Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: νομός Λακωνίας (Laconia, Greece, Ethnographic Diary 2002 -part 5)


  
Ελένη Ψυχογιού 

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης

Νομός Λακωνίας

Εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας αρ. 5 
(συνέχεια από το προηγούμενο:  https://fiestaperpetua.blogspot.com/2019/02/laconia-greece-ethnographic-diary-2002.html)



[Επειδή η ημερολογιακή αφήγηση της περιήγησης είναι μακροσκελής και δύσχρηστη να αναρτηθεί ολόκληρη σε μια ανάρτηση, παρόλο που χάνεται η συνέχεια της αφήγησης και η αλληλλόδραση των εθνογραφικών ευρημάτων, αναρτώ αποσπάσματά της, όπως την αντιγράφω σταδιακά σε ηλεκτρονική μορφή από το χειρόγραφο ημερολόγιο.  Άλλες επιμέρους περιηγήσεις μου  στο νομό Λακωνίας "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης", βλ. για την αρχή της περιήγησης και τη  μονή της Έλωνας στο: 

Εθνογραφικό ημερολόγιο  αρ. 5:   Σπάρτη-Μονή Ζερμπίτσας-Βασσαράς



Εισαγωγικά (επαναλαμβανόμενα και στις άλλες σχετικές αναρτήσεις στον ιστότοπο, ως απαραίτητα  για όσους μπαίνουν για πρώτη φορά στις περιηγήσεις "στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης")

Καθώς η έρευνά μου για την Ελένη-Αγιαλένη κρατάει πάνω από είκοσι χρόνια τώρα ―και συνεχίζεται― είναι πλέον πολλά τα επιμέρους δημοσιεύματά μου σχετικά με αυτήν, είτε ως επιστημονικά άρθρα και δοκίμια, είτε ως εθνογραφικά ημερολόγια της  επιτόπιας  έρευνας. Αναρωτιέμαι λοιπόν (όπως ίσως και οι τυχόν αναγνώστες της δουλειάς μου) μήπως κινδυνεύω να αποκτήσω, ή και μην έχω ήδη αποκτήσει, κάποια μονομανία ή και ιδεοληψία σχετικά με αυτό το θέμα. Αρχίζοντας όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να συγκροτώ αυτή την ερευνητική υπόθεση, δεν  φανταζόμουν το πόσο εκτεταμένη θα προέκυπτε, ούτε ως προς την τοπική έκταση, ούτε ως προς το χρόνο (τόσο ως προς τη διάρκεια της έρευνας όσο και ως προς το χρονικό βάθος των δεδομένων),  ούτε ως προς την πολιτισμική ευρύτητα και ποικιλία των εθνογραφικών και των γραπτών ευρημάτων που οδηγούν τα βήματά μου. Δεδομένης δε και της  ολισθηρότητας της ερμηνείας των μυθικών και των συμβολικών θεμάτων, ιδιαίτερα όταν άπτεται της σχέσης τους με τη διαχρονική διάρκεια των πολιτισμικών φαινομένων, γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής η τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης. Για να μπορεί λοιπόν να δομηθεί και να γίνει τεκμαρτή η ερευνητική μου υπόθεση, χρειάζεται το «δείγμα» του φαινόμενου Ελένη/Αγιαλένη να είναι όχι μόνον επαναλαμβανόμενο και εκτεταμένο αλλά και να αφορά τις  πολλές όψεις και πτυχές του, δηλαδή τα χωροταξικά, τοπωνυμικά, ιστορικά, αρχαιολογικά, συμβολικά, μυθικά, αφηγηματικά, συναισθηματικά, παραγωγικά και άλλα ευρήματα που εκτιμώ ότι το δομούν ως τέτοιο.
 Μέσα από αυτό το πρίσμα, η  έρευνα για την Ελένη/Αγιαλένη έχει καταστεί για μένα μια μακροχρόνια, συναρπαστική περιηγητική και πατριδογνωστική περιπέτεια γεμάτη εκπλήξεις, «θαύματα» και κινδύνους και ταυτόχρονα ένα είδος εθνογραφικού θρίλερ, μια παρακινδυνευμένη όσο και γοητευτική/γητευτική περιπλάνηση στον τόπο, στο χρόνο, στην προφορική παράδοση,  στους μύθους και στα σύμβολα, στα παραδοσιακά τραγούδια, στις τελετουργίες, στις παραγωγικές διαδικασίες, στις κατά τόπους κοινότητες που επισκέπτομαι. Κατόπιν αυτών, επιλέγοντας από το πολυποίκιλο υλικό της έρευνας δημοσιεύω τα επιμέρους σχετικά άρθρα και κείμενα (έντυπα αλλά κυρίως ηλεκτρονικά πλέον, υποκύπτοντας στις σειρήνες της μπλογκόσφαιρας) παράλληλα με την εθνογραφική επιτόπια όσο και τη βιβλιογραφική έρευνά μου, επιδιώκοντας να  συγκροτώ  συντωχρόνω την ερευνητική μου υπόθεση και να επιχειρώ σταδιακά την «ανάγνωση» και ερμηνεία των συμβολικών, μυθικών και τελετουργικών ευρημάτων (διασταυρώνοντας τεκμηριωτικά ή αναιρώντας), συνδυαστικά και με τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που εκτιμώ ότι την αφορούν ―με τις αλλαγές και τις μεταμφιέσεις της μορφής και του μύθου της στη διαχρονία μέσα στις εκάστοτε ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες― θέτοντας, κατά την κρίση μου,  νέα ερωτήματα.  Οι επιμέρους αυτές δημοσιεύσεις με εμμονή στην Ελένη/Αγιαλένη αποσκοπούν λοιπόν στο  να αναδεικνύω και να μοιράζομαι τις ποικίλες επιμέρους πτυχές της εκτεταμένης τοπικά και χρονικά αυτής έρευνας και μακρόχρονης εμπειρίας, εφόσον είναι και δύσκολη η ―ευκταία, πλην ανέφικτη μάλλον― συνολική τους δημοσίευση. Επιμένω λοιπόν κατά τις δυνάμεις μου,   εφόσον εκτιμώ (όσο αυτό  είναι αντικειμενικά δυνατόν, κυρίως από τον αριθμό  των βιβλιογραφικών αναφορών σε αυτά όσο και από τις επισκέψεις στις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης), ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, προς το παρόν τουλάχιστον, προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη επιτόπια έρευνα «στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης» έχει την ιδιομορφία ότι γίνεται όχι με την κλασική έννοια της έρευνας πεδίου με την παραμονή του λαογράφου ή ανθρωπολόγου ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο τόπο ―όπως ήταν και η δική μου άλλωστε, πριν μπω στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης―  αλλά είναι έρευνα περιπλάνησης, ταξιδιού από τόπο σε τόπο με συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο πέρα από την εξέλιξη της συγκεκριμένης έρευνας και τον τρόπο που συγκροτείται βήμα-βήμα η ερευνητική μου υπόθεση για την Ελένη/Αγιαλένη και τη σχέση της με την θεά Μητερα-Γη, στα ημερολόγια αναδεικνύεται  και για τους μη ειδικούς η δουλειά του ερευνητή (μεροληπτικά ως ένα βαθμό, μέσα από την οπτική και την κρίση του): οι ερευνητικοί στόχοι,  οι τρόποι που επιλέγει να τους διαχειριστεί και να τους πραγματώσει στο πεδίο, το ερευνητικό ήθος του, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ερευνητή και συνομιλητώνο επιτυχημένος ή μη χειρισμός καταστάσεων, οι δυσκολίες, οι περιπέτειες, οι επιτυχίες και τα λάθη του.  Επίσης οι εθνογραφικές πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά τα  ημερολόγια -κατ' επιλογή του ερευνητή πάντα και με επίκεντρο την ερευνητική μου υπόθεση- περιγράφουν αφηγηματικά, σχολιάζουν, αποτυπώνουν και απαθανατίζουν φωτογραφικά ιερά ή μη τοπία, οικισμούς, ναούς, ξωκλήσια, τοιχογραφίες, εικόνες και πολλά άλλα πολιτισμικά στοιχεία, χρονολογημένα, όπως τα βρίσκω κατά την έρευνα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά -ίσως και για τελευταία. Τέλος αποτυπώνονται κάποιες όψεις της εκάστοτε τοπικής θρησκευτικής, τελετουργικής και κοινωνικής καθημερινότητας και οι ανθρώπινες συμπεριφορές που αφορά η λαογραφική έρευνα, στο πλαίσιο και της όποιας  ιστορικής και πολιτικής επικαιρότητας, όσο τουλάχιστον διαρκεί χρονικά  η, έστω σύντομη, επίσκεψή μου σε κάθε τόπο, όσο  βέβαια επιτρέπουν οι δυνάμεις και η όποια εθνογραφική και αφηγηματική μου ικανότητα...

[Φωτογραφίες της γράφουσας, Ε.Ψ., εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά)



Πάνω και κάτω: εξώφυλλο ενός από τα χειρόγραφα  τετράδια των αντιγραφόμενων εδώ ημερολόγιων της επιτόπιας έρευνας και τμήμα ενός από τα "σαλόνια" με το κείμενο και τις φωτογραφίες, όπως δομούνται στο χειρόγραφο


Πέμπτη,  22 Αυγούστου 2002, Σπάρτη-Σελλασία- Ζερμπίτσα

Σελλασία
Ξεκίνησα νωρίς το πρωί από τη Σπάρτη για τη Σελλασία, αφού αποβραδίς είχα ρίξει μια ματιά στο βιβλίο του αρχαιολόγου Γιάννη Πίκουλα «Αρκαδία»  που κουβαλούσα μαζί μου, στη σχετική με την αρχαία Σπάρτη μελέτη του και τους λεπτομερείς χάρτες για να εντοπίσω τη συνοριακή μεταξύ Λακωνίας-Αρκαδίας αυτή περιοχή και στην Αρχαιότητα, τόσο σημαντική για το Κράτος της Σπάρτης. Και το σημαντικό βεβαίως για μένα ήταν ότι σε μια θέση με αυτό το αρχαίο όνομα και τόσο κοντά στην Πελλάνα, είχα πληροφορία για ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου». Αντίκρισα το χωριό ήδη από την εθνική οδό Σπάρτης-Τριπόλεως χτισμένο στα δυτικά πάνω σε ένα λόφο στους πρόποδες του Ταΰγετου, ο οποίος πλαισιώνει  το χωριό  εντυπωσιακά, σαν επιβλητικό φόντο.   Η θέση, κλειδί στο σύνορο Λακωνίας-Αρκαδίας, υπήρξε το πεδίο  της ήττας των Σπαρτιατών στη μάχη του 222 π.χ.  από τους Μακεδόνες του Αντιγόνου Δώσωνα, ήττα που σήμανε και το τέλος της Σπάρτης ως πόλης-κράτους.


Το χωριό Σελλασία 22/8/2002

Κοντά στην είσοδο του χωριού σταμάτησα σε ένα καφενείο και αφού εξήγησα τα σχετικά με την παρουσία μου εκεί, έμαθα ότι ο παπάς που είχε απαντήσει στο ερωτηματολόγιο που είχα στείλει και που πιθανόν θα με οδηγούσε στο ξωκλήσι, δεν μένει στο χωριό. Ένας θαμώνας, συνταξιούχος δάσκαλος που μένει στην Αθήνα και παραθέριζε εκεί στην πατρίδα  του, έδειξε ενδιαφέρον για τη δουλειά μου και προθυμοποιήθηκε να με εξυπηρετήσει εκείνος.  Ωστόσο αρνήθηκε ότι υπήρχε εικόνα των αγίων Κ+Ε στον ενοριακό  ναό του χωριού όπως είχα εγώ πληροφορία. Καλού-κακού τηλεφώνησαν και στον επίτροπο του ναού να έρθει. Πάνω στην κουβέντα, περιμένοντας και τον επίτροπο,  έμαθα ότι το χωριό πριν μετονομαστεί σε Σελλασία, λεγόταν Βουρλά  και ότι είχε αλλάξει τρεις τοποθεσίες  μέχρι να εγκατασταθεί στη σημερινή του θέση. Έμαθα επίσης ότι το ξωκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου» βρίσκεται στην κορυφή ενός ψηλού και απόκρημνου, ομώνυμου  λόφου πάνω από το δρόμο Σπάρτης-Τριπόλεως και ότι δύσκολα θα εύρισκα το δρόμο για εκεί. 
Ο δάσκαλος εντωμεταξύ είχε στρωθεί σε ένα τραπέζι και έπαιζε προσηλωμένος χαρτιά αδιαφορώντας πλέον για το πρόβλημά μου, ενώ δεν φαινόταν και ο νεωκόρος. Τότε ένας σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή μεσήλικας  χωριανός που έδειχνε κάπως περιθωριακός κοινωνικά, προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει εκείνος ως το ξωκλήσι για να μου δείχνει το δρόμο. Δέχτηκα μετά χαράς και αφού πήραμε το κλειδί του ξωκλησιού από τη γυναίκα τού -άφαντου εντέλει-  επίτροπου, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε για το ξωκλήσι. 

Ο συνοδός μου αποδείχτηκε ευγενέστατος και θεοσεβούμενος, καλός γνώστης της περιοχής και των ξωκλησιών της. Σκαρφαλώσαμε ως την ξάγναντη κορυφή ενός πράγματι ψηλού και απότομου λόφου.  Εκτός από το γκρίζο, μοναχικό και χωρίς βλάστηση γύρω του,  ερημοκλήσι του «Αγιοκωσταντίνου», η γυμνή αυτή κορυφή φιλοξενεί  και ένα παρατηρητήριο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, καθώς έχει την κατάλληλη ορατότητα με θέα πανοραμική, νότια ως πέρα από τη Σπάρτη, δυτικά τον  Ταΰγετο και ανατολικά τον Πάρνωνα. Παρατηρούσα ότι ο «Αγιοκωσταντίνος» της Σελλασίας βρίσκεται αντίκρυ  από τους «Αγιοκωσταντίνους» της Πελλάνας και της βόρειας και ανατολικής πλευράς του Ταΰγετου που είχα ήδη επισκεφθεί,  βιγλίζοντας αυτός  από βορειοανατολικά την κοιλάδα του Ευρώτα.


Σελλασία, ξωκλήσι αγ. Κωνσταντίνου

Το εκκλησάκι εσωτερικά είναι ασπρισμένο, μονόχωρο, με χαμηλή καμαρωτή οροφή και χτιστό τέμπλο πάνω στο οποίο μαζί με τις δεσποτικές και την αφιερωματική των αγίων Κ+Ε κρέμονται ανάκατα και άλλες λίγο μικρότερες εικόνες. Πάνω στο βόρειο τοίχο, κρεμόντουσαν μόνο δύο εικόνες των αγίων Κ+Ε συνδυασμένες με μια εικόνα της αγίας Τριάδας, συνδυασμός που για μένα προσδίδει «διοσκουρικό» χαρακτήρα στην τελευταία, παρόλο που εδώ μπορεί και να λειτουργεί ως λατρευτική παραπομπή στον ενοριακό ναό της Σελλασίας που είναι αφιερωμένος στην αγία Τριάδα, όπως με πληροφόρησε ο συνοδός μου. 


Σελλασία, ξωκλήσι αγ. Κωνσταντίνου, το τέμπλο (22/8/2002)

Ο ίδιος μου είπε ότι στο εκκλησάκι γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις 21 Μάη, όπου προσέρχεται κόσμος από όλα τα γύρω χωριά.
Έξω από το εκκλησάκι ήταν σκόρπια πολλά κεραμίδια, άλλα έδειχναν από ανακαίνιση της στέγης άλλα ίσως αρχαία. Ο ξεναγός μου με πληροφόρησε ότι εκεί  γύρω παλιότερα είχαν βρεθεί 5-6 μαρμάρινα κολονάκια με γλυφές, όψους περίπου 80 εκ. αλλά δεν γνώριζε τι απέγιναν.
Φεύγοντας, περάσαμε να μου δείξει και το εκκλησάκι του άη-Γιάννη του Πρόδρομου, λίγο πιο κάτω από αυτό του «Αγιοκωσταντίνου», στο οποίο υπάρχει και πηγή και όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι επίσης. Με πληροφόρησε ότι και σε ένα άλλο κοντινό εκκλησάκι, αφιερωμένο στον άη-Γιώργη, που ανήκει στο χωριό Βουτιάνοι γίνεται επίσης πανηγύρι στη γιορτή του αγίου με αγώνες δρόμου, πάλης και ιπποδρομίες και ότι πρέπει να πάω να το παρακολουθήσω.
Επιστρέψαμε στο χωριό και επισκέφθηκα τον ενοριακό ναό της αγίας Τριάδας, όπου υπήρχε όντως εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, πλην σχετικά μικρή σε μέγεθος ακουμπημένη στη βάση του τέμπλου κάτω από την δεσποτική του άη-Γιάννη, γι’ αυτό ίσως δεν την θυμόταν ο δάσκαλος. Παρόλ’ αυτά μια εικόνα με τη «διοσκουρική», κατ’ εμέ, «τριάδα» Ραφαήλ-Νικόλαος-Ειρήνη δίπλα της έδινε σε μένα «σημάδι» και της «άλλης», Λακωνίδας, Ελένης.


Σελλασία, ενοριακός ναός Αγίας Τριάδας, λεπτομέρεια τέμπλου. Κάτω αριστερά εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και του αγίου Ραφαήλ (22/8/2002)

Βουτιάνοι
Έφυγα από τη Σελλασία και, καθώς είχα χρόνο, αποφάσισα να επικεφθώ και το χωριό Βουτιάνοι (κι άλλο χωριό που αρχίζει από βήτα στην περιοχή!) οδηγώντας νότια, προς τη Σπάρτη. Το αυτοκίνητο ανέβηκε με ζόρι (ευτυχώς τα πήγαινε καλά τελευταία!) την απότομη ανηφοριά που οδηγεί από την εθνική οδό στο χωριό. Φτάνοντας βρήκα  την ενοριακή εκκλησία των Ταξιαρχών χτισμένη στο ψηλότερο σημείο του χωριού με υπέροχη θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα αλλά ήταν κλειστή. Χτύπησα την αυλόπορτα σε ένα σπίτι ακριβώς κάτω από την εκκλησία για να ρωτήσω για τον ιερέα ή τον επίτροπο, μήπως μου την ανοίξουν.  Μέσα από τα κάγκελα της αυλόπορτας είδα με έκπληξη στη βάση της σκάλας που οδηγεί πάνω στο σπίτι το πάνω μέρος μιας μαρμάρινης, αρχαίας κολόνας με γλυφές. Ο νοικοκύρης του σπιτιού που βγήκε στο κάλεσμά μου, μετά τις εξηγήσεις μου για το ποια είμαι κ.λπ., προθυμοποιήθηκε και τηλεφώνησε στο σπίτι του παπά, οπότε μάθαμε από την παπαδιά ότι έλειπε στη Σπάρτη και ότι δεν θα αργούσε να επιστρέψει, αν περίμενα στην είσοδο του χωριού θα τον έβλεπα να έρχεται.  Φεύγοντας είδα στην ακριβώς απέναντι πλευρά του δρόμου ένα αρχαίο κιονόκρανο να χρησιμεύει ως βάση σε μια γλάστρα. Αναρωτήθηκα σε ποιο αρχαίο κτίριο να ανήκαν άραγε αυτά τα μαρμάρινα κομμάτια, μήπως ανήκαν σε κάποιο ναό και ποιον, οπότε εντάθηκε η επιθυμία μου να δω το ναό των Ταξιαρχών εσωτερικά, καθώς οι άγιοι έχουν και ωσεί «δίδυμο» χαρακτήρα εικονικά[1].  Στήθηκα λοιπόν σε ένα βενζινάδικο στην είσοδο του χωριού να δω τον παπά καθώς θα ερχόταν αλλά μετά από μια ώρα και παραπάνω  μάταιης αναμονής  έφυγα άπραγη ανηφορίζοντας προς το κοντινό χωριό Θεολόγος.

Θεολόγος
Εκεί μια συμπαθητική νέα κοπέλα που συνάντησα στο δρόμο και της εξήγησα τι ζητούσα , πήγε πρόθυμα στο σπίτι της γιαγιάς της που ήταν νεωκόρα, από όπου πήρε το κλειδί και με συνόδευσε στον ενοριακό ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. 




Στο νότιο τοίχο πάνω σε ένα ράφι που τον διατρέχει απ’ τη μια άκρη ως την άλλη, ήταν  ακουμπημένη μια μεγάλη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  και μια «διοσκουρικού» τύπου εικόνα της αγίας Τριάδας. Η συνοδός μου με πληροφόρησε ότι ο ναός παλιότερα γιόρταζε στις 8 Μαΐου αλλά τώρα γιορτάζει στις 26, Σεπτεμβρίου, στη γιορτή της «Μεταστάσεως»  του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Οι εικόνες δύο «ως δ’ιδυμων» καβαλάρηδων πάνω στο τέμπλο και μία της αγίας Τριάδας, επέτειναν για μένα τη διοσκουρική» διάσταση του ναού, καθώς μάλιστα βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον «Αγιοκωσταντίνο» της Σελλασίας.

Καραβάς
Φεύγοντας κατευθύνθηκα νότια και λίγο πριν τη Σπάρτη έστριψα βορειοδυτικά, προς το χωριό Καραβάς, για το οποίο είχα πληροφορία ότι έχει ενοριακό ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Βρίσκεται κοντά στην Πελλάνα (ένας ακόμα ενοριακός ναός των αγίων Κ+Ε κοντά της) αλλά όταν την ειχα επισκεφθεί πριν λίγες ημέρες δεν είχα προλάβει να περάσω και από τον Καραβά. Δυσκολεύτηκα να τον εντοπίσω γιατί ένας νέος δρόμος που ήταν εκεί κοντά υπό κατασκευή,  διετάρασσε την τοπογραφία του χάρτη. Όταν έφτασα στο μικρό χωριό, από το  καφενείο με παρέπεμψαν στην οικογένεια «Βαρβιτσιώτηδων» που μένουν στην ομώνυμη γειτονιά ανατολικά του ναού και όπου θα έβρικα το κλειδί του, όπως μου είπαν.  Ο άνθρωπος που μου άνοιξε κάπως απρόθυμα την πόρτα σε ένα σπίτι  απάντησε ωστόσο στις ερωτήσεις μου, μετά τις συστάσεις. Μου είπε ότι στην κορυφή του λόφου ανατολικά του χωριού, γύρω από τον οποίο  καλλιεργούσαν και τα σιτάρια τους, υπήρχε παλιά ξωκλήσι «Αγιοκωσταντίνος», ερειπωμένο σήμερα, το οποίο ανήκε στο ορεινό χωριό Σουστιάνοι. Επειδή η πρόσβαση στο χάλασμα αυτό είναι δυσχερής  και ήταν πολύ δύσκολο να κουβαλήσουν εκεί υλικά για να αναστηλώσουν το ξωκλήσι, προτίμησαν να ανεγείρουν ενοριακό ναό αφιερωμένο στους δύο αγίους, Κωνσταντίνο και Ελένη όταν ιδρύθηκε ο  Καραβάδος, που είναι νεότερο χωριό.




Ο ναός, καινούργιος σχετικά, σύμφωνα και με την πληροφορία του ξεναγού μου,  έχει ξυλόγλυπτο, απλό τέμπλο και «ασημοντυμένες» τις εικόνες πάνω σε αυτό, μεταξύ των οποίων και την αφιερωματική των αγίων Κ+Ε. Είδα επίσης δυο-τρεις «διοσκουρικές» εικόνες πάνω στους τοίχους με «ως δίδυμους» άνδρες αγίους.

Οδηγώντας μετά προς τη Σπάρτη συλλογιζόμουν ικανοποιημένη ότι με τη σημερινή, σύντομη σχετικά περιήγηση, είχα ολοκληρώσει τον εντοπισμό και τη φωτογράφιση ενός πλέγματος ναών «Αγιοκωσταντίνου» που είναι τοποθετημένοι βόρεια της Σπάρτης ένθεν και ένθεν του άνω ρου του Ευρώτα, είτε στην κορυφή λόφων είτε σε κοιλάδες και σε σιταρότοπους, είτε ως ενοριακοί ναοί χωριών, πυκνότητα που κατ’ εμέ δεν δικαιολογεί η ιστορία και η αποδιδόμενη από την Εκκλησία θρησκευτική σημασία στο  αυτοκρατορικό ζεύγος του μεγάλου Κωνσταντίνου και της αυγούστας Ελένης.
Στη Σπάρτη (που ωστόσο δεν διαθέτει ναό Κωνσταντίνου και Ελένης αλλά για μένα είναι υπέρ-αρκετή η παρουσία τους στην Πελλάνα όσο και στους άλλους ιερούς τόπους στη Λακωνία)  σταμάτησα στο ξενοδοχείο να γευματίσω  γιατί  ήταν ήδη περασμένο μεσημέρι. Μετά εφοδιάστηκα με φιλμ, κάμερα, κασέτες, μαγνητοταινίες, μπαταρίες κ.λπ. και ξεκίνησα νωρίς για τον πανηγυρικό εσπερινό στη μονή Ζερμπίτσας, για τη γιορτή της «Αποδόσεως της Θεοτόκου» κατά την Εκκλησία,  για τα επιμνημόσυνα «Εννιάμερα» από την Κοίμηση, κατά τη λαϊκή, προφορική παράδοση και τη λατρεία.

Μονή Ζερπίτσας. Πανηγύρι για τα "Εννιάμερα" της Παναγίας
¨
 Για τα πανηγύρια γενικότερα πρβλ. και  https://www.academia.edu/39162120/Doing_Research_on_Festivals_Cui_Bono?email_work_card=thumbnail-desktop

Την εκκλησιαστική ανάρτηση σχετικά με τη μονή βλ. http://www.immspartis.gr/?page_id=1045 (την όπως είδα στις 6/8/2019)

Ανηφόρισα τον γνωστό μου πλέον δρόμο προς Ανώγεια-Ξηροκάμπι και στο χωριό Δάφνη (αρχ. Αφίδνες) έστριψα δεξιά, σύμφωνα με την οδική ταμπέλα που δηλώνει το δρόμο προς τη μονή Ζερμπίτσας. Μετά από 3χλμ. περίπου ανηφορικού, δασωμένου και στριφογυριστού δρόμου, έφτασα σε ένα μεγάλο ξέφωτο που απλώνεται μπροστά από τον περίβολο της μονής. 





Μονή Ζερμπίτσας. Είσοδος στη μονή και πάγκοι με εμπορεύματα έξω από αυτήν, παραμονή του πανηγυριού για τα "Εννιάμερα" της Παναγίας (δεξιά το πηγάδι) 

Το μέγεθος και η θέση του δήλωναν ότι είναι επιτούτου απαλλοτριωμένο από το δάσος, ώστε να μπορούν να παρκάρουν εδώ το πλήθος αυτοκινήτων και άλλων τροχοφόρων των προσκυνητών που συρρέουν εδώ κυρίως για το πανηγύρι της Παναγίας, όπως έκανα και εγώ, κοντά στην είσοδο της μονής για να έχω εύκολη πρόσβαση σε αυτό για ό,τι χρειαστεί,  καθώς ήταν ακόμα σχεδόν έρημο.
Εμπρός από την τοξωτή είσοδο του πέτρινου περίβολου της μονής, κάτω  από τα κλαδιά και το φύλλωμα ενός τεράστιου γερο-πλάτανου,  μερικοί μικροπωλητές είχαν στήσει ήδη τους πάγκους με τη θρησκευτικού κυρίως, εικόνες, σταυρούς, χαϊμαλιά κ.λπ., πραμάτεια τους, δίπλα στο πέτρινο φιλιατρό ενός μεγάλου πηγαδιού που είναι ανοιγμένο εκεί, στα δεξιά της εισόδου. Άλλοι  έμποροι ειδών εστίασης, μόλις έστηναν τις ψησταριές και τους πάγκους  για σουβλάκια, καλαμπόκια, λουκουμάδες,  παστέλια, γλειφιτζούρια κ.λπ.



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Προσκυνηματικό εικονοστάσι (εορτάζουσα εικόνα Κοίμησης της Παναγίας) και παγκάρι για την αγορά κεριών μετά την είσοδο στον περίβολο.



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Ο περίβολος με τα κελιά και άλλα κτίσματα.

Διάβηκα τη μαύρη, σιδερένια αυλόπορτα του περίβολου που ήταν ορθάνοιχτη για να υποδεχτεί τους πανηγυριώτες και τους  πιστούς προσκυνητές. Καθώς ο πέτρινος περίβολος σχηματίζεται από τους εξωτερικούς τοίχους των κελιών και άλλων κτιρίων  της μονής, που την απομονώνουν από τον έξω κόσμο, η είσοδος αυτή είναι ένα είδος στενού, θολωτού, πλακοστρωμένου  τούνελ  στο ισόγειο αυτών των κτισμάτων.  Από εκεί βγήκα  σε μια  μεγάλη αυλή που απλώνεται σε δύο κλιμακωτά  επίπεδα.  Το πιο χαμηλό με το την εκκλησία, «το καθολικό»,   της  μονής  που είναι μεταβυζαντινό με καλοχτισμένη, ποικιλμένη τοιχοποιία, στο κέντρο ενός Π,  περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές (Β, Α και Ν) με  τα πετροχτισμένα  διώροφα και τους ξύλινους εσωτερικούς εξώστες τους  που βλέπουν προς το καθολικό. Το δεύτερο, αρκετά ψηλότερο επίπεδο  που συνδέεται με το πρώτο με πέτρινη σκάλα  και ένα κεκλιμένο επίπεδο-ράμπα, περικλείεται κυρίως από τους ξενώνες και τους χώρους υποδοχής της μονής. Πανύψηλα πλατάνια σκιάζουν και δροσίζουν αυτό το χώρο, ενώ μια πηγή με αέναα τρεχούμενο νερό ποτίζει αυτά, τα άλλα φυτά  και τους επισκέπτες. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει κανείς ότι το μοναστήρι είναι γυναικείο γιατί όλος ο εσωτερικός αυτός χώρος ήταν καθαρός και περιποιημένος, κατάφυτος με τροφαντά, ανθισμένα θαμνώδη  και αναρριχητικά φυτά όσο και με ολάνθιστα λουλούδια εποχής που πλημμύριζαν το χώρο με χρώματα και ευωδιές. 



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Πάνω και κάτω: όψεις του  καθολικού, αφιερωμένου στην "Απόδοση της Θεοτόκου " (τα "Εννιάμερα" από την Κοίμηση, κατά τη λαϊκή λατρεία) 

Το δροσερό, πυκνό φύλλωμα των πλάτανων με τις ηλιαχτίδες να κάνουν παιχνίδια φωτός και σκιάς ανάμεσα στα φύλλα τους που τα  σάλευε το ελαφρό αεράκι, το συνεχές κελάρυσμα της πηγής, τα χρώματα, τα αρώματα, τα ομορφοχτισμένα παλιά κελιά, η πέτρινη εκκλησία με τον λευκωπό ψηλό  τρούλο, μου έδιναν  μια εικόνα και μια αίσθηση επίγειου παράδεισου μέσα στο καυτό απομεσήμερο και υποσχόντουσαν ένα λαμπρό πανηγύρι. 




Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Η εορτάζουσα, ανθοστολισμένη εικόνα της Κοίμησης  πάνω στο τέμπλο του ναού

Η «κεκοιμημένη» μορφή της Παναγίας που στεγάζει ο ναός, έφερε  για μένα και τα πανάρχαια, προχριστιανικά  συμβολικά χαρακτηριστικά της  υποχθόνιας, ιερής Μεγάλης Μητέρας-Ελένης  και μπορούσα, αναλογικά,  να φανταστώ και τις ανάλογες γιορτές και τα ιερά που την αφορούσαν εδώ στη Λακωνία, την φερόμενη ως την ελληνική κοιτίδα του μύθου της.



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Νεοαφιχθείσες πανηγυριώτισσες καταλύουν στον περιβολο

Όμως ήταν νωρίς ακόμα και ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος από πανηγυριώτες αλλά η μετακινήσεις των καλογραιών και κάποιων γυναικών επιτετραμμένων να υπηρετήσουν το πανηγύρι που σβέλτες και πολυάσχολες διέσχιζαν πάνω-κάτω τα δύο επίπεδα του αυλόγυρου, έδιναν ζωντάνια στο χώρο και δήλωναν τις πυρετώδεις προετοιμασίες.
Μια παρέα από 3-4 γυναίκες προσκυνήτριες μόλις είχαν φτάσει και ξαπόσταιναν καθισμένες σε έναν από τους πάγκους του πάνω περίβολου. Τις πλησίασα και τους έπιασα κουβέντα. Έμαθα ότι μόλις είχαν φτάσει για το πανηγύρι με ταξί από το Άργος. Κατά τα λεγόμενά τους, μία από αυτές είχε πριν χρόνια ένα τεράστιο οικογενειακό πρόβλημα (δεν αποκάλυψε τι είδους) όταν μια νύχτα ονειρεύτηκε μια γυναίκα που της είπε να έλθει σε αυτό ακριβώς το μοναστήρι της Παναγίας την ημέρα του πανηγυριού να προσκυνήσει και πως όλα θα πάνε καλά. Τόνισε ότι πριν δεν είχε ακουστά, ούτε γνώριζε καν πού βρίσκεται αυτό το μοναστήρι της Ζερμπίτσας. Ρώτησε, έμαθε και ήρθε για πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Όλα πήγαν έκτοτε κατ’ ευχήν και από τότε έρχεται κάθε χρόνο την παραμονή της γιορτής, κοιμάται εδώ τη νύχτα και την επομένη, μετά την πανηγυρική λειτουργία, φεύγει.  Σκεφτόμουν για μια ακόμα φορά σε πανηγύρι  τι δυνατότητες έδιναν για τις γυναίκες -παλιότερα κυρίως αλλά και σήμερα- τα πανηγύρια στα μοναστήρια να ταξιδέψουν μακριά κατά το μάλλον ή ήττον και να διανυκτερεύσουν εκτός σπιτιού   ακόμα και χωρίς συνοδεία ανδρών  (συχνά πεζή ή ακόμα και ξυπόλητες ή μπουσουλώντας κάποιο διάστημα),  καθώς η ιερή αποδημία αποτελούσε συχνά και «τάμα» που ήταν αδιαπραγμάτευτο, αφού ήταν απαράβατη συμφωνία που είχε συναφθεί με το θείο.    Σκεφτόμουν επίσης τι κινητικότητα από κοντινές αλλά και μακρινές περιοχές προκαλούν τα πανηγύρια, τόσο σε προσκυνητές όσο και σε εμπόρους, και τις σχέσεις φιλίας που ενίοτε αναπτύσσονται μεταξύ των προσκυνητών, οι οποίες ανανεώνονται ετησίως. Κινητικότητα που κάποιος  δεν μπορεί λογικά να φανταστεί αλλά που υπακούει σε άδηλους για τον άσχετο  και εσωτερικούς δρόμους πίστης και προσδοκίας σωτηρίας, ανάλογα και με τη φήμη και την πίστη για τη θαυματουργή δύναμη του ιερού προσώπου που γιορτάζει αλλά και για ψυχαγωγία όσο και  για οικονομικές προσόδους.
Κάποια στιγμή, μια από τις γυναίκες που βοηθούσαν στο πανηγύρι που πηγαινοερχόντουσαν στο χώρο βοηθώντας τις (6-7 τον αριθμό, που μονάζουν στη «Ζερμπίτσα») μοναχές για το πανηγύρι, μας πλησίασε ευγενέστατη και πρόσχαρη, κρατώντας ένα μεγάλο δίσκο φορτωμένο με καφεδάκια, δροσερό νερό και λουκούμια και μας κέρασε, ευχόμενη «βοηθειά σας». Την ευχαριστήσαμε, αντευχηθήκαμε το ίδιο και εμείς, όπως συνηθίζεται στα πανηγύρια, με την έννοια ότι όλοι οι προσκυνητές και οι διακονούντες σε αυτά προσβλέπουν στη βοήθεια του θείου. Την ρώτησα αν θα κερνούσαν έτσι όλους τους προσκυνητές. «Όσους μπορούμε», μου απάντησε, «τουλάχιστον τώρα που δεν είναι τόσοι πολλοί ακόμα, γιατί μετά έρχονται πολλοί μαζί και δεν τους προλαβαίνουμε αλλά κάνουμε ό, τι μπορούμε…».

Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την σημαιοστολισμένη πανηγυρικά εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση, να την παρατηρήσω εσωτερικά και εξωτερικά με άνεση και να φωτογραφίσω, τώρα που δεν είχε κόσμο. Ήταν η ώρα που αγαπώ σαν ερευνήτρια να φτάνω την παραμονή της  γιορτής, στο χρονικό και εορταστικό μεταίχμιο: όταν είναι όλα έτοιμα, λαμπρά, στολισμένα, με την απαντοχή της ευλογίας,  της «βοήθειας», της χαράς, της πίστης για το θαύμα των πιστών, που σε λίγο θα πλημμύριζαν τους χώρους της μονής.
 Ευμεγέθης, ιδρυμένος τον 17ο αι. ο ναός, είναι ρυθμού «σταυροειδούς μετά τρούλου», χτισμένη στη θέση της «εύρεσης» της θαυματουργής εικόνας της παναγίας. Οι τοίχοι σε σχήμα  σταυρού που δομούν το σύνολό της με ένα σοβατισμένο, υπόλευκο  τρούλο στο κέντρο των κεραιών του σταυρού, είναι χτισμένοι με πέτρα και με διακοσμητικές σειρές συμπαγών τούβλων ανάμεσά τους αλλά και με εμφανή μαρμάρινα κομμάτια από αρχαιότερη οικοδομική χρήση εντοιχισμένα εδώ κι εκεί καθώς και ένθετα, χρωματιστά  πήλινα εφυαλωμένα πιάτα σε μερικά σημεία της πρόσοψης.



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Η στολισμένη με φύλλα φοίνικα δυτική είσοδος του   καθολικού

Μπήκα στον σκοτεινό, κλειστό νάρθηκα του ναού από τη στολισμένη με κλαδιά φοίνικα είσοδο που ανοίγεται στο δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου.   Από τον  νάρθηκα που είναι ιστορημένος παντού με όμορφες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες αγίων και θρησκευτικών σκηνών, κάπως  δυσδιάκριτες στο τρεμουλιαστό φως των κεριών, πέρασα στον κυρίως ναό μέσα από την χαμηλή σχετικά κεντρική είσοδο που πλαισιώνεται. προς το μέρος του νάρθηκα,  με τοιχογραφία  που ιστορεί την φοβερή «Ημέρα της Κρίσεως», κατά το χριστιανικό δόγμα. Το εσωτερικό του κυρίως ναού είναι επίσης ολοζωγράφιστο με όμορφες, έγχρωμες και αυστηρές μεταβυζαντινές θρησκευτικές τοιχογραφίες, φθαρμένες σε μερικά σημεία,  που δεν τις διέκρινα καλά-καλά μέσα στο μισοσκόταδο.  



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Καθολικό, το νότιο τμήμα του τέμπλου


Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Καθολικό, η ανθοστολισμένη αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης  πάνω στο τέμπλο

Την ακινησία και αυστηρότητα των τοιχογραφιών αναιρούσε και ζωντάνευε ο πανηγυρικός, άνθινος διάκοσμος  του ναού. Οι μοναχές,  βοηθούμενες φαίνεται και  από τις γυναίκες που διακονούσαν στο πανηγύρι,  είχαν τοποθετήσει κάτω από το τέμπλο και σε διάφορα άλλα σημεία του ναού βάζα με μπουκέτα από ολόλευκα λουλούδια κάθε είδους, ευωδιαστά ή όχι, με γούστο και ευαισθησία: γιασεμιά, ορτανσίες, κρίνους, χρυσάνθεμα, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, υάκινθους, γαρύφαλλα, γλαδιόλες, ορχιδέες -όλα λευκά-,  συνδυασμένα με πρασινάδες από φτέρες, κισσό, δάφνες, μυρτιές κ.ά.  και στολισμένα με βαρύτιμες λευκές σατέν κορδέλες κεντημένες με χρυσό ή μεταξωτές κλωστές με απαλά χρώματα.





Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Καθολικό, ο  στολισμένος "Επιτάφιος" της Κεκοιμημένης Παναγίας



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Καθολικό, η Κεκοιμημένη μορφή της Παναγίας στολισμένη με άνθη γιασεμιού, στο εσωτερικό του κουβούκλιου του "Επιτάφιου"

Στο κέντρο του ναού στεκόταν ένας μικρός ξύλινος «επιτάφιος», το «κουβούκλιο» που περιείχε το ολοκέντητο «σκήνωμα» της Κεκοιμημένης Παναγίας. Ξυλόγλυπτο, λευκοντυμένο υπέρλαμπρα το κουβούκλιο-φέρετρο, με κόκκινες κορδέλες να συγκρατούν τα πλούσια, μεταξωτά σατέν υφάσματα στις  τέσσερις γωνίες του και ανθοστολισμένο, δημιουργούσε μια πένθιμη και συνάμα λαμπρή αίσθηση χαρμολύπης, με φόντο το σκούρο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού. Τον επιτάφιο παράστεκε μια μεγάλη λαμπάδα από κίτρινο μελισσοκέρι που ήταν αναμμένη (όπως συνηθίζεται και στα φέρετρα των θνητών)  καθώς και μια  ανθοστολισμένη, «ντυμένη» στα λευκά σατέν, προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας.  Ανθοστολισμένη με λευκά χρυσάνθεμα και ροζ τριαντάφυλλα ήταν και  η αφιερωματική εικόνα της Κοίμησης πάνω στο τέμπλο, με μεταλλικά «τάματα» και χρυσά κοσμήματα αφιερώματα πιστών στη βάση της,  ενώ πάνω από όλες τις δεσποτικές εικόνες κρεμόντουσαν λευκά άνθινα στεφάνια. Το σημαντικό για την ανθοδετική τέχνη όσων είχαν ανθοστολίσει το ναό, ήταν κατ’ εμέ το ότι φαινόταν  έργο επιδέξιων γυναικείων χεριών, των μοναχών και των βοηθών τους,  και όχι των ειδικών κάποιου ανθοπωλείου.
 Σε όλη την επιφάνεια του στρωμένου με μαρμάρινες πλάκες δάπεδου, ήταν σκορπισμένες μικρές φούντες από κλαδιά βαγιάς (δάφνης) και μυρτιάς εκτός από την περιοχή κάτω από τον Επιτάφιο, που ήταν στρωμένη με μια μεγάλη, πολύχρωμη, υφαντή «απλάδα», φαίνεται έργο και αφιέρωμα κάποιας πιστής, όπως συνηθίζεται. 
΄Ολος ο ναός  ευωδίαζε από το βαρύ άρωμα των υάκινθων, των λιβανωτών, του μελισσοκεριού αλλά και από τα γιασεμιά, τα ρόδα καθώς και από τις διάσπαρτες στο πάτωμα βαγιές και μυρτιές, σε ένα μεθυστικό συνδυασμό. 
Όταν πλησίασα τον Επιτάφιο μια νεαρή μοναχή (όπως είδα το μισοκρυμμένο από τη μαύρη καλύπτρα πρόσωπό της)   ήταν σκυμμένη μέσα στο Κουβούκλιο, σκόρπιζε άλικα ροδοπέταλα στη νεκρική κλίνη και στόλιζε με ένα-ένα άνθος γιασεμιού την περίμετρο του ξαπλωμένου σώματος της «Κεκοιμημένης» Παναγίας με άπειρη προσοχή, τρυφερότητα και λύπη στ’ όμορφο πρόσωπό της. 



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή.  Καθολικό. Μοναχή στολίζει με γιασεμιά την εικόνα  της "Κεκοιμημένης" Παναγίας μέσα στον "Επιτάφιο" 

Μέσα σε αυτό το κατανυκτικό πλαίσιο δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι κάπως έτσι θα γιορταζόταν κάποτε και η «Κοίμηση» της  προ-χριστιανικής αρπαζόμενης και κατερχόμενης στον κάτω κόσμο υποχθόνιας συμβολικής Κόρης για να επανέλθει στον Απάνω Κόσμο κάθε χρόνο φέρνοντας την αναβλάστηση και τη ζωή. Μήπως αυτές τις δοξασίες και του συμβολισμούς δεν αντανακλούσε αναλογικά και τούτη η γιορτή; Μήπως σε λίγες ημέρες, αρχές Σεπτέμβρη, δεν  θα γιορταζόταν η Γέννηση της -Κεκοιμημένης τώρα  μέσα στην ξηρασία του τέλους του καλοκαιριού- Παναγίας από την Άννα, μαζί με τα ζωογόνα Πρωτοβρόχια;   Και να είναι άραγε τυχαίο που πολλά παλαιά μοναστήρια της Πελοποννήσου ιδιαίτερα, απ’ όσο γνωρίζω, των οποίων οι θεωρούμενες θαυματουργές εικόνες της Παναγίας , τα «παλλάδια» είναι μαύρες και είναι αφιερωμένα και πανηγυρίζουν  όχι το 15Αύγουστο που είναι η τυπικά επίσημη γιορτή της Κοίμησης αλλά στα πιο λαϊκά «Εννιάμερα»;
(σχεικά με την "κοιμώμενη", υποχθόνια Κόρη στο: https://fiestaperpetua.blogspot.com/2016/05/blog-post.html).



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή

Αναζήτησα λοιπόν και την παρουσία της Ελένης/Αγιαλένης στο ναό. Δεν άργησα, καθώς τα μάτια μου είχαν πλέον συνηθίσει στο μισοσκόταδο, να την εντοπίσωσε τοιχογραφία πάνω στην κόγχη της βόρεια κεραίας του σταυροειδούς  σχήματος που δομεί το ναό, στην τυπική εικόνα τους μαζί με τον γιο της τον Μέγα Κωνσταντίνο και τον σταυρό ανάμεσά τους, ως Ισαπόστολοι. Δίπλα τους ήταν ιστορημένοι , όπως γίνεται συχνά σε μονές, και οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος κρατώντας  ομού ένα ναό-ομοίωμα της Εκκλησίας.  Δογματικά τυπικός ο συνδυασμός των δύο αυτών εικόνων όπως ιστορείται  κυρίως στα καθολικά των μονών, δεν μου επιτρέπει να θεωρήσω ως «δίδυμους», τυπικά τουλάχιστον, τους αγίους Πέτρο και Παύλο δίπλα στην εικόνα των αγίων Κ+Ε, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι δεν τους προσλαμβάνουν έτσι, ως «δίδυμους», οι πιστοί. Όμως τους "διοσκουρικούς", κατ’ εμέ, ως «δίδυμους» καβαλάρηδες αγίους Δημήτριο και Γεώργιο είδα πάνω στα πανέμορφα άτια τους σε δύο εικόνες, εραλδικά τοποθετημένες  ένθεν και ένθεν του τέμπλου, όπως και σε τόσες άλλες εκκλησίες. 
 Στο κέντρο της εκκλησίας είχαν τώρα αρχίσει να τοποθετούνται κόφες με «πεντάρτους» προς ευλόγηση από τον ιερέα και για την αρτοκλασία, προσφορές γυναικών και των οικογενειών τους, σε εκπλήρωση κάποιου τάματος ή ευχαριστίας.
Η παρουσία και της προ-χριστιανικής Μητέρας επιβεβαιώθηκε για μένα όταν αφού φωτογράφισα βγήκα από το καθολικό στο προαύλιο και έπιασα κουβέντα με μια από τις καλόγριες που βρήκα εύκαιρη και τη ρώτησα για την ιστορία της Μονής. Μου είπε δηλαδή, μεταξύ άλλων λεπτομερειών για την «Εύρεση» επιτόπου της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας και την εξ αυτής ίδρυση της Μονής,  ότι κατά την παράδοση, στο σημείο που είναι τώρα η εκκλησία προϋπήρχε αρχαίος ναός ονομαζόμενος «Της Κυράς»! Ιστόρηση που ευτυχώς κατέγραφε το μαγνητόφωνο -με την άδειά της- γιατί από την ταραχή μου δεν ήμουνα σε θέση να την παρακολουθώ έκτοτε, καθώς στο μυαλό μου έκανα τους «δικούς μου» συνδυασμούς και τις σκέψεις για την όσμωση του νέου με το παλιό, το οποίο παλαιό πάντα βρίσκει χαραμάδα για να βγει στην επιφάνεια…
Μια αγρότισσα, όπως έκρινα, προσκυνήτρια πλησίασε την μοναχή με την οποία συνομιλούσα και της παρέδωσε ένα καλυμμένο δοχείο λέγοντας της ότι «δεν είναι για τον πολύ κόσμο». Στο ερωτηματικό βλέμμα μου η καλόγρια απάντησε γελώντας ότι πρόκειται για τη γυναίκα του τσοπάνη που φροντίζει  τα κοπάδια αιγοπροβάτων της μονής και ότι το δοχείο περιείχε φρεσκο-πηγμένη γιαούρτη (, η, sic) από το γάλα των κοπαδιών και την προσκόμιζε για τη γιορτή.




Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Προσέλευση πιστών για τον πανηγυρικό εσπερινό

Βγήκα έξω από τον περίβολο και είδα ότι ο  κόσμος, άνδρες, γυναίκες,  νέοι, γέροι, παιδιά,  είχε πλέον  αρχίσει να συρρέει από κοντινά και μακρινά χωριά της περιφέρειας της Σπάρτης αλλά και πιο μακρινούς τόπους, καθώς το απόγευμα είχε προχωρήσει και οι προσκυνητές σχημάτιζαν ήδη ουρά εμπρός από τη στενή  καμάρα της εισόδου της μονής, για τον πανηγυρικό εσπερινό. Στα αριστερά της εισόδου είχε τοποθετηθεί το ξύλινο, επίμηκες «παγκάρι» με τα κεριά που θα έπαιρναν οι προσκυνητές έναντι  μικρού κατά κανόνα χρηματικού ποσού,  ή μεγαλύτερου, κατά βούληση.  Δίπλα του, πάνω σε επίχρυσο σκαλιστό στασίδι ήταν τοποθετημένη για προσκύνημα μια ανθοστολισμένη, πάλι με λευκά λουλούδια, εικόνα της Κοίμησης. Οι πιστοί έκαναν ήδη μακριά ουρά που ελισσόταν σαν φίδι από την είσοδο της μονής έως το κέντρο του  ναού όπου ο «Επιτάφιος», κρατώντας κεριά ή λαμπάδες «ίσαμε το μπόι» για να προσκυνήσουν και να τις ανάψουν στα επίχρυσα μανουάλια.



