουσία και όχι η απόσταση (βλ. και μαρτυρία αρ. 2, στο Επίμετρο Β΄).
[14] Κιντέρι ή κεντέρι (λεξη τουρκική): στενοχώρια, βάσανο, καημός (αρχείο λέξεων ΚΣΙΛ).
[15] Στην οικογένεια υπάρχουν περισσότερα από ένα αγόρια σε ηλικία γάμου.
[16] Η οικογένεια έχει γιο πρόσφατα αρραβωνιασμένο.
[17] Αφορά τους νεαρούς, σε σχολική ηλικία, βλαστούς της οικογένειας..
[18] Η οικογένεια έχει κόρη σε ηλικία γάμου.
[19] Στη νοικοκυρά του σπιτιού οι στίχοι αναφέρονται πάντα σχετικά με την ιδιότητά της ως μάνας, ή, αν δεν έχει ακόμα τεκνοποιήσει, αφορούν την επίτευξη αυτού του σκοπού (βλ. και παρακάτω, το τραγούδι στο σπίτι αρ. 12).
[20] Το συγκεκριμένο φερώνυμο παιδί της οικογένειας, για το οποίο οι καλαντιστές, όπως εξήγησαν, γνωρίζουν (λόγω και κακής απόδοσης στο σχολείο) ότι δεν «τα πάει» και τόσο πολύ τα γράμματα.
[21] Η συγκεκριμένη οικοδέσποινα, αρκετά χρόνια παντρεμένη, δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμα (δεν θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου της, καθώς άκουγε το τραγούδι· εδώ αναδεικνύεται και πάλι το αμφίσημο νόημα της τελετουργίας: αφενός η μαγική, ευχετική σκοπιμότητα των λόγων, απ’ την άλλη μια σκληρότητα ως προς το κοινωνικά δέον, που αγνοεί τις προσωπικές ευαισθησίες των καλαντιζόμενων, πράγμα που βαρύνει και το ρόλο του αρχηγού). Έπονται συμβολικές προτροπές, προφανώς προκειμένου η εν λόγω «κυρά» να διεγείρει ερωτικά τον άντρα της, ώστε ν’ αποκτήσει το ζευγάρι το πολυπόθητο παιδί. Με τον τρόπο αυτό, η τελετουργία συνδέεται και με την τελετουργία της γέννησης (Ψυχογιού 2000:199: υποσημ. αρ. 9).
[22] Στίχοι προσαρμοσμένοι στις κόρες της συγκεκριμένης οικογένειας αλλά και τη νεότερη πραγματικότητα, αφού στα λαϊκά κυρίως στρώματα ήταν παλιότερα δεδομένος ο γυναικείος αναλφαβητισμός. Μοναδικός προορισμός των «κοπελών», όπως παντού στην ελληνική προβιομηχανική κοινωνία, ήταν ο γάμος και η τεκνοποίηση.
[23] Στην οικογένεια υπάρχει ένα αγόρι σε ηλικία γάμου.
[24] Στίχος σκωπτικός για τον συγκεκριμένο νοικοκύρη. Πρόκειται για αυτόν που ήθελε να μπει στην αγερμική ομάδα και του αρνήθηκαν. Εδώ, για να τον περιπαίξουν, παραλλάσσουν ένα τυπικό στίχο του τραγουδιού: …−Αφέντ’ αφέντ’ ολάφεντε πέντε βολές αφέντη / πέντε βολές αφέντεψες και πάλ’ αφέντης είσαι … (βλ. και υποσημ. αρ. 42) προσαρμόζοντάς τον στο βίο και το χαρακτήρα του -όπως αυτοί τον προσλαμβάνουν κοινωνικά- με τον οποίο τον «στόλισαν» -κατά την έκφρασή τους- τραγουδώντας. Εκείνος ξύπνησε, βγήκε γελώντας και μας κέρασε λέγοντας αστεία Ταυτόχρονα όμως εμπόδιζε –αστειευόμενος αλλά και με ανταποδοτική διάθεση- την ομάδα να συνεχίσει την πορεία της, πράγμα ενδεικτικό και των απρόοπτων ή και επικίνδυνων ακόμα καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν κατά την περιήγηση, καθώς και των δύσκολων χειρισμών που απαιτούν.
[25] Είναι αξιοσημείωτο ότι ο στίχος επαναλαμβάνεται στερεότυπα ακόμα και σε σπίτια, όπως εδώ, που ο σύζυγος είναι χρόνια πεθαμένος και αφορά πλέον τον –ξενιτεμένο στη συγκεκριμένη περίπτωση- μεγαλύτερο γιό.
[26] Ο στίχος απευθύνεται στην, παρούσα κατά τον αγερμό, μεγαλύτερη από τις δύο κόρες του σπιτιού, που είναι -σύμφωνα πάντοτε με τα πολιτισμικά δεδομένα του τραγουδιού - σε ηλικία γάμου. Παρόλο που η συγκεκριμένη «κοπέλα», φοιτήτρια, είναι περίπου πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον μαθητή γιό, αυτός -παρών επίσης- αναφέρεται πρώτος, δεδομένης της έμφασης στην πατριαρχικότητα στην περιοχή, που συνάδει και με τα πολιτισμικά δεδομένα του τραγουδιού.
[27]Επαναλαμβάνω εδώ όλους τους εισαγωγικούς στίχους για να αναδείξω πώς τους διαφοροποιεί τελετουργικά η αλλαγή μιας μόνο λέξης, της λέξης αφέντη που υποκαθίσταται από τη λέξη μπουρέντι, (η λέξη δεν είναι αποδελτιωμένη στο Αρχείο του ΚΣΙΛ, ίσως αποτελεί παραφθορά του ταμπουράς ή και να την δημιούργησε εκείνη τη στιγμή, ομοιοκατάληκτα με το αφέντη, ο αρχηγός) προφανώς λόγω της ιερής χριστιανικής ιδιότητας του νοικοκύρη, που είναι γέροντας παπάς. Δηλαδή εδώ η μικρότερη Φραγκοπούλα δεν «παίζει» (γονιμικά), δεν ερωτοτροπεί, με τον «αφέντη» αλλά με το «μπουρέντι», δεδομένης και της πολύσημης χρήσης του ρήματος «παίζω». Επισημαίνω εδώ ότι λόγω του ότι η ομάδα έφθασε στο εν λόγω σπίτι χαράματα, ο παπάς-νοικοκύρης είναι απών, γιατί έχει μεταβεί ήδη στην εκκλησία, όπως μας πληροφόρησε η παπαδιά. Ο αρχηγός της ομάδας σχολίασε την πληροφορία, λέγοντας πως θ’ αρχίσει ο παπάς τη λειτουργία (της χριστιανικής γιορτής του Λαζάρου) χωρίς τον ψάλτη, μια που ο τελευταίος συμμετείχε ακόμα στον αγερμό. Έτσι ο νεαρός ψάλτης πέρασε μετά από λίγο από τη μαγικοθρησκευτική στην εκκλησιαστική-χριστιανική τελετουργία, διακονώντας ισότιμα −και επίσημα− και τις δύο λατρευτικές παραδόσεις.
[28] Ο εν λόγω νοικοκύρης μένει στο σπίτι με ενοίκιο.

Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια