Η γιορτή της μαμής
Η θρακιώτικη γιορτή της «Μπάμπως», ή «της Μαμμής», «της Γριάς» σήμερα, 8 Ιανουαρίου. Μια γιορτή που εντάσσεται πολιτισμικά στην έμφαση της μητρογραμμής και στην τιμή που αποδίδεται στη συμβολική και βιολογική αξία του ρόλου της Μητέρας στις παραδοσιακές κοινωνίες. Οι γονιμικές, συμβολικές, θρησκευτικές και κοινωνικές σημασίες που ενέχει αυτή η γιορτή και οι επιμέρους τελεστικές λεπτομέρειες υποδηλώνουν ότι παλιότερα ο ρόλος της μαμής ήταν λατρευτικά, τελεστικά και κοινωνικά, εξαιρετικά σημαίνων. Η γιορτή λαβαίνει χώρα και σήμερα σε ορισμένα χωριά της Μακεδονίας όπου έχουν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, στις 8 Ιανουαρίου, ανήμερα της Αγίας Δομνίκης (Δομνίκη/Δόμνα-Domina/Domna= Κυρά)[1].
Η μαμή, η γυναίκα που βοηθά την επίτοκη να γεννήσει και «πιάνει» το παιδί, είναι ο μοναδικός γυναικείος, κοινωνικά και επαγγελματικά αναγνωρισμένος και σεβαστός ρόλος στον παραδοσιακό πολιτισμό. Ρόλος αρχαϊκός, ιέρειας που δρα οριακά και διαμεσολαβεί ανάμεσα στο μεταφυσικό, τις συμβολικές αναπαραστάσεις, το φυσικό περιβάλλον, τα σώματα, τον βιοτικό κύκλο και τους κοινωνικούς κανόνες, φέρει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της γυναικείας ταυτότητας. Αυτά που ηλικιακά και τελεστικά καθιστούν τις γυναίκες αρμόδιες κατεξοχήν για την αρχή και το τέλος της ανθρώπινης βιοτικής πορείας, ως κοινωνούς του “έξω” και του “μέσα” κόσμου, και τις επιφορτίζει παραδοσιακά με το βαρύ έργο του χειρισμού των τελετουργιών της γέννας (ως γιαγιάς, μαμής), του θανάτου (ως θρηνωδού-ψυχοπομπού) καθώς και (ως μάγισσας-θεραπεύτριας) των μαγικών και θεραπευτικών μαγγανειών.
Ο ρόλος της μαμής ηλικιακά ταυτίζεται περίπου με αυτόν της γιαγιάς-πεθεράς-γριάς και αναλαμβάνεται κατά κανόνα μόλις η γυναίκα, μετά την εμμηνόπαυση ή αφού τουλάχιστον γίνει πεθερά ή γιαγιά, όταν κοινωνικά θεωρείται ότι έχει τελειώσει η δική της αναπαραγωγική ηλικία και μπορεί να έχει την απαιτούμενη εμπειρία, τις απαραίτητες πρακτικές και τελεστικές γνώσεις και το ανάλογο status. Ενδεικτική αυτής της αντίληψης είναι ίσως και η μαγική δύναμη που αποδίδεται στο ισχυρό φίλτρο “μανόγαλο”. Δηλαδή μείγμα γάλατος από κόρη και μάνα που θηλάζουν ταυτόχρονα, διαδικασία που προσδιορίζει βιολογικά και πολιτισμικά την πρώτη ως μάνα και τη δεύτερη ως γιαγιά. Έτσι η μαγική δύναμη που θεωρείται ότι φέρει το μανόγαλο, πέρα από τη δυναμική του συνδυασμού του γάλατος της μάνας-και-της-κόρης, ενδυναμώνεται και από την παραβατικότητα της θηλάζουσας γιαγιάς, η οποία έτσι παραβαίνει τον κοινωνικό κανόνα που θέλει ο αναπαραγωγικός κοινωνικά χρόνος της γυναίκας να σταματάει συμβατικά όταν αρχίσει αυτή της κόρης της ή της νύφης.