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Προσκυνητές    έξω από το καθολικό λίγο πριν τον εσπερινό

Έξω από τον περίβολο είχαν τώρα προστεθεί και άλλοι πάγκοι με φαγώσιμα και εμπορεύματα, παιχνίδια, εκκλησιαστικά είδη και εικόνες, κεριά και λαμπάδες.  Ο σκιερός, κάπως σκοτεινός τώρα λόγω του αρχόμενου δειλινού, χώρος κάτω από τα πλατάνια  που φωτιζόταν κάπως από το πλήθος των αναμμένων κεριών και των λαμπάδων, έσφυζε από ζωή.  Οι προσκυνητές, πολύβουο μελίσσι,  ντυμένοι με τα «καλά» τους ρούχα, αντάλλασσαν καλωσορίσματα, ευχές, διαλόγους, μερικοί  και διαπληκτισμούς για τη σειρά.
Μια καλόγρια χτύπησε εορταστικά την καμπάνα για τον Εσπερινό, οπότε επέστρεψα στο ναό, μέσα στον οποίο ήταν πλέον το αδιαχώρητο από κόσμο, δεδομένου και του ότι στο κέντρο του καταλάμβανε  αρκετό χώρο όχι μόνον ο «Επιτάφιος» της Παναγίας αλλά και οι κόφες με τα ψωμιά, το κρασί  («ανάμα») και το λάδι  που προσκόμιζαν οι γυναίκες για την Αρτοκλασία. Οι πιστοί μπαίνοντας  στο ναό με τη σειρά, προσκυνούσαν πρώτα τον επιτάφιο, μετά τις εικόνες της Παναγίας πάνω στα στασίδια και τέλος αυτή του τέμπλου με την Κοίμηση και,  ή παρέμεναν μέσα στην εκκλησία ή έβγαιναν έξω, όσοι δεν χωρούσαν πλέον. 
Στάθηκα και εγώ σε ένα σημείο από όπου είχα ορατότητα στα δρώμενα εντός του ναού, ώστε να μπορώ να τα βιντεοσκοπώ με την κάμερα. Οι εκκλησιαζόμενοι έδειχναν κατανόηση βλέποντας την κάμερα,  ωστόσο το ευνόητο στρίμωγμα καθιστούσε πολύ δύσκολη τη δουλειά μου -που ήταν απαραίτητο και να είναι το δυνατόν διακριτική- και έπρεπε να διαθέτω ιδιότητες ευλυγισίας και ισορροπίας αξιοζήλευτες  για να καταφέρνω να παρατηρώ και να σκοπεύω με το φακό με σταθερότητα., εκτός του ότι είχα στον ώμο και τη βαριά σχετικά φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίσω, αν συνέβαινε κάτι εξαιρετικό. Είχα βεβαίως ενημερώσει τις μοναχές  που είχα συνομιλήσει μαζί τους ότι θα έκανα βιντεοσκόπηση και φωτογράφιση και δεν είχαν αντίρρηση.
Μια ομάδα καλογραιών έλαβε θέση στο χοροστάσι και άρχισαν να διαβάζουν το Μηνολόγιο, ευχές και μετά να ψάλλουν με τις λεπτές φωνές τους, αν και όχι άριστα συντονισμένες και μελωδικά σωστά τονισμένες, όπως μου φαινόταν εμένα, τουλάχιστον. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μοναχές και δη τις πιο ηλικιωμένες, μια νεαρή μοναχή απέφευγε, σαν  πανικοβλημένη, την κάμερα οπότε και εγώ προσπαθούσα να αποφεύγω να την περιλαμβάνω στο κάδρο μου. Πράγμα δύσκολο γιατί εκείνη μετακινούνταν μέσα στο ναό κρατώντας ένα μακρύ κοντάρι με αναμμένο κερί στην κορυφή του, με το οποίο άναβε ένα-ένα τα καντήλια και τα κεριά των πολυελαίων γιατί ο ναός δεν φωτιζόταν με ηλεκτρικό. Το τρεμάμενο φως των κεριών και των καντηλιών  καθώς αυξανόταν προοδευτικά και έκανε αντανακλάσεις πάνω στα τζάμια των εικόνων, στους μπρούτζινους ταλαντευόμενους πολυέλαιους και στα σταθερά μανουάλια, στα στιλπνά λευκά μετάξια, στις χρυσοκλωστές, στα άπειρα λευκά λουλούδια,  έδινε μια εξωπραγματική διάσταση στον ιερό  χώρο, που τονιζόταν και από την αντίθεση των μαυροφορεμένων καλογραιών. Σε συγκεκριμένες φάσεις της λειτουργίας, η ίδια μοναχή με το κοντάρι  έσπρωχνε έντονα τους βαρείς πολυέλαιους για να ταλαντεύονται, με αποτέλεσμα να ηχούν μελωδικά  οι χρυσαφένιοι, λεπτοί  μεταλλικοί «μελωδοί» που κρεμόντουσαν κάτω από αυτούς. Το τρεμάμενο φως μαζί με τους ταλαντευόμενους πολυέλαιους έδινε την αίσθηση ότι όλος ο ναός ήταν αιωρούμενος, με μουσική υπόκρουση τις ψαλμωδίες και τον ήχο των μεταλλικών «μελωδών».
Όταν ολοκληρώθηκαν τα προκαταρκτικά της λειτουργίας του Εσπερινού, οι ψάλλουσες καλόγριες σιώπησαν και ανέλαβε ο  ανδρικός ψαλτικός χορός    να επιτελέσει  τη  βυζαντινή μελωδική απόδοση των ψαλμών και των ύμνων. Τέσσερις-πέντε ιερείς μπήκαν στο Ιερό και ντύθηκαν με τα λαμπρά, γιορτινά τους άμφια. Είδα να χοροστατεί, λαμπροφορεμένος,   ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Λακωνίας (με τον οποίο είχα συνομιλήσει πριν δυο-τρεις ημέρες στο γραφείο του),  στη θέση  του Δεσπότη που θα χοροστατούσε την επομένη το πρωί στην πανηγυρική θεία λειτουργία, όπως είχα μάθει. Όταν ήρθε η ώρα να ψάλλουν τον υπέροχο, επιλύχνιο (εδώ και κυριολεκτικά) ύμνο (ή «επιλύχνιο ευχαριστία»), το  «φως ιλαρόν»,  διαπίστωσα ότι ο Πρωτοσύγκελος έχει και υπέροχη φωνή  που πλημμύρισε τον ναό καθώς διαχεόταν, χωρίς μικρόφωνα, από τον ψηλό τρούλο μέχρι κάτω, πάνω από το πλήθος των μεταρσιωμένων, σταυροκοπούμενων  εκκλησιαζόμενων.  Αργότερα, καθώς θυμιατίζοντας σταυρωτά μέσα στο ναό πέρασε από δίπλα μου ο Πρωτοσύγκελος , μου είπε σιγανά, «όταν θα λέω το κήρυγμα, θα κλείσεις την κάμερα!», πράγμα που έκανα, βεβαίως.
Παρακολουθώντας τα προσηλωμένα πρόσωπα των πιστών σκεφτόμουν για μια φορά ακόμα πόσο οι θρησκευτικές τελετουργίες αποτελούν ανέκαθεν, «από αρχαιοτάτων χρόνων» και  σε όλες τις θρησκείες, πολυσύνθετα καλλιτεχνικά  και δραματικά γεγονότα που ιδιαίτερα σε εποχές που δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες, έδιναν –και δίνουν- στους ανθρώπους την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή και να βιώσουν αρχιτεκτονική και εικαστική τέχνη, μουσική, μυθική αφήγηση, μεταμφίεση  και δράμα και να προσδώσουν, καλώς ή κακώς, προσδοκία για μετά θάνατο σωτηρία, στο επέκεινα…
Μετά την Ευλόγηση των άρτων βγήκα από το ναό χωρίς να παρακολουθήσω το κήρυγμα, προκειμένου να βρω την κατάλληλη θέση ώστε να καταγράψω με το βίντεο όσο και φωτογραφικά, τη λιτάνευση του Επιτάφιου και της εικόνας της Κοίμησης που θα επακολουθούσε.   Βγαίνοντας είδα ότι όλος ο περίβολος της μονής, και στα δύο του επίπεδα, ήταν γεμάτος κόσμο, συνωστισμός που θα δυσκόλευε πολύ τη δουλειά μου. 







Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Από πάνω προς τα κάτω: λιτάνευση της εικόνας  και του "επιτάφιου" της Παναγίας

Σε λίγο, ενώ μια μοναχή χτυπούσε πένθιμα την καμπάνα, ακούστηκε και ο ρυθμικός ήχος του ξύλινου, φορητού «τάλαντου» που χτυπούσε κρατώντας το μια μοναχή που ξεπρόβαλε από την κύρια είσοδο του ναού, ηγούμενη της πομπής της περιφοράς των ιερών εικόνων και του Επιτάφιου. Πίσω της βγήκαν με τη σειρά τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα και «τόρτσες», οι ψάλτες, οι ιερείς, η ανθοστόλιστη εικόνα της Κοίμησης εστεμμένη με τρία αναμμένα κεριά, και τέλος ο Επιτάφιος της Παναγίας, φερόμενος με τις ειδικές λαβές από τέσσερα παλικάρια. Ακολουθούσε στην  πομπή και το εκκλησίασμα, ενώ προσχωρούσαν σε αυτήν  και άλλοι από τους προσκυνητές που είχαν μείνει έξω από το ναό. Στριμωγμένη και αντιστεκόμενη να μην παρασυρθώ από το μετακινούμενο πλήθος, μόλις που πρόλαβα να βιντεοσκοπήσω και να τραβήξω φωτογραφίες, καθώς η κορυφή της πομπής, σε αυτή τη διάταξη, χάθηκε γρήγορα από το οπτικό μου πεδίο στρίβοντας από δυτικά προς το νότιο τοίχο του ναού, προκειμένου να κάνει πλήρη περιφορά γύρω από την εκκλησία  ενώ ακουγόντουσαν, απομακρυνόμενα,  μόνο ο ήχος του τάλαντου και οι ψαλμωδίες. 



Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. Λιτάνευση εικόνας Παναγίας και"επιτάφιου" έξω από τον περίβολο

Η πομπή πρόβαλε και πάλι πίσω από την ανατολική πλευρά της εκκλησίας αλλά ξαναχάθηκε καθώς εισχώρησε σε μια στενή, χαμηλή έξοδο στον ανατολικό τοίχο του περίβολου για να βγει και έξω από αυτόν. Έτρεξα τότε για να βγω και εγώ έξω αλλά από την κύρια είσοδο του περίβολου, ώστε να βρεθώ μπροστά από την πομπή και να καταγράφω,  όπως και έγινε. Πρόλαβα τη θρησκευτική  πομπή έξω, στο χώρο όπου το πηγάδι και οι μικροπωλητές, οι οποίοι φώτιζαν με ηλεκτρικές γεννήτριες τους πάγκους τους και κατ’ επέκταση όλο τον κατασκότεινο τώρα χώρο, έστω περιορισμένα,  μόνο που ο θόρυβος τόσων γεννητριών σχεδόν κάλυπτε τις ψαλμωδίες. Η πομπή ξαναμπήκε από την κύρια είσοδο στον περίβολο και κατέληξε πάλι στο ναό. Αντίδωρα, (κομμάτια από τα προσφερθέντα στον ιερέα από τις πιστές καρβέλια ψωμιού/«πρόσφορα»,  στολισμένα με την ένθετη ιερή σφραγίδα  και λειτουργημένα)  και οι τεμαχισμένοι, ευλογημένοι άρτοι μοιράστηκαν στον κόσμο. Οι προσκυνητές απολαμβάνοντας το ευλογημένο, γλυκασμένο και μοσχοβολιστό με γλυκάνισο ιερό ψωμί, σκόρπισαν σε παρέες-παρέες,  ανταλλάσσοντας ευχές και κουβεντιάζοντας ζωηρά, καθώς πολλοί, συγγενείς ή ξένοι μεταξύ τους, συναντιόντουσαν εδώ κάθε χρόνο τέτοια μέρα.
Όσοι θα διανυκτέρευαν στη μονή, είχαν ήδη «καπαρώσει» τις διαθέσιμες για αυτό το σκοπό κλίνες στους ξενώνες της μονής, τοποθετώντας πάνω τους τα σακίδια και τους μπόγους τους, όπως οι γυναίκες που είχαν έλθει από το Άργος. Αρχικά σκόπευα, όπως είχα κάνει προ ημερών και στο πανηγύρι της Έλωνας,  να διανυκτερεύσω και εγώ στη μονή αλλά ο λαιμός μου είχε κλείσει τελείως από την κούραση και μια ελαφριά, πλην σφυριχτή  δύσπνοια με έκανε να θυμηθώ ότι δεν είχα πάρει τις εισπνοές για το άσθμα μου μαζί μου, οπότε έπρεπε αναγκαστικά να επιστρέψω στη Σπάρτη, στο  ξενοδοχείο για διανυκτέρευση. Εξάλλου η Σπάρτη απέχει μόλις 12 χλμ. από τη μονή, ενώ τα δρώμενα με είχαν παρασύρει και είχα καταναλώσει όλα τα φιλμ που είχα πάρει
μαζί μου, οπότε έπρεπε να προμηθευτώ και φιλμ. Έτσι πήγα μαζί με τις Αργείτισσες στον ξενώνα για να ελευθερώσω το κρεβάτι που είχα, κατά τις υποδείξεις τους, «καπαρώσει» με κάποια πράγματα,  ώστε να χρησιμοποιηθεί από άλλο προσκυνητή.
Έξω στον περίβολο ο κόσμος είχε αραιώσει και σκορπίσει, σιγά-σιγά καταλάγιαζε η οχλαγωγία ενώ αρκετοί εξακολουθούσαν να μπαίνουν στο ναό για προσκύνημα. Στον βαθύ μπλε  αυγουστιάτικο  ουρανό, πάνω από την ανατολική, καστροειδή  απόληξη του τοίχου του περίβολου, είχε προβάλει η Σελήνη, σχεδόν ολόγιομη και λαμπρή, παραμονή της πανσελήνου. Δεν είχα δει στο ημερολόγιο πότε είναι πανσέληνος αυτό το μήνα, οπότε προς στιγμήν μου φάνηκε σαν θαύμα η μεγαλόπρεπη, ανατέλλουσα  παρουσία της εδώ στον «νυν και αεί» ιερό τόπο της Πανάγιας Μητέρας-και-Κόρης, τέτοια γιορτινή μέρα.


