[ Ελένη Ψυχογιού, πρώτη δημοσίευση]
Εισαγωγικά
Όπως όλες οι εποχικές διαβατήριες τελετουργίες στον κύκλο
του χρόνου, έτσι και τα Αναστενάρια συνδέονται
συμβολικά και μαγικά με τον αναγεννητικό κύκλο της βλάστησης, ιδιαίτερα των
σιτηρών αλλά και με τις εποχικές γιορτές στον κύκλο του χρόνου που συνδέονται
συμβολικά με αυτή την τόσο ουσιώδη για την ανθρώπινη –και όχι μόνο– διατροφή
καλλιέργεια. Αν και στο πλατύ κοινό
είναι γνωστό μόνον το μαγικο-θρησκευτικό δρώμενο που επιτελείται σήμερα κάθε χρόνο στο
πανηγύρι για τη γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε όλα τα χωριά της
Μακεδονίας όπου έχουν εγκατασταθεί οι αναστενάρηδες Θρακιώτες πρόσφυυγες, τελετουργικές δράσεις που αφορούν τα Αναστενάρια επιτελούνται (λιγότερο ή
περισσότερο) στα σε αυτά τα χωριά και σε στις άλλες, σημαίνουσες για τα συτηρά,
εποχικές στιγμές μέσα στο χρόνο.
Έτσι δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αναστενάρικες δραστηριότητες
και κατά το φθινόπωρο, την εποχή της
σποράς. Έτσι, οι πρώτες, υπαινικτικές, σχετικές δράσεις (συζητήσεις για την
προσφορά χορηγίας, κυρίως για το κουρμπάνι/θυσία
του ταύρου, οικονομικός απολογισμός και προγραμματισμός κ.ά.) τοποθετούνται στη
γιορτή του καβαλάρη άγιου Δημητρίου, γιορτή-ορόσημο και για τους κτηνοτρόφους. Το όνομα του Αγίου
εξάλλου σχετίζεται με τα Δημητριακά.
Ο επόμενος σημαντικός σταθμός είναι στο τέλος του χειμώνα
και αρχή-αρχή της Άνοιξης, όταν το
σιτάρι και όλα τα δημητριακά προσπαθούν να «αναστηθούν» μέσα από το παγωμένο ακόμα χώμα, στη γιορτή του αγίου
Αθανασίου, το όνομα του οποίου συνδέεται με την αθανασία, το θάνατο και την
αναγέννηση δηλαδή. Σε αυυτή την περίσταση επιλέγεται και ο ταύρος που θα
θυσιαστεί τον Μάιο, στη γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Οι ίδιοι οι
αναστενάρηδες θεωρούν αυτή την επιτέλεση ένα είδος κλειστών, «μικρών» Αναστεναριών, προζύμι,
όπως λένε, για τη μεγάλη γιορτή των Αναστεναριών του Μάη, όταν τα στάχυα είναι πλέον ώριμα, σχεδόν έτοιμα για θερισμό.
)
Μαυρολεύκη Δράμας, 20.5. 1996. Το αναστενάρικο "κονάκι" την παραμονή της γιορτής των αγίων κωνσταντίνου και Ελένης στην αρχή του πανηγυριού (φωτ. Ε. Ψ.
Μαυρολεύκη Δράμας, 20.5. 1996. Το αναστενάρικο "κονάκι" την παραμονή της γιορτής των αγίων κωνσταντίνου και Ελένης στην αρχή του πανηγυριού (φωτ. Ε. Ψ.
Συμμετείχα για πρώτη φορά στα Αναστενάρια της
Μαυρολεύκης Δράμας τον Μάιο του 1996, στo πανηγύρι για τη γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ( η σχετική Ημερολογιακή κατάθεση σε αυτό εδώ το blog https://fiestaperpetua.blogspot.com/2013/10/women-cult-anastenaria-festival.html ). Λόγω του προβληματικού, εθνογραφικά ανορθόδοξου, τρόπου με τον οποίο προέκυψε να συμμετέχω στο
δρώμενο των Αναστεναριών, τραγουδώντας,
και λόγω των ερωτημάτων που μου προξένησε αυτή η διφορούμενη συμμετοχή
μου στην επιτέλεση, θέλησα να επανέλθω, εντός και εκτός τελετουργίας,
προκειμένου να πάρω συνεντεύξεις από τους αναστενάρηδες μήπως και λυθούν κάποια
από τα ερωτήματα και τις απορίες μου.
Αυτή την πιο κλειστή, εσωτερική ανάμεσα στους
αναστενάρηδες, επιτέλεση των «μικρών» Aναστεναριών κατά την παραμονή (γιορτή
του αγίου Αντωνίου) και ανήμερα της γιορτής του αγίου Αθανασίου επέλεξα να παρακολουθήσω μόνη τον επόμενο
χρόνο από αυτόν της πρώτης επαφής μου με τα Αναστενάρια. Φρόντισα όμως να
μεταβώ μερικές ημέρες νωρίτερα, ώστε να μπορέσω να προσεγγίσω (αν ήταν δυνατόν)
τους αναστενάρηδες εκτός τελετουργίας και να συνομιλήσω μαζί τους. Είχα εξάλλου νωπή ακόμα την
τραυματική, πρώτη εμπειρία μου αλλά και είχα αποστασιοποιηθεί αρκετά από αυτήν,
ώστε να ελπίζω και να επιδιώκω να προσεγγίσω
τα πράγματα πιο νηφάλια, πιο αντικειμενικά, ίσως. Ωστόσο είχα και μιαν ανησυχία μήπως οι
αναστενάρηδες, βλέποντάς με να φτάνω στην «κλειστή» αυτή επιτέλεση
θεωρούσαν ότι ήμουν πλέον ενταγμένη στο δρώμενο και είχαν ως δεδομένη τη
συμμετοχή μου στην επιτέλεση των τραγουδιών, όπως είχε συμβεί στο πανηγύρι του
Μάη, οπότε θα ανακυκλωνόταν το πρόβλημά μου.
Παρόλ’ αυτά αποφάσισα να πάω, αφενός γιατί ήθελα ίσως να
από-ενοχοποιηθώ (μετά και τα όσα
αρνητικά είχα ακούσει από μερικούς συναδέλφους και άλλους κατά τους μήνες που
ακολούθησαν για τον τρόπο συμμετοχής μου) αλλά κυρίως γιατί με έκαιγαν τα
ερευνητικά μου ερωτήματα.
Αφού πήρα λίγες μέρες ερευνητική άδεια (άνευ οικονομικής υποστήριξης)
από το ΚΕΕΛ και αφού συνεννοήθηκα με τον Πρόεδρο της Κοινότητας, πήρα και πάλι
το τραίνο, μόνη αυτή τη φορά, και βρέθηκα ένα παγωμένο βράδυ του Γενάρη στη βορινή
Μαυρολεύκη.
Η υποδοχή μου, τόσο από τον Σάκη (Ισαάκ) Χαρπαντίδη, τον
Πρόεδρο της Κοινότητας Μαυρολεύκης όσο και από τους αναστενάρηδες, ήταν εξαιρετικά θερμή, σχεδόν ενθουσιώδης. Σε
αυτή την υποδοχή (και αποδοχή της παρουσίας μου) είχε συντελέσει τα μέγιστα το
γεγονός και κυρίως ο τρόπος που είχα συμμετάσχει στην τελετουργία του
περασμένου Μάη. Η αναστενάρισσα κυρά-Δέσποινα Δελμούζου ήταν κατηγορηματική στο
να με «καπαρώσει» να φιλοξενηθώ στο σπίτι της, προβάλλοντας το ακαταμάχητο
επιχείρημα ότι ήμουν «δικός τους άνθρωπος» πλέον, συν το γεγονός ότι ήταν
γερόντισσα και ζούσε μόνη, οπότε της ήταν ευπρόσδεκτη μια συντροφιά. Φιλοξενία που υπήρξε πολύτιμη και
ως προς τη δυνατότητα που μου έδωσε να ζήσω, όσο γινόταν, «εκ των έσω»
την κοινότητα αλλά και να συνομιλήσω με μια άλλη φιλοξενούμενή της,
αναστενάρισσα από το χωριό Κερκίνη, που την επισκέφθηκε ενόσω ήμουν και εγώ
εκεί.
Έμεινα λοιπόν πέντε ημέρες στη Μαυρολεύκη. Αντέγραψα από το δημοτολόγιο της Κοινότητας (με την επίσημη άδεια του Προέδρου) τις οικογενειακές μερίδες των κατοίκων με
θρακιώτικη καταγωγή. Η αντιγραφή αυτή
απέβλεπε στο να κατανοήσω την
κοινωνική και οικογενειακή συγκρότηση της ομάδας, τις γαμήλιες στρατηγικές, τις
επιγαμίες ή μη, την κληρονομικότητα. Κυρίως όμως, ως προς το επίκεντρο της
έρευνάς μου, τα Αναστενάρια, να έχω παράλληλα τη δυνατότητα κατά τις συνομιλίες
με τους Θρακιώτες την καταγωγή, να σημειώνω και να διασταυρώνω ποιες
οικογένειες και ποια μέλη τους εμπλέκονται στα Αναστενάρια και γιατί, ποιούς
ρόλους επιτελούν σε αυτά κατά φύλα και ηλικία και αν τυχόν προκύπτει κάποια
κληρονομική σειρά, πατρογραμμική ή μητρογραμμική, στην ανάληψη αυτών των έμφυλων
ρόλων και γιατί, ακόμα και αν αυτά γίνονται μη συνειδητά. Πρόλαβα να αντιγράψω
αλφαβητικά από το γράμμα Α (Αβράμης) έως το Ρ (Ρέκλης), χωρίς δυστυχώς να
ολοκληρώσω, ωστόσο οι πληροφορίες που προέκυψαν, αν και δεν τις επεξεργάστηκα
έκτοτε συστηματικά, είναι, εκτιμώ, πολύ ενδιαφέρουσες.
Σελίδες από το χειρόγραφο τετράδιο αντιγραφής από το Δημοτολόγιο της Κοινότητας Μαυρολεύκης Δράμας (Ιάν. 1997)
Παράλληλα συνομίλησα με μέλη
αναστενάρικων οικογενειών μεμονωμένα ή ομαδικά, ρωτώντας για την επιτέλεση του
δρώμενου, τούς ρόλους, τα σκηνικά αντικείμενα, τα τραγούδια, το μύθο, την
πατρίδα καταγωγής (το Κωστί, το Μπροντίβο), την προσφυγιά, τη νέα εγκατάστασή
τους στη Μακεδονία, τα βάσανα και τις
κακουχίες της προσφυγιάς, την πίστη, τις εικόνες, τα μουσικά όργανα, το κονάκι,
τους ρόλους στο δρώμενο, τις οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους
και με τα άλλα αναστενάρικα χωριά, τις σχέσεις με τους άλλους συγχωριανούς
πρόσφυγες ή ντόπιους, τις τυχόν συγκρούσεις, τα συναισθήματα, την κοινωνική
συγκρότηση, κ.ά. Σημαντικές επίσης υπήρξαν οι σνομιλίες μου με
τον Θεόκλητο Κ. Λάντζο, Κωστιανό επίσης, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου
αφηγηθεί και τα του ταξιδιού τους στην
πατρίδα, το Κωστί (σήμερα στη Βουλγαρία) το προηγούμενο καλοκαίρι και να μου
δείξει και τη videoταινία που είχαν τραβήξει εκεί, κάνοντάς με να έχω την εντύπωση ότι είχα όλη την
εικόνα της κοινότητας, πριν και μετά την
προσφυγιά, όσο αυτό είναι δυνατόν,
βεβαίως.
Στο πλαίσιο της ίδιας αυτής επίσκεψης οδηγήθηκα και στη Μουσθένη
Παγγαίου Καβάλας, όπου επίσης έχουν εγκατασταθεί Θρακιώτες πρόσφυγες, μερικοί
και συγγενείς με αυτούς της Μαυρολεύκης (βλ. παρακάτω)[1].
Όλ’ αυτά βεβαίως εξαρτήθηκαν από το λίγο (σχετικά με το
φιλόδοξο αυτό πλάνο) χρόνο που διέθετα, την ικανότητά μου να θέτω τις
κατάλληλες ερωτήσεις, την προθυμία των ανθρώπων να με πληροφορήσουν ή όχι και
τη δυνατότητά τους να το κάνουν λόγω των ασχολιών τους, αλλά και από την επάρκειά μου να αξιολογώ τις
πληροφορίες τους.
Ωστόσο, όσο πιο
πολύτιμος και θερμός υπήρξε ο συγχρωτισμός
και η επικοινωνία μου με τους συνομιλητές μου, τόσο περισσότερο με
ενέπλεκε στο να θεωρούν αυτονόητο το ότι
θα συμμετείχα στην (όχι τόσο ανοιχτή μεν
και επίσημη, όσο αυτή του Μάη, πλην εξίσου ιερή τελετουργικά) επιτέλεση των Αναστεναριών την παραμονή και ανήμερα του
αγίου Αθανασίου, τραγουδώντας μαζί με
τους μουσικούς τα αναστενάρικα τραγούδια αλλά και τόσο δυσκόλευε τη δική μου άρνηση να το
πράξω. Οι λόγοι εξάλλου που είχαν
επικαλεσθεί και για την πρώτη μου συμμετοχή, ότι δεν υπήρχαν κάποιοι από τη
ομάδα για να τραγουδήσουν και η αδυναμία του λυράρη, για λόγους υγείας, να
ανταποκριθεί στο δύσκολο αυτό ρόλο, δεν είχαν εκλείψει. Τελικά, με μεγάλη
δυσκολία και ενοχές και πάλι, συμμετείχα αναπόφευκτα τραγουδώντας και σε αυτά τα Αναστενάρια. Γεγονός που με έκανε να ορκιστώ στον εαυτό μου επιτόπου ότι αυτή η συμμετοχή (παρόλη
τη βεβαιότητα και τις παρακλήσεις κάποιων από τους τοπικούς αναστενάρηδες για
το αντίθετο) θα με απέκλειε στη συνέχεια από το να ξαναπάω ή και να ασχοληθώ
ξανά επιστημονικά με τη μελέτη των Αναστεναριών.
Ο όρκος βεβαίως δεν περιλάμβανε το να εξακολουθώ να τα παρακολουθώ εξ
αποστάσεως ως δρώμενο αλλά και, το δυνατόν, τη σχετική βιβλιογραφία, πάντα στο πλαίσιο της
ερευνητικής μου υπόθεσης για την Ελένη.
Κράτησα τον όρκο μου, δεν ξαναπήγα στη Μαυρολεύκη (ούτε σε
άλλο αναστενάρικο χωριό), ούτε καν επεξεργάστηκα στη συνέχεια τα ενδιαφέροντα, εκτιμώ,
στοιχεία που είχα συγκεντρώσει τότε, με εξαίρεση τη συγγραφή του ημερολόγιου
και την απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών, που τα δημοσιεύω τώρα σε αυτό το blog.
Για τα Αναστενάρια έχει
χυθεί πολύ μελάνι, έχουν τραβηχτεί μυριάδες φωτογραφίες και ταινίες video ή κινηματογραφικές, έχουν δημοσιευτεί
πάμπολλα βιβλία και άρθρα από ειδικούς και μη, έχουν γίνει επιτόπιες έρευνες, ραδιοφωνικές
και τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ, κ.ά., περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά
και αξιόπιστα. Δεν έχασε λοιπόν η Βενετιά
βελόνι από τη δική μου αποστασιοποίηση. Όμως υπήρξε παρόλ’ αυτά μεγάλη η
προσωπική μου ικανοποίηση από την εμπειρία και την έρευνα στη Μαυρολεύκη, ενώ η
μετέπειτα (απ’ όσο δύναμαι να γνωρίζω)
έρευνα δικαίωσε (κατ’ εμέ) τα ερευνητικά κρίματά μου: η επιβεβαίωση και
από άλλους ερευνητές και σε άλλα μέρη με κοινότητες Θρακιωτών αναστενάρηδων, των
σκέψεών μου και των πληροφοριών που συνέλεξα εκεί σχετικά με τη γυναικεία φύση του δρώμενου, ως
κυρίως γυναικείου ritual, μεταβιβαζόμενου
εν πολλοίς κληρονομικά μέσω και της
μητρογραμμής από γενιά σε γενιά. Ανεκτίμητο
υπήρξε επίσης για μένα το ότι μου άνοιξε
ορίζοντες για τεκμηρίωση της σχέσης του
με την δική μου έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη.
Έλυσα τον όρκο μου 10 χρόνια αργότερα, το Μάιο του 2006,
όταν πήγα, με ενοχές που τους είχα απαρνηθεί, για τελευταία φορά στη Μαυρολεύκη
ως απλός επισκέπτης, για να βρω με λύπη μου τους περισσότερους αναστενάρηδες
που είχα γνωρίσει γερασμένους (και εγώ δεν ήμουν η ίδια, βέβαια), άλλους
εκλιπόντες πλέον. Η ικανοποίησή μου
ωστόσο ήταν μεγάλη όταν με υποδέχτηκαν
με παράπονο μεν για την αποστασιοποίησή μου, πλην με χαρά και αγάπη, ενθυμούμενοι τον τρόπο που είχα
συμμετάσχει και τους είχα βοηθήσει, στην πρώτη κυρίως, αλλά και στη δεύτερή μου
επίσκεψη. Υποδοχή που έδιωξε και τα
τελευταία ίχνη του ερευνητικού κρίματος που
με βάραινε τόσα χρόνια.
Αξιοποιώντας
λοιπόν τη δυνατότητα που μου δίνει το blog να δημοσιεύω και να ανεβάζω πολλές φωτογραφίες, κοινοποιώ
το υλικό που συγκέντρωσα για τα Αναστενάρια
(σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με τα
αποθησαυρισμένα ήδη δεδομένα και τα δημοσιεύματα), 17 χρόνια αργότερα από την
πρώτη μου επίσκεψη, επηρεασμένη και από τον πρόσφατο θάνατο της αγαπημένης μου
παιδικής φίλης Κατίνας Κούρτη-Καρατσώρη που της χρωστάω την επαφή μου με τους
Θρακιώτες της Μουσθένης. Θάνατος και
πόνος που με έκανε να θυμηθώ το χρέος μου στος ανθρώπους που μου άνοιξαν τότε
την καρδιά τους και να συνειδητοποιήσω
πολύ καλά πόσο μεγαλώσαμε και πόσο πρόσκαιροι είμαστε σε τούτη τη ζωή, που, συγκυριακά, άλλοτε μας
χωρίζει και άλλοτε μας ξανασμίγει με αγαπημένα πρόσωπα, μέχρι να τα χάσουμε
οριστικά.
Καταθέτω λοιπόν το ημερολόγιο σαν προσωπική εξομολόγηση (αμαρτία
εξομολογούμενη, δεν είναι αμαρτία!) και τις απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις
σαν μαρτυρημένες πληροφορίες, μήπως
τυχόν και ενδιαφέρουν κάποιους
πληροφοριακά ή μήπως τυχόν χρησιμεύσουν επιστημονικά σε άλλους που ασχολούνται ερευνητικά με αυτό το
πολυσύνθετο και πολυμελετημένο δρώμενο, μια που εγώ δεν μπόρεσα να το
αξιοποιήσω διαφορετικά. Κάθε ψηφίδα που μπορεί να συμπληρώσει την εικόνα στην
έρευνα ή ν’ ανοίξει υποθέσεις είναι
πιστεύω ―και εκ πείρας― πολύτιμη, γι’
αυτό και κοινοποιώ εδώ το ελάχιστο, έστω, υλικό μου.
Το εθνογραφικό αυτό
υλικό το ανεβάζω σε τρία διαφορετικά post για λόγους διευκόλυνσης της
ανάγνωσης και προσθέτοντας στο καθένα την παραπάνω εισαγωγή, για λόγους
κατανόησης των γραφομένων, σε περίπτωση που τυχόν διαβαστεί το κάθε post χωριστά:
α) το εθνογραφικό Ημερολόγιο από τη συμμετοχή μου στο
πανηγύρι στη Μαυρολεύκη στις 19-21 Μαΐου 1996 μαζί με τις φωτογραφίες (και
συμπληρωματικές από την επίσκεψή μου τον Μάη του 2006)
β) τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, τις σημειώσεις και φωτογραφίες από την επίσκεψή μου στη
Μαυρολεύκη τον Ιανουάριο του 1997
γ) τις
απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες μου στη Μουσθένη Παγγαίου Καβάλας, επίσης τον
Ιανουάριο του 1997 .
ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Στη μνήμη
Μαυρολεύκη, Αναστενάρια, 21/5/ 1942. Το γυναικείο "νεστενάρι" της πρώτης προσφυγικής γενιάς, με τη θρακιώτικη φορεσιά, πλαισιώνει τον "παππού", την παλιά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που έφερε μαζί της από το Κωστί η Βενετιά Κώσταρου (Φωτ. Άγγελος Τανάγρας. Η φωτο δημοσιευμένη σε πολλές πηγές, εδώ φωτογραφική αναπαραγωγή από τις πρωτότυπες φωτογραφίες που είχε η αναστενάρισσα Δέσποινα Δελμούζου και μου τις παραχώρησε μέσω του ανεψιού της Γιώργου Καρατσόρη, από την Μουσθένη)
Μουσθένη Παγγαίου, Τετάρτη, 14 Ιανουαρίου 1997
Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη με κατοίκους της Μουσθένης Παγγαίου
που πραγματοποιήθηκε από την ερευνήτρια του ΚΕΕΛ Ελένη Ψυχογιού, στο πλαίσιο της έρευνάς της σχετικά με το
θρακιώτικο δρώμενο Αναστενάρια, μέσα στο σπίτι της Ελένης Καρατσόρη. Συμμετέχουν
εκτός από την ερευνήτρια που θέτει τα ερωτήματα, η Ελένη Καρατσόρη, ο γιος της
Γιώργος Καρατσόρης, δάσκαλος, η νύφη της Κατίνα Κούρτη- Καρατσόρη δασκάλα, ο
εξάδελφός της Θεόδωρος Κρυωνάς, οι εξαδέλφες της Δέσποινα Γκογκάκη και Δέσποινα
Κωνσταντίνου. Παρούσα αποσπασματικά και
η Έλενα Καρατσόρη, κόρη του Γιώργη και της Κατίνας.
Κρυωνάς
Θεόδωρος του
Γεωργίου, από το Γκαλάτζο της Ανατολικής Θράκης (Αν. Ρωμυλία), 82 χρονών,
αγρότης.
«…Σήμερα είναι Βουλγαρία εκεί [στο Γκαλάτζο] και το λένε Σενεμόρι. Είναι Μαυροθάλασσα εκεί πέρα.
Σενεμόρι θα πει «μαύρη θάλασσα». Ε, ο παππούς τους εκεί έμεινε. Έχει ιστορία. Φύγαμε το 1913 από ’κεί. Εγώ
ήμουν δυο χρονών τότε. Κατεβήκαμε στη
Θεσσαλονίκη, καθίσαμε εφτά χρόνια εκεί. Αυτηνής [της Ελένης Καρατσόρη το γένος
Βέλκου] η γιαγιά, ο μπαμπάς της και οι θείες της ήρθανε μαζί μας. Ο παππούς της
ήτανε αλμπάνης που λέμε ’μείς,
πεταλωτής και γύριζε στην παλιά Βουλγαρία. Παλιά Βουλγαρία δεν υπήρχανε, όπως
τώρα, που όλο το περιχαράσσουνε, μέχρι τη Ρουμανία ήτανε ελληνικά εκείνα τα
μέρη. Μέεεεεχρι απάν’! Πολλές φορές τα ταιριάω [τα θυμάται] και πολλές φορές τα
ξεχνώ. Βάρνα, Πύργος, απάν’ Σέρβους, Σωζόπολη, πώς τα λένε, Αγχίαλος, αυτά τώρα
έχουνε άλλα ονόματα. Και όταν πήγαμε ξανά πίσω, το 1920 που πήραμε και τη
Θράκη, τάχα εμείς η Ελλάδα, την έδωσαν ξανά πίσω τη Θράκη αλλά όχι το χωριό
μας. Ήτανε Βουλγαρία, πήγαμε στον Άη-Στέφανο. ’Κεί κάτου στο Καράκαβακ
[Μαυρολεύκη] έχει πολλοί Αηστεφανίτες. Και ‘δώ [στη Μουσθένη] έχει πολλούς.
Εμείς εδώ ήρθαμε δυο οικογένειες. Ο μπαμπάς της [της Ελένης Καρατσόρη] κι ο
μπαμπάς μου.
Ερευνήτρια [Ελένη Ψυχογιού]: Πώς ήρθατε εδώ, σε αυτό το χωριό:
Για πες μου όλο το ιστορικό.
Θ. Κρυωνάς: (γελάει)Εμείς, κανονικά, όταν έφυγαμ’ και πήγαμε πίσω
στη Θράκη [το 1920] πήγαμε πολλοί βέβαια Θρακιώτες. Πήγαμε στη Μπουράνασα,
Μαυρίσις (;) λέγεται ελληνικά,
Μπουράνασαρ λέγεται τουρκικά, βουργάρ’κα, όπως θες πάρ’το. Πήαμε ’κει πολλές οικογένειες.
Τότε μισολάβησε ο Κύρκος, τώρα απ’ αυτηνούς ράτσα ήτανε…
Γιώργης Καρατσόρης (γιος της Ελένης): Ο [Λεωνίδας] ο Κύρκος απ’ αυτούνούς
ήτανε!
Θ. Κρυωνάς: Αυτουνού, ήτανε βουλευτής του Φιλελευθέρου Κόμματος
τότες. Λοιπόν, και άνοιξε η Θράκη [το 1920] και πήγε μια επιτροπή και βρήκε
μέρος τώρα εκεί στη Θράκη αλλά εκείνο το μέρος ήτανε ―εγώ τώρα ήμαν 8-9 χρονών,
τα ξέρω, όλα τα τοπία να με πεις εκεί στη Θράκη, τα θυμάμαι. Βέβαια, καλά τα
θυμάμαι. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη που πήγα τριώ χρονώ, ώσπου φύγαμε, έκατσαμ’
άλλα εφτά χρόνια, δέκα χρονώ εγίνηκα. Τα θυμάμ’ όλα. Τσι παράγκες, αυτά, όλα.
Τα θυμούμαι!... Και πήγαμε στη Θράκη, πολλοί. Πήγε πρώτα αυτή η Επιτροπή, βρήκε
το μέρος.
Κατίνα Καρατσόρη (το γένος Κούρτη, σύζυγος του Γιώργη, νύφη της Ελένης
Καρατσόρη, όχι Θρακιώτισσα): Μπάρμπα Θοδωρή, εσύ εκεί γεννήθηκες;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, στο Σινεμόριτς.
Κ. Κούρτη-Kαρατσόρη: Το Κωστί ήτανε κοντά;
Θ. Κρυωνάς: Όχι, ήτανε έξι ώρες μακριά από ’μάς. Ήτανε μέσα,
μεσόγεια. Ήτανε μεσόγειο [χωριό]. Κι ο Μπροντίβος, της μάνας μου το χωριό, ήτανε
και ’κείνο τρεις ώρες, στα Μεσόγεια. Εμείς ήμασταν ακροθαλασσιά!
Ερευνήτρια: Η μάνα σας τι επώνυμο είχε;
Θ. Κρυωνάς: Παύλου. Παύλου έχει στου Καράκαβακ, στη Μαυρολεύκη.
Ερευνήτρια: Και ήσαστε συγγενείς εσείς με αυτούς, από την μητέρα σας;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, πως! Αδερφές της μάνας μου.
Κ. Κούρτη-Καρατσόρη: Με τη δικιά μας εδώ, τη θεία τη Δέσποινα, τη συνυφάδα
της πεθεράς μου, τι συγγένεια έχεις εσύ;
Θ. Κρυωνάς: Πρώτα ξαδέρφια! Ο μπαμπάς της κι ο μπαμπά μου αδέρφια.
Κ. Κούρτη-Καρατσόρη: Εκείνης το σόι ποιο ήτανε;
Θ. Κρυωνάς: Γκογκάκη. Ήτανε δυο μπαμπάδες, μια μαμά [δηλ. από άλλον
πατέρα]. Η γιαγιά μας ήτανε μία. [βλ. δημοτολόγιο Κοινότητας Μαυρολεύκης αρ. 21-24].
Ερευνήτρια: Αυτοί [οι Γκογκάκηδες] είχαν αναστενάρηδες στην
οικογένειά τους;
Θ. Κρυωνάς: Δεν είχε κανέναν. Ήταν όλοι αντίθετοι. Εμείς τώρα,
άκουσαμ’ απ΄τον μπαμπάμ’ το μακαρίτ’, παλιά δηλαδή, κ’ εκείνος δεν τα γνώρισ’
ακόμα, αλλά ήτανε, λέει, κονάκ’ [κονάκι αναστενάρηδων] στο σπίτι, στην
πατρίδα, εκεί. Αλλά ο μπαμπάς του ύστερα το ’διωξε το κονάκι. Δεν το πίστευε δηλαδή αυτό.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Απ’ τη μάνα σου το είχατε δηλαδή εσείς αυτό, το
κονάκι;
Θ. Κρυωνάς: Όχι, απ’ το μπαμπά μου, του μπαμπά μου το σόι. Απ’ τη
μάνα μου δεν είχαμε, στο Μπροντίβο δεν είχαν νεστενάρηδες, στο Κωστί ήταν
τ’ αναστενάρια και στο Καράκαβακ
κάτι λίγα.
Ερευνήτρια: Πώς, δεν είχε και στο Μπροντίβο;
Θ. Κρυωνάς: Δεν είχε, κάτι λίγα, είχε. Όπως στο Λαγκαδά που ήταν
τώρα και Αγία Ελένη, στο Καράκαβακ, στη Μαυρολεύκη, έκαναν. Στο Κωστί ήτανε. Στο
Κωστί τώρα, όπως λένε, έτσ’ άκουσα και ‘γώ, ότι καίουνταν η εκκλησία και μπήκαν
μέσα και πήραν το εικόνισμα του αγίου Κωσταντίνου. Και δεν κάηκανε. Κι από ’κεί τώρα έμεινε [να μπαίνουν στη φωτιά]. Και μια
άλλη περίπτωση λένε τώρα, ότι η ράτσα αυτή κρατάει απ’ τις Ινδίες.
Ερευνήτρια: Αυτό πού το ξέρεις, το διάβασες
κάπου ή το άκουσες;
Θ. Κρυωνάς: Έχω διαβάσει πολλά βιβλία αλλά αυτό δεν το διάβασα. Το
άκουσα από Κωτσιανό, τ’ς Αραμπατζήδες το συμπέθερο, του Χρήστου τον πεθερό, το
’λεγε που ’ταν εδώ κάποτες. Και το ’λεγε ’κείνος, Κωτσιανός η καταγωγή του [από
το Κωστί].
Ερευνήτρια: Δηλαδή; Πώς κρατάνε απ’ τις
Ινδίες;
Θ. Κρυωνάς: Ότ’ ήταν από ’κεί.
Τώρα, Ινδιάνοι ήτανε, τότες δηλαδή, και μέχρι σήμερα λέει μπορεί να
’ναι. Χόρευαν λέει στα κάρβουνα. Τάχα ήτανε μαγικά, όπως θες πάρ΄τα. Πάντως,
ένα πράγμα είχα καταλάβ’ τη χρονιά που πήγα εκεί, ήρθανε τρεις γιατροί, ψυχολόγοι ήτανε τώρα,
νευρολόγοι ήταν, πάντως γιατροί. Γερμανός, Άγγλος και δεν ξέρω ο άλλος από
πού ήτανε. Κι εβάλανε το γαμπρό μας, της εξαδέρφης μου τον άντρα,
ήταν αρχηγός Αναστεναρίου.
Ερευνήτρια: Πώς τον έλεγαν αυτόν;
Θ. Κρυωνάς: Αυτόν τον έλεγαν Σωτήρη Λιούρο. Τον έβαλαν, είχε μονάδα
ζώα αυτός, μέσα τώρα στ’ αχούρια, σ’ αυτά, και είχε [έρθει] και μια γυναίκα
ψυχολόγος, γιατρός στη Γερμανία, Ελληνίδα αλλά εκεί σπούδαζε, κι αυτή τις έφερε
’δώ [τους Γερμανούς κ.λπ. επισκέπτες], ήρθαν δηλαδή παρέα. Και τον έβαλαν και πλύθ’κε που ’ταν οι μπότες του μέσ’ τις κοπριές, τά ΄βγαλε,
τον ξέπλυναν τα πόδια στη βρύση, τα ’βαλε έτσι τα πόδια του [καθαρά, γυμνά] και
τον έβγαλαν φωτογραφία. Τα βλέπω τώρα αυτά εγώ.
Δεν τ’ άκουσα. Ήμαν εκεί, τά ’βλεπα. Έτσ’!! Και πήγε ύστερα αυτός [πάτησε
στη φωτιά] κι βγήκε, και πάλι τον έβγαλαν φωτογραφία και δεν βρήκαν τίποτα ’πάνου,
με’ κάψιμο, τίποτα. Κι όταν ήθελαμ’ να φύγουμ’ απ’ το κονάκι μέσα που επαίζανε και η λύρα του θείου μας, του μπαμπά τ’ς [εννοεί
της Ελένης Καρατσόρη τον πατέρα, τον Γιώργο Βέλκο].
Ελένη Καρατσόρη: Την πήγαμε τη λύρα κάτου, στο Λαγκαδά. Τώωωωωρα! Χρόνια,
χρόνια. Την έδωσε στ’ αναστενάρια [τη λύρα].
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Γιατί την πήγατε;
Ελένη Καρατσόρη: Γιατί ο Αντρέας εβγήκε στ’ αναστενάρια! Ε, τι να την
έκανε; Πέθαν’ ο μπαμπάς μου ύστερα.
Θ. Κρυωνάς: Ε, τι θα την έκανε ύστερα… Την κάπνισε έτσι ύστερα, να
την χαρίσει [η χήρα του μάλλον].
Ερευνήτρια (προς την Ελένη Καρατσόρη): έπαιζε ο πατέρας σου λύρα;
Ελένη Καρατσόρη: Αν έπαιζε!!....
Ερευνήτρια: Και πήγαινε στ’ Αναστενάρια και
έπαιζε;
Ελένη Καρατσόρη: Όχι, όχι, δεν πήγε, δεν πήγε.
Ερευνήτρια:
Τότε γιατί δώσατε τη λύρα στ’ Αναστενάρια;
Ελένη Καρατσόρη: Ε, ήταν η πατρίδα τ’ από ’κεί.
Θ. Κρυωνάς: Απ’ τους γέρους τους δικούς μας, καθώς σκόρπισαμε,
σχεδόν δε βρεθήκανε ξανά. Ο μπαμπάς μ’ δε θυμάμαι να πήγε στο Λαγκαδά.