Στον παραδοσιακό πολιτισμό θεωρείται ότι σαράντα μέρες μετά τη γέννα εξακολουθεί η αβεβαιότητα και η αμφισημία ως προς όλα τα συμβολικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και τελεστικά συμφραζόμενα που αφορούν τη μάνα και το παιδί και ότι είναι ενισχυμένοι όλοι οι καραδοκούντες κίνδυνοι, φυσικοί και υπερβατικοί, με κυρίαρχο αυτόν του θανάτου (τα βουνά είδαν τη λεχώνα και ραΐσανε). Αυτές τις επίφοβες μέρες η μαμή υποκαθιστά σε πρακτικό και τελεστικό επίπεδο τη μάνα και αναλαμβάνει ιερατικό ρόλο, τελώντας χρέη ιέρειας, μέχρι δηλαδή το ζεύγος μάνα-παιδί να δεχτεί την επίσημη ευλογία της εκκλησίας και να γίνει έτσι για πρώτη φορά αποδεκτό από το επίσημο θρησκευτικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Εντωμεταξύ η μαμή, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στο “έξω” και το “μέσα”, τον υπερβατικό και τον κοινωνικό χώρο, λειτουργεί για τη μάνα και το παιδί ως προστατευτικός διάμεσος, ως ένα είδος μαγικού “αλεξικέραυνου” που προσελκύει πάνω της τις επίβουλες δυνάμεις, καθώς η ίδια προστατεύεται από την ιερότητα και τη θεσμικότητα του τελετουργικού ρόλου της αλλά και από τη μαγική της δύναμη.
Παράλληλα η μαμή αναλαμβάνει την ιατρική και πρακτική φροντίδα της λεχώνας (συχνά μετακομίζοντας σχεδόν στο σπίτι όπου συνέβη η γέννα), διδάσκει στη μάνα το ρόλο της και τη στηρίζει ψυχολογικά, ενώ απ’ την άλλη πλάθει το ευάλωτο σωματικά και αδιαμόρφωτο πολιτισμικά βρέφος όπως το ζυμάρι, «εξανθρωπίζοντάς» το. Το επενδύει δηλαδή σωματικά και πνευματικά με τις υγιεινές και πολιτισμικές αξίες της κοινότητας με τις επιβεβλημένες ιατρικές, μαγικές και συμβολικές πράξεις και μαγγανείες της, λειτουργώντας για αυτό και σαν ένα είδος παιδίατρου για όλη την παιδική του ηλικία. Οι ενέργειες της μαμής θεωρούνται σημαντικές για τη διάπλαση, την ευμορφία και την ανάπτυξη του σώματος των παιδιών αλλά και ως προς τον συμβολικό και κοινωνικό προσδιορισμό του φύλου κάθε βρέφους ώστε να τα βοηθήσει και από την δική της πλευρά να ενταχθούν στη ζωή με βάση την κοινωνικά προσδιορισμένη, θηλυκή ή αρσενική τους ταυτότητα.
Συχνά η γιαγιά και η μαμή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο (και σε επίπεδο ονομασίας, οι όροι μάμη/μαμή είναι σχεδόν ταυτόσημοι), όταν δεν υπάρχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί η μαμμή του χωριού, η οποία ούτως ή άλλως είναι κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, γιαγιά. ΄Ετσι όσα αφορούν τη μαμή μπορεί ως ένα βαθμό ν’ αφορούν και τη γιαγιά, και αντίστροφα. Η μεταβίβαση της μαιευτικής τέχνης και της σχετικής γνώσης γίνεται από γενιά σε γενιά με διαφορετικούς τρόπους κατά τόπους, κυρίως από πεθερά σε νύφη. Η μαμή μπορεί να βαφτίσει και όλα τα παιδιά της οικογένειας (όπως γίνεται π.χ. στη Μακεδονία από πρόσφυγες από τη Ανατολική Ρωμυλία, όπου τελείται και η γιορτή της Μπάμπως) οπότε γίνεται φανερό το πόσο, συνδυαστικά και με την ταυτότητα της νονάς, ενισχύεται ο ιερός/τελεστικός /παιδαγωγικός ρόλος της για το σύνολο της κοινότητας.