Μονή Ζερμπίτσας, πανηγύρι, παραμονή. "Αρχονταρίκι" 

Πήγα, μουδιασμένη από την κούραση –και όχι μόνο-  στο «αρχονταρίκι» να ευχαριστήσω την «Γερόντισσα», δηλαδή την Ηγουμένη, και μέσω αυτής όλες τις μοναχές για τη φιλοξενία  και για το ότι μου επέτρεψαν να βιντεοσκοπήσω και να φωτογραφίσω μέσα στο ναό. Στο αρχονταρίκι χρησιμοποίησα το τελευταίο καρέ  που είχε απομείνει στο φιλμ προκειμένου να απαθανατίσω τη γυναικεία καλαισθησία που σημάδευε το χώρο, σε πείσμα της αυστηρής μοναχικής ζωής και των μαύρων ράσων, όπως είχα δει και μέσα στο ναό και παντού στο χώρο του μοναστηριού. Τα εγκλωβισμένα στη μαυρίλα θαλερά νιάτα και τα επιδέξια χέρια  κάποιων από τις μοναχές, είχαν στολίσει έναν τοίχο με κεντημένα με λουλούδια  κάδρα, κάτω από μια κακόγουστη πάνινη  «πάντα» με έντυπη τη δραματική ιστορία του Μυστικού Δείπνου. Καληνύχτισα και έφυγα.
Κατηφορίζοντας την πλαγιά στον επικίνδυνο, όλο στροφές στενό δρόμο,  είχα στο βάθος αριστερά μου, κάτω στην κοιλάδα του Ευρώτα, τα φώτα των χωριών που είχα ήδη επισκεφθεί αυτές τις ημέρες (Βαφειό, Αμύκλες κ.λπ.) ενώ κατά διαστήματα ανάλογα και με την κατεύθυνση του δρόμου, απολάμβανα την θέα της χρυσαφιάς ακόμα μπάλας του φεγγαριού που ανερχόταν στην κατασκότεινη ουράνια σφαίρα  φωτίζοντας την ανατολική πλευρά
του Ταγετου. Καθώς κατέβαινα  ολομόναχη και «πάρωρα», μετά τα μεσάνυχτα, τη δασωμένη πλαγιά και μέσα στο γενικότερο μεταφυσικό κλίμα που είχα βιώσει πριν στη μονή, ένιωθα δέος για την  Σελήνη, μια από τις συμβολικές όψεις και προσωποποιήσεις της  Ελένης, και μάλιστα σε αυτόν εδώ τον τόπο-κοιτίδα του μύθου της. Η ανάγκη να συγκεντρωθώ στη δύσκολη οδήγηση, δυσκολία που επέτεινε και η κούραση που κουβαλούσα,  με προσγείωσε στην πραγματικότητα του φεγγαριού ως ετερόφωτου δορυφόρου του πλανήτη  Γη και φτάνοντας σώα στη Σπάρτη έπεσα, μετά από ένα χαλαρωτικό ντους,  ξερή στον ύπνο στο αναπαυτικό, δροσερό και καλοστρωμένο με λευκά, καθαρά σεντόνια  κρεβάτι του ξενοδοχείου…


Παρασκευή, 23 Αυγούστου 2002

…Βγήκα από το μουσείο εντυπωσιασμένη από τα εκθέματα και ζαλισμένη από τις σκέψεις μου και έκανα μια βόλτα στην πλατεία του αγ. Νίκωνα να συνέλθω πριν ανέβω στο Μενελάιο. Στο Μουσείο είχα αγοράσει το βιβλίο του Chadwick για τη γραμμική Β, κυρίως για να δω αν αναφέρεται το όνομα Ελένη στις πινακίδες και πώς. Κατευθύνθηκα λοιπόν προς ένα βιβλιοπωλείο που είδα απέναντι  από την είσοδο του Μουσείου μήπως βρω και κανένα άλλο βιβλίο για την αρχαία Σπάρτη και την Πελλάνα ή τον οδηγό του Μουσείου, γιατί είχε εξαντληθεί στο δικό του πωλητήριο. Αφού δεν βρήκα κάτι σχετικό, ζήτησα από τον βιβλιοπώλη, έναν συμπαθέστατο νέο, βιβλία για την ιστορία και λαογραφία χωριών και οικισμών του νομού Λακωνίας. Μου έφερε ένα για τα Βέροια και ένα για τα Σκούρα-Βαρβίτσα, δίτομο, τα οποία και αγόρασα. Πιάσαμε κουβέντα και λόγο το λόγο, έμαθα ότι κατάγεται από τον Βασσαρά  και ότι είναι αδελφός του πρόεδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου, ο οποίος είχε διοργανώσει πριν δύο ημέρες και την εκδήλωση με τον τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη στον Βασσαρά. Με πληροφόρησε επίσης ότι εκείνο το ίδιο βράδυ θα γινόταν πανηγύρι στο χωριό για τα «Εννιάμερα» της Παναγίας και μάλιστα ότι θα είχς και μουσική εκδήλωση με ορχήστρα από ντόπιους μουσικούς. Βεβαίως δώσαμε ραντεβού να βρεθούμε εκεί το βράδυ που θα πήγαινα και εγώ στο πανηγύρι και έφυγα, αν και ήθελε κουβέντα,  γιατί και αυτός είχε αρκετή δουλειά, όπως έβλεπα, λόγω της  προμήθειας σχολικών ειδών και βιβλίων για το επικείμενο άνοιγμα των σχολείων με την αρχή της σχολικής χρονιάς.



Βγαίνοντας είδα πάνω στη τζαμαρία του διπλανού μαγαζιού κολλημένες αφίσες που διαφημίζουν τραγουδιστές για  ανάλογα τοπικά πανηγύρια και «πολιτιστικές εκδηλώσεις» που διοργανώνουν τα καλοκαίρια Πολιτιστικοί Σύλλογοι, τοπικοί και της διασποράς, στα χωριά, καθώς και μία αφίσα του ΥΠΠΟ που διαφήμιζε  δωρεάν μουσικές εκδηλώσεις σε αρχαιολογικούς χώρους με την πανσέληνο, δηλαδή εκείνο το ίδιο βράδυ αλλά εγώ θα πήγαινα στο Βασσαρά. Μια άλλη αφίσα διαφήμιζε το επικείμενο, μεγάλο και ξακουστό τοπικά και όχι μόνο, από τους βυζαντινούς ήδη χρόνους, εμποροπανήγυρο του Μυστρά, όπως είχα ακούσει και στην επιτόπια έρευνα τον προηγούμενο χρόνο στη Μεσσηνιακή Μάνη από την κυρά-Κούλα που μου είχε πει ότι παλιά κατέβαιναν με τα πόδια στο πανηγύρι του Μυστρά  από την  «αποσκιερή» Καστανέα, περνώντας το διάσελο της κορυφογραμμής του Ταΰγετου.  Χάρηκα που θα συνέπιπτε με την έρευνά μου στη Λακωνία, οπότε θα μπορούσα να το επισκεφθώ.
Προσγειωμένη για τα καλά στη σύγχρονη πανηγυριώτικη πραγματικότητα, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για να κάνω και πάλι «βουτιά» στην Αρχαιότητα, κατευθυνόμενη προς το λόφο όπου το περίφημο «Μενελάειο».

Μενελάειο
Αφού πέρασα τη μεγάλη γέφυρα του Ευρώτα στα ΒΑ της Σπάρτης,  ακολούθησα την αριστερή όχθη του ποταμού προς το νότο. Μπροστά μου ορθωνόταν ένα συγκρότημα λόφων που ορθώνονται στα ανατολικά της Σπάρτης  με τον Ευρώτα να ρέει στα ριζά τους και να τους χωρίζει από την πόλη της Σπάρτης. Οι οδικές ταμπέλες  με οδηγούσαν προς το αναζητούμενο ιερό κορυφής, το Μενελάιο.



Λίγο πιο κάτω από την ιερή κορυφή σε ένα πλάτωμα είδα να στέκει ένα ερημοκλήσι και η καρδιά μου σκίρτησε: λες να είναι αφιερωμένο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη; σκέφτηκα. Σταμάτησα και πλησίασα το εικονοστάσι που είναι στα δεξιά της εισόδου στο εκκλησάκι. H ευχή μου   η αφιέρωση να ήταν η αναμενόμενη από μένα φάνηκε εκπληρούμενη,  όταν είδα μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και  Ελένης στην κεντρική θέση μέσα στο εικονοστάσι.







Το εκκλησάκι παραδόξως ήταν ανοιχτό και μπήκα μέσα, οπότε διαπίστωσα ότι είναι αφιερωμένο στην Παναγία, ως «Ζωοδόχο Πηγή». Επηρεασμένη από τις σκέψεις που είχα κάνει σχετικά με τα πήλινα προϊστορικά ειδώλια στο Μουσείο της Σπάρτης, συνειδητοποίησα πόσο πολύ η αναπαράσταση αυτή της βρεφοκρατούσας Παναγίας  μέσα σε μια στρογγυλή κρήνη-συντριβάνι, προσομοιάζει σχηματικά στα «φιόσχημα» από αυτά τα ειδώλια!   




Θεωρώντας και αυτή την παρατήρηση ως μία από τις «ιδεοληψίες» μου να βλέπω παντού σχέσεις και αναλογίες σχετικά με την θεά-Μητέρα και  παρόλο που η εικόνα των αγίων Κ+Ε στο εικονοστάσι είχε τη σημασία της, βγήκα από το μικρό ναό για να συνεχίσω την ανάβαση. Ωστόσο σκεφτόμουν αναλογικά και το εκκλησάκι της αγίας Κυριακής στο ιερό του Υάκινθου λίγο πιο κάτω και την απορία μου εκεί αν ήταν τυχαία και αυτού η αφιέρωση σε γυναικεία ιερή μορφή και αν μπορούσαν αυτές οι αφιερώσεις  να μεταφέρουν κάποια μνήμη για την αφιέρωση και των δύο αυτών αρχαίων ιερών... 




Πάνω και κάτω: ανηφορίζοντας προς το Μενελάειο 23.8.2002





Το "Μενελάειο" με φόντο τον Ταΰγετο (23.8.2002)

Άφησα το αυτοκίνητο στα ριζά της κορυφής του λόφου όπου το ιερό και ανηφόρισα πεζή  το μονοπάτι που οδηγεί εκεί, ακολουθώντας την ταμπέλα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.  Ήμουν ολομόναχη, δεν υπήρχε άλλος επισκέπτης στο ιερό. Φτάνοντας στην κορυφή, το ίδιο το ιερό πυραμιδοειδές κτίσμα-μνημείο, το Μενελάειο, αν και είναι επιβλητικό και περίεργο, δεν με εξέπληξε γιατί το είχα δει σε φωτογραφίες. Αυτό που με άφησε άναυδη ήταν η πανοραμική, κορυφαία τοποθεσία του και η όλη τοπογραφία του ιερού! Αν δεν το δει κανείς μέσα στο φυσικό του περιβάλλον, με τον Ευρώτα να «γλείφει» τη ρίζα του λόφου μέσα στην κοιλάδα του άνω ρου του   και την πόλη της Σπάρτης στα πόδια του με φόντο την οροσειρά του Ταΰγετου στα δυτικά και του Πάρνωνα στα ανατολικά, δεν μπορεί να πει ότι το γνωρίζει…




Ο Ταΰγετος και η κοιλάδα του Ευρώτα από το Μενελάειο. Τα βέλη σημειώνουν τις θέσεις όπου τα  εκκλησάκια του "άγιου Κωσταντίνου" απέναντι από το αρχαίο ιερό (23.8.2002)

Σε σχέση με τη δική μου έρευνα, έβλεπα και κάτι που δεν έχει λόγο παρατηρεί ο μη σχετικός επισκέπτης: απέναντι ακριβώς, στα  ανατολικά, στους πρόποδες του Ταΰγετου και σε οπτική επικοινωνία με το ιερό, στέκονται οι τρεις λόφοι με αυτόν της Αναβρυτής στο μέσον, που έχουν και οι τρεις στην κορυφή τους  τα εκκλησάκια  των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Αναλογιζόμουν ότι -όπως προσλαμβάνω τα  ερευνητικά ευρήματά μου με βάση την υπόθεση για την Αγιαλένη-  το «Μενελάειο» είναι ωσάν να αποτελεί ένα ακόμα «Αγιοκωσταντίνο» απέναντί τους, που μαζί με αυτόν της Σελλασίας που είχα εντοπίσει το πρωί, σηματοδοτούν τη ναϊκή παρουσία «της» σε κορυφές κατά μήκος της   ανατολικής πλευράς του Ευρώτα, δεδομένου και του ότι οι λόφοι αυτοί ζώνονται και με παλιές πετροχτισμένες πεζούλες καλλιέργειας δημητριακών.



Θέα από το Μενελάειο ανατολικά, προς τον Πάρνωνα, 23.8.2002



Θέα από το Μενελάειο ανατολικά, προς τον Πάρνωνα. Στο άκρο δεξιά το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής (23.8.2002)




Πάνω και κάτω: Θέα της Σπάρτης και της κοιλάδας του Ευρώτα από το Μενελάειο. 23.8.2002

Προσπάθησα να εντοπίσω από εκεί ψηλά και το ιερό της Ορθίας στη δυτική όχθη του Ευρώτα, κάτω από το λόφο του Μενελάειου και ανατολικά της Σπάρτης. Δεν τα κατάφερα, λόγω της πυκνής, υδροχαρούς  βλάστησης γύρω από το παραποτάμιο, «εν λίμναις»   ιερό της θεάς. Η έλλειψη ορατότητας δεν με εμπόδισε όμως να συλλογιστώ και πάλι σχετικά με την τοπογραφική σχέση των δύο αυτών ιερών, με τη  λανθάνουσα παρουσία τής Ελένης σε αμφότερα, ωσάν το ένα, το Μενελάειο,  να είναι κατά κορυφήν «μετόχι» του πεδινού, «εν λίμναις» ιερού της ως Ορθίας ή τ΄ανάπαλιν, όπως συμβαίνει και με τα χριστιανικά ορεινά μοναστήρια και τα πεδινά «μετόχια» τους. Και μάλιστα δεδομένου ότι τα φουσκωμένα νερά του Ευρώτα το χειμώνα μπορεί να εμπόδιζαν τους κατοίκους της Σπάρτης να προσεγγίσουν εύκολα το κατά κορυφήν Μενελάειο.



Ο λόφος του Μενελάειου (δεξιά) και η Σπάρτη από το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία (23.8.2002)

Ένα άλλο εκκλησάκι στα ΝΔ του ιερού της Ζωοδόχου Πηγής τράβηξε την προσοχή μου και έσπευσα προς τα εκεί. Ήταν ανοιχτό και αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία [-Ήλιο], ταιριαστό με την κορυφαία αυτή τοποθεσία όσο και με τον Κωνσταντίνο-ήλιο αλλά και με την ανταγωνίστρια-ομόκλινη Ελένη, σκέφτηκα, με βάση τις δικές μου υποθέσεις, πάντα.
Περπατούσα πάνω στην ιερή κορυφή του «Μενελάειου»   εντυπωσιασμένη όχι μόνο από το μνημείο αυτό καθεαυτό αλλά και με το πόσο όμοια τοπογραφικά είναι με τις άλλες ιερές κορυφές που είχα επισκεφθεί τις προηγούμενες ημέρες με εκκλησάκια του «Αγιοκωσταντίνου». Λόγω της ευρύτερης τοπογραφίας της κοιλάδας του άνω ρου του Ευρώτα που είχα τώρα μπροστά μου κοιτώντας από ανατολικά, έβλεπα τα εκκλησάκια του «Αγιοκωσταντίνου» σε αλυσιδωτή σειρά να βιγλίζουν αντικριστά την κοιλάδα με τα χωριά και την πόλη της Σπάρτης, ένθεν και ένθεν του Ευρώτα, άλλοτε κρυμμένα μέσα σε ιερά άλση στις πλαγιές και στον κάμπο και άλλοτε περίοπτα στις κορυφές.
Και αναρωτιόμουν για μια ακόμα φορά αν ενισχύεται η θεϊκή παρουσία της Ελένης και του σύνευνού της χθόνιου εραστή με τα «αθώα», πλην παραδόξως  πολλά αυτά εκκλησάκια γύρω από τη Σπάρτη τα αφιερωμένα στους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη,  που με την αυτοκρατορική εξουσία τους κατέστησαν τον Χριστιανισμό ελεύθερη θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με το διάταγμα του Μεδιολάνου περί ανεξιθρησκείας. Επίσης συλλογιζόμουν αν ο ανασκαφέας της Πελλάνας αρχαιολόγοσ Θ. Σπυρόπουλος ήταν πιθανόν να έχει κάνει κάποιο συσχετισμό της ενοριακής εκκλησίας των δύο αγίων στη σύγχρονη Πελλάνα με τα αρχαιολογικά του ευρήματα που τον οδήγησαν να υποστηρίζει ότι είχε εντοπίσει και ναό αφιερωμένο στην Ελένη, στην ακρόπολη του αρχαίου οικισμού. Είχα ήδη προ ημερών φωτογραφίσει και μια τεράστια εικόνα των αγίων Κ+Ε μέσα στον ενοριακό ναό του χωριού Σκούρα που βρίσκεται στους νότιους πρόποδες αυτού του συμπλέγματος λόφων που περιλαμβάνουν και αυτόν με το Μενελάειο, όπου βρισκόμουν αυτή τη στιγμή. Με έτρωγε τώρα η περιέργεια να ερευνήσω στους κατοίκους ποιών χωριών ανήκαν οι παλαιές σιταροπεζούλες που έβλεπα τριγύρω μου πάνω σε αυτούς τους λόφους και σε ποιους αγίους είναι αφιερωμένες οι ενοριακές εκκλησίες τους, ή αν είχαν εικόνες των αγίων Κ+Ε, δεδομένων και αυτής στο Σκούρα αλλά και της μικρής εικόνας τους που είχα δει προηγουμένως στο εικονοστάσι τόσο κοντά στο Μενελάειο.
Αφού παρατήρησα αρκετά το περίεργο αυτό κτίσμα του ιερού και απόλαυσα τη θέα συνεπαρμένη, με τη φαντασία και τις ερευνητικές υποθέσεις μου να οργιάζουν, σωστά ή λάθος, κατηφόρισα προς τη βάση του λόφου πριν ξεφύγω εντελώς και συνέχισα  το δρόμο νότια, οδηγώντας δίπλα-δίπλα με την ανατολική όχθη του Ευρώτα.   Διασταυρώθηκα με ένα αγροτικό αυτοκίνητο και ρώτησα τους επιβαίνοντες αν γνώριζαν στους κατοίκους ποιών χωριών  ανήκαν τα χωράφια πάνω στους λόφους και μου είπαν στους Πλατανιώτες και τους Αφυσσιώτες, έτσι συνέχισα το δρόμο μου νότια προς το πολύ κοντινό στο ιερό του Μενέλαου χωριό, την Πλατάνα.