Καράκαβακ [Μαυρολεύκη] πήγαινε. Πήγαμε ταχτικά. Πήγαμε και σε γάμο, πήγαμε στις
Γκογκάκηδες ο τελευταίος που παντρεύονταν, το 1924, με πήραν και μένα και
βοσκούσα τα βουβάλια ’κεί στο Καράκαβακ. Στο Καράκαβακ ξέρω και τα δόντια τ’ς αλλά τώρα έχει πολλά χρόνια να πάω κατά ’κεί,
γέρασα και δεν πάω κά’ ΄κεί, άμα έρχετ’ ο Παρασκευάς [ο Γκογκάκης] του λέω από
χρόνια, έρχομαν, λέω, εγώ τώρα να ’ρχεστε να με βλέπετε, όπως και στη
Θεσσαλονίκη, όπως και στη Δράμα που έχω σόι, μόνο στη Βουλγαρία, είπα τότε μαζί
που πήγανε [εκδρομή] να πάω, να δω το σπίτ’ που γεννήθηκα, δεν ταίριασε. Δεν
πήρα απόφαση, εγώ. Αν έπαιρνα απόφαση, θα πήγαινα.
Ερευνήτρια: Είχες αρχίσει να μου λες πώς
βρεθήκατε εδώ…
Θ. Κρυωνάς: Απ’ το ένα στ’ άλλο και δεν τελείωσε η ιστορία… Αφού
πήγαμε στη Θράκη [το 1920] ’κεί, ο [Ελευθέριος]
Βενιζέλος ο τότες ―θα πούμε και πολιτικά διότι έτσι έρχεται η ιστορία― λοιπόν, εφοδίασαν στάρ’ και κριθάρ’ και να
φάμε και να σπείρουμε. Δηλαδή πηγαίναμε το Νοέμβριο. Είκοσι Νοεμβρίου λήγαν οι
εκλογές, άλλοι μπροστά, άλλοι ύστερα [επέστρεφαν στη Θράκη]. Όσοι πήγανε μπροστά [πριν] τις
εκλογές, τους έδωσαν ξερή τροφή για οχτώ μέρες, για να πάνε στην πατρίδα. Με το
τρένο, κατέβαιναν ’δώ στο Λεμπουργκάζ [Αλεξανδρούπολη], πώς το λένε, δεν
ξαναπήγα από τότε, κι από ’κεί ύστερα Τουρκικά [μέρη], τους πήγαιναν στον προορισμό
τους. Όσοι μείναμε μετά τ’ς εκλογές, θα σας δώκει λεει ο Βενιζέλος τροφή!
Πήγανε τώρα εκεί, κλειδαριά έβαλαν κι όσοι ήταν του κόμματος, άνοιγαν νύχτα και
τ’ς έδιναν. Ο Τούρκος. Άσε, εμείς, ο μπαμπάς μου κι ο μπαμπάς της [της Ελένης
Καρατσόρη] δεν έκατσαν εκεί, έφυγαν και πήγαν στον ΄Αη-Στέφανο. Δεν ήταν και πολύ μακριά αλλά, ε, και κοντά
δεν ήταν. Πήγανε ’κεί στις Αθανασιάδηδες κι έκαναν κάρβουνα. Πήγ’ αυτός και τ’ς
πήρε μάλλον.
Ερευνήτρια:
Την έκαναν και παλιά αυτή τη δουλειά;
Θ. Κρυωνάς: Δεν τ’ν έκαναν αλλά θέλοντας και μη, τη μάθαιναν. Γιώργη
[προς τον Γιώργο Καρατσόρη, γιο της Ελένης], ’κεί έκαναν κάρβουνα, ‘κεί στο
χωριό μας. Δεν έκανάμε ’μείς, στο χωριό μας, δεν έκανάμε. Τα παλιά τα χρόνια
που ήταν ο μπαμπάς μου εκεί. Πήρ’ αυτός λοιπόν ο Αθανασιάδης, αυτός ήταν των
χρυσωρυχείων, ήταν στη Θεσσαλονίκη, ήταν τα χωριά κοντά και είχαν πάρε-δώσε
συνοικέσια, δεν ήταν όπως σήμερα εδώ εμείς, πά’νε φέρ’ την [τη νύφη;]. Ήταν στο
Μακροπόταμο, από ’κεί ήρθανε ’δώ. Και πήγαμε ’κεί που λες, στον ΄Αη-Στέφανο. Κ’
ήρθ’ ο Κύρκος και ρώτηξε ’κεί τους Άη-Στεφανίτις. Τότε
ήσανε Θρακιώτες, Κωτσιανοί, Μπροντιβιώτις, όλοι δηλαδή από ’κεί, που είμαστε
στη Θεσσαλονίκη [ως πρόσφυγες, πριν το 1920]. Ήμασταν ολόκληρη… Κα’να-δυο
χρόνια κάτσαμε κάτ’ στην Αγια-Τριάδα, κάτ’ στις εκκλησίες μέσα και στ’ αυτά,
ήμασταν στα προαύλια, ύστερα έκαν’ ο Βενιζέλος τις παράγκες απάν’ Σταυρούπολη
που λένε σήμερα, εκεί ύστερα πήγαμε, το 1915 μέχρι το 1920. Πέντε χρόνια έκατσα
’κεί πάνου ύστερα. Και λέει [ο Κύρκος, που πήγε στον Άη-Στέφανο], λέει πώς τα
πάμε; Πείνα. Άρχισαν να κλέβουνε ο
κόσμος, πολύ. Δεν ήτανε πέντε και δέκα οικογένειες. Πάνου από 500-1000
οικογένειες πήγανε ’κεί [στον Άη-Στέφανο]. Αλλά το μέρος εκεί είχε καμπιά!...
Εμείς εφοδιάσαμ’ εδώ, λέει [ο Κύρκος]
έστειλαμ’ αποθήκες ολόκληρες, πού
’ν’ τα; Τίποτα. Γρήγορα, λέει, τα ονόματα και τα… [τους καταλόγους] να δει πόσα άτομα είχε κάθε οικογένεια, πάει,
χέρι-χέρι, πάει στην αστυνομία, είχε υποδιοίκηση ’κεί. Είχε Γυμνάσια, είχε
τράπεζα, είχε αυτά. Παίρνει δυο χωροφύλακες, βουλευτής για, δε μπορούσε η αστυνομία να κάνει τίποτα, πάει, χτυπάει με το βαριό
τις κλειδαριές, τις σπάει, δε γύρεψε κλειδιά. Βάνει τις χωροφύλακες για την
τάξη, σε κανα-δυο ώρες, σφάλιξαν οι αποθήκες.
Από ‘κεί ύστερα το 1920, γίνηκε η οπισθοχώρηση. Χάσαμε τον πόλεμο της Μικράς Ασίας, από ’κεί
[από τον Άη-Στέφανο], ούτε ντουφέκι να ρίξουμε! Με ντουφέκ’ με τίποτα!
Σ’κωθήκαμε, γυρίσαμε πίσω. Ήρθαμε λοιπόν στην Καβάλα.
Ερευνήτρια: Σας διώξανε;
Θ. Κρυωνάς: Μας διώξανε, μας διώξανε. Μας διώξανε λέει;! Ερχόντας
όμως, ερχόντας εδώ όσοι, ―εμείς γιατί
έφυγαμ’ απ’ το Μπανάρασαρ [;] και πήγαμε στον Άη-Στέφανο, όσοι πήγαμε στον
Άη-Στέφανο, ήρθαμε δια θαλάσσης, ήρθαμε στην Καβάλα! Όσοι έμειναν εκεί,
τράβ’ξανε τα τρένα, πεζοπορίες, τα τρένα, ήρθανε στη Δράμα, πιάσανε τη
Μαυρολεύκη, πιάσανε Αγία Ελένη, κι άλλα μέρη, πίσου. Όπου του κάπνιζε του
καθενός πήγαινε. Όπου την εύρισκε δηλαδή καλά. Εδώ που ήρθαμε, είχαμε πολλές
οικογένειες εμείς, από του Γκαλάτζο κι απ’ του Μπροντίβο κι απ’ άλλους. Όσοι ήμαστε στον Άη-Στέφανο. Ήμασταν πολλοί,
πολλές οικογένειες. Ήρθαμε ’δώ αλλά έσπειραμ’ τη μια χρονιά καπνά, περιμέναν
να ’ρθει ο έμπορος να τ’ αγοράσει.
Αναστενάρισσες και άλλες Θρακιώτισσες πρόσφυγες της πρώτης γενιάς στη μαυρολεύκη Δράμας (Φωτ. Άγγελος Τανάγρας, 1942 . Φωτογραφική αναπαραγωγή από τις πρωτότυπες φωτογραφίες που είχε η αναστενάρισσα Δέσποινα Δελμούζου και μου τις παραχώρησε μέσω του ανεψιού της Γιώργου Καρατσόρη, από την Μουσθένη)
Ερευνήτρια: Πώς όμως βρεθήκατε εδώ, στη Μουσθένη απ’ την Καβάλα;
Γιατί δεν μείνατε εκεί;
Θ. Κρυωνάς: Εεεε…ποιος αγρότης ’θελα μείνει; Πρώτα-πρώτα πού να πάμε
’μείς εκεί; Εμείς όλοι κοιτάγαμε να
βγούμε στα χωριά! Όχι να κάτσουμε στην Καβάλα! Δεν έκατσε, από ’μας κανένας δεν
έκατσε στη Καβάλα. Ήρθαμ’ εδώ,
Ελευθερόπολη, κι απ’ το Ελευθερόπολη πήγαμε στο Ελευθερές κι έκατσαμε
και δυο μήνες. Σ’ ένα τζαμί μέσα, σαν τσι κατσιβέλοι! Η μάνα τ’ς [της Ελένης Κ.]
και η μάνα μου, ας είν’ ακόμα, είπαν τι κάθ’μαστε ’δώ, τι κάνουμε; Κινάνε κ’ ήρθανε ’δώ, τέλος πάντων, εδώ ήτανε
πολλές οικογένειες [στη Μουσθένη].
Ερευνήτρια: Όλες οι οικογένειες απ’ το ίδιο
χωριό;
Θ. Κρυωνάς: Ήμασταν μπερδεμένοι. Και Καλατζινοί, Μπροντιβιώτες,
Κωτσιανοί, ήτανε γιατί από τη Θεσσαλονίκη που φύγαμε, πήγαμε στη Μπαράνασαρ [; δυσάκουστο]
ανάμιχτοι. Και στην Ελευθερόπολη ήταν από πολλά χωριά. Κείνη τη χρονιά, λοιπόν,
κάναμε καπνά και δεν πουλ΄θ’καν, δεν ήρθαν οι έμποροι, δεν τα παρέλαβαν. Οι
δικοί μας, ρε, βιο, λέει, που δεν μπορώ
να το βάλω στο κάρο απάνου, να πάω να το πουλήσω ό,τι ώρα θέλω ’γώ, λέει, χωριό είν’ αυτό; Χωριό που δεν έχει αλώνι; λέει. [Τα] μαζεύουν από ’δώ, [πάνε] στη
Μαυρολεύκη, που λες, οι πολλοί ήτανε ’δώ, από δώ φύγανε! Κι άλλοι πήγανε στην Αγία
Ελένη. Από ΄δώ! Κ’ έμειναμε ’μείς, οι δυο οικογένειες. ’Μείς, πού θα πάμε, τι
θα κάνουμε, εμείς είχαμε φερμένα δυο ζευγάρια [βόδια, για όργωμα] απ΄τη Θράκη.
Τά ’φεραν άλλοι αλλά…
Ερευνήτρια: Όσο καιρό ήσασταν στη Θεσσαλονίκη οι Κωστιανοί έκαναν το
πανηγύρι του αγίου Κωνσταντίνου;
Θ. Κρυωνάς: Δε γίνουνταν τίποτα. Δεν άκουσα. Δεν είχε τίποτα τέτοιο
πράμα. Δε θυμάμαι, δεν είδα, δεν άκουσα. Αν ήταν, θα είχα ακούσει. Φόρα τα
είχαμ’ εκεί, εκεί που ήμασταν μέσα στη Θεσσαλονίκη, σκορπισμένοι άλλοι ’δώ
άλλοι ’κεί.
Ο "παππούς" η παλιά, ασημοντυμένη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο "κονάκι" στη Μαυρολεύκη Δράμας (2ο.5.2006), μετά την αποκατάστασή της από την περιπέτεια της παρακράτησης της για πολλά χρόνια από την Μητρόπολη Δράμας (φωτ. Ε. Ψ.)
Ερευνήτρια: Τις εικόνες τις είχαν μαζί τους τότε;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, ναι. Απ’ τ’ μπρώτ’ φορά. Εμείς τώρα… Α, για την
εικόνα τώρα. Η γιαγιά μ’ πέθανε απού το πόδι τ’ς , εδώ, τα πόδια της. Πόνεσαν
τα πόδια της και τότε πού είχε επιστήμ’, τα σκίζανε τα κρέατα κι εβάζανε μέσα
γάζις και πέθανε απ’ τσι πόνοι. Τώρα και δυο αγγονές της, η αδερφή μ’ και μια
ξαδέρφη μ’ που ’τανε στη Λάρισα και κείνες οι δυο απ’ τα πόδια τ’ς. Τάχα
[λέγανε] δεν πήρε το εικόνισμα τον αη-Γιώργη απ’ το χωριό, γι’ αυτό έπαθε τα
πόδια τ’ς!! Κατάλαβες; Και μια θεια μας, απ’ το Στρυμονικό, η Καλλιόπ’ που
πέθανε, γιατί σήκωσε λέει το εικόνισμα από ’δώ και το πήγε ’κεί, ανέβηκε στον
καναπέ! Ογδοντατεσσάρω χρονώ, βρε, γυναίκα, που ανέβηκε στον καναπέ και γύρισε
τα εικονίσματα κι έπεσε, τα εικονίσματα έφταιγαν;
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Μπάρμπα
Θοδωρή, εσύ τώρα, αναστενάρηδες ποιους έχεις;
Θ. Κρυωνάς: Ε, τώρα, είναι τ’ ανήψια της [της Ελένης Καρατσόρη], τα
ξαδέρφια σ’ δηλαδή, της Δέσποινας.
Ελένη Καρατσόρη: …τα παιδιά. Πέθαν’ η Δέσποινα;
Θ. Κρυωνάς: Η Δέσποινα πέθανε, για, πέθανε.
Ελένη Καρατσόρη: Η Στεφανία;
Θ. Κρυωνάς: Πέθανε πολύ μπροστά εκείνη… Αυτά είναι,
που λες. Λέω να κάτσω καμιά μέρα… Η αγγονή μου λέει να μου πεις. Είναι στο
Γυμνάσιο, στο Λύκειο. Θέλω λέει ένα παραμύθι. Την είπα ένα παραμύθι. Αν κάτσω
τώρα να διηγηθώ, να ’ρθει ένας δημοσιογράφος, ένας στενογράφος να γράφει,
ολόκληρο ιστορία είναι! Η ζωή μου δηλαδή, πώς γεννήθηκα, πού περπάτησα!
Ερευνήτρια: Να, εγώ, εγώ, εγώ είμ΄αυτή, πες τα!
Θ. Κρυωνάς: ..και πώς ζω, δεν ξέρω. Ήμασταν έξι αδέρφια και δύο
αδερφοί μικρότεροι και μεγαλύτεροι από μένα που πέθαναν. Πιο καλοζωισμένοι
δηλαδή από μένα και πέθαναν. Εγώ ήμουνα πιο τυραννισμένος και έζησα. Τρεις
κατεβήκαμε, παιδιά. Ύστερα, όταν κατεβήκαμε ’δώ στη Θεσσαλονίκη, καμμιά δουλειά
δεν ηξέραμε. Οι μπαμπάδες. Ο μπαμπάς μου απ’ το κυνήγι κι απ’ τα ψάρια τίποτ’
άλλο δεν έκανε, στην πατρίδα. Αυτό ήτανε. Δεν είχε περιουσία, κτήματα πολλά.
Τότες η ζωή δεν ήταν όπως σήμερα. Είχες ένα παντελόν’ όποτε κόβουνταν, έκανες
δεύτερο. Τις γιορτές ανάποδα το ’βαζες. Έτσι φτήνεια. Αλλά κατέβηκαν στη
Θεσσαλονίκη εφτά χρόνια, όλ’ τη Θεσσαλία τη γύρισε [ο πατέρας του]! Κάτ’. Και
στη γέφυρα του Πηνειού πήγε, δούλεψε μαζί με το μπαμπά της [της Ελένης Καρατσόρη].
Όλη την Αλβανία τη γυρίσανε. Αγώγια κάνανε, μέχρι την Κορυτσά, που δεν πήγαινε
τότες! Αγωγιάτες. Με άλογα και με κάρα αλλά ξένα, όχι δικά τους. Εργάτες
πηγαίνανε. Ο μπαμπάς μ’ από εκεί μέχρι
εδώ το Στρυμόνα, ε, τά ’χε πατημένα. Από ’κεί ύστερα πίσω, στα Σέρρας, αυτά, τά
’χε περπατημένα. Πήγε εδώ απάν’ στο Μακρόσι, έκανάνε οχυρά τότες, το 1915. και
πήγανε ’κεί και δουλεύανε γιατί δεν έπαιρναν από ’κεί τροΰρω.