Τα παιδιά συχνά κουβαλούν εφ’όρου ζωής τα σημάδια της φροντίδας της μαμής ως ενσώματη μνήμη των θεραπευτικών και συμβολικών αυτών δράσεων. Προσωπικά, όπως και πλήθος άλλων παιδιών, φέρω στο σώμα μου τις καθαρτήριες χαρακιές που ξυράφισε στο στέρνο μου η μαμή γιαγιά μου που με «παιδοκόμησε» (=με ξεγέννησε και με φρόντισε ως μαμή), προκειμένου να με απαλλάξει απ’ το, θεωρούμενο ως «μιαρό», αίμα της γέννας.
Καταθέτω παρακάτω γραπτά την προφορική μαρτυρία αυτής της μαμής-γιαγιάς μου, της Ελένης Δ. Ψυχογιού, από το Νεοχώρι Κυλλήνς Ηλείας, όπως μου την αφηγήθηκε όταν ήταν 85 χρονών. Η συνομιλήτριά μου αναφέρει στο τέλος της αφήγησης ως «γριά» και την πεθερά της Γιαννούλα, απ’ την οποία η ίδια διδάχτηκε την τέχνη της μαμής όταν εκείνη ήταν 88 χρονών, άρα αποδίδει τη μαιευτική εμπειρία ενάμισι αιώνα, τουλάχιστον:
“… Η μαμή, η πρώτη τση δουλειά ήτανε να λαιμπουριάσει το παιδί, να βάλει το χέρι τση στο λαιμό του μέσα και να πατήσει τα πρησκάρια [αμυγδαλές] του παιδιού. Πιο απάνου από τα πρησκάρια του παιδιού που πιάνουνε τον ουρανίσκο, έχει δυο κοκαλάκια. Εκείνα τα κοκαλάκια, αφού περάσουνε δυο-τρεις ημέρες η μαμμή θα πάει να το καθαρίσει το παιδί και να του πατήσει τα κοκαλάκια λίγο προς τα πάνω (έχει κοκαλάκι το παιδί). Εάν όμως το παιδί σ’ αυτό το διάστημα το πονούσε ο λαιμός του , τραβάγαμε τα κάρβουνα [ απ’ τη φωτιά] και σβήνανε και γινόσαντε στάχτη και βάναμε σάλιο στο δάχτυλο και μετά το βουτάγαμε στη στάχτη και μετά πατάγαμε τις αμυγδαλές του παιδιού και γινόσαντε καλά. Άμα τα πρησκάρια είχανε ασπράδια, τότε ήτανε αρχή του δεφτερίτη. Είδες πανάδα, ασπράδι στο λαιμό του παιδιού; Φεύγα‼ Η μαμή, άμα γεννιότανε το παιδί και είχε κίτρινα μάτια, το’ ’σταζε τρεις ημέρες λεμόνι και καθαρίζανε τα μάτια του… Του παιδιού μόλις θα γεννιότανε , θα του δένανε το κούτελο μ’ ένα πανάκι που το ’χανε φτιασμένο επίτηδες για να κάνει ωραίο κούτελο και του πλακώνανε τ’ αυτιά για να μη χαλάσουνε, ως τσι σαράντα, τη φράχτη του. Την ώρα που θα ’πεφτε το παιδί, η μαμή είχε ένα μπαμπακάκι ξασμένο σα σκουφάκι και πάνου ’κεί έρρινε αλάτι και του το φόρηγε στο κεφάλι. Και ούλο του το κορμάκι το αλατίζανε με ψιλό αλάτι καλά-καλά και λέγαμε, «αλάτισ’ το καλά το παιδί, να είναι αλατισμένο». Τώρα, πού να τ’ αλατίσουνε, ούτ’ απ’ αγνάντιο! Ήπρεπε να μείνει αλατισμένο τρεις ημέρες ώσπου να πάει η μαμή να το πλύνει. Το ’πλενε με ζεστό νερό ή πιτουρόνερο μέσα στη σκάφη. Θαλα τζη ρίξουνε τση μαμής χάλκινα λεφτά στο νερό, «τα τυχερά