Πλατάνα
Φτάνοντας στο χωριό είδα μια παρέα άνδρες να κάθονται έξω  από ένα καφενείο  και σταμάτησα εκεί. Ρώτησα, ως συνήθως , για τον παπά και μου είπαν ότι έλειπε στη Σπάρτη για δουλειές αλλά ότι θα γύριζε όπου να ΄ναι. Κάθισα μαζί τους μέχρι να φανεί ο παπάς και τους ρωτούσα σχετικά με τις καλλιέργειες στους λόφους όπου το Μενελάιο και άλλα. Επιβεβαίωσαν ότι εκεί είχαν πολλά σιτάρια και οι ίδιοι αλλά κυρίως οι κάτοικοι της Αφυσσούς, στην οποία και ανήκουν τα ξωκλήσια που είχα δει, της Ζωοδόχου Πηγής αλλά και του άη Λια, το οποίο όμως παλιότερα ανήκε στην Πλατάνα. 





Καθώς μιλούσαμε, πέρασε εμπρός μας ένα αυτοκίνητο με οδηγό τον παπά. Έτρεξα να τον προλάβω πριν φτάσει και μπει στο σπίτι του και καθίσει για φαγητό. Σταμάτησε και κατέβηκε πρόθυμος να με εξυπηρετήσει, παρόλο που είχε μόλις φτάσει και βρέθηκα ξαφνικά μπροστά του, μια άγνωστη. Με συνόδευσε στον ενοριακό ναό της Υπαπαντής, όπου δεν είχε εικόνα των αγίων Κ+Ε.  Ωστόσο, έξυπνος, είχε καταλάβει τι ζητούσα και μου είπε ότι μια μεγάλη εικόνα των δύο αγίων έχει ο κοιμητηριακός ναός του   αγίου Νικολάου στο νεκροταφείο του συνοικισμού Ζαγάνα, που βρίσκεται λίγο πιο βόρεια από το χωριό (άρα πιο κοντά στο Μενελάειο, σκέφτηκα εγώ), το οποίο πανηγυρίζει στη γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, καθώς αυτή η εκκλησία   είναι αφιερωμένη και σε αυτούς! Κατόπιν με πήγε ως εκεί με το δικό του αυτοκίνητο και μου άνοιξε το ναό. Όντως στον νότιο τοίχο του, γωνία με το τέμπλο,  ωσάν να ανήκει σε αυτό, είναι ιστορημένη μια μεγάλη εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (με την αγία Ελένη στα αριστερά του σταυρού) εντοιχισμένη μέσα σε ανάγλυφη κορνίζα από γύψο και στολισμένη περιμετρικά με λαμπιόνια, ενώ άλλη μια μικρή εικόνα τους ήταν ακουμπημένη πάνω στα σκαλοπάτια εμπρός από το ιερό, δίπλα στο δεξί βημόθυρο.  Ο παπάς δεν γνώριζε να μου πει γιατί η αφιέρωση ήταν και στους τρεις αυτούς αγίους (Νικόλαο, Κωνσταντίνο, Ελένη) αλλά μου είπε ότι ο ναός πανηγυρίζει και στη γιορτή του αγίου Νικολάου. Εγώ σκεφτόμουν ότι κατά τη θεωρία μου, μάλλον δεν ήταν περίεργη η αφιέρωση στους αγίους Κ+Ε και μάλιστα σε ναό πλαισιωμένο με νεκροταφείο και άρα νεκρική, χθόνια λατρεία,  στους πρόποδες του λόφου με το Μενελάειο.

Αφυσσού
Αποχαιρέτισα τον τόσο εξυπηρετικό και ευγενικό ιερέα έξω από το  σπίτι του με πολλές ευχαριστίες και ξεκίνησα για το χωριό Αφυσσού, το οποίο βρίσκεται βόρεια του λόφου όπου το Μενελάειο. Είχα πληροφορία ότι ο ενοριακός ναός της αγίας Κυριακής (αφιέρωση που μου έφερε πάλι στο νου το ξωκλήσι της ίδιας αγίας πάνω στο λόφο με τον τάφο του Υάκινθου, λίγα χιλιόμετρα πιο νότια) έχει εικόνα των αγίων Κ+Ε αλλά και ότι οι κάτοικοι έχουν χωράφια δημητριακών πάνω στο λόφο του Μενελάειου και ήθελα να το επισκεφθώ.



Όταν έφτασα έξω από την εκκλησία του χωριού είδα ότι ήταν κλειδωμένη και γύρω δεν φαινόταν κανείς. Καθώς την παρατηρούσα, πρόσεξα ότι δεξιά από την αυλόπορτα του περιβόλου της βρίσκεται ένα κομμάτι από αρχαία κολόνα. Η μεσημεριανή ώρα που είχα φτάσει ήταν ακατάλληλη για να αναζητήσω οποιονδήποτε και αποφάσισα να περιμένω έξω από την εκκλησία μέσα στο αυτοκίνητο, σε σκιά, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος. Το χωριό φαινόταν βαθιά κοιμισμένο, έρημο, δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Διάβαζα τα βιβλία που είχα αγοράσει για να περάσει η ώρα αλλά νύσταξα μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη και βγήκα από το αυτοκίνητο να περπατήσω λίγο. Ωστόσο η ώρα περνούσε και δεν φαινόταν ψυχή ζωντανή να κυκλοφορεί.  Κατά τις 4.30μ.μ. άκουσα έναν θόρυβο σαν αυτοκινήτου που παίρνει μπρος η μηχανή και σκέφτηκα ότι το χωριό άρχισε να ξυπνάει, οπότε κατύθύνθηκα προς την πλατεία και το καφενείο, το οποίο μόλις άνοιγε. Παράγγειλα καφέ, αν και ήμουν  νηστική απ’ το πρωί, αλλά ήθελα να με βοηθήσει να μου φύγει η νύστα και να τονωθώ λίγο.  Σε  λίγο ήρθαν 2-3 άντρες και κάθισαν σε ένα τραπέζι. Ένας από αυτούς ήταν δάσκαλος όπως κατάλαβα, γιατί αφηγούνταν ότι μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα όπου είχε πάει για να δώσει συνέντευξη σε κάποια επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας προκειμένου να κριθεί για τη θέση του διευθυντή του Σχολείου και σχολίαζε το γεγονός, τις ερωτήσεις που του έκαναν κλπ. Μπήκα σιγά-σιγά και εγώ στην κουβέντα και τους μίλησα για το ποια είμαι και τι ζητάω αλλά αρνήθηκαν να ανοίξω το μαγνητόφωνο για να καταγραφεί η συνομιλία μας. Μεταξύ άλλων, μιλήσαμε για το όνομα του χωριού «Αφυσσού» και υποστήριζαν ότι ετυμολογικά οφείλεται στο ότι το χωριό έχει πολλούς μετανάστες αλλά και μεταβατικούς κτηνοτρόφους οι οποίοι «αφήνουν» το χωριό. 


Αφυσσού. Εκκλησάκι της "Γιάτρισσας" . Η γραπτή εξιστόρηση του θαύματος της "Εύρεσης" της εικόνας και του χτισίματος του ναού (23.8.2002)

 Μου μίλησαν και για ένα εκκλησάκι κοντά στο χωριό, αποκαλούμενο «Παναγία Γιάτρισσα» γιατί θεραπεύει θαυματουργά (εμένα βέβαια μου ήρθε στο νου η μόλις λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα εντοπισμένη αρχαία πόλη Θεράπνη όπου η μυθική Ελένη έκανε επίσης θαύματα θεραπείας και ομορφιάς). Όπως μου αφηγήθηκαν, η τοπική παράδοση σχετικά με αυτή την εκκλησία λέει ότι μια κοπελίτσα που έβοσκε εκεί πρόβατα ονειρεύτηκε την Παναγία η οποία της είπε να χτίσει επιτόπου ένα εκκλησάκι. Το είπε στους συγχωριανούς αλλά αυτοί δεν την πίστευαν και δεν βοηθούσαν να χτιστεί η εκκλησία. Τελικά, με τα πολλά,  πήγε στον Δεσπότη και κατάφερε να τον πείσει, οπότε έδωσε την άδεια και η εκκλησία άρχισε να χτίζεται. Όμως εκεί που την έχτιζαν δεν στέριωνε και  συνεχώς γκρεμιζόταν.  Τότε η κοπέλα είδε πάλι στον ύπνο της την Παναγία, η οποία της είπε να πετάξει ψηλά στον αέρα, σκορπιστά,  τέσσερις πέτρες και σε όποια σημεία πέσουν και σταθούν οι τέσσερις αυτές πέτρες, σε αυτά τα σημεία να είναι και τα τέσσερα αγκωνάρια (οι τέσσερις γωνίες) του ναού. Έτσι έκανε και η εκκλησία στερεώθηκε και χτίστηκε τελικά. Η Παναγία είπε επίσης στην κοπελίτσα ότι όταν φτάσει τα 19 χρόνια της θα την πάρει μαζί της. Και όντως, όταν έγινε 19 χρονών η κοπέλα, πέθανε και την έχουν θάψει εκεί απέξω από την εκκλησία.
Αργότερα έμαθα ότι ο παπάς έλειπε αλλά βρήκα τους επιτρόπους του ενοριακού ναού της αγίας Κυριακής, οι οποίοι μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να μου τον ανοίξουν, γιατί αφού έλειπε ο παπάς, δεν μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια ευθύνη! «Ποια ευθύνη;» ρώτησα. «Την ευθύνη να μπείτε μέσα και να φωτογραφίσετε, όπως λέτε», μου απάντησαν. Τους εξήγησα υπομονετικά, το σκοπό μου, τους έδειξα και την έγγραφη εντολή  της Ακαδημίας Αθηνών για την έρευνα, το χαρτί από τον Νομάρχη, αλλά ήταν ανένδοτοι… Είχα πια κουραστεί και ταλαιπωρηθεί αφάνταστα όλες αυτές τις ημέρες με το να βρίσκω εκκλησίες κλειδωμένες και άφαντους παπάδες και επιτρόπους, να ψάχνω να τους βρω και να περιμένω ώρες να φανούν και αγανάκτησα. Τους μίλησα κάπως έντονα, λέγοντας ότι ενώ τους δείχνω επίσημα χαρτιά για την ταυτότητα και τη δουλειά μου εκείνοι δεν μου επιτρέπουν την πρόσβαση σε ένα χώρο που είναι δημόσιος αλλά και ιερός και που θα έπρεπε να είναι ανοιχτός, συνεχώς προσβάσιμος σε όλους  και όχι κλειδωμένος. Έφυγα ταραγμένη αλλά και άπραγη και κατευθύνθηκα προς το ξωκλήσι της «Γιάτρισσας», σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχαν δώσει στο καφενείο για τη θέση του και την πληροφορία ότι θα το εύρισκα ανοιχτό.




Συνάντησα το εκκλησάκι βόρεια του χωριού, κοντά στην  τρίστρατη διασταύρωση προς Γεράκι-Βρέσθενα-Βασσαρά, πάνω σ΄ ένα πυκνοφυτεμένο, χαμηλό λόφο, από τον οποίο έχει κανείς οπτική επαφή και με το «Μενελάιο». Το ξωκλήσι ήταν όντως ανοιχτό, όπως ενημερώνει τον προσκυνητή και μια ανακοίνωση πάνω στην πόρτα της εισόδου, στην οποία περιλαμβάνεται και η ιστορία της «εύρεσης» της εικόνας, όπως μου την είχαν ήδη αφηγηθεί (βλ. εικόνα). Η ιστορία αυτή μου θύμισε την ανάλογη ιστορία της «εύρεσης» της εικόνας της «Αγιαλένης» στο χωριό Πλατάνια Μεσσηνίας, πάνω στη νότια όχθη του ποταμιού της Νέδας, στο σύνορο με την Ηλεία.  Μόνο που σύμφωνα με τα γραφόμενα, εδώ αντί να σώσουν το χτίσμα που βρέθηκε και να χτίσουν άλλο, όπως έκαναν στα Πλατάνια Μεσσηνίας, οι Πλατανιώτες της Λακωνίας ισοπέδωσαν τα όποια χτίσματα βρήκαν και έχτισαν από πάνω το εκκλησάκι, καταστρέφοντας τα παλιότερα τεκμήρια… Ο μικρός ναός είναι μονόχωρη βασιλική με κλασικίζοντα στοιχεία και ιστορημένες τοιχογραφίες. Απ' όσο μπόερσα να κρίνω από την ασημοντυμένη αφιερωματική εικόνα στο τέμπλο, μάλλον είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, δηλαδή στην "Παναγία Μεσοσπορίτισσα", που συνδέεται με τη σπορά των δημητριακών. Και "Γιάτρισσα" και "Μεσοσπορίτισσα", λοιπόν, σκέφτηκα χωρίς να μου φανεί περίεργος ο διπλός αυτός συμβολισμός τόσο κοντά στο Μενελάειο και στη Θεράπνη. Πόσο μάλλον που η δεσποτική εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας  πάνω στο ίδιο τέμπλο  απεικονίζει τη μορφή της  "μαύρη'... Στο βόρειο τοίχο εικονίζονται προς την ανατολή η Ζωοδόχος Πηγή και προς τη δύση οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Χμμμμ… σκέφτηκα, άραγε η εικόνα του ζεύγους Κ+Ε να μαρτυρεί τοπικά κάτι και από τη μνήμη και του αρχαίου ζεύγους Μενέλαου και Ελένης;
Επειδή ήταν νωρίς ακόμα για να πάω στον κοντινό στο σημείο που βρισκόμουν Βασσαρά για το πανηγύρι, αποφάσισα να επισκεφθώ και την, σχετικά κοντινή επίσης,  μονή των αγίων Σαράντα, των οποίων την εικόνα είχα δει και στο τέμπλο του ναού της Παναγίας στην Χρύσαφα.

Μονή αγίων Σαράντα



Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έφτασα στην περιτειχισμένη, καλοχτισμένη και καλο-διατηρημένη μονή. Το μοναστήρι είναι ανδρικό και ο περίβολος είναι περιποιημένος και καθαρός, αλλά απέριττος, χωρίς την πανδαισία λουλουδιών και χρωμάτων που είχα δει στη γυναικεία μονή της Ζερμπίτσας. 





Το καθολικό αφιερωμένο στους αγίους Σαράντα, είναι βυζαντινό, αρχιτεκτονικά λιθόκτιστος, «σταυροειδής μετά τρούλου» ναός. Στο παρακείμενο στη  βόρεια πλευρά του παρεκκλήσι  με το καμπαναριό, παρατήρησα εντοιχισμένα αρκετά αρχαία ή/και παλαιοχριστιανικά, μαρμάρινα οικοδομικά στοιχεία. Μέσα από το καθολικό άκουγα ψαλμωδία και υπέθεσα ότι λάβαινε χώρα λειτουργία του εσπερινού, λόγω της ώρας και της γιορτής. Στο σκοτεινό σχεδόν εσωτερικό του ναού, ένας καλόγερος διακονούσε ως ιερέας και ψάλτης ταυτόχρονα ενώ στα ξύλινα στασίδια καθόντουσαν 2-3 άνδρες, κοσμικοί, και παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη λειτουργία. 