Ερευνήτρια: Και εδώ στη
Μουσθένη τι έκανε;
Θ. Κρεωνάς: καπνά, στάρια, καλαμπόκια, έτσι. Και ’γώ όσο δούλευα,
όσο που παντρεύτηκε ο γιος μου και πήγε στη Γερμανία, ο μεγάλος, μας έστειλε το
πρώτο παιδί έξι χρόνια, έφερε και το δεύτερο, το μακαρίτη [πέθανε ο εγγονός
του], μην τα θυμάμαι γιατί μου ανεβαίνει η πίεση, έπαψα πια [να δουλεύει]. Δηλαδή ήμουν νέος που σταμάτησα αλλά πολύ
νέος υποφέρνω! Ιδίως από αϋπνίες.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Μπαρμπα-Θοδωρή,
για πες για τη Μαυρολεύκη, τους ξέρεις;
Θ. Κρυωνάς: Τ’ Μαυρολεύκη δεν ξέρω;; Όλους!!
Η παλιά εικόνα, "ο παππούς" που έφερε η Βενετιά Κώσταρου από το Κωστί Ανατολικής Θράκης στην Μαυρολεύκη Δράμας, πλαισιωμένη από τις αναστενάρισσες Παναγιώτα Χρίτη (αριστερά) και Ειρήνη Στρίκου,( Φωτ. Άγγελος Τανάγρας, 1942. Η φωτο δημοσιευμένη σε πολλές πηγές, εδώ φωτογραφική αναπαραγωγή από τις πρωτότυπες φωτογραφίες που είχε η αναστενάρισσα Δέσποινα Δελμούζου και μου τις παραχώρησε μέσω του ανεψιού της Γιώργου Καρατσόρη, από την Μουσθένη)
Ερευνήτρια: Μήπως ξέρεις ποια οικογένεια έφερε την εικόνα; Ποια την
είχε;
Θ. Κρυωνάς: Η Βενετιά. Βενετιά, Βενετιά.
Ελένη Καρατσόρη: Η Βενετιά. [και προς τον γιο της, τον Γιώργη Καρατσόρη]:
Ξέρεις ποια ήτανε; Της θειας μου στα Σέρρας [στην Αγία Ελένη Σερρών] συνυφάδα τ’ς!
Θ. Κρυωνάς: Έχει πολλά χρόνια που έφυγα από ’κεί. Εγώ έκατσα εκεί
ενάμισι χρόνο εκεί, στη Μαυρολεύκη, το
1934.
Ερευνήτρια: Τότε την κάνανε τη γιορτή αυτή, το πανηγύρι;
Θ. Κρυωνάς: Πήγαμε το 1950 ’μείς, το πενήντα δεν την κάνανε. Το ’50 πήγαμε εδώ πούλμαν, επιάσαμ’ αγκαζέ
[πούλμαν] πήγαμε. Αλλά έπιασε βροχή, ψιχάλισε και δεν έγινε. Αλλά όπως έλεγ’ ο
θειος μου, του Παρασκευά [Γκογκάκη] ο μπαμπάς, της Δέσποινας, ’δώ κάτ’ ο
μπαμπάς, μάλλωσάνε. Γίν’κε!! …[γελάει].
Ερευνήτρια: Γιατί; Τι έγινε;
Θ. Κρυωνάς: Άσε τώρα!
[γελάει]
Ερευνήτρια: Έλα, πες το, δεν πειράζει.
Θ. Κρυωνάς: Μέσα στο δάσος, εκεί που είναι του Παρασκευά το σπίτι,
δεν ξέρω αν πήγες στη Μαυρολεύκη στο δάσος μέσα[2],
είχ’ ένα σπίτι μοναχικό, τότες. Εκεί ήμαν εκείνη τη χρονιά που γίνηκαν αυτά.
Πήγανε λησταί και μπήκε ένας απ’ πάν’, ισόγειο το σπίτι, καλοκαίρ’ τώρα εκεί,
θερίζαμε, θέρος, Ιούλιος. Κατάφερε λοιπόν και μπήκε από πάνου και τρύπησε μια
τρύπα ’κεί στο δωμάτιο και
παρακολουθούσε πού είχανε τα χρήματα, αυτός ο ληστής. Τέλος πάντων,
έφυγαν αυτοί μια μέρα [πήγαν στον θέρο;] έκατσε δυο-τρεις μέρες αυτός.
Ερευνήτρια: Ποιου ήταν το σπίτι;
Θ. Κρυωνάς: Του Λάντζου ήταν. Πρόεδρος ήταν αυτός, Θρακιώτης,
Κωτσιανός. Τότε δεν ήταν άλλοι εκεί. Κα’να-δυο βλάχοι [κτηνοτρόφοι] ήταν. Όλ’
οι άλλοι, Θρακιώτες. Τρία-τέσσερα χωριά μαζεμένοι ήτανε, Θρακιώτες όμως, Κωτσιανοί,
Μπροντιβιώτες, Καλατζινοί. Μικρό χωριό αλλά έπιασε πολλά χωριά εδώ. Και γίνηκε
η φασαρία ’κείνη, αφού γίνηκε η κλοπή,
έφυγε [ο ληστής]. Πήγ’ αυτός [ο Λάντζος,
ο ιδιοκτήτης] το βράδυ, πήγε στην
Αστυνομία. «Πού έχ’ς υποψία;» [ρώτησαν]. «Πουθενά», αυτός, «δεν έχω», λέει, «μέσ’ στο χωριό, σε κανέναν!». Εκεί
[στο χωριό] μαζεύτ΄καν τα νεστενάρια έπειτα, οι γυναίκες.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Γιατί λες μόνο οι γυναίκες;
Θ. Κρυωνάς: Οι άντρες δεν πήγαιναν πολύ-πολύ. Δεν πήγαιναν. Οι
γυναίκες ήταν [νεστενάρια]. Τέλος
πάντων, μαζεύτηκαν οι γυναίκες και πήραν μια απόφαση και είπαν ότι ένας, γιατ’
έκλεψε δυο δεμάτια χορτάρι απ’ τον κάμπο, τάχα ότ’ ήταν αυτός ο κλέφτης! Το
’πιασαν το παιδί, καμιά δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών…
Ερευνήτρια: Οι γυναίκες πού μαζεύτηκαν δηλαδή, στο κονάκι;
Θ. Κρυωνάς: Στο κονάαακι! Στο κονάκι γίν’κε η συνεδρίαση. Και
υπόδειξαν αυτό[3] [το
παιδί, ως κλέφτη]. Το πήρε η αστυνομία, το χτύπησε κα’να-δυο χαστούκια το παιδί, το ’στειλαν στην
Ασφάλεια, τίποτα! Μα δεν ήξερε, τι να ομολογήσει! Η Ασφάλεια όμως, τα
πλοκάμια τά ’πιασε! Και τ’ς έπιασε [τους πραγματικούς κλέφτες]. Κ’ ήτανε τρεις αυτοί. Αυτοί έκλεβαν κι
αγόραζαν ζώα. Τον είπαν [στο παιδί
το αθώο] ύστερα, «κάν’ τις, κάν’
τις μήνυση τώρα» [στα νεστενάρια,
στις γυναίκες που τον είχαν υποδείξει ως κλέφτη]!! Λέει, «τι να τ’ς κάνω μήνυση τώρα, το ξύλο
που έφαα λέει… ποιος θα μ’ το πληρώσει! πληρώνεται;»
λέει, «τα έξοδα, τα μεροκάματα, όλ’ αυτά». Ήτανε καλός, νοικοκύρης αυτός. Και
στεναχωρέθ’κε. Αυτός έλεγε «όχι, δεν είμαι»! Είναι [έλεγαν τα νεστενάρια], δεν είναι [έλεγε το παιδί
και άλλοι], είναι - δεν είναι και έτσι τσακώθ’καν και δε βγήκαν τα νεστενάρια όταν πήγαμε ’μείς, ’κείνη τη
χρονιά ήτανε το 1950. Έτσι.
Ερευνήτρια: Οι άλλοι Θρακιώτες, ο κόσμος γενικά τι γνώμη είχε για τ’
αναστενάρια;
Θ. Κρυωνάς: Ε, άλλοι λέν’ εντάξει, άλλοι λένε όχι. Να , τώρα εγώ να
πούμε, η ράτσα μου, ήταν οι μισοί αναστενάρηδες, οι μισοί δεν ήταν. Τα σόγια
μας. Της μάνας μου και του μπαμπά μ’.
Εμείς έχουμε τώρα και απ’ τη μάνα μ’ έχουμε σόγια στ’ αυτό, στη
Μαυρολεύκη, αλλά δεν είναι νεστενάρηδες.
Οι νεστενάρηδες ήταν Κωτσιανοί επί το
πλείστον.
Ερευνήτρια: Εσείς λοιπόν αυτό πώς το εξηγούσατε, δηλαδή αυτοί οι
άνθρωποι γιατί χορεύουν;
Θ. Κρυωνάς: Γιατί, ε;; Αφού σ’ είπα. Πήγα και κάθισα εκεί [στο
πανηγύρι, στο Λαγκαδά] και πείστηκα ότι όντως χόρευαν πάνω στα κάρβουνα! ’Κείνη
τη χρονιά, όποιος ήθελε έμπαινε! Αααα,
μπήκε και μια δασκάλα, και την τραβούσαν, την τραβούσε αυτός ο ανεψιός μου, την
τραβούσε να μην καεί, αλλά [κάηκε και] την πήρε η αστυνομία και την πήγε αμέσως
στο νοσοκομείο, την πήγε στο ΑΧΕΠΑ, εκάηκαν τα πόδια τ’ς αυτηνής!!
Ερευνήτρια: ναι, αλλά τι παθαίνουνε μόνο αυτοί, πώς τους «έρχεται»
να πατήσουν;
Θ. Κρυωνάς: Εγώ έκατσα πολλή
ώρα, μέρες έκατσα βέβαια και βράδια κοιμήθηκα εκεί και χορεύανε. Όλη την ώρα
χορεύανε. Χορεύουν όλη την ώρα, έχουν το εικόνισμα στο χέρι, μία γυναίκα και
γυρίζουν γύρω-γύρω. «Ντίνε, Ντίνε κι άη-Κωσταντίνε, Ντίνε, Ντίνε κι άη-Κωσταντίνε»,
χορεύουν. Κάνουν το χορό αυτό και κρατάνε τα μαντήλια κι αυτά.
Μαυρολεύκη Δράμας 20.5.1996 Το "κονάκι" με το ράφι όπου οι εικόνες και τα ιερά μαντήλια "αμανέτια". Αριστερά η αρχιαναστενάρισσα Παναγιώτα Λιλοπούλου (φωτ. Ε. Ψ.)
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Τα μαντήλια; Τι μαντήλια; Ποιος τους τα δίνει;
Θ. Κρυωνάς: Έχουν κάτι κόκκινα μαντήλια, οι ίδιοι τά ’χουνε! Δεν
είναι ανάγκη να τους τα δίνει κανένας, οι ίδιοι τά ’χουν και χορεύουνε. Άμα
χορέψουν κι ύστερα, έχ’ Αστυνομία, όλ’ η Υποδιοίκηση εκεί κάθεται, τώρα και στο
ένα και στο άλλο [πανηγύρι] που πήγα, και στην Αγια-Ελένη και στο Λαγκαδά που
πήγα, η Αστυνομία λέει, όταν ετοιμάζουνται για να φύγουνε [για την πυροβασία],
όσοι είναι συγγενείς θα μπούνε μέσα στο κονάκι.
Οι άλλοι, όλοι θα βγείτε έξω! Μπήκαμε μέσα, σα συγγενείς, μπήκαμε
μέσα και μαζί το γκρουπ των ναστενάρηδων, ξυπόλητ’ όλοι! Δεν είχε
κανέναν, με’ κάλτσα, με’ παπούτσια, τίποτα!
Ξυπόλητοι, ξυπόλητοι, πάνε ’κεί που χορεύουνε. Πριν, πήγαινε και παπάς
στα κονάκια , τα παλιά τα χρόνια, πήγαινε και παπάς κι έκανε τον αγιασμό, κι
έκανε τον αυτό και μετά έφευγε. Πολλές φορές πάγαιναν και γυρίζαν πίσω [χωρίς
να πατήσουν στη φωτιά]. Δεν τ’ς επιτρέπει, λέει, ο άγιος Κωσταντίνος [να
πατήσουνε] και γυρίζουν πίσω. Δε μπορούνε να μπούνε. Και ’κείνη τη χρονιά που
πήγαμε ’μείς, τους είπαν αυτοί οι γιατροί [οι Γερμανοί κ.λπ., που προανέφερε]
να τους βάλουν ένεση. Τι ένεση τώρα αυτή, οι γιατροί ήξεραν, και πολλοί έλεγαν
«όχι». Ο αρχηγός, ο ανηψιός μου, ο
Σωτήρης ο Λιούρος ―αλλά ο γιος του έκανε την αρχηγία γιατί γέρασε ο πατέρας τ’
κι έκανε ο γιος του, ο Σταμάτης Λιούρος,
στο Λαγκαδά μιλάμε τώρα. Στην Αΐα Ελένη έχει έναν αρχηγό, τον λένε Ρέτζο.
Πήγανε λοιπόν τα παιδιά τα δικά μας, που μεγαλώσανε,
πήγανε στο Λαγκαδά και δεν είχε νεστενάρια.
Δεν τ’ς επέτρεπε η Εκκλησία να κάνουν νεστενάρια. Πέρασαν απ’ την Αγία Ελένη,
έβρεχε, ήρθαν εδώ. Πέρασαν την Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, τρεις μέρες ήταν
συνέχεια. Λέει, «να φέρετε τις γέρους, να τις δούμε». Ήτανε τα πρώτα τα
ξαδέρφια μας, της μάνας μας η ράτσα. Είχαμ’ κι απ’ το μπαμπά μ’ αλλά απ΄ τη
μάνα ήταν πιο πολλοί. Τη μάνα μ’ την έλεγαν Γερακίνα Παύλου. Μπροντιβιώτισσα.
Το Κωστί είχ’ άλλη ράτσα από ’κεί. Η ξαδέρφη μου, του Λιούρου, είχε παιδιά, πώς
δεν είχε! Ένας είναι αρχηγός τώρα, ο
Σταμάτης. Ο άλλος είναι στη Γαλλία, ζαχαροπλάστης. Έχει και μια καθηγήτρια, μου
φαίνεται. Ανήψια μου αυτά. Η μάνα τους πρώτη μου ξαδέρφη., ό, τι την έχει και η
πεθερά σου [λέει προς την Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη[4]].
Ερευνήτρια: Αυτή η Δέσποινα [Λιούρου] η ξαδέρφη σου ήτανε που
«χόρευε»;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, αυτή. Αλλά έχει χρόνια να χορέψει, την πονέσανε τα
πόδια της, μετά. Αλλά ανάβανε φωτιά στο σπίτι και χόρευε εκεί, στο σπίτι.
Ερευνήτρια: Δηλαδή όταν ερχόταν η γιορτή του αγίου Κωνσταντίνου, δεν
μπορούσε, έπρεπε να χορέψει;
Θ. Κρυωνάς: Έπρεπε και ’κείνη, βέβαια. Έπρεπε τ’ αντέτι να το κάμει.
Ερευνήτρια: Αυτή είχε κάποια βάσανα στη ζωή της;
Θ. Κρυωνάς: Αμ, δεν είχε βάσανα;
Ερευνήτρια: Μπορείς να μου πεις τι;
Θ. Κρυωνάς: Ε, εγώ τώρα απ’ εδώ πού να ξέρω τι βάσανα είχε, αλλά
μπορεί να μην είχε βάσανα; Αυτή από μικρή την είχαμε ’μείς, εδώ, στη Μουσθένη. Η
μάνα μου. Έπαθε, έπεσε το στομάχι της. Απ’ τα πολλά παιδιά που είχε, άμα δεις
πό’ ’χουμε μια σκάφη στο σπίτι ―τώρα την έχει ο αδερφός μου, ξέρω ’γώ πού την έχει―, βάρκα, να μπεις μέσα! Μια
μπάλα αλεύρι την έβαζε μέσα, 4-5 οκάδες ―ήμασταν οχτώ άτομα και το καλοκαίρι
έρχουνταν και κα’νας ξένος―
τέσσερες-πέντε οκάδες αλεύρι σε πέντε ημέρες τέλειωναν. Και την
κρατήσαμε ’δώ κάμποσα χρόνια. Απ’ το 1930 ύστερα, τότε ήταν να γίνει διανομή
[γης] και μετά ήρθ’ ο μπαμπάς της και
την πήρε. Η θεια η Δέσπω ήταν αυτή. Δυο αγόρια έκανε. Έναν Κωσταντίνο κι ένα
Σταμάτη. Ο Κωσταντίνος έγινε Ζαχαροπλάστης.
Ερευνήτρια: Γιατί τον έβγαλε Κωνσταντίνο; Έτσι έλεγαν τον παππού του;
Θ. Κρυωνάς: Τον μπαμπά της Κωσταντίνο τον έλεγαν. Αλλά έβγαλε πρώτα
τον πεθερό τ’ς τον Σταμάτη, και ύστερα
έβγαλε τον δικό τσ’ τον μπαμπά τ’ς . Κωσταντίνο έβαλα και ’γώ τώρα τον αγγονό
μου τον δεύτερο. Είχ’ αδερφό Κωσταντίνο, κληρονόμο δεν άφησε. Παππού Κωσταντίνο,
κληρονόμο δεν άφησάνε!