τση μαμής» και θαλα τζη δώκουνε μια πλάκα σαπούνι… Η μαμή ’θαλα πηγαίνει ταχτικά ως τα σαράντα να το περιποιείται. Του ’φτιαχνε τη μυτούλα, τη φράχτη του, το σαγόνι, τα φρύδια και το σωματάκι του. Αν το παιδάκι ήτανε ανόρεξο [μη ευδιάθετο] το γύριζε η μαμή τ’ απίστομα [μπρούμυτα] και και το ’τριβε με τα τρία δάχτυλα. …Του έπαιρνε το δεξί πόδι και το ζερβί χέρι να σμίξουνε. Αν δεν φτάνανε, το ’τριβε το παιδί μέχρι να φτάσουνε να σμίξουνε και μετά το σταύρωνε πίσω απ’ τις πυροστιές του με τα τρία δάχτυλα και μουρμουριστά έλεγε: Ο στηλίτης, ο μηλίτης, ο συνάδελφος του Χάρου / στ’ άγρια βουνά στ’ άγρια λαγκάδια / που ’κεί κόκορας δε λαλεί , κότα δεν κακαριέται / γυναίκα δεν κοιλοπονάει, μικρό παιδί δεν κλαίει / οι άγιοι Ανάργυροι θαυματουργοί, πρώτοι γιατροί του κόσμου, τρεις φορές. Εάν ένα παιδάκι εκοκκίνιζε στα ποδαράκια ή φούσκωνε, έπαιρνε ένα ξυραφάκι, το πέρναγε με λίγο λάδι, οινόπνευμα τώρα, και άρχιζε και το ’κοβε τέσσερες ξουραφιές στο ένα κωλοφελάκι και τέσσερες στο άλλο. Εάν το παιδί ήτανε αγόρι είχε πιο πολύ βαμμένο αίμα. Θα το γύριζε τ’ ανάσκελα και θα του ’κοβε δυο ξουραφιές από ’δώ απ’ την τσουτσουνούλα του και δυο από ’κεί. Αν ήτανε κορίτσι δεν το ’κοβε γιατί είναι ανοιχτό το κορίτσι και ξεθυμαίνει, ενώ το αγόρι δεν μπορεί να ξεθυμάνει γιατί είναι κλειστό. Την ώρα που γεννιέται το παιδί κόβει το άντερο απ’ το αδέρφι [ύστερο] ένα δάχτυλο ορθό και το ’δενε κοντά στο δέρμα του παιδιού με μια κλωνά τρεις κόμπους και τ’ αφήνουνε να ξεραθεί και πριν το δέσει, το στίβουνε λίγο το άντερο του παιδιού για να φύγει το αίμα και καθαρίζει το αίμα του παιδιού. Με το άντερο που έκοβε έβαφε τα μάγουλα του παιδιού…Πρέπει πριν να φάει γάλα απ’ τη μάνα του να το ποτίσει σέρσηγκα, σκροπιό, μέλισσα και πικρά (νερατζούλα, ραδίκι). Τα σκότωνε και τά ’βανε μαζί με τα χορτάρια και τά ’βραζε και πότιζε το παιδί με το ζουμί. Τα πικρά για τα αίματά του γιατί τα αίματα του παιδιού είναι δηλητηριασμένα από τη μάνα και έπρεπε να βγούνε. Και το σέρσηγκα γιατί όταν μεγαλώσει το παιδί και το τσιμπήσουνε, να μην πονάει. Τα αίματα, όταν είναι αψά, μολυσμένα από τη μάνα του , βγαίνει το σάγουρο (σπυριά στο κεφάλι και στα ριζαύτια, τό ’βγανε τέσσερο-πέντε μηνών) και γιαυτό του παίρνουμε το αίμα ταχτικά για να ξεθυμαίνει το αίμα του. Και σπάνια να το πλένανε [το σάγουρο] με χαμομηλάκι. Καμιά φορά το ’παιρνε μέσα το σάγουρο το παιδί και πέθαινε [….] Παλαιά ετύχαινε να κοντρώνει το γάλα στο στήθος των γυναικώνε και πονάγανε. Λέγαμε