Παρακολούθησα και εγώ τον εσπερινό μέχρι να τελειώσει και μετά συστήθηκα στον ιερομόναχο που με κοιτούσε περίεργος και του ζήτησα να μου επιτρέψει να βγάλω φωτογραφίες. Μου επέτρεψε να φωτογραφίσω μόνο την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είναι  τοιχογραφημένη πάνω  στον δυτικό τοίχο, δεξιά της εισόδου για τον εισερχόμενο στο καθολικό, θέση τυπική των δύο αγίων στα καθολικά των μονών. Ωστόσο σκεφτόμουν  ότι στη γιορτή των αγίων Σαράντα  στις αρχές της Άνοιξης (9 Μαρτίου) οι γυναίκες στην περιοχή του χωριού Φανάρι της Ανδρίτσαινας Ηλείας, ανεβαίνουν στα ερείπια του ναού της Αθηνάς, στην «Αγιαλένη» πάνω στην αρχαία ακρόπολη της Αλίφειρας για να μαζέψουν το «σαρανταλάχανο» και να χορέψουν στο «Αλώνι της Αγιαλένης» (βλ. https://fiestaperpetua.blogspot.com/2012/03/blog-post_09.html).
Αναρωτιόμουν λοιπόν αν τυχόν είχε και εδώ κάποια σχέση με την Άνοιξη και την –και τοπική- θεά της αναβλάστησης, την Ελένη, η αφιέρωση της μονής σε αυτούς τους αγίους και σε τι κτίσμα να ανήκαν άραγε τα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη που είχα δει εντοιχισμένα στο παρεκκλήσι.
Όταν βγήκα στο προαύλιο, είδα ότι στους προσκυνητές είχε προστεθεί και ένα αντρόγυνο με την μικρή τους κόρη, οι οποίοι συνομιλούσαν ζωηρά με έντονη κυπριακή προφορά με τον ιερομόναχο και με διαχύσεις προς αυτόν, οπότε υπέθεσα ότι μάλλον είναι Κύπριος και οι προσκυνητές συγγενείς ή γνωστοί του που είχαν έλθει από την Κύπρο στη μονή για να τον δουν. Μη θέλοντας να διακόψω τη συγκινητική αυτή συνάντηση, ευχαρίστησα και έφυγα από τη μονή για τον Βασσαρά, καθώς είχε σχεδόν βραδιάσει και έπρεπε να προλάβω το πανηγύρι.

Βουτιάνοι
Παρόλ’ αυτά πάνω στο δρόμο μου έπεφτε το χωριό Βουτιάνοι στο οποίο είχα αφήσει την προηγούμενη ημέρα σε εκκρεμότητα την επίσκεψη στο ναό των Ταξιαρχών. Τηλεφώνησα λοιπόν από το κινητό όπου είχα αποθηκεύσει τον αριθμό της, στην παπαδιά. 



Ευτυχώς ο παπάς ήταν εκεί σήμερα και ορίσαμε συνάντηση μετά από λίγο στο ναό. Ο παπάς χωρίς  ενθουσιασμό που τον ξεσήκωσα, μου άνοιξε και μπήκαμε στο ναό αλλά με την κουβέντα, σιγά-σιγά ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα μεταξύ μας. Σκεφτόμουν ότι δεν είχε εντελώς άδικο να δυσανασχετεί και έχοντας συναντήσει τόσους και τόσους παπάδες στην εν λόγω έρευνα,   αναρωτιόμουν αν έχει κάνει κανείς ανθρωπολόγος εργασία ή διατριβή σχετικά με τους ιερείς, πολύπλευρα, ως θρησκευτικούς λειτουργούς και ως άτομα.
Ο ναός, χτισμένος και αυτός με συνδρομές ομογενών στις ΗΠΑ, περιποιημένος και με νεοκλασικίζοντα στοιχεία, δεν ήταν ολοσχερώς και «βυζαντινοπρεπώς» τοιχογραφημένος με εικόνες, όπως τόσοι άλλοι που είχα δει, πλην μιας, εντοιχισμένης στη ΒΔ γωνία του: αυτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης! Μου φάνηκε επόμενο να προβάλλεται αυτή η εικόνα  μέσα σε ναό αφιερωμένο στους «ως «δίδυμους» φτερωτούς αγίους Ταξιάρχες. Οι εικόνες πάνω στο χρυσοβαμμένο τέμπλο ήταν στολισμένες με μόνιμες γιρλάντες από ψεύτικα λουλούδια. Η αφιερωματική εικόνα των «ως δίδυμων» αγίων Ταξιαρχών πάνω στο τέμπλο τούς ιστορεί ως «τριάδα» με τη μορφή της Παναγίας ανάμεσά τους, εικόνα που μου θύμισε και την ανάλογη απεικόνιση των  «ως δίδυμων» αγίων Αναργύρων στην ομώνυμη μονή που είχα πρόσφατα επισκεφθεί και που αμφότερες με παρέπεμπαν στις «τριαδικές» απεικονίσεις της Ελένης με τους Διόσκουρους στο αρχαιολογικό μουσείο της Σπάρτης… Ρώτησα τον ιερέα μήπως γνώριζε να είχαν εντοπιστεί αρχαία οικοδομικά ή άλλα λείψανα κοντά στο ναό ή στο χωριό γενικότερα αλλά δεν γνώριζε.

Βασσαράς πανηγύρι
Αποχαιρέτισα με ευχαριστίες τον ιερέα και έφυγα για το πανηγύρι στον  Βασσαρά χωρίς άλλες καθυστερήσεις,  από τον γνωστό μου πλέον δρόμο. Στην πλατεία ήταν σε εξέλιξη οι ετοιμασίες για το βραδινό γλέντι και είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. 



Στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού που είχαν θέα προς ένα μεγάλο μέρος της πλατείας, ήταν καθισμένες μερικές ηλικιωμένες γυναίκες και παρακολουθούσαν τις δράσεις σχολιάζοντας. Ταυτόχρονα παρατηρούσαν, αναγνωρίζοντας σχεδόν όλους, και ονομάτιζαν με σχόλια τους προσερχόμενους στην πλατεία. Φυσικά δεν τους διέφυγε της προσοχής και η δική μου, απρόσμενη άφιξη εκεί, μιας γυναίκας άγνωστης με αυτοκίνητο, από το οποίο βγήκε φορτωμένη με φωτογραφική μηχανή, κάμερα και μαγνητόφωνο.   Μια από αυτές, μια λεπτή και ρυτιδιασμένη, μαυροφορεμένη, πλην δυναμική και πολυλογού γερόντισσα με πλησίασε πάραυτα και μου έκανε πλήρη ανάκριση, πριν προλάβω καλά-καλά να μπω στην πλατεία. Εκ πρώτης όψεως με πέρασε για δημοσιογράφο από κάποιο κανάλι και με ρώτησε από ποιο. Αφού της έδωσα όλα τα στοιχεία μου, φάνηκε να αντιλαμβάνεται το «λαογράφος» και άρχισε να μου αφηγείται ενθουσιασμένη τα σχετικά με τη συναυλία του Χρόνη Αηδονίδη που είχε λάβει χώρα στο  χωριό πριν δυο-τρεις ημέρες, τα τραγούδια, τα χορευτικά συγκροτήματα με τις τοπικές ενδυμασίες/«στολές», που φαινόταν να την είχαν μαγέψει και σχεδόν με επέπληξε  που δεν είχα παραστεί σε «αυτό το ωραίο πράμα». Μου εξήγησε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων εκ μέρους μου, ότι αυτή η ίδια είναι χήρα και βεβαίως δεν «βγαίνει» στην πλατεία να γλεντήσει αλλά ότι τα είχε παρακολουθήσει όλα από την σκάλα όπου καθόταν και τώρα, μαζί με τις άλλες γειτόνισσες, χήρες επίσης, όπως θα παρακολουθούσαν το πανηγύρι και σήμερα. Ήταν ενθουσιασμένη και για το αποψινό γλέντι, που είναι «το παλαιό» (προφανώς σε αντίθεση με αυτό με τον Αηδονίδη), όπως είπε και σκόπευε να μείνει ως αργά καθισμένη στο παρατηρητήριο της σκάλας (ωσάν σε εδώλια αρχαίου θεάτρου) μαζί με τις άλλες για να το παρακολουθήσει. Πρόσθεσε πως αν τυχόν χρειαζόμουν οτιδήποτε, αυτή θα ήταν εκεί για να με βοηθήσει. 
Την ευχαρίστησα και προχώρησα μέσα στην πλατεία που ήταν γεμάτη με πλαστικές καρέκλες και τραπέζια, άδεια ακόμα εκείνη τη στιγμή. Έτσι κατευθύνθηκα  προς το σουβλατζίδικο μήπως είχε ήδη έτοιμα σουβλάκια για να βάλω κάτι στο στομάχι μου πριν αρχίσει το γλέντι, γιατί ήμουν εντελώς νηστική από το πρωί που είχα πάρει πρωινό στο ξενοδοχείο. Δυστυχώς δεν έψηναν και ο σουβλατζής με ενημέρωσε ότι το φαγητό το είχε αναλάβει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού, ο οποίος θα διέθετε σε λίγο ψητές γουρουνοπούλες και κοτόπουλα προς πώληση στους πανηγυριστές, για οικονομική ενίσχυση του Συλλόγου.
Και όντως είδα νεαρούς άνδρες και γυναίκες, σε υπερδραστηριότητα να μπαινοβγαίνουν σαν μελισσολόι από το κτίριο του πρώην δημοτικού σχολείου, σε αχρησία πλέον, λόγω έλλειψης ικανού αριθμού παιδιών για να λειτουργήσει, όπου φαινόταν να είχε στηθεί το «αρχηγείο» της δραστηριότητας του Συλλόγου. Επειδή τα φιλμς που είχα προμηθευτεί το πρωί στη Σπάρτη κόντευαν να τελειώσουν,  χρησιμοποιούσα κυρίως την βιντεοκάμερα για την καταγραφή των δράσεων.  Αν και δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή μέσα στη φούρια των ετοιμασιών, ωστόσο πλησίασα με την κάμερα στο μάτι και δεν μου αρνήθηκαν να βιντεοσκοπώ και μάλιστα ο Πρόεδρος, στον οποίο συστήθηκα, ήταν ο αδελφός του βιβλιοπώλη που είχα συναντήσει στη Σπάρτη και μου είχε μιλήσει για το πανηγύρι, μου έδωσε κάποιες πληροφορίες για το πανηγύρι.
Λαμαρίνες με ολόκληρα ψητά ροδοκόκκινα γουρουνόπουλα , κοτόπουλα και πατάτες άρχισαν να καταφθάνουν η μία μετά την άλλη, των οποίων η θέα και οι μυρωδιές μου έφεραν λιγοθυμία, λόγω της πείνας μου.  Ένας χαρακτηριστικός τύπος χασάπη με ματωμένη και λερωμένη με λίπη ποδιά τεμάχιζε γελαστός και  με ορμή τα κρέατα με έναν μπαλτά, ανταλλάσσοντας ταυτόχρονα αστεία με τους νεαρούς που τα μετέφεραν. Άλλοι έκοβαν σαλάτες, άλλοι τυριά (φέτα), άλλοι ψωμιά, άλλοι τα μοίραζαν μαζί με τα κρέατα σε μερίδες μέσα σε πλαστικά πιάτα και τα τοποθετούσαν σε μακριούς πάγκους,  έτοιμα προς πώληση.  Στοίβες από καφάσια με μπύρες και κόκκινο κρασί σε πλαστικά μπουκάλια συμπλήρωναν τα εδέσματα. Δίπλα στην είσοδο του σχολείου άλλα μέλη του Συλλόγου είχαν στήσει ταμείο πάνω σε ένα τραπέζι όπου οι πανηγυριώτες πήγαιναν, παράγγελναν τις μερίδες που ήθελαν, πλήρωναν και μετά άλλα μέλη του συλλόγου σερβίριζαν  τα πληρωμένα πιάτα και τα ποτά στα τραπέζια.
Τα τραπεζοκαθίσματα στην πλατεία είχαν  πλέον αρχίσει να γεμίζουν  από κόσμο. Οι λίγοι ηλικιωμένοι ντόπιοι που διαμένουν πλέον ολοχρονίς στο χωριό κατέφθαναν οικογενειακώς (παιδιά, νύφες, γαμπρούς, εγγόνια) μαζί με τα ξενιτεμένα, κυρίως στις ΗΠΑ,  μέλη των οικογενειών  που παραθέριζαν στο χωριό, όλοι λαμπροφορεμένοι. Λόγω της πληθώρας των παρόντων ομογενών, η αγγλική γλώσσα ή τα «αμερικάνικα» ελληνικά  ανακατωμένα με αυτήν, ακουγόντουσαν περισσότερο από τη ντοπιολαλιά. Ομολογώ ότι τόσους πολλούς ομογενείς και δη από τις ΗΠΑ να είναι παρόντες το καλοκαίρι στα χωριά τους και να συμμετέχουν στα πανηγύρια αλλά και παντοιοτρόπως, δεν είχα συναντήσει σε άλλο νομό της Πελοποννήσου, όσους στη Λακωνία. 
Πλήθος παιδιών έπαιζαν θορυβωδώς με  παιχνίδια που τους είχαν αγοράσει οι γονείς τους από τους κατάφορτους πάγκους των πλανώμενων εμπόρων, συνεπαρμένα και από  την πανηγυρική ατμόσφαιρα. Πάνω από τις σκεπές των σπιτιών είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του ολόγιομο  το φεγγάρι ωσάν μία ακόμα πηγή φωτός που ενίσχυε τον πανηγυρικό φωτισμό, εντείνοντας και τα συναισθήματα.



Στην υπερυψωμένη στοά με τις καμάρες στην πρόσοψη ενός πέτρινου σπιτιού πάνω στην πλατεία οι μουσικοί τακτοποιούσαν τα μικρόφωνα και τα όργανα της τοπικής μουσικής  μπάντας που είχαν ήδη στηθεί μετατρέποντάς την σε «πάλκο» ενώ ένας κυκλικός  χώρος μπροστά της είχε μείνει κενός από τραπεζο-καθίσματα, προφανώς ως χοροστάσι.  Πλησίασα τους μουσικούς και τους έπιασα κουβέντα. Αρχικά, βλέποντάς με να κρατάω τις κάμερες,  νόμισαν και αυτοί ότι ήμουν απεσταλμένη από κάποιο τηλεοπτικό κανάλι και τους έδωσα τις σχετικές εξηγήσεις. Έδειξαν να χαίρονται όλοι που θα τους «κατέγραφε» η Ακαδημία Αθηνών για τη λαογραφική έρευνα. Ο «Σκουροβαρβιτσιώτης» μάλιστα, όπως δήλωσε, Σαράντος Κουρτσούνης (τραγούδι, ακορντεόν, κιθάρα) μου είπε ότι έχει και σχολή μουσικής στη Σπάρτη και ήταν περήφανος που θα γινόταν αυτή η καταγραφή. Ο Παναγιώτης Βλήτας (τραγούδι, μπουζούκι) ζήτησε να τον καταγράψω με το παρωνύμι του, ως «Πεινάω» (ο Πεινάω), αφού το έφερε περήφανος γιατί ήταν όντως πάμφτωχος και πεινασμένος, όταν ήταν μικρός, όπως διευκρίνισε. Δήλωσε και αυτός επίσης ως τοπικό προσδιορισμό του «Σκουροβαρβιτσιώτης». Μου εξήγησαν σχετικά με αυτό τον προσδιορισμό ότι οι κάτοικοι της Βαρβίτσας είναι αυτοί που έχουν ιδρύσει και το χωριό Σκούρα και ως εκ τούτου υπάρχει συνεχής επικοινωνία ανάμεσα στα δύο χωριά που οι κάτοικοί τους τα θεωρούν ως ένα. Σχετικά με τη δουλειά τους μου  ανέφεραν ότι στο νομό Λακωνίας δεν υπάρχει ντόπιος κλαριτζής και ότι εν γένει δυσκολεύονται να βρουν τοπικούς μουσικούς, γι αυτό είχαν καλέσει να παίξει σήμερα κλαρίνο στην κομπανία τους ένας μουσικός  από τη Νεστάνη, ο Νίκος Τσιάμπας, ο οποίος κούρδιζε δίπλα το κλαρίνο του. Σε λίγο ήρθαν και τα άλλα μέλη της ορχήστρας, δύο νέα παιδιά, αδέλφια, οι Θανάσης (κιθάρα) και Παύλος (κρουστά) Νταριώτης, από τον Θεολόγο. Ο «Πεινάω» έδειχνε να είναι συντονιστής της κομπανίας. Δραστήριος, κεφάτος και καλαμπουριτζής έδειχνε ενθουσιασμένος με τον ρόλο του και τη δουλειά του ως μουσικού σε πανηγύρια. Όπως μου είπε, εκτός από τον Σαράντο Κουρτσούνη, κανένας άλλος από τους μουσικούς δεν είχε ως κύριο επάγγελμα αυτό του μουσικού και ότι ήταν όλοι αυτοδίδακτοι. Η πληρωμή τους σήμερα, για όσο θα κρατούσε το γλέντι, θα ήταν μερίδιο από το ποσό που είχαν συμφωνήσει με τον Σύλλογο και από ό, τι άλλο θα έβγαζαν από την «χαρτούρα» (το κατά βούληση χρηματικό ποσό που θα «έριχναν» στην ορχήστρα οι χορευτές για «παραγγελίες» συγκεκριμένων τραγουδιών). Μου είπε επίσης ότι καθώς είχαν συνεννοηθεί τηλεφωνικά μεταξύ τους για να παίξουν  όλοι απόψε, δεν είχαν συναντηθεί προηγουμένως ώστε να έχουν κάνει πρόβες και προσπαθούσαν τώρα να κουρδίσουν και να συντονίσουν ηχητικά τα όργανα. Απ’ ό,τι έβλεπα, ο Σαράντος, ως ο «διαβασμένος» μουσικός, είχε καταρτίσει ένα ρεπερτόριο (κυρίως δημοτικών) τραγουδιών  που το είχε γραμμένο σε χαρτί και το είχε  στερεώσει πάνω στο αρμόνιο, για να τα υποδεικνύει και στους άλλους μουσικούς. Σε σχετική ερώτηση, μου απάντησαν ότι λόγω του ότι παίζουν συχνά όλοι μαζί σε πανηγύρια το συγκεκριμένο πάνω-κάτω ρεπερτόριο, είναι ασκημένοι και μπορούν ανά πάσα στιγμή να συντονίζονται, χωρίς καμία πρόβα.