Ερευνήτρια: Πάντως το όνομα Κωνσταντίνος, το έχετε πολύ, ε;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, βέβαια! Το είχαμε δηλαδή αυτό. Ο αδερφός μου
Κωσταντίνος, ο θείος μου Κωσταντίνος. Ήτανε έγκυα η γιαγιά μου όταν πέθανε ο
παππούς μου και το βγάλαμε το παιδί Κωσταντίνο. Παντρεύτηκε ύστερα [η γιαγιά],
πήρε το Γκογκάκη αυτόν που έχει τη Δέσποινα εδώ. Και ήτανε άλλα εξαδέλφια. Ο
Κωσταντίνος αυτός που σου λέω τώρα, ήτανε καθαυτό αδέρφια [με τον Σταμάτη]. Από
’να μπαμπά κι από μια μάνα. Τη γιαγιά μου τη γνώρισα καλά. Και τη γιαγιά μου
και τη γιαγιά τ’ς [της Ελένης Καρατσόρη, που είναι πρώτη του ξαδέρφη]. Μας
κυνηγούσε με το μπαστούνι , πηγαίναμε και την πειράζαμε!
Ερευνήτρια: Η γιαγιά σου αυτή ήταν από αναστενάρηδες;
Θ. Κρυωνάς: Δεν
ήταν, όχι. Ούτε απ’ της μάνας μου, ούτε απ’ του μπαμπά μου. Αυτή ύστερα, η
ξαδέρφη μου η Καλλιόπη [Λιούρου], πήγε απ’ τον άντρα της . Ο άντρας της ήτανε
αναστενάρης.
Ερευνήτρια: Αυτοί δηλαδή που είναι αναστενάρηδες τι ιδιαίτερο έχουν
από τους άλλους; Γιατί αυτοί γίνονται αναστενάρηδες και άλλοι όχι;
Θ. Κρυωνάς: Αυτοί μπορούσανε. Τώρα, ποιο ήτανε το μυστικό τους,
είχαν τίποτα; Ρωτούσα εγώ. Μπα, τίποτα. Τίποτα. Ε, να σε λέω τώρα. Ο ξάδερφός
μου που είναι Πεντηκοστής (Πεντηκοστιανός), είναι δηλαδή απ’ τους πρώτους
χειστιανούς. Ο γιος του, είναι ανεστενάρης!
Τώρα δεν ξέρω, ήταν, πάντως εγώ τον είδα που χόρευε. Τ’ άη-Κωσταντίνου άφηνε τη
δουλειά του, είχε δεν είχε, θα πήγαινε να χορέψει. Καθημερινή, Κυριακή ήταν, θα
πάει να χορέψει, τ’ αναστενάρια.
Ερευνήτρια: Εσείς γιατί πηγαίνατε;
Θ. Κρυωνάς: Ε, συγγενείς! Να πάμε να δούμε και τα σόγια μας!
Πανηγύρι ήταν, πραγματικό πανηγύρι. Εγώ αργά πήγα και δεν είδα τόσα πολλά
πράγματα στο Λαγκαδά. Έπιαν’ από ’δώ μέχρι κάτου το χωριό. Όοοοολο, από ’δώ κι
από ’κεί… Τι πραμάτειες, τι…. Παναΰρι! Όπως η λαϊκή αγορά. Έτσι ήτανε. Και ’κεί
το εισιτήριο ήταν, το ’πιανε όμως ο Δήμος, η Εκκλησία. Αυτοί δεν κρατούσαν τίποτα.
Ερευνήτρια: Το εισιτήριο το βάζανε για την πυροβασία, που μπαίνανε
στη φωτιά, δηλαδή;
Θ. Κρυωνάς: Νααιαιαιαιαι!! Ήταν μια χαρά, ήτανε σύρμα γύρω-γύρω,
μόνο οι συγγενείς έμπαιναν μέσα, τ’ ανεστενάρι.
Οι άλλοι ’θέλαν εισιτήριο! Αυτά τα λεφτά ύστερα τά ’παιρν’ ο Δήμος. Και η
εκκλησία, και η εκκλησία. Αλλά ήτανε πολλά λεφτά! Απ’ αυτά τα εισιτήρια
πλήρωναν ξενοδοχεία για τους ξένους. Δηλαδή
όσοι δεν εύρισκαν, δεν είχαν πού να πάν’
να κοιμηθούν, πήγαιναν σε ξενοδοχείο. Και ’μείς σε ξενοδοχείο πήγαμε
γιατί εκεί η αξαδέρφη μου δεν είχε πού να κοιμηθεί, ήταν μικρό το σπίτι ―τώρα
έκαναν μεγάλο σπίτι, δεν έχω πάει και ούτε μπορώ να πάω― και ήρθε στα άλλα
ξαδέρφια μου. Και με πήρε, λέει «τι έγινε», λέει, «θα κοιμηθείτε στο
ξενοδοχείο»; Λέω «στο ξενοδοχείο». Να σε πω, είναι καλύτερα, θα ησύχαζα γιατί
εκεί, σαν ξαδέρφια πρώτα εμείς από τόσα χρόνια, έλεγε ο ένας το δικό του, ο
άλλος το δικό του, ξενυχτούσαμε και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε.
Ερευνήτρια: Δεν μείνατε δηλαδή στο κονάκι, πήγατε σε άλλο σπίτι,
συγγενικό.
Θ. Κρυωνάς: Εκεί πήγαμε να κοιμηθούμε αλλά δεν είχε μέρος και μας
πήγανε μετά στο ξενοδοχείο. Αλλά μετά πήγαμε να δούμε και την αξαδέρφη μας την
άλλη και δεν μας άφηναν να φύγουμε και μας κράτησαν εκεί. «Δε θα πάτε», λέει,
«στο ξενοδοχείο». Αλλά με τα λεφτά, τα εισιτήρια, έπαιρναν κι ένα μοσχάρι, 200-300 κιλά κι έκανε το
κουρμπάνι. Κι όσοι ανεστενάρηδες δεν
πηγαίνανε, δεν μπορούσανε να πάνε, τ’ς έστελνε στο σπίτι τους κρέας.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Μόνο στους αναστενάρηδες το έστελναν;
Θ. Κρυωνάς: Τώρα, αυτό δεν το ρώτησα να το μάθω αλλά θαρρώ μονάχα ’κεί. Αλλά μπα, δεν πιστεύω,
γιατί εκεί που κοιμηθήκαμε ’μείς, στα
ξαδέρφια, δεν ήταν αναστενάρηδες αυτοί αλλά τους έφεραν κρέας. Συγγενείς ήτανε,
συγγενείς. Πρώτες ξαδέρφες ήτανε. … Και
αυτά…κι άλλα, πολλά. Ποιο να πρωτοθυμηθείς και ποιο να πρωτο-ξεχάσεις.
Το τραγούδι του "Μικροκωσταντίνου" καταγραμμένο στη Μαυρολεύκη Δράμας, όπως το τραγουδήσαμε στα Αναστενάρια του 1996
Ερευνήτρια: Τα τραγούδια που λένε εκεί που χορεύουνε τα ξέρεις εσύ;
Θ. Κρυωνάς: Αααα, εεε. Ξέρω’γώ, δεν ξέρω τίποτα. Τα λόγια, «Ντίνε,
Ντίνε κι άη-Κωσταντίνε, αυτό φώναζαν, και χόρευαν.
Ερευνήτρια: Δεν ξέρεις τα λόγια δηλαδή.
Θ. Κρυωνάς: Όχι.
Ερευνήτρια: Εσείς δεν τα λέγατε αυτά τα τραγούδια, οι γονείς σου;
Θ. Κρυωνάς: Κι αν ταά ’λεγαν, πού να ξέρω ’γώ… Εμείς εδώ, έφυγαν απ’
το πιο αυτό. Αφού σ’ είπα, ήτανε ’δώ πολλές οικογένειες. Και του μπαμπά μ’ τ’
αδέρφια και της μάνας μ’ τ’ αδέρφια ήτανε ’δώ. Αλλά σ’ είπα πιο μπροοστά φύγανε
και πήγανε Λαγκαδά και Αγία Ελένη. Σκόρπισαν κι έμειναμε ’δώ δυο οικογένειες.
Πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, κι έμεινάμε ’δώ.
Ερευνήτρια: Σε ρώτησα επειδή τα ξέρουν γενικά οι Θρακιώτες, μήπως τα
ξέρεις.
Θ. Κρυωνάς: Τα λένε αλλά τ’ άγιου Κωσταντίνου είναι άλλο το
τραγούδι. Ήταν άλλο, που χορεύανε. Είχε μια, δεν ξέρω αν την γνώρ’σετε, του
Κυριάκου, ’δώ στα Λαγκαδίκια, άει για! Γνωριστήκαμε ’κεί στο νεστενάρι. ’Κείν’ η γυναίκα, και
’κείνος, αλλά ’κείνη η γυναίκα, ένα χορό!! Ένα χορό απάνου στα κάρβουνα και
’κεί στο γύρω-γύρω!! Ίδια η Αναστασία! Άμα έβλεπες αυτήνε, λες κι έβλεπες την
Αναστασία, τη μακαρίτισσα!
Ερευνήτρια: Κι αυτή χόρευε;
Θ. Κρυωνάς: Αυτή χορό που τίναζε!! Και είχε παράπονο που δεν
έρχονται, λέει, να με δούνε τα ξαδέρφια, τούτα. Ο μπαμπάς τ’ς, η μάνα τ’ς
έμεινάνε στα Σέρρας.
Κατίνα Κούρτη-Κατατσόρη: Οι Σερραίοι είχανε σχέση με τ’ αναστενάρια;
Θ. Κρεωνάς: Δεν πιστεύω.
Κατίνα Κούρτη-Κατατσόρη: Αφού λες ότι η θεια σου η Μελαχρινή και η αρχι-αναστενάρισσα
της Μαυρολεύκης ήσανε συνυφάδες.
Θ. Κρυωνάς: Αδέρφια ήσανε.
Ερευνήτρια: Ποια αρχι-αναστενάρισσα; Η τωρινή, η Παναγιώτα, η παλιά
η Κωσταρίνα ή η πιο παλιά, η Bενετιά;
Ελένη Καρατσόρη:
Η Βενετιά.
Θ. Κρεωνάς: Δεν έχει σχέση αν ήσανε συνυφάδες, έτυχε. Εδώ αδέρφια
είναι και δεν ταιριάζει. Άλλη θρησκεία ο ένας, ο άλλος άλλη θρησκεία. Εγώ
πολλές φορές πήγα στο Καράκαβακ και πήγα και στο… αλλά καμιά φορά δεν εκάνανε
το…
Ερευνήτρια: Δηλαδή στο Καράκαβακ δεν έτυχες ποτέ σε πανηγύρι;
Θ. Κρυωνάς: Όχι, δεν έτυχα. Παρόλο που έκατσα, αργά το κάναν’ εκεί,
πριν το 1934-1935, θα μου πεις ήταν κι η επανάσταση τότε [;], που ήταν αναμπουμπούλες, ύστερα ήρθε και ο
Μεταξάς το ’36 και απαγορεύτηκαν όλα. Δεν ξέρω, είναι ενάμισι χρόνο τώρα που το
κάνουνε, να, της Δέσποινας ο μπαμπάς…
Ερευνήτρια: Το κάνανε όμως μέσα, στο κονάκι;
Θ. Κρυωνάς: Στο κονάκι μπορεί να το κάνανε, όξω δεν είδα μια φορά.
Μέσα, μπορεί. Αλλά στην Αγία Ελένη και στο Λαγκαδά, πήγα πολλές φορές και
’κείνο, δεν, δεν είδα καθόλου αναστενάρια τόσο πολύ. Είχε μια παρέα
Βουλγαράκια, νέοι και νέες, έξι κι έξι ήτανε, τι χορό τίναξαν!! Ήτανε γκρουπ
αυτοί [χορευτικό συγκρότημα, στο πανηγύρι], απ΄τη Βουλγαρία, όχι στη φωτιά [δεν
ήταν αναστενάρηδες]. Τι χορό τίναξαν και τι τραγούδια! Και ελληνικά και
βουλγάρικα. Εγώ βρήκα κ’ ένα παλιό φίλο, συνομήλικοι ήμασταν, ήταν από ’δώ και
πήγε ’κεί, κι έκατσα μετ’ αυτόν και δεν είδα τίποτα! [από τα’ αναστενάρια]. Όταν
ήταν να φύγουμε, ήρθαν με φώναξαν, που χαιρετήθ’καμε απ’ τα ξαδέρφια κι απ’ τη θεια μου.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Την εικόνα την είδες; Αυτή που έχουν και
χορεύουν.
Θ. Κρυωνάς: Ε, πως! Μέσα ’κεί έχουν πολλές εικόνες, στο κονάκι.
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Tης Mαυρολεύκης την έχεις δει;
Θ. Κρυωνάς: Εκεί την είχανε πάρει πια, την πήρε ο Δεσπότης, δεν την
άφησε.
Ερευνήτρια: Τώρα την έχουνε.
Θ. Κρυωνάς: Α, την έχουνε τώρα; Δεν την είδα, όχι. Δεν κάνανε
[πανηγύρι] τη χρονιά που πήγαμε. Να, ο δικός μας, αυτός που σε λέω, απ’ το
Λαγκαδά, ο αρχι-αναστενάρης, έφυγε απ’ το Λαγκαδά, δεν κάνανε, κανα-δυο χρόνια
τώρα δεν ξέρω αν κάνανε, πήγε στην Αγία Ελένη. Εγώ στην Αγία Ελένη βρέθηκα, στο
Στρυμονικό βρέθηκα [στο πανηγύρι].
Ερευνήτρια: Για τ’ αναστενάρια πήγαινες πιο πολύ ή για να δεις τα
σόγια;
Θ. Κρυωνάς: Τα σόγια, για τα σόγια πήγαινα ’γώ και τ’ αναστενάρια,
τύχαινε. Ύστερα απ’ το 1968 μέχρι το 74, 75 ήτανε στο γιατρό στ΄Αντικαρκινικό
[νοσοκομείο] με την κυρά του. Την πήγανε στο γιατρό και με την ευκαιρία ’κείνη
πήγανε και στο Λαγκαδά και στην Αγία Ελένη ―στην Αγία Ελένη όχι τόσο, όσο στο
Λαγκαδά και στο Καλοχώρι, στα ξαδέρφια μας κι εκεί.
Ερευνήτρια: Την Κερκίνη, την ξέρεις;
Θ. Κρυωνάς: Στην Κερκίνη, έχουμε και ’κεί σόια αλλά… απ’ τις Γκογκάκηδες, τ’ς άλλους, πού ’ναι ράτσα
δηλαδή, τ’ ανηψιού μας, είναι σόι κι αυτός. Επήγανε και δύο οικογένειες στο
Καλοχώρι, δικοί μας. Κι αυτή, η μια, πήγαμε πολλές φορές αλλά τώρα έχει κάμποσα
χρόνια, κι έχει αδερφό στην Κερκίνη η μία, κι αυτήν έδειχναν γιατί εγώ δεν πήγα
καμιά φορά [στην Κερκίνη], δεν ξέρω. Παπαϊωάννου, Μακαράς, που λένε στην
Κερκίνη, ο γιος του έχει στην Κερκίνη. Κι από ’κεί κάτι συζητούσαμε. Τότε που
βγαίναμε στα καφενεία, γιατί τώρα τα ’χουμε σταματήσει. Ε, και λέγανε για τις
δικοί τους, γιατί είχε πολλοί δικοί μας εκεί. Έμειναν εκεί, στην Κερκίνη
πήγανε.
Ερευνήτρια: Κι εκεί έχει αναστενάρια αλλά έμαθα ότι δεν αφήνουνε εύκολα
ξένους.
Θ. Κρυωνάς: Και ’κεί έχει αναστενάρια και στο Μελίτση [Μελίκη] κι
εκεί δικοί μας είναι, πολλοί.
Ερευνήτρια: Γιατί δεν μαζευτήκατε όλοι σε ένα χωριό;
Θ. Κρυωνάς: Αφού ήμασταν όλοι
μέσ’ στη Θεσσαλονίκη. Μια καραβιά, το 1913, βγήκε στον Πειραιά, σκόρπισαν μέσ’
στη Θεσσαλία, ’κεί, στην παλιά Ελλάδα. Και μια καραβιά βγήκε στη Θεσσαλονίκη,
ό,τι χωριά μπόρεσε τσι πήρε και σκόρπ’σανε, άλλοι ’δώ άλλο ’κεί. Μέχρι το 1930,
όποιος έφυγε, έφυγε. Όπ’ ήτανε να πάει, πήγε. Ύστερα, εκαταστήθηκαν! Αλλά από
’δώ έφυγανε στην κρίση του 1928-1929, 30-32, τέσσερα χρόνια πού ’χαμ’ κρίση,
διεθνώς, έφυγαν για την Αθήνα. Το ’30 όμως, έδωσε μια διαταγή το κράτος ότι
όποιος φύγ’ απ΄τον τόπο τ’, βγαίνει απ’ τα χωράφια, θα τα χάσει τα χωράφια, το
30-31 και έτσι οι περ’σότεροι ήρθανε ξανά. Αυτά ήτανε.
Ερευνήτρια: Τότε, πριν τον πόλεμο, δεν είχες πάει στο πανηγύρι, στη
Μαυρολεύκη;
Θ. Κρυωνάς: Της Μαυρολεύκης
ήτανε λίγος ο καιρός. Δεν εκάνανε το πανηγύρι.