γητειά: Κινήσανε τρία απάρθενα κοριτσάκια / πήραν τα καλαθάκια τους, πήραν τα μαχαιράκια τους / στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που πάνε / γέρον απαντήσανε και τόνε γελάσανε, τον περιγελάσανε / -Τι είδατε κοριτσάκιαμου και με γελάσατε, με περιγελάσατε / που έχω απιθαμή κορμί, απιθαμή χέρια, απιθαμή πόδια, / απιθαμή κοιλιά, απιθαμή κεφάλι, απιθαμή μάτια, απιθαμή στόμα / απιθαμή κώλο, απιθαμή αρχίδια, απιθαμή πούτσα, / απιθαμή δόντια, απιθαμή δάχτυλα, (ό,τι έχει το σώμα το λέμε με τη λέξη απιθαμή) απιθαμή νύχια, απιθαμή μαλλιά; Παίρνει ο γέρος ένα χτένι που χτενιζόμαστε και θα χτενιζότανε και θα του τύλιγε απάνου λίγα μαλλιά αποβραδύς και το ’βανε η γυναίκα στο βυζί της όλη τη νύχτα και το πρωί ο γέρος σταυρώνει το βυζί με το χτένι και λέει (μαζί με τα προηγούμενα λόγια για τα κοριτσάκια): Το τριχώνω,το σηκώνω / κι όπως τρέχουνε οι τρίχες / να τρέχει το γάλα απ’ της γυναίκας το βυζί . Τα παιδάκια τα μικρά, σε λίγο καιρό καντηλιάζει το στοματάκι του και δεν μπορεί να βυζάξει. Σήκωνε το φουστάνι μια συγγενής του παιδιού κι έπιανε τον ποδόγυρα του βελεσού [μεσοφοριού] και τον βούταγε μέσα στην κουρούπα [πήλινη λεκάνη] που πίνουνε τα πουλιά νερό και έπειτα το ’βανε μέσα στο στόμα του παιδιού και το ’τριβε κι έλεγε: άφτρα-κάφτρα από την πόλη / πρώτης θειάς ποδιά σας διώχνει… Μου τά ’λεγε η κακομοίρα η γριά, θεός σχωρέσ’ την… ” [2].
Ούτε πού το ήξερα ότι υπάρχει τέτοια γιορτή - και ισχυρίζομαι ότι κάτι γνωρίζω από την εθνολογία του ελλαδικού χώρου! Νόμιζα πως η "Μπάμπω" είναι αποκριάτική φιγούρα. Η αφήγηση της γιαγιάς-Ελένης συγκλονιστική. Περιμένουμε και άλλες αναρτήσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιτέλους λοιπόν κατάλαβα γιατί η γιαγιά μου έσταζε λέει λεμόνι στα μάτια της καημένης της μαμάς μου που την έτρωγαν, αλλά δεν ήταν μωρό, ήταν κοριτσάκι, και πέθαινε στον πόνο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά, δύσκολη η ζωή των μικρών τότε, πολύ σκληραγωγία!
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες που μου θυμίζουν διάφορα που έλεγε και η δική μου γιαγιά..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠω, πω !!!Απίστευτα γιατροσόφια η γιαγιά,κακονική τέχνη!!!Και λίγο σκοτεινά,φαντάζομαι τρομακτικα για τα παιδάκια τοτε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔύσκολη η ζωή των μωρών τότε, για αυτό πέθαιναν τόσα παιδάκια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα η μορφή και η γιορτή της Μπάμπως.