Τα καθίσματα της πλατείας είχαν πλέον γεμίσει από κόσμο για το γλέντι, κάποιες παρέες που δεν είχαν βρει τραπέζι περίμεναν όρθιοι να τους βρουν πρόσθετα τα μέλη του Συλλόγου. Καθώς οι προσερχόμενοι κατά οικογένειες συναντούσαν άλλους που δεν μένουν στο χωριό αλλά είχαν έλθει για το πανηγύρι αλλά και τους ξενιτεμένους, αντάλλασσαν μεγαλόφωνα χαιρετισμούς, ευχές, αγκαλιές, φιλιά και σε συνδυασμό με τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν ανάμεσα στα τραπέζια, επικρατούσε ενθουσιώδης οχλαγωγία. Όλα τα μαγαζιά εστίασης πάνω στην πλατεία είχαν μεν απλώσει τραπέζια αλλά τα ίδια «αργούσαν» κατά ένα τρόπο, δεν παρείχαν φαγητό και ποτό, αφήνοντας αυτή την υπηρεσία αποκλειστικά στον Πολιτιστικό Σύλλογο, ώστε να ενισχυθεί οικονομικά από τα όποια κέρδη. Με εντυπωσίασε μάλιστα η τόση συμπαράσταση προς τον Σύλλογο όταν, ζητώντας να αγοράσω ένα μπουκάλι νερό σε ένα από αυτά,  η καταστηματάρχισσα αρνήθηκε να μου πουλήσει, γιατί δεν ήθελε, όπως μου είπε, με κανένα τρόπο να «σαμποτάρει» τα έσοδα του Συλλόγου στο παραμικρό. Με παρέπεμψε πρώτα στον Σύλλογο να ρωτήσω αν εκείνοι διέθεταν νερό και αν όχι, τότε να επιστρέψω σε αυτήν για να πάρω! Έτσι και έγινε. Όταν πήρα το νερό της έδωσα συγχαρητήρια για την αλληλεγγύη, την αίσθηση  συλλογικότητας και τη στήριξη του Συλλόγου. Όταν το νερό κατέβηκε στο άδειο στομάχι μου, θυμήθηκα  πάλι ότι είχα να φάω από το πρωί αλλά δεν προέβλεπα να συμβεί σύντομα έτσι που έτρεχαν τα πράγματα και εγώ έπρεπε να προλαβαίνω να παρατηρώ και να καταγράφω, συν το ότι εκεί που έδιναν το φαγητό είχε ήδη σχηματιστεί μια ατελείωτη ουρά, στην οποία θα έπρεπε να στηθώ και εγώ, χάνοντας πολύ χρόνο…
Κάποια στιγμή άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου. Ήταν ο Βασσαριώτης βιβλιοπώλης που είχα γνωρίσει στη Σπάρτη, με τους γονείς, τη γυναίκα του και άλλους, που καθόντουσαν σε ένα απ΄ τα τραπέζια και μόλις τους σέρβιραν το ψητό. Με κάλεσαν στο τραπέζι τους να με κεράσουν και κάθισα μαζί τους. Μόλις που πρόλαβα να φάω ένα μεζέ γουρουνοπούλα και να πιω λίγο κρασί και σηκώθηκα, γιατί τα όργανα άρχισαν τα προκαταρκτικά παιξίματα και την εκφώνηση «ένα, δύο, ένα δύο» δοκιμαστικά για τη λειτουργία  των μεγαφώνων, σημάδι ότι θα άρχιζε οσονούπω η μουσική και ο χορός. Οι περισσότεροι είχαν ήδη προλάβει να ολοκληρώσουν το φαγητό τους και καθώς «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» μια παρέα από τους πιο ηλικιωμένους άνδρες σηκώθηκε πρώτη στην πίστα και άνοιξε τον κυκλικό  χορό παραγγέλνοντας στην ορχήστρα να παίξει δημοτικά τραγούδια, τσάμικα και καλαματιανά. Σε λίγο ο κενός χώρος που είχαν αφήσει ανάμεσα στα τραπέζια για το χορό, είχε γεμίσει από επάλληλους κύκλους χορευτών  όλων των ηλικιών και των δύο φύλων, που χόρευαν με κέφι και πολλή ζωντάνια. Οι κύκλοι στο κέντρο ήταν πιο συγκροτημένοι ενώ  οι  της περιφέρειας πιο χαλαροί. Ενδιάμεσα ή πιασμένα σε μικρότερους κύκλους, έτρεχαν παίζοντας ή χόρευαν δεκάδες μικροπαίδια αγόρια και κορίτσια, ελληνόπουλα και «αμερικανάκια» κατενθουσιασμένα, μεταρσιωμένα. Αναρωτιόμουν τι μνήμες να χτίζουν μέσα τους, ιδίως  τα τελευταία, και πώς θα συνδυάζουν τις διαφορετικές κουλτούρες όταν επιστρέφουν στην καθημερινότητα στις ΗΠΑ, στα σπίτια, στη γειτονιά, στα σχολεία τους… Τώρα πάντως έδειχναν συνεπαρμένα μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα με μάτια που έλαμπαν και πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα.
Ελάχιστοι, απ’ όσο έβλεπα, έριχναν «χαρτούρα», δηλαδή χρήματα για «παραγγελιές» τραγουδιών στην ορχήστρα, πλην της παρέας που είχε σηκωθεί πρώτη για χορό και μας-δυο επόμενων. Από τη στιγμή που ο χορός γενικεύτηκε και οι κύκλοι του έγιναν πολλοί,  τα τραγούδια δεν ήταν «παραγγελιές» αλλά χόρευαν ως επί το πλείστον με τα τραγούδια που έπαιζε η ορχήστρα και που τα είχε καταγραμμένα ως ρεπερτόριο στο χαρτάκι που μου είχε δείξει πριν ο Σαράντος, κυρίως ντόπια καλαματιανά και λίγα τσάμικα. Αλλά και νησιώτικα -παραδοσιακά και «νεοπαραδοσιακά» του συρμού- και τσιφτετέλια, τα οποία  τα χόρευαν ως συρτά πιασμένοι σε κύκλο ή με το πρώτο ζευγάρι της κορυφής του χορού να αποσπάται και να χορεύει αντικριστά στο κέντρο κάθε κύκλου ενώ οι υπόλοιποι χτυπούσαν παλαμάκια γύρω τους, κρατώντας το ρυθμό.
Εγώ βεβαίως περίμενα με αγωνία να ακούσω και κάποιο από τα τραγούδια του «κύκλου της Ελένης» και όντως κάποια στιγμή έπαιξαν ένα, το οποίο φαίνεται ότι το είχαν ενταγμένο στο ρεπερτόριό τους, αφού δεν γινόντουσαν πλέον «παραγγελιές», πλην σπάνιων εξαιρέσεων,  ώστε  να το παίξουν κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους χορευτές.   
Σκεφτόμουν και πάλι πόσο έχει αλλάξει την πρακτική της χορευτικής διαδικασίας η ανάληψη της οργάνωσης των πανηγυριών από τους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους, με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για κοινωφελείς πολιτιστικές δράσεις. Οι πανηγυριστές δίνοντας τον οβολό τους μαζικά, αγοράζοντας φαγητό και ποτό και μπαίνοντας στο χορό όχι κατά οικογένειες και «παρέες» αλλά συλλογικά, ανάκατα, ιδιαίτερα οι νέοι, προβαίνουν σε ένα είδος κοινωνικής ανατροπής. Η τελετουργία του χορού κατά το παλιό μωραΐτικο έθιμο, ήταν αναπαράσταση και της κοινωνικής συγκρότησης της κοινότητας κατά σόγια και οικογένειες, ιεράρχηση κατά φύλο και ηλικία, όχι συλλογικά, όλη η κοινότητα σε ένα κύκλο όπως στους χορούς της Ηπείρου  αλλά κάθε σόι ξεχωριστά.  Κάθε οικογένεια (πλην των πενθούντων) παρούσα στο πανηγύρι με τους εξ αίματος και εξ αγχιστείας συγγενείς, τους στενούς φίλους κ.ά.,  με το να τοποθετείται κυκλικά με σειρά προτεραιότητας μόνη στην πίστα του χορού, προβαλλόταν  στα μάτια όλων για το κοινωνικό status της συνολικά αλλά και των χορευτών μελών της, τον αριθμό, την όψη, τη χορευτική τους δεινότητα, το ντύσιμο κ.λπ. Το να ρίχνουν «χαρτούρα» στα όργανα προκειμένου να «σύρει» καθένας μπροστά το χορό αποτύπωνε και την οικονομική τους κατάσταση αλλά και -ανεξάρτητα από αυτή-  την «τελετουργική σπατάλη» που ήταν  έκαστος διατεθειμένος, για προσωπικούς ή/και οικογενειακούς λόγους κοινωνικής καταξίωσης, να επιτελέσει, συχνά πάνω από τις δυνατότητές του. (Σχετικά με την "τελετουργική σπατάλη", που επιτελείται συνεπικουρούσης συχνά και της μέθης, δεν ξεχνώ το εξής περιστατικό που βίωσα στην έρευνα κατά το 1998: σε ορεινό, σχεδόν ακατοίκητο πλέον, χωριό της Ηλείας οι κάτοικοι μαζεύονται το 15Αύγουστο για το πανηγύρι τς Παναγίας. Στο χορό με ορχήστρα που έλαβε χώρα το βράδυ, ένας "πατριάρχης" κτηνοτρόφος καθώς χόρευε "μπροστά" έβγαλε από την κολότσεπή του μια πολύ χοντρή δεσμίδα χαρτονομίσματα πεντοχίλιαρα και, πυροβολώντας τα με σκάγια, τα σκόρπισε στον αέρα! Δεν θα ξεχάσω επίσης την γυναίκα του να σέρνεται κάτω από τα τραπέζια για να περισώσει, ό,τι μπορούσε και εκείνος να της φωνάζει να μην το κάνει ενώ, όπως έμαθα, επρόκειτο για περίπου 1,2 εκατομμύριο δραχμές, όλα τα έσοδα από τα ζώα που είχε πουλήσει πρόσφατα...). Οι «παραγγελιές» τραγουδιών στην ορχήστρα κάτ’  επιλογή του πρωτοχορευτή, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, συνέδεαν επικοινωνιακά τον πρωτο-χορευτή αλλά  και τα μέλη της οικογένειας και των δύο φύλων που έσερνε στο χορό όσο και τους συγχωριανούς που παρακολουθούσαν, με τον τελετουργικό χρόνο, το συλλογικό φαντασιακό, τους τοπικούς μύθους, τη λατρεία, τις μνήμες, την ιστορία, τη συγγένεια, τους προγόνους   και ταυτόχρονα πρόβαλλαν μέσα στο χορό, άμεσα ή έμμεσα, και τα προσωπικά συναισθήματα των χορευτών, τους καημούς, τις γαμήλιες και άλλες επιδιώξεις και σκοπούς καθενός και καθεμιάς.
Το ασύνταχτο ανακάτεμα στους κύκλους του χορού και η επιτέλεση τραγουδιών σύμφωνα με το διαθέσιμο ρεπερτόριο της ορχήστρας και όχι κατά παραγγελία, όπως έβλεπα εδώ σήμερα όσο και σε άλλα μέρη στην επιτόπια έρευνά μου, αναιρεί την παραπάνω παραδοσιακή  δομή όχι μόνο του χορού και της διαδραστικής, συλλογικής και προσωπικής, σχέσης της κοινότητας με τα παραδοσιακά τραγούδια αλλά  κατά ένα τρόπο αναπαραστατικό και την κοινωνική δομή της κοινότητας ως σύνολο, εξισώνοντας ανατρεπτικά όλα τα μέλη της, μόνιμους κατοίκους και ξενιτεμένους, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικού στάτους. Αυτή η νέα διαδικασία, δίνει εν πολλοίς τη δυνατότητα να προσομοιάζει το τελετουργικό γλέντι του πανηγυριού με τη διασκέδαση στα επώνυμα, λαϊκά κέντρα μαζικής μουσικής κουλτούρας και να «δανείζεται» και  τα συνοδευτικά «έθιμα» εμπορικής κατανάλωσης και επίδειξης, τα οποία ωστόσο διατηρούν ίσως κάποια ίχνη από την παράδοση: τα  «κατά παραγγελία» τραγούδια, την κυρίως κατά παρέες χορευτική επίδειξη,  την εορταστική «σπατάλη» με τη μορφή  ανοίγματος σαμπάνιας και άλλων «ακριβών» ποτών, ραντίσματος με λουλούδια κ. ά.
Με την πάροδο την ώρας, την κατανάλωση φαγητού και ποτού, το κέφι στο πανηγύρι αντί να μειώνεται, φούντωνε, τώρα μάλιστα που συμμετείχαν στο χορό με πάθος και τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου που είχαν πλέον ολοκληρώσει τις δουλειές που είχαν επιφορτιστεί εθελοντικά για το πανηγύρι.
Καθώς βιντεοσκοπούσα  ασταμάτητα εδώ και πέντε περίπου ώρες, με την πείνα και την κούραση της σημερινής ημέρας συν τη συσσωρευμένη των προηγούμενων ημερών, κάποια στιγμή που χρειάστηκε να μιλήσω, η φωνή μου δεν έβγαινε. Ο λαιμός μου είχε κλείσει εντελώς,  η δύσπνοια είχε κάνει την εμφάνισή της, τα χέρια και οι ώμοι μου ήταν σαν ξυλιασμένα τόσο από το συνεχές κράτημα της κάμερας, όσο και από τη νυχτερινή δροσιά και υγρασία. Κατόπιν αυτών, μια που και οι βιντεοταινίες μου είχαν τελειώσει, αποχαιρέτησα με βραχνή φωνή που μόλις ακουγόταν τον Πρόεδρο, ο οποίος χόρευε ακόμα μεταρσιωμένος, και πήγα προς το αυτοκίνητο. Ο βιβλιοπώλης αδελφός του Πρόεδρου με την οικογένειά του είχαν ήδη φύγει για τη Σπάρτη, οι χήρες είχαν πλέον εγκαταλείψει τη θέση τους στο θεωρείο της σκάλας αφού η ώρα ήταν 2.30 το πρωί.  
Πήρα τον ολόφωτο από την πανσέληνο του Αυγούστου  δρόμο μέσα από τις κατάφυτες με θαμνώδη βλάστηση πλαγιές    του Πάρνωνα προς τη Σπάρτη. Οι κατηφορικές, κλειστές  στροφές του δρόμου δεν επέτρεπαν προσπεράσματα έτσι ήμουν αναγκασμένη να οδηγώ ακολουθώντας προπορευόμενα αυτοκίνητα αλλά και να εμποδίζω, ίσως, τα ακολουθούντα λόγω της δικής μου χαμηλής ταχύτητας, μια που πολλοί, όπως εγώ,  έφευγαν εκείνη την ώρα από το πανηγύρι της Παναγίας στο Βασσαρά με κατεύθυνση τη Σπάρτη. Αυτή η μικρή αυτοκινητοπομπή μου χαλούσε μεν τη μαγεία του φεγγαροφωτισμένου τοπίου, μου έδινε όμως μια αίσθηση ασφάλειας και συντροφικότητας, αλλιώς θα ήμουν ολομόναχη, οδηγώντας κουρασμένη και «πάρωρα»  με μόνη συντροφιά τη Σελήνη-Ελένη…
Έφτασα περασμένες τρεις το πρωί στη Σπάρτη και έπεσα ξερή, πεινασμένη και βρώμικη στο μοσχοβολιστό κρεβάτι  γιατί δεν είχα κουράγιο ούτε να κάνω ένα ντους…



 [συνεχίζεται...] Βλ. τη συνέχεια στο https://fiestaperpetua.blogspot.com/2019/11/laconia-greece-ethnographic-diary-2002.html





[1] Αργότερα έμαθα ότι μάλλον ανήκουν σε μια πρωτο-βυζαντινή εγκατάσταση, τις «Εκκλησιές», σε αυτό το σημείο: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltion/article/view/10624


Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.