Ερευνήτρια: Οι ίδιοι λένε ότι
η δική τους εικόνα είναι η πιο παλιά, η πρώτη εικόνα, αυτή που σώθηκε στο Κωστί
από τη φωτιά. Το ξέρετε εσείς αυτό;
Θ. Κρυωνάς: Αυτό δεν τ’ άκουσα, τώρα τ’ ακούω. Δεν έτυχε η συζήτηση,
γιατί πολύ-πολύ με τ’ αναστενάρια δεν είχα τόσο… Βέβαια, ράτσα μας είναι, αλλά
δεν είχα τόσο παρτίδες.
Ερευνήτρια: Γιατί;
Θ. Κρυωνάς: Ε, να. Άμα δεν είχες εδώ, πώς θα έχεις παρτίδες; Δεν
ήτανε και κάτι να το συζητάς ολοένα. Ε, όταν πήγα στο Λαγκαδά, τ’ς είδα, αυτό
λέω.
Ερευνήτρια: Να σου πω, μπαρμπα-Θοδωρή. Είπες πριν πως όταν ψάχνανε
στη Μαυρολεύκη τον κλέφτη, μαζεύτηκαν οι γυναίκες, οι αναστενάρισσες και
μάντεψαν ποιος ήταν. Ότι τις ρώτησαν. Δηλαδή αυτές είχαν κάποιο σεβασμό, κάποιο
είδος εξουσίας;
Θ. Κρυωνάς: Αμέ, βέβαια!
Ερευνήτρια: Και οι άντρες;
Θ. Κρυωνάς: Οι άντρες δεν ξέρανε απ’ αυτά τα πράματα. Δεν μιλάνε
τίποτα. Δεν εξέρανε. Αυτές όμως μαζεύτ’καν κι είπανε αυτός! [είναι ο κλέφτης]. Γι
αυτό εκείνη τη χρονιά δεν εχορεύανε. Γι’ αυτό εδιχόνιασανε και δεν χορεύανε,
γι’ αυτό. Γιατί δεν είχανε βγάλει σωστή απόφαση. Δεν έχει πολλά χρόνια που
έγινε αυτό. Καμιά σαρανταριά. Τον βρήκαν αυτόνε [τον πραγματικό κλέφτη]. Τον
δίκασανε τότες. Είχε περίπτερο.
Ερευνήτρια: Μπορεί να έκαναν τότε λάθος αλλά γενικά, ό, τι μάντευαν
αυτές το πίστευαν οι άλλοι; Το σεβόντουσαν;
Θ. Κρυωνάς: Ε, συναμεταξύ τους. Οι άλλοι δεν τ’ς έδιναν σημασία, τις κορόιδευαν. Αλλά την
’κάναν αυτή τη δουλειά και… όπως λες, τότε βρήκαν τον κλέφτη, άλλοτε βρήκαν
αυτό. Ε, τις ρώταγαν. Τέτοια κάνανε.
Ερευνήτρια: Tι ρoύχα φορούσαν τότε, παλιά, οι γυναίκες;
Θ. Κρυωνάς: Φαρδιά ρούχα. Τώρα δεν υπάρχουνε. Δεν έμειναν οι γριές
κι οι γέροι. Οι γέροι φόρ’γανε σαλβάρια. Εγώ έφυγα μικρός και τα πέταξα όλ’
αυτά, δεν έβαλα. Εδώ όμως είχαν ορισμένοι και φοράγανε. Θυμήθ΄κα ’γώ, θυμήθ’κα
τση μάνας μου το θειο, τ’ μπαμπά τ’ς τον
αδερφό, ήτανε στη Μαυρολεύκη αυτός, Γιάννης Γκογκάκης, Γιάννη έχει και Σίμο
έχ’. Και αυτοί φορούσανε . Ήτανε παλιά η ηλικία τ’ς, κι ο νουνός μου ο
μακαρίτης, κι εκείνος με τα σαλβάρια πέθανε. Έφερα τη νουνά μου απ’ τη
Μαυρολεύκη, πήγα από ’δώ μ’ ένα γαϊδουράκι, το 1925, και την έφερα και
βάφτισε τον Αποστόλη, τον μακαρίτη, τον
αδερφό μου. Και πάλι την άλλη μέρα, σε δυο μέρες ύστερα την πήγα στη Μαυρολεύκη.
Ερευνήτρια: Και γιατί έφερες αυτήν ειδικά;
Θ. Κρυωνάς: Γιατί αυτή ήταν η νουνά μας. Μια νουνά έχουμε για όλα τα
παιδιά. Ή νουνός ή νουνά. Βάφτισε το μπαμπά μου, όλα τ’ τ’ αδέρφια. Τις
στεφάνωσαν [τους γονείς του], βάφτισανε και τα παιδιά τ’ς. Παλιά στη Μαυρολεύκη
τα παιδιά αυτή τα βάφτιζε. Και η Δέσποινα τώρα τ’ όνομά τ’ς έχει.
Ερευνήτρια: και ποια ήταν αυτή;
Θ. Κρυωνάς: Εεεε, χρόνια πολλά, τώρα. Δέσποινα την έλεγαν,
Τζίτζηρας. Μπροντιβιώτισσα.
Ερευνήτρια: Και πότε σταματούσε αυτό; Όταν πέθαινε ο νουνός;
Θ. Κρυωνάς: Ε. πέθανε ’κείνη. Φυσικά δεν είχαμε και βαφτιστικά
ύστερα. Ποιος ’θελα βαφτίσει. Ποιον να βαφτίσει. Εμείς εδώ, άλλος με στεφάνωσε,
άλλος βάφτισε τα παιδιά μου. Ένα παιδί δεν βάφτισε ο κουμπάρος που με
στεφάνωσε. Τώρα είναι όποιος προλάβει.
Ερευνήτρια: Αυτή η Βενετιά που είχε φέρει την εικόνα από το Κωστί,
από πού την είχε; Ξέρεις τίποτα;
Θ. Κρυωνάς: Όχι. Αν ζούσα εκεί θα ήξερα αλλά…. Εγώ έζησα λίγο εκεί
και με τη γεωργία, με τις δουλειές, ο θειος μου «τράβα ’δώ, τράβα ‘κεί», δεν προλάβαινα!
Κατίνα Κούρτη-Καρατσόρη: Μπάρμπα-Θοδωρή, αυτή την εικόνα της Μαυρολεύκης
την πήγαιναν και τη χόρευαν στο Λαγκαδά;
Θ. Κρυωνάς: Όχι. Είχανε τ’
δ’κιά τ’ς εικόνα. Χάθ’καν οι
αη-Κωσταντίνηδες, οι εικόνες; Μαυρολεύκη το 1920, το ’22, πήγανε. Όπως ήρθαμε ’μείς από ΄δώ, πήγανε αυτοί εκεί.
Πιο πολλοί. Πολλοί ερχώντας απ’ τη Θράκη έμειναν εκεί. Και οι περσότεροι από
’δώ πήγαν εκεί και έσμιξαν τώρα όλοι εκεί. Οι δε, οι περσότεροι… ξέρω πως όπου κάθουνται
απ’ αυτούς ήταν όλοι δικοί μας. Κωτσιανοί, Μπροντιβιώτες. Ό,που κάθοντ’ αυτοί.
Έφυγαν οι δικοί μας κ’ ήρθαν άλλοι ύστερα
απ’ τη Θράκη, το ’24. Οι Τούρκοι ήταν ακόμη εδώ. Εγώ το σπίτι τ’ς, το
παλιό το σπίτι, έκατσα σχεδόν ένα χρόνο. Στο παλιό το σπίτι. Είχε ’κεί μια
Τουρκάλα μ’ ένα παλικάρι. Αυτή ήταν απ’
εδώ, η ράτσα της εδώ ήτανε. Έφυγαν εκατό-εκατό πενήντα οικογένειες Τούρκοι και
ήρθαν 300-400 οικογένειες [Ελλήνων, με την ανταλλαγή]. Έμειναν 3-4 οικογένειες
σε κάθε σπίτι. Μεγάλα σπίτια. Και έτσ’ πήγαμε και ’μείς και κάτσαμε με την
Τουρκάλα ένα χρόνο.
Ερευνήτρια: Τώρα θα σε ρωτήσω κάτι. Λένε ότι οι αναστενάρηδες, τη νύχτα,
πριν την πυροβασία, «έσμιγαν», όχι τα ζευγάρια αλλά ανακατωμένα, κατάλαβες; Το
ξέρεις εσύ αυτό;
Θ. Κρυωνάς: Αυτό είναι ψέματα. Το διέδιδαν απέξω, άλλοι [γελάει]. Το
’λεγαν έξω! Το ΄λεγαν, τάχα πως γίνουνταν. Μη ρωτάς. Αλλά ήταν δυνατόν; Μπορεί να γίνει ποτέ; Είναι απίστευτο,
απίστευτο!!
Ερευνήτρια: Πάντως το λέγανε, ακουγόταν αυτό.
Θ. Κρυωνάς: Το λέγανε.
Ερευνήτρια: Ποιοι; Ξένοι;
Θ. Κρυωνάς: Χωριανοί μου είναι, αλλά …δεν γίνουνταν.
Ερευνήτρια: Τότε πώς τους ήρθε σ’ αυτούς να το πούνε;
Θ. Κρυωνάς: Ε, το ’λεγαν για
να τις κακολογήσουνε. Κι όμως, το λέγανε. Για να τ’ς δώσουνε δυσφήμιση. Να μην
κάν’νε τ’ αναστενάρια. Αυτοί το κονάκι τους ήτανε ένα δωμάτιο πιο μικρό απ’
αυτό. Εκεί μαζεύονταν απ’ το βράδυ.
Ερευνήτρια: Γιατί το έλεγαν
«κονάκι»; τι θα πει αυτό;
Θ. Κρυωνάς: Γιατί είχαν τα εικονίσματα εκεί. Τα εικονίσματα εκεί τα
είχανε κι από ΄κεί τα όργανα πήγαιναν κι έπαιζαν, όλη τη νύχτα διάβαζαν…
Ερευνήτρια: Διάβαζαν; Τι εννοείς;
Θ. Κρυωνάς: Διάβαζαν…αυτές, ευχές έκαναν. Δικές τους, δηλαδή η πίστη
τους. Έψελναν, κεριά ανάβανε στις
εικόνες. Καντήλια άναβαν. Λάδι, ντενεκέδες!! Κεριααααά!! Με το τσουβάλι!! Κι
αυτά όλα, ώσπου να ΄ρθει η ώρα να πάνε, έπρεπε να ζαλιστούνε, να θολώσει το
μυαλό τους, να μην είναι …κηδες [;].
Χορεύοντας, τραγουδώντας, γένουνταν πανζουρλισμός! Τρεις ώρες γένουνταν
αυτά.
Ερευνήτρια: Πώς ήταν αυτοί που πήγαιναν στη φωτιά;
Θ. Κρυωνάς: Ε, καμιά δεκαριά, ζήτημα είναι…
Ερευνήτρια: Όχι πόσοι, πώς ήτανε, πώς.
Θ. Κρυωνάς: Ααααα! Μη χειρότερα! Δεν μπόρ’γες να τις μιλήσεις. Ήτανε παραμορφωμένοι δηλαδή, απ’ το χορό, κι
απ’ αυτό, απ’ την κούραση! Όπως θες πάρ’ το. Απ’ την κούραση, κουρασμένοι ήταν,
πώς να στο πω τώρα! Τι να γίνουνταν; Ξέρω ’γώ, τι να πω!
Ερευνήτρια: Πάντως όλο τον
άλλο χρόνο ήταν φυσιολογικοί, δεν είχαν πρόβλημα;
Θ. Κρυωνάς: Μια φορά και δυο πήγα; Τίποτα! Ε, άμα χόρευαν, τ’ς
έπιανε, λέει, ο άη-Κωσταντίνος. Έτσι.
Και πολλές φορές άκουγα μια ξαδέρφη που είχα, έλεγε ότι πάνε και δε μπορούνε να
μπούνε μέσ’ στη φωτιά! Δεν τ’ς επιτρέπει ο άης Κωσταντίνος και γυρίζανε πίσω.
Ερευνήτρια: Δηλαδή αυτό που λες, πως διαβάζανε δικές τους ευχές και
ψέλνανε, δηλαδή τι, «δικές» τους, δεν ήτανε της θρησκείας της δικής μας αυτά;
Θ. Κρυωνάς: Θρησκευτικά, αλλά έτσι πιστεύανε.
Ερευνήτρια: Νήστευαν πριν χορέψουνε;
Θ. Κρυωνάς: Τώρα αυτό, δεν το ρώτησα, δεν το έμαθα.
Ερευνήτρια: Eκεί στο τραπέζι, που τρώγανε, δεν έτυχε να καθίσετε
εσείς;
Θ. Κρυωνάς: Εγώ δεν έκατσα, δεν έτυχε, έφυγα από ’κεί [από το
κονάκι, στο Λαγκαδά] και πήγα σε μια ξαδέρφη μου και φάγαμε, εκεί μαγερέψανε.
Ερευνήτρια: Α, δηλαδή δε φάγατε στο κονάκι.
Θ. Κρυωνάς: Ε, το κονάκι, τ’ ήταν το κονάκι. Το μοιράζανε στα σπίτια
το κρέας [από το κουρμπάνι]. Δεν καθόταν σε τραπέζι να φάνε [δηλ. έστρωναν
χάμω, βλ. εικ.]. Το κονάκι τ’ ήτανε; Πιο μικρό απ’ αυτό το δωμάτιο. Ποιος
πρόκανε [να καθίσει να φάει]. Εμείς έκατσάμε με την κυρά μου, πόοοοση ώρα εκεί,
με την κυρά μου, ώωωωωρες και με την
ξαδέρφη μου και τα είπαμε και οι νοικοκυραίοι ’κείνοι πού ’χαν το κονάκι είχαν
άλλο ένα δωμάτιο και κοιμούυνταν. Κατά’ή, στο χώμα, κιόλας. Τώρα έκαναν καλό
σπίτι, καινούριο σπίτι, αλλά ποιος
μπορεί να πάει; Ο γιος της ήτανε παντρεμένος, είχε μια κρητικιά από ‘κεί,
υπερέτησε στρατιώτης αλλά ήτανε όξω απ’ το Λαγκαδά, είχ’ ένα σπίτι.
Ερευνήτρια: Αυτοί τις εικόνες τις είχαν όλο το χρόνο μέσ’ στο σπίτι
ή τις πήγαιναν στην εκκλησία;
Θ. Κρυωνάς: Όλο, όλο [τον χρόνο]. Στην εκκλησία δεν είχε, όλο ’κεί
ήταν, και τη τη λύρα την είχαν
κρεμασμένη, ’κεί στα εικονίσματα. Μονάχα ’κείν’ τη λύρα κ’ είχαν κι άλλα
πράματα ‘κεί μέσα.
Ερευνήτρια: Εσείς είχατε φέρει εικόνες από τα μέρη σας;
Θ. Κρυωνάς: Ποιος ξέρει τώρα… αν έφερανε, τόσες περιπέτειες που
είχαμε, χαθήκανε. Θα χαθήκανε στη Θεσσαλονίκη. Εμείς από ’κεί που φύγαμε, απ’
την πατρίδα, φύγαμε…, δηλαδή ό,τι πρόλαβες [να πάρεις]. Ήτανε καθένας έτοιμος
να πάει στο καράβι. Μάλιστα αν τον πιάνανε οι Βούλγαροι, να τον κρατήσουνε
τότες στη Βουλγαρία, επειδής ήξερε σαν καλός γεωργός πού ’τανε και καλός
άνθρωπος να χωρίσει τα χωράφια. Ποιου είναι το καθένα. Ήτανε ένας Βούλγαρος
πάλι, έχει κάμποσα χρόνια που πέθανε, όταν ήταν οι Τούρκοι εδώ ζούσε ακόμα.
Αυτός ήτανε και δάσκαλος και δικηγόρος και γιατρός. Έκανε όλα τα επαγγέλματα,
άτυχος ήταν και αυτός. Πήγε ’κεί, λέει τη μάνα μου «πού είναι ο άντρας σου;»
«Ήρθανε», λέει, «τρεις-τέσσερις στρατιώτες και τον πήρανε». Ίσα αυτός πάει
εκεί. Λέει, «ακούστε ’δω, αν θέλετε εσείς μια φορά να τον κρατήσετε, εγώ θέλω
χίλιες». Εφτά γλώσσες ήξερε [ο Βούλγαρος]. «Αν θέλετε μια», λέει, «εγώ θέλω
εκατό, για να μείνει αυτός ο άνθρωπος» [ο πατέρας του αφηγητή]. «Γιατί», λέει,
«σαν αδέρφια ζήσαμε, χρόοονια τώρα». Και η γυναίκα τ’ ήτανε Ελληνίδα. Τα
ελληνικά, φαρσί! [τα ήξερε]. «Εγγυηθείτε», λέει [στους Τούρκους]. Λέει, «αυτό το χωράφι δεν είναι αυτουνού,
είναι ’κεινού»! Γύρισε, τον σκότωσε. «Θα μείνουν», λέει, «τα παιδιά του,
αφήστε», λέει, «να φύγει κι αυτός και ‘μείς εδώ θα βρούμε ανθρώπους να κάνουμε τη διανομή». Κι έτσ’ έμεινε [στη
Βουλγαρία]. Είχαμε αλληλογραφία μέχρι το ’36. Μετά σκοτώθηκε. Ύστερα, το
’40-’41 ήρθανε ’δώ οι Βούλγαροι. Ο μπαμπάς μ’ αρρώστησε. Ήτανε άρρωστος, ύστερα
πέθανε, το ’43. Έρχετ’ ένας Βούλγαρος,
από ’δώ είχε γυναίκα παρμένη και ήρθε κ’ ήρθαν και τον είδανε [τον πατέρα του,
που ήταν άρρωστος]. Τις ειδοποίησε [τον Βούλγαρο και την γυναίκα του] ο
γραμματικός κ’ ήρθανε. Κι όταν πέθανε,
έκαιε λέει [ο Βούλγαρος] το καντήλι σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες! Η ψυχή
του μπαμπά μου ήτανε απ’ τις ψυχές τις
μεγάλες! Αυτά ήτανε, που λες.
Ερευνήτρια: Γιατί στο Λαγκαδά και στην Αγία Ελένη είναι άντρες
αρχιαναστενάρηδες και όχι γυναίκες, ό0πως εδώ, στη Μαυυρολεύκη; Γιατί βλέπω όλο
γυναίκες, εδώ στη Μαρολεύκη.
Θ. Κρυωνάς:
Δεν έμειναν άντρες, φαίνεται, γι’ αυτό. Της Βενετιάς πέθανε ο άντρας της, δε θ’
άφηκε ’κανα αγόρι ν’ αναλάβει την ευθύνη αυτή. Ενώ στο Λαγκαδά, ο μπαμπάς τώρα
αυτ’νού του γαμπρού μας, τ’ς αξαδέρφης
μου ο άντρας, ήταν μπαμπάς κι έμειν’ ο γιος, κι αυτός τώρα άφησε το γιο του! Αρχηγοί. Δεν είναι
γυναίκες, άντρες είναι [στη Μαυρολεύκη], αλλά είναι λίγοι. Άμα πεθάν’νε κι
αυτοί τώρα και δεν έχ’νε κανένα κληρονόμο, θα πάει γυναίκα ύστερα. Γι’ αυτό είναι γυναίκες ύστερα απ’ τη
Βενετιά[5].
Της Μαυρολεύκης τα νεστενάρια δεν
ήταν όπως ήτανε. Ήταν ανεπίσημα. Στην Αγία Ελένη είναι καλά. Πήγες καμια φορά;
Ερευνήτρια: Όχι.
Θ. Κρυωνάς: Άμα πας, η εκκλησία τους, θα δεις, το κονάκι που λένε,
είναι μέσα ανώτερη από εκκλησία, μου λένε, σήμερα. Μπαίνεις μέσα και ντρέπεσαι
να μπεις. Τέτοιο κονάκι, δεν είναι άλλο! Τούτο ’δώ [το κονάκι], του Λαγκαδά,
δεν ήτανε [καλό]. Τώρα πού ’καναν καινούριο σπίτι, το στολίσανε. Μέσα στα
χώματα και μέσ’ στ’ αυτά ήτανε [το παλιό].
Ερευνήτρια: Στην Αγία Ελένη είναι και σπίτι μαζί ή το κονάκι μόνο;
Θ. Κρυωνάς: Όχι, κονάκι μόνο, κονάκι. Και στο προαύλιο τα’ καίνε
ξύλα και χορεύουνε. Κι ο αρχηγός τους ήτανε ένας γιατρός. Είν’ από ’κεί,
δηλαδή. Ο Ρέκλος ήταν αρχηγός και χόρευε πάνω στ’ αυτά [τα κάρβουνα]. Αυτά
είναι.
Ερευνήτρια: Εσείς θεωρούσατε ότι αυτοί έχον άλλη θρησκεία,
διαφορετική;
Θ. Κρυωνάς – Ελένη Καρατσόρη [μαζί]: Όοοχι καλέ!! Χριστιανοί
είναι, σαν εμάς! Ράτσα μας.
Θ. Κρυωνάς : Θρησκεία, τώρα, αυτός ο ξάδερφός μου, πάει δηλαδή…
Ερευνήτρια: Εσείς πώς το εξηγείτε που τις εικόνες τις κρατούσαν στο κονάκι και δεν τις πήγαιναν στην εκκλησία;
Θ. Κρυωνάς: Τ’ς απαγορεύει η θρησκεία, γι’ αυτό.
Ερευνήτρια: Τους απαγορεύει τώρα. Εκεί στο Κωστί, όμως, δεν τους
απαγόρευε κανείς.
Θ. Κρυωνάς: Έτσι, είχαν τα κονάκια
έτσι ήτανε το αυτό τους, δηλαδή εκεί στο Κωστί που ήτανε, είχαν το κονάκι. Γιατί ε;;… Αυτοί ξέρουνε! Αυτοί
ξέρουνε… Δεν ξέρω. Αλλά και με την
εκκλησία [που απαγορεύει], αυτό λίγα χρόνια έχει. Πρώτα πήγαινε ο παπάς και
διάβαζε, επιτρεπότανε θρησκευτικά. Τώρα, χτυπάει λέει τη θρησκεία και τ’
απαγορέψανε αλλά αυτοί ακόμα χορεύουνε. Βλέπω και στην τηλεόραση [τα
Αναστενάρια]. Και ’φέτο και πέρυσι. Έχει κάμποσα χρόνια.
Ερευνήτρια: Τον Καλόγερο
τον κάνατε εσείς, στα χωριά τα δικά σας;
Θ. Κρυωνάς: Χούχουτο τον
έλεγαν τον Καλόγερο. Εμείς στα χωριά τα δικά μας, όπως γνώρισα στον Άγιο
Στέφανο, δεν γνώρισα γιατί τρίω χρονών έφυγα. Δεν ξέρω, δεν επρόλαβα. Λοιπόν
εκεί έκαναν όπως πάντα την Καθαρή Δευτέρα κι αυτά. Δηλαδή τη Δευτέρα της
Αποκριάς και μετά όλη την εβδομάδα το κάνανε. Έζευαν ένα κάρο και μεθούσανε τα
βουβάλια, τα μεθούσαν.
Ερευνήτρια: Τι, τους έδιναν κρασί;
Θ. Κρυωνάς: Κρασί, κονιάκ, δεν ξέρω τι τά ’καναν, τα μεθούσανε για
να ’ναι ζαλισμένα. Και είχανε μια παρέα κορίτσια και μια παρέα παλικάρια.
Δηλαδή άντρες ντυμένοι κορίτσια και άντρες κανονικοί. Και τοβασιλιά τον είχανε
στο κάρο απάνου! Ναι, η φρουρά τ’! Κι όποιος πήγαινε για να κάνει, κι άμα τον
έπιαναν, πλήρωνε πρόστιμα ύστερα. Έβαζε κρασί, έβαζε αυτό και γλεντούσανε
ύστερα. Χούχουτος! Χούχουτος! Έτσι τα λέγανε. Εκεί [στον
Άγιο Στέφανο] τη μια χρονιά έτυχε να δώ, την άλλη χρονιά το Νοέμβριο, έφ’γαμε.
Στον Άη-Στεφανο. Εδώ [στη Μουσθένη]
έκαναν άλλα εδώ, την Αποκριά. Έκαιγαν φωτιές. Στο πέρα βουνό και ’δώ, σε
τούτο. Έχει εδώ ένα μέρος, μια Κουλάνα,
που λένε, ένα λιβάδι και ’κεί μέρες κουβαλούσανε πουρνάρια, παιδιά τώρα, όλοι.
13, 14, 15 χρονώ, μέχρι 20- 25 χρονώ είχε. Κουβαλούσανε πουρνάρια και τά ’καναν
στοίβες απάνου, και άλλη, άλλη παρέα, ποιος θα έφευγε τελευταίος, εκείνος
κέρδιζε το στοίχημα δηλαδή που είχανε κάνει. Ποιου θα κράταγε πιο πολύ η φωτιά.
Με όσα ξύλα είχανε μαζέψει. Να μη βάλουνε άλλα. Αλλά είχαν κρυμμένα, μωρέ, κι
έφτανε η κατασκοπία, πήγαινε από ’δω κι από ’κεί, κατασκοπία!! Αλλά λίγα χρόνια
κι αυτό. Μετά σταμάτησε. Την πρώτη Αποκριά το κάναμε.
Ερευνήτρια: Και πώς το έλεγαν αυτό;
Θ. Κρυωνάς: Ντερβίνες τό
’λεγαν, ντερβίνες. Εδώ οι ντόπιοι το
κάνανε. Εμείς εδώ το βρήκαμε. Εδώ οι ντόπιοι επί το πλείστον είναι, θες απ’ την
Ήπειρο, θες απ’ την άλλη Ήπειρο [τη βόρεια], έχει από Χαλκιδική, έχει από τα
Άγραφα, έχει από τη Θεσσαλία. Έχει και λίγους ντόπιους. Και ’μείς τώρα που
βρεθήκαμε ’δώ, τα παιδιά μας εδώ γεννήθηκαν, εδώ είναι τώρα. Οι ταυτότητες
Μουσθεναίοι γράφουν, δεν γράφουν ότι είναι απ’ τη Θράκη, άμα φύγω εγώ, πάει,
τελείωσε η Θράκη!... Αυτά είναι.
Ερευνήτρια: Δηλαδή εσείς είσαστε ο τελευταίος που έχει γεννηθεί στη
Θράκη [πρώην Ανατολική Ρωμυλία];
Θ. Κρυωνάς: Ο τελευταίος απ’ τη ράτσα και του μπαμπά μ’ και της
μάνας μου. Δεν έχει άλλους. Και ήμαν και είμαι. Δεν υπάρχει άλλος πιο μεγάλος.
Ούλοι πέθαναν.
Ερευνήτρια: Τραγούδια δικά σας δεν φέρατε από ’κεί, απ’ την πατρίδα;
Θ. Κρυωνάς: Τραγούδια εγώ δεν ξέρω, ούτε τραγουδάω, ούτε ξέρω και κανένα! Πολύ – πολύ
δεν είμαι του τραγουδιού. Δεν είχα φωνή να τραγουδήσω!
Ερευνήτρια: Εδώ στο χωριό δεν είχατε κάποιον που να τραγουδούσε ή
και τώρα, να ξέρει κανείς παλιά τραγούδια;
Θ. Κρυωνάς: Να, ο μπαμπάς της [της Ελένης Καρατσόρη, ο Γιώργος
Βέλκος] τραγουδούσε παλιά, έπαιζε τη λύρα.
Ερευνήτρια: Εσύ, κυρά – Ελένη,
δεν τα θυμάσαι τα θρακιώτικα τραγούδια;
Ελένη Καρατσόρη: Μπά!
Θ. Κρυωνάς: Ο μπαμπάς της έλεγε κα’να – δυο τραγούδια …ζήσε ζήσε Μάη μου να φας το Μάη τριφύλλι και
τον Αύγουστο σταφύλι… Ε, μετά έμπλεξε με τις ντόπιοι, πάει..! Εεεεεε… αυτή
είναι η ζωή!
Ερευνήτρια: Δηλαδή κάνατε το Μάη κάτι ιδιαίτερο;
Θ. Κρυωνάς: Μπα, όχι. Ο μπαμπάς της [της Ελένης Καρατσόρη, ο Γιώργος
Βέλκος] από ένα πλατανόφυλλο ή ό,τι φύλλο να ήτανε, έκανε μουσική και
τραγουδούσε. Έκανε μουσική, ούτε τ’ αηδόνι έτσι!
Κατίνα Κούρτη – Καρατσόρη [προς την κόρη της, την Έλενα]:
Α, να από τι φάρα κρατάς, γι’ αυτό ό,τι όργανο πιάσεις στα χέρια σου το
παίζεις! Είπα κι εγώ, ποιανού μοιάζει! Και χάθηκε να σου πουν ότι μοιάζεις στον
παππού του πατέρα σου;!!
Θ. Κρυωνάς: Βέβαια, να ποιον μοιάζει! Κι όταν πηγαίναμε στα ξύλα,
στον κάμπο ‘σά πέρα, αμάν, τσελαϊδούσε!! Εγώ, τόσο δοκίμαζα, δεν μπορούσα.
Πέθανε το ’48 ή το ’47. Πολύ παρέα κάναμε. Όπου γυρνάγαμε, μαζί! Εεεεχ, αυτά είναι… Γιατί εμείς, ’κείνα τα
χρόνια, το σπίτι το δικό μας, ήτανε σαν κονάτσι
[κονάκι[6]].
Μαζεύονταν πολλές οικογένειες τ’ς Αποκριές και βάζανε άντρες, έβαζε τη λύρα ο
Θανάσης ο Αραμπατζής, την έβαζε και την έκανε…
Κατίνα Κούρτη – Καρατσόρη: Θρακιώτης ο Αραμπατζής; Έχει
καμιά σχέση με τ’ Αναστενάρια;
Ελένη Καρατσόρη: Όχι, όχι, δεν έχει.
Θ. Κρυωνάς: Τι λες;! Ο γιος της [; μάλλον της γυναίκας του
Αραμπατζή] επήγε στα Σέρρας, στην Αγία Ελένη, ’κεί, και μπλέχτηκε ο γιος της. Ο
Χρήστος, δεν έχει από την Αγία Ελένη γυναίκα, στα Σέρρας; Λοιπόν, γένουνταν οι Αποκριές και έλεγαν έξω ότι τάχα
μαζεύουνταν, λέει. Αυτά ήταν, όχι τ’ Αναστενάρια. Αυτό γένουνταν ταχτικά. Δεν
είχε καφενεία και κάθε βράδυ δεν είχε σπίτι που να μη μαζεύουνταν, έκαναν
γλέντι. Γλέντι, με τις γυναίκες τους! Ήμουνα ’γώ μια βραδιά, με λέει της
Δέσποινας ο μπαμπάς, «άει να πεις», λέει, «τη θεία σου να έρθει στο σπίτι». Εγώ
ήμανε παλικάρι, 20 – 22 χρονών. Πήγα, την είπα, «δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν
μπορώ!!». Πάω, τον λέω, «θειε, δεν μπορεί να ’ρθει». «Τράβα», λέει, «μπροστά
εσύ και ’γώ πίσω». Πάω ’κεί, χτυπάω την πόρτα, «είπε», λέω, «να έρθεις!». «Δε
μπορώ, δε μπορώ, δε μπορώ»! «Να έρτεις,
μωρή, ή δεν έρχεσαι; Σήκω πάνω!!», τηνε
λέει αυτός. Με το ζόρι να την πάρει! Και τι γλέντια γίνονταν, πόσοι το πρωί
πάνω στα σύρματα έπεφταν, δεν μπορούσαν να πάνε στο σπίτι! Ξενυχτισμένοι,
τύφλα! Μπακίρια! Με τα μπακίρια κουβαλούσαν τα κρασιά και τ’ αυτά.
Ερευνήτρια: Τώρα κάνετε τέτοια;
Θ. Κρυωνάς: Τώωρα, δεν έχει!
Πάνε αυτά. Δε μαζεύουνται στα σπίτια. Οι νέοι, όσοι είναι νέοι, πάνε στα
κέντρα [ψυχαγωγίας]. Οι γέροι δεν πάνε πουθενά. Εμείς, κάθε βράδυ εδώ, κάδε
βράδυ, το χειμώνα προπαντός, μαζευόμασταν στα σπίτια και γλεντούσαμε. Μια
βραδιά μαζεύτ’καμε στου Βύρων [;], στο σπίτι της Κατίνας, με όργανα. Πήραμε τα
όργανα ’κεί. Είχανε μόνιμα όργανα και τα
πήραμε λοιπόν και είπανε θα κόψουμε [σφάξουμε] ένα κριάρι. Κ’ έστειλαμε τώρα, είχαμε και κεχαγιάδες
[επιστάτες]. Σηκώνεται λοιπόν, πάνε, φέρνουνε μια προβατίνα να την κόψει και
βγαίνει ένας απ’ την παρέα –όλοι πεθαμένοι είναι φυσικά, δεν ξέρω αν ζει
κανένας απ’ την παρέα– και βλέπει, «ρε
παιδιά», λέει, «έρχετ’ ένας, έτσι κι έτσι».
Παίρνει ένας Θωμάς εκεί το ποτήρι, έτσι όπως ήταν, και το σβούρντιξε σ’
αυτόν που πήγε να φέρει αλλά έσκυψε και
δεν τον πήρε! Η παρέα που έφερε την προβατίνα! Είχα ένα βαρέλι τουρσί εγώ, και
τενεκέ-τενεκέ-τενεκέ, το κουβάλησε όλο, έδωσε και στις κότες! Έτσ’ ήτανε τα γλέντια!
Ερευνήτρια: Στα καλά καθούμενα , ένα βράδυ, έτσι;
Θ. Κρυωνάς: Ναι, ναι, έτσι! Μια βραδιά πάλι, ξημερωθήκανε, τη
δεύτερη μέρα τα Χριστούγεννα, στο θειο μας, στου μπαμπά τ’ς [της Ελένης Καρατσόρη]
το σεράι, εκεί ξημερώθ’καμε! Έκλεισαν τις πόρτες, «δε θα φύγει κανένας!» Έτσι
γλεντούσαμε τότες! Στα καφενεία, δεν ήμασταν τόσο-τόσο. Αλλά στα σπίτια….!!!
Τώρα, δεν έχει! Γίνουνταν τα μετζιά [; δυσάκουστο], ύστερα απ’ τα καπνά
μαζεύουνταν γυναίκες, εεεεεε, ως το πρωί!! Έκαναν λουκουμάδες, έκαναν κρετσιμά
[; δυσάκουστο] , έκαναν χαλβά, να κεράσουνε. Ακόμα και την Κατοχή γλέντια
γένουνταν. Είχαμε στρατιώτες εμείς εδώ, που μας φυλάγανε. Ήτανε πολλοί
στρατιώτες γιατί ήτανε το βουνό [το Παγγαίο] που είχε τ’ς αντάρτες.
[Στη συνέχεια προσέρχονται στο σπίτι όπου λαβαίνει χώρα η
παραπάνω συζήτηση οι (συγγένισσες του Θ. Κρυωνά), αδελφές Δέσποινα Γκογκάκη
(από τη Μαυρολεύκη, παντρεμένη στη Μουσθένη) και η Δέσποινα Κωνσταντίνου,
ηλικίας περίπου 70χρονών. Τις ρωτάω σχετικά με τη μαντική που σύμφωνα με τα λεγόμενα
του Θ. Κρυωνά, ασκούσαν οι αναστενάρισσες] .
Δέσποινα Γκογκάκη [μιλάει για κάποια συγγενή της στη Μουσθένη]: Αδελφές ήτανε με τη μάνα μου, η
μάνα τ’ς και πήγαινε η νύφη τους στη
Μαυρολεύκη. Της είπανε λοιπόν που θα πήγαινε ’κεί [στη Μαυρολεύκη], να ρωτήσει
τα νεστενάρια γιατί έμειναν άκληρες
[δεν είχαν αποκτήσει παιδιά].
Πήγανε στο κονάκι και ρωτήσανε, ποια
βρήκανε ’κεί, τη θεια μ’, δεν ξέρω και αυτές [τα νεστενάρια] την είπανε θα συνεδριάσουμε και θα σε πούμε.
Συνεδρίασαν αυτές το βράδυ και το πρωί που πήγε τ’ς είπαν ότι αυτές [οι
ερωτώσες] είχαν από ένα τάμα και δεν το ‘καναν το τάμα και γι’ αυτό. Αλλά
αυτές ήταν μεγάλες, πολύ μεγάλες πια για
να κάνουνε παιδιά.
Δέσποινα Κωνσταντίνου: Και ΄γώ το θυμάμαι. Το ’βρισκαν. Ότ’ τ’ς
ρωτούσες το ’βρισκαν, τα νεστενάρια. Ό,τι τις ρωτάγανε, το ’λεγαν, το ’βρισκαν αυτές. Για
αρρώστια, για χαμένους, για ό,τι. Πολύ! Άμα είχες βάσανο, εκεί πήγαινες.
Πίστευαν στ’ αναστενάρια, στον παππού
[την παλιά εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είχαν φέρει από το
Κωστί].
Ερευνήτρια : [τους δείχνω φωτογραφίες από τα Αναστενάρια στη
Μαυρολεύκη του προηγούμενου Μάη, το 1996, όπου είχα παρευρεθεί, και όταν
βλέπουν σε αυτές την γερόντισσα Δέσποινα Δελμούζου, λένε]:
Δέσποινα Γκογκάκη: Αυτή ήταν γι’ αυτή τη δουλειά, για τα νεστενάρια.
Ερευνήτρια : Γιατί;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ε, ήταν καλή, ήταν…
Ερευνήτρια : Δηλαδή για να γίνεις αναστενάρης πρέπει να είσαι καλός
άνθρωπος;
Δέσποινα Γκογκάκη: Πρέπει. [Οι
αδελφές εξακολουθούν να βλέπουν τις
φωτογραφίες. Βλέπουν την αδελφή της Δέσποινας Δελμούζου, την Μαρία που κρατάει στο σπίτι της , κληρονομικά, τον παππού, την παλιά εικόνα που έφεραν οι
Κωστιανοί πρόσφυγες, και σχολιάζουν]: Να την Μαρία, νύφη την έχουμε! Μέναμε και
κοντά, στο σπίτι μας [στη Μαυρολεύκη]. Πήγαμε πριν λίγο καιρό στη Μαρία αλλά
δεν είδαμε την εικόνα, την έχει επάνω, στο σπίτι.
Ερευνήτρια : Δεν αφήνει δηλαδή να δουν την εικόνα, όπως γινόταν
παλιά, στο κονάκι , που ήταν
ελεύθεροι όλοι να μπαίνουν;
Δέσποινα Γκογκάκη: Όχι, όχι. Δεν αφήνει.
Ερευνήτρια : Γιατί ‘όμως στη Μαυρολεύκη έχει γυναίκα
αρχιαναστενάρισσα και γενικά παίζουν μεγαλύτερο ρόλο οι γυναίκες, ενώ στο
Λαγκαδά είναι άντρες;
Δέσποινα Γκογκάκη – Ελένη Καρατσόρη : Και στο Λαγκαδά γυναίκα είναι,
η Δέσποινα!
Ερευνήτρια : Ποια Δέσποινα[7];
Δέσποινα Γκογκάκη: Η ξαδέρφη μου.
Ερευνήτρια : Δηλαδή και στο Λαγκαδά γυναίκες είχαν τον πρώτο λόγο;
Δέσποινα Γκογκάκη – Ελένη Καρατσόρη : Ναι, ναι.
Ερευνήτρια : Τώρα όμως είναι άντρας αρχιαναστενάρης, όπως είπε κι ο
μπάρμπα-Θοδωρής.
Δέσποινα Γκογκάκη: Ε, το παιδί της
είναι, γιος της είναι, αυτής της
ξαδέρφης μας, της Δέσποινας.
Ερευνήτρια : Κόρη έχει αυτή;
Δέσποινα Γκογκάκη: Όχι, όχι, δυο αγόρια έχει.
Ερευνήτρια : Αν είχε κόρη,
θα γινόταν αυτή;
Δέσποινα Γκογκάκη: Μχμμμ…. ναι.
Ερευνήτρια : Στην Αγία Ελένη [το αναστενάρικο χωριό των Σερρών], εκεί
γιατί είναι άντρας;
Δέσποινα Γκογκάκη: Είμαστε μακριά, δεν ξέρουμε. Αυτά είναι πολύ παλιά
πράγματα. Παιδιά ήμασταν, μωρά, που τ’
άκουαμε αυτά τα πράγματα.
Ερευνήτρια : Στη Μαυρολεύκη λένε πως η δική τους εικόνα είναι η πιο
παλιά. Το ξέρετε εσείς αυτό;
Δέσποινα Γκογκάκη: ναι, η πιο παλιά είναι, η πιο παλιά. Να δεις πώς την
έλεγαν αυτήν που είχε παλιά την εικόνα… Βενετιά, ναι, Βενετιά[8]!
Και ήταν και μια άλλη… δεν θυμούμαι τ’ όνομά της.
Ερευνήτρια : Μια Κωσταρίνα;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ναι, τώρα τη θυμήθηκα την Κωσταρίνα, ήταν πριν τη
Βενετιά[9].
’Κείνη ήταν μια λεβέντισσα, μια βέργα ως εκεί πάνω, φορούσε μια ποδιά ―τι
στολές ήταν εκείνες![10]
Κατίνα Κούρτη – Καρατσόρη: Η Κωσταρίνα τι σχέση είχε με τη
Βενετιά; Ήταν σόι;
Δέσποινα Γκογκάκη: Τώρα σόι ήταν, χωριανές ήταν, δεν ξέρω να σε πω.
Ερευνήτρια : Εμένα μου είπαν πως η Βενετιά ήταν πριν την Κωσταρίνα
και πως εκείνη έφερε την εικόνα απ’το Κωστί.
[Σε αυτό το σημείο τελειώνει η πρώτη 90λεπτη κασέτα και
δεν έχει γραφτεί η απάντηση. Η συζήτηση συνεχίζεται στη δεύτερη κασέτα].
Ερευνήτρια : Το τραγούδι του Μικροκωσταντίνου το ξέρεις;
Δέσποινα Γκογκάκη: Το θυμούμαι, γιατί το τραγουδούσε η μάνα μου, πολύ το
τραγουδούσε…!!
Ερευνήτρια : Αυτό; Του Μικροκωσταντίνου ;
Δέσποινα
Γκογκάκη: Ναι, …πού ’ταν η χάρη του
πολλή κι ο κόσμος ήταν λίγος…, Ε, να, το τραγούδι το ’λεγε.
Ερευνήτρια : Εσύ έχεις παρακολουθήσει ποτέ τ’ Αναστενάρια;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ε, να, κοπέλες που ήμασταν, μια φορά
πήγαμε, είδαμε τα ξύλα αλλά δεν άναψε η φωτιά, έπιασε βροχή!
Ερευνήτρια : Θυμάσαι, στο κονάκι
στη Μαυρολεύκη, εκτός απ’ τον παππού,
είχε άλλες εικόνες;
Δέσποινα Γκογκάκη: Είχε, είχε πολλές… τώρα αυτές οι αναστενάρισσες, οι παλιές, είναι όλες
χώμα. Πεθάνανε. Αυτές του μπαμπά μ’ οι
αδερφές, πολύ καλές γυναίκες, αλλά ήταν
άτεκνες. Αυτές, που ρώτησαν το νεστενάρι
[γιατί δεν έκαναν παιδιά]. Να φιλεύουνε, τον κόσμο όλο! Αλλά την Αποκριά
έλεγανε λόγια…. πρόστυχα! Εθίματα ήταν όμως, Αποκριές. Την Καθαρά Δευτέρα τα
’καναν!
Ερευνήτρια : Δεν σου άρεσαν;
Δέσποινα Γκογκάκη: Όχι, εεε…, εθίματα
ήταν!
Ερευνήτρια : Τι δε σου άρεσε; Που πατούσαν στη φωτιά ή ο Καλόγερος;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ο Καλόγερος!
Ερευνήτρια : Γιατί; Επειδή έλεγαν πρόστυχα;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ναι… πολλά!!
Ερευνήτρια : Θυμάσαι τι άλλο κάνανε στον Καλόγερο; Ζεύανε σαν για να οργώσουνε;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ναι, ναι, ναι!.. Κι έλεγαν: για τα
χωράφια, για τα σιτάρια, για τον κάμπο, έλεγαν!! Για να πάνε τα
σπαρτά καλά.
Ερευνήτρια : Έλα, πες τώρα τι έλεγαν, μεταξύ μας είμαστε!
Δέσποινα Γκογκάκη: Μμμμμμ….Τ’ς αδερφής μου ο άντρας, της Σταματίας,
γένονταν καλόγερος! Αμ τι!
Ερευνήτρια : Μου είπαν πως απέφευγαν να ντύσουν καλόγερο κάποιον από το
χωριό. πως προτιμούσαν ξένο. Το ξέρεις εσύ αυτό;
Δέσποινα Γκογκάκη: Όχι, όχι, γένουνταν. Σα γύφτος, μαύρος. Φορούσε κι ένα καπέλο! Τα ’καναν
και στην πατρίδα τους αυτά! Έκαναν το βασιλιά με τη βασίλισσα, ήταν
ντυμένος κι ένας γαμπρός και τ’ς
πάντρευαν.
Ερευνήτρια : Μήπως «πέθαινε» κάποιος και τον «ανάσταιναν»;
Δέσποινα Γκογκάκη: τι να σ’ πω, δε θυμάμαι…
Ερευνήτρια : Κάνανε πάντως σαν να οργώνανε και σπέρνανε.
Δέσποινα
Γκογκάκη: Ναι, ναι.
Ερευνήτρια :Έλεγαν καθόλου τραγούδια που έλεγαν στ’ Αναστενάρια;
Δέσποινα Γκογκάκη: Όχι, όχι, όχι.
Ερευνήτρια : Πάντως, ο καλόγερος είχε σχέση με τ’ Αναστενάρια;
Δέσποινα Γκογκάκη: Δε θυμάμαι. Πήγαιναν όμως αυτοί πού ’ταν στον Καλόγερο στα σπίτια τους και τους κερνάγανε.
Ερευνήτρια : Τι τους κέρναγαν;
Δέσποινα Γκογκάκη: Ό,τ’ ήτανε, ό,τ’
είχε το σπίτι.
[1] ΄Σημ.
Ελένης Ψυχογιού: Η Κατίνα Κούρτη – Καρατσόρη, κατάγεται από τα Λεχαινά Ηλείας, όπως και εγώ. Υπήρξαμε συμμαθήτριες, πολύ στενές και αγαπημένες παιδικές
(και δια βίου της Κατίνας )
φίλες. Η Κατίνα Κούρτη γνώρισε και παντρεύτηκε τον Γιώργο Καρατσόρη όταν
συν-υπηρετούσαν αμφότεροι ως δάσκαλοι σε ημιορεινό χωριό της Πηνείας, στην
Ηλεία, αρχές της δεκαετίας του 1970. Κατόπιν μετώκισαν στην Μουσθένη και
αργότερα μόνιμα στην Καβάλα. Δεν γνώριζα τη συγγενική σχέση του Γιώργου
Καρατσόρη με τους αναστενάρηδες, μέχρι που τους μίλησα για την επίσκεψή μου στη
γειτονική τους Μαυρολεύκη για τ’ Αναστενάρια, όταν το καλοκαίρι του 1996 είχαμε κατέβει όλοι για παραθέρισμα στα Λεχαινά. Από αυτή τη συγκυρία προέκυψε και η επίσκεψή
μου στη Μουσθένη, τον Ιανουάριο του
1997, όπου και κατέγραψα την δημοσιευόμενη εδώ συζήτηση. Η Κατίνα πέθανε τον
Φεβρουάριο του 2013. Ευχαριστώ την κόρη της Έλενα Καρατσόρη και τον σύζυγό της
Γιώργο για την ανάγνωση του ηλεκτρονικά μεταγραμμένου εδώ κειμένου, τις
συμπληρωματικές πληροφορίες και τις
διορθώσεις .
[2] Δάσος από μαυρολεύκες γύρω
από το ξωκλήσι του αγ, Κωνσταντίνου, που κόπηκαν και έμειναν λίγες.
[3] Δηλαδή οι γυναίκες που συν-αποτελούσαν τα
«Νεστενάρια» δρούσαν ως ένα είδος «βουλευτικού» σώματος που ως άλλες Πυθίες μάντευαν και αποφάσιζαν, ενώ
οι αποφάσεις τους ήταν σεβαστές και εκλελεστέες.
[4] Άρα ο γιος της, Γιώργος
Καρατσόρης και άντρας της Κατίνας Κούρτη, δεύτερα ξαδέλφια με τον Σταμάτη
Λιούρο.
[6] Ο αφηγητής, φαίνεται λόγω
της συναισθηματικής φόρτισης που του προξενούν αυτές οι αναμνήσεις,
χρησιμοποιεί σε μερικές λέξεις αντί του κ
το θρακιώτικο ιδιωματικό τσ και
άλλους ιδιωματισμούς.
[7]
Δεδομένης της αναστενάρικης θρησκευτικής παράδοσης των Κωστιανών κυρίως προσφύγων
που τιμά τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, το Κωνσταντίνος για τα αγόρια και το Ελένη για κορίτσια είναι τα πλέον δημοφιλή. Ακολουθεί σε
δημοτικότητα το όνομα Δέσποινα
[=κυρά, αφέντρα] ως γυναικείο βαπτιστικό
(που το θεωρώ ταυτόσημο συμβολικά με το Ελένη
ως κατηγορηματικό προσδιορισμό του), σύμφωνα με προσωπική μου έρευνα στις οικογενειακές μερίδες στο Δημοτολόγιο της
Κοινότητας Μαυρολεύκης (είναι ενδεικτικό το ότι στην εδώ συζήτηση είναι
παρούσες δύο Δέσποινες και δύο Ελένες, με Κωστιανή καταγωγή). Σε αρκετές
οικογένειες μάλιστα, αυτά τα ονόματα φέρουν περισσότερα από ένα μέλη της
οικογένειας, αρσενικά και θηλυκά,
αντίστοιχα, ή και από τα δύο φύλα (π.χ. Κώστας για αγόρια και Δέσποινα,
Ελένη ή Κωσταντινιά,
για κορίτσια).
[8] Βενετία Κώσταρου, γεννηθείσα το
1902 στο Κωστί Θράκης, σύζυγος του
Κωνσταντίνου Κώσταρου κατά το δημοτολόγιο,.
[9] Ίσως κάνει λάθος. Πρόκειται
μάλλον για την Καλλιόπη Κώσταρου, το
γένος Δημ. Ρεκλή, σύζυγο του Σταμάτη Κώσταρου, γιου του Κώστα Κώσταρου και νύφη της
Βενετίας, γεννηθείσα το 1908 στο Κωστί
Θράκης, σύμφωνα με το Δημοτολόγιο. Δεδομένου ότι οι γυναίκες προσφωνούνταν από
το βαπτιστικό όνομα του συζύγου, είναι
πιθανόν το Κωσταρίνα να αφορά την
Βενετιά, σύζυγο του Κώστα Κώσταρου, οπότε τα δύο ονόματα αφορούν το ίδιο
πρόσωπο, είτε ως προς το βαπτιστικό, είτε ως προς το επώνυμο του συζύγου της.
Ωστόσο, επειδή το επώνυμο είναι Κώσταρος, μπορεί να αφορά και την νύφη της,
την Καλλιόπη Κώσταρου.
[10]
Εννοεί τη Θρακιώτικη φορεσιά που έφεραν οι Θρακιώτισσες πρόσφυγες μέχρι τη
δεκαετία του 1950 τουλάχιστον, σύμφωνα με φωτογραφίες της εποχής.
[1] Ανήμερα της γιορτής του αγίου
Αθανασίου κατέφθασαν στη Μαυρολεύκη και οι συνάδελφοι από το ΚΕΕΛ, Γ. Α. και Μ. Τ. για να παρακολουθήσουν το δρώμενο αλλά και αρκετοί επίσημοι φορείς,
παράγοντες, δημοσιογράφοι κ